Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 173/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 173/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Α.  Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……….  ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ειρήνης Κοντοσέα (ΑΜ/ΔΣΠ ………..).

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………….η οποία παραστάθηκε δια του  πληρεξούσιου δικηγόρου της  Παρασκευά Ζουρντού (ΑΜ/ΔΣΑ ………..).   

Β. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:. Της εταιρίας ……….. η οποία παραστάθηκε δια του  πληρεξούσιου δικηγόρου της  Παρασκευά Ζουρντού (ΑΜ/ΔΣΑ ……….).    

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ……….  ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ειρήνης Κοντοσέα (ΑΜ/ΔΣΠ ………..).

Ο εκκαλών  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26-11-2019  και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2752/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων  με την από 25-1-2021 και αριθμ. κατάθ. στο εφετείο ………./2021 έφεσή του   όσο και η εναγομένη με την  από 26-2-2021 και με αριθμ. κατάθ.  στο εφετείο  έφεσή της,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση στην άνω δικάσιμο. Κατά την δικάσιμο αυτή αμφότεροι οι  πληρεξούσιοι  δικηγόροι των διαδίκων έλαβαν το λόγο και  αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η με αριθμό κατάθεσης ………/25-1-2021 έφεση του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος και β) η με αριθμό κατάθεσης ………./26-2-2021 έφεση της  ηττηθείσας εναγόμενης εταιρίας,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  2752/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 26-11-2019 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα  και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ με άρθρα 591 και 622  ΚΠολΔ αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 20-8-2020, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3  Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως  να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ναυτικός  με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την εναγόμενη ναυτική εταιρία,  ναυτολογήθηκε στις 11-1-2018,  στον Πειραιά, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου  στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο αυτής «BSP»  στο οποίο απασχολήθηκε έως 7-4-2019, πλην των χρονικών διαστημάτων που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο και, στη συνέχεια, με νέα όμοια σύμβαση ναυτολογήθηκε στο  ε/γ-ο/γ  πλοίο «BSΗ»   της ίδιας εναγόμενης εταιρίας,  με  συμφωνηθείσες αποδοχές τις προβλεπόμενες στην σσνε για τα Πληρώματα Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 και 2019 (ΥΑ 2242.5.1.5/80350/2018 και αρ. φύλλου ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018 και ΥΑ 2241.5-1.5/56040/2019-ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019). Ζητά δε σύμφωνα με τα ειδικότερα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, την καταβολή της διαφοράς στις αποδοχές του έτους 2018, της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε κατά τη ναυτολόγησή του, της αμοιβής για δρομολόγια εξπρές  και, τέλος, την καταβολή των διαφορών επιδομάτων εορτών, συγκεκριμένα δε και κατόπιν παραδεκτής, μερικής,  τροπής του αγωγικού αιτήματος  σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του  που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 και 591 ΚΠολΔ) και εμπεριέχεται και στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 22.963,99 ευρώ που αφορά την αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας κατά την πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης (καταρτισθείσα στις 11-1-2018) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλει α] για τις λοιπές απαιτήσεις από την ίδια σύμβαση το ποσό των 19.996,86 ευρώ, νομιμοτόκως όλα τα ποσά από τη λήξη αυτής (7-4-2019) και β] το ποσό των 12.621,42 ευρώ για τις οφειλόμενες διαφορές από τη δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησής του, νομιμοτόκως αντίστοιχα  από τη λήξη αυτής (25-10-2019), άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την  εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια  της ναυτολόγησής του στο πλοίο «BSP»  απασχολείτο επί 13 ώρες καθημερινά και αντίστοιχα στο έτερο πλοίο  «BSΗ» απασχολείτο επί 10 ώρες και επί 15 ώρες όταν αυτό εκτελούσε  δεύτερο δρομολόγιο, υποχρέωσε δε την εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 15.732,65 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 16.573,5 ευρώ.

Οι διάδικοι  με τις κρινόμενες εφέσεις τους  επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και  στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό  ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.   Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου νομότυπα προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα Α]των παρακάτω αναφερόμενων ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των διαδίκων, σταθμιζόμενων κατά το μέτρο της γνώσης  και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός εξ αυτών με την επισήμανση ότι λαμβάνονται  υπόψη από το Δικαστήριο και εκείνες των μαρτύρων απόδειξης παρά το γεγονός της αντιδικίας αυτών με την εναγομένη αφού  αυτό από μόνο του  δεν μπορεί να αποκλείσει την αποδεικτική αξία όσων οι μάρτυρες καταθέτουν (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ.2004/266), πέραν του ότι α] οι ίδιοι δεν μπορεί να ενταχθούν  πλέον στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων μετά την κατάργηση της παρ.3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ ενώ  β] προσωπική και άμεση γνώση για τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος κυρίως και πιθανώς μόνο, οι συνάδελφοι του ναυτικοί που συνυπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο, μπορεί να έχουν,  ενώ οποιοσδήποτε τρίτος θα έχει πληροφορίες από διηγήσεις του ίδιου του ενάγοντος. Εξάλλου και η εργοδότρια ναυτική εταιρία ένορκες βεβαιώσεις, άλλων, εργαζομένων  ναυτικών προσκομίζει οι οποίοι δεν έχουν εγείρει κατ’ αυτής ένδικες αξιώσεις.  Συγκεκριμένα: τις με  αριθμούς …./17-2-2020, ……./18-5-2020, ………../10-6-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, των  Συμβολαιογράφων Ελευσίνας …….. και Πειραιά και ………., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της εναγόμενης εταιρίας (σχ. οι με  αριθμούς …./11-2-2020, …../13-5-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. για τις δύο πρώτες, και η καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου κλήτευση ως προς την με την τρίτη ως άνω αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, η οποία λήφθηκε προς αντίκρουση ισχυρισμών της εναγομένης που προβλήθηκαν στη συζήτηση). Τις με αριθμούς  …, … και …./3-6-2020,  …./10-6-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγομένης μετά  από νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του ενάγοντος (σχ. η  με αριθμό …./2-5-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και  ειδικά για την  τέταρτη (…../20) ως άνω βεβαίωση η κλήτευση αυτού ενάγοντα έγινε με την  καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εναγομένης,  ενώ, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, αυτή δόθηκε προς αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν στη συζήτηση και  των όσων οι μάρτυρες τους ενάγοντος κατέθεσαν, Β] του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζονται με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται σύμφωνα με τα  άρθρα 261 εδάφ. β, 352 παρ.1  και 591 παρ.1 ΚΠολΔ αλλά και σε συνδυασμό, τέλος, προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ),  αποδεικνύονται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ι.  Ο ενάγων, απογεγραμμένος ναυτικός και κάτοχος του …………….. ναυτικού φυλλαδίου, με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε στον Πειραιά με την εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου αρχικά στο ε/γ –ο/γ πλοίο  της, «BSP» κοχ 5.664,10,  στις 11-1-2018 έως τις 9-3-2018 και στη συνέχεια στις 18-3-2018 έως 7-4-2019, πλην των χρονικών διαστημάτων από 24-5-2018 έως 16-6-2018 και από 20-10-2018 έως 20-11-2018 κατά τα οποία απουσίασε λόγω  άδειας. Συμφωνήθηκε δε με την από 11-1-2018 σύμβαση να λαμβάνει ως «κλειστό» μηνιαίο μισθό το ποσό των 2.825,41 ευρώ  και με την επόμενη σύμβαση στις 18-3-2018 το ποσό αντίστοιχα των 2.599,50 ευρώ. Στη συνέχεια, με σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων στις 9-5-2019 επίσης  στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα σε άλλο πλοίο της εναγομένης, το ε/γ-ο/γ   «BSΗ» κοχ 13.615,17 όπου και απασχολήθηκε μέχρι την, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας, απόλυσή του στις 25-10-2019, με «κλειστό» μισθό συμφωνηθέντα στο ποσό των 2.776,28 ευρώ. Σε όλες  τις προαναφερόμενες έγγραφες  συμβάσεις  συμφωνήθηκε ο βασικός μισθός να ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (σσνε)  και περαιτέρω «κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το  Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε  εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Η ισχύουσα σσνε στην επίδικη εργασιακή σχέση ήταν κατά το έτος 2018 η ΥΑ 2242.5.1.5/80350/2018 και αρ. φύλλου ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018 και κατά το έτος 2019 η  ΥΑ 2241.5-1.5/56040/2019-ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019 με αναδρομική ισχύ η πρώτη από 1-1-2018 και η δεύτερη από 1-1-2019 (άρθρο 39 αντίστοιχα κάθε μιας) και αυτό  διότι  οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που  συνομολόγησαν αυτές  περιέλαβαν στο κείμενό τους  ρήτρα (άρθρο 39) περί αναδρομικής, από 1-1-2018 και από 1-1-2019,  ισχύος τους αντίστοιχα, η οποία κατέλαβε έτσι και τους διαδίκους (οι οποίοι αμφότεροι ήσαν κατά τα άνω  έτη μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη σσνε και, συγκεκριμένα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας – ΠΝΟ, υπέρ της οποίας  παρακρατούνταν  από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφορές υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας -ΣΕΕΝ, όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), ενώ  κατά το χρόνο της υπογραφής της σσνε η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που έγκυρα δίδεται στις σσνε κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικά όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε, σχετ. ΜονΕΠ, 464/2021, 371/2016, 376/2016, 719/2014, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕΠ 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).    Σύμφωνα με τις  εν λόγω σσνε, οι οποίες εξάλλου δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους,  οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος διαμορφώνονται ως εξής : α] για το  έτος 2018 : 1.441,01 ευρώ βασικός μισθός (:1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 επίδομα Κυριακών) + 19,59 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφοδοσίας + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας  + αποδοχές αδείας (βασικός μισθός / 22 χ 5 ημέρες + τροφοδοσία 5 ημερών= 425,45 ευρώ) και συνολικά 2.490,45 ευρώ ενώ, τέλος το ωρομίσθιο της απλής υπερωρίας (καθημερινών και Κυριακών) ορίστηκε σε 8,54 ευρώ και αντίστοιχα της προσαυξημένης  για εργασία σε ημέρα αργίας ή Σαββάτου σε 10,25 ευρώ. β) για το έτος 2019:  1.469,82 ευρώ βασικός μισθός (: 1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών) + 19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφοδοσίας + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + αποχές αδείας (βασικός μισθός / 22 χ 5 ημέρες + τροφοδοσία 5 ημερών= 433,95 ευρώ)  και συνολικά 2.539,81 ευρώ,  αντίστοιχα δε το ωρομίσθιο απλής υπερωρίας σε 8,70 ευρώ και της προσαυξημένης σε 10,44 ευρώ.

