Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 210/2022

Αριθμός     210/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Παναγιώτη Γεωργίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Βασίλειο Μπαστάνη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Παναγιώτη Γεωργίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ Α και Β εφεσίβλητος (…………) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2905/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α)  ο δεύτερος εκ των εναγομένων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών με την από 19.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης  και β) η πρώτη εκ των εναγομένων και ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούσα με την από 17.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ………../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  …………./2020) έφεσή της,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 20η.5.2021, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Β εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες με αριθμούς ………./2020 και ………./2020 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2905/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό ………../2017 αγωγής με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως η πρώτη στις 25.9.2020 δηλαδή εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης που δημοσιεύθηκε στις 8.9..2020 στην εκκαλούσα, ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια επίδοση (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015) η δε δεύτερη εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 528 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στις 2.10.2020 και η έφεση ασκήθηκε στις 20.10.2020), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς αφού για τις υποθέσεις που αφορούν εργατικές διαφορές δεν καταβάλεται παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Ακολούθως πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν δε περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με τη με αριθμό ………./2017 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ήδη εφεσίβλητος ενάγων εξέθετε ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, που κατήρτισε, στις 13.06.2017, με την εκκαλούσα της με αριθμό ………../2020 έφεσης προσελήφθη ως βοηθός ηλεκτρολόγου και έκτοτε απασχολείτο σε αυτή σε ηλεκτρολογικές επισκευαστικές εργασίες σε πλοία μέχρι και την 16.7.2017 οπότε και τραυματίστηκε σοβαρά κατά την άσκηση των εργασιακών του καθηκόντων. Ότι ειδικότερα την προαναφερόμενη ημερομηνία του ανατέθηκε από τον εργοδηγό – ηλεκτρολόγο, υπεύθυνο του συνεργείου στο οποίο εργαζόταν, εκκαλούντα της με αριθμό ………./2020 εφέσεως, όπως, από κοινού με τον συνάδελφό του, ……., τοποθετήσουν έναν διακόπτη LIMIT SWITCH σε ένα μικρό δωμάτιο που βρισκόταν στο πλωραίο τμήμα του πλοίου, μέσα στο οποίο όμως υπήρχε ακάλυπτο άνοιγμα, το οποίο δεν ήταν ορατό λόγω του ανεπαρκούς φωτισμού του χώρου, με αποτέλεσμα κατά την είσοδο του στο χώρο να πέσει από το σημείο εκείνο και ύψος τριών μέτρων και να τραυματιστεί σοβαρά σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην αγωγή. Ότι το ως άνω εργατικό ατύχημα οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, της δε πρώτης ως εργοδότριάς του και του δεύτερου ως εργοδηγού, προστηθέντος της πρώτης, οι οποίοι του ανέθεσαν την εν λόγω εργασία, χωρίς να φροντίσουν προηγουμένως, ώστε στον συγκεκριμένο χώρο να υπάρχει επαρκής φωτισμός και να είναι καλυμμένο το άνοιγμα που υπήρχε στο δάπεδο, ενώ παρέλειψαν επίσης να τον ενημερώσουν για το επικίνδυνο του συγκεκριμένου χώρου εργασίας και να του χορηγήσουν τα απαραίτητα ατομικά μέσα προστασίας. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι και εδώ εκκαλούντες, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να του καταβάλουν αποζημίωση λόγω απωλεσθέντος εισοδήματος, ιατρικών δαπάνων, δαπανών αγοράς ορθοπεδικών ειδών και φαρμάτων, έξοδα μίσθωσης ταξί, δαπάνη για αποκλειστική νοσοκόμα και για βελτιωμένη διατροφή και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης υπέστη εκ του τραυματισμού του στο προαναφερόμενο εργατικό ατύχημα. Το Πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 16 αρ. 2 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και τα άρθρα 614 αρ.3 περ. α και ε, 621επ Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι το φερόμενο στην αγωγή εργατικό ατύχημα προήλθε από χερσαία εργασία και την έκρινε νόμιμη μόνο ως προς το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι ο εφεσίβλητος ήταν ασφαλισμένος στο ΕΦΚΑ το οποίο και απαλλάσσει τον εργοδότη από την καταβολής αποζημίωσης όταν το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του. Στη συνέχεια τη δέχθηκε κατ’ουσία κατά ένα μέρος και αφενός υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν εις ολόκληρο κατά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής το ποσό το 10.000 ευρώ στον εφεσίβλητο και επιπλέον αναγνώρισε την υποχρέωση τους να του καταβάλουν επιπλέον και εις ολόκληρον για την παραπάνω αιτία το ποσό των 20.000 ευρώ και αμφότερα τα ποσά εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αναφορικά με τη μη αναγνώριση αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας στον εφεσίβλητο, το ύψος του ποσού που προσδιορίστηκε ως καταβλητέο για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και επιπλέον ο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεύτερος εναγόμενος για το γεγονός ότι κρίθηκε ότι ευθύνεται με βάση τη σχέση πρόστησης αφού αρνείται την ιδιότητα του εργοδηγού. Ακολούθως ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (βλ. ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46 71, ΑΠ 1840/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Διατάξεις περί των όρων ασφαλείας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα δικαίωμα αποζημιώσεως, είναι εκείνες οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή το ατύχημα να επήλθε από τη μη τήρηση όρων οι οποίοι επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς αυτοί να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι και εκείνες του ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες» (ΦΕΚ Α 31/1990), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 § 2 και 36 του Ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177/18.10.1985) που στο άρθρο 32 ορίζει τα μέτρα γενικής ασφαλείας ως εξής: «ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα» (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 2008, 388).

