ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 199/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Φίλιππο Δίγκα και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) της εταιρείας ………….. και 2) της εταιρείας …………….., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Μαχαιριώτη, παρισταμένης και της ασκουμένης δικηγόρου Ελένης Βαναριώτη.
Β) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: της εταιρείας …………… που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Μαχαιριώτη, παρισταμένης και της ασκουμένης δικηγόρου Ελένης Βαναριώτη και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) της εταιρείας ……………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Φίλιππο Δίγκα και 2)της εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Δημητριάδη.
Γ)ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: της εταιρείας ……………..που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Δημητριάδη και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) της εταιρείας …………. και 2) της εταιρείας ………….., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Μαχαιριώτη, παρισταμένης και της ασκουμένης δικηγόρου Ελένης Βαναριώτη.
Η εφεσίβλητη «A…………» και η εκκαλούσα-εφεσίβλητη «………….» άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/30.4.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3658/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που την έκανε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 8.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./8.9.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/22.10.2020 έφεση, η δεύτερη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 1.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./2.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./2.10.2020 έφεση και η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 7.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/7.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../22.10.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στην δικάσιμο 14.1.2021, κατά την οποία αναβλήθηκαν για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 8.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../8.9.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/22.10.2020, β) από 1.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./2.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./2.10.2020 και γ) από 7.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../7.10.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./22.10.2020, εφέσεις της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης «……», της δεύτερης ενάγουσας- εκκαλούσας – εφεσίβλητης «……….» και της δεύτερης εναγομένης- εκκαλούσας – εφεσίβλητης «………..», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 3658/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον των δύο πρώτων εναγομένων, ήδη εκκαλουσών, από 30.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../30.4.2018 αγωγή της εφεσίβλητης «……..» και της εκκαλούσας-εφεσίβλητης «……….», ενώ την απέρριψε, κατ’ουσίαν, ως προς τον τρίτο εναγόμενο αλληλασφαλιστικό οργανισμό με την επωνυμία «………….» (……………), που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγουσών, στις 9.7.2020, στην πρώτη εναγομένη, με σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, …………, στο σώμα ακριβούς αντιγράφου του επιδοθέντος εγγράφου, που προσκομίζεται από την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων της έφεσης κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 8.9.2020, 2.10.2020 και 7.10.2020 αντιστοίχως, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Η πρώτη ενάγουσα εταιρεία στην από 30.4.2018 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Γιβραλτάρ θαλαμηγού σκάφους αναψυχής «E», το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν ασφαλισμένο έναντι κινδύνων απώλειας ή ζημίας στην δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία και ότι στις 7.10.2016, ενώ ήταν ασφαλώς πρυμνοδετημένο στην δυτική πλευρά της μαρίνα της νήσου Πόρου, το υπό σημαία Μάλτας θαλαμηγό σκάφος «CV», πλοιοκτησίας τότε της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, που σύμφωνα με το καταστατικό της εδρεύει στην Βαλέττα Μάλτας, αλλά στην πραγματικότητα στον Άλιμο Αττικής, το οποίο έχει μεταβιβάσει, δυνάμει του από 27.5.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, λόγω πωλήσεως, στην δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, που γνώριζε ότι αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτής και είναι ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων ευθύνη στον τρίτο εναγόμενο αλληλασφαλιστικό οργανισμό, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και με την από 4.10.2017 εγγυητική επιστολή ανάληψη ευθύνης εκδοθείσα υπέρ των εναγουσών εγγυήθηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό μη υπερβαίνον τις 850.000 ευρώ, θα συμφωνείτο μεταξύ των μερών ή θα επιδικαζόταν τελεσίδικα σε σχέση με το επίδικο συμβάν, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου και του πληρώματος τούτου, που από έλλειψη προσοχής, άλλως από βαρειά αμέλεια, παρέλειψαν να προβούν στις επιβαλλόμενες ενέργειες, κατά τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, ενόψει των αναμενόμενων δυσμενών καιρικών συνθηκών, κατά την πρυμνοδέτηση του στον εν λόγω λιμένα με την πόντιση επαρκούς εκτάματος αγκυρών, αλλά και στην προσπάθεια να αλλάξουν θέση ελλιμενισμού, με συνέπεια να παρασυρθεί από τους ισχυρούς ανέμους και να προσκρούσει επί της αριστερής πλευράς του πρυμνοδετημένου δεξιά του σκάφους «HL», το οποίο, με τη σειρά του, εξαιτίας της πίεσης που δέχθηκε, επέπεσε επί της αριστερής πλευράς του σκάφους της ενάγουσας, ακολούθως δε το σκάφος της εναγομένης προσέκρουσε στην πρωραία πλευρά του σκάφους της, το οποίο ωθήθηκε βιαίως και προσέκρουσε με το δεξιό πρυμναίο τμήμα του στην προβλήτα, με συνέπεια την πρόκληση εκτεταμένων σοβαρών υλικών ζημιών, όπως αναλυτικά περιγράφονται, το δε κόστος αποκατάστασης τους ανήλθε στο συνολικό ποσό των 431.869,93 ευρώ, που αντιστοιχεί αφενός στις δαπάνες για τις επισκευαστικές εργασίες, που διενεργήθηκαν από τον Φεβρουάριο 2017 μέχρι και τον Ιούλιο 2017 στο ναυπηγείο της κατασκευάστριας εταιρείας, προς αποκατάσταση των εμφανών ζημιών, αντί συμφωνηθέντος κατ’αποκοπή εργολαβικού ανταλλάγματος, ποσού 410.000 ευρώ, περιλαμβανομένου του κόστους των απαραίτητων υλικών, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών και αφετέρου, στο πρόσθετο κόστος αποκατάστασης των μη εμφανών ζημιών και συναφών υπηρεσιών, ποσού 21.869,93 ευρώ, όπως επαρκώς εξειδικεύονται κατ’είδος και αξία, εκ του οποίου το ποσό των 17.500 ευρώ κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα, ως εκπεστέα δαπάνη με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το υπόλοιπο ποσό των 414.466,93 ευρώ, κατέβαλε για λογαριασμό της η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία και έτσι υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της. Επιπλέον, εκθέτει ότι κατέβαλε, ως αμοιβή της αναφερόμενης ισραηλινής δικηγορικής εταιρείας, για την παροχή νομικών υπηρεσιών, το συνολικό ποσό των 99.450 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας του ένδικου περιστατικού, υποβλήθηκε σε πρόσθετες δαπάνες, που δεν καλύπτονταν από την ασφαλιστική σύμβαση, συνολικού ποσού 98.299,13 ευρώ, όπως επαρκώς αναλύονται κατ’είδος και αξία, καθώς επίσης δαπάνησε το ποσό των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ για παροχή νομικών υπηρεσιών της αναφερομένης ισραηλινής δικηγορικής εταιρείας, επιπλέον δε υπέστη περιουσιακή ζημία, ύψους 525.000 ευρώ, λόγω της μείωσης της εμπορικής αξίας του επίδικου σκάφους, αξίας 3.750.000 ευρώ, κατά ποσοστό 15%, καθώς και ηθική βλάβη από την προσβολή της φήμης της και την στέρηση της χρήσης του, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, ύψους 180.000 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα σε αναγνωριστικό, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον: α) στην πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 818.399,13 ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία, κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας, άλλως κατά την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου (1.11.2017), άλλως κατά το χρόνο πληρωμής και επικουρικότερα κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής και β) στην δεύτερη ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 414.466,93 ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 99.450 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας, άλλως της έκδοσης των αντίστοιχων τιμολογίων (30.7.2017), άλλως με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την σύνταξη της αγωγής, νομιμοτόκως από την ημερομηνία πληρωμής εκάστου των κονδυλίων, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή, καθόσον στρεφόταν κατά του τρίτου εναγομένου αλληλασφαλιστικού οργανισμού, απορριπτέα, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του, λόγω ρήτρας παρέκτασης περιλαμβανομένης στην επίδικη εγγυητική επιστολή περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των αγγλικών Δικαστηρίων και ότι, ως προς τις δύο πρώτες των εναγομένων εταιρείες, έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, λόγω του τόπου που έλαβε χώρα η σύγκρουση, κατ’άρθρο 242 ΚΙΝΔ και του τόπου καταρτίσεως στον Πειραιά της δικαιοπραξίας πώλησης του ζημιογόνου πλοίου, κατ’άρθρο 33 εδ.1 ΚΠολΔ, με το σκεπτικό ότι καταλαμβάνει τόσο την ασφαλιστική υποκατάσταση του αποζημιώσαντος ασφαλιστή, όσο και την από το άρθρο 479 ΑΚ ενοχή και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, για την ενοχή από το αδίκημα, ως το δίκαιο της πολιτείας στα χωρικά ύδατα της οποίας έγινε η σύγκρουση, σύμφωνα με την από 23.9.1910 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων» και το άρθρο 26 ΑΚ και όσον αφορά την αξίωση των εναγουσών κατά της αποκτήσασας το ζημιογόνο πλοίο δεύτερης εναγομένης, ως το δίκαιο, που εκ του συνόλου των εκτιθέμενων ειδικών συνθηκών, συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση, κατ’αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ.β΄ΑΚ και 4 παρ.4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ενώ αναφορικά με την ασφαλιστική σύμβαση και υποκατάσταση της ασφαλίστριας δεύτερης ενάγουσας στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της πλοιοκτήτριας εταιρείας έναντι του υπαιτίου, εφαρμοστέο κρίθηκε το αγγλικό δίκαιο, που ρητά έχει υπαχθεί η ένδικη σύμβαση ασφάλισης, έκρινε κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, παρεκτός της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, εφόσον δεν θεμελιώνεται η συγκεκριμένη βλάβη που υπέστη στην εμπορική της πίστη, το κύρος και την φήμη της και του παρεπόμενου αιτήματος καταβολής τόκων από τον χρόνο έκδοσης των αντίστοιχων τιμολογίων και ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον, στην μεν πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 289.095,85 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ, κατά τον χρόνο της πληρωμής, στην δε δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 414.466 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι μερικώς ηττηθείσες εναγόμενες–εκκαλούσες και η μερικώς ηττηθείσα δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα, με τις ένδικες εφέσεις αντίστοιχα, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της, καθόσον αφορά την δεύτερη ενάγουσα, αντιστοίχως.
III. Επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, που εμφανίζουν στοιχείο αλλοδαπότητας, ήτοι συνδέονται και με άλλες έννομες τάξεις πέραν αυτής του δικάζοντας Δικαστηρίου, καλείται, καταρχήν, σε εφαρμογή ο εκτοπίζων τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής Κανονισμός «Βρυξέλλες I») και σε σχέση με τις ασκούμενες από τις 10.1.2015 αγωγές, ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής Κανονισμός «Βρυξέλλες I, Αναδιατύπωση»).Το άρθρο 4 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II του Κανονισμού, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.» Το άρθρο 5 του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο ως άνω τμήμα 1, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.». Περαιτέρω, το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, που φέρει τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», του κεφαλαίου II του Κανονισμού, προβλέπει στο σημείο 2 τα εξής: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: […]2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.». Ως παρέκκλιση λοιπόν από τη δωσιδικία την οποία προβλέπει το άρθρο 4 του Κανονισμού 1215/2012, δηλαδή αυτή των Δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος και επί νομικών προσώπων την καταστατική έδρα του ή την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάσταση, η οποία αποτελεί τον γενικό κανόνα, ο κανόνας περί βάσεως ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού, χρήζει στενής ερμηνείας (Απόφαση ΔΕΕ της 8ης Μαΐου 2019, C-25/18, EU:C:2019:376, σκέψεις 21 και 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).Αυτός ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των Δικαστηρίων του τόπου στον οποίο συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, βάσει του οποίου δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων αυτών για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του Κανονισμού 1215/2012, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού, η ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ του Δικαστηρίου και της ένδικης διαφοράς θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον Δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης(Απόφαση ΔΕΚ 17-6/2021 C-800/2019). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ ήδη ΔΕΕ, η έκφραση «τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» δηλώνει τόσο τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, όσο και τον τόπο όπου επήλθε η ζημία. Και οι δύο αυτοί τόποι μπορούν, αναλόγως των περιστάσεων, να παράσχουν ιδιαιτέρως χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας και την οργάνωση της δίκης (Απόφαση ΔΕΚ της 17 Ιουνίου 2021,C-800/2019, Απόφαση ΔΕΚ της 17ης Οκτωβρίου 2017, B. και I., C-194/16, EU:C:2017:766, σκέψεις 26, 28, 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ενόψει των ανωτέρω, παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να ασκήσει αγωγή είτε ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου επέλευσης της ζημίας, είτε ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, οπότε ένα Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί νομίμως διαφοράς βάσει μιας εκ των δύο βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 1269/2019, Απόφαση ΔΕΚ της 5ης Ιουλίου 2018 στην υπόθεση C-27/2017, Απόφαση ΔΕΚ της 12ης Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση C-304/17, Απόφαση ΔΕΚ της 22ας Ιανουαρίου 2015 στην υπόθεση C-441/13, Απόφαση ΔΕΚ της 28ης Ιανουαρίου 2015 στην υπόθεση C-375/13). Ως «ζημία» νοείται η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο – όχι δε η έμμεση ή η απώτερη ή η από αντανάκλαση ζημία, που υποστηρίζει, ότι υφίσταται ο ενάγων. Κατά συνέπεια «ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζημία», είναι ο τόπος στον οποίο το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε απ’ ευθείας σε βάρος του αμέσως ζημιωθέντος τα ζημιογόνα αποτελέσματα.
Περαιτέρω, το άρθρο 6 παρ. 1 του Κανονισμού «Βρυξέλλες I, Αναδιατύπωση» ορίζει ότι: «Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25». Στην δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι:«Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος μέλος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας..». Ειδικότερα, από την προπαρατιθέμενη ρύθμιση προκύπτει ότι όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή την έδρα του εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία Δικαστηρίου κράτους μέλους της, το οποίο επιλήφθηκε μιας αστικής ή εμπορικής διαφοράς με στοιχείο αλλοδαπότητας, ρυθμίζεται από τις ισχύουσες σε αυτό σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις, εκτός αν πρόκειται για μια από τις κατωτέρω περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις, ήτοι για: α) αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου του, β) αγωγή εργαζομένου κατά του εργοδότη του, γ) υπόθεση υπαγόμενη σε κάποια από τις προβλεπόμενες στον εν λόγω κανονισμό αποκλειστικές διεθνείς δικαιοδοσίες (όπως της τοποθεσίας ακινήτου επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων κ.α.) και δ) διαφορά για την οποία τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου της κατοικίας τους, έχουν καταρτίσει ρητή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, υπάγοντας αυτή στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους. Επίσης, κατά το άρθρο 63 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού: «1.Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο, στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση, ή γ) την κύρια εγκατάσταση της». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι όταν ενάγεται αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση, ή την κύρια εγκατάσταση του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ανωτέρω Κανονισμός καταρχήν δε τυγχάνει εφαρμογής και εφαρμόζεται από το επιληφθέν της υπόθεσης Δικαστήριο επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του το ισχύον εθνικό δικονομικό του δίκαιο. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί να υπάρχει κατά τόπο αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (αρθρ. 22 – 26 ΚΠολΔ) ή ειδική δωσιδικία (αρθρ. 27 – 40 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 37ΚΠολΔ περί δωσιδικίας ομοδίκων, όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα που συνδέονται με το δεσμό της ομοδικίας αρμόδιο είναι το Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, και αν δεν έχει κατοικία, τη διαμονή του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους.