ΙΙ. Ο ενάγων  ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι στις νόμιμες αποδοχές του πρέπει να συμπεριληφθεί και το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 των εφαρμοστέων σσνε  επίδομα ιματισμού ποσού 57,63 ευρώ μηνιαίως  κατά το έτος 2018 και ποσού 58,78 ευρώ μηνιαίως κατά το έτος 2019,  και αυτό διότι, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο το αγωγικό δικόγραφο, δεν του παρεχόταν ιματισμός από την εναγομένη εργοδότρια εταιρία, ωστόσο ο  εν λόγω ισχυρισμός  για τον οποίο ο ίδιος (ο ενάγων) φέρει το βάρος απόδειξής του (άρθρο 338 και 591 ΚΠολΔ),  ενόψει της άρνησης αυτού από την αντίδικό του, δεν επιβεβαιώθηκε ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα από κανένα από τα αποδεικτικά μέσα  που προσκόμισε ο ενάγων. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι  ο ενάγων υποχρεώθηκε, επειδή η εναγομένη δεν του παρείχε στολές, να προβεί ο ίδιος στην αγορά τους και ότι υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, την οποία η εναγομένη υποχρεούται να του αποκαταστήσει, εφόσον δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι υποβλήθηκε πράγματι στη δαπάνη αυτή. Πλέον αυτού το άνω επίδομα δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός αλλά χορηγείται προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του πλοίου  και για αυτό δεν συγκαταλέγεται στις αποδοχές εκείνες που καταβάλλονται κατά τρόπο πάγιο και τακτικό και κατά συνέπεια δεν συνυπολογίζεται κατά τον καθορισμό της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας και των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003, ΕΕργΔ 2005.237,  226/2003, ΕΕργΔ 2004. 790, ΕΠ 48/2021, 216/2-21,  397/2020, 50/2016).

Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη και επομένως μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής,  ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως την λήξη της σύμβασης εργασίας του στο  πλοίο «ΒSP», λάμβανε ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 2.490,07 ευρώ, όπως αυτές καθορίζονταν από την οικεία  σσνε  του έτους 2018, αναλυόμενες ως εξής: 1.185,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,85 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + (327,50 ευρώ + 97,95 ευρώ) αποδοχές αδείας + 587,70 ευρώ τροφοδοσία. Σύμφωνα όμως με την αναδρομικά ισχύουσα σσνε του έτους 2019, όπως αναλύθηκε παραπάνω, οι αποδοχές αυτές διαμορφώθηκαν στο ποσό των  2.539,81 ευρώ αναλυόμενες αντίστοιχα: 1.204,77 ευρώ + 265,05 + 36,64 ευρώ + 433,95 ευρώ + 599,40 ευρώ  και η προκύπτουσα διαφορά ανέρχεται σε (2.539,81-2.490,07 =) 49,74 ευρώ μηνιαίως και για όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα σε 49,74 Χ 3 + 7/30 = 160,82 ευρώ. Για την αιτία αυτή σύμφωνα με τις εν λόγω αποδείξεις πληρωμής έχει λάβει το ποσό των 179,46 ευρώ και επομένως δεν δικαιούται κανένα ποσό ως διαφορά επί των βασικών αποδοχών. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη έσφαλε επιδικάζοντας για την αιτία αυτή το ποσό των 164,51 ευρώ διότι, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της,  εσφαλμένα συνυπολόγισε στις αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού και το επίδομα ιματισμού, αφού ο ενάγων δεν απέδειξε ότι υποβλήθηκε σε αντίστοιχη δαπάνη.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της εφαρμοζόμενης σσνε, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% , ενώ εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 παρ. 5), οι οποίες σύμφωνα με την ίδια ως άνω σσνε είναι οι ακόλουθες:  1η του έτους, η εορτή των Θεοφανίων, η Καθαρά Δευτέρα,  25η Μαρτίου, η Μεγάλη Παρασκευή, η Δευτέρα του Πάσχα, η εορτή του Αγίου Γεωργίου, η 1η Μαΐου, η εορτή της Αναλήψεως, η 15η Αυγούστου, η 14η Σεπτεμβρίου, η 28η Οκτωβρίου, η εορτή του Αγίου Νικολάου, η εορτή των Χριστουγέννων, η 26η Δεκεμβρίου και οι καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παρ. 1 της σσνε και για τα ένδικα χρονικά διαστήματα καθορίστηκε στα προαναφερόμενα ποσά.     Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργάστηκε στο πλοίο «BSP»  από  11-1-2018  μέχρι την 9-3-2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά επειδή το πλοίο διέκοψε τους πλόες του λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 18-3-2018 μέχρι 7-4-2019, οπότε διακόπηκαν εκ νέου τα δρομολόγια του πλοίου, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα από 24-5-2018 έως 16-6-2018 και από 20-10-2018 έως 20-11-2018, του χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης.  Το εν λόγω πλοίο είχε  δυνατότητα μεταφοράς 1.474 επιβατών και διέθετε 26 καμπίνες. Στην  οργανική του σύνθεση προβλεπόταν και πράγματι υπηρετούσαν σ’ αυτό ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας Αρχιθαλαμηπόλος, πέντε Θαλαμηπόλοι και δυο Επίκουροι, αριθμός ο οποίος μειωνόταν κατά το 1/3  κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου έως  1 Απριλίου ενώ προστίθεντο δυο Θαλαμηπόλοι κατά το διάστημα από 1 Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου.   Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ενάγοντος στο πλοίο αυτό, τα δρομολόγια που το τελευταίο εκτελούσε ήταν  τα ακόλουθα:

α) από 11-1-2018 έως 8-2-2018, από 23-2-2018 έως 9-3-2018, από 18-3-2018 έως 19-4-2018, από 1-10-2018 έως 19-102018 και από 21-11-2018 έως 7-4-2019

