ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 373/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας …………… την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παύλος Σιούφας με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη.
Β. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας ………………την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παύλος Σιούφας με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-5-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 922/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων με την από 8-7-2020 και αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ………./9-7-2020 έφεσή του όσο και η εναγομένη με την από 23-6-2020 και με αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ……../29-6-2020 έφεσή της.
Η έφεση του ενάγοντος προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 22-4-2021 κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε και επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 22-4-2021 κλήση (αριθ.κατάθ. …………/20-5-2021) στη δικάσιμο της 23-9-2021, κατά την οποία είχε προσδιοριστεί και η συζήτηση της έφεσης της εναγομένης.
Η συζήτηση αμφότερων των εφέσεων αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης, στην οποία η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσίβλητου έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 8-7-2020 και με αριθμό κατάθεσης ……../9-7-2020 έφεση του, εν μέρει, νικήσαντος ενάγοντος και β) η από 23-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./29-6-2020 έφεση της ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 922/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 30-5-2018 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622 ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτές ασκήθηκαν μέσα στη νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 5-3-2020 και πριν την επίδοση της εκκαλουμένης στις 25-8-2020, σύμφωνα με την …/25-8-2020 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας …….. . που προσκομίζει ο ενάγων – εκκαλών. Δεδομένου δε ότι για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια. Ωστόσο το παράβολο που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα θα πρέπει να αποδοθεί στην τελευταία, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης (ΑΠ 791/2017, ΕΑ 37/2020 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων ισχυρίζεται με την προαναφερόμενη αγωγή του ότι κατόπιν προφορικής συμφωνίας που συνήψε με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, στις 12-6-2015, στον Πειραιά, προσελήφθη προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως φύλακας στο υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο αυτής «Α». Ότι κατά τα συμφωνηθέντα αυτός θα απασχολείτο καθημερινά 7.30 -14.00 επί 6 ημέρες την εβδομάδα αντί μηνιαίου καθαρού μισθού 800 ευρώ. Ότι η εναγομένη, αν και ο ίδιος ζητούσε την έγγραφη κατάρτιση της σύμβασής του καθυστερούσε και τελικά προέβη σε αναγγελία της πρόσληψής του στον Ο.Α.Ε.Δ., στις 12-12-2015, στην οποία ανέφερε ότι τον προσέλαβε την τελευταία αυτή ημερομηνία με την ειδικότητα του εργάτη, αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών ύψους 770 ευρώ και καθαρών 646,80, ποσό το οποίο έκτοτε του κατέβαλε παρά τις αντιρρήσεις του και μέχρι την αναίτια καταγγελία της σύμβασής του στις 18-8-2017. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης εργαζόταν, χωρίς να λάβει άδεια ανάπαυσης και τις αντίστοιχες αμοιβές, καθημερινά συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 12 ώρες ημερησίως, και παρά τα συμφωνηθέντα, από ώρα 20.00 έως 8.00, όπως διόρθωσε προφορικά με δήλωσή της η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η πληρεξουσία δικηγόρος αυτού. Να σημειωθεί ότι η εν λόγω διόρθωση των ωρών εργασίας του είναι παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ καθώς δεν μεταβάλλεται η ιστορική βάση της αγωγής και δεν επηρεάζονται τα αιτήματά της ούτε κατά το είδος ούτε κατά το ύψος των αναφερομένων σ’ αυτά χρηματικών ποσών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 49.650,35 ευρώ για διαφορές μεταξύ των συμφωνηθέντων και των πράγματι καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του, για αμοιβή της υπερεργασίας και της κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας του, για εργασία σε ημέρα Σάββατο και Κυριακή, για διαφορές επιδομάτων εορτών και αποζημίωση –επίδομα άδειας.