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, τις προσκομιζόμενες …. και ……/2019 ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ένορκες βεβαιώσεις του συνταξιούχου ………..κατοίκου …….. και του επίσης συνταξιούχου ………. κατοίκου ……. που δόθηκαν με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις ….. και …../27.11.2019 εκθέσει επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ……………., από τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, μερικά των οποίων θα αναφερθούν κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση, και τη με αριθμό ……/2017 έκθεση έρευνας του επιθεωρητή ασφαλείας και υγείας του υπουργείου εργασίας και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος πτυχιούχος του Τμήματος Μηχανικών …………. προσελήφθη ως βοηθός ηλεκτρολόγου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, που κατήρτισε, στις 13.06.2017, με την εκκαλούσα της με αριθμό ………../2020 έφεσης και έκτοτε απασχολείτο σε αυτή σε ηλεκτρολογικές επισκευαστικές εργασίες σε πλοία. Είχε συμφωνηθεί να απασχολείται σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με ωράριο από 07.30 έως 15.30, αντί μηνιαίων αποδοχών 942,21 ευρώ και στα εργασιακά του καθήκοντα περιλαμβανόταν η εκτέλεση απλών ηλεκτρολογικών εργασιών, όπως σύνδεση καλωδίων σε ηλεκτρολογικούς πίνακες, εγκατάσταση ηλεκτρολογικών γραμμών, τοποθέτηση πριζών, διακοπτών, καναλιών, ηχείων, LIMIT SWITCH και φωτιστικών. Ήδη από το τέλος Μαρτίου του 2017 η εργοδότρια ήδη εκκαλούσα της με αριθμό ………./2020 εφέσεως ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση ηλεκτρολογικών εργασιών (τοποθέτηση διαφόρων φωτιστικών και διακοπτών) στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΔΣ», ιδιοκτησίας της εταιρίας «………….», το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στον νέο μώλο Δραπετσώνας του λιμένος Κερατσινίου, προκειμένου να γίνουν σε αυτό εργασίες  συντήρησης και μετασκευής. Είχε δε εκδοθεί για το λόγο αυτό η με αριθμό …………./…../2017 άδεια εκτέλεσης ψυχρών εργασιών της αρμόδιας λιμενικής αρχής, σύμφωνα με την ΥΑ 8312.23Β/11/09 (ΦΕΚ Β 1001.2009) ενώ η πλοιοκτήτρια εταιρία είχε ορίσει ως τεχνικό ασφαλείας σύμφωνα με το π.δ. 70/1990 το ναυπηγό μηχανολόγο μηχανικό ……….. Στις 16.7.2017 συνεστήθη συνεργείο ηλεκτρολογικών εργασιών με επικεφαλής και υπεύθυνο συνεργείου τον εκκαλούντα της με αριθμό ………./2020 εφέσεως …………… για την εκτέλεση ηλεκτρολογικών εργασιών την επομένη 17.7.2017 ημέρα Κυριακή στο πλοίο ώστε αυτό να αποπλεύσει την επομένη. Η ιδιότητα του υπευθύνου του αποδίδεται τόσο από την ήδη εκκαλούσα εργοδότρια με το από 27.09.2017 απολογητικό της υπόμνημα, αλλά και με τις από 28.02.2018, έγγραφες εξηγήσεις της κατά την προκαταρκτική εξέταση. Επιπλέον ο ……………. μέλος του συνεργείου στο οποίο μετείχε ο εφεσίβλητος κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση του λιμενικού ανέφερε ότι ο εκκαλών ηλεκτρολόγος είχε την ιδιότητα του εργοδηγού.  Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως περί του αντιθέτου κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος με το προαναφερόμενο συνεργείο προσήλθαν εκτάκτως στις 17.6.2017 στο πλοίο για τη διενέργεια ηλεκτρολογικών εργασιών χωρίς να ενημερώσουν τον προαναφερόμενο τεχνικό ασφαλείας της πλοιοκτήτριας για εργασίες στο πλοίο, όπως αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά στις 9.10.2017 στο αρχηγείο του λιμενικού σώματος του β΄ κεντρικού λιμεναρχείο Πειραιά κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση. Συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος με τον …………….. την προαναφερόμενη ημερομηνία περί ώρα 7 το πρωί άρχισαν να εκτελούν ηλεκτρολογικές εργασίες και περίπου στη μια το μεσημέρι τους δόθηκε εντολή να τοποθετήσουν έναν διακόπτη LIMIT SWITCH σε ένα μικρό δωμάτιο που βρισκόταν στο πλωραίο τμήμα του πλοίου.  