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πειραιάς   7.30
Σύρος 11.15 11.30
Τήνος 12.00 12.15
Μύκονος 12.45 14.15
Τήνος 14.45 15.00
Σύρος 15.30 16.00
Πειραιάς 19.45  

 

Συνολική διάρκεια του πλου δώδεκα ώρες  και ένα τέταρτο της ώρας ενώ ο ενάγων αναλάμβανε την εκτέλεση των καθηκόντων του μια ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου. Ωστόσο κατά τις ημερομηνίες  2-4-2018, 3-4-2018, 4-4-2018, 8-3-2019, 22-3-2019, 27-3-2019, και 2-4-2019 το πλοίο, μετά την επιστροφή του στον Πειραιά πραγματοποίησε  πρόσθετο δρομολόγιο αναχωρώντας ώρα 21.00 από Πειραιά  προς Πάρο (άφιξη 1.20 αναχώρηση 1.30) και επιστροφή  Πειραιά με άφιξη  στις 5.40 της επόμενης ημέρας οπότε και αναχώρησε για το ως άνω τακτικό δρομολόγιο στις 7.30. Στις 5-4-2018 μετά την άφιξη στον Πειραιά εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο από Πειραιά (αναχώρηση ώρα 21.00) για Πάρο (άφιξη ώρα 1.10, αναχώρηση  ώρα 1.30) – Νάξο (άφιξη 2.10, αναχώρηση 2.45) – επιστροφή Πειραιάς (άφιξη 7.15 της επομένης). Στις 25-12-2018 και 1-1-2019 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια.  Στις 15-2-2019 εκτελέσθηκε το δρομολόγιο Σύρος (αναχ. 3.00)- Πειραιάς (άφιξη. 7.20 αναχ. 9.30) – Σύρος (αφ. 13.15 αναχ. 13.30) – Τήνος (αφ. 14.00 αναχ. 14.15)- Μύκονος (αφ. 14.45 αναχ. 15.15) – Τήνος (αφ. 15.45 αναχ. 16.00)- Σύρος (αφ. 16.30 αναχ. 17.00) – Πειραιάς (αφ. 20.45). Στις 4-4-2019 μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 21.00)- Πάρος (αφ. 1.10 – αναχ. 1.30) – Πειραιάς (αφ. 5.40 της επομένης) αναχ. 8.00) – Σύρος (αφ. 11.5 – αναχ. 12.00) – Τήνος (αφ. 12.30 αναχ. 12.45) – Μύκονος (αφ. 13.15 και ακολούθως αναχώρηση από Μύκονο στις 14.15 ως στα τακτικά δρομολόγια.

β) από 9-2-2018 έως 22-2-2018:

ΔΕΥΤΕΡΑ- ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΡΙΤΗ – ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ηρακλειά 00.50 1.05 Δονούσα 00.15 00.30 Δονούσα 1.05 1.20
Σχοινούσα 1.10 1.25 Αιγιάλη 1.10 1.25 Αιγιάλη 2.00 2.15
Κουφονήσι 1.55 2.10 Αστυπάλαια 2.50 5.15 Αστυπάλαια 3.40 5.15
Κατάπολα 2.50 6.00 Αιγιάλη 6.40 6.55 Αιγιάλη 6.40 6.55
Κουφονήσι 6.40 6.55 Δονούσα 7.35 7.50 Δονούσα 7.35 7.50
Σχοινούσα 7.25 7.40 Νάξος 9.00 9.30 Νάξος 9.00 9.30
Ηρακλειά 7.45 8.00 Πάρος 10.15 10.45 Πάρος 10.15 10.45
Νάξος 9.00 9.30 Πειραιάς 15.00 17.30 Πειραιάς 15.00 17.30
Πάρος 10.15 10.45 Σύρος 21.10 21.25 Πάρος 21.45 22.00
Πειραιάς 15.00 17.30 Πάρος 22.30 22.50 Νάξος 22.45 23.03
Πάρος 21.45 22.00 Νάξος 23.35 23.55      
Νάξος 22.45 23.05            

 

ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ηρακλειά 00.00 00.15 Πειραιάς   17.30
Σχοινούσα 00.20 00.35 Σύρος 21.10 21.25
Κουφονήσι 1.50 1.20 Πάρος 22.30 22.50
Κατάπολα 2.00 6.00 Νάξος 23.35 23.55
Κουφονήσι 6.40 6.55      
Σχοινούσα 7.25 7.40      
Ηρακλειά 7.45 8.00      
Νάξος 9.00 9.30      
Πάρος 10.15 10.45      
Πειραιάς 15.00        

γ) από 20-4-2019 έως 24-5-2019 :

ΔΕΥΤΕΡΑ- ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΡΙΤΗ – ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ηρακλειά 00.50 1.05 Δονούσα 00.15 00.30 Δονούσα 1.05 1.20
Σχοινούσα 1.10 1.25 Αιγιάλη 1.10 1.25 Αιγιάλη 2.00 2.15
Κουφονήσι 1.55 2.10 Αστυπάλαια 2.50 5.15 Αστυπάλαια 3.40 5.15
Κατάπολα 2.50 6.00 Αιγιάλη 6.40 6.55 Αιγιάλη 6.40 6.55
Κουφονήσι 6.40 6.55 Δονούσα 7.35 7.50 Δονούσα 7.35 7.50
Σχοινούσα 7.25 7.40 Νάξος 9.00 9.30 Νάξος 9.00 9.30
Ηρακλειά 7.45 8.00 Πάρος 10.15 10.45 Πάρος 10.15 10.45
Νάξος 9.00 9.30 Πειραιάς 15.00 17.30 Πειραιάς 15.00 17.30
Πάρος 10.15 10.45 Σύρος 21.10 21.25 Πάρος 21.45 22.00
Πειραιάς 15.00 17.30 Πάρος 22.30 22.50 Νάξος 22.45 23.03
Πάρος 21.45 22.00 Νάξος 23.35 23.55      
Νάξος 22.45 23.05            

 

ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ηρακλειά 00.00 00.15 Θήρα 1.15 7.00
Σχοινούσα 00.20 00.35 Νάξος 9.10 9.30
Κουφονήσι 1.50 1.20 Πάρος 10.15 10.45
Κατάπολα 2.00 6.00 Πειραιάς 15.00 17.30
Κουφονήσι 6.40 6.55 Σύρος 21.10 21.25
Σχοινούσα 7.25 7.40 Πάρος 22.30 22.50
Ηρακλειά 7.45 8.00 Νάξος 23.35 23.55
Νάξος 9.00 9.30      
Πάρος 10.15 10.45      
Πειραιάς 15.00 17.30      
Πάρος 21.45 22.00      
Νάξος 22.45 23.05      

Την Παρασκευή 20-4-2018 εκτελέσθηκε το δρομολόγιο Πειραιάς (αναχώρηση ώρα 6.00) – Πάρος (αφ. 10.10 και  αναχ. 10.45) – Πειραιάς (άφιξη ώρα 15.00) και εκ νέου  αναχώρηση ώρα 17.30 σύμφωνα με το τακτικό δρομολόγιο.