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε πρωτίστως ως αόριστο τον ισχυρισμό περί εξόφλησης της εναγομένης αλλά και ως αβάσιμο, καθώς έκρινε ότι η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος να αποδείξει την αμφισβητηθείσα από τον ενάγοντα γνησιότητα της υπογραφής του στις προσκομισθείσες από την ίδια αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο της εναγομένης ως υπάλληλος, φύλακας, από Δευτέρα έως Σάββατο και από ώρα 7.30 έως 14.00, με έναρξη της απασχόλησής του από τις 12-6-2015, αντί μηνιαίου μικτού μισθού 770 ευρώ και του επιδίκασε το συνολικό ποσό των 6.210,51 ευρώ, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αιτήματα για αμοιβή εργασίας τα Σάββατα και τις Κυριακές, για αμοιβή υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας και για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας. Ήδη οι διάδικοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους και επικαλούμενοι με αυτές λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό, ο μεν ενάγων, να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των κάθε είδους αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται σ’ αυτήν κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να διαλαμβάνονται και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής κάθε ενός εξ αυτών, καθώς έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από, τυχόν, καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν 2112/1920, 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959). Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσης αποδοχές του προσωπικού και τις αντίστοιχες επί αυτών κρατήσεις. (ΑΠ 836/2019, 529/2016, 1069/2014 και 1688/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1781/2014 δημοσ στην ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1537/2013 ΝοΒ 2014.356, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010.743). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη ισχυρίζεται ότι εξόφλησε τα ποσά που δικαιούται ο ενάγων με αφορμή την εργασία του, ωστόσο δεν αναφέρει ποιο συγκεκριμένο ποσό κατέβαλε στον ενάγοντα και την αντίστοιχη αιτία καταβολής, χωρίς να αρκεί, με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, η παράθεση αόριστα ημερομηνιών και ποσών χωρίς την αναφορά, αντίστοιχα, της αιτίας καταβολής κάθε ποσού, στερώντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα, τόσο στον ενάγοντα όσο και στο Δικαστήριο, να ελέγξει τη βασιμότητα των καταβολών. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί εξόφλησης των ένδικων αξιώσεων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα-εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα .
ΙΙ. Το ιδιωτικό έγγραφο, για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή, για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του (άρθρο 443 ΚΠολΔ), ενώ δεν αποδεικνύει, κατ’ αρχάς, υπέρ αυτού (του εκδότη κατά το άρθρο 447 ΚΠολΔ). Πλέον αυτού τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα δημόσια έγγραφα (άρθρο 455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου, προς το σκοπό απόδειξης ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει, ταυτόχρονα, τον ισχυρισμό του διαδίκου που το προσκομίζει, περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας και ο προηγούμενος το αντίστοιχο βάρος της απόδειξής της, εφόσον αμφισβητηθεί. Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ενώ, αν προκύπτει, ότι αυτά είναι γνήσια, τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η άρνηση της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει, κατά την ίδια συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζονται, εάν, δε, αυτό δεν γίνει, θεωρείται, ότι αναγνωρίστηκε, σιωπηρώς, η γνησιότητά τους και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 1304/2013 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον, προϋπόθεση αυτού, είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Επομένως αν το Δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚΠολΔ (ΑΠ 279/2011 ΝοΒ 2011, 1255, ΑΠ 72/2008 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την προσθήκη των προτάσεών του αναγνώρισε, από το σύνολο των αποδείξεων πληρωμής που προσκόμισε η εναγομένη προκειμένου να ανταποδείξει την αβασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών, σ’ ορισμένες μόνο την υπογραφή του, ισχυριζόμενος ρητά και κατηγορηματικά ότι στις λοιπές η φερόμενη ως υπογραφή του δεν έχει τεθεί από τον ίδιο, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι αυτή είναι πλαστογραφημένη και αποδίδει την ηθική αυτουργία στην εν λόγω πράξη σε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, χωρίς ωστόσο να προσαγάγει τα αναγκαία προς απόδειξη του ισχυρισμού του (περί πλαστότητας) αποδεικτικά μέσα, ενώ την ίδια αμφισβήτηση επαναλαμβάνει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετ. ο δεύτερος λόγος έφεσης). Επομένως, η εναγομένη