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο, όπως και το παρόν ,έχουν διεθνή δικαιοδοσία, προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες στην μείζονα σκέψη διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», εκ του τόπου που βρίσκεται η πραγματική έδρα στον Άλιμο Αττικής και ασκείται η διοίκηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας, που σύμφωνα με το καταστατικό της εδρεύει στην Βαλέτα της Μάλτας, πλοιοκτήτριας κατά τον κρίσιμο χρόνο του υπαίτιου πλοίου και όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός και επήλθε η ζημία σε βάρος της αμέσως ζημιωθείσας ενάγουσας εταιρείας, θεμελιωμένης τόσο της γενικής δωσιδικίας κατοικίας, της εκ των ομοδίκων πρώτης εναγομένης, όσο και της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας της αδικοπραξίας και συνακόλουθα, καθιδρυομένης της δωσιδικίας της κατοικίας ενός εκ των ομοδίκων, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στις νήσους Μάρσαλ, ήτοι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων, που καθορίζουν την διεθνή δικαιοδοσία, των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1 σε συνδυασμό με 37 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως επιτάσσει ο εν λόγω Κανονισμός, μη συντρεχόντων εν προκειμένω των προβλεπομένων περιοριστικά εξαιρέσεων και όχι της δωσιδικίας της δικαιοπραξίας, κατ’άρθρο 33 ΚΠολΔ, εκ του τόπου κατάρτισης μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων της πώλησης του ζημιογόνου πλοίου, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον δεν αποτελεί η σύμβαση αυτή την νόμιμη βάση των αξιώσεων των εναγουσών σε βάρος της, αλυσιτελώς αναφερομένων από την τελευταία των περί συμφωνίας με την πρώτη εναγομένη υπαγωγής των εξ αυτής διαφορών σε διαιτησία στο Λονδίνο και των αιτιάσεων περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη περί κατάρτισης της στον Πειραιά και, ως εκ τούτων, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εκκαλούσας-δεύτερης εναγομένης ότι εκ του τόπου της έδρας της δεν δωσιδικεί ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων, εφόσον δεν υπάρχει έρεισμα διεθνούς δικαιοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω, η αιτιολογική σκέψη 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (στο εξής Κανονισμός Ρώμη ΙΙ) ορίζει: «Το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό (Βρυξέλλες Ι) και προς τα νομοθετήματα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές.». Κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού αυτού, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας»: «1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Αν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση, ελλείψει επιλογής δικαίου, έχει εμφανώς στενότερους δεσμούς με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα θα μπορούσε να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.». Το δε άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού, με τίτλο «Περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου», προβλέπει: «Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως: α) τις προϋποθέσεις και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους, β) τους λόγους απαλλαγής από την ευθύνη, περιορισμού και καταμερισμού της ευθύνης[…]».Όσον αφορά, αφετέρου, τα πεδία εφαρμογής των Κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙI, οι έννοιες «συμβατικές ενοχές» και «εξωσυμβατικές ενοχές» στους εν λόγω Κανονισμούς πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, με γνώμονα κυρίως την οικονομία και τους σκοπούς των κανονισμών αυτών (Απόφαση C-147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 27). Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 αμφοτέρων των Κανονισμών, ότι οι Κανονισμοί αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεκτικό μεταξύ τους, αλλά και με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, στο άρθρο 5 του οποίου γίνεται διάκριση μεταξύ διαφορών εκ συμβάσεως και ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας. Όπως προκύπτει από τη σχετική με τον κανονισμό αυτόν νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως «εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του εν λόγω Κανονισμού, χαρακτηρίζεται μόνον η έννομη υποχρέωση την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή (Απόφαση Kolassa, C-375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39). Κατ’ αναλογία και σύμφωνα με την απαίτηση συνεκτικής εφαρμογής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τον όρο «συμβατική ενοχή» στο άρθρο 1 του Κανονισμού Ρώμη Ι, προσδιορίζεται η έννομη υποχρέωση την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου. Όσον αφορά τον όρο «εξωσυμβατική ενοχή» στο άρθρο 1 του Κανονισμού Ρώμη ΙI, υπενθυμίζεται ότι η έννοια της «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι, καλύπτει οποιαδήποτε αξίωση έχει έρεισμα στην ευθύνη του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του σημείου 1 του εν λόγω άρθρου 5 (Απόφαση 21-1/2016 ΔΕΚ C-359/14, C-475/14, Απόφαση C-147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επισημαίνεται ακόμη, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 του Κανονισμού Ρώμη ΙI, ο εν λόγω Κανονισμός εφαρμόζεται σε ενοχές απορρέουσες από ζημία, δηλαδή όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, της διοίκησης αλλοτρίων ή της culpa in contrahendo (ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις). Βάσει των στοιχείων αυτών, ως «εξωσυμβατική ενοχή», κατά την έννοια του Κανονισμού Ρώμη ΙI, νοείται η ενοχή που απορρέει από τις αιτίες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 του Κανονισμού αυτού και παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη (Απόφαση 21-1/2016 ΔΕΚ C-359/14, C-475/14).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη και η έκταση της υποχρεώσεως αποζημιώσεως των εναγουσών σε βάρος των εναγομένων-εκκαλούντων εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από την αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγομενης, ως υπαίτιας για την επίδικη σύγκρουση πλοιοκτήτριας του μεταβιβασθέντος στην δεύτερη εναγομένη πλοίου, που αποτελεί την αιτία των επίμαχων ζημιών. Το κρινόμενο δικαίωμα των εναγουσών να στραφούν κατά της δεύτερης εναγομένης, ως ευθυνομένης εις ολόκληρον προς αποζημίωση τους, δεν απορρέει από την σύμβαση μεταβίβασης του ζημιογόνου πλοίου, αλλά προϋποθέτει την αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγομένης, αφορά δηλαδή ευθύνη από αδικοπραξία και όχι συμβατική σχέση. Επομένως, η εκ του νόμου ενοχή προς αποζημίωση η οποία βαρύνει την αποκτήσασα το ζημιογόνο πλοίο δεύτερη εναγομένη, αποτελεί εξωσυμβατική ενοχή, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού Ρώμη ΙI και όχι ενοχή από σύμβαση, ως εσφαλμένα υπολαμβάνει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι διέπεται από το αρμόζον σ’αυτήν εκ του συνόλου των εκτιθέμενων ειδικών συνθηκών και δη του τόπου της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης και σύναψης της αγοραπωλησίας, κατ’αναλογική εφαρμογή του Κανονισμού Ρώμη I για τις συμβατικές ενοχές. Επομένως, το εφαρμοστέο στην εν λόγω ενοχή δίκαιο πρέπει να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων του Κανονισμού Ρώμη II για τις εξωσυμβατικές ενοχές και συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του εν λόγω Κανονισμού, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, ήτοι της χώρας όπου επήλθε η ευθέως οφειλόμενη στο ατύχημα ζημία, ήτοι του Ελληνικού δικαίου. Κατά δε το άρθρο 15, στοιχεία α΄ και β΄, του Κανονισμού Ρώμη ΙI, το δίκαιο αυτό διέπει τις προϋποθέσεις και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων, που δύνανται να φέρουν ευθύνη, καθώς και τους λόγους καταμερισμού της. Επομένως, βάσει του δικαίου του τόπου επελεύσεως της άμεσης ζημίας, ήτοι, εν προκειμένου, του δικαίου της Ελλάδας, πρέπει να προσδιοριστούν οι υπόχρεοι της επίδικης υποχρεώσεως αποζημιώσεως των ζημιωθέντων και η έκταση της ευθύνης τους, αλυσιτελώς αναφερομένων από την δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα των περί συμφωνίας με την πρώτη εναγομένη υπαγωγής των εξ της συμβάσεως αγοραπωλησίας του σκάφους διαφορών σε διαιτησία στο Λονδίνο και των αιτιάσεων περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη της εν Ελλάδι πραγματικής έδρας της πωλήτριας πρώτης εναγομένης και κατάρτισης της εν λόγω σύμβασης στον Πειραιά και, ως εκ τούτων, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εκκαλούσας-δεύτερης εναγομένης περί μη εφαρμογής του ελληνικού δικαίου.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αποφάνθηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη διαφορά τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, αν και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων του πρώτου και του δεύτερου αντίστοιχα λόγων της έφεσης της εκκαλούσας-δεύτερης εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.
ΙV. Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με τον ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας, που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’αυτήν αργότερα (άρθρο 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης), ενώ για τα μη ρυθμιζόμενα απ’ αυτή ζητήματα αστικής ευθύνης εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου (ΕφΠειρ 1022/2006 ΕΝαυτΔ 2007.115). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους, στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη ή, όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού Δικαστηρίου, το άρθρο 26 του ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί σύγκρουσης αυτών, προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί σύγκρουσης πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως, τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, προκύπτει ότι επί σύγκρουσης πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε ποίο ευθύνεται σε αποζημίωση αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός εκ των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος να αποκαταστήσει τις ζημίες του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων, που βρίσκονται σ’αυτό (ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕφΠειρ 777/2020, ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32, 434, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31, 187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, 57). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός, ή από ανώτερη βία, ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη, και/ή των προστηθέντων απ’αυτόν για τη χρήση του πλοίου προσώπων (πλοιάρχου, λοιπών μελών του πληρώματος κ.λπ.), είτε ως προς τον εξοπλισμό, ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του, ή την κίνηση του, και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 356-357, κατά την ερμηνεία ομοίου περιεχομένου διατάξεων του ΚΙΝΔ). Φορέας δε της κατά τα ανωτέρω ευθύνης «του πλοίου» είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο, δηλαδή καταρχήν ο πλοιοκτήτης [ΕφΠειρ 59/2011 ΕΕμπΔ 2011, 445, ΕφΠειρ 1003/2003 ΕπισκΕΔ 2004, 128, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 187, ΕφΠειρ 807/1992 ΕΝαυτΔ 1993, 16, Λ.Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα 2006, σελ. 355 επ., Ι.Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος (άρθρα 190-297), Αθήνα -Κομοτηνή 2007, σελ.274-282 και 317-319]. Περαιτέρω, επί βλαβών του πλοίου λόγω σύγκρουσης αυτού με άλλο πλοίο, ο πλοιοκτήτης του έχει αξίωση προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει κάθε θετική και αποθετική ζημία του πλοίου (άρθρα 297 και 298 του ΑΚ) και εκτείνεται ειδικότερα και στο ποσό της δαπάνης, το οποίο απαιτείται προς αποκατάσταση των βλαβών αυτών, ασχέτως του αν προτίθεται πραγματικά να διαθέσει τούτο για τον ως άνω σκοπό ή αν αποκατέστησε τις βλάβες (ΕφΠειρ 818/2007 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, με τις διατάξεις της από 20 Οκτωβρίου 1972 Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν θαλάσση», η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 93/1974 και έχει τεθεί σε ισχύ με το Π.Δ. 94/1977 (ΦΕΚ Α΄ 293), που έχει εκδοθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, παρασχεθείσας δια του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Ν.Δ., έχει δε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται επί πάσης κατηγορίας πλοίων πλεόντων εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων δυνάμει του Π.Δ. 403/1980 (ΦΕΚ Α΄111) «περί εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 93/1974 (…) επί πάσης κατηγορίας πλεόντων εις τα ελληνικά χωρικά ύδατα πλοίων υπό σημαίαν κρατών μη κυρωσάντων ή μη προσχωρησάντων εις την κυρωθείσαν Διεθνή Σύμβασιν», εκδοθέντος κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, παρασχεθείσας δια του άρθρου 7 του αυτού ως άνω Ν.Δ., ορίζεται ότι: «ΚΑΝΩΝ 1. α) Οι Κανόνες ούτοι θα εφαρμόζωνται εφ’όλων των πλοίων τόσον εις την ανοικτήν θάλασσαν, όσον και εις άπαντα τα μετ’αυτής συγκοινωνούντα ύδατα, τα διαπλεύσιμα υπό ποντοπόρων πλοίων (…)». «ΚΑΝΩΝ 2. α) Ουδεμία διάταξις των παρόντων Κανόνων απαλλάσσει οιδήποτε πλοίον ή τον πλοιοκτήτην, τον πλοίαρχον ή το πλήρωμα αυτού, εκ των συνεπειών οιασδήποτε αμελείας ως προς την συμμόρφωσιν προς τους παρόντας Κανόνας ή αμελείας αφορούσης εις την λήψιν οιωνδήποτε προληπτικών μέτρων υπαγορευομένων υπό της κοινής εμπειρίας ή των ειδικών συνθηκών της περιστάσεως»…«ΚΑΝΩΝ 5. Επιτήρησις (look – out). Παν πλοίον θα τηρή εν παντί χρόνω την πρέπουσα οπτικήν και ακουστικήν επιτήρησιν (look – out) ως και επιτήρησιν δια παντός διαθεσίμου πρόσφορου μέσου κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, ούτως ώστε να έχη εκτίμησιν της καταστάσεως και του κινδύνου συγκρούσεως… ΚΑΝΩΝ 7. Κίνδυνοι Συγκρούσεως. α) Παν πλοίον θα χρησιμοποιή παν διαθέσιμον και κατάλληλον, κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, μέσον ίνα εκτιμήση εάν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως. Υπαρχούσης οιασδήποτε αμφιβολίας, ο τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υπάρχει…ΚΑΝΩΝ 8. Χειρισμοί προς αποφυγήν συγκρούσεως. α) Οιοσδήποτε χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως, δέον, εφ’όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, να είναι σαφής και έκδηλος, να γίνεται εγκαίρως και συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της καλής ναυτικής τέχνης…δ) Χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως μεθ’ετέρου πλοίου δέον όπως είναι τοιούτος, ώστε να απολήγη εις διέλευσιν απ’ αυτού εις ασφαλή απόστασιν…».
Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων στοιχείων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με πλήρη έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αξιουμένου δικαιώματος. Η αναγραφή των συγκεκριμένων περιστατικών είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί, αλλά και το Δικαστήριο να προβεί στον προσήκοντα υπαγωγικό συλλογισμό προς διάγνωση της διαφοράς. Ενόψει των ανωτέρω, στην αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη ένα πλοίο, κατά τη σύγκρουση του με άλλο πλοίο, πρέπει να γίνεται επίκληση και αναφορά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, καθώς και των συγκεκριμένων περιστατικών υπαιτιότητας του πλοίου του εναγομένου και επιπλέον να προσδιορίζεται με επάρκεια η οφειλομένη στη σύγκρουση, ζημία του πλοίου του ενάγοντος (ΑΠ 106/2015, ΕφΠειρ 566/2018, δημ.ΤΝΠ “Νόμος”).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση. Ειδικότερα, αναφέρονται στο δικόγραφο της με επάρκεια οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση των ως άνω πλοίων, καθώς και τα συγκεκριμένα περιστατικά υπαιτιότητας του πλοιάρχου και του πληρώματος του πλοίου της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, η συγκεκριμενοποίηση των οποίων, άλλωστε, είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και δεν απαιτούνταν επιπλέον για το ορισμένο της, η παράθεση με ακρίβεια των ωρών, που ενέσκηψαν τα καιρικά φαινόμενα, της έντασης και φοράς των ανέμων, της ακριβόχρονης κινήσεως και προσκρούσεως των πλοίων, του τρόπου πρυμνοδετήσεως τους, ποντίσεως των αγκυρών τους, του είδους, του αριθμού και της θέσης των κάβων τους και των παρεμβλημάτων μεταξύ των σκαφών, καθώς και οι ακριβείς θέσεις των μελών των πληρωμάτων τους, ως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα. Περαιτέρω, γίνεται αναλυτικός προσδιορισμός της θετικής ζημίας, που υπέστησαν οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες, από τις προκληθείσες στο πλοίο της πρώτης τούτων βλάβες, εξαιτίας της σύγκρουσης, με παράθεση και εξειδίκευση, κατά τα θεμελιωτικά τους στοιχεία, όλων των επιμέρους κονδυλίων, τα οποία απαρτίζουν το αξιούμενο ποσό αποζημίωσης και όσον αφορά μεν το κατ’αποκοπή συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα, δεν απαιτείται για να είναι ορισμένο η παράθεση ξεχωριστά του επιμέρους κόστους καθεμίας από τις περιγραφόμενες εργασίες αποκατάστασης των ζημιών, που αντιστοιχούν σ’αυτό, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η επικαλούμενη αποζημίωση για τις εν λόγω ζημίες βασίζεται στην σχετική συμφωνία μεταξύ της εργοδότριας πρώτης ενάγουσας και της εργολήπτριας πρώτης εναγομένης, καταβολής του εν λόγω καθορισμένου συνολικού ποσού, ως εύλογης αποζημίωσης της γι’αυτές συλλήβδην και όχι με βάση καθεμία επιμέρους, όσον αφορά δε τα αιτούμενα κονδύλια για τις πρόσθετες εργασίες, που εκτελέστηκαν και τις συναφείς δαπάνες, που υποβλήθηκαν οι ενάγουσες, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, είναι πλήρως ορισμένα, ως προς τα προσδιοριστικά τους στοιχεία, δεδομένου ότι εκτίθενται αναλυτικά το είδος, η ποσότητα, καθώς και η αξία τούτων. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας, την αγωγή, παρεκτός του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης των εναγουσών, ορισμένη και νόμιμη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια να παραλείψει παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, ένεκα αοριστίας, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την εν λόγω πλημμέλεια, ως προς όλα τα σκέλη του, ως αβασίμου.
V.Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία όμως της σωρευτικής αυτής αναδοχής, απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν όλη η περιουσία, ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία, που του μεταβιβάστηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 1151/2014, ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010, ΕφΠειρ 849/2008, ΕφΠειρ 621/2008, ΕφΠειρ 483/2008, δημ.“Νόμος”). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 726/2010, δημ.“Νόμος”). Ως χρέη της περιουσίας, που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσεως. Αυτά μπορούν να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), είτε από τον νόμο (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ, υπό το άρθρο 479, αριθ. 21), υποστηρίζεται όμως μεμονωμένα, ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε χρέη από το νόμο (Σταθόπουλος, Γεν. Ενοχικό, αρ. 59). Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, χρέη που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτή νοούνται μόνο εκείνα, που προκύπτουν από την άσκηση της επιχειρήσεως και γενικά την επίτευξη των σκοπών της. Το χρέος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκε αργότερα, υπό την έννοια ότι ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται στη διάταξη και εκείνα τα χρέη που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής συμβάσεως τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβιβάσεως (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008, δημ. “Νόμος”), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσης τους να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998 ΕλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενο του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής, ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ (ΑΠ 776/2003 ΕλΔνη 2005, 163, ΕφΠειρ 596/2018, ΕφΠειρ 207/2011, δημ. “Νόμος”). Από αυτό έπεται ότι ενστάσεις που είχαν γεννηθεί κατά το χρόνο μεταβιβάσεως υπέρ του μεταβιβάζοντος ή υπέρ του δανειστή, αντιτάσσονται από και κατά του αποκτώντος. Όμως, μετά τη μεταβίβαση, λόγω της αυτοτέλειας της ενοχής των δύο εις ολόκληρον συνοφειλετών, αντιτάσσονται μόνο όσα γεγονότα ενεργούν αντικειμενικά (άρθρα 483 – 485 ΑΚ) και όχι εκείνα που ενεργούν υποκειμενικά (άρθρο 486 ΑΚ). Έτσι, αν κατά το χρόνο μεταβιβάσεως ο ως άνω χρόνος παραγραφής της απαιτήσεως του δανειστή κατά του αποδέκτη μεταβιβάζοντος είχε επιμηκυνθεί σε είκοσι χρόνια, κατ’ άρθρο 268 ΑΚ, επειδή η αξίωση αυτή βεβαιώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ή λόγο τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής, το γεγονός αυτό αντιτάσσεται από το δανειστή κατά του αποκτώντος. Αν όμως η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής έγινε μετά τη σύναψη της συμβάσεως μεταβιβάσεως περιουσίας, κατά το άρθρο 479ΑΚ, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αντιτάξει ο δανειστής κατά του αποκτήσαντα, αφού η διακοπή και επιμήκυνση της παραγραφής ενεργεί υποκειμενικά κατ’ άρθρο 486ΑΚ για τον ένα συνοφειλέτη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν τα γεγονότα αυτά (ΑΠ 1571/2017, ΑΠ 1695/1998).Εξάλλου, μεταξύ των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ 459/2015, ΕφΠειρ 207/2011 δημ.“Νόμος”, ΕφΘες 424/2008 Αρμ 2009, 534, ΕφΑθ 6812/2005 ΔΕΕ 2006, 71, δημ.“Νόμος”). Ως επιχείρηση, η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται, κατά την άποψη που έχει επικρατήσει και με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 424/1995, ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32, 667, δημ. “Νόμος”, ΕφΠειρ 596/2018, ΕφΠειρ 372/2014, ΕφΠειρ 23/2011, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 207/2011 δημ.“Νόμος”), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργανώσεως της εκμεταλλεύσεως πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕφΠειρ 726/2010 δημ.“Νόμος”, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Ως μεταβιβαζόμενα χρέη, σε αυτή την περίπτωση, νοούνται και οι απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, που κατά τη διάταξη του άρθρου 106 εδ β΄ΚΙΝΔ ασκούνται και κατά του πλοίου, καθώς, όπως προαναφέρεται, η ανωτέρω διάταξη ιδρύει παράλληλα με την ενοχική ευθύνη του εφοπλιστή, καθαρή ενοχική υποχρέωση του κυρίου του πλοίου απέναντι στους δανειστές από τον εφοπλισμό, η οποία όμως είναι περιορισμένη, συγκεντρώνεται δηλαδή στο πλοίο και με την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται “πραγματοπαγής”. Η ενοχική αυτή ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι ευθύνη cum viribus patrimonii (αυτούσια ευθύνη), δηλαδή ευθύνη με το ίδιο το πλοίο, το οποίο μόνο παραμένει υπέγγυο στους δανειστές και όχι proviribus (λογιστική ευθύνη), δηλαδή ευθύνη με την υπόλοιπη περιουσία του, αλλά έως το χρηματικό ποσό στο οποίο αποτιμάται η αξία του πλοίου. Η μεταβίβαση του πλοίου από τον ενεχόμενο κύριο δεν συνεπάγεται και απαλλαγή του από την ευθύνη του απέναντι στους δικαιούχους των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό, αλλά με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1945 ΑΚ, υποκαθίσταται στη θέση του πλοίου το τυχόν ληφθέν τίμημα ή αντάλλαγμα (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 479 αριθ. 31). Έτσι, εάν το πλοίο πωληθεί ή παραχωρηθεί με άλλο τρόπο σε άλλον, ο μέχρι τότε κύριος εξακολουθεί να ευθύνεται για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό με το τίμημα για το αντάλλαγμα που πήρε (ΕφΠειρ 596/2018, Ι. Χαμηλοθώρη, “Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις”-τιμητικός τόμος Απ. Γεωργιάδη).
Περαιτέρω, το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985”, οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (ΕφΠειρ 519/2016 ΔΕΕ 2017.548). Ειδικότερα, το Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906) οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της Νομολογίας των Αγγλικών Δικαστηρίων (case Law) και τους Αγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου (ΜΙΑ 1906), έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης εκπονημένους κατά κανόνα από τον συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, που εδρεύει στο Λονδίνο με την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, διεπομένης από το Αγγλικό Δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφάλισης νόμου, του κοινού δικαίου και της Αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου με την Κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985 (ΕφΠειρ 232/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011.204). Τέλος, το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Από την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906) προκύπτει ότι η υποκατάσταση (subrogation) συνίσταται στο δικαίωμα του ασφαλιστή να ασκήσει προς ίδιο συμφέρον όλα τα δικαιώματα και μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία έχει ο ασφαλισμένος έναντι του ζημιώσαντος τρίτου σε σχέση προς το ασφαλισμένο αντικείμενο. Το δικαίωμα υποκατάστασης ανακύπτει από τότε που ο ασφαλιστής θα καταβάλει στον ασφαλισμένο το ποσό της αποζημίωσης. Έχει δε τη δυνατότητα να ζητήσει δια της αγωγής του όλο το καλύπτον τη ζημία ποσό, ανεξαρτήτως αν έχει πληρώσει λιγότερα στον ασφαλισμένο. Δικαιούται, όμως, να κρατήσει μόνο το ποσό το οποίο έχει πράγματι καταβάλει. Το υπόλοιπο ανήκει στον ασφαλισμένο, εκτός αν αυτός εκχώρησε στον ασφαλιστή τα δικαιώματά του ή υπήρχε εξ αρχής διαφορετική συμφωνία. Επομένως, ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να μην προβεί σε ενέργειες που δύνανται να βλάψουν τα δικαιώματα του ασφαλιστή. Έτσι δε δύναται να συμβιβαστεί ή να ζητήσει ένδικη προστασία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή. Στο πλαίσιο του αγγλικού δικονομικού δικαίου, σε αντίθεση με τη ρύθμιση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 (ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 210 ΕμπΝ), η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση καταβολής του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται αυτοδικαίως στις έναντι του τρίτου ζημιώσαντος αξιώσεις του ασφαλισμένου στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, προβλέπεται ότι ο θεσμός της υποκατάστασης του καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση ασφαλιστή λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλιζομένου) και όχι έναντι τρίτων και επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δε δύναται να ασκηθεί επ’ονόματι του ασφαλιστή, παρά μόνον αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του. Άλλως ο ασφαλιστής ασκεί την αγωγή επ’ονόματι του ασφαλισμένου, ο οποίος δε μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε αυτό. Σε περίπτωση εκχώρησης (assignment of claim), η θέση του ασφαλιστή διαφοροποιείται και δικαιούται να ασκήσει την κατά του τρίτου αγωγή επ’ονόματί του. Σε κάθε περίπτωση ο ασφαλιστής νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει, είτε επ’ονόματι του ασφαλισμένου είτε ιδίω ονόματι, αναλόγως της περίπτωσης, αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου μόνο αν πράγματι κατέβαλε στον ασφαλισμένο την αποζημίωση και μέχρι του ποσού της καταβολής. Τα ανωτέρω αποδίδουν ενδοτικό δίκαιο και ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως (ΑΠ 276/1982 ΕΕμπΔ 33(1982), 419, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 320/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή διαλαμβάνει αυτοτελή αγωγική βάση, στηριζομένη σε απαίτηση της ζημιωθείσας ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρείας έναντι του προξενήσαντος τη ζημία τρίτου, ασκούμενη από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, λόγω ασφαλιστικής υποκατάστασης της τελευταίας στα δικαιώματα της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, το ζήτημα της νομιμότητας της υποκαταστάσεως του ασφαλιστή – με την καταβολή του ασφαλίσματος – στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποιήσεως ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο, που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση, ήτοι σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο.