δ) από 17-6-2018 έως 30-9-2018:

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΠΕΜΠΤΗ -ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- ΣΑΒΒΑΤΟ –ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Πειραιάς   7.30 Αγ. Κηρύκος 4.50 5.10 Πειραιάς   7.30
Σύρος 11.15 11.30 Φούρνοι 6.00 6.15 Σύρος 11.15 11.30
Τήνος 12.00 12.15 Καρλόβασι 7.10 7.30 Τήνος 12.00 12.15
Μύκονος 12.45 14.15 Βαθύ 8.20 10.00 Μύκονος 12.45 14.15
Τήνος 14.45 15.00 Καρλόβασι 10.50 11.10 Τήνος 14.45 15.00
Σύρος 15.30 16.00 Φούρνοι 12.05 12.20 Σύρος 15.30 16.00
Πειραιάς 19.45 22.00 Αγ. Κηρύκος 13.15 13.30 Πειραιάς 19.45  
      Πειραιάς 20.25        

Στις 22-6-2018 μετά την άφιξη στον Πειραιά την 19.45 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ. 1.10 του Σαββάτου αναχ. 1.30) – Πειραιάς (αφ. 5.40-αναχ.9.30) – Σύρος (αφ. 13.15 – αναχ. 13.30) – Τήνος (αφ. 14.00 αναχ. 14.15) – Μύκονος (αφ. 14.45 – αναχ. 15.30) – Τήνος (αφ. 16.00- αναχ. 16.15) Σύρος (αφ. 16.45- αναχ. 17.15) – Πειραιάς (αφ. 21.00).  Στις 21-2-2018, 28-6-2018, 29-6-2018, 5-7-2018, 6-7-2018, 12-7-2018, 19-7-2018, 26-7-2018, 1-8-2018 και 8-8-2018 με την επιστροφή του στον Πειραιά, το πλοίο εκτέλεσε το ακόλουθο δρομολόγιο: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ. 1.10 της επομένης – αναχ. 1.30) – Πειραιάς (αφ. 5.40) και εν συνεχεία αναχώρηση στις 7.30 σύμφωνα με το τακτικό δρομολόγιο. Στις 13-7-2018, 20-7-2018, 27-7-2018, 3-8-2018 και 10-8-2018 μετά την επιστροφή του στον Πειραιά στις 19.45, το πλοίο εκτέλεσε το ακόλουθο πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Σύρος (αφ. 00.40 της επομένης αναχ. 00.55) – Μύκονος (αφ. 1.45 – αναχ. 2.00) – Πειραιάς (αφ. 6.30 – αναχ. 9.00) – Σύρος (αφ. 12.45 αναχ. 13.00) – Τήνος (αφ. 13.30 αναχ. 13,45) – Μύκονος (αφ. 14.15 αναχ. 14.45) – Τήνος (αφ. 15.15 αναχ. 15,30) – Σύρος (αφ. 16.00 – αναχ. 16.15) – Πειραιάς (αφ. 20.00). Στις 28-7-2018, 4-8-2018, 11-8-2018 μετά την άφιξή του στον Πειραιά την 19.45 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 22.00) – Πάρος (αφ. 2.10 της επομένης αναχ. 2.30) – Πειραιάς (αφ. 6.40) και εκ νέου αναχώρηση ώρα 7.30 σύμφωνα με το τακτικό δρομολόγιο. Στις 23-8-2018 και 1-9-2018 μετά την άφιξη στον Πειραιά στις 19.45 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 20.45) – Πάρος (αφ. 1.15 της επομένης αναχ. 1.45) – Πειραιάς (αφ. 6.10) και στη  συνέχεια αναχώρηση ώρα 7.30 σύμφωνα με το τακτικό δρομολόγιο.     Όπως αποδεικνύεται από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει ο ενάγων και δεν αντικρούονται από άλλα, αντίθετα, αποδεικτικά μέσα, ο ενάγων, όπως και ένας ακόμα θαλαμηπόλος, εκτελούσε καθήκοντα «διαμεριστή» θαλαμηπόλου, απασχολούμενοι αμφότεροι, μαζί με ένα βοηθό ο κάθε ένας, κυρίως με την καθαριότητα και την προετοιμασία του διαμερίσματος του πλοίου στο οποίο βρίσκονταν οι 26 καμπίνες που αυτό διέθετε, επιπρόσθετα πραγματοποιούσαν εναλλάξ τον έλεγχο των εισιτηρίων στην είσοδο στο σαλόνι της πρώτης θέσης,  υποδέχονταν τους επιβάτες και ήταν παρόντες κατά την επιβίβαση και αποβίβαση αυτών σε κάθε λιμάνι στο οποίο κατέπλεε το πλοίο. Όταν το πλοίο εκτελούσε το «απλό» δρομολόγιο (Πειραιάς, Σύρος, Τήνος, Μύκονος και επιστροφή) η εργασία του ενάγοντος ναυτικού  ξεκινούσε μία ώρα πριν,  ενώ, μετά τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά, εκτός της καθαριότητας στις χρησιμοποιηθείσες καμπίνες, συμμετείχε στις εργασίες καθαριότητας των χώρων ενδιαίτησης του πλοίου επί δυο ώρες περίπου, ενώ στη διάρκεια της ημέρας πραγματοποιούσε διάλειμμα δυο ωρών.     Στη διάρκεια των πολύωρων πλόων του πλοίου προς την Αμοργό ή την Αστυπάλαια, οι οποίοι ξεκινούσαν ώρα 17.30 από τον Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει το πλοίο ώρα 15.00, αμφότεροι οι διαμεριστές θαλαμηπόλοι απασχολούνταν μία ώρα πριν τον κατάπλου στην αποβίβαση των επιβατών (από ώρα 14.00 ) έως και μία ώρα (έως 18.30) μετά την αναχώρηση στα ως άνω περιγραφόμενα καθήκοντα.  Στη συνέχεια ο ένας εξ αυτών αναπαυόταν μέχρι την άφιξη στη Σύρο ώρα 21.15 ή στην Πάρο ώρα 22.00, οπότε αναλάμβανε και πάλι εργασία έως την άφιξη ώρα 9.00 στη Νάξο και ο άλλος  συνέχιζε να εργάζεται χωρίς διακοπή  έως ώρα 1.00 ενώ αναλάμβανε εκ νέου καθήκοντα ώρα 9.00. Όταν  το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγιο προς Ικαρία και τελικό προορισμό το Βαθύ της Σάμου, αναχωρώντας ώρα 22.00 από Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει ώρα 19.45 και οι δύο διαμεριστές θαλαμηπόλοι εργάζονταν μέχρι ώρα 23.00 οπότε ο ένας εξακολουθούσε να εργάζεται έως ώρα 2.30  και τότε αναλάμβανε ο άλλος  μέχρι ώρα 7.00 και στη συνέχεια συγχρόνως και οι δύο μέχρι τον τελικό προορισμό ώρα 10.50. Από την ώρα αυτή εργάζονταν και πάλι εναλλάξ ο ένας έως τις 14.30 όταν αναλάμβανε ο άλλος έως ώρα 18.00 και από ώρα 18.00 και οι δύο μέχρι περίπου ώρα 22.00, μετά την άφιξη του πλοίου ώρα 20.25 στον Πειραιά. Τέλος, όταν το πλοίο εκτελούσε πρόσθετο δρομολόγιο ο ενάγων ναυτικός αναπαυόταν από ώρα 16.30 έως ώρα 21.00 οπότε και αναλάμβανε καθήκοντα στη ρεσεψιόν του πλοίου μέχρι ώρα 6.00 οπότε συνέχιζε με τα καθήκοντα του διαμεριστή θαλαμηπόλου. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, τους πλόες που εκτελούσε το πλοίο και τη διάρκεια αυτών που κυμαινόταν από δώδεκα έως είκοσι ώρες, την υποχρέωση του ενάγοντος να αναλαμβάνει εργασία μία ώρα πριν τον απόπλου και να παραμένει περίπου δυο ώρες μετά τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας ώστε το πλοίο να καθαριστεί, τον αριθμό των υπηρετούντων ναυτικών ο οποίος αυξομειωνόταν  ανάλογα με την εποχή, τον αριθμό των μεταφερόμενων επιβατών και τα άνω περιγραφόμενα καθήκοντα του ναυτικού σε συνδυασμό με την καταβολή σ’ αυτόν από μέρους της εργοδότριας κατά τρόπο πάγιο και σταθερό υπερωριακής αμοιβής, κάθε μήνα,  τέλος (σε συνδυασμό) και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο ενάγων κατά την ναυτολόγησή του στο πρώτο ένδικο χρονικό διάστημα, παρείχε,  κατά μέσο  όρο εργασία δεκατριών ωρών (13) καθημερινά, πραγματοποιώντας επομένως υπερωριακή εργασία πέντε ωρών (5) τις καθημερινές  και Κυριακές και  δεκατριών ωρών (13) τα Σάββατα και τις αργίες.   Κατά συνέπεια  για την ναυτολόγησή του στο «BSP» κατά το οποίο απασχολήθηκε υπερωριακά επί 240 καθημερινές και Κυριακές το έτος 218 και επί 79 καθημερινές και Κυριακές το έτος 2019, επί 50 Σάββατα και αργίες το έτος 2018 και επί 18 Σάββατα και αργίες το έτος 2019 δικαιούται  Ι] για το έτος 2018: (18 + 23 + 8 + 11 + 22 + 19 + 12 + 27 + 26 + 24 + 17 + 9 + 24=)  240  ημέρες Χ 5 ώρες Χ 8,54 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας   = 10.248 ευρώ  και  (3 + 5 + 1 + 3 + 8 + 4 + 2 +4 + 5 + 6 + 2 + 1 + 6=)  50 ημέρες Χ 13 Χ 10,25 ευρώ ωρομίσθιο προσαυξημένης υπερωρίας = 6.662,5 ευρώ αντίστοιχα  2] για το έτος 2019 :  (25 + 24 + 24 + 6=) 79 ημέρες Χ 5 Χ 8,70 ευρώ = 3.436,5 ευρώ  και (6 + 4 + 7 + 1=) 18 ημέρες Χ 13 Χ  10,44  ευρώ = 2.442,96 και συνολικά  22.789,96 ευρώ.      