επωμίστηκε με το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας των άνω εγγράφων, αφού ο ισχυρισμός του αντιδίκου της, προβληθείς νομότυπα, συνιστά άρνηση. Η τελευταία ωστόσο, η οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε τα ανωτέρω ιδιωτικά έγγραφα, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος να αποδείξει την αμφισβητηθείσα γνησιότητά τους, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας την αντίδραση του ενάγοντος ως άρνηση της γνησιότητας αυτών, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, δεν τα έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης και κατά συνέπεια όσα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της έφεσή της η ενάγουσα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 Α.Κ., συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και για αυτό το λόγο δεν μπορεί να έχει, κατ’ αρχάς τουλάχιστον, την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Αυτό συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον, με την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο, ως μάρτυρας και στην συνέχεια, ως διάδικος, ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη (ΟλΑΠ 745/2007). Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση, ως μάρτυρα, του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού, είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, το ίδιο δε ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1274/2019, ΑΠ 1192/2018, ΑΠ 1325/2017, ΑΠ 908/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ ) αρκεί η εν λόγω ιδιότητα να υπάρχει κατά τον χρόνο της κατάθεσης ή της ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ή μαρτυρίας, ως ανυπόστατης, αλλιώς, αν δηλαδή η εν λόγω ιδιότητα προϋπήρχε ή αποκτήθηκε μεταγενέστερα, δεν αναιρείται το υποστατό του αποδεικτικού μέσου της ένορκης κατάθεσης ή ένορκης βεβαίωσης, η οποία, όταν προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση από τον διάδικο, είναι υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας κατά τον σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσης (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 2076/2017, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη εταιρία προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος ανταπόδειξης της αγωγής και απόδειξης των ισχυρισμών της, επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την με αριθμό ………/7-12-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. μετά από νομότυπη, κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλήτευση του αντιδίκου της. Σύμφωνα όμως με το κείμενο της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της άνω συμβολαιογράφου, εμφανίστηκε και ζήτησε τη σύνταξή της, προς το σκοπό αντίκρουσης της κρινόμενης αγωγής, ο …………, ο οποίος, ορκισθείς, βεβαίωσε ότι είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας «…………..» που είναι πλοιοκτήτρια του ε/γ-α/κ πλοίου «A». Επομένως και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω, εφόσον ο ενόρκως βεβαιώνων ως μάρτυρας της εναγόμενης εταιρίας είναι μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, όπως ο ίδιος βεβαιώνει και δεν αμφισβητεί η εναγομένη, η προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση αυτού είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την έλαβε υπόψη του, συνεκτιμώντας την μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, έσφαλε μεν ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ωστόσο ο αντίστοιχος πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος είναι αλυσιτελής καθώς για την κρίση του το άνω Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ανυπόστατη ένορκη βεβαίωση αλλά και στις λοιπές προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις. Ωστόσο η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομιζόμενη νέα ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως άνω προσώπου, με αριθμό ………./10-9-2021 που δόθηκε ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (σχετ. η …… ./7-9-2021 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ……….), παραδεκτά προσκομίζεται με τις προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ και θα ληφθεί υπόψη, από το παρόν Δικαστήριο, ως υποστατό αποδεικτικό μέσο, εκτιμώμενη κατά το βαθμό αξιοπιστίας του ενόρκως βεβαιούντος (άρθρο 407 – 591 ΚΠολΔ) και αυτό διότι πλέον ο ………., σύμφωνα με την από 6-5-2021 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Υπουργείου Ναυτιλίας, δεν είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης και κατά συνέπεια δεν υφίσταται, τυπικά τουλάχιστον, κώλυμα να καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρας.
