Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 208/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   208/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρίας ……………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ηλίας Χαλιακόπουλος κατά

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] εταιρίας ………, 2] ………., 3] εταιρίας ……….., 4] …………, 5] ………. . και 6] ………. από τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν οι μεν τέσσερις [4] πρώτοι από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Σιαφάκα και Νίκη Ορφανίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και οι λοιποί δύο [2] από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Παναγιώτη Βρυώνη και Κωνσταντίνο Πλιάτσικα.

Η καλούσα από κοινού με άλλα δεκατρία [13] φυσικά και νομικά πρόσωπα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.12.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.12.2012 αγωγή, την οποία έστρεψε κατά των ήδη καθ’ ων η κλήση και άλλων τεσσάρων [4] αλλοδαπών φυσικών και νομικών προσώπων και επ’ αυτής εκδόθηκαν οι με αριθμούς 3805/2014 (μη οριστική), 5204/2014 (οριστική) και 4384/2015 (εν μέρει οριστική) αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, με την τελευταία από τις οποίες κρίθηκε ότι η αγωγή των λοιπών, πλην της καλούσας, εναγόντων είχε ανακληθεί και ότι η σωρευθείσα στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο αγωγή αυτής της τελευταίας κατά το μέρος της που στράφηκε κατά των ήδη καθ’ ων η κλήση είχε ασκηθεί απαραδέκτως ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο επιπλέον ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής κατά το μέρος της που στρεφόταν εναντίον των λοιπών εναγομένων. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αφενός μεν όλοι οι ενάγοντες με την από 15.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3.611/2016 έφεσή τους και αφετέρου οι τέσσερις [4] πρώτοι από τους ήδη καθ’ ων η κλήση με την από 17.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2016 έφεσή τους, επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 472/2017 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που τις απέρριψε. Την αναίρεση της αποφάσεως αυτής ζήτησε το σύνολο των εναγόντων με την από 15.12.2017 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1269/2019 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικού Τμήματος), με την οποία, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 472/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς μόνον κατά το μέρος της που απέρριψε την έφεση της ήδη καλούσας κατά των ήδη καθ’ ων η κλήση και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο αυτό Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.

Μετά ταύτα, η από 15.6.2016 έφεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 20.1.2020 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας, που έχει κατατεθεί με αριθμό σχετικής εκθέσεως 21/21.1.2020, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε, μετά από αναβολές,  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της καλούσας – εκκαλούσας και των πέμπτου και έκτου από τους καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, αφού έλαβαν το λόγο διαδοχικά από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των τεσσάρων [4] πρώτων από τους καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 21.12.2012 αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την ικανοποίηση αδικοπρακτικής φύσεως αξιώσεων, συνιστά την απόληξη της επιχειρηματικής συνεργασίας των διαδίκων, η οποία έλαβε αρχικά (το έτος 2007) τη μορφή σχέσης χρηματοδότησης της ναυτιλιακής δραστηριότητας των εναγόντων φυσικών και νομικών προσώπων εκ μέρους βρετανικών επενδυτικών κεφαλαίων, που τελούσαν υπό την διαχείριση των εναγομένων νομικών προσώπων του χρηματοπιστωτικού τομέα, των οποίων τις αποφάσεις λάμβαναν και υλοποιούσαν τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, για να εξελιχθεί στη συνέχεια (το έτος 2008) σε σχέση συνεκμετάλλευσης ενός στόλου επτά [7], μετασκευασμένων επί το επικερδέστερο, εμπορικών πλοίων μέσω κεφαλαιουχικών εταιρικών σχημάτων που δημιουργήθηκαν προς τούτο και να καταλήξει (το έτος 2009), μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε και τη ναυτιλία, σε απλή δανειακή σχέση, που δεν εξυπηρετήθηκε από τους δανειολήπτες και καταγγέλθηκε από τους δανειστές, με αποτέλεσμα την εκποίηση με αναγκαστικό πλειστηριασμό όλων των πλοίων επί ζημία των εναγόντων, οι οποίοι θεωρούν τη συμβατική μεταβολή της σχέσης από εταιρική σε δανειακή ως προϊόν πειθαναγκασμού και εξαπατήσεώς τους από τους εναγομένους. Στο πλαίσιο αυτής της αντιδικίας εκδόθηκαν: α] η υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστική απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό αίτημα των εναγομένων για αναστολή κατ’ άρθρα 169 και 171 εδαφ. β ΚΠολΔ της συζήτησης της αγωγής και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες να παράσχουν εγγυοδοσία προς εξασφάλιση των εναγομένων έναντι του κινδύνου αδυναμίας εκτελέσεως της οριστικής απόφασης κατά τη διάταξη της ενδεχόμενης καταδίκης των αντιδίκων τους στα έξοδα της διαδικασίας, με την κατάθεση συνολικού χρηματικού ποσού εκατόν τριάντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι δύο ευρώ (139.722 €) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός προθεσμίας τριών [3] μηνών από την επίδοση της αποφάσεως εκείνης, β] η υπ’ αριθμ. 5204/2014 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, επί αιτήσεως των εναγόντων κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔ, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή και διευκρινίστηκε καθ’ ερμηνεία ότι το ποσό της εγγυοδοσίας βάρυνε κατ’ ισομοιρία καθέναν υπόχρεο, ενώ απορρίφθηκε κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε η διόρθωση της προηγούμενης απόφασης ως προς το ύψος της καταβλητέας εγγυοδοσίας, γ] η υπ’ αριθμ. 4384/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που καταρχάς διαπίστωσε ότι από τους ενάγοντες μόνον η ήδη καλούσα είχε καταβάλει το αναλογούν σ’ αυτήν ποσό της εγγυοδοσίας και, κατά παραδοχή αυτοτελούς σχετικού αιτήματος των εναγομένων, αποφάνθηκε ότι η αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες είχε σύμφωνα με το άρθρο 172 ΚΠολΔ ανακληθεί, απορρίπτοντας μάλιστα αίτημά τους περί ανακλήσεως της απόφασης που τους υποχρέωσε σε εγγυοδοσία και στη συνέχεια απέρριψε την υποκειμενικά σωρευθείσα αγωγή της ήδη καλούσας ως απαράδεκτη κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον των ήδη καθ’ ων η κλήση, επειδή θεώρησε ότι στερούταν διεθνούς δικαιοδοσίας, ενώ ανέβαλε κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ τη συζήτησή της κατά το μέρος της που απευθυνόταν κατά των λοιπών εναγομένων, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που είχε τεθεί σε κίνηση με την υποβολή της από 15.4.2013 εγκλήσεως της ήδη καλούσας (μεταξύ άλλων και) κατά των φυσικών προσώπων από τους ήδη καθ’ ων η κλήση, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη, δ] η υπ’ αριθμ. 472/2017 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που συνεκδίκασε και απέρριψε αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, τη μεν από 17.6.2016 των τεσσάρων [4] πρώτων από τους ήδη καθ’ ων η κλήση στο σύνολό της, τη δε από 15.6.2016 των λοιπών, πλην της ήδη καλούσας, εναγόντων κατά το μέρος της με το οποίο αποδόθηκε μομφή στην πρωτοβάθμια κρίση περί ανακλήσεως της αγωγής τους, ως απαράδεκτες για δικονομικούς λόγους, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα και τα παράπονα της ήδη καλούσας που απέδωσε σφάλμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αρνήθηκε τη διεθνή δικαιοδοσία του και ε] η υπ’ αριθμ. 1269/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι εσφαλμένα κηρύχθηκε το απαράδεκτο της αγωγής, επειδή κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων αρκούσε η γενόμενη επίκληση του ότι οι φερόμενες ως απατηλές παραστάσεις των εναγομένων έλαβαν χώρα και στην Ελλάδα και ακολούθως, κατά παραδοχή ως βάσιμου λόγου από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή η αίτηση της ήδη καλούσας και, αφού αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 472/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου μόνον ως προς τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 15.6.2016 έφεσή της, παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Μετά ταύτα, νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, με την από 20.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 21/21.1.2020 κλήση της καλούσας (ενδέκατης των αρχικών εναγόντων και των εκκαλούντων) επανεισάγεται στο Δικαστήριο τούτο της παραπομπής η από 15.6.2016, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………./21.6.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/11.7.2016 έφεσή της, προκειμένου να επανακριθεί μόνον ο λόγος αυτής, με τον οποίο πλήττεται η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 4384/3.12.2015 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Καν (ΕΚ) 44/2001 απόρριψη της σωρευθείσας υποκειμενικώς στο από 21.12.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./21.12.2012 αγωγικό δικόγραφο αγωγής της καλούσας κατά των καθ’ ων η κλήση ως απαράδεκτης ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 579 § 1 εδαφ. α, 580 § 3 εδαφ. β και 581 § 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν αναιρεθεί απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία και θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα την δεχθεί και θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη είτε θα απορρίψει την έφεση και θα την επικυρώσει. Η δίκη στο δικαστήριο της παραπομπής διεξάγεται μεταξύ των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη και η υπόθεση επανεξετάζεται κατά την έκταση της ανατροπής της προηγούμενης κρίσης του εφετείου που επήλθε με την αναιρετική απόφαση, καθόσον η αναίρεση και, συνεπώς, η εξαφάνιση της αποφάσεως που με αυτή προσβλήθηκε, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Η εξαφάνιση θεωρείται συνολική όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007, ΝοΒ 2007/1830). Αν η αναίρεση είναι μερική και αναφέρεται σε ορισμένα μόνο από τα κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκε, ο έλεγχος του δικαστηρίου της παραπομπής θα εκταθεί μόνο στα κεφάλαια αυτά, διότι ως προς τα υπόλοιπα η απόφαση του εφετείου έχει τελεσιδικήσει και κατά την μετ’ αναίρεση επανεκδίκαση της υπόθεσης οι διατάξεις της που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν με το δεδικασμένο τους, αφού αυτό δεν ανατράπηκε. Ειδικότερα, επί υποκειμενικής σωρεύσεως αγωγών ο μετ’ αναίρεση έλεγχος κατά παραπομπή θα επεκταθεί σε εκείνες μόνον από τις σωρευόμενες αγωγές ως προς τις οποίες η κρίση του εφετείου εξαφανίστηκε, αφού ως προς τις λοιπές η δευτεροβάθμια απόφαση που προηγήθηκε έχει μετά την έκδοση της αναιρετικής καταστεί αμετάκλητη. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεσμεύεται ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο. Επομένως, τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011, ΧρΙΔ 2012/194 = ΕφΑΔ 2012/392).

ΙΙΙ. Με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή της ενδέκατης από τους αρχικούς ενάγοντες και ήδη καλούσας τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της. Επομένως, το νομικό (δικονομικό) ζήτημα του παραδεκτού της αγωγής αυτής, ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία, λύθηκε δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο στην αναιρετική δίκη. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν, εφόσον ο ίδιος ισχυρισμός, που προβλήθηκε με την ένδικη έφεση και κατέτεινε στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έγινε δεκτός ως αναιρετικός λόγος, είναι υποχρεωτική η παραδοχή της βασιμότητάς του και ως λόγου έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν, δεκτής καθιστάμενης και κατ’ ουσίαν της έφεσης, που έχει ασκηθεί νομότυπα και εντός των νόμιμων χρονικών ορίων από την επίδοση της εκκαλουμένης, που πραγματοποιήθηκε στις 20.5.2016, πρέπει να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, που έκρινε αντίθετα και στη συνέχεια να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν έχει δικαίωμα αναπομπής της στο πρωτοβάθμιο, μολονότι με τον τρόπο αυτό οι διάδικοι στερούνται τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας από τον οποίο ως προς την ουσία της διαφοράς δεν διήλθε η υπόθεση, καθόσον κατά την έννοια του άρθρου 535 § 1 ΚΠολΔ, ακόμα και αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικούς λόγους, το εφετείο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει το ίδιο κατ’ ουσίαν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης και κατά παρέκκλιση από τον κανόνα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που στην περίπτωση αυτή κάμπτεται υπέρ του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 806/2014, Ε7 2014/1294), στο οποίο άλλωστε με την έφεση έχει μεταβιβαστεί η διαφορά στο σύνολό της, αφού καταργήθηκε η εκκρεμοδικία στον πρώτο βαθμό. Επομένως, πρέπει να επακολουθήσει η έρευνα της αγωγής ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά της από νομική και ουσιαστική άποψη.