Το χρονικό  διάστημα από  9-5-2019 έως 25-10-2019 ο ενάγων, όπως ήδη αναφέρεται στην αρχή, ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο «BSΗ» το οποίο έχει μεταφορική ικανότητα 1.488 επιβατών ενώ διαθέτει 164 καμπίνες. Σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση υπηρετούσαν σ’ αυτό ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας Αρχιθαλαμηπόλος, εικοσιπέντε Θαλαμηπόλοι και δεκαεπτά Επίκουροι ο αριθμός δε αυτών αυξανόταν κατά δυο άτομα από 1 Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου και μειωνόταν όπως και στο πρώτο πλοίο. Το άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο από Πειραιά προς Ηράκλειο Κρήτης και αντίστροφα, συγκεκριμένα   ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00 και κατέπλεε στο Ηράκλειο ώρα 6.00 της επομένης από το λιμάνι αυτό αναχωρούσε στις 21.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά στις 6.00 της επομένης. Ωστόσο στις 4-7-2019, 11-7-2019, 12-7-2019, 30-7-2019, 3-8-2019, 6-8-2019, 10-8-2019, 13-8-2019 και 22-8-2019 μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά το πλοίο εκτέλεσε το πρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 10.00) – Ηράκλειο (αφ. 18.45). Στις 18-7-2019, 25-7-2019, 26-7-2019, 1-8-2019, 8-8-2019 μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Ηρακλείου ώρα 6.00 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Ηράκλειο (αναχ. 9.00) – Πειραιάς (αφ. 17.45). Στις 18-8-2019, 25-8-2019, 29-8-2019 και 1-9-2019 μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 6.00 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Ηράκλειο (αναχ. 9.00) – Πειραιάς (αφ. 17.45). Στις 20-8-2019 και 27-8-2019 μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Ηρακλείου ώρα 6.00 εκτελέσθηκε το πρόσθετο δρομολόγιο Ηράκλειο (αναχ. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 18.45).  Στη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο ο ενάγων  ασκούσε καθήκοντα ομοίως «διαμεριστή» θαλαμηπόλου και είχε την επιμέλεια (μαζί με έναν βοηθό) της καθαριότητας και της  προετοιμασίας 13 καμπινών τη θερινή περίοδο και 26 καμπινών τη χειμερινή, όταν μειωνόταν ο αριθμός των ναυτολογημένων θαλαμηπόλων, οι αριθμοί δε αυτοί αντιστοιχούσαν σε  προετοιμασία περίπου 50 κρεβατιών κατά την πρώτη και 100 κρεβατιών κατά τη δεύτερη περίοδο. Αυτή η εργασία, που διαρκούσε περί τις τέσσερις ώρες, εκτελούνταν μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού και την αποβίβαση των επιβατών, οπότε συμμετείχε  στην καθαριότητα και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου. Το απόγευμα  περί ώρα 18.00 αναλάμβανε τα καθήκοντά του στην υποδοχή των επιβατών και στην κατανομή τους στις καμπίνες ενώ στη συνέχεια επιμελούνταν την ευταξία και την καθαριότητα στο εστιατόριο «self-service», που λειτουργούσε το βράδυ,  μέχρι ώρα 24.00.  Όταν το πλοίο εκτελούσε  διπλό δρομολόγιο ο ενάγων αναλάμβανε καθήκοντα μισή ώρα πριν τον κατάπλου απασχολούμενος στην αποβίβαση επιβατών, στην καθαριότητα των καμπινών και στην υποδοχή  επιβατών,  μετά την ολοκλήρωση αυτών αναλάμβανε τα καθήκοντά του στο εστιατόριο μέχρι ώρα 15.30. Μετά από ένα δίωρο τουλάχιστον διάλλειμα αναλάμβανε και πάλι εργασία μισή ώρα πριν τον κατάπλου του πλοίου στην αποβίβαση- καθαριότητα καμπινών και επιβίβαση επιβατών, όταν δε αυτή ολοκληρωνόταν, μετέβαινε στο εστιατόριο όπου παρέμενε εργαζόμενος μέχρι ώρα 24.00. Στο χώρο αυτό ασχολείτο με την προετοιμασία του μπουφέ, την εξυπηρέτηση των επιβατών και την καθαριότητα όταν το εστιατόριο «έκλεινε».  Με βάση τα ίδια όπως και παραπάνω αποδεικτικά μέσα και τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου πλοίου και των πλόων του,  μέγεθος, διάρκεια πλόων περί τις εννέα ώρες, αριθμός καμπινών, αριθμός ναυτολογημένων Θαλαμηπόλων και Επίκουρων ναυτικών,  της αυξημένης επιβατικής κίνησης του πλοίου λόγω της θερινής περιόδου που καθιστούσε αναγκαία την παροχή υπερωριακής εργασίας, για την οποία, όπως και στο προηγούμενο ένδικο χρονικό διάστημα η εναγομένη κατέβαλλε αμοιβή στον ενάγοντα και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος, κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «BSΗ» παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 10 ωρών ημερησίως, ενώ τις ημέρες που εκτελούνταν πρόσθετα δρομολόγια εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως και όχι 14 ώρες και 17 ώρες αντίστοιχα, όπως ο ίδιος αβάσιμα ισχυρίζεται ούτε 15 ώρες (όταν πραγματοποιείτο δεύτερο δρομολόγιο) όπως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε η εκκαλουμένη και βάσιμα, εν μέρει, παραπονείται η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της . Συγκεκριμένα ο ενάγων εργάστηκε α) τα Σάββατα 3-8-2019 και 10-8-2019 επί 14 ώρες και συνολικά 28 ώρες και τα λοιπά 21 Σάββατα και τις 3 αργίες (6-6-2019, 15-8-2019, 14-9-2019) επί 10 ώρες ημερησίως και συνολικά (10 ώρες  Χ 24 ημέρες =) 240 ώρες, ήτοι συνολικά (28+240=) 268 ώρες, για τις οποίες δικαιούται ως αμοιβή (268 Χ 10,44 ευρώ ωρομίσθιο προσαυξημένης υπερωρίας =) 2.797,92 ευρώ. β) τις καθημερινές και Κυριακές:  4-7-2019, 11-8-2019, 12-7-2019, 18-7-2019, 25-7-2019, 26-7-2019, 30-7-2019, 1-8-2019, 6-8-2019, 8-8-2019, 13-8-2019, 18-8-2019, 20-8-2019, 22-8-2019, 25-8-2019, 27-8-2019, 29-8-2019 και 1-9-2019 απασχολήθηκε 14 ώρες ημερησίως πραγματοποιώντας 6 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως και συνολικά (6 ώρες Χ 18 ημέρες =) 108 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, ενώ τις λοιπές 126 καθημερινές και Κυριακές του ίδιου διαστήματος απασχολήθηκε 10 ώρες ημερησίως πραγματοποιώντας 2 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και συνολικά (2 ώρες Χ 126 ημέρες =) 252 ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Για το σύνολο της εν λόγω υπερωριακής εργασίας του δικαιούται να λάβει ως αμοιβή  το ποσό των (108 + 252 = 360 ώρες X 8,70 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας =) 3.132 ευρώ. Επομένως δικαιούται συνολικά  (2.797,92 + 3.132 =) 5.929,92 ευρώ και για αμφότερα τα ένδικα διαστήματα δικαιούται για την αιτία αυτή: 22.789,96  + 5.929,92= 28.719,88 ευρώ. Σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζουν και οι δυο αντίδικοι η εναγομένη έχει καταβάλει στον ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά: 320,91 + 458,44 + 137,53 + 213,94 + 443,17 + 351,47 + 213,94 + 458,44 + 458,44 + 443,16 + 290,35 + 137,53 + 78,58 + 467,61 + 467,62 + 467,62 + 467,62 + 109,11 + 30,20 + [ για την εργασία του στο BH 358,51 + 467,62 + 467,62 + 467,62 + 476,96 + 397,47 +35,18] και συνολικά το ποσό των 8.686,66 ευρώ  ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και αντίστοιχα για την υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές:  43,51 + 84,24 + 10,04 + 14,50 + 72,23 + 109,05 + 22,86 + 47,95 + 47,95 + 43,22 + 21,19 + 10,04 + 11,82 + 34,14 + 34,14 + 34,14 + 34,14 + 7,96 + 2,20 + [  για την εργασία του στο BH 111,23 + 145,08 + 145,08 + 145,08 + 147,99 + 123,32 + 10,95] το ποσό των και 1.514,05 ευρώ και συνολικά 10.200,71 ευρώ και επομένως δικαιούται ακόμα τη διαφορά 28.719,88- 10.200,71 = 18.519,17 ευρώ, 16.089,96 ευρώ για την ναυτολόγηση στο πρώτο πλοίο και 2.430,21 ευρώ αντίστοιχα στο δεύτερο.