IV. Από την εκτίμηση των νομότυπα με επίκληση προσκομισθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, της ένορκης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εμπεριέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, των με επίκληση προσκομισθέντων εγγράφων, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη σε συνδυασμό με την ……/10-12-2018 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων η οποία δόθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, σύμφωνα με τα άρθρα 421-423 ΚΠολΔ και με την ……./5-12-2018 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ……….., την αμέσως προηγουμένως αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση με αριθμό ……../2021 που προσκομίζει η εναγομένη στην παρούσα δίκη καθώς και την με αριθμό ……../16-2-2022 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει παραδεκτά με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και έχει ληφθεί κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης (άρθρο 422 ΚΠολΔ, σχετ. η ………../11-2-2022 έκθεση επίδοσης της ίδιας άνω αναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας …………….) σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, μετά από πρόταση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως μάρτυρα απόδειξης, ……………., προς τον Αρχιπλοίαρχο της εναγόμενης εταιρίας, προσλήφθηκε κατόπιν, προφορικά καταρτισθείσας, σύμβασης εξαρτημένης χερσαίας εργασίας αορίστου χρόνου, μαζί με τον αδελφό του, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως φύλακας στο πλοίο της εταιρίας «A». Το πλοίο αυτό βρισκόταν παροπλισμένο στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας από τις 12-10-2014, λόγω ζημίας που είχε υποστεί στην αριστερή κύρια μηχανή του, μέχρι τις 31-8-2015, οπότε και ρυμουλκούμενο μεταφέρθηκε στο ναυπηγείο ……. στο Πέραμα, προκειμένου να επισκευαστεί. Η πλοιοκτήτρια εταιρία ανεξάρτητα της φύλαξης των εγκαταστάσεων του εν λόγω ναυπηγείου από προσωπικό που ανήκει σ’ αυτό, θέλησε να τοποθετήσει φύλακες καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, εντός του πλοίου της, προκειμένου αυτοί να το ελέγχουν και να το φυλάσσουν από κινδύνους βύθισης και πυρκαγιάς με δεδομένο ότι είχε παραμείνει για μακρό χρονικό διάστημα, πλέον των δέκα μηνών, παροπλισμένο υπό τον εφοπλισμό άλλης εταιρίας που αντιμετώπιζε προβλήματα με το πλήρωμα το οποίο είχε προχωρήσει και σε επίσχεση εργασίας. Η πρόσληψη του ενάγοντος προκειμένου να εκτελεί χρέη φύλακα αφορούσε την από μέρους του παραμονή σ’ αυτό καθημερινά από Δευτέρα έως και Σάββατο ώρα 20.00 έως ώρα 8.00 της επόμενης ημέρας, όπως ο ίδιος βάσιμα ισχυρίζεται και επιβεβαιώνουν οι μάρτυρές του, ενώ δεν συνάδει με την κοινή πείρα και λογική ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι προσέλαβε τον ενάγοντα να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης από ώρα 7.30 έως 14.00 καθημερινά, δηλαδή στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο επέβαιναν στο πλοίο επισκευαστικά συνεργεία αλλά και στελέχη αυτής (της εναγομένης) και δεν υπήρχε ανάγκη φύλαξής του. Κανένας λόγος δεν αποδείχθηκε που να δικαιολογεί την ανάγκη να προσληφθεί ο ενάγων και να εργάζεται από ώρα 7.30 το πρωί και να αποχωρεί ώρα 14.00, κατά πολλές ώρες ενωρίτερα από την ώρα στην οποία ολοκλήρωναν τις εργασίες τους τα συνεργεία και αποχωρούσαν, πάντως μετά τις 17.30. Η παραμονή του πλοίου παροπλισμένου επί μακρό χρονικό διάστημα και η μακροχρόνια παραμονή του στο ναυπηγείο προς επισκευή, τουλάχιστον μέχρι την απόλυση του ενάγοντος που συνέβη δυο χρόνια μετά την πρόσληψή του, μαρτυρούν ότι αυτό είχε προβλήματα που οδηγούσαν στην ανάγκη να βρίσκεται το ίδιο υπό συνεχή φύλαξη από προσωπικό της πλοιοκτήτριας και όχι του ναυπηγείου που επιμελείται τη φύλαξη των εγκαταστάσεών του (ναυπηγείου) και εποπτεύει τα πλοία από αυτές και όχι στο εσωτερικό τους. Αποδείχθηκε ακόμα ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 12-6-2015 και εκτελούσε πλήρως τα ως άνω χρέη, πριν μεταφερθεί το πλοίο στο ναυπηγείο και ενώ βρισκόταν, αργούν, στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, οπότε και ήταν υποχρεωτική η πρόσληψη φύλακα καθ’ όλο το 24ωρο (Γενικός Κανονισμός Λιμένα άρθρο 90 παρ.5, Παράρτημα Κανονισμού Λιμένος Πειραιά 94/72 –ΦΕΚ Β 639/4-11-1983 και 210/8-3-1972), έτσι ώστε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων προσλήφθηκε κατά την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρεται στην αναγγελία της πρόσληψης του στον ΟΑΕΔ και συγκεκριμένα στις 12-12-2015 είναι ουσιαστικά αβάσιμος.
V. Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του ανέρχεται σε 800 ευρώ «καθαρά», χωρίς τις υπέρ τρίτων κρατήσεις, ενώ η εναγομένη εταιρία ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό ανέρχεται σε 770 ευρώ «μικτά». Το Δικαστήριο με βάση τα ενώπιον του προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα κρίνει ότι το συμφωνηθέν ποσό καθορίστηκε μεταξύ των διαδίκων σε 800 ευρώ «μικτά», στηριζόμενο στην κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με το μη αμφισβητούμενο ποσό των 1.796 ευρώ που έλαβε ο ενάγων ως αποζημίωση απόλυσης και αντιστοιχεί σε λίγο μεγαλύτερο ποσό από δύο μηνιαίους μισθούς των 800 ευρώ πλέον του 1/6 ενός (800 χ 2 + 133= 1.733 ευρώ ) και πάντως απέχει κατά πολύ από αυτό που θα λάμβανε ο ενάγων, αν ο μηνιαίος καθαρός μισθός του ανερχόταν πραγματικά σε 646 ευρώ «καθαρά», δηλ σε 1.400 περίπου ευρώ. Ενόψει δε του ότι δεν αποδείχθηκε η καταβολή από την εναγόμενη εργοδότρια άλλων αποδοχών πλην του μισθού του στον ενάγοντα μισθωτό της, επί του μικτού μισθού (800 ευρώ) θα υπολογιστούν και τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσά, οφειλόμενων αποδοχών, επιδομάτων κ.λπ. και αυτό διότι, τα ποσά που υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί από το μισθό ο εργοδότης, όπως οι εισφορές υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο, που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Αντικείμενο, δηλαδή, της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, ι εκείνες επομένως στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις, τις οποίες, όπως σημειώθηκε, πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού [σχετ. ΑΠ 1131/2015, ΑΠ 383/2012, ΑΠ 2126/2007 ΕλλΔ 49.463, ΑΠ 135/2003 ΕλλΔ 44.1320, ΑΠ 302/2001 ΕΕργΔ 61.855, ΕφΑΘ 324/2018, ΕφΘεσσ 712/2017, δημ. στην τνπ ΝΟΜΟΣ]. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για το σύνολο της διάρκειας της εργασιακής του σχέσης από την αναγγελία της πρόσληψής του, όπως ζητά με την αγωγή του, επί 20,5 μήνες το ποσό των 800 ευρώ χ 20,5 μήνες = 16.400 ευρώ, από το οποίο μετά την αφαίρεση των 13.259 ευρώ που ο ίδιος δέχεται ότι έλαβε με βάση το καθαρό ποσό των 646,80 ευρώ μηνιαίως, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 3.140,60 ευρώ.
VI. Με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 , (έναρξη ισχύος από 1ης Οκτωβρίου 2005), το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα) (…)», ενώ με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 (έναρξη ισχύος από 15ης Ιουλίου 2010) η ως άνω παράγραφος 1 του άρθρου 1 Ν. 3385/2005, αντικαταστάθηκε ως εξής: «Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα)». (ΑΠ 117/2019 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Κατά το ίδιο άρθρο 74 παρ. 10 για μεν τις ώρες της νόμιμης υπερωρίας μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως ο μισθωτός δικαιούται προσαύξηση που ανέρχεται σε ποσοστό 40% και για την πέραν των 120 ωρών ετησίως, σε ποσοστό 60% , ενώ για κάθε ώρα υπερωρίας για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες, από το νόμο, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, που χαρακτηρίζεται, εφεξής, ως κατ’ εξαίρεση υπερωρία, η δικαιούμενη αποζημίωση του εργαζομένου ορίζεται σε ποσοστό 80% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. (ΑΠ 1003/2018 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).