IV. Στην αγωγή που επανακρίνεται εκτέθηκαν πραγματικά περιστατικά, που έλαβαν χώρα εντός μιας τετραετίας (2007 – 2011), στα οποία επιχειρήθηκε να θεμελιωθούν αδικοπρακτικές αξιώσεις δεκατεσσάρων [14] εναγόντων, φυσικών και νομικών προσώπων, κατά δέκα [10] εναγομένων, φυσικών και νομικών προσώπων, ευθυνομένων εις ολόκληρον. Από τα περιστατικά αυτά εκτίθενται πιο κάτω, προσηκόντως εκτιμώμενα από το Δικαστήριο, εκείνα που αφορούν τις αξιώσεις της ενδέκατης των αρχικών εναγόντων ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….» (στο εξής η ενάγουσα), που εδρεύει στον Πειραιά και διατηρεί ναυπηγικές εγκαταστάσεις στη Σαλαμίνα (περιοχή ……). Η εταιρία αυτή περιήλθε με αγορά το έτος 1992 σε εταιρικό σχήμα στο οποίο συμμετείχε ο ……. (δέκατος τέταρτος των αρχικώς εναγόντων) και έκτοτε αποτελεί εταιρία συμφερόντων της οικογενείας του, δηλαδή αυτού και των τέκνων του ……… και ………. (δωδέκατος και δέκατος τρίτος των αρχικώς εναγόντων), τα οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα είχαν συμμετοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο. Κατά το έτος 2007 οι υιοί του ………….. ήταν οι απώτατοι δικαιούχοι των μετοχών της εξωχώριας εταιρίας με την επωνυμία «Shakir Services SA», με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ (Marshall Islands), στην οποία ανήκε το σύνολο των μετοχών της αλλοδαπής, εδρεύουσας κατά το καταστατικό της ομοίως στις Νήσους Μάρσαλ στην πραγματικότητα όμως στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, εταιρίας με την επωνυμία «……………..» (όγδοης των αρχικώς εναγόντων), πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου GT, του οποίου η διαχείριση είχε ανατεθεί στη συσταθείσα το έτος εκείνο (2007) κατά τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ, όπου και η καταστατική της έδρα, εταιρία με την επωνυμία «…………..» (δέκατη των αρχικώς εναγόντων), η οποία είχε εγκατάσταση στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 και την εκπροσωπούσαν νόμιμα οι διευθυντές της …. και ………… Στις 27.7.2007 η πλοιοκτησία του πλοίου αυτού έλαβε δάνειο εννέα εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (9.700.000 $) για την αναχρηματοδότηση της αγοράς του και για δαπάνες μετασκευής του, το οποίο στις 28.9.2007 αυξήθηκε σε ένδεκα εκατομμύρια πεντακόσιες τριάντα χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (11.530.000 $). Το δάνειο χορηγήθηκε από την εδρεύουσα στο Guernsey των Νήσων της Μάγχης (Channel Islands) εταιρία με την επωνυμία τότε μεν «…………….» και πλέον «…………….» (έκτη των εναγομένων), που αποτελούσε εταιρία κυψέλη (cell company), εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Guernsey των Νήσων της Μάγχης, όπου οι μετοχές της ήσαν διαπραγματεύσιμες, διευθυνόμενη από διοικητικό συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου από τα τέλη του έτους 2009 τοποθετήθηκε ο ……. (τέταρτος εναγόμενος) και δραστηριοποιούμενη στον τομέα των ναυτιλιακών επενδύσεων, θυγατρική της εδρεύουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο (μη διαδίκου) εταιρίας με την επωνυμία «…….. .», διαχειρίστριας των επενδυτικών κεφαλαίων που είχε συγκεντρώσει από φυσικά και νομικά πρόσωπα στη Μεγάλη Βρετανία ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες με την επωνυμία «……………..», που συστήθηκε ως επενδυτική εταιρία ανοικτού τύπου (Open Ended Investment Comapany: OEIC) κατά τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου το έτος 2006 με τη συμμετοχή της βρετανικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και του βρετανικού επενδυτικού οργανισμού με την επωνυμία «……………», της οποίας Εξουσιοδοτημένος Εταιρικός Διευθυντής (Authorized Corporate Director: ACD), κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου και υποκείμενη στην εποπτεία της Αρχής Οικονομικών Υπηρεσιών (Financial Services Authority: FSA), δηλαδή της ρυθμιστικής Αρχής του κλάδου παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στη Μεγάλη Βρετανία, είχε διοριστεί η εδρεύουσα στο Λονδίνο και διευθυνόμενη από τον ………… (πέμπτο εναγόμενο) εταιρία με την επωνυμία «…………….» (τρίτη εναγόμενη), θυγατρική της εκεί ομοίως εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «…………» (πρώτη των εναγομένων), της οποίας διευθύνων σύμβουλος είναι ο ………. (δεύτερος εναγόμενος). Με τη δανειακή σύμβαση συμφωνήθηκε ότι οι εργασίες μετασκευής του πλοίου GT (από gearless bulk carrier: φορτηγό πλοίο μεταφοράς ξηρού φορτίου σε geared bulk carrier: φορτηγό με γερανούς) θα εκτελούνταν στους χώρους του ναυπηγείου της ενάγουσας. Κατόπιν δε της επιτυχούς πραγματοποιήσεώς τους αλλά και της αποτελεσματικής διαχείρισης του πλοίου αυτού από την …….., η (μητρική της δανείστριας) ………, εκπροσωπούμενη από τον τότε διευθυντή της (τρίτο – μη διάδικο) ……., συνεκτιμώντας τις ικανότητες των υιών του …. . αλλά και του ιδίου, που διέθετε πολυετή εμπειρία στον κλάδο της ναυτιλίας και της ναυπήγησης, αποφάσισε την επέκταση της συνεργασίας μαζί τους επενδύοντας τα (βρετανικά) κεφάλαια που τελούσαν υπό τη διαχείρισή της στην αγορά δεξαμενόπλοιων και τη μετατροπή τους σε φορτηγά πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου, των οποίων οι ναύλοι την εποχή εκείνη ήταν πολύ ανώτεροι από εκείνους των δεξαμενόπλοιων. Η συνεργασία αυτή έλαβε τη μορφή της χρηματοδότησης εκ μέρους της δανείστριας ………. της αγοράς και της μετασκευής τέτοιων πλοίων αλλά και της συμμετοχής της στην πλοιοκτησία τους. Στα πλαίσια αυτά συνήφθησαν: α] η από 24.8.2007 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η δανείστρια χορήγησε δάνειο είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (24.000.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος (single hull tanker) SM, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1995 και τη μετασκευή του σε δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος (double hull tanker). Προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή της δανείστριας στην πλοιοκτησία του, συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «………..», με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στα Αμπελάκια Σαλαμίνας (πέμπτη των αρχικώς εναγόντων), στην οποία χορηγήθηκε το δάνειο και στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετείχαν αφενός η δανείστρια κατά ποσοστό 25% και αφετέρου η εταιρία συμμετοχών με την επωνυμία «……..» (ένατη των αρχικώς εναγόντων) κατά ποσοστό 75%, που είχε συσταθεί κατά τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ από τους ………. ., στους οποίους ανήκαν κατ’ ισομοιρία οι μετοχές της και είχαν πραγματικά τη διοίκησή της, κατ’ ενάσκηση της οποίας από τη Σαλαμίνα ανέθεσαν τη διαχείρισή του στην εταιρία ………., β] η από 18.10.2007 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η ίδια δανείστρια χορήγησε δάνειο είκοσι επτά εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (27.400.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος (single hull tanker) LT, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1996 και τη μετασκευή του σε δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος (double hull tanker). Προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή της δανείστριας  ………….στην πλοιοκτησία του, συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «  ….» (τέταρτη των αρχικώς εναγόντων), με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στην οποία χορηγήθηκε το δάνειο και στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετείχαν ισομερώς η δανείστρια και η εταιρία ………., των συμφερόντων των υιών .. ….., που ανέθεσαν τη διαχείριση του πλοίου στην εταιρία …….., γ] η από 20.10.2007 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η ίδια δανείστρια χορήγησε δάνειο είκοσι πέντε εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (25.700.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος (single hull tanker) AT, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1988 και τη μετασκευή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου διπλού τοιχώματος με γερανούς (από oil product tanker σε double hull geared bulk carrier). Προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή της δανείστριας …….. στην πλοιοκτησία του, συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «……….» (δεύτερη των αρχικώς εναγόντων), με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στην οποία χορηγήθηκε το δάνειο και στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετείχαν ισομερώς η δανείστρια και η εταιρία ……….., των συμφερόντων των υιών ……., που ανέθεσαν τη διαχείριση και αυτού του πλοίου στην εταιρία …… ………. και δ] η από 20.11.2007 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η ίδια δανείστρια χορήγησε δάνειο είκοσι επτά εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (27.700.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος ST, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1990 και τη μετασκευή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου διπλού τοιχώματος με γερανούς (από oil product tanker σε double hull geared bulk carrier). Προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή της δανείστριας ……. στην πλοιοκτησία του, συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «………» (έκτη των αρχικώς εναγόντων), με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στην οποία χορηγήθηκε το δάνειο και στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετείχαν ισομερώς η δανείστρια και η εταιρία ………, των συμφερόντων των υιών …………, που ανέθεσαν τη διαχείριση του πλοίου στην εταιρία …………. Οι εργασίες μετασκευής και αυτών των πλοίων συμφωνήθηκε να εκτελεστούν στο ναυπηγείο της ενάγουσας. Μετά τις εξελίξεις αυτές, οι συμβαλλόμενοι στις δανειακές συμφωνίες και ταυτόχρονα ουσιαστικά συμπλοιοκτήτες σε όλα τα παραπάνω πλοία (πλην του GT) θεώρησαν σκόπιμο να εντάξουν τις σχέσεις τους σε ένα ενιαίο συμβατικό πλαίσιο, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο ενιαίος έλεγχος της αποπληρωμής του δανείσματος που είχε μέχρι τότε υπερβεί τα εκατόν δεκαέξι εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (116.000.000 $) αλλά και να επεκταθεί η επιχειρηματική τους συνεργασία. Για το σκοπό αυτό, διαπραγματεύθηκαν, εν γνώσει της ………. και της ……….. και με την έγκρισή τους, τη σύσταση ενός νέου νομικού προσώπου, με τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου αυτό να καταστεί ο αποκλειστικός μέτοχος των πλοιοκτητριών εταιριών και, για να διατηρηθεί η (ισομερής) συμμετοχή αμφοτέρων σ’ αυτό, προκρίθηκε η σύσταση μιας νέας εταιρίας, θυγατρικής της δανείστριας, ώστε να αναλάβει το 50% των μετοχών του νέου εταιρικού φορέα των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών και το υπόλοιπο 50% να περιέλθει στην εταιρία …………. Έτσι, η δανείστρια συνέστησε, αφενός, τη (μη διάδικο) εταιρία ………, για να την αντιπροσωπεύει στο μετοχικό κεφάλαιο του νέου φορέα και, αφετέρου, την εταιρία με την επωνυμία «………..» με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στη Σαλαμίνα, προκειμένου να αποκτήσει το σύνολο των μετοχών των πλοιοκτητριών των πλοίων, LT, AT και ST και το 50% της πλοιοκτησίας του πλοίου SM (του υπολοίπου 50% παραμένοντος στην εταιρία ……….., που θα καθίστατο διαχειριστική και εκτελεστική μέτοχος της ……….), ενώ η έτερη μέτοχος αυτής (η ………) κατέστη μη εκτελεστικός μέτοχος, αναλαμβάνοντας υποχρέωση επιμέλειας για τη χρηματοδότηση τόσο της μετασκευής των πιο πάνω πλοίων μέχρι πλήρους αποπερατώσεως των σχετικών εργασιών όσο και της αγοράς νέων πλοίων στο μέλλον. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην ταυτόχρονη υπογραφή στις 9.4.2008 δύο [2] συμβατικών κειμένων και, συγκεκριμένα, μιας νέας δανειακής σύμβασης (Loan Agreement) και ενός συμφωνητικού μετόχων (Shareholders Agreement), με το οποίο καθορίστηκαν οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μετόχων της νέας εταιρίας, δηλαδή της ………. (δια της θυγατρικής της εταιρίας ………..), διαχειρίστριας των βρετανικών κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί και της ………., συμφερόντων των δανειοληπτών. Η από 9.4.2008 σύμβαση δανείου καταρτίστηκε μεταξύ της …………., ως δανείστριας και της ………, ως δανειολήπτριας και προέβλεπε την τμηματική χορήγηση διακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (200.000.000 $) για την αναχρηματοδότηση των ήδη χορηγηθέντων προηγουμένως δανείων για την αγορά και μετασκευή των υπαρχόντων πλοίων και για την κάλυψη των δαπανών αγοράς και μετασκευής νέων πλοίων, η οποία είχε ήδη αποφασιστεί, καθώς με συμπληρωματικές της από 9.4.2008 δανειακής σύμβασης συμφωνίες την ίδια εκείνη ημέρα η δανείστρια χορήγησε στη δανειολήπτρια α] τριάντα ένα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (31.250.