VI. Από την υπ’ αριθ. …../22.10.2018 ένορκη βεβαίωση της ……., που λήφθηκε με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγουσών, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. …./17.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……) και τις υπ’αριθμ…. και …./21.5.2021 ένορκες βεβαιώσεις των …………. και …….., που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, καθώς και την υπ’αριθμ………./31.5.2021 ένορκη βεβαίωση του ….., που δεν είναι εξαιρετέος μάρτυρας, ως αβασίμως αιτιάται η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα, που δόθηκε ενώπιον του διευθύνοντα το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Ισραήλ, με την επιμέλεια των εφεσιβλήτων-εναγουσών, ως υπεράσπιση κατά των σε βάρος τους εφέσεων (527 και 529 παρ.1 ΚπολΔ), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εκκαλουσών-εναγομένων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ…..΄/18.5.2021και ….΄/26.5.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. και υπ’αριθμ…..΄/26.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη, των υπ’αριθ…./23.10.2018, …./3.10.2018 και …./4.10.2018 ένορκων βεβαιώσεων, που συντάχθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών – εφεσιβλήτων, χωρίς την παρουσία των εναγομένων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………, μετά από κλήτευση τους, συντασσομένων των υπ’ αριθ……΄/27.9.2018, ..΄/27.9.2018, …΄, ….΄ και ….΄/28.9.2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …. και …….. αντίστοιχα και των υπ’αριθμ …..΄ και ….΄/18.10.2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, πλην όμως αυτοί, κλήθηκαν αντίστοιχα να παρασταθούν σε διάφορους πολλαπλούς χρόνους, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτούς η δυνατότητα να παρασταθούν κατά την εξέταση και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης των αντιδίκων, γι’αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκαν οι εναγόμενοι, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013), περαιτέρω από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ. ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η πρώτη ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης «……….” με έδρα το Γιβραλτάρ τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Γιβραλτάρ ιδιωτικού θαλαμηγού σκάφους αναψυχής με το όνομα «E», τύπου ΑΖΙΜUT 84, μήκους 23,95 μ., πλάτους 6,20μ., ναυπηγηθέντος το έτος 2015, υλικού κατασκευής του κύτους: ενισχυμένος με γυαλί πολυεστέρας (GRP), με αριθμό νηολογίου ……, κ.ο.χ.78,83, με μέσο πρόωσης δύο μηχανές εσωτερικής καύσης, το οποίο για την μηχανή και το κύτος (hull and machinery), εκτιμηθείσης συνολικής αξίας 3.500.000 ευρώ, πλέον του εξοπλισμού του, ήταν ασφαλισμένο δυνάμει του υπ’αριθ. …………. ασφαλιστηρίου, έναντι κινδύνων απώλειας ή ζημίας για το χρονικό διάστημα ασφαλίσεως από 14.6.2016 έως 13.7.2017, στην δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία «………..», που εδρεύει στο Ισραήλ. Στις 7.10.2016 και περί ώρα 16:00 το σκάφος της πρώτης ενάγουσας κατέπλευσε στο λιμάνι του Πόρου και πρυμνοδέτησε στη δυτική πλευρά της μαρίνας σε απόσταση 80 περίπου μέτρων από την προβλήτα με τέσσερις πρυμναίους κάβους, έχοντας παραλλήλως πρυμνοδετημένα, στα αριστερά του, με διάταξη από τα αριστερά προς τα δεξιά, το υπό αγγλική σημαία σκάφος «HL» και στην δεξιά πλευρά του το ιστιοπλοϊκό σκάφος «Μ». Τις μεσημβρινές ώρες της ίδιας ημέρας, το πλοίο αναψυχής «CV», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, που φέρεται να εδρεύει στη Μάλτα, στην πραγματικότητα όμως στον Άλιμο Αττικής, μήκους 38,11 μ., πλάτους 8,36μ., κ.ο.χ. 479, νηολογίου Μάλτας με αριθμό ….., με μέσο πρόωσης δύο μηχανές εσωτερικής καύσης, απέπλευσε από τη μαρίνα Βουλιαγμένης με προορισμό τον Πόρο, όπου και κατέπλευσε περί ώρα 17:30, αγκυροβολώντας στον Ρωσικό κόλπο. Λόγω της πρόβλεψης της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας περί επιτάσεως των επικρατούντων ανέμων στην περιοχή, το σκάφος «CV» απέπλευσε από τον Ρωσικό κόλπο και κατευθύνθηκε για μεγαλύτερη ασφάλεια στο λιμένα του Πόρου, όπου πόντισε τις άγκυρες του πρυμνοδετώντας αριστερά του σκάφους «HL» σε απόσταση 10 μ. από το τελευταίο. Στην θαλάσσια περιοχή του λιμένα Πόρου στις 7.10.2016 έπνεαν από το μεσημέρι νοτιοανατολικοί άνεμοι σχεδόν μέτριοι ως μέτριοι 4-5 μποφόρ με ριπές που έφθασαν τις βραδινές ώρες (20.00-23.00) κατά την διάρκεια των καταιγίδων, τους θυελλώδεις έως πολύ θυελλώδεις 8-9 μποφόρ. Περί ώρα 21.00το σκάφος της ενάγουσας, λόγω της ενίσχυσης των ανέμων, έθεσε σε λειτουργία τις κύριες μηχανές του για λόγους ασφαλείας. Περί ώρα 21.30 το “CV”, ενώ οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες είχαν ενταθεί με επίταση των ανέμων και έντονη βροχόπτωση, επιχείρησε ανεπιτυχώς να επαναποντίσει τις άγκυρες του, που άρχισαν να ξεσέρνουν και να σταθεροποιηθεί, χωρίς όμως να έχει θέσει σε πλήρη ισχύ τις κύριες μηχανές, ενώ έσπασαν και οι κάβοι, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί ακυβέρνητο από τους θυελλώδεις βορειοδυτικούς ανέμους προς τα δεξιά και να προσκρούσει με την δεξιά πρωραία πλευρά του στην αριστερή εκείνη του πλοίου «HL». Κατά την προσπάθεια του πληρώματος του σκάφους «CV» να το απομακρύνει, η δεξιά προπέλα στην πρύμνη του μπλέχτηκε με την καδένα της δεξιάς άγκυρας του σκάφους «HL» αποκόπτοντας την, με αποτέλεσμα το σκάφος αυτό να γυρίσει προς τα αριστερά και, λόγω της πίεσης που δέχθηκε, ωθήθηκε με τη σειρά του προς το σκάφος «Ε», με το οποίο συγκρούστηκε με την πλώρη του στην αριστερή πλευρά του, τούτο δε ακολούθως προσέκρουσε με το ευρισκόμενο στα δεξιά του ιστιοπλοϊκό ως άνω σκάφος, συνάμα το σκάφος «CV», λόγω των ισχυρών πλευρικών ανέμων παρασύρθηκε υπό γωνία κάθετα προς τη πλώρη του σκάφους «E» και προσέκρουσε στην αριστερή πρωραία πλευρά του ωθώντας το προς την προβλήτα στην οποία αυτό προσέκρουσε με το δεξιό πρυμναίο τμήμα του. Κατά τον ελιγμό απομάκρυνσης του σκάφους «CV» από την πλώρη του «E» με ελιγμό προς τα πίσω και την τηλεσκοπική σκάλα πρόσβασης σε πλήρη ανάπτυξη, προσέκρουσε εκ νέου σ’αυτό εμβολίζοντας το στα έξαλα της εμπρόσθιας αριστερής πλευράς του, προκαλώντας ούτως πάλι την πρόσκρουση τούτου στην προβλήτα.
Ειδικότερα, ο πλοίαρχος του ζημιογόνου πλοίου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, από έλλειψη της προσοχής, που μπορούσε και όφειλε να καταβάλει, κατά την εκτέλεση των χειρισμών αγκυροβολίας και προσδέσεως του πλοίου στον λιμένα του Πόρου, δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία κάθε μέσος συνετός πλοίαρχος θα κατέβαλλε εάν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση, με βάση τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας και την οποία, εάν είχε καταβάλει, θα μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο συγκρούσεως με τα παρακείμενα ελλιμενισμένα σκάφη και να τον αποφύγει και δεν εκτέλεσε τους απαιτούμενους χειρισμούς για την ασφαλή πρυμνοδέτηση στην προβλήτα του λιμένα και την παραμονή του ασφαλώς προσδεμένου στην θέση του, καθώς και τους αναγκαίους ελιγμούς κίνησης του σκάφους εντός του λιμένα, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, ούτε υπολόγισε σωστά την απόσταση από το παραπλεύρως προσδεμένο πλοίο σε συνδυασμό με την ικανότητα κινητοποιήσεως και ελιγμών του δικού του πλοίου, ούτε τήρησε απαρεγκλίτως τις διατάξεις των Διεθνών Κανονισμών για την αποφυγή σύγκρουσης στη θάλασσα (ν.δ.94/1974 ΦΕΚ Α’ 293 που τέθηκε σε ισχύ με το π.δ.94/77 ΦΕΚ Α’ 30/1977) και τις ισχύουσες διατάξεις περί ασφαλούς ναυσιπλοϊας, καθώς και τις διατάξεις των Γενικών Κανονισμών Λιμένα, που ρυθμίζουν θέματα είσπλου, έκπλου, αγκυροβολίας και πρυμνοδέτησης ή πλαγιοδέτησης, όπως είχε υποχρέωση [άρθρο 7.3 Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323/2003)] και τις σχετικές διατάξεις του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του λιμένα Πόρου. Συγκεκριμένα, ο πλοίαρχος του “CV”, κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας και των οικείων διατάξεων των κανονισμών, αν και είχε ενημερωθεί εγκαίρως από την Ε.Μ.Υ., με δελτία προαναγγελίας επιδείνωσης του καιρού με επίταση της έντασης των ανέμων και την εμφάνιση καταιγίδας στη θαλάσσια περιοχή του Αργοσαρωνικού, εντούτοις παρέλειψε να λάβει όλες τις προφυλάξεις και κάθε πρόσφορο, σύμφωνα με τους ναυτικούς κανόνες, μέτρο για την ασφάλεια του πλοίου του και, αν και υποχρεούνταν κατά την αγκυροβολία, να τηρήσει άνοιγμα αγκύρων και έκταμα αλύσεων ανάλογο με το βάθος του λιμένα, το είδος του βυθού, το μέγεθος του σκάφους και τις καιρικές συνθήκες [άρθρα10 και 12 παρ.4 Γενικού Κανονισμού Λιμένα Σαρωνικού (Υπουργική Απόφαση 2133.2/33882/2015 – ΦΕΚ 2443/Β/13.11.2015)], εντούτοις το έκταμα των αλυσίδων των ποντισμένων αγκυρών του ανέρχονταν μόλις σε 60-70μ., λαμβανομένου υπόψη ότι το ελάχιστο έκταμα πρέπει να είναι τριπλάσιο του βάθους στο σημείο της αγκυροβολίας, αυξανόμενο όμως σε πενταπλάσιο ή επταπλάσιο, ανάλογα με την κατάσταση του καιρού. Εφόσον το σκάφος «CV» είχε προβεί στη αγκυροβολία και με τις δύο άγκυρες, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του πλοίου, θα έπρεπε ο πλοίαρχος πριν πρυμνοδετήσει στο συγκεκριμένο σημείο του λιμένα, να υπολογίσει προηγουμένως το μήκος του εκτάματος που απαιτείται, με βάση τις αναμενόμενες καιρικές συνθήκες και το βάθος αγκυροβολίας σε συνδυασμό με το μήκος του πλοίου, που αποτελεί την ακτίνα ασφαλείας του πιθανού κύκλου περιστροφής του αγκυροβολημένου πλοίου στη περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης του ανέμου. Συνεπώς, εφόσον η Ε.Μ.Υ. είχε προβλέψει την επίταση των ανέμων, καθώς και την εμφάνιση καταιγίδας, ο πλοίαρχος του ζημιογόνου σκάφους όφειλε να ποντίσει μεγάλο μήκος εκτάματος, προκείμενου να μην ξεσύρουν οι άγκυρες, γεγονός το οποίο εμπεριείχε τον κίνδυνο επικίνδυνης προσέγγισης με το παραπλεύρως αγκυροβολημένο πλοίο «HL», από το οποίο, αν και όφειλε, δεν τηρούσε την απαιτούμενη απόσταση. Σημειώνεται ότι οι ισχυροί πλευρικοί άνεμοι με ριπές πολύ ισχυρής έντασης επιφέρουν μεταβαλλόμενη τάση στα σχοινιά πρόσδεσης, με αποτέλεσμα την ελαφρά μετακίνηση του πλοίου κατά το εγκάρσιο και συνεπαγόμενες μικρές μετακινήσεις των κάβων. Συνεπώς, ο πλοίαρχος του σκάφους «CV» δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή αγκυροβολία του και την σταθερή πρόσδεση του σε σχέση και με τα παρακείμενα καθέτως προς την προβλήτα αγκυροβολημένα και προσδεμένα πρυμνήσια πλοία, καθόσον δεν άφησε το κατάλληλο έκταμα στην αλυσίδα των αγκυρών και δεν τήρησε ικανή απόσταση από το παραπλεύρως πρυμνοδετημένο σκάφος, ώστε να μην έλθει σε επαφή με αυτό, εξαιτίας του ισχυρού ανέμου, που επηρέαζε την τελική θέση του πλοίου και προκαλούσε την περιστροφή του, μήτε πρυμνοδέτησε κοντά σε σκάφη του ιδίου μεγέθους, ώστε η ταχύτητα περιστροφής και η τροχιά που θα διέγραφε να είναι περίπου ίδιες. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σκάφη που έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια υφάλων αλλά και μικρότερη επιφάνεια εξάλων, όπως το σκάφος «CV», περιστρέφονται με πιο αργούς ρυθμούς όταν φυσάει και όταν αλλάζει η κατεύθυνση του κυματισμού. Ο πλοίαρχος του εν λόγω σκάφους γνώριζε ότι λόγω του περιορισμένου χώρου στο σημείο αγκυροβολίας του, ήταν υποχρεωμένος είτε να μειώσει την ακτίνα περιστροφής του σκάφους, αφήνοντας μικρότερο έκταμα με κίνδυνο να ξεσύρουν οι άγκυρες, όπως συνέβη, είτε να αφήσει μεγαλύτερο μήκος εκτάματος με κίνδυνο να περιστραφεί το σκάφος και να προσκρούσει στο παρακείμενο σκάφος. Η ενδεδειγμένη ενέργεια με βάση τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, ήταν να αγκυροβολήσει σε μεγαλύτερη απόσταση από την προβλήτα και το πρυμνοδετημένο παραπλεύρως σκάφος, προκειμένου να μπορέσει να ποντίσει το κατάλληλο μήκος εκτάματος των αγκυρών και να διαθέτει τον απαραίτητο χώρο περιστροφής σε σχέση με τον αέρα, χωρίς να προκύψει κίνδυνος πρόσκρουσης σε παρακείμενα σκάφη. Αφού δεν υπήρχε αρκετό έκταμα στην αλυσίδα, οι άγκυρες δεν είχαν τη σωστή γωνία ώστε να αγκιστρωθούν στο βυθό, με αποτέλεσμα να ξεσύρουν, να παρασυρθεί από τους ανέμους και να προσκρούσει στο σκάφος «HL». Τα παρακείμενα πρυμνοδετημένα σκάφη («J», «HL», «E», «M»), αν και δέχθηκαν την ίδια ένταση ανέμων, δεν παρασύρθηκαν, παρά το γεγονός ότι, λόγω του αρκετά μικρότερου μεγέθους τους, διέθεταν μεγαλύτερη επιφάνεια εξάλων και τούτο οφείλεται στον ασφαλή τρόπο αγκυροβολίας και πρόσδεσης τους εν αντιθέσει με το πλοίο της πρώτης εναγομένης. Ακολούθως, ο πλοίαρχος τούτου δεν προέβη στους κατάλληλους χειρισμούς κίνησης του πρόσω ολοταχώς θέτοντας τις μηχανές σε πλήρη ισχύ, ώστε να προσδώσει δυναμική σταθερότητα στο σκάφος αντισταθμίζοντας την ισχύ του ανέμου που το παρέσερνε, αλλά αρκέστηκε σε ελιγμούς και επιχείρησε να επαναποντίσει τις άγκυρες και επαναπρυμνοδετήσει το σκάφος, το οποίο τελικά από αμέλεια του κατέστη ακυβέρνητο προσκρούοντας περαιτέρω με το δεξιό πρωραίο τμήμα του στο αριστερό εκείνο του σκάφους της πρώτης ενάγουσας. Επιπρόσθετα, μετά τις εκτιθέμενες προσκρούσεις με το «HL” και το “E”, προσπαθώντας να επαναφέρει το σκάφος στην αρχική θέση αγκυροβολίας προέβη σε εσφαλμένο ελιγμό προς τα πίσω, με συνέπεια να προσκρούσει πάλι με το σκάφος της πρώτης ενάγουσας και να το εμβολίσει με την τηλεσκοπική σκάλα πρόσβασης, που βρισκόταν στην δεξιά πλευρά του παραπέτου (κουπαστής) σε έκταση και από απροσεξία δεν είχε συμπτυχθεί από το πλήρωμα του «CV”, προκαλώντας θραύση της γάστρας στην αριστερή πλευρά του. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στη θαλάσσια περιοχή του Αργοσαρωνικού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι τις βραδινές ώρες της 7ης.10.2016, κατά το οποίο έπνεαν μεγάλης έντασης άνεμοι με ριπές, που έφθαναν τα οκτώ (8) με εννέα (9) μποφόρ, ήταν πρωτοφανείς για την εν λόγω περιοχή, στην οποία, κατά τις «Ναυτιλιακές Οδηγίες» της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, που προσκομίζονται με επίκληση, δεν παρατηρούνται θύελλες και κακοκαιρίες. Όμως, η ένταση και η πράγματι δυσμενής επίταση των καιρικών φαινομένων, που σημειώθηκε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δεν συνιστά από μόνη της, όπως προαναφέρθηκε, περίπτωση «ανώτερης βίας» κατά το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών, αλλά απαιτείται επιπλέον, οι εξαιρετικές και ακραίες αυτές καιρικές συνθήκες να ήταν αιφνίδιες και απρόβλεπτες και κυρίως να ήταν τέτοιας έντασης, ώστε το ζημιογόνο αποτέλεσμα να μην μπορούσε να αποφευχθεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, αν και η σφοδρή κακοκαιρία είχε προαναγγελθεί, οι προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα, που επέβαιναν στο σκάφος, δεν έλαβαν κάποιο πρόσφορο μέτρο προς αποσόβηση του κινδύνου συγκρούσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Δελτίο Καιρού για την METAREA (Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα), που εξέδωσε η Ε.Μ.Υ., όσον αφορά τον Σαρωνικό κόλπο την 7η-10-2016,κατά την αντίστοιχη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα [Coordinated Universal Time (UTC)], που κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν 3 ώρες πίσω από την ώρα Ελλάδος, με την επισήμανση ότι οι ριπές του ανέμου μπορεί να είναι 40% ισχυρότερες της έντασης που δίνεται: α) στις 10:00 UTC και μέχρι την ίδια ώρα της επομένης, προβλέπονταν νότιοι νοτιοανατολικοί άνεμοι εντάσεως 4-5 μποφόρ, οι οποίοι γρήγορα θα μετατρέπονταν σε νότιους νοτιοδυτικούς εντάσεως 5-6 μποφόρ και αργότερα σε δυτικούς – βορειοδυτικούς εντάσεως 4 μποφόρ, β) στις 16:00 UTC και μέχρι την ίδια ώρα της επομένης, προβλέπονταν άνεμοι νότιοι νοτιοδυτικοί εντάσεως 5-6 μποφόρ οι οποίοι θα έφθαναν πολύ γρήγορα τα 6-7 μποφόρ και θα μετατρέπονταν αργότερα σε δυτικούς βορειοδυτικούς εντάσεως 4-5 μποφόρ, με πιθανή καταιγίδα, γ) στις 22:00 UTC της ίδιας ημέρας και μέχρι την ίδια ώρα της επομένης, προβλέπονταν άνεμοι νότιοι νοτιοδυτικοί εντάσεως 6-7 μποφόρ, οι οποίοι γρήγορα θα μετατρέπονταν σε δυτικούς βορειοδυτικούς εντάσεως 4-5 μποφόρ, με καταιγίδα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Απόσπασμα Ημερολογίου Συμβάντων Λιμενικής Αρχής Πόρου Οκτωβρίου 2016, ώρα 22.00 της 7ης.10.2016, καταγράφηκε αιφνίδια επιδείνωση καιρικών συνθηκών και επικράτηση ισχυρών ανέμων δυτικών βορειοδυτικών διευθύνσεων επιπέδου θυέλλης, συνοδευόμενη από ισχυρή βροχή, ενώ στις 22.30 σημειώθηκε εξασθένηση των ανωτέρω ακραίων καιρικών φαινομένων Εξάλλου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι το επίδικο συμβάν συνιστά τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη, θα έπρεπε η ορμητικότητα του ανέμου ή του ρεύματος να εμπόδιζε το πλοίο να κυβερνηθεί, εφόσον αυτή όμως εκδηλωνόταν κατά τρόπο, που δεν θα ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, ούτε να αποτραπεί, ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο. Διότι, αν αποτελεί επίταση υφιστάμενων δυσμενών καιρικών συνθηκών ή εάν προϋπήρχε της ενάρξεως της εκτελέσεως του χειρισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου επήλθε η σύγκρουση ή εάν το ρεύμα του αέρος επαναλαμβάνεται περιοδικώς καθ’ ορισμένη ώρα, ή είχε προαναγγελθεί ή από ορισμένες ατμοσφαιρικές ενδείξεις προβλέπεται η καταιγίδα και ο πλοίαρχος δεν λαμβάνει εγκαίρως τις προφυλάξεις, που υπαγορεύει η ναυτική πείρα για την αποφυγή ή εξουδετέρωση του κινδύνου, η επακολουθήσασα σύγκρουση παύει να είναι τυχαία και καθίσταται υπαίτιος δοθέντος ότι το απρόβλεπτο προηγείται του αναπόφευκτου. Εν προκειμένω, εφόσον η Ε.Μ.Υ. είχε προβλέψει την επιδείνωση του καιρού τις βραδινές ώρες της 7ης-10-2016 με επίταση των ανέμων και την εμφάνιση καταιγίδας στην περιοχή του Αργοσαρωνικού και η λιμενική αρχή Πόρου την ημέρα του συμβάντος είχε προβεί σε σχετικές αναγγελίες και προειδοποιήσεις προς όλα τα σκάφη, ο πλοίαρχος της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, τελώντας σε γνώση των υφισταμένων καιρικών συνθηκών και της προβλεπόμενης επίτασης τους, μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο και όφειλε να λάβει εγκαίρως τις αναγκαίες προφυλάξεις και να εκτελέσει τους χειρισμούς, που επιβάλουν οι κανόνες ασφαλούς αγκυροβολίας και πρόσδεσης του πλοίου και κίνησης του εντός του λιμένα και υπαγορεύει η ναυτική πείρα για την αποφυγή ή εξουδετέρωση του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και τις ελεγκτικές δυνατότητες του πλοίου του. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση της σύγκρουσης των επίδικων πλοίων, είναι ο πλοίαρχος του πλοίου της πρώτης εναγομένης και δεν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, μήτε διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, χαρακτηρίζοντας τις περιγραφόμενες καιρικές συνθήκες πρωτοφανείς για την περιοχή, χωρίς όμως να συνιστούν ανωτέρα βία και τούτο διότι, το γεγονός ότι οι καιρικές συνθήκες, που ενέσκηψαν, ήταν ασυνήθεις για τον λιμένα Πόρου, δεν τις καθιστούσε απρόβλεπτες και άλλως αναπότρεπτες, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα και συνεπώς, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης της εναγομένης, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη οι πλημμέλειες αυτές, κρίνονται απορριπτέοι, κατ’ουσίαν.
Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση αποδεικτικού, υπό την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, εγγράφου, είτε αυτό προσκομίζεται προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (ΑΠ 545/2014), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι όμως και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο ορθώς διέγνωσε, συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο, που ο ενάγων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για αιτίαση αναφερόμενη στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ’ άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1251/2020).
Εν προκειμένω, με την παραδοχή της εκκαλουμένης ότι οι επικρατούσες κατά το ατύχημα δυσμενείς καιρικές συνθήκες είχαν προβλεφθεί από την Ε.Μ.Υ., λαμβάνοντας εκτός άλλων υπόψη και τις προγνώσεις, που περιλαμβάνονται στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα, Δελτίο Καιρού για την METAREA (Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα), το οποίο συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, όπως του αποδίδεται με την συναφή αιτίαση, που περιλαμβάνεται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της, που κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον η παραδοχή αυτή της εκκαλουμένης, δε συνιστά παραμόρφωση του ανωτέρω εγγράφου, λόγω διαγνωστικού λάθους, αφού δεν ανάγεται στην ανάγνωση του περιεχομένου τούτου, αλλά πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος και τούτο δεν αναιρείται από το ότι οι προγνώσεις για τη Ναυτιλία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας ήταν σε ώρα UTC, καθόσον είναι γνωστός τοις πάσι ο συσχετισμός με την ώρα Ελλάδος, αυτές δε εκδίδονται τέσσερις φορές την ημέρα (0400-1000-1600-2200 UTC), που καλύπτουν τις επόμενες 24 ώρες, ενώ περιλαμβάνουν και δωδεκάωρη προοπτική, συνεπώς αφορούν το κρίσιμο διάστημα και δεν ανάγονται σε χρόνο μετά το ατύχημα, ως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα.