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, η οποία καταρτίζεται από εργαζόμενο που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι, αυτοδικαίως, περιέχει τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους και καθίστανται άκυρες οι τυχόν αντίθετες συμφωνίες. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας οι οποίοι είναι  ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους που διαλαμβάνονται σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος αυτός είναι ισχυρός και αφορά  όχι μόνο τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και  τις μέλλουσες, δηλαδή και εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και για τις αξιώσεις από σύμβαση ναυτικής εργασίας που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της  αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία που δικαιούται ο ναυτικός και αυτό διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, που προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις, πέραν των ελάχιστων ορίων, συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην κατά τα προαναφερόμενα πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (σσνε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, στην υπό κρίση  περίπτωση  του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας μερών συμφωνηθεί και καταβάλλεται, κατά τρόπο πάγιο και τακτικό,  στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου  από την οικεία σσεν μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, το οποίο στη ναυτική ορολογία αποκαλείται «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης από εκείνον εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη  «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το εν λόγω πρόσθετο  ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Ωστόσο  το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες σσνε αποδοχές, μόνον όμως  όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί  καταλογισμού  του  στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, διαφορετικά,  εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί ο καταλογισμός του επιμισθίου ορισμένα και ειδικά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, Ε.Ν.Δ. 2003, 345, ΑΠ 225/2002, Δ.Ε.Ν. 2002, 1314, ΕΠειρ. 72/2019, ΕΠειρ 588/2018, ΕΠειρ 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).     Στην κρινόμενη  περίπτωση, αποδείχθηκε ότι στις έγγραφες συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων με ημερομηνία 11-1-2018, 18-3-2018 και 9-5-2019  επαναλήφθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω,  η ακόλουθη επί μέρους συμφωνία: «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Από τις προσκομισθείσες  αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος ναυτικού, αποδεικνύεται ότι, καθ’ όλα τα  χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στα δυο πλοία της εναγομένης, η τελευταία κατέβαλε σ’ αυτόν σταθερά κάθε μήνα ένα ποσό που είχε την ονομασία «έκτακτες αμοιβές». Σύμφωνα με τους μάρτυρες που εξέτασε ο ενάγων, τα ποσά για τις εν λόγω αμοιβές προέρχονταν από την εκμετάλλευση από τρίτη εταιρία των εστιατορίων και των μπαρ που διέθεταν τα πλοία και στα οποία απασχολούνταν οι θαλαμηπόλοι, κατανέμονταν δε σ’ αυτούς με ευθύνη του εκάστοτε αρχιθαλαμηπόλου. Από το περιεχόμενο της ειδικότερης αυτής συμφωνίας που αποτελούσε τμήμα των ένδικων συμβάσεων, οι οποίες ενόψει των διαφορετικών απόψεων που εκφράζουν τα διάδικα μέρη, ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 Α.Κ.), προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας των συμβληθέντων ο συμψηφισμός των καταβαλλομένων, πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, στον ενάγοντα ναυτικό, ποσών  συγκεκριμένα και ειδικά με τις απορρέουσες από την εργασία του αξιώσεις για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας. Επομένως και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις στις οποίες θεμελιώνεται επιτρεπτά η δυνατότητα σχετικού συμβατικού συμψηφισμού, αφού  προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα αυτός στις προαναφερθείσες συμβάσεις, με την ως άνω διατύπωση της μερικότερης συμφωνίας περί καταλογισμού. Άλλωστε το ότι αυτή (η μερικότερη συμφωνία) αφορούσε συγκεκριμένα την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας προκύπτει χωρίς καμία αμφιβολία από το ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε άλλο ποσό, πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές,  κατά τρόπο  σταθερό και τακτικό και επομένως αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο την εν λόγω αμοιβή.  Το ότι η προέλευση των χρημάτων που κατέβαλε η ίδια η εναγομένη στον ενάγοντα αλλά και τους λοιπούς ναυτικούς που απαχολούνταν στα εστιατόρια και  μπαρ του πλοίου, προερχόταν από την εκμίσθωση αυτών  δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση καθώς είναι αδιάφορη και δεν επηρεάζει την συμφωνία περί καταλογισμού αφού η εναγομένη μέρος  του μισθώματος που εισέπραττε από την μισθώτρια των εν λόγω χώρων του πλοίου και το οποίο αντιστοιχούσε σε καθορισθέν ποσοστό επί των εκάστοτε μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ) και των εστιατορίων του πλοίου, κατέβαλε ως έκτακτες αποδοχές στους εργαζόμενους ναυτικούς της. Εξάλλου και ο μάρτυρας απόδειξης ……….. στην …./2020 ένορκη βεβαίωση που έδωσε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, βεβαιώνει ότι οι ναυτικοί γνώριζαν ότι θα λάμβαναν ως μέρος των αποδοχών τους κάποια ποσοστά από τις πωλήσεις στα μπαρ επειδή ακριβώς εργάζονταν σ’ αυτά τα μέλη του ξενοδοχειακού πληρώματος του πλοίου. Επομένως, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, την οποία (ένσταση) η τελευταία προέβαλε πρωτόδικα και μετά την απόρριψή της από την εκκαλουμένη, επαναφέρει στην παρούσα δίκη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, πρέπει να αφαιρεθεί από το άνω ποσό των 18.519,17 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων ως υπόλοιπο οφειλόμενης αμοιβής για  υπερωριακή εργασία, το συνολικό ποσό που έλαβε ως έκτακτες αποδοχές το οποίο σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής ανέρχεται σε  5.135,25  ευρώ για την ναυτολόγησή του στο πλοίο  «BSP» και σε 1.368,44 ευρώ για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «BH» και απομένει, επομένως, οφειλόμενο υπόλοιπο αντίστοιχα 10.953,71 ευρώ  και 1.061,77 ευρώ. Το γεγονός ότι τα πλοία της εναγόμενης εταιρίας κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευαν με πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντα, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕΠ 23/2014 και 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Πλέον αυτού, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, με το αρμόδιο όργανο αυτής , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106επ. του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των οικείων  ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή με κάποια παρατήρηση στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του αλλά και  στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του τελευταίου αυτού (ΕΠ 716/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση.  Εξάλλου, όπως  έχει παγίως νομολογηθεί, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,   χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη  με τους οικείους λόγους της έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

V. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982) προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικά και πάγια καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η αποζημίωση  άδειας και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια.