Στο εσωτερικό του δωματίου υπήρχε επί του δαπέδου άνοιγμα διαστάσεων 55Χ65 εκ. και βάθους περί των τριών μέτρων, ενώ το σταθερό δάπεδο ήταν διαστάσεων 60Χ70 εκ. περίπου, ενώ η μόνη σήμανση που υπήρχε για το κενό αυτό ήταν ένα βέλος προς τα κάτω έξω από το δωμάτιο και όχι μέσα σε αυτό. Το άνοιγμα αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη κάθοδο για τον χώρο της πρωραίας έλικας στην αριστερή πλευρά του πλοίου επί του καταστρώματος Νο3. Στο χώρο δεν υπήρχε φωτισμός ενώ η εργοδότρια δεν είχε διαθέσει με φακούς τα μέλη του συνεργείου σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του συνταξιούχου ηλεκτρολόγου ………… Ο ………… διέθετε φακό που έφερε με δική του πρωτοβουλία και με τη χρήση αυτού επισκόπησε το χώρο εργασιών και ανέφερε στον εφεσίβλητο αόριστα για την ύπαρξη ανοίγματος στο χώρο. Αμφότερα τα μέλη του συνεργείου μετέβαιναν πρώτη φορά στο συγκεκριμένο χώρο ενώ ο εργοδηγός εκκαλών δεν εισήλθε στο χώρο όπου υπήρχε το άνοιγμα, αλλά αποχώρησε από το σημείο και πηγαινοερχόταν για να ελέγχει την πρόοδο των εργασιών, γεγονός που αποδεικνύεται από την έκθεση του επιθεωρητή εργασίας, ο οποίος αναφέρει ότι ο εκκαλών δεν μπορούσε να θυμηθεί και να επιβεβαιώσει ότι ήταν παρών όταν επιδείχθηκε ο χώρος στον εφεσίβλητο. Επομένως δεν αποδείχθηκε ο εμπεριεχόμενος στις προτάσεις του ισχυρισμός του ότι επιθεώρησε το χώρο και επέστησε σε αμφότερους τους εργαζόμενους στην προσοχή ως προς την ύπαρξη του κενού επί του δαπέδου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εν λόγω εργασίας ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δωμάτιο, αφού η σύνδεση του διακόπτη έπρεπε να γίνει στο εσωτερικό του δωματίου, και γι’αυτό εξάλλου ο συνάδελφος του είχε προηγουμένως ανοίξει τη θύρα και επιθεωρήσει το χώρο. Εκεί κατά την προσπάθεια του να σταθεροποιηθεί στο δάπεδο και να εκτελέσει την ηλεκτρολογική εργασία έκανε ένα βήμα προς τα αριστερά χωρίς να έχει ορατότητα και έπεσε στο κενό από ύψος τριών μέτρων με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρότατα στη μέση και να υποστεί κατάγματα δύο σπονδύλων και κόκκυγα, και θλάση κοιλιακής χώρας και θώρακα. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο εφεσίβλητος από δική του πρωτοβουλία εισήλθε στο σκοτεινό χώρο δεν συνάδει με τους κανόνες της λογικής και κρίνεται απορριπτέος. Ο κατά τα ανωτέρω τραυματισμός του εφεσιβλήτου αποτελεί εργατικό ατύχημα αφού αυτός υπέστη βαριά σωματική βλάβη οφειλόμενη σε αιφνίδιο βίαιο συμβάν, που προήλθε από εξωτερικά αίτια, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με τις αμελείς παραλείψεις των εκκαλούντων (εργοδότριας και προστηθέντος αυτής υπεύθυνου του συνεργείου) οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού εργοδότη που όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν, αφού δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, αφενός δεν μερίμνησαν για την ύπαρξη επαρκούς φωτισμού στο χώρο εργασίας (άρθρ 35 του πδ 70/1990), και την προμήθεια των εργαζόμενων με ατομικούς φακούς καθώς την επίβλεψη της ορθής εφαρμογής των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων (1,2,610,11,14 πδ 70/1990 και 42 παρ. 5 εδ. Γ του ν. 3850/2010) και αφετέρου