Συνεπεία των, ως άνω συγκρούσεων, το πλοίο της ενάγουσας υπέστη σοβαρές υλικές ζημίες, που διαπιστώθηκαν κατά την διενέργεια τόσο της από 16.11.2016 προκαταρκτικής επιθεώρησης, κατ’εντολή της δεύτερης ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, όσο και των από 27.10.2016 και 3.11.2016 συμπληρωματικών τοιούτων, των επιθεωρητών της εταιρείας «…….. .”, …….., ναυπηγού και ……….., μηχανικού, από κοινού με τον επιθεωρητή του εναγομένου αλληλασφαλιστικού οργανισμού (………) του ζημιογόνου σκάφους, του διαχειριστού και του πλοιάρχου του σκάφους της ενάγουσας και του Ιταλού εργολάβου από την «….”, μέλος του ομίλου ……,της κατασκευάστριας εταιρείας του σκάφους τούτου, προς καταγραφή των προξενηθεισών ζημιών και εκτίμηση των απαραίτητων εργασιών επισκευής συντασσομένων των σχετικών εκθέσεων και της από 2.8.2017 τελικής έκθεσης επιθεώρησης μετά την ολοκλήρωση των εργασιών επισκευής. Συγκεκριμένα προκλήθηκαν οι ακόλουθες ζημίες: 1) Θραύση του καθρέπτη της δεξιάς πρυµναίας πλευράς του σκάφους σε επιφάνεια περίπου ενός (1) τετρ. μέτρου, με αποτέλεσμα την πλήρη διάτρηση του κύτους αυτού στην συγκεκριμένη περιοχή, 2) θραύση της μεταλλικής (εξ αλουμινίου) ηλεκτροϋδραυλικής πλατφόρµας κολύμβησης, που υπέστη λύγισμα και στρέβλωση, δηλαδή πλαστική παραμόρφωση σε μεγάλο βαθμό στην πίσω δεξιά γωνία της. Η δομή της πλατφόρμας στο εν λόγω τµήμα υπέστη εκτεταµένη ζηµιά ενώ τεμάχια των σανίδων από ξύλο τικ με τα οποία αυτή ήταν επιστρωμένη έχουν σπάσει. Επίσης, η πλατφόρμα κολύμβησης στο σύνολο της υπέστη επιπλέον σοβαρή απώλεια ευθύγραμμισης µε σπασµένα υποστηρίγµατα, έχουσα υποστεί, συνεπεία της ασκηθείσης κατά την σύγκρουση πίεσης, ανύψωση από την µία πλευρά της και χαμήλωμα από την άλλη. 3) Η δοµή της γάστρας (έξαλα) του σκάφους στην αριστερή πρωραία πλευρά της υπέστη εκτεταµένες ζημίες και ρωγµώσεις σε µήκος περίπου πέντε (5) µ. και πλάτος δύο (2)μ.. Το άκρο της πλώρης του σκάφους που αφορά ένα εξειδικευµένο «τμήμα» συνδεδεµένο µε την συγκεκριμένη δοµή υπέστη ρήξη και αποκόλληση των ενώσεων του και στις δύο πλευρές. Σοβαρές ζηµιές των εξάλων της γάστρας προς το εµπρόσθιο τµήµα αφορούν ολοκληρωτική θραύση (σπάσιμο) του κελύφους και διάτρηση τούτου σε μήκος περίπου δύο (2) μ. Οι εν λόγω ζημίες αφορούν τρεις διαφορετικές σχετικά μεγάλες περιοχές. Σοβαρή ζηµία της γάστρας στα έξαλα και στο παραπέτο περίπου στο μέσον του σκάφους και προς το πρυμναίο τµήµα (περιοχή πλαϊνής πόρτας) με εκτεταμένα σπασίµατα και ρωγµές στην δομή του ενισχυµένου πολυεστέρα (GRΡ) συνολικού µήκους περί τα τέσσερα (4) μέτρα. Η δοµή του παραπέτου στο εµπρόσθιο αλλά και οπίσθιο τµήμα του στην αριστερή πλευρά του στην περιοχή του ανοίγματος της πόρτας, έσπασε και αποκολλήθηκε από την παρακείμενη δομή και σύνδεση της γάστρας στο επίπεδο του καταστρώματος. Το πίσω μέρος του κύτους (γάστρας) του ανοίγματος πρόσδεσης υπέστη θραύση (σπάσιμο) σε μήκος περίπου ενός (1) μ., με ρήγματα και σοβαρές ζημίες στον ενισχυμένο πολυεστέρα (GRΡ). Διάφορα εκτεταμένα και πυκνά σηµάδια, γρατζουνιές και ξυσίματα διεπιστώθησαν στα υπέρ την ίσαλο γραμµή (έξαλα) της γάστρας από εµπρός μέχρι πίσω, καθ’ όλο το µήκος της αριστερής πλευράς. 4) Το τμήμα της δεξιάς πλευράς της γάστρας υπέστη από την σύγκρουση γρατζουνιές και ξυσίµατα στα έξαλα της γάστρας και δη περί το μέσον του σκάφους. 5) Ο μεταλλικός προφυλακτήρας της γάστρας στην πλώρη του σκάφους αποκολλήθηκε πλήρως και υπέστη στρέβλωση στην εµπρόσθια αριστερή πλευρά του. Αντίστοιχα ο µεταλλικός προφυλακτήρας στην πίσω πλευρά της γάστρας έχει υποστεί ζημία και αποκολληθεί. 6) Το εμπρόσθιο μεγάλων διαστάσεων παράθυρο στην αριστερή πλευρά της γάστρας υπέστη διάτρηση και ολική θραύση, όπως και το ενισχυτικό πλαίσιο αυτού. 7) Τα προστατευτικά (έναντι πρόσκρουσης) της γάστρας από ενισχυμένο πολυεστέρα πλησίον του καθρέπτη της πρύμνης υπέστησαν βαθιές εκδορές και ξυσίματα και κατά τόπους θραύση σε σχετικά μικρό βαθμό. 8) Το πρωραίο κιγκλίδωµα υπέστη στρέβλωση και ζηµίες στην αριστερή πλευρά του, σε µήκος περίπου έντεκα (11) µέτρων. Επιπλέον τα μεταλλικά πλαίσια των ανοιγμάτων των κάβων αγκυροβολίων, αποκολλήθηκαν σε µεγάλο βαθμό. Επίσης τα κιγκλιδώματα (ρέλια) υπέστησαν οξεία στρέβλωση και αποκόλληση στην αριστερή πλευρά περί το μέσον του σκάφους και προς το εμπρόσθιο τμήµα αυτού. 9) Η δομική ενίσχυση στήριξης της υπερκατασκευής με την κολώνα στην πίσω αριστερή πλευρά υπέστη ζηµίες, εν είδει εκτεταμένων ρωγμώσεων εν διασπορά στο κατώτερο επίπεδο τµήμα της, καθώς επίσης και σε κατακόρυφη κατεύθυνση, ενώ το εν λόγω τµήμα (περιοχή) υπέστη δομική αποσύνδεση από το παραπέτο και το άνω τμήμα της γάστρας. 10) Τεμάχια των μαρμάρων στην αριστερή πλευρά, σε πολλά τμήματα της τουαλέτας, υπέστησαν ρωγµές. 11) Το αριστερό πρυμναίο βίντζι υπέστη εκτεταμένη ζημία από στρέβλωση και μερική αποκόλληση εξαιτίας των υπερβολικών φορτίων πίεσης που ασκήθηκαν σε αυτό και στους κάβους πρόσδεσης, κατά την διάρκεια του περιστατικού. 12) Η πόρτα παραπέτου στην αριστερή πλευρά του κυρίως καταστρώματος συνεπεία της συγκρούσεως αποσπάστηκε από την θέση της και απωλέσθη πέφτοντας στην θάλασσα. 13) Το ξύλινο ενισχυτικό μέλος προσαρµοσµένο κατά μήκος της περιμέτρου των άκρων του καθρέπτη (αριστερά και δεξιά) (μήκους περίπου ενός μέτρου σε κάθε πλευρά) απεσπάσθη και απωλέσθη, ενώ ένα τεμάχιο έπρεπε να προσαρμοσθεί σε κάθε πλευρά και να ενσωματωθεί με την υπάρχουσα δομή και τα ενισχυτικά μέλη της περιοχής. Η φύση των ζημιών ήταν κατά κύριο λόγο δομική επηρεάζουσα την συνολική αντοχή και συνέχεια του πολυεστερικού κοίλου μέρους του (γάστρας) κατά μήκος του παραπέτου των εξάλων της γάστρας και των συνδέσμων του καταστρώματος, καθώς επίσης κατά τόπους την στεγανότητα του σκάφους, επιπροσθέτως δε αφορούσε στον εξοπλισμό του κοίλου μέρους (hull) και στον εξοπλισμό του καταστρώματος, καθώς επίσης και στα αισθητικά μέρη του σκάφους κατά μήκος της γέλης του κοίλου μέρους (κύτους) και την επίστρωση με ξύλο τικ της επιφάνειας της πλατφόρμας. Ανάλογο της φύσης και της έκτασης των ζημιών, ήταν το κόστος των επισκευών, λαμβανομένων υπόψη των εργασιών προσπέλασης εσωτερικά και εξωτερικά, των εργασιών επισκευής, του επαναχρωματισμού της γάστρας και των συναφών υπηρεσιών του ναυπηγείου της κατασκευάστριας εταιρείας με την επωνυμία «…………..»,στην πόλη Βιαρέτζιο της Ιταλίας, στην οποία ανατέθηκε από την πλοιοκτήτρια ενάγουσα με σύμφωνη γνώμη της ασφαλίστριας ενάγουσας εταιρείας, κατόπιν υποβολής της πλέον συμφέρουσας προσφοράς και αυτή ανέλαβε την αποκατάσταση του σκάφους στην προτερέα του ένδικου περιστατικού κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σκάφος ήταν νεότευκτο, ναυπηγηθέν το 2015 και τελούσε εν ισχύ η εγγύηση καλής λειτουργίας του. Οι εν λόγω επισκευές διήρκεσαν, συμπεριλαμβανοµένων των προκαταρκτικών επιθεωρήσεων και εκείνων κατά την διάρκεια και την πρόοδο των εργασιών, περίπου έξι (6) µήνες, ήτοι από τον Φεβρουάριο 2017 µέχρι και τον Ιούλιο 2017. Το κόστος της αρχικής υποβληθείσης από την ανωτέρω εργολάβο προσφοράς ανερχόμενο στο ποσό των 525.130 ευρώ, αναπροσαρμόστηκε και αναθεωρήθηκε αρκετές φορές, κατόπιν εντατικών διαπραγματεύσεων των εμπλεκομένων μερών, πλοιοκτήτριας, ασφαλίστριας και εργολάβου και τελικά προσδιορίστηκε, πριν την έναρξη των εργασιών, στο ποσό των 410.000 ευρώ, που κρίθηκε εύλογο και συμφωνήθηκε, ως κατ’αποκοπή, εργολαβικό αντάλλαγμα, αφορούσε δε τις περιγραφόμενες στην προκαταρκτική προσφορά εργασίες και το κόστος αυτών, όπως αναπροσαρμόστηκε, συμπεριλαμβανομένης της αξίας προμήθειας των απαραιτήτων υλικών, εξαρτηµάτων, ανταλλακτικών, παραρτημάτων κ.λ.π., για την αποκατάσταση των διαπιστωθεισών, κατά την διάρκεια των αρχικών επιθεωρήσεων και εργασιών προσπέλασης, ζημιών, μη περιλαμβανομένης, κατά τα συμφωνηθέντα, της δαπάνης αποκατάστασης των μη εμφανών ζημιών, που θα διαπιστώνονταν με την πρόοδο των εργασιών επισκευής και τις αποξηλώσεις ευρύτερης κλίμακας. Οι συμφωνημένες εργασίες εκτελέστηκαν προσηκόντως από τους προστηθέντες της εργολάβου εταιρείας υπό την επίβλεψη των επιθεωρητών πραγματογνωμόνων. Επιπλέον, εκτελέσθηκαν πρόσθετες εργασίες, που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο ανωτέρω συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα, συνολικού ύψους 16.869,93 ευρώ, που αφορούσαν την επισκευή εργάτη πρύμνης έναντι κόστους 3.150 ευρώ, την συμπληρωματική εργασία αντικατάστασης μέρους του παραπέτου έναντι κόστους 3.000 ευρώ, την κατασκευή εµπρόσθιας έξω θύρας (παραπέτου αριστερά) αξίας 9.000 ευρώ, την μίσθωση γερανού από το ναυπηγείο έναντι 600 ευρώ, καθώς και τη δαπάνη ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου από 7 μέχρι 12 Ιουλίου 2017 και τις συναφείς υπηρεσίες, ποσού 1.119,93 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ. Αντιθέτως, η αιτούμενη δαπάνη για εργασίες στίλβωσης ανοξείδωτων μερών, ύψους 5.000 ευρώ, δεν σχετίζεται με το επίδικο συμβάν και κρίνεται απορριπτέα, κατά την παραδοχή της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω, το συνολικό κόστος αποκατάστασης των ζημιών, που προκλήθηκαν στο σκάφος της πρώτης ενάγουσας, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, που ανάγεται σε υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, ανήλθε στο ποσό των 426.869,93 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και επιπλέον, δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, καθόσον το αγωγικό κονδύλιο ποσού 410.000 ευρώ, ζητήθηκε και αφορούσε, κατά τα αποδειχθέντα, το κατ’αποκοπή συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα και συνεπώς, δεν απαιτούνταν η εξειδίκευση των επιμέρους ποσών, που το αποτελούσαν, ενώ οι πρόσθετες εργασίες και η αξία τούτων επαρκώς αναλύονται κατά τα προσδιοριστικά τους στοιχεία, απορριπτομένου του έκτου λόγου, καθώς και του έβδομου κατά τα υπό στοιχεία 1 και 2 σκέλη, της έφεσης της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω, η ανάθεση της επισκευής του σκάφους από την ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία στο ναυπηγείο της κατασκευάστριας εταιρείας, δεν αποτελεί μέτρο υπερβολικής πρόνοιας, ώστε να θεωρείται ότι αυτή συνετέλεσε με την συμπεριφορά της στην επαύξηση της ζημίας της και εκείνης της ενάγουσας ασφαλιστικής της εταιρείας, που κατέβαλε την καταβλητέα ασφαλιστική αποζημίωση και να επιβάλλεται να περιορισθεί η αποζημίωση τους στο ποσό το οποίο θα καταβάλλονταν, εάν η αποκατάσταση των ζημιών από την ένδικη σύγκρουση πραγματοποιούνταν σε συνεργείο της ημεδαπής, αλλά πράξη συνετούς διαχείρισης ιδίων πραγμάτων. Σκοπός της αποζημιώσεως, κατά την διάταξη του άρθρου 297 ΑΚ, είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προ του ατυχήματος υφισταμένη κατάσταση με βάση την αρχή της ατομικότητας του δικαιούχου της αποζημίωσης και συνεπώς, η αποζημίωση προσδιορίζεται βάσει της συγκεκριμένης ζημίας όσο μεγάλης αξίας δύναται να είναι αυτή. Ο υπόχρεος σε αποζημίωση υποχρεούται να αποκαταστήσει την ζημία, έστω και εάν αυτή πραγματοποιούμενη τυχόν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος θα κόστιζε λιγότερο. Η ευχέρεια αυτή του ζημιωθέντος δεν αποτελεί κατάχρηση του δικαιώματος προς αποζημίωση του, εφόσον αυτή πρέπει, κατ` αρχάς, να του καλύπτει όλη την ζημία. Ούτε δύναται να τεθεί εν προκειμένω ζήτημα προκλήσεως υπερβολικών εξόδων εξ οικείου πταίσματος της ενάγουσας πλοιοκτήτριας του βλαβέντος σκάφους, εφόσον διά της αναθέσεως των επισκευών του στην κατασκευάστρια εταιρεία τούτου, δεν υπερέβη τα εκ της καλής πίστεως, των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της, επιβαλλόμενα όρια, αλλά ενήργησε επί τη βάσει των υπό του νόμου παρεχομένων δικαιωμάτων και ευχερειών για την εντελή ικανοποίηση του δικαιώματος αποζημιώσεως της, συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη. Εξάλλου, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι η ενάγουσα προέβη στην επιλογή του ως άνω ναυπηγείου για την εκτέλεση των αναγκαίων επισκευαστικών εργασιών, προκειμένου να αυξήσει το ύψος της αντίστοιχης δαπάνης και υποχρέωσης της εναγομένης προς αποζημίωση, μήτε ότι η εκτίμηση των ζημιών και η κοστολόγηση τους ήταν ανακριβείς και υπερβολικές, τουναντίον αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω εργολαβικό αντάλλαγμα, τόσο για τις αρχικές, όσο και για τις πρόσθετες εργασίες, αναπροσαρμόστηκε μειούμενο, κατόπιν συνεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ αφενός των εναγουσών, της εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας και της ασφαλίστριας του σκάφους και αφετέρου της εργολάβου εταιρείας, ώστε να ανταποκρίνεται στις συνηθισμένες αντίστοιχες τιμές της τοπικής αλλά και της διεθνούς αγοράς και να είναι δίκαιο και εύλογο. Ενόψει τούτων, η προβαλλομένη πρωτοδίκως εκ μέρους της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας ένσταση εκ του άρθρου 300 ΑΚ, που επαναφέρεται με την έφεση της, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και η συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται στο τρίτο σκέλος του έβδομου λόγου και αποδίδει στην εκκαλουμένη την εν λόγω πλημμέλεια.