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος (single hull tanker) TT, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1990 και τη μετασκευή του σε χημικό δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος (double hull chemical products carrier) και β] τριάντα ένα εκατομμύρια επτακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (31.750.000 $) για την αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου μονού τοιχώματος (single hull tanker) FT, που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1989 και την αναβάθμισή του σε πλοίο της ίδιας μεν κατηγορίας μειωμένης όμως ηλικίας. Στην αγορά των πλοίων αυτών προέβησαν οι εταιρίες με την επωνυμία «…………» και «………» αντίστοιχα (έβδομη και τρίτη από τις αρχικώς ενάγουσες), με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στη Σαλαμίνα, των οποίων οι μετοχές περιήλθαν, κατά τα συμφωνηθέντα στην δανειολήπτρια ……….., ενώ τη διαχείρισή τους ανέλαβε η εταιρία ……. ……… Τη δανειολήπτρια η ενάγουσα χαρακτηρίζει με τον όρο «εφοπλίστρια» των πλοίων και στο όνομά της αναζητούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευσή τους, που απωλέσθηκαν λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Για τους όρους και την προθεσμία αποπληρωμής του δανείου αυτού, που άγγιζε πλέον τα εκατόν ογδόντα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (180.000.000 $), δε γίνεται μνεία στην αγωγή, πάντως κατά λογική και νομική αναγκαιότητα η εξόφλησή του βάρυνε τυπικά τη δανειολήπτρια και ουσιαστικά τις μετόχους της, δηλαδή τις εταιρίες …….. (και δι’ αυτής την ίδια την δανείστρια ………….) και …………. Αντιθέτως, στην αγωγή περιγράφεται με λεπτομέρειες το περιεχόμενο του ως άνω Shareholders Agreement, που καταρτίστηκε μεταξύ των εταιριών ……….., ………. και ………., με το οποίο έγινε κατανομή των συμβατικών υποχρεώσεων μεταξύ των δύο [2] ομάδων συμφερόντων που συνεταιρίστηκαν και η εταιρία . ……….. ανέλαβε την υποχρέωση να εισφέρει την εμπορική της τεχνογνωσία στον τομέα της ναυτιλίας (δηλαδή τις τεχνικές γνώσεις των οργάνων της αναφορικά με την απόκτηση, κατοχή, συντήρηση, εμπορία και λειτουργία των πλοίων και στον τομέα της υπόδειξης ευκαιριών για περαιτέρω ναυτιλιακές επενδύσεις) και την εν γένει επιμέλειά της στη διαχείριση των πλοίων του στόλου και τη σκοπούμενη μετασκευή τους, χωρίς, όπως εκτίθεται, να φέρει οποιαδήποτε υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς, καθώς η χρηματοδότηση του κοινού επιχειρηματικού σχεδίου βάρυνε τη δανείστρια, η οποία δεσμεύθηκε ότι θα παρείχε, μέσω της εταιρίας ………., απεριόριστη χρηματοδότηση για τις μελλοντικές επενδύσεις του κοινοπρακτικού σχήματος, που θα αποφασίζονταν από κοινού. Ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι τα βρετανικά επενδυτικά κεφάλαια, που διαχειριζόταν οι εναγόμενες εταιρίες, θα παρέμεναν διαθέσιμα προς χρηματοδότηση της …………. καθ’ όλο τον ιστορικά προβλέψιμο κύκλο μιας ναυτιλιακής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των περιόδων κρίσης και κάμψης της ναυτιλιακής αγοράς. Επιπλέον, τα μέρη δεσμεύθηκαν να ενεργούν με βάση την καλή πίστη και στα πλαίσια της εταιρικής σχέσης να καταβάλλουν προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων προς το σκοπό διατήρησης του συνεταιρικού συστήματος, ενώ ανέλαβαν αμοιβαία την υποχρέωση να ευθύνεται κάθε ομάδα μετόχων τόσο έναντι αλλήλων όσο και της ………… για κάθε χρέος που αναλήφθηκε για την εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού κατά τη διάρκεια της εταιρικής σχέσης αλλά ακόμα και μετά τη λύση της εταιρίας ή την αποχώρηση της μιας από τις δύο ομάδες, εφόσον το χρέος είχε αναληφθεί πριν από τα γεγονότα αυτά. Μολονότι για την επιτυχή έκβαση του επιχειρηματικού σχεδιασμού των συμβαλλομένων στις συμβάσεις της 9ης.4.2008, που περιελάμβανε την ταχεία και άρτια μετασκευή των πλοίων, ώστε να αρχίσει η εμπορική τους εκμετάλλευση, είχε ιδιαίτερη σημασία η συμμετοχή της ενάγουσας, η ίδια δεν μετείχε στις συμφωνίες αυτές αλλά διέθεσε πράγματι τις ναυπηγικές της εγκαταστάσεις στη Σαλαμίνα, αποβλέποντας στη μετοχική σύνθεση της …………….και στο μέγεθος του δανείσματος που εξασφάλισε, μεγάλο τμήμα του οποίου προοριζόταν για την αμοιβή των εργασιών που αυτή θα εκτελούσε και, με τις προοπτικές αυτές, αρχικώς μεν προσέφερε από το έτος 2008 τιμές κόστους για την εκτέλεσή τους και στη συνέχεια χρηματοδότησε, με τον τρόπο που πιο κάτω θα αναφερθεί, την ολοκλήρωσή τους. Υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όλα αυτά συνέβαιναν σε περίοδο κατά την οποία το επιχειρηματικό περιβάλλον στο χώρο της ναυτιλίας παγκοσμίως ευνοούσε τις επενδύσεις και η ποντοπόρος ναυτιλία εμφάνιζε σταθερά υψηλές οικονομικές αποδόσεις, δεδομένου ότι οι ναύλοι των πλοίων τύπου bulk carrier έβαιναν αυξανόμενοι και υπήρχε διεθνώς μεγάλο ενδιαφέρον για τη μετασκευή δεξαμενόπλοιων σε πλοία αυτής της κατηγορίας, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ανεύρεσης διαθέσιμου ναυπηγείου για τη μετατροπή τους, γεγονός που, όπως και η ενάγουσα αναφέρει, αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα για την ανάθεση των εργασιών μετασκευής των συγκεκριμένων πλοίων στο ναυπηγείο της. Οι προοπτικές αυξημένης κερδοφορίας εξηγούν επίσης και την επιλογή της δανείστριας να μην παραμείνει αποκλειστικά σε ρόλο δανειοδότη αλλά να μετάσχει ως συνεταίρος σε κοινό επιχειρηματικό σχήμα, που θα της εξασφάλιζε πέρα από την αποπληρωμή του δανείου και συμμετοχή στα κέρδη της επένδυσής της μέσω των ναύλων που θα αποκόμιζε ο στόλος των επτά [7] πλοίων, ακόμα και μετά την εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων, σε βάθος χρόνου και μέχρι τη συμπλήρωση του κύκλου της ναυτιλιακής επιχείρησης. Η επιλογή αυτή ισοδυναμούσε, βέβαια, με μεσομακροπρόθεσμη δέσμευση των κεφαλαίων που επενδύθηκαν στην αγορά και τη μετασκευή των πλοίων και καθιστούσε δυσχερή την άμεση ρευστοποίησή τους σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, που συνοδεύεται από έλλειψη ρευστότητας, οπότε το ταμειακό απόθεμα που υποσχέθηκε η δανείστρια να διατηρεί για τις ανάγκες του κοινού επιχειρηματικού σχεδίου είτε θα περιοριζόταν είτε δεν θα ήταν διαθέσιμο. Πάντως, μέχρι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 τα πλοία ST, AT, TT και FT παρέμεναν στο ναυπηγείο της ενάγουσας προς εκτέλεση των εργασιών μετασκευής τους, ενώ τα πλοία GT, SM και LT ήσαν ναυλωμένα και απέφεραν υψηλούς ναύλους. Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε το φθινόπωρο του ιδίου εκείνου έτους (2008) μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είχε αντίκτυπο τόσο στον κλάδο της ναυτιλίας, όπου σημειώθηκε κατακόρυφη πτώση των ναύλων των πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου, η οποία συνοδεύτηκε από ραγδαία μείωση της αξίας τους, όσο και στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπου σημειώθηκε περιορισμός των επενδύσεων και τάση ρευστοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων, συνοδευόμενη από διαχειριστικούς ελέγχους των επενδυτικών εταιριών εκ μέρους των κρατικών ελεγκτικών αρχών. Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των γεγονότων της εποχής εκείνης η ενάγουσα αναφέρει ότι, υπό την πίεση των επενδυτών στη μεγάλη Βρετανία που επεδίωκαν την απόδοση των κεφαλαίων που είχαν χορηγήσει στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, μεταξύ των οποίων και τα …….. αλλά και ελεγχόμενες από την … ως προς τη βιωσιμότητα των επενδύσεών τους, η εταιρία ……… και η θυγατρική της …………. «συνέλαβαν σχέδιο αμέσου ρευστοποιήσεως των διαφόρων επενδύσεων» με σκοπό την όσο το δυνατόν ταχύτερη ικανοποίηση των επενδυτών τους, αδιαφορώντας για τις διαρκείς συμβατικές υποχρεώσεις που οι εταιρίες κυψέλες, όπως η …………, είχαν αναλάβει έναντι τρίτων, όπως η ………………… Οι βασικοί στόχοι του σχεδίου αυτού, που εξυφάνθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2009, ήταν, πρώτον, η απαλλαγή της δανείστριας τόσον από τη συμμετοχή της στο κοινό επιχειρηματικό και εταιρικό μόρφωμα δια της εξόδου της εταιρίας ………. από το μετοχολόγιο της …………. όσον και από τη συμβατική της υποχρέωση για εξακολούθηση της χρηματοδότησης του στόλου και, δεύτερον, η αναζήτηση προσχημάτων για την άμεση αναγκαστική εκποίηση των πλοίων του στόλου της, προκειμένου το προϊόν της ρευστοποιήσεώς τους να διατεθεί στους επενδυτές των …………. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού στις 13.3.2009 επιβλήθηκε από την …………. σε συνεργασία με την …. αναστολή λειτουργίας των ………., που συνοδεύτηκε μεταγενέστερα από προσωρινή στην αρχή και μόνιμη στη συνέχεια αναστολή διαπραγμάτευσης των μετοχών των cell companies στο Χρηματιστήριο του Guernsey. Η αναστολή αυτή είχε ως άμεση συνέπεια τον περιορισμό της ρευστότητας [και] της ……… και ως απώτερη την αναστολή της χρηματοδότησης της ………, κατά παράβαση της ρήτρας διατήρησης διαρκούς ρευστότητας, που είχε περιληφθεί στο από 9.4.2008 συμφωνητικό των μετόχων της. Συγχρόνως, η ……………. διέταξε διαχειριστικό έλεγχο και αποτίμηση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων (assets) των ………., προκειμένου να αναπροσαρμοστεί, κατ’ εντολή της ………., η αξία τους στις τρέχουσες τιμές, τις οποίες είχε ελαττώσει ουσιωδώς η οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, προαναγγέλλοντας προς τις εποπτεύουσες Αρχές και το επενδυτικό κοινό ότι, προκειμένου να εξευρεθούν πόροι για την αποπληρωμή των επενδυτών, η ίδια θα προχωρούσε σε εύρυθμη ρευστοποίηση των στοιχείων αυτών εντός των επομένων τριών έως πέντε [3 – 5] ετών και προς το σκοπό αυτό διόρισε τον προαναφερθέντα ………… στη διοίκηση όλων των εταιριών cells των …………., αντικαθιστώντας τα μέχρι τότε διοικητικά τους συμβούλια, ενώ αργότερα περί τα τέλη του έτους 2009, αφενός, αντικατέστησε στη θέση του διαχειριστή του fund της ναυτιλίας την εταιρία ………….. με την εταιρία ……….. (έβδομη εναγόμενη), αναθέτοντας τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή αυτής στον …………. (όγδοο εναγόμενο) σε αντικατάσταση του ………….. και, αφετέρου μετονόμασε τη δανείστρια σε «………..». Η ενάγουσα αποδίδει στο εν λόγω σχέδιο τους χαρακτηρισμούς «δόλιο» και «κρύφιο» και υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της ………., που ελήφθησαν με την επίνευση της ………., όχι μόνο δεν γνωστοποιήθηκαν στους Έλληνες συνεταίρους της ……….. αλλά απεκρύβησαν, καθώς από το Νοέμβριο του έτους 2008 ο [τότε] διευθυντής της ………..(ο ………), μολονότι παραδεχόταν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε λόγω των συνθηκών η εταιρία ………… παρείχε εντούτοις διαβεβαιώσεις ότι αυτά είναι προσωρινά και ότι οφείλονταν στους ελέγχους των δραστηριοτήτων των cell companies από την …… Οι νέες συνθήκες υποχρέωσαν πάντως τα μέλη της κοινής επιχείρησης σε αναδιάρθρωση των οικονομικών τους σχέσεων. Για το σκοπό αυτό στις αρχές Ιουλίου 2009 επισκέφθηκαν τα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων …………. και τις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων της ενάγουσας οι αξιωματούχοι της ………., ……….. και …….. (ένατος και δέκατη των εναγομένων), προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο στα οικονομικά στοιχεία τους. Η επίσκεψη αυτή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εν λόγω αξιωματούχοι διαβεβαίωσαν τους εκπροσώπους των ημεδαπών συνεταίρων για την απόφαση της ………. να στηρίξει την κοινή επιχείρηση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όπως προέβλεπε η από 9.4.2008 συμφωνία μετόχων, παρά τους διαχειριστικούς περιορισμούς που αντιμετώπιζε η ………… λόγω των ελέγχων της FSA και την προσωρινή, όπως επιβεβαίωσαν, έλλειψη ρευστότητας, κατέληξε στην υπογραφή στις 17.7.2009 ενός σχεδίου όρων αναδιαρθρώσεως του δανείου, που έλαβε τη μορφή «μνημονίου κατανόησης» (Memorandum of Understanding: [MoU]). Στο σχέδιο αυτό προβλεπόταν α] δεκαπενταετής διάρκεια αποπληρωμής του δανείου της 9ης.4.2008, β] επιτόκιο ύψους 1% και γ] εξόφληση της οφειλής από τους ναύλους των πλοίων και σε εκτέλεσή του το μήνα Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (2009) καταρτίστηκε σχετική, τροποποιητική της δανειακής, σύμβαση, που περιέλαβε τους όρους αυτούς. Όμως, παρά τη μερική αυτή αναδιάρθρωση του χρέους, η έλλειψη ρευστότητας των πλοιοκτητριών είχε ως αποτέλεσμα τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου FT τον ίδιο εκείνο μήνα στη Νιγηρία για χρέος ενενήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (90.000 $) οφειλόμενο προς τρίτους και το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με την παροχή στη ……….. δικαιώματος υπεραναλήψεως συνολικού ποσού δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.500.000 $), που χορηγήθηκε ως κεφάλαιο κίνησης από την …………, με σχετική, τροποποιητική της δανειακής, σύμβαση, που καταρτίστηκε το Νοέμβριο 2009.  