VII. Από τις διατάξεις της με αριθμ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτά ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. Εξάλλου, στα άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία ερμηνεύθηκαν αυθεντικά οι 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων (ΑΠ 361/2020).
Με βάση επομένως τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων ως προς την εξαήμερη διάρκεια της συμφωνηθείσας εργασίας του, η οποία δεν αμφισβητείται άλλωστε και (με βάση) τις προηγηθείσες σκέψεις, ο ενάγων δικαιούται για τις οκτώ ώρες εργασίας μετά τη συμπλήρωση του νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου των σαράντα ωρών, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία, το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά ποσοστό 20%, ενώ για τις πέραν των οκτώ αυτών ωρών εργασίας και έως τη συμπλήρωση του αριθμού των εξήντα ωρών εργασίας, όπως αναφέρει στην αγωγή του (άρθρο 106 ΚΠΟλΔ), δικαιούται το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά το 80%, αφού αυτές συνιστούν κατ’ εξαίρεση υπερωρία. Κατά συνέπεια α] για την υπερεργασία του δικαιούται για τις 114 εβδομάδες που διάρκεσε η εργασιακή του σύμβαση : 114 χ 8 ώρες (σε κάθε μία) χ το ωρομίσθιό του ποσού 4,80 ευρώ πλέον 20% = 3.283,20 ευρώ.β] για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία δικαιούται : 114 εβδομάδες χ 12 ώρες (σε κάθε μία) χ (4,80 + 80%) = 11.819,52 ευρώ γ] για την εργασία του σε ημέρα Κυριακή και αργίες δικαιούται : 1/25 του μισθού του από 800 ευρώ + 75% + 1/25 χ 129 Κυριακές και αργίες = 11.352 ευρώ.
VIII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 του ν. 3302/2004,ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση, είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται «κανονική άδεια», για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές άδειας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελεύθερου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου, υφίσταται ανεξάρτητα από το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας, αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε, εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές άδειας- ΟλΑΠ 7/2019 δημοσ στη «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3302/2004, που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 : «1α .Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειάς του με αποδοχές, κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων (24) εργασίμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας, κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί, λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ’ αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.» Επίσης, κάθε εργαζόμενος, μαζί με την άδεια και τις αποδοχές αυτής, δικαιούται και επίδομα άδειας (άρθρο 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος άδειας υπολογίζεται, όπως και οι αποδοχές της είναι, δηλαδή, ίσο προς το σύνολο των αποδοχών αυτών, με τον περιορισμό, ότι δεν μπορεί να υπερβεί, για όσους, μεν, αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους, δε, αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια. Επομένως, οι μισθωτοί, οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος άδειας, τόσο, για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη. Την καταβολή σε χρήμα των αποδοχών άδειας και του επιδόματος ο μισθωτός δικαιούται και όταν δεν ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν αυτούσιας της ετήσιας κανονικής άδειας πριν την αποχώρησή του, αφού δεν έχει τέτοια υποχρέωση ούτε με τις αρχές της καλής πίστης. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ν. 3755/1957 καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης, από τον εργοδότη, λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας, που δικαιούται ο εργαζόμενος, εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές άδειας με προσαύξηση 100%. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρά το ότι υπέβαλε προφορικά αίτημα στην εναγόμενη εργοδότριά του να του χορηγήσει την κανονική άδεια, αυτή αρνήθηκε αναιτιολόγητα να ικανοποιήσει το αίτημά του και κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναλύονται παραπάνω και με