Στην κρινόμενη υπόθεση ο ενάγων δικαιούται με βάση τις παραπάνω   σκέψεις α] ως επίδομα Πάσχα  2018 : 2.490,45 ευρώ  μηνιαίες αποδοχές + μέσος όρος αμοιβής υπερωριών κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντα στο  «BSP» (22.789,96 ευρώ  : 385 ημέρες Χ 30 =) 1.775,84 = 4.266,29 ευρώ: 2:15 Χ (102 ημέρες διάρκεια της εργασιακής σχέσης : 8=) 12,75 = 1.813,7 ευρώ – 847,21 ευρώ (καταβληθέν ποσό για την ίδια αιτία) = 965,96 ευρώ από το οποίο θα του καταβληθεί το αιτούμενο με την έφεσή του ως διαφορά, μικρότερο, ποσό των 959,21  ευρώ. β] ως επίδομα Χριστουγέννων : 4.266,29 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 25 Χ 2  Χ (187 ημέρες διάρκεια εργασιακής σύμβασης : 19=) 9,84 = 3.358,42 ευρώ – 1.518,56 ευρώ (καταβληθέν για την αιτία αυτή ποσό όπως συνομολογεί ο ενάγων αλλά και σύμφωνα με την αναλυτική κατάσταση –οριστικοποιημένα- που προσκομίζει η εναγομένη =) 1.839,86 ευρώ. γ] ως επίδομα Πάσχα 2019: (2.539,81 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 1.775,84 μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας =) 4.315,65 ευρώ : 2 : 15 Χ (97 ημέρες διάρκεια της εργασιακής σύμβασης : 8 =)12,12 = 1.743,52 – 800,ο5 ευρώ ( καταβληθέν για την ίδια αιτία ποσό, όπως συνομολογεί ο ενάγων και προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας –οριστικοποιημένα- που προσκομίζει η εναγομένη=) 943,52 ευρώ. δ] ως επίδομα Χριστουγέννων 2019: 2.539,81 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 1.046,45  ευρώ μέσος όρος  αμοιβής υπερωριακής εργασίας (5.929,92 ευρώ το σύνολο αυτής κατά την ναυτολόγησή του στο «ΒH» : 170  ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησης Χ 30 ημέρες =) 3.586,26 ευρώ : 2/25 Χ (170 ημέρες : 19=) 8,94 = 2.564,99 – 1.473,05 ευρώ (καταβληθέν όπως συνομολογεί ο ενάγων και προκύπτει από την ίδια ως άνω κατάσταση που προσκομίζει η εναγομένη)= 1.093,94 ευρώ. Επομένως  η εκκαλουμένη κατά τον μερικά βάσιμο οικείο λόγο της έφεσης του ενάγοντος έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και επιδίκασε διαφορετικά ποσά  ενώ απορριπτέος είναι ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο παραπονείται για την επιδίκαση από την εκκαλουμένη διαφορών ως επιδόματα εορτών  καθώς και για τον συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας, το οποίο ωστόσο λαμβάνεται υπόψη ως ανήκον στις τακτικά και παγίως καταβαλλόμενες αποδοχές.

VI. Στη συνέχεια, ο ενάγων παραπονείται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του για εσφαλμένο υπολογισμό, από την εκκαλούμενη απόφαση, των αποδοχών με βάση τις οποίες προσδιόρισε την αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο «BH» καθώς, όπως ισχυρίζεται, συνυπολόγισε μικρότερο μέσο όρο αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του και συγκεκριμένα 1.077,60 ευρώ και όχι 2.505,60 ευρώ που αντιστοιχεί στον αριθμό των ωρών υπερωριακής εργασίας που ο ίδιος υποστηρίζει ότι παρείχε κατά τη ναυτολόγησή του στο εν λόγω πλοίο και, επιπρόσθετα, δεν συνυπολόγισε την μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών που του κατέβαλε η εναγομένη.  Η τελευταία με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της παραπονείται αφενός για τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι πραγματοποίησε ο ενάγων κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «BSP» ισχυριζόμενη όλως αόριστα ότι αυτά δεν ανέρχονται σε 81 για το έτος 2018 αλλά σε 17 χωρίς να εκθέτει τον τρόπο υπολογισμού που ακολούθησε και κατέληξε σ’ αυτόν τον αριθμό ενώ, στη συνέχεια,  ισχυρίζεται ότι λόγω της μικρότερης των 12 ωρών διάρκειας των κυκλικών ταξιδιών θα έπρεπε να επιδικαστεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 33 παρ.7   αμοιβή και,  τέλος, ισχυρίζεται ότι στον  υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής συνυπολόγισε εσφαλμένα τον μέσο όρο της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας καθώς και τις αποδοχές άδειας.  Σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2. Αν κατ΄ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3. Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επομένη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. 5. Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. 7. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.»  Σύμφωνα επομένως με τις διατάξεις 1, 3, 4 και 7  δρομολόγια εξπρές θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 των ως άνω σσνε που είναι ειδική σε σχέση προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας γι` αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του (βλ. Εφ.Πειρ.111/2007 Δημ. ΝΟΜΟΣ, 855/2002 αδημ., ΕΠ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, Εφ.Πειρ. 1056/2000 αδημ., Εφ.Πειρ. 471/2000 αδημ.). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες (βλ. Εφ.Πειρ. 855/2002 αδημ., Εφ.Πειρ. 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειραιά 1996-97 σελ. 27, Εφ.Πειρ. 20/1999 αδημ., Εφ.Πειρ. 953/1998 αδημ.). Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω σσνε, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Περαιτέρω  στις άνω αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής των εν λόγω δρομολογίων, και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά, κάθε μήνα ή, κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004.214, ΕΠ 284/2020,  200/2016,  442/2015,  618/2014 δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής  και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΕΠ. 265/2016 και  51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕΠ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013. 220, ΕΠ 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011. 262, ΤριμΕΠ 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124 ).