Αφού παρεμβλήθηκαν δύο [2] ακόμα επισκέψεις στην Ελλάδα των ……… και ………. (στις 12 – 14.10.2009 και στις 16 – 20.11.2009), κατά τις οποίες αυτοί επανέλαβαν τις ίδιες διαβεβαιώσεις, το Δεκέμβριο του 2009 ο ………, πρόεδρος της εταιρίας …………, νέας διαχειρίστριας του fund της ναυτιλίας, που ενεργούσε κατ’ εντολή του ……….., διευθυντή της δανείστριας, ο οποίος με τη σειρά του λάμβανε εντολές από τους ……., διευθύνοντα σύμβουλο της ……………. και …….., διευθύνοντα σύμβουλο της ………, προήλθε σε διαπραγματεύσεις με το …….. και τα τέκνα του, για νέα αναδιάρθρωση του δανείου και στα πλαίσια των σχετικών συζητήσεων, που έλαβαν χώρα στη Σαλαμίνα, στον Πειραιά και στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, έθεσε το ζήτημα της αποχώρησης της ……… από τη μετοχική σύνθεση της  ……., στην οποία συμμετείχε μέσω της εταιρίας ……., προκειμένου να επιτευχθεί η υπέρβαση εσωτερικών προβλημάτων που είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση και η συμμόρφωση σε σχετικές οδηγίες της …… και, ταυτόχρονα, διαβεβαίωσε τους συνομιλητές του ότι ο περιορισμός της ………. σε ρόλο μόνο δανειοδότριας θα αντισταθμιζόταν, αφενός, από την εξακολούθηση χορήγησης στις πλοιοκτήτριες των κεφαλαίων που θα ήταν αναγκαία για την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής και την έναρξη της εκμετάλλευσης του συνόλου των πλοίων και, αφετέρου, από τη διατήρηση εκ μέρους της δανείστριας δικαιώματος συμμετοχής στα μελλοντικά κέρδη της εκμετάλλευσης. Οι διαβεβαιώσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να θεωρήσουν ο …………. και τα τέκνα του ότι η πλευρά των δανειστών εξακολουθούσε να επιθυμεί τη διατήρηση της συνεταιρικής μορφής της σχέσης τους. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην υπογραφή του από 7.12.2009 MoU μεταξύ της δανείστριας (της ………. και όχι της ………….., μολονότι εκείνη εκπροσωπούσε τη δανείστρια στο μετοχικό κεφάλαιο της κοινής εταιρίας), της ………… ως οφειλέτριας του δανείου, της ….. ….., ως εκτελεστικής μετόχου της δανειολήπτριας, της ……….., ως διαχειρίστριας των πλοίων και εταιρικής εγγυήτριας και του ………, ως προσωπικού εγγυητή. Βασικά σημεία του εν λόγω συμφώνου ήταν: α] η έξοδος της εταιρίας ……… από το μετοχικό κεφάλαιο της ………. και η μεταβίβαση των μετοχών της στην εταιρία …….., που είχε, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, τριπλό αποτέλεσμα και, συγκεκριμένα, πρώτον, να καταστεί η ίδια μόνη πλέον μέτοχος της δανειολήπτριας, δεύτερον, να καταστεί η τελευταία αποκλειστικών συμφερόντων της οικογένειας του ……. και, τρίτον, να περιοριστεί ο ρόλος των επενδυτικών κεφαλαίων των …….. σε αυτόν του δανειστή μόνον και όχι του συνεταίρου, όπως μέχρι τότε και β] η αναχρηματοδότηση του δανείου της 9ης.4.2008, η αποπληρωμή του νέου δανείου σε βάθος δωδεκαετίας και η αποτίμησή του στο ποσό των ογδόντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (80.000.000 $), μολονότι η τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων της δανειολήπτριας, δηλαδή των επτά [7] πλοίων και, επομένως, η ονομαστική αξία του δανείου, κατά τις εντολές της FSA, δεν υπερέβαινε κατά το χρόνο εκείνο το ποσό των σαράντα τριών εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (43.300.000 $), στο οποίο για τον καθορισμό της αποτιμήσεως προστέθηκαν, μετά από πιέσεις των δανειστών, οι τόκοι της δωδεκαετίας, παρά το γεγονός ότι το νέο δάνειο ονομάστηκε άτοκο. Επιπλέον, με το ίδιο MoU συμφωνήθηκε α] η συγκέντρωση στη ………….. όλων των μετοχών, αφενός, της εταιρίας …………, πλοιοκτήτριας του πλοίου GΤ, που μέχρι τότε ανήκαν σε εταιρίες συμφερόντων των υιών του ………. και, αφετέρου, της εταιρίας …………, πλοιοκτήτριας του πλοίου SM, που μέχρι τότε της ανήκαν μόνον κατά ποσοστό 50%, κατά τρόπον ώστε η δανειολήπτρια να καταστεί αποκλειστική μέτοχος όλων των πλοιοκτητριών, β] η παροχή εμπράγματων και προσωπικών ασφαλειών στη δανείστρια προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της δανειακής απαίτησής της και, συγκεκριμένα, η παραχώρηση υποθήκης σε όλα τα πλοία κατά τρόπον ώστε αυτή να εξασφαλίζει το σύνολο του δανείου και όχι μόνο το μέρος του που αφορούσε την πλοιοκτήτρια κάθε ενυπόθηκου πλοίου και η παροχή εγγύησης από τη διαχειρίστριά τους, γ] η καταβολή από το ………. προς τη ………. του συνολικού χρηματικού ποσού των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.500.000 $) τμηματικά, σε τρεις [3] δόσεις, της τελευταίας πληρωτέας στις 31.12.2011, υπό μορφή κεφαλαίου και όχι ως δάνειο, δ] η συμμετοχή της δανείστριας στα καθαρά κέρδη των πλοιοκτητριών κατά ποσοστό αρχικώς 30% και στη συνέχεια, μετά την είσπραξη σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (40.000.000 $) από τη …….., σε ποσοστό 70% και ε] η καταβολή εκ μέρους της δανείστριας επιπλέον ποσού δεκατριών εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (13.300.000 $) για την περάτωση των εργασιών μετασκευής των πλοίων. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι εκπρόσωποι της πλευράς των δανειοληπτών στις διαπραγματεύσεις, δηλαδή ο ………. και τα τέκνα του, οδηγήθηκαν στη σύναψη του εν λόγω μνημονίου, αφενός, επειδή παραπλανήθηκαν ως προς τις προθέσεις των αντιδιαπραγματευομένων τους, που δια της παρακρατήσεως δικαιώματος συμμετοχής της δανείστριας στα μελλοντικά κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων υποδήλωναν σκοπό δωδεκαετούς τουλάχιστον συνεργασίας και, αφετέρου, λόγω των πιέσεων που υπέστησαν, «με εκβιαστικό τρόπο», να αποδεχθούν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, διότι σε διαφορετική περίπτωση οι δανειστές «θα προχωρούσαν σε κατεδαφιστικές του στόλου ενέργειες». Απέβλεψαν, βέβαια, όπως η ίδια εκθέτει, προσθέτως και στην δωδεκαετή προθεσμία αποπληρωμής του δανείου και στην καταβολή νέων κεφαλαίων για την ολοκλήρωση της μετασκευής των πλοίων, μολονότι τελούσαν σε γνώση του ότι η εταιρία ………… Corporation, που υπό το προϊσχύον συμβατικό καθεστώς (του Shareholders Agreement) δεν υπείχε χρηματικές υποχρεώσεις, επιφορτιζόταν πλέον με υποχρέωση επιστροφής δανειακών κεφαλαίων. Στο Μνημόνιο της 7ης.12.2009 η ενάγουσα δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος, μολονότι ορισμένοι όροι του την αφορούσαν άμεσα, καθόσον, ειδικότερα, στο κείμενο αυτό γινόταν αναφορά στην υποχρέωσή της να περιορίσει μερικώς την απαίτησή της έναντι της ………….. και των πλοιοκτητριών εταιριών, που απέρρεε από την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής των πλοίων, ανερχόταν σε επτά εκατομμύρια εκατό χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (7.100.000 $), αφορούσε μη εξοφληθείσες οφειλές ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, που βάρυναν την ίδια και αναγνωρίστηκε με το MoU από την πλευρά των δανειστών, ώστε του λοιπού να της οφείλονται μόνον τέσσερα εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (4.600.000 $), ποσό για το οποίο μάλιστα συμφωνήθηκε επιπλέον ότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης των πλοίων θα εξοφλείτο από το πλειστηρίασμα που θα απέμενε μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως και ποσού τριάντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (30.000.000 $), που θα εισέπραττε η ενυπόθηκη δανείστρια άλλως η εξόφλησή του θα γινόταν μέσω της αυστηρής διαχείρισης των οικονομικών των πλοίων άλλως εξ ιδίων με τη μορφή ατόκου δανείου διάρκειας πέντε [5] ετών που υποχρεώθηκε να παράσχει η ενάγουσα στη δανείστρια. Για την υλοποίηση του Μνημονίου Κατανόησης της 7ης.12.2009 και την ανάληψη των υποχρεώσεων που με αυτό συμφωνήθηκαν, επακολούθησε στις 4.2.2010 η υπογραφή α] της πράξης πέρατος της εταιρικής σχέσης που συνέδεε από 9.4.2008 τη δανείστρια και την εταιρία … ….., βάσει του συμφωνητικού των μετόχων και β] της νέας δανειακής σύμβασης συνολικού ύψους ενενήντα τριών εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (93.300.000 $), με μέρος του οποίου, ύψους ογδόντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (80.000.000 $), αναχρηματοδοτήθηκε το προηγούμενο δάνειο της 9ης.4.2008, το οποίο θεωρήθηκε εξοφλημένο, ενώ, από το υπόλοιπο δάνεισμα, οκτώ εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (8.000.000 $) εκταμιεύθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 8.12.2009 έως 7.4.2010 και δόθηκαν ως κεφάλαιο κίνησης στη …………. και πέντε εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (5.300.000 $) εκταμιεύθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 8.12.2009 έως 22.6.2010 και αποσκοπούσαν στην κάλυψη δαπανών μετασκευής των πλοίων SM, LT και AT και διενέργειας επιθεώρησης από το Νηογνώμονά τους. Την απόδοση του συνόλου του δανείου εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια εταιρία, η διαχειρίστρια των πλοίων …………. και ο ………. Στη δανειακή σύμβαση μετείχε ως τρίτο μέρος και η ενάγουσα, «όχι ως υπόχρεο μέρος προς καταβολή οφειλόμενου ποσού» αλλά προς γνώση των συμβατικών όρων που την αφορούσαν, γεγονός με βάση το οποίο το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι όροι αυτοί έπρεπε να υλοποιηθούν με μεταγενέστερες δικαιοπραξίες, που από τη φύση τους έπρεπε να καταρτιστούν μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και των οφειλετριών της (εφοπλίστρια και πλοιοκτήτριες των πλοίων). Μετά την κατάρτιση της από 4.2.2010 δανειακής συμβάσεως, συνεχίζει η ενάγουσα, οι δανειστές έθεσαν υπό ασφυκτικό καθημερινό λογιστικό έλεγχο τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, τη μοναδική μέτοχο αυτών και τη διαχειρίστρια των πλοίων, με σκοπό να δημιουργήσουν προσκόμματα στην ομαλή επιχειρηματική λειτουργία τους, υπό τις δεδομένες συνθήκες της παγκόσμιας ναυτιλιακής κρίσης και να τις καταστήσουν υπερήμερες ως προς την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου, ώστε να κηρύξουν αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του και να προβούν στη συνέχεια στην κατάσχεση και τον πλειστηριασμό των πλοίων του στόλου της ……….., σύμφωνα με το σχεδιασμό τους που αποσκοπούσε στην άμεση ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της. Επειδή, ωστόσο, ο πλειστηριασμός όσων από τα πλοία παρέμεναν στο ναυπηγείο της ενάγουσας, επειδή τελούσαν ακόμα υπό μετασκευή (SM, LT και AT), θα απέβαινε ασύμφορος, αφού από το ούτως ή άλλως εξαιρετικά χαμηλό πλειστηρίασμα που θα επιτυγχανόταν λόγω της κατάστασης των πλοίων και των γενικότερων δυσμενών οικονομικών συνθηκών, θα ικανοποιούνταν προνομιακά, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, οι δικές της απαιτήσεις για την πληρωμή των οφειλών της στο ΙΚΑ, οι δανειστές επέλεξαν να αναμείνουν την αποπεράτωση των ναυπηγικών εργασιών, ώστε να ενεργήσουν μετά τον απόπλου των πλοίων και την έξοδό τους από το ναυπηγείο και από την Ελλάδα. Μάλιστα, προκειμένου να αποκρύψουν τις αληθείς τους προθέσεις και να επιτύχουν την επίσπευση των εργασιών επί των πλοίων, προφασίστηκαν, δια των ανωτέρω ………. και ………, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 ότι σκόπευαν να επενδύσουν στην αγορά και άλλων πλοίων με τον ίδιο τρόπο, όπως και στο παρελθόν, χρηματοδοτώντας δηλαδή την αγορά τους και συμμετέχοντας στη συνέχεια στο μετοχικό κεφάλαιο εκάστης πλοιοκτήτριας ισομερώς με αυτή. Με τον τρόπο αυτό προκάλεσαν την απατηλή εντύπωση στην πλευρά των δανειοληπτών ότι είχαν τη πρόθεση εξακολούθησης και επέκτασης της εταιρικής συνεργασίας, την οποία (εντύπωση) επέτειναν καταβάλλοντας σταδιακά το ποσό του νέου δανείου (13.300.000 $) και καλλιεργώντας προσδοκίες στην ενάγουσα περί του ότι το ναυπηγείο της θα παρέμενε και στο εξής ο αποκλειστικός ναυπηγικός συνεργάτης του στόλου της …….., εξασφαλίζοντας έτσι μελλοντική πελατεία. Μετά την ολοκλήρωση, όμως, της μετασκευής και του τελευταίου πλοίου το μήνα Αύγουστο του έτους 2010 (AT), οι δανειστές έπαυσαν πλέον να προφασίζονται ότι επιθυμούν τη συνέχιση της επιχειρηματικής συνεργασίας και επεδίωξαν την άμεση αναγκαστική εκποίηση των πλοίων, σύμφωνα με το σχεδιασμό τους. Έτσι, εκμεταλλευόμενη η δανείστρια τη μη εξόφληση ολόκληρης της δόσης του δανείου που είχε οριστεί καταβλητέα στις 29.10.2010 κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση στις 16.11.2010 και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το δάνειο, ενώ στη συνέχεια προέβη διαδοχικά στην κατάσχεση: α] στις 8.12.2010 στη Σιγκαπούρη του πλοίου ST, το οποίο εκπλειστηριάστηκε τον Ιούλιο του επομένου έτους 2011 στον τόπο της κατασχέσεώς του έναντι πλειστηριάσματος έξι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (6.000.000 $), β] κατά τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου 2010 στο Χονγκ Κονγκ του πλοίου AT, το οποίο εκπλειστηριάστηκε στις 2.3.2011 στον ίδιο τόπο έναντι πλειστηριάσματος τεσσάρων εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα μιας χιλιάδων εκατό δολαρίων ΗΠΑ (4.751.100 $), γ] κατά τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου 2010 στη Σιγκαπούρη του πλοίου GT, το οποίο εκπλειστηριάστηκε στον ίδιο τόπο στις 18.3.2011 έναντι πλειστηριάσματος τεσσάρων εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (4.409.708 $), δ] κατά