Ακόμη αποδεικνύεται ότι μέρος της ανωτέρω εργολαβικής αμοιβής, ύψους 12.403 ευρώ, καταβλήθηκε στην εργολήπτρια εταιρεία από την πρώτη ενάγουσα, όπως προκύπτει ιδίως από την σχετική από 13.7.2017 εντολή πληρωμής, που προσκομίζεται με επίκληση, ως συμφωνημένη εκπεστέα δαπάνη της ασφαλιστικής κάλυψης, βάσει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του σκάφους της, το υπόλοιπο δε τούτης ανερχόμενο στο συνολικό ποσό 414.466,93 ευρώ, καταβλήθηκε στην εργολάβο από την δεύτερη ενάγουσα για λογαριασμό της ασφαλισμένης της πρώτης ενάγουσας, υπό την ιδιότητα της ασφαλίστριας του εν λόγω σκάφους και υπόχρεης καταβολής της καταβλητέας ασφαλιστικής αποζημίωσης, όπως προκύπτει ιδίως από τις προσκομιζόμενες από 15.2.2017, 14.6.2017 και 18.7.2017 αποστολές εμβασμάτων, ποσών 123.000 ευρώ, 123.000 ευρώ και 168.466,93 ευρώ αντιστοίχως, ενώ με την από 14.7.2017 έγγραφη απόδειξη εξόφλησης-εκχώρηση και υποκατάσταση, που καταρτίστηκε μεταξύ των εναγουσών, η πρώτη ενάγουσα συνομολόγησε ότι εισέπραξε το ανωτέρω ποσό των 414.466,93 ευρώ σε εξόφληση της υποχρέωσης της ασφαλιστικής εταιρείας για τις ζημιές του ασφαλισμένου σκάφους της από το ένδικο συμβάν, εκχώρησε δε στην δεύτερη ενάγουσα κάθε απαίτηση αποζημίωσης της κατά παντός υπαιτίου για την ανωτέρω ζημία μέχρι του ανωτέρω ποσού των 414.466,93 ευρώ, την οποία έτσι υποκατέστησε στην επιδίωξη των εν λόγω εκχωρούμενων δικαιωμάτων της. Η εκχώρηση αυτή αναγγέλθηκε στις εναγόμενες με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, συνεπεία της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και της εκχώρησης, που επακολούθησε, η δεύτερη ενάγουσα υποκαταστάθηκε, κατά την παράγραφο 79 του αγγλικού νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act), στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της έναντι παντός υπαιτίου, κατά το καταβληθέν ασφάλισμα των 414.466,93 ευρώ, αναφορικά με τη θετική ζημία, που η τελευταία υπέστη στο ασφαλισμένο σκάφος της και μόνο μέχρι του εν λόγω ποσού της εκχώρησης, που αποτελεί την αξίωση, που δύναται να ασκήσει επ’ονόματι της η ενάγουσα ασφαλίστρια νομιμοποιούμενη ενεργητικώς και δεν υποκαταστάθηκε στο σύνολο των αξιώσεων της ασφαλισμένης της από το επίδικο ατύχημα, εφόσον δεν έλαβε χώρα ολική εκχώρηση των δικαιωμάτων της, μήτε διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αγωγής τέτοιος ισχυρισμός, ως αβασίμως υπολαμβάνει η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα. Επομένως, η ένσταση της τελευταίας περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της πρώτης ενάγουσας-εφεσίβλητης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, παραδεκτά έλαβε χώρα δια των πρωτόδικων προτάσεων των εναγουσών διόρθωση της αναφερομένης στο αγωγικό δικόγραφο εσφαλμένης από 26.12.2017 ημερομηνίας της ως άνω εξοφλητικής απόδειξης-εκχώρησης-υποκατάστασης, στην ορθή από 14.7.2017, χωρίς τούτο να συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, ως αβασίμως αιτιάται η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της, που υποστηρίζει τα αντίθετα αποδίδοντας στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης, η πρώτη ενάγουσα στα πλαίσια των προαναφερόμενων επισκευαστικών εργασιών υποβλήθηκε σε πρόσθετες συναφείς δαπάνες, οι οποίες δεν καλύπτονταν από την ασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα κατέβαλε για δαπάνες ελλιµενισμού στο Βιαρέτζιο Ιταλίας για το χρονικό διάστημα από 16.1.2017 μέχρι 26.2.2017, ήτοι για σύνολο 42 ημερών προς 83 ευρώ ημερησίως, 3.486 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 22% ύψους 766,92 ευρώ, δηλαδή συνολικά 4.252,92 ευρώ. Το ποσό αυτό δεν είχε συμπεριληφθεί στο συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα. Περαιτέρω, κατά τις απρόσβλητες παραδοχές της εκκαλουμένης, από την από 2.8.2017 τελική έκθεση επιθεώρησης για τις επίδικες ζημιές, της εταιρείας «……….», που πραγματοποιήθηκε με δαπάνη των εναγουσών, προκύπτει ότι δεν έπρεπε να καταβληθούν στην επισκευάστρια εταιρεία έξοδα για την παροχή συναφών υπηρεσιών του ναυπηγείου, όπως παροχή ηλεκτρικού ρεύματος συνολικά 1.985 κιλοβατωρών, ποσού 516,10 ευρώ (1.985 Χ 0,26 ευρώ ανά κιλοβατώρα), για κατανάλωση πόσιμου ύδατος ποσού 10 ευρώ, για την αποκομιδή, μεταφορά και απόρριψη απορριμμάτων, ποσού 210 ευρώ, καθόσον η επιπλέον χρέωση τους δικαιολογούνταν μόνο στην περίπτωση που συμμετείχε στην επισκευή εργολάβος του πλοιοκτήτη ανεξάρτητος με το ναυπηγείο και συνεπώς, τα κρινόμενα κονδύλια, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ, κρίνονται απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Επίσης, το συνολικό ποσό των 6.150,27 ευρώ, που ζητεί η πρώτη ενάγουσα για δαπάνη ελλιμενισμού στην Μαρίνα Ζέας Πειραιά, επί διάστημα τριών μηνών, ήτοι από τις 9.10.2016 μέχρι και 25.12.2016, κατά το σκεπτικό της εκκαλουμένης, δεν αποτελεί ζημία της, δεδομένου ότι το ποσό αυτό θα κατέβαλε για τον ελλιμενισμό του σκάφους, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει το επίδικο ζημιογόνο συμβάν και επομένως, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, καθώς επίσης κρίθηκε απορριπτέο από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το κονδύλιο των 27.918 ευρώ (ήτοι 21.150 λίτρα Χ 1,32 €), που αφορά το κόστος των καυσίμων, που κατανάλωσε το εν λόγω σκάφος κατά το ταξίδι του από τον Πειραιά στο Βιαρέτζιο Ιταλίας, μετ’επιστροφή, όπου πραγματοποιήθηκαν οι επισκευές των ζημιών του σκάφους στο ναυπηγείο, που διατηρεί η κατασκευάστρια εταιρεία, με την αιτιολογία ότι, αφενός δεν προσκομίζεται το τιμολόγιο αγοράς των καυσίμων, παρά μόνο η από 17.7.2017 επιστολή υπενθύμισης των οφειλών της πλοιοκτήτριας εταιρείας προς την εταιρεία «…………….», που είχε αναλάβει την διαχείριση του έργου επισκευής του σκάφους κατά τον επίδικο χρόνο, αφετέρου δεν προσκομίζει η ενάγουσα κάποιο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει το είδος του καυσίμου, που καταναλώθηκε, καθώς και η επικαλούμενη μέση τιμή αγοράς του στην περιοχή της Ελλάδας. Επίσης, με την εκκαλουμένη κρίθηκε απορριπτέο κατ’ουσίαν το ποσό των 33.480 ευρώ, για αμοιβή των επιθεωρητών της εταιρείας με την επωνυμία «………..» αναφορικά με τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τεσσάρων επιθεωρήσεων του σκάφους στον Πόρο και Πειραιά, προς διαπίστωση της φύσης και της έκτασης των ζημιών, την συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις με την κατασκευάστρια εταιρεία, την επίβλεψη των επισκευών στις εγκαταστάσεις της κατασκευάστριας εταιρείας στις 26/4, 1/6, 16/6, 22/6, 28/6, 11/7/2017, όπως τα επιμέρους κόστη αναλύονται στο από 11.8.2017 τιμολόγιο της εταιρείας αυτής, με το σκεπτικό ότι αφορά δαπάνη την οποία πραγματοποίησε η δεύτερη ενάγουσα και όχι η πλοιοκτήτρια εταιρεία, καθόσον στην από 2.8.2017 έκθεση αναφέρεται ως εντολέας η δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 30.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον ΦΠΑ ποσού 5.100 δολαρίων και εν συνόλω ποσό 35.100 δολαρίων ΗΠΑ, για παροχή νομικών υπηρεσιών της ισραηλινής δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο Τελ Αβίδ, παρασχεθείσες στα πλαίσια της ενασχόλησης της με το ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους και πληρεξουσίους δικηγόρους του τρίτου των εναγομένων αλληλασφαλιστικού οργανισμού στην Μεγάλη Βρετανία, για επανειλημμένες συναντήσεις και διαβουλεύσεις μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα, για τη συλλογή και αξιολόγηση του περιεχομένου των απαραίτητων εγγράφων και λοιπού αποδεικτικού υλικού, προκειμένου να υποβληθεί νόμιμη αξίωση ενώπιον του ελληνικού Δικαστηρίου, για επαφές με τους ασφαλιστές, τους μάρτυρες και τον Έλληνα δικηγόρο μέχρι την τελεσίδικη απόφαση και είσπραξη της απαίτησης από τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό ή/και την λήψη αποζημίωσης από την πλοιοκτήτρια του ζημιογόνου πλοίου, εκδιδομένου του υπ’αριθμ. ……./1.11.2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, απορριπτομένων των ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στο πέμπτο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσης της, περί καταχρηστικής και αβάσιμης αξίωσης, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση τους στο ότι δεν αφορούν την σύνταξη της ένδικης αγωγής, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον οι εν λόγω δαπάνες για νομικές υπηρεσίες πράγματι δεν εμπίπτουν στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, αλλά στην παροχή εξωδικαστικών νομικών υπηρεσιών και ως εκ τούτου, κρίνονται επιδικαστέες, ως θετική ζημία της πρώτης ενάγουσας, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι δεν καθίστανται καταχρηστικές και υπερβολικές, αφού δεν υπερβαίνουν προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της και συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν. Επιπλέον, η δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε στην ίδια, ως άνω, ισραηλινή δικηγορική εταιρεία, αφενός το ποσό των 25.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον ΦΠΑ ποσού 4.250 δολαρίων και συνολικά 29.250 δολάρια ΗΠΑ, εκδιδομένου του υπ’αριθμ. …../30.7.2017 τιμολογίου της εν λόγω εταιρείας, ως αμοιβή για την ενασχόληση της από την νύχτα του συμβάντος, τις επικοινωνίες με τον πλοίαρχο του ζημιωθέντος πλοίου και την τοπική λιμενική αρχή, τον διορισμό και τις συνεννοήσεις με τους επιθεωρητές της εταιρείας «………..”, τις συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τον εναγόμενο αλληλασφαλιστικό οργανισμό του ζημιογόνου σκάφους και τους διορισθέντες επιθεωρητές τούτου, την διερεύνηση δυνατότητας επισκευών με διάφορα ναυπηγεία στην Ελλάδα και την Ιταλία, τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας και του ναυπηγείου, που ανέλαβε την επισκευή, τις συναντήσεις με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ναυπηγείου και τις συζητήσεις αναφορικά με τις επισκευές και το κόστος τους και εντεύθεν την ουσιαστική μείωση του, την εξέταση λεπτομερώς της διαδικασίας των επισκευών, των πληρωμών, τον συντονισμό με τον επιθεωρητή, τον διευθύνοντα το έργο για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και το ναυπηγείο, διασφαλίζοντας την ασφαλή ολοκλήρωση των επισκευών και την προμήθεια του πλοίου μέχρι την τελική αποκατάσταση και αφετέρου, κατέβαλε στην εν λόγω δικηγορική εταιρεία το ποσό των 60.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον ΦΠΑ ποσού 10.200 δολαρίων και συνολικά70.200 δολάρια ΗΠΑ, για την απασχόληση της στις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του τρίτου των εναγομένων αλληλασφαλιστικού οργανισμού στην Μεγάλη Βρετανία, για τις συμβουλές στον πληρεξούσιο δικηγόρο της δεύτερης ενάγουσας στην Ελλάδα, προκειμένου να υποβληθεί νόμιμη αξίωση ενώπιον του ελληνικού Δικαστηρίου, για τις επαφές με την πλοιοκτήτρια, τους μάρτυρες και τον Έλληνα δικηγόρο μέχρι την τελεσίδικη απόφαση και είσπραξη της απαίτησης από τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό ή/και την λήψη αποζημίωσης από την πλοιοκτήτρια του ζημιογόνου πλοίου, εκδιδομένου του υπ’αριθμ. ……./30.7.2017 τιμολογίου της ανωτέρω δικηγορικής εταιρείας και συνολικά η δεύτερη ενάγουσα δαπάνησε για τις εν λόγω αιτίες το ποσό των 99.450 δολαρίων ΗΠΑ, που δικαιούται σε απόληψη, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων-εκκαλουσών, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε, κατ’ουσίαν, το εν λόγω κονδύλιο, με την αιτιολογία ότι η ανωτέρω δικηγορική εταιρεία έχει εισπράξει το ποσό των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ από την πρώτη ενάγουσα για την παροχή νομικών υπηρεσιών και οι εν λόγω δαπάνες πραγματοποιήθηκαν από υπερβολική πρόνοια και δεν αποτελούν πράξη συνετής διαχείρισης ίδιων πραγμάτων, πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, καθόσον πρόκειται για αναγκαίες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η δεύτερη ενάγουσα για την διαφύλαξη των δικαιωμάτων και συμφερόντων της στις διαπραγματεύσεις και διακανονισμούς με τα εμπλεκόμενα μέρη, ως ασφαλίστρια του ζημιωθέντος σκάφους, εκπροσωπούμενη εξωδικαστικά από τον ορισμένο νομικό παραστάτη, δεκτού γενομένου του μοναδικού λόγου της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμου.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα υποβλήθηκε στις ακόλουθες δαπάνες. Ως αµοιβή του επιβλέποντος τις επισκευές μηχανικού της ορισμένης για τις επισκευές διαχειρίστριας εταιρείας «…………….», ενεργούσης στο όνομα και για λογαριασμό της, συμπεριλαμβανομένων του κόστους των αεροπορικών εισιτηρίων, της δαπάνης ξενοδοχειασμού, διατροφής και συναφών μετακινήσεων του, καθώς και των αντίστοιχων δαπανών για δύο μέλη του πληρώματος, των οποίων η παρουσία στο σκάφος κατά την διάρκεια των επισκευών, ήταν κατά βάση επιβεβλημένη, κατέβαλε το συνολικό ποσό των 19.060 ευρώ και συγκεκριμένα: α) το ποσό των 3.995 ευρώ, σύμφωνα με το από 27.1.2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνονται αμοιβή διαχείρισης, σε μηνιαία βάση ποσού 2.000 ευρώ, πλέον ποσού 25 ευρώ, ως προμήθεια τραπέζης, επιπλέον δε ποσό 1.970 ευρώ για αεροπορικά εισιτήρια και λοιπά έξοδα ταξιδιού, καθώς και δαπάνες διαβίωσης (ξενοδοχειασµός, σίτιση, κ.