Με βάση, επομένως, τις εμπεριεχόμενες στους αντίστοιχους λόγους έφεσης των διαδίκων, αιτιάσεις και  τα δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο «BSP» όπως τα μνημονεύει στην αγωγή του ο ενάγων και δεν αμφισβητεί η εναγομένη,   η αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια εξπρές καθορίζεται με βάση την παρ. 5   του άρθρου 33  σε συνδυασμό με την παρ.7  αφού  το πλοίο είχε καθημερινές ανά εβδομάδα αναχωρήσεις  τουλάχιστον έξι.  Συγκεκριμένα  στο διάστημα από 9-2-2018 με 22-2-2018 το πλοίο  πραγματοποιούσε κυκλικά ταξίδια (κυκλικής) διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών καθημερινά επί έξι  ημέρες επί δυο εβδομάδες συνεπώς πραγματοποιήθηκαν 2 δρομολόγια εξπρές, στο διάστημα από  23-2-2018 έως 19-4-2018, κατά το οποίο το πλοίο διέκοψε τους πλόες από 9-3-2018 έως 18-3-2018, αυτό λειτουργούσε ως ημερόπλοιο με καθημερινούς πλόες από ώρα 7.30 (αναχ από Πειραιά) έως  19.45 (άφιξη Πειραιά) ωστόσο στις 2, 3, 4 και 5 Απριλίου πραγματοποιήθηκαν πρόσθετα δρομολόγια, όπως αναφέρεται παραπάνω  και επομένως πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από 2-4 έως 8-4, έντεκα συνολικά δρομολόγια από τα οποία τα πέραν των πέντε (6) είναι εξπρές, από 23-4-έως 20-5 οπότε ο ενάγων πήρε άδεια πραγματοποιήθηκαν  στο διάστημα των τεσσάρων συνολικά εβδομάδων επτά δρομολόγια ανά εβδομάδα εκ των οποίων τα δυο είναι εξπρές και συνολικά 8,  από 18-6 έως 22-7 το πλοίο πραγματοποιούσε καθημερινούς πλόες στο σύνολο των πέντε εβδομάδων εκ των οποίων ο ένας κυκλικός με διάρκεια πλέον των 12 ωρών καθώς και δυο πρόσθετα, πέραν του τακτικού,  δρομολόγια ανά εβδομάδα  και συνολικά 25 εξπρές,  από 23-7-2018 έως 12-8-2018  πραγματοποιούσε όμοια ως άνω τακτικά καθημερινά δρομολόγια πλέον ενός κυκλικού και δυο πρόσθετων την πρώτη εβδομάδα (23 με 29 Ιουλίου) και τριών πρόσθετων δρομολογίων τις υπόλοιπες δυο εβδομάδες  και συνολικά 17 εξπρές,  την εβδομάδα από 13-8-2018 έως 19-8-2018  πραγματοποίησε συνολικά 7 δρομολόγια και ένα  κυκλικό διάρκειας πλέον των 12 ωρών και συνολικά 3 εξπρές,   το διάστημα  από 20-8-2018 έως 2-9-2018 πραγματοποίησε  πλέον των τακτικών από  ένα  κυκλικό δρομολόγιο διάρκειας πλέον των 12 ωρών κάθε εβδομάδα καθώς και ένα πρόσθετο δρομολόγιο στις 23-8  και στη 1-9 και συνολικά 8 εξπρές, στο διάστημα τεσσάρων εβδομάδων από 3-9-2018 έως 30-9-2018 πραγματοποίησε 7 τακτικά δρομολόγια και ένα κυκλικό κάθε εβδομάδα και επομένως 3 δρομολόγια εξπρές και 12 συνολικά. Κατά συνέπεια  το πλοίο «BSP» πραγματοποίησε συνολικά το έτος 2018, 81 δρομολόγια εξπρές, για καθένα εκ των οποίων ο ενάγων δικαιούται  αμοιβή ίση με το 1/30 των  μηνιαίων αποδοχών του που διαμορφώνονται όπως αναλύεται στις προηγηθείσες σκέψεις και συγκεκριμένα: 2.490,45 ευρώ  μηνιαίες αποδοχές + μέσος όρος αμοιβής υπερωριών κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντα στο  «BSP» 1.775,84 = 4.266,29 ευρώ  : 30 χ 81 δικαιούται ως αμοιβή ποσό 11.518,98 από το οποίο αφού αφαιρεθεί το συνομολογούμενο ως  καταβληθέν για την αιτία αυτή ποσό των  3.617,98 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο  7.901 ευρώ. Αντίστοιχα κατά το έτος 2019  το ίδιο πλοίο εκτελεί ημερήσιους πλόες καθημερινά, ωστόσο στο διάστημα από 4-3-2019 έως 10-3-2019 και από 18-3-2019 έως 31-3-2019  πραγματοποίησε από ένα πρόσθετο δρομολόγιο κάθε εβδομάδα (8-3, 22-3 και 27-3) και συνολικά πραγματοποίησε οκτώ δρομολόγια  εβδομαδιαίως και επομένως τρία δρομολόγια εξπρές και 9 συνολικά για το χρονικό διάστημα 3 εβδομάδων, από 1-4-2019 έως 7-4-2019 το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά εννέα δρομολόγια, επτά τακτικά και δυο πρόσθετα (4 και 5-4-2019) και συνεπώς 4 δρομολόγια εξπρές. Επομένως για τα συνολικά 13 δρομολόγια εξπρές του έτους 2019 ο ενάγων δικαιούται ομοίως ως  αμοιβή το 1/30 των  μηνιαίων αποδοχών του για κάθε ένα εξ αυτών  και συγκεκριμένα  : 2.539,81 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 1.775,84 μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας  = 4.315,65 ευρώ : 30 Χ 13 = 1870,11  από το οποίο αφού αφαιρεθεί το συνομολογούμενο ως  καταβληθέν για την αιτία αυτή ποσό των  402,61 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.467,50 ευρώ. Επομένως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις η εκκαλουμένη υπολόγισε τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές και καθόρισε την αμοιβή με βάση το σύνολο των μηνιαίων τακτικά καταβαλλομένων αποδοχών του ενάγοντος και όσα αντίθετα υποστηρίζουν με τους άνω αναφερόμενους λόγους των εφέσεών τους οι διάδικοι. Ειδικότερα ο συνυπολογισμός κατά τον ενάγοντα στις εν λόγω αποδοχές των επιδομάτων εορτών, ο μη συνυπολογισμός κατά την εναγομένη των αποδοχών αδείας και ο καθορισμός αμοιβής στο  1/60 κλπ.  των δρομολογίων  είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Όσον αφορά τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο «BH» (9-5-2019 εως 2-10-2019) αμφότερα τα διάδικα μέρη  παραπονούνται για τον  καθορισμό των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος με βάση τις οποίες υπολόγισε η εκκαλουμένη την αμοιβή αυτού χωρίς να πλήττουν αυτήν ως προς τον αριθμό των πραγματοποιηθέντων δρομολογίων και τον τρόπο καθορισμού της ως άνω αμοιβής. Κατά συνέπεια αυτών ενόψει του ότι κατά την μη πληττόμενη κρίση της  εκκαλουμένης ο ενάγων πραγματοποίησε κατά το ένδικο διάστημα συνολικά 51,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης και συνεπώς 51,25:8 = 6,40 δρομολόγια εξπρές, για κάθε ένα εκ των οποίων δικαιούται ως αμοιβή το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του και συγκεκριμένα  2.539,81 ευρώ + 1.046,45 ευρών μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας στο άνω πλοίο = 3.586,26 ευρώ : 30 Χ 6,40 = 765,06 ευρώ από το οποίο αφού αφαιρεθεί ποσό   551,34 ευρώ το οποίο ο ενάγων συνομολογεί ότι  έλαβε, απομένει οφειλόμενο  υπόλοιπο 213,72 ευρώ. Επομένως καθίστανται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα όσα αντίθετα ισχυρίζονται με τους οικείους λόγους των εφέσεών τους οι εκκαλούντες.

VII. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό  συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα  επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλά νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υπόχρεου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, επειδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕΠειρ 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΠειρ 397/2020, αδημ.).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον, και πρωτοδίκως προβληθέντα, αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι αμείβεται με χαμηλότερες από τις αποδοχές που δικαιούται, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων  αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς  επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι έχει εξοφλήσει πλήρως τον ενάγοντα.  Ακόμα όμως και αν που γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν  σύμφωνα με το νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους  αναλύονται παραπάνω, δεν μπορούσε να στερηθεί το δικαίωμά  του να επιδιώξει  δικαστικά τις νόμιμες απαιτήσεις του, από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη από την εναγομένη στάση αυτού, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε μια τέτοια υπογραφή σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου απώλειας της εργασίας του μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ με τις προαναφερόμενες, ο ερευνώμενος έκτος  λόγος της έφεσης της εναγομένης, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ενόψει όλων των ανωτέρω και του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα θα πρέπει η από 25-1-2021 έφεση του ενάγοντος να γίνει μερικά δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η δε από 26-2-2021 έφεση της εναγομένης να γίνει δεκτή μερικά ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ανωτέρω αναφερόμενους ως ευδοκιμήσαντες λόγους της , να εξαφανιστεί κατόπιν αυτού η εκκαλουμένη στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου (ΕΠ 700/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη  και να   υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.953,71 ευρώ, νομιμοτόκως από 7-4-2019 μέχρι την εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (1.061,77 +959,21 + 1.839,86 + 943,52 + 1.093,94 + 7.901 + 1.467,50 + 213 =) 15.479,8 ευρώ,  νομιμοτόκως το μεν ποσό των 13.110,37 ευρώ από 7-4-2019 και το υπόλοιπο ποσό των 2,369,43, ευρώ νομιμοτόκως από 25-20-2019. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των εν μέρει νικησάντων διαδίκων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας,  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αντιδίκου τους όπως ορίζεται στο διατακτικό κατανεμομένων μεταξύ των διαδίκων κατά την έκταση της  μερικής νίκης και ήττας αυτών, κατόπιν σχετικού αιτήματός, (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ) ομοίως σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων  α) την με αριθμό κατάθεσης ………./25-1-2021 έφεση του ενάγοντος και β) την  με αριθμό κατάθεσης …………/26-2-2021 έφεση της  εναγόμενης εταιρίας,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  2752/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικά ΚΑΙ εν μέρει ως βάσιμες κατ’ ουσίαν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτού (10.953,71) ευρώ,  νομιμοτόκως από 7-4-2019 μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των  δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (15.479,8),  νομιμοτόκως το ποσό των -13.110,37- ευρώ από 7-4-2019 και το υπόλοιπο ποσό των -2,369,43- ευρώ νομιμοτόκως από 25-20-2019.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εφεσίβλητη-εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος-ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εφεσίβλητο-ενάγοντα μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στις   28   Μαρτίου 2022.

            Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