το μήνα Φεβρουάριο 2011 στο Γιβραλτάρ του πλοίου SM, το οποίο εκπλειστηριάστηκε τον ίδιο μήνα στον τόπο της κατασχέσεώς του έναντι πλειστηριάσματος τεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ (4.121.392 $) και ε] στις 26.1.2011 στη Νιγηρία των πλοίων TT, LT και FT, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν στον ίδιο τόπο τα μεν δύο [2] πρώτα στις 12.5.2011 έναντι πλειστηριάσματος τριών εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (3.000.000 $) περίπου για το καθένα και το τρίτο έναντι τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (3.500.000 $). Όπως υποστηρίζει η ενάγουσα το συνολικό ποσό που απέφεραν οι πλειστηριασμοί δεν υπερέβη τα είκοσι οκτώ εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (28.000.000 $) και υπολειπόταν σημαντικά της αξίας των πλοίων (43.300.000 $), όπως αυτή είχε αποτιμηθεί το έτος 2009 κατά τα προαναφερθέντα. Μάλιστα, σημαντικότατο μέρος από το συνολικό πλειστηριάσμα, ανώτερο των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (10.000.000 $), αναλώθηκε για την κάλυψη των εξόδων της εκτελέσεως, η δε κατάσχεση των πλοίων επιβλήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο άπαντα ήσαν ναυλωμένα και αναμενόταν η είσπραξη δεδουλευμένων ναύλων ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ (1.000.000 $) από τη ναύλωση του πλοίου ST, ενώ στην αναγκαστική εκποίηση του στόλου προέβη η δανείστρια αφού προηγουμένως, στις αρχές του έτους 2011, είχε απορρίψει, καταχρηστικά με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προτάσεις αναχρηματοδότησης του χρέους, που υποβλήθηκαν, κατόπιν ενεργειών των δανειοληπτών, από τον πιστωτικό οργανισμό Fortress και από την ελληνική τραπεζική εταιρία …… Η συμπεριφορά αυτή των δανειστών υποστηρίζει η ενάγουσα ότι απέβη ζημιογόνος για τους δανειολήπτες, αφού μεταβλήθηκαν επί το δυσμενέστερο οι όροι του από 9.4.2008 δανείου, γεγονός που σε συνδυασμό με την κατάργηση των ευμενέστερων όρων του ομόχρονου Shareholders Agreement, είχε ως συνέπεια, μετά την αποχώρηση της ……….. από το κοινοπρακτικό σχήμα, την ανάληψη αποκλειστικά εκ μέρους της ……… και της …………. της «υποχρέωσης επιστροφής του τεράστιου και αυθαίρετου ποσού των 80.000.000 $ υπό τύπο δανείου». Η σύναψη δε του από 7.12.2009 MoU αλλά και της δανειακής συμβάσεως της 4ης.2.2010 επικαλείται η ενάγουσα ότι υπήρξε το αποτέλεσμα, αφενός, της παραπλανήσεως των δανειοληπτών στους οποίους, από τη μία, απεκρύβησαν οι πραγματικές προθέσεις των δανειστών, που συνίσταντο στην απεμπλοκή τους από το συνεταιρικό σχήμα, στην απαλλαγή τους από την υποχρέωση διαρκούς χρηματοδότησής του και στην αναγκαστική εκποίηση των πλοίων εντός το αργότερο μιας πενταετίας και, από την άλλη, παραστάθηκε απατηλά ότι υπήρχε βούληση εξακολούθησης της επιχειρηματικής συνεργασίας για δωδεκαετή τουλάχιστον χρονική περίοδο μετά το 2010, ενώ τούτο δεν ήταν αληθές, αφού είχε ληφθεί απόφαση εκκαθάρισης εντός το αργότερο μιας πενταετίας και, αφετέρου, του πειθαναγκασμού τους, που επετεύχθη με τη χρήση ρητών απειλών («εξαναγκασθήκαμε προ της απειλής διακοπής κάθε χρηματοδότησης» [σελ. 31 της αγωγής], «…μας επίεζαν με εκβιαστικό τρόπο να δεχθούμε όλες τις προτεινόμενες ρυθμίσεις διότι σε διαφορετική περίπτωση θα προχωρούσαν σε κατεδαφιστικές του στόλου ενέργειες… [σελ. 64]) και άλλων εκβιαστικών μέσων («…οι εναγόμενοι … άφησαν να εννοηθεί … ότι θα σταματούσαν κάθε πληρωμή και θα απαιτούσαν τα δάνεια … και ότι … θα προέβαιναν σε άμεση κατάσχεση του στόλου, σε περίπτωση που δεν συναινούσαμε …» [σελ. 106 της αγωγής]). Για τη δική της ζημία η ενάγουσα, που δεν ανέλαβε συμβατικές υποχρεώσεις, όμως, «εκ των πραγμάτων συνδέθηκε άρρηκτα με την εκτέλεση και εφαρμογή του όλου κοινοπρακτικού συνεταιρισμού των δύο μερών», επικαλείται ότι υπέστη περιουσιακή και ηθική βλάβη. Η περιουσιακή της ζημία συνίσταται στο ότι από την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής των πλοίων τους, που είχαν τιμολογηθεί σε ευρώ και ανήλθαν κατ’ αξίαν σε είκοσι οκτώ εκατομμύρια εννιακόσιες σαράντα έξι χιλιάδες εξακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (28.946.684,79 €) συνολικά, διατηρούσε, μετά από προηγούμενες καταβολές τους, έναντι «των πλοιοκτητριών εταιριών» (σελ. 193 της αγωγής) ανεξόφλητο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό υπόλοιπο, το οποίο στις 7.12.2009 αποτιμήθηκε σε επτά εκατομμύρια εκατό χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (7.100.000 $), αντιστοιχούσε σε μη καταβληθείσες στο ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων της και αναγνωρίστηκε από όλους τους συμβληθέντες τόσο στο MoU της 7ης.12.2009 όσο και στη νέα δανειακή σύμβαση της 4ης.2.2010 και του οποίου (υπολοίπου) μέρος, ύψους δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.500.000 $), η ίδια, σε εκτέλεση «διαφόρων δεσμεύσεων» που οι δανειστές «…ασκώντας κάθε δυνατή πίεση … αξίωσαν και πέτυχαν να αναληφθούν … από την πλευρά των εναγόντων», υποχρεώθηκε «υπό την παραπλανητική παράσταση των εναγομένων ότι επρόκειτο να υπάρξει μία μακράς διάρκειας νέα συνεργασία» να διαγράψει, με αποτέλεσμα η ληξιπρόθεσμη απαίτησή της να περιοριστεί σε τέσσερα εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (4.600.000 $), της οποίας μάλιστα η εξόφληση υποχρεώθηκε η ενάγουσα, μετά από την άσκηση «ακαταμάχητης πίεσης», να αποδεχθεί ότι θα γίνει σταδιακά και σε δόσεις εντός πενταετίας, από τις οποίες (δόσεις) της καταβλήθηκε μόνον η πρώτη, ύψους πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (500.000 $). Ως προς την ηθική της βλάβη η ενάγουσα επικαλείται ότι προκλήθηκε επειδή από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων «…που την εξαπάτησαν ή και την εξανάγκασαν» (σελ. 203 της αγωγής) να αποδεχθεί τις παραπάνω ρυθμίσεις, ετρώθη η φήμη, το όνομα και το κύρος του νομικού της προσώπου, αφού αφενός εξοβελίστηκε η εταιρία της από το τραπεζικό σύστημα και αφετέρου στερήθηκε του δικαιώματος λήψης ασφαλιστικής ενημερότητας από το ΙΚΑ, το οποίο για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις του προέβη σε δυσμενείς ενέργειες, ποινικής και διοικητικής φύσεως, εναντίον των νομίμων εκπροσώπων της, ενώ, τέλος, η ίδια δυσφημίστηκε επειδή υπέστη «διεθνή διασυρμό» μετά από τις αναφερόμενες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες των εναγομένων. Με βάση αυτούς τους πραγματικούς ισχυρισμούς ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον και με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής α] για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, το ισόποσο σε ευρώ έξι εκατομμυρίων εξακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (7.100.000 $ – 500.000 $ = 6.600.000 $),  κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής, επικουρικώς κατά το χρόνο της πληρωμής άλλως και όλως επικουρικώς κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής της, οπότε οφείλονταν για την αιτία αυτή τέσσερα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα οκτώ χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα λεπτά (4.998.674,50 €) και β] προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το χρηματικό ποσό των τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (3.999.956 €), το οποίο είναι ανάλογο του μεγέθους, της έντασης και της διάρκειας της προσβολής της φήμης της και της οικονομικής κατάστασης των μερών. Με δήλωση δε των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στη δικάσιμο της 6.5.2014, η ενάγουσα μετέτρεψε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αίτημά της σε εν μέρει αναγνωριστικό και ζήτησε α] να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην προς αυτήν καταβολή i] του ισάξιου σε ευρώ έξι εκατομμυρίων εβδομήντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα εννέα δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα εννέα σεντς (6.071.859,99 $) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων κατά τους ως άνω χρόνους και ii] τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων χιλιάδων ευρώ (3.900.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και β] να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν i] το ισάξιο σε ευρώ πεντακοσίων είκοσι οκτώ χιλιάδων εκατόν σαράντα δολαρίων ΗΠΑ και ενός σεντ (528.140,01 $) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων κατά τους αυτούς χρόνους και ii] ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσια πενήντα έξι ευρώ (99.956 €) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

V. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή περιγράφει με πληρότητα το αντικείμενο της διαφοράς και περιέχει σαφή έκθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά καθενός εναγομένου. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω, χωρίς την έρευνά της αυτή να εμποδίζει το δεδικασμένο που παρήχθη από την απόφαση που εξέδωσε το αγγλικό High Court of Justice στις 18.7.2011 επί αγωγής (με αριθμό υποθέσεως 1011 και φακέλου δικογραφίας 37) των εταιριών ……….., με την οποία η δανειολήπτρια (……….) και οι εγγυητές της (…….. και ……….) υποχρεώθηκαν στην προς αυτές καταβολή του χρηματικού ποσού των ογδόντα έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων πενήντα χιλιάδων δώδεκα δολαρίων ΗΠΑ (86.850.012 $) σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τη δανειακή σύμβαση της 4ης.2.2010, αφού δεν υφίσταται εν προκειμένω η αναγκαία κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ ταυτότητα διαδίκων, δεδομένου ότι η ενάγουσα ούτε ενήχθη στην Αγγλία για την εκπλήρωση δανειακών υποχρεώσεων ούτε και θα μπορούσε να εναχθεί, αφού με τη σύμβαση εκείνη δεν ανέλαβε καμία υποχρέωση έναντι των τότε εναγουσών, μη ούσα πρωτοφειλέτρια ουδέ εγγυήτρια, απορριπτομένου συνεπώς του ισχυρισμού των εναγομένων .. . και ………. ως νομικά αβάσιμου. Εξάλλου, η έρευνα της αγωγής ως προς τη βασιμότητά της από νομική άποψη θα χωρήσει κατά το ελληνικό δίκαιο, που κρίνεται εφαρμοστέο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 σημ. 1 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ), κατά την έννοια του οποίου κρίσιμος σύνδεσμος είναι ο locus damni, ενόψει της έδρας της ενάγουσας και φερόμενης ως ζημιωθείσας από αδικοπραξία, η οποία βρίσκεται στην Ελλάδα όπου εντοπίζεται, εκτός από το κέντρο των περιουσιακών της συμφερόντων και ο τόπος που επήλθε η (περιουσιακή και ηθική) ζημία της, όπου δηλαδή, υπό τα εκτιθέμενα, απώλεσε τη συγκεκριμένη περιουσιακή της αξίωση (ή κατέστη αυτή δυσχερέστερα επιδιώξιμη) και προσβλήθηκε η επαγγελματική και επιχειρηματική της υπόσταση. Επιπλέον δε, η ενάγουσα, ως μη εκεί συμβληθείσα, δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα 30.1 της από 4.2.2010 δανειακής συμβάσεως με την οποία συμφωνήθηκε εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο για την εκτίμηση «και των πάσης φύσεως εξωσυμβατικών υποχρεώσεων που πηγάζουν ή συνδέονται με αυτήν». Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι τρεις [3] πρώτοι και ο πέμπτος από τους εναγομένους είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο νομίμως αναζητείται το ισάξιο σε ευρώ της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας, που αποτιμήθηκε σε δολάρια ΗΠΑ, κατά την ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων στο χρόνο της συζήτησης της αγωγής, δεδομένου ότι σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας, ο οποίος για λόγους δικονομικούς είναι αυτός της συζητήσεως της αγωγής (ΑΠ 477/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 519/1995, ΕΕΝ 1996/419 = ΝοΒ 1996/980, ΤριμΕφΠειρ. 116/2018, ΠειρΝ 2019/213, ΜονΕφΠειρ. 