δεν είχαν τοποθετήσει ειδική φωτεινή σήμανση και προστατευτικό στο χώρο εργασίας και στο σχετικό άνοιγμα του δαπέδου στο χώρο που γίνονταν οι εργασίες ώστε να αποτρέπονται οι πτώσεις και οι τραυματισμοί (άρθρο 69 παρ. 2, 4  του πδ 70/90). Επίσης οι εκκαλούντες παρέλειψαν από αμέλεια να γνωστοποιήσουν στον εφεσίβλητο τον κίνδυνο από την εργασία του στον συγκεκριμένο χώρο και να του υποδείξουν τα απαιτούμενα να ληφθούν μέτρα προστασίας (μη πρόσβαση στο χώρο, προμήθεια μέσων προστασίας με δική του πρωτοβουλία). Τον εφεσίβλητο που προσήλθε πρώτη φορά στο χώρο αυτό και δεν είχε λάβει από την εργοδότρια ειδική εκπαίδευση για τη σήμανση έξω από το δωμάτιο ώστε να αντιληφθεί την έννοια της και να το συνδέσει με την ύπαρξη του κενού στο δάπεδο δεν βαρύνει υπαιτιότητα και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός τους περί συνυπαιτιότητας του εφεσιβλήτου κατά 99% τον οποίο υπέβαλαν ενιστάμενοι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφεραν με τους σχετικούς λόγους εφέσεως οι οποίοι επίσης κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τον τραυματισμό του ο εφεσίβλητος στεναχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε λόγω της νοσηλείας του. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι επιχειρήθηκε να συγκαλυφθεί το περιστατικό αυτό που είχε ως αποτέλεσμα το βαρύ τραυματισμό του εφεσιβλήτου. Ειδικότερα δεν κλήθηκε το ΕΚΑΒ και ο εφεσίβλητος μεταφέρθηκε στο «ΑΤΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ» με ΙΧΕ αυτοκίνητο του συζύγου της εκκαλούσας εργοδότριας, η οποία δεν ανακοίνωσε το περιστατικό ως όφειλε στην επιθεώρηση εργασίας προκειμένου να συνταχθεί η σχετική έκθεση, το δε ατύχημα αναγγέλθηκε το πρώτον από τον ίδιο τον εφεσίβλητο μόλις στις 7.9.2017. Αυτός εξήλθε του νοσοκομείου στις 19.7.2017 με αναρρωτική άδεια έξι εβδομάδων, ενώ και στις 19.9.2017 του συνεστήθη και πάλι δίμηνη αποχή από την εργασία ενώ αυτός ξεκίνησε και πάλι να εργάζεται το Μάρτιο του 2018. Ακολούθως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εκκαλούντων ο εφεσίβλητος δικαιούται χρηµατικής ικανοποίησης με βάση τα άρθρα 57, 59 και 932 του ΑΚ, το παρόν Δικαστήριο δε λαµβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το εργατικό ατύχημα και συνεπώς η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εκκαλούντων, την αποκλειστική υπαιτιότητα των εκκαλούντων και την έλλειψη πταίσματος του εφεσιβλήτου, το γεγονός ότι η εκκαλούσα εργοδότρια επιχείρησε να συγκαλύψει το εργατικό ατύχημα και μάλιστα τον Οκτώβριο του 2017 κοινοποίησε εξώδικο στον εφεσίβλητο διαμαρτυρόμενη για το ότι κατά τη θεώρηση της ο εφεσίβλητος δεν της γνωστοποίησε την πορεία της υγεία του και ενημερώνοντας τον ότι με αυτό τον τρόπο καταγγέλλει τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, και τέλος την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να του επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους σχετικούς λόγους αμφοτέρων των εφέσεων είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους αμφότερες οι με αριθμούς ……../2020 και ………../2020 εφέσεις, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμούς ……/2020 και ……./2020 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2905/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό ………./2017 αγωγής με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσία και συνολικά το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για αμφότερες τις εφέσεις

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