λπ.), β) 2.436 ευρώ, σύμφωνα με το από 25.4.2017 τιμολόγιο της παραπάνω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται αμοιβή της εν λόγω εταιρείας για επίβλεψη ποσού 2.000 ευρώ, προμήθεια τραπέζης ευρώ 25, δαπάνη ταξιδιού και διαµονής 411 ευρώ, γ) 2.325 ευρώ, σύμφωνα με το από 2.8.2017 τιµολόγιο της προαναφερόµενης εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό 2.000 ευρώ, ως συµφωνηθείσα µηνιαία αμοιβή επίβλεψης, ποσόν ευρώ 25 ως τραπεζική προμήθεια και ποσόν ευρώ 300 για δαπάνη ταξιδιού και διαβίωσης, δ) 2.025 ευρώ, σύµφωνα με το από 4 Φεβρουαρίου 2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η συµφωνηθείσα πάγια μηνιαία αμοιβή επίβλεψης ανερχομένη σε 2.000 ευρώ, πλέον τραπεζικής προμήθειας 25 ευρώ, ε) 3.279 ευρώ, σύμφωνα με το από 25 Μαΐου 2017 τιμολόγιο της προαναφερόμενης εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό 2.000 ευρώ, ως πάγια μηνιαία αμοιβή για την επίβλεψη των επισκευών, 25 ευρώ, ως τραπεζική προμήθεια και ποσό 1.254 ευρώ για δαπάνη ταξιδιού, διατροφής και διαμονής, στ) 2.875 ευρώ, σύμφωνα με το από 1η Μαρτίου 2017 τιμολόγιο της ως άνω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η προαναφερόμενη πάγια µηνιαία αμοιβή για επίβλεψη της πορείας των επισκευών ποσού ευρώ 2.000, πλέον 25 ευρώ, ως προμήθεια τραπέζης, καθώς και ποσόν ευρώ 850 για δαπάνη ταξιδιού, διατροφής και διαµονής, ζ) 2.125 ευρώ, σύμφωνα με το από 28.5.2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η προαναφερόµενη πάγια μηνιαία αμοιβή ποσού ευρώ 2.000, πλέον 25 ευρώ, ως τραπεζική προμήθεια και ποσό ευρώ 100, ως δαπάνη ταξιδιού και διατροφής. Επιπλέον, για αεροπορικά εισιτήρια, δαπάνες ξενοδοχειασμού, σίτισης και συναφών μετακινήσεων των υπαλλήλων της εταιρείας «………….», …. και ……, με σκοπό την επίβλεψη των εργασιών επισκευής, από Τελ Αβίβ προς Πίζα Ιταλίας μέσω Κωνσταντινούπολης στις 25.7.2017 και επιστροφής στο Τελ Αβίβ Ισραήλ στις 27.7.2017, καθώς επίσης και στις 27.4.2017 μέσω Ρώμης και επιστροφής στις 29.4.2017 στο Τελ Αβίβ, παρομοίως δε στις 31.5.2017 και επιστροφής στο Τελ Αβίβ στις 1-2/6/2017 και του πλοιάρχου του σκάφους από Ισραήλ ή Νταλαμάν Τουρκίας προς Βιαρέτζιο µε επιστροφή, προκειµένου να επιβλέψει την πρόοδο των επισκευών και να συνεργαστεί µε τα επισκευαστικά συνεργεία, όποτε αυτό εκρίνετο απαραίτητο, για δαπάνες αποναυτολόγησης δύο µελών του πληρώματος του σκάφους, ονόματι … και …., καθώς και αεροπορικών εισιτηρίων για την μετά την αποναυτολόγηση τους επιστροφή τους στο Μποντρούμ της Τουρκίας και στην Οδησσό Μολδαβίας αντίστοιχα, καθώς και άλλες συναφείς δαπάνες µετακίνησης, λοιπές συναφείς υπηρεσίες, εργασίες και συναφή έξοδα και δαπάνες αιτιωδώς συνδεόμενες με το εν λόγω περιστατικό, κατέβαλε κατά το χρονικό διάστημα από 9.10.2016 μέχρι 26.12.2016 στην εταιρεία πρακτορείας σκαφών αναψυχής με την επωνυµία «…………..» το συνολικό ποσό των 3.379 ευρώ αναλυόµενο ως εξής: α) 90 ευρώ, για την διευθέτηση ταξιδιωτικών διατυπώσεων άφιξης, β) 90 ευρώ, για διευθέτηση ταξιδιωτικών διατυπώσεων αναχώρησης, γ) 455 ευρώ, για δαπάνη αεροπορικού εισιτηρίου της ….. από την Πίζα Ιταλίας στο Μποντρούµ της Τουρκίας, δ) 150 ευρώ, για διεκπεραίωση των εγγράφων και διατυπώσεων της αποναυτολόγησης της, ε) 92 ευρώ, για διεκπεραίωση διαδικασίας έκδοσης άδειας παραμονής της (βίζας), στ) 150 ευρώ για διεκπεραίωση διατυπώσεων και διαδικασίας για την αποναυτολόγηση της ……, ζ) 92 ευρώ, για έκδοση άδειας παραµονής της (βίζας), η) για κόµιστρο ταξί από το λιμάνι Ζέας στο αεροδρόµιο («Ελ. Βενιζέλος») ποσόν 50 ευρώ, η) 465 ευρώ, για έκδοση αεροπορικού εισιτηρίου του μέλους του πληρώματος …. από Πίζα Ιταλίας προς Οδησσό, ι) 150 ευρώ, για διεκπεραίωση διατυπώσεων για την αποναυτολόγηση του πλοιάρχου ….., κ) 92 ευρώ, για διεκπεραίωση ενεργειών/διατυπώσεων της έκδοσης άδειας παραµονής του (βίζας), λ) 249 ευρώ, για έκδοση αεροπορικού εισιτηρίου του πλοιάρχου από Πίζα Ιταλίας προς το αεροδρόμιο της Τουρκίας, μ) 50 ευρώ για κόµιστρα ταξί από το αεροδρόµιο στο λιμάνι Ζέας (Πειραιάς), ν) 150 ευρώ, για διεκπεραίωση διαδικασίας ναυτολόγησης, ξ) 1.054 ευρώ, για αμοιβή πρακτόρευσης, ήτοι ποσό Ευρώ 850 πλέον Φ.Π.Α. 24%. Αντιθέτως, δεν αποτελεί ζημία της η δαπάνη ελλιμενισµού στην Μαρίνα Ζέας από 9.12.2016 µέχρι 25.12.2016 ποσού 2.050,60 ευρώ, καθώς και η δαπάνη για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος για τρεις μήνες ελλιμενισμού, ποσού 1.010 ευρώ, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά θα τα κατέβαλε για τον ελλιμενισμό του σκάφους σε μαρίνα και την παροχή των συναφών υπηρεσιών ανεξαρτήτως του ζημιογόνου συμβάντος. Η καταβολή των ανωτέρω ποσών προκύπτει ιδίως από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα σχετικά τραπεζικά εμβάσματα, που δεν αμφισβητούνται ειδικά από την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα, οι δε παρασχεθείσες υπηρεσίες και τα συναφή έξοδα της ανωτέρω ορισμένης διαχειρίστριας ως προς την επισκευή του βλαβέντος πλοίου, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας πρώτης ενάγουσας, ήταν απότοκοι της ένδικης σύγκρουσης και δεν αφορούσαν ενέργειες τακτικής διαχείρισης, που δεν σχετίζονταν με το ατύχημα, ως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα. Παρέπεται, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τα ανωτέρω ποσά των 19.060 ευρώ και 3.379 ευρώ, ως θετική ζημία της πρώτης ενάγουσας για τις ανωτέρω αιτίες, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των συναφών αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στο έκτο και έβδομο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αξία του επίδικου σκάφους με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά, που ανωτέρω αναφέρθηκαν, ανερχόταν, κατά την ημέρα του επίδικου ατυχήματος στο ποσό των 3.000.000 ευρώ, που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη της αξίας αγοράς του, του χρόνου ναυπήγησης του κατά το έτος 2015 στην Iταλία, επιπρόσθετα δε της μείωσης της εμπορικής αξίας του σκάφους με την παρέλευση ενός έτους από τη απόκτηση του. Μετά την ένδικη σύγκρουση και παρά την επιμελημένη επισκευή του από την κατασκευάστρια εταιρεία, εξαιτίας της φύσης και της έκτασης των ανωτέρω ζημιών, που υπέστη, μειώθηκε η, κατά το χρόνο εκείνο, αγοραστική του αξία, κατά την έννοια της εμπορικής υπαξίας, που συνίσταται στη μείωση της αξίας πώλησης του, λόγω της παρατηρούμενης στις συναλλαγές απροθυμίας για την αγορά σκαφών, που έχουν πάθει παρόμοιες δομικές βλάβες και ειδικότερα, λόγω της υποψίας, ως προς την ύπαρξη κρυφών ελαττωμάτων, δυναμένων να εμφανιστούν αργότερα κατά τη χρησιμοποίηση του, όσο και κατά την έννοια της τεχνικής υπαξίας, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν σε αυτήν, οι οποίες μπορούν να διαπιστωθούν με ευχέρεια από οποιονδήποτε έμπειρο αγοραστή, κατά ποσοστό 10% ανερχόμενο στο ποσό των 250.000 ευρώ, το οποίο οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, γενομένης επιπρόσθετα δεκτής, ως κατ’ ουσίαν βάσιμης, της ένστασης συνυπολογισμού της ωφέλειας, που αποκόμισε η ενάγουσα από τις επισκευές, συνιστάμενη στο κόστος της αναγκαίας συντήρησης του σκάφους (ηλικίας δύο ετών), την οποία θα πραγματοποιούσε η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ζημιογόνου συμβάντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για την μείωση της εμπορικής αξίας του σκάφους, συνεπεία του ατυχήματος, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που διατυπώνονται στο τέταρτο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσης της, περί αύξησης της αξίας του σκάφους μετά τις επισκευές και επικουρικά μείωσης της μη υπερβαίνουσας τις 50.000 ευρώ, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, μη ανταποκρινόμενοι στις εκτιθέμενες περιστάσεις.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 7.3.2017 μεταξύ της πρώτης εναγομένης τότε πλοιοκτήτριας και της δεύτερης εναγόμενης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ, νόμιμα εκπροσωπουμένων, καταρτίστηκε σύμβαση πωλήσεως, με την οποία η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα το προαναφερόμενο πλοίο στη δεύτερη και να της το παραδώσει αμέσως μετά την είσπραξη του τιμήματος, ποσού 10.600.000 ευρώ και να κινήσει τη διαδικασία της μεταβιβάσεως του. Στη σύμβαση αυτή περιλήφθηκε και ο όρος ότι επέλεγαν οι συμβαλλόμενες εναγόμενες το αγγλικό δίκαιο, ως εκείνο από το οποίο θα διεπόταν η εν λόγω σύμβαση. Το οριζόμενο τίμημα καταβλήθηκε από την αγοράστρια δεύτερη εναγομένη στην πωλήτρια πρώτη εναγομένη, οπότε έλαβε χώρα παράδοση και παραλαβή του πλοίου στις 27.5.2017 στην Βουλιαγμένη Αττικής και εκδόθηκε σχετικό πωλητήριο έγγραφο τύπου «BILL OF SALE», το οποίο νόμιμα μεταγράφηκε στο νηολόγιο της Μάλτας, με συνέπεια έτσι να μεταβιβαστεί κατά πλήρη κυριότητα στην δεύτερη το ένδικο πλοίο. Αποτελούσε δε αυτό το πλοίο, το μοναδικό ουσιαστικά στοιχείο του ενεργητικού της περιουσίας της πωλήτριας πρώτης εναγομένης μονοβάπορης εταιρείας, το γεγονός δε αυτό το γνώριζε η αγοράστρια δεύτερη εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, τόσο κατά τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως, όσο και κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας τούτου από την πωλήτρια σ`αυτήν, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της προεχόντως, ως αορίστων. Επισημαίνεται, ότι η συμφωνία, που περιλήφθηκε στο εν λόγω συμφωνητικό πώλησης, για την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, που μάλιστα δεν αναγνωρίζει διάταξη όμοια ή παρόμοια εκείνης του άρθρου 479 του ελληνικού ΑΚ, είναι χωρίς έννομη επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, διότι αυτή ρυθμίζει μόνο τις μεταξύ των εναγομένων συμβαλλομένων εταιρειών σχέσεις όσον αφορά την ερμηνεία και εκπλήρωση της συμβάσεως πωλήσεως του πλοίου και μόνο και δεν μπορεί να προβληθεί κατά των μη συμβληθέντων εναγουσών. Κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ, εφόσον με την μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης, καθιερώνεται εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών της επιχείρησης της και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της μεταβιβάσασας και της αποκτήσασας, από τις οποίες η μεν πρώτη ευθύνεται απεριόριστα, η δε δεύτερη περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία του μεταβιβαζομένου πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η τελευταία υπέχει έναντι του δανειστών εναγουσών την ίδια υποχρέωση, που είχε και η μεταβιβάσασα οφειλέτης, εφόσον κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, το επίδικο χρέος της πρώτης εναγόμενης προς τις ενάγουσες, εξαιτίας της αδικοπρακτικής της ευθύνης για την ένδικη σύγκρουση, είχε γεννηθεί και ήταν δικαστικά επιδιώξιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την δεύτερη εναγομένη συνυπόχρεη με την πρώτη για τις επίδικες ζημίες, που είχε προκαλέσει το μεταβιβασθέν σ’αυτήν πλοίο και μέχρι την αξία τούτου, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 479ΑΚ και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης απορριπτέοι, ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, κρίνονται και οι όγδοος και τέταρτος λόγοι των εφέσεων των εναγομένων-εκκαλουσών, που πλήττουν την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο των επιδικασθέντων σε βάρος τους δικαστικών εξόδων των εναγουσών, ύψους 17.860 ευρώ, καθόσον γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ορθά, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 178 παρ.1 ΚΠολΔ, κατανεμήθηκαν αυτά μεταξύ των διαδίκων αναλόγως της νίκης και της ήττας τους και υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν.4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων περί εσφαλμένης επιδίκασης τους σε βάρος τους, άλλως συμψηφισμού τους, λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης, άλλως σημαντικού περιορισμού τους στα ενδεικτικά ποσά των 500 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και 750 ευρώ για την δεύτερη και όχι ανώτερα των 1.000 και 1.500 ευρώ αντίστοιχα, που διαλαμβάνονται στους κρινόμενους λόγους, ως ουσιαστικά αβασίμων, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι γενομένης δεκτής της έφεσης της δεύτερης ενάγουσας, παρέλκει η εξέταση των αιτιάσεων για τα επιβληθέντα πρωτοδίκως δικαστικά έξοδα της, συνεπεία της εξαφάνισης αναφορικά με αυτήν της πρωτόδικης απόφασης και ως εκ τούτου και της διάταξης περί των επιδικασθέντων υπέρ της δικαστικών εξόδων.
V. Κατ’ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, οι εφέσεις των εναγομένων-εκκαλουσών πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν και να γίνει δεκτή η έφεση της δεύτερης ενάγουσας-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της αναφορικά με την δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, αναφορικά με την δεύτερη ενάγουσα-εκκαλούσα και να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη και δεύτερη των εναγομένων-εφεσιβλήτων υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλουν στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι (414.466) ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των ενενήντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (99.450) δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τις εφέσεις που απορρίφθηκαν, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ηττηθεισών εκκαλουσών αντίστοιχα, ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας–εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή των κατατεθέντων για την άσκηση των απορριφθεισών εφέσεων παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης δεκτής έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις των εναγομένων-εκκαλουσών.
Επιβάλλει σε βάρος των ανωτέρω εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει για κάθε εκκαλούσα στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των καταβληθέντων για την άσκηση των ανωτέρω εφέσεων παραβόλων.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση της δεύτερης ενάγουσας-εκκαλούσας.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3658/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την δεύτερη ενάγουσα.
Κρατεί και δικάζει την από 30.4.2018 αγωγή, ως προς αυτήν.
Δέχεται αυτήν κατ’ουσίαν.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες-εφεσίβλητες υποχρεούνται να καταβάλουν στην δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό των τετρακοσίων δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι (414.466) ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των ενενήντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (99.450) δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής.
Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων (12.500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17.2.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 4 Απριλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