645/2012, Δνη 2013/1041, Κ. Σαϊτάκης, Χρόνος υπολογισμού της ζημίας στις αδικοπραξίες – Η αποζημίωση ως χρηματική ενοχή αξίας, 2016, σελ. 237, βλ. και ΟλΑΠ 44/1996, ΝοΒ 1997/451, πρβλ ΑΠ 497/2021, προσκομιζόμενη και 124/2014, ΧρΙΔ 2014/422), ως ο εγγύτερος στο χρόνο της καταψήφισης (ΟλΑΠ 38/1996, Δνη 1997/41, ΑΠ 68/2005, Δνη 2005/1396), οπότε και καθίσταται δυνατή η πλήρης αποκατάσταση της ζημίας (Ν. Νίκας, Ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της ζημίας στις αδικοπραξίες, σε Αρμ. 2001/3 επομ. [8], Αστ. Γεωργιάδης, Ο χρόνος υπολογισμού της ζημίας, σε Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή, 1994, σελ. 111 επομ. [115]) και όχι, όπως αβάσιμα διατείνονται και οι δύο [2] ομάδες εναγομένων με τις προτάσεις της η καθεμία, ο χρόνος της απώλειας της αξίωσης της ενάγουσας, αφού αυτή δεν ενάγει για την αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών ούτε για την απόδοση δαπάνης καταβληθείσας προς αποκατάσταση της ζημίας πριν την έγερση της αγωγής (ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997/1036 = ΝοΒ 1998/43, ΟλΑΠ 15/1996, Δνη 1996/25 = ΕΕμπΔ 1996/713 = ΕΕΝ 1996/45 = ΝοΒ 1997/433, ΟλΑΠ 9/1995, Δνη 1995/1520 = ΝοΒ 1996/487 = ΑρχΝ 1995/266 = ΠειρΝ 1996/9) αλλά για την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμης απαίτησής της για την καταβολή της αμοιβής της από σύμβαση έργου, η οποία κατέστη ανέφικτη με υπαιτιότητα των εναγομένων και δεν έχει ακόμα εξοφληθεί. Προβληματική, όμως, και μάλιστα πολλαπλώς, παρίσταται η νομική θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων για την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος, που επέφερε η σύναψη του MoU της 7ης.12.2009 και της νέας δανειακής σύμβασης της 4ης.12.2010, που αντικατέστησε το σύμφωνο μετόχων και την αρχική δανειακή σύμβαση της 9ης.4.2008 και μετέβαλε τις σχέσεις των μέχρι τότε συνεταίρων διαταράσσοντας, υπό τα επικαλούμενα, την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δανειστών και δανειζόμενων. Καταρχάς, ως αίτιο της συμβατικής μεταβολής προβάλλεται ταυτόχρονα η εξαπάτηση των δεύτερων από τους πρώτους αλλά και η αφόρητη πίεση που τους ασκήθηκε και συνοδεύτηκε από απειλές διαλύσεως του στόλου των πλοίων δια της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος αυτών, ως περιουσιακών στοιχείων της δανειολήπτριας. Όμως, η απάτη τόσο στην αστική όσο και στην ποινική της διάσταση συνιστά άδικη (και αξιόποινη) πράξη για το λόγο ότι νοθεύει το σχηματισμό ελεύθερης δικαιοπρακτικής βούλησης, επειδή είτε αλλοιώνεται η πραγματικότητα με απατηλές παραστάσεις είτε συσκοτίζεται η αληθής εικόνα των πραγμάτων με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των γεγονότων, ενώ η απειλή προϋποθέτει πλήρη γνώση της πραγματικότητας, αφού επιδρά στη βούληση υπό μορφή ψυχολογικής βίας. Υπ’ αυτά τα δεδομένα, εκείνος που προβαίνει σε εκούσια διάθεση της περιουσίας του με δικαιοπραξία επειδή εξαπατάται, τελεί σε πλάνη ως προς το ζημιογόνο χαρακτήρα της πράξης του, καθόσον αγνοεί την πραγματικότητα, ενώ ο απειλούμενος έχει επίγνωση της αλήθειας και της ζημίας που θα υποστεί αλλά προτιμά την περιουσιακή θυσία από την επέλευση του δεινού που εξαγγέλλει ο απειλών, επειδή δεν μπορεί να το αποτρέψει με άλλον τρόπο. Επομένως, η συνύπαρξη και των δύο μορφών ελαττώματος της βουλήσεως του διαθέτοντος εξουδετερώνει τον αιτιώδη σύνδεσμο της πράξης του (ως προϊόν απάτης και ταυτόχρονα απειλής) με τη ζημία, ιδίως σε περιπτώσεις όπως η ένδικη, κατά την οποία το εξαγγελλόμενο δεινό που απειλεί άμεσα την περιουσία που ζημιώνεται (η «κατεδάφιση» του στόλου) αποτελεί και την ενδόμυχη πρόθεση του απειλούντος, που επειδή δεν την αποκαλύπτει στο ζημιωθέντα φέρεται να τον εξαπατά. Και τούτο διότι, αν υπό ένα συγκεκριμένο συμβατικό πλαίσιο υφίσταται πραγματικός, κατά την αντίληψη του ζημιωθέντος, κίνδυνος περιουσιακής του απώλειας, η συμβατική μεταβολή του επί το δυσμενέστερο δε συνιστά απάτη εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου, αφού αυτός δεν αποκομίζει πρόσθετο όφελος, που δεν υπήρχε προηγουμένως. Υπό άλλη διατύπωση για τη στοιχειοθέτηση απάτης στην ερευνώμενη υπόθεση θα έπρεπε ο κίνδυνος αναγκαστικής εκτέλεσης επί των περιουσιακών στοιχείων των οποίων τις μετοχές κατείχε η δανειολήπτρια εταιρία να μην υφίστατο κατά το χρόνο της σύναψης των φερόμενων ως επιζήμιων ανωτέρω συμβάσεων αλλά να ανέκυψε λόγω της καταρτίσεως αυτών, στην οποία η δανειολήπτρια οδηγήθηκε εκουσίως ακριβώς επειδή αγνοούσε τη σχετική πρόθεση της δανείστριας. Εφόσον, όμως, αυτή είχε εξαγγελθεί ήδη από πριν οι νέες συμβάσεις, που ανέβαλαν την υλοποίησή της, μόνον ως επωφελείς για την δανειολήπτρια μπορούν να εκληφθούν. Όταν, όμως, η συνεπεία απειλής κατάρτιση δικαιοπραξίας έχει επωφελές αποτέλεσμα για τον απειλούμενο δε μπορεί να γίνει λόγος για άδικη πράξη του απειλούντος. Αλλά και περαιτέρω, ακόμα και αν στην υπόθεση που επανακρίνεται θεωρηθεί ότι υφίσταται απάτη, της οποίας άλλωστε γίνεται ρητή επίκληση, ως ζημιογόνο αποτέλεσμα αυτής φέρεται η κατάρτιση του MoU της 7ης.12.2009 και της, εκτελεστικής αυτού, νέας δανειακής σύμβασης της 4ης.2.2010, με τις οποίες η δανείστρια φέρεται να απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή της προς σταθερή διατήρηση ρευστότητας υπέρ της …………, αυτή δε η απαλλαγή της συνιστά και την περιουσιακή ζημία των δανειοληπτών, που υποστηρίζεται ότι στερήθηκαν του δικαιώματός του, που είχε κτηθεί με το Shareholders Agreement, να χρηματοδοτούνται απεριόριστα στο πλαίσιο του κοινοπρακτικού σχήματος που δημιούργησε η δανειακή σύμβαση της 9ης.4.2008 (σελ. 43 – 44 της αγωγής). Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, σχετικοποιείται ενόψει έτερης αναφοράς στην αγωγή (σελ. 16) ότι στη διάθεση της δανειολήπτριας τέθηκε όχι απεριόριστο χρηματικό ποσό αλλά μέχρι τα διακόσια εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (200.000.000 $), γεγονός που σημαίνει, όπως κατανοεί το Δικαστήριο, ότι η χρηματοδότηση της …………. είχε ανώτατο όριο, όπως άλλωστε είναι και εύλογο. Μέρος δε του ποσού αυτού, ύψους εκατόν ογδόντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (180.000.000 $) αναχρηματοδότησε τα δάνεια των πλοιοκτητριών εταιριών για την αγορά των επτά [7] πλοίων του στόλου και το υπόλοιπο, ύψους είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (20.000.000 $) προοριζόταν, υπό τα εκτιθέμενα, για κεφάλαιο κίνησης της δανειολήπτριας και για την κάλυψη των δαπανών της μετασκευής τους, δηλαδή για την αμοιβή των σχετικών εργασιών, που θα τιμολογούσε η ενάγουσα. Η τελευταία, όμως, τιμολόγησε μέχρι το 2009, όπως η ίδια με τους αναλυτικούς πίνακες που παραθέτει στο αγωγικό δικόγραφο υποστηρίζει, αξία εργασιών ύψους πλέον των είκοσι οκτώ εκατομμυρίων ευρώ (28.000.000 €), γεγονός που σημαίνει ότι, με συνυπολογισμό των κεφαλαίων κίνησης που χορηγήθηκαν με βάση τη, συμπληρωματική της αρχικής, δανειακή σύμβαση του Νοεμβρίου 2009, η δανείστρια είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από το πρώτο δάνειο και τη συμφωνία μετόχων, ενώ η δανειολήπτρια σε εκτέλεση της νέας δανειακής σύμβασης έλαβε πρόσθετα κεφάλαια ύψους δεκατριών εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (13.300.000 $). Επομένως, ζημία με τη μορφή της απώλειας της δυνατότητας λήψης απεριόριστης χρηματοδότησης, υπό τα εκτιθέμενα, δεν υπήρξε. Το συμπέρασμα αυτό εξηγεί και το λόγο για τον οποίο η δανειολήπτρια δεν ενέμεινε στο (ευμενέστερο γι’ αυτήν κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) Shareholders Agreement και δεν επεδίωξε (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εκπλήρωση των εξ αυτού υποχρεώσεων της δανείστριας αλλά (ενέδωσε ή εξαναγκάστηκε και) στις 4.2.2010 συμφώνησε στην κατάργηση της εταιρικής σχέσης που μέχρι τότε τη συνέδεε με την δανείστρια. Άλλωστε, στην αγωγή εκτίθενται οι λόγοι που η νέα σύμβαση έγινε δεκτή (σελ. 63). Αυτοί συνίστανται στο ότι η δανειολήπτρια επωφελούνταν, πρώτον, από την αναδιάρθρωση του δανείου ως προς το ύψος του κεφαλαίου που έπρεπε να αποπληρωθεί, το οποίο απομειώθηκε από διακόσια εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (200.000.000 $) σε ογδόντα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (80.000.000 $) και ως προς το συμφωνημένο μέχρι τότε επιτόκιο (1%), που κατέστη μηδενικό για μια περίοδο δώδεκα (12) ετών, έναντι της δεκαπενταετίας που μέχρι τότε είχε συμφωνηθεί για την αποπληρωμή (με το MoU της 17ης.7.2009) και, δεύτερον, από τη λήψη νέας χρηματοδότησης (ύψους 13.300.000 $) για την αποπεράτωση των μετασκευών των πλοίων. Με βάση τις αγωγικές αυτές παραδοχές εκτιμά το Δικαστήριο ότι το χρέος από το δάνειο της 9ης.4.2008 δεν ήταν πλέον βιώσιμο και ότι η αποπληρωμή του ήταν εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι αδύνατη. Το ίδιο δάνειο έπρεπε να εξοφληθεί από τη ………., στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας μετείχε κατά 50% η εταιρία συμφερόντων των υιών του ………… ., η οποία ως εκ της συμμετοχής της αυτής βαρυνόταν ουσιαστικά με την υποχρέωση αποπληρωμής ποσοστού 50% της δανειακής οφειλής. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η εταιρία αυτή με τη νέα σύμβαση επωμίσθηκε το «τεράστιο και αυθαίρετο ποσό των 80.000.000 $ υπό τύπο δανείου», δεν ευσταθεί. Στην πραγματικότητα, η ίδια εταιρία ελάττωσε τη δανειακή επιβάρυνσή της από το ποσό των εκατό εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (100.000.000 $) σε ογδόντα εκατομμύρια (80.000.000 $), απέκτησε δε και την κυριότητα του συνόλου των πλοίων κατά ποσοστό 100%. Άλλος ένας λόγος που οδήγησε τη δανειολήπτρια στην απόφαση να αποδεχθεί την αναδιάρθρωση του δανείου ήταν ο όρος περί συμμετοχής της δανείστριας στα κέρδη της εκμετάλλευσης των πλοίων σε ποσοστό 30% για όσο χρόνο οι απολαβές της δανειολήπτριας θα υπολείπονταν των σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (40.000.000 $) και σε ποσοστό 70% για το χρόνο μετά την επίτευξη κερδοφορίας ανώτερης από το ποσό αυτό, γεγονός που καθιστούσε τη δανεική σχέση οιονεί εταιρική. Η συγκεκριμένη συμβατική πρόβλεψη χαρακτηρίζεται στην αγωγή ως «τέχνασμα» που «παρέλυσε» κάθε δυνατότητα αντίρρησης της δανειολήπτριας, γιατί παρείχε την εντύπωση ότι η δανείστρια ήταν ειλικρινής ως προς τις προθέσεις της να συνδράμει μακροπρόθεσμα στην αντιμετώπιση της κρίσης και επειδή απέκλειε το ενδεχόμενο της άμεσης αναγκαστικής εκποίησης των πλοίων (σελ. 105 – 106 της αγωγής) και συνδυάζεται με τις φερόμενες ως αναληθείς διαβεβαιώσεις των …….., ………. και ………… κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της σύναψης του MoU της 7ης.12.2009 και της νέας δανειακής σύμβασης, περί του ότι με τη νέα αναδιάρθρωση των σχέσεων θα συνεχιζόταν η χρηματοδότηση προς τις πλοιοκτήτριες, προκειμένου να ολοκληρωθεί η μετασκευή των πλοίων και θα διαμορφωνόταν μια συνεταιρική σχέση στα πλαίσια μιας μακροπρόθεσμης επένδυσης (σελ. 63 της αγωγής). Όμως, η επικαλούμενη αναλήθεια αναιρείται από το ίδιο το περιεχόμενο της νέας δανειακής σύμβασης, όπως αυτό εκτίθεται στην αγωγή, αφού εκεί οι υποσχέσεις της δανείστριας μετουσιώθηκαν σε συμβατικούς όρους, δεδομένου ότι πράγματι συμφωνήθηκε νέα χρηματοδότηση και πράγματι συμφωνήθηκε δικαίωμα ποσοστιαίας συμμετοχής στα κέρδη. Μάλιστα, η νέα χρηματοδότηση όχι μόνο συμφωνήθηκε αλλά και χορηγήθηκε τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από 8.12.2009 μέχρι 22.6.2010, αφορούσε δε τόσο την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής των πλοίων, για την οποία χορηγήθηκε ποσό πέντε εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (5.300.000 $), όσο και την ενίσχυση της ρευστότητας της δανειολήπτριας, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα εμπορικά της χρέη, στην οποία χορηγήθηκαν άλλα οκτώ εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (8.000.000 $) ως κεφάλαιο κίνησης. Επομένως, η δανείστρια υλοποίησε όλα όσα υποσχέθηκε. Το δε δικαίωμα της συμμετοχής της στα κέρδη της εκμετάλλευσης των πλοίων δεν υποδηλώνει εταιρική σχέση, αφού δε συνοδεύεται από υποχρέωση συμμετοχής της και στις ζημίες της εκμετάλλευσης. Άλλωστε, κατά την αγωγή, είχε καταστεί σαφής η πρόθεσή της να απεμπλακεί από τη σχέση που είχε διαμορφώσει το συμφωνητικό των μετόχων και να περιοριστεί σε θέση αποκλειστικά δανειστή και όχι πλέον συνεταίρου, ορίζοντας μάλιστα ανώτατο όριο στη χρηματοδότησή της (93.300.000 $). Άλλες δεσμεύσεις η δανείστρια δεν ανέλαβε, οι δε αναφορές στην αγωγή των συζητήσεων των ………. και ………. με τους εκπροσώπους της δανειολήπτριας περί της δυνατότητας αγοράς νέων πλοίων με συμμετοχή της δανείστριας στο μετοχικό κεφάλαιο των πλοιοκτητριών κατά ποσοστό 50%, που έγιναν το Μάρτιο του έτους 2010 (σελ. 73 της αγωγής), δεν ασκούν έννομη επιρροή για τη θεμελίωση απάτης, αφού αφορούν μεταγενέστερα της νέας δανειακής σύμβασης περιστατικά. Ψεύδος, επομένως, στις ρητές παραστάσεις των ως άνω εκπροσώπων της δανείστριας κατά τις διαπραγματεύσεις δεν εντοπίζεται. Ούτε η δανειολήπτρια και οι εγγυητές της ζήτησαν να περιληφθεί στο συμβατικό κείμενο οποιοσδήποτε όρος περιοριστικός του δικαιώματος της πρώτης να καταγγείλει το δάνειο σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρετήσεώς του. Προβάλλεται, βέβαια, στην αγωγή ο ισχυρισμός ότι η απάτη συνίσταται στο ότι οι ίδιοι εναγόμενοι (………., ………. και ……….) απέκρυψαν κατά τις διαπραγματεύσεις ότι είχε ήδη ληφθεί απόφαση περί μεταβολής του εταιρικού σκοπού της δανείστριας από επενδυτικό σε εκκαθαριστικό δια της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της «εντός του βραχύτερου δυνατού χρονικού διαστήματος με την επίτευξη εύλογης τιμής εκποίησης και με την πρόθεση πώλησης αυτών εντός πέντε ετών» (σελ. 100 της αγωγής) και ότι η απόκρυψη αυτή εντάσσεται στο «δόλιο και συνωμοτικό σχεδιασμό» της δανείστριας που κατέτεινε στην αναγκαστική εκποίηση των πλοίων και περιελάμβανε «ασφυκτικό λογιστικό έλεγχο της ………. και αγωνιώδη αναζήτηση προσχηματικών ή ανάδειξη υπαρκτών λόγων υπερημερίας» (σελ. 71). Ταυτόχρονα στην αγωγή (σελ. 90, 99 και 107 – 114) γίνεται λόγος για δημόσιες δηλώσεις του …… και του ……… προς το επενδυτικό κοινό στη Μεγάλη Βρετανία, στις οποίες γίνεται αναφορά της μεταβολής του εταιρικού σκοπού της δανείστριας, καθώς και για σχετική ενημέρωση των αρμόδιων εποπτικών Αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και συνεργασία της δανείστριας με αυτές. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι εξαιτίας της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια του συμφωνητικού των μετόχων η δανείστρια είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώσει [και] στη δανειολήπτρια την απόφαση για την εκκαθάρισή της, την οποία παραβίασε, η παράλειψή της αυτή δεν προκάλεσε ζημία στην τελευταία, αφού η αναδιάρθρωση της συμβατικής σχέσης έγινε προς όφελός της. Αλλά και αν είχε γίνει σχετική ανακοίνωση, αυτή οπωσδήποτε θα αφορούσε αυτό που αποφασίστηκε στην Αγγλία, δηλαδή την προοπτική της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων της δανείστριας, δηλαδή των μετοχών της και των απαιτήσεών της από δάνεια προς τρίτους, όπως η ………… Η αγωγή υπολαμβάνει ότι η ρευστοποίηση του ενεργητικού της δανείστριας είχε την έννοια της επισπεύσεως αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της δανειακής απαίτησης της …. . και τον αναγκαστικό πλειστηριασμό των πλοίων. Η ρευστοποίηση όμως αυτή θα μπορούσε να υλοποιηθεί και με τη μεταβίβαση αιτία πωλήσεως των ως άνω δανειακών συμβάσεων, δηλαδή με συμφωνίες μεταβίβασης ολόκληρης της δανειακής σχέσης με συνδυασμένη εκχώρηση απαιτήσεων και αναδοχή χρεών, όπως ακριβώς άλλωστε προτάθηκε στη δανείστρια στις αρχές του έτους 2011, όταν αυτή απέρριψε την αίτηση της τράπεζας …. «να εξαγοράσει το δάνειο του στόλου» (σελ. 79 της αγωγής) αντί ποσού είκοσι οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (28.000.000 $). Εξάλλου, ο επικαλούμενος σχεδιασμός της δανείστριας δεν θα μπορούσε να ευοδωθεί αν η δανειολήπτρια συνέχιζε να καταβάλλει τις δόσεις του δανείου, αφού τότε ούτε η καταγγελία του ούτε η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης θα ήταν εφικτές. Αν μάλιστα το δάνειο εξυπηρετούταν κανονικά ούτε η δανείστρια θα είχε συμφέρον να διαλύσει ένα στόλο πλοίων με κερδοφορία. Προϋπέθετε, επομένως, η επιτυχία του εν λόγω «σχεδιασμού» ένα γεγονός υπερημερίας της δανειολήπτριας, για το οποίο στην αγωγή εκτίθεται ότι επιχειρήθηκε να προκληθεί τεχνητά με τον ασφυκτικό λογιστικό έλεγχό της εκ μέρους των εκπροσώπων της δανείστριας ………. και ……………… Ανεξαρτήτως όμως του αν η δανειολήπτρια θα μπορούσε να εξαναγκαστεί σε υπερημερία, η καταγγελία του δανείου στις 16.11.2010 έλαβε χώρα εξαιτίας πραγματικής υπερημερίας της, που δεν ήταν αποτέλεσμα μεθοδεύσεως της δανείστριας. Αντιθέτως, στην αγωγή (σελ. 73 επομ.) εκτίθεται ότι η δεύτερη δόση του δανείου της 4ης.2.2010 κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 30.7.2010 και η δανειολήπτρια λόγω οικονομικής αδυναμίας της ζήτησε παράταση. Το αίτημά της έγινε δεκτό, η δανειολήπτρια διευκολύνθηκε και η δόση καταβλήθηκε στις 17.9.2010. Δε συνέβη το ίδιο όμως και με την επόμενη δόση που κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 29.10.2010, οπότε έπρεπε να πληρωθούν πεντακόσιες σαράντα δύο χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (542.000 $). Η δανειολήπτρια καθυστέρησε την πληρωμή μέρους της δόσης (κατέβαλε μόνον 100.000 $) και η δανείστρια κατήγγειλε το δάνειο, το οποίο έτσι κατέστη απαιτητό στο σύνολό του. Στην αγωγή εκτίθεται ότι η ανοχή της δανείστριας στην καθυστέρηση καταβολής της τρίτης δόσης του δανείου ήταν μέρος του δόλιου σχεδιασμού της και αποσκοπούσε στην παροχή χρονικού περιθωρίου, ώστε να αποπλεύσει από το ναυπηγείο της ενάγουσας και το τελευταίο υπό μετασκευή πλοίο (το AT) και να καταστεί δυνατή η κατάσχεση και αυτού εκτός Ελλάδας, προκειμένου να αποστερηθούν η ενάγουσα και το ΙΚΑ από τη δυνατότητα επιτυχούς προβολής των αξιώσεών τους (σελ. 123 της αγωγής) και ειδικότερα να απωλέσουν τη δυνατότητα προνομιακής κατάταξης μετά τον πλειστηριασμό τους (σελ. 60). Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, αφού σε άλλο σημείο της αγωγής (σελ. 69) εκτίθεται ότι το πλοίο AT είχε αποπλεύσει από το ναυπηγείο της ενάγουσας ήδη από το μήνα Μάρτιο του έτους εκείνου (2010) και είχε καταπλεύσει στα ναυπηγεία ……….. της ……. του Μαυροβουνίου, προκειμένου να ολοκληρωθούν εκεί (για λόγους που δεν διευκρινίζονται) οι εργασίες της μετασκευής του, ενώ ήταν ναυλωμένο συνεχώς μετά τις 20.8.2010, ακόμα δηλαδή και όταν εκκρεμούσε η αποπληρωμή της δεύτερης δόσης του δανείου και είχε γεννηθεί στο πρόσωπο της δανείστριας δικαίωμα καταγγελίας του, το οποίο, όμως, υπό τα εκτιθέμενα, δεν ασκήθηκε. Όλα αυτά βέβαια αφορούν την επικαλούμενη αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων έναντι ολόκληρης της ομάδας συμφερόντων των δανειοληπτών. Ειδικά, όμως, για τις αξιώσεις της ενάγουσας πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Την περιουσιακή ζημία της η ίδια υπολογίζει στο χρηματικό ποσό των έξι εκατομμυρίων εξακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (6.600.000 $), το οποίο προσδιορίζει ως το υπόλοιπο της αφαιρέσεως πεντακοσίων χιλιάδων (500.000 $), που έλαβε ως πρώτη δόση της αμοιβής της, από το σύνολο της απαιτήσεώς της για την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής των πλοίων TT, FT, ST και AT του στόλου της ….. ., η οποία αποτιμήθηκε σε επτά εκατομμύρια εκατό χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (7.100.000 %) με το MoU της 7ης.12.2009, του οποίου επικαλείται μεν την ακυρότητα λόγω της απάτης (φυσικά πρόκειται για ακυρωσία κατά την έννοια του άρθρου 147 εδαφ. α ΑΚ) αλλά τη θεωρεί έγκυρη, αφού, αφενός, καταλογίζει στην απαίτησή της τη δόση που εισέπραξε βάσει της συμφωνίας αυτής και, αφετέρου, δεν ζητεί την ακύρωσή της. Με την ίδια συμφωνία (που επαναλήφθηκε και στη νέα δανειακή σύμβαση της 4ης.2.2010) επικαλείται ότι υποχρεώθηκε να διαγράψει μέρος της απαιτήσεώς της αυτής, ύψους δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.500.000 $) και να διακανονίσει την εξόφληση του υπολοίπου (4.600.000 %) σε δόσεις καταβλητέες σε διάρκεια πέντε [5] ετών. Όπως, όμως, ήδη εκτέθηκε η ενάγουσα δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος στις συμφωνίες αυτές, που καταρτίστηκαν μεταξύ άλλων. Συγκεκριμένα, η διαγραφή του χρέους συμφωνήθηκε προς όφελος της δανειολήπτριας, την οποία βάρυνε η υποχρέωση καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας (και όχι των πλοιοκτητριών εταιριών, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, αφού αυτές δεν συμβλήθηκαν ούτε στο MoU ούτε και στο νέο δάνειο) και της αντισυμβαλλομένης της δανείστριας. Κατά την έννοια αυτή η μερική διαγραφή του χρέους της πρώτης συνιστά σύμβαση σε βάρος της ενάγουσας κατά την έννοια του άρθρου 415 ΑΚ, αφού επέφερε απομείωση του ύψους της απαιτήσεώς της και για το λόγο αυτό δεν τη δεσμεύει. Θα τη δέσμευε μόνον αν σε εκτέλεση των ως άνω συμφωνιών η ενάγουσα κατάρτιζε νέα, αυτοτελή, σύμβαση με την οφειλέτρια της αμοιβής της με αντικείμενο τη μερική άφεση του χρέους της κατά την έννοια του άρθρου 454 ΑΚ. Τέτοιας συμβάσεως όμως τη σύναψη πουθενά στην αγωγή της δεν επικαλείται η ενάγουσα. Για τη συμβατική δέσμευσή της φυσικά δεν αρκεί η συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις του …….. και των υιών του ούτε η υπογραφή εκ μέρους του πρώτου, υπό την ιδιότητα του εγγυητή, των συμφωνιών της 7ης.12.2009 και της 4ης.2.2010, αφού κανείς από αυτούς δεν (εκτίθεται ότι) ασκούσε τη διοίκηση της ενάγουσας (μόνο η συμμετοχή τους στο μετοχικό της κεφάλαιο αναφέρεται). Επομένως, ελλείψει καταρτίσεως σχετικής εκποιητικής σύμβασης, η απαίτηση της ενάγουσας παρέμεινε στην περιουσία της και δεν απωλέσθη, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ζημία της, αφού είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη έναντι της οφειλέτριάς της ………. Τούτο σημαίνει ότι και αν έλλειπε οποιαδήποτε από τις φερόμενες ως ζημιογόνες συμφωνίες (ή και οι δύο) η απαίτηση της ενάγουσας θα παρέμενε αναλλοίωτη νομικά. Η παρεμβολή τους μόνο πραγματικά μπορεί να επηρέασε την απαίτηση, αφού δι’ αυτών (φέρεται ότι) η δανειολήπτρια και οφειλέτρια της αμοιβής της ενάγουσας κατέστη αναξιόχρεη. Ακόμα όμως και αν ο ισχυρισμός αυτός θεωρηθεί αληθής η ζημία της ενάγουσας δε συνίσταται στην απώλεια ή στην απομείωση της απαιτήσεώς της αλλά στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη της και υπό την έννοια αυτή αποτελεί έμμεση ζημία της, αφού η αφερεγγυότητα αυτή αντανακλά απλώς στην περιουσία της ελαττώνοντας τις δυνατότητες ικανοποιήσεώς της. Αν πάλι υποτεθεί ότι η περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, συνεπεία της εξαπατήσεώς της, συνίσταται στο ότι δεν απαίτησε την άμεση καταβολή της αμοιβής της, που είχε ήδη στις 7.12.2009 καταστεί ληξιπρόθεσμη, δεν υφίσταται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απάτης και της ζημίας, αφού η ενάγουσα εισέπραξε την πρώτη δόση του διακανονισμού της αμοιβής της και η μη καταβολή των υπολοίπων δεν οφείλεται στη συμπεριφορά των εναγομένων αλλά στην υπερημερία της ………… να αποπληρώσει τις δανειακές της οφειλές. Δεν παροράται, άλλωστε, ότι αν η ενάγουσα επεδίωκε την άμεση ικανοποίησή της πριν τη σύναψη του MoU, θα ήταν αναγκαίο να στραφεί είτε κατά της δανειολήπτριας είτε κατά των πλοιοκτητριών εταιριών είτε κατά της διαχειρίστριας των πλοίων …………, δηλαδή εναντίον κάποιας από τις εταιρίες συμφερόντων της οικογένειας ……….., όχι δε και της δανείστριας, η οποία δεν είχε αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση εξοφλήσεως της ενάγουσας. Αν η τελευταία ήγειρε αγωγή ή επιτύγχανε την έκδοση διαταγής πληρωμής ή λάμβανε ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της, θα επιτάχυνε αναπόφευκτα την οικονομική κατάρρευση της δανειολήπτριας, η οποία κατά την περίοδο εκείνη (τέλη του έτους 2009) ήταν άμεσα εξαρτημένη από τη χρηματοδότηση της δανείστριας για την αντιμετώπιση των εμπορικών της χρεών και χρειάστηκε την κεφαλαιακή ενίσχυσή της για να αποτρέψει την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου FT, που το μήνα Σεπτέμβριο του έτους εκείνου είχε κατασχεθεί από τρίτους στη Νιγηρία για χρέος (90.000 $), ασύγκριτα μικρότερο από τη ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ενάγουσας. Αν, τέλος, υποτεθεί ότι η ζημία της ενάγουσας συνίσταται στην απώλεια της δυνατότητας προνομιακής ικανοποίησης της απαίτησής της λόγω της εξόδου των πλοίων από το ναυπηγείο της ή, όπως δέχεται η αναιρετική απόφαση (για τις ανάγκες βέβαια του αναιρετικού ελέγχου της ορθής εφαρμογής των κανόνων δικαίου σχετικά με τον τόπο επελεύσεως της ζημίας και συνακόλουθα σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων), στην «παράλειψή της να ασκήσει τα δικαιώματά της με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης και άλλων μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης επί των πλοίων πριν τον απόπλου τους από την Ελλάδα», η οποία συνιστά ταυτόχρονα «διάθεση και βλάβη της περιουσίας της», πρέπει να παρατηρηθεί ότι κατά το χρόνο σύναψης του MoU (7.12.2009) στο ναυπηγείο της ενάγουσας, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, παρέμεναν υπό μετασκευή μόνο τα πλοία SM, LT και AT, ενώ τα λοιπά (ST, FT, TT και GT) τελούσαν υπό ναύλωση και ταξίδευαν ήδη εκτός Ελλάδας. Με τη δανειακή σύμβαση της 4ης.2.2010, η από το χρόνο της αρχικής δανειοδότησης εγγραφείσα επί καθενός πλοίου υποθήκη επεκτάθηκε έτσι, ώστε στο εξής να εξασφαλίζει το σύνολο της απαίτησης της δανείστριας και όχι μόνο το τμήμα του δανείου που είχε χορηγηθεί για την αναχρηματοδότηση της αγοράς εκάστου. Στην αγωγή εκτίθεται ακόμα ότι από το ναυπηγείο της ενάγουσας εξήλθαν στις 21.1.2010 το πλοίο SM, στις 16.3.2010 το πλοίο LT και το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 το πλοίο AT, προκειμένου τα μεν δύο [2] πρώτα να ναυλωθούν, το δε τρίτο να καταπλεύσει σε ναυπηγείο της αλλοδαπής, όπως προαναφέρθηκε. Συνεπώς, κατά το χρόνο σύναψης της νέας δανειακής σύμβασης (4.2.2010), οπότε οριστικοποιήθηκε η (μεταξύ τρίτων όπως προαναφέρθηκε) συμφωνία περί διαγραφής του χρέους προς την ενάγουσα, στο ναυπηγείο της παρέμεναν μόνον τα πλοία LT και AT. Επομένως, αν η ενάγουσα (εφοδιαζόταν με εκτελεστό τίτλο και) επέσπευδε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης θα στρεφόταν κατ’ ανάγκη εναντίον της δανειολήπτριας και της εταιρίας … …, η οποία κατείχε το ήμισυ των μετοχών των πλοιοκτητριών των πλοίων αυτών, με τις συνέπειες που ήδη εκτέθηκαν. Αν, παρά ταύτα, μια εταιρία συμφερόντων της οικογένειας …….. (η ενάγουσα) αποφάσιζε να στραφεί εναντίον άλλων εταιριών των ιδίων συμφερόντων, τη διαδικασία της εκτέλεσης στην Ελλάδα θα διείπε, σε κάθε περίπτωση, κατά τα τότε και τώρα ισχύοντα (άρθρο 1012 § 3 ΚΠολΔ), το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, το οποίο ως lex fori θα ρύθμιζε και τη σειρά της κατατάξεως των δανειστών (ΑΠ 533/2015, ΕΝαυτΔ 2015/339 = ΕΕμπΔ 2015/950 = ΕφΑΔ 2016/532 = Ε7 2015/423, ΑΠ 295/2002, ΕΝαυτΔ 2002/117, ΑΠ 284/1989, ΕΕΝ 1990/68). Συνεπώς, αν πλειστηριαζόταν οποιοδήποτε από τα πλοία αυτά (ή και τα δύο), οι απαιτήσεις της ενάγουσας θα ικανοποιούνταν μετά από αυτές της ενυπόθηκης δανείστριας, δεδομένου ότι δεν ήταν προνομιακές. Πράγματι, κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012, οι απαιτήσεις του επισκευαστή του πλοίου δεν εξοπλίζονταν με ναυτικό προνόμιο. Κατά το ελληνικό δίκαιο προνόμιο θα είχε η ενάγουσα μόνον σε περίπτωση που επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, οπότε θα είχε προτεραιότητα για την πληρωμή των εξόδων φύλαξης και συντήρησης των πλοίων που τυχόν θα κατέβαλε μετά την κατάσχεσή τους (άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε πριν το 2012), όπως δεν συνέβη εν προκειμένω. Προνόμιο θα είχε και στην περίπτωση που η lex navis, εδώ το δίκαιο του Παναμά, τη σημεία του οποίου έφεραν τα πλοία, αναγνώριζε τις απαιτήσεις του ναυπηγείου ως προνομιακές, δηλαδή τους προσέδιδε το χαρακτήρα εμπράγματου βάρους, ώστε να προσομοιάζουν κατά τη φύση, το περιεχόμενο και το χαρακτήρα τους προς τις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (ΑΠ 1556/2017, Αρμ. 2018/245 = Ε7 2018/140). Τέτοιες αναφορές όμως στην αγωγή δεν γίνονται. Ναυτικό προνόμιο δεν κάλυπτε ούτε τις απαιτήσεις του ΙΚΑ, που δεν ταυτιζόταν τότε με τον ασφαλιστικό οργανισμό των ναυτολογημένων στα πλοία ναυτικών (δηλαδή το ΝΑΤ), τις απαιτήσεις του οποίου και μόνον κάλυπτε το προνόμιο της περ. β του ως άνω άρθρου 205 ΚΙΝΔ αλλά ήταν ο φορέας ασφαλίσεως των εργατοτεχνιτών που παρείχαν χερσαία εργασία στο ναυπηγείο της ενάγουσας. Θα σημειωθεί βεβαίως και ότι εν προκειμένω το ΙΚΑ δεν είχε δικαίωμα αναγγελίας των απαιτήσεών του, αφού η εκτέλεση, επισπευδόμενη από την ενάγουσα, θα στρεφόταν κατά εκείνου που όφειλε την αμοιβή για τις εργασίες μετασκευής των πλοίων και όχι κατά της ίδιας της επισπεύδουσας, οπότε το ΙΚΑ θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ως τρίτης τάξεως γενικός προνομιούχος δανειστής (κατά την έννοια των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά το Ν. 3863/2010). Μόνον δε αν το ΙΚΑ είχε ευθεία απαίτηση και κατά του οφειλέτη της αμοιβής – καθ’ ου η εκτέλεση θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα των πλοίων και τότε όμως θα κατατασσόταν μετά τους ειδικούς προνομιούχους και τους ενυπόθηκους δανειστές (ΑΠ 511/2014, Αρμ. 2014/1347 = ΧρΙΔ 2014/620 = ΕΕμπΔ 2014/961 = ΕΝαυτΔ 2014/115 = ΕφΑΔ 2015/88 = ΝοΒ 2015/526 με σχόλιο Β. Σταματόπουλου, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 562, σελ. 285). Ενόψει δε και του ότι κανένα δάνειο δεν είχε αποπληρωθεί ούτε μέχρι τις 7.12.2009 ούτε μετά τις 4.2.2010, συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού των παραπάνω πλοίων και διανομής του πλειστηριάσματος, αυτό δεν θα επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της ενάγουσας. Τούτο σημαίνει ότι η συμπεριφορά των εναγομένων, ακόμα και αν μπορούσε να θεωρηθεί αδικοπρακτική, δεν ήταν πάντως πρόσφορη να επιφέρει ζημία της ενάγουσας, υπό τη μορφή της απώλειας του δικαιώματός της να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση επί των πλοίων πριν από τον απόπλου τους και να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα. Σε κάθε δε περίπτωση, η κατάσχεση των πλοίων στο εξωτερικό δεν μετέβαλε τη νομική της θέση, αφού επί πλειστηριασμού, είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή γενόμενου, θα κατατασσόταν μετά την ενυπόθηκη δανείστρια. Για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν κρίνεται ότι η περιουσιακή αξίωση της ενάγουσας δε θεμελιώνεται στο νόμο. Το ίδιο ισχύει για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, στο βαθμό που προκλήθηκε από την επικαλούμενη απατηλή συμπεριφορά των εναγομένων, δεδομένου ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αξίωση αυτή θεμελιώνεται μόνον εφόσον προηγήθηκε αδικοπραξία, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας προϋποτίθεται η επέλευση περιουσιακής ζημίας από παράνομη και υπαίτια πράξη του υπόχρεου (ΑΠ 525/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ).

VI. Στο ίδιο (απορριπτικό της αγωγής) διατακτικό θα κατέληγε το Δικαστήριο ακόμα και αν θεωρούσε την αγωγή νόμιμη. Η απόρριψη στην περίπτωση αυτή θα επερχόταν για ουσιαστικούς λόγους (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542, ΑΠ 1337/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εξαιτίας της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας (άρθρο 175 ΚΠολΔ) που θα οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν κατέβαλε το τέλος δικαστικού ενσήμου, που αναλογεί στο χρηματικό αντικείμενο της αγωγής της. Το τέλος αυτό, του οποίου η προηγούμενη καταβολή αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, η τήρηση της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΤριμΕφΠειρ. 74/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ανέρχεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής πλέον ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και ποσοστού 2,4% για φόρου χαρτοσήμου, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου (άρθρο 2 § 1 του Ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΓ περ. 6 του Ν. 4093/2012). Όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή ασκήθηκε ως καταψηφιστική και κατά την (πρώτη) συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (6.5.2014), μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστική απόφασή του, το αίτημά της μετατράπηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό. Η μετατροπή εκείνη δεν αναιρούσε την υποχρέωση της ενάγουσας για την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, που αντιστοιχούσε στο σύνολο της επίδικης απαίτησής της, διότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2012) στο τέλος αυτό υπέκειντο και οι αμιγώς αναγνωριστικές αγωγές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 1544/1942, όπως είχε τροποποιηθεί από το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (ΜονΕφΠειρ. 548/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Την ίδια υποχρέωση υπέχει η ενάγουσα και κατά την παρούσα συζήτηση, επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αυτή αναβίωσε μαζί με την εκκρεμοδικία της αγωγής της (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε και σήμερα, οι αναγνωριστικές αγωγές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων δεν εξαιρούνται από το τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 7 του Ν. 1544/1942, όπως ισχύει μετά το άρθρο 42 § 1 του Ν. 4640/2019, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της § 2 του άρθρου αυτού. Η δε επιβολή του τέλους και σε αυτές τις αγωγές δεν εγείρει ζητήματα συμβατότητας της ρύθμισης με τη συνταγματική αρχή της δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 Σ), αφού εκείνος που βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία καταβολής του μπορεί να τύχει απαλλαγής από τη σχετική υποχρέωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3226/2004, όπως ισχύει μετά το Ν. 4267/2014 και το Ν. 4689/2020 (ΤριμΕφΑθ. 15/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 123/2019, Δικογραφία 2020/40, ΤριμΕφΘρ. 114/2017, Αρμ. 2018/87), απορριπτομένων επομένως ως νομικά αβάσιμων των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών της ενάγουσας, που ρητά με την προσθήκη στις προτάσεις της στην παρούσα συζήτηση επικαλείται την αντισυνταγματικότητα. Επειδή, πάντως, στο δικόγραφό της αυτό [υποσ. 4 στη σελ. 8 της προσθήκης] η ενάγουσα επικαλέστηκε συγκεκριμένα γραμμάτια πληρωμής του τέλους δικαστικού ενσήμου, όπως είχε πρωτοδίκως περιοριστεί, το μεν Δικαστήριο κάλεσε την ενάγουσα για την εντός προθεσμίας προσκομιδή τους, όπως προκύπτει από την από 15.3.2022 επισημείωση της Γραμματέα του στο φάκελο της δικογραφίας, η δε τελευταία προσκόμισε πράγματι το υπ’ αριθμ. …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την αντίστοιχη απόδειξη καταβολής της Εθνικής Τράπεζας ΑΕ, από όπου προκύπτει ότι στις 31.3.2022 κατέβαλε το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (5.295,53 €), για τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί σε κεφάλαιο τετρακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (499.956 €) και αντιστοιχεί στο παραμείναν καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της. Όμως, η μερική αυτή καταβολή δεν αποτρέπει την εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην της ενάγουσας για το σύνολο της χρηματικής απαίτησής της (ΑΠ 44/1962, ΝοΒ 1962/568, ΕφΠειρ 683/1990, ΠειρΝ 1990/191, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Α, 1996, άρθρο 173, αρ.13, σελ. 986). Για την καταβολή του υπολοίπου τέλους δικαστικού ενσήμου η ενάγουσα δεν κλήθηκε, επειδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η μη προσκομιδή του τέλους δικαστικού ενσήμου στο σύνολό του με επίκληση των λόγων που κατά τη γνώμη της ενάγουσας την δικαιολογούν καθιστά την παράλειψή της μη τυπική, κατά την έννοια του άρθρου 227 § 1 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει παραλείψεις δυνάμενες να αναπληρωθούν, όπως θα συνέβαινε, στην περίπτωση επικλήσεως της καταβολής αλλά από παραδρομή μη προσκομιδής του οικείου γραμματίου (ΤριμΕφΠειρ. 74/2021, ο.π., ΜονΕφΛαρ. 186/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δεν ενεργοποιεί το υπηρεσιακό καθήκον του Δικαστηρίου να καλέσει σε συμπλήρωσή του. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί, πρώτον, ότι επειδή το Δικαστήριο δεν ερεύνησε τη διαφορά στην ουσία της το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου, ως αναγόμενο στη φορολογία του αντικειμένου της δίκης, κρίνεται ότι δεν αναλώθηκε (ΜονΕφΑθ. 32/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 680/1990, ΑρχΝ 1992/348), με συνέπεια η ενάγουσα να δύναται να το αναλάβει, υπό την προϋπόθεση της παραιτήσεώς της από τα ένδικα μέσα κατά της απόφασης αυτής και, δεύτερον, ότι ουδεμία εν προκειμένω επιρροή ασκεί το γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα από 22.12.2016 έως 30.11.2019 είχε, δυνάμει του άρθρου 33 του Ν. 4446/2016, επανέλθει το καθεστώς της απαλλαγής των αναγνωριστικών αγωγών στο σύνολό τους από το τέλος δικαστικού ενσήμου, καθόσον η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή ούτε κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ούτε κατά το χρόνο αναβίωσης της εκκρεμοδικίας της (ΑΠ 538/2019, ο.π.). Τέλος, η πλασματική ερημοδικία της ενάγουσας αποτελεί και το λόγο της κατ’ ουσίαν απόρριψης της αγωγικής αξίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, στην έκταση που αυτή θεμελιώνεται στην επικαλούμενη δυσφημιστική συμπεριφορά των εναγομένων.

VII. Μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ μετά την απόρριψη της αγωγής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα. Τα έξοδα αυτά βαρύνουν την ενάγουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και θα υπολογιστούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 § 1 περ. i, 64 § 1, 68 §§ 1, 2 και 75 § 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως ισχύει, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, με τη μνεία ότι δεν θα αποδοθούν τα έξοδα της χωριστής εκπροσώπησης των εναγομένων, που ομοδικούν, αλλά θα τους επιδικαστούν κατ’ ίσο μέρος (άρθρο 180 § 1 ΚΠολΔ, εφαρμοζόμενο κατ’ αναλογίαν), επειδή κρίνεται ότι αυτοί είχαν κοινό συμφέρον και η παράστασή τους ανά ομάδες εκπροσωπούμενες από άλλους συνηγόρους δεν επιβλήθηκε από κάποιον ιδιαίτερο αντικειμενικό λόγο ούτε δικαιολογείται από τη νομική και πραγματική κατάσταση της ομοδικίας (ΑΠ 344/2020, ΑΠ 1412/2019, ΑΠ 467/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν προέβαλαν διαφορετικούς ισχυρισμούς (άρθρο 189 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 4384/2015 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος της που απέρριψε ως απαράδεκτη την, υποκειμενικά σωρευθείσα στο από 21.12.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.12.2012 αγωγικό δικόγραφο, αγωγή της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….».

Κρατεί και δικάζει την αγωγή αυτή.

Απορρίπτει την ίδια αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ως άνω ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των παρασταθέντων εναγομένων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εκατόν δέκα χιλιάδες ευρώ (110.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουαρίου 2022 και στις 31 Μαρτίου 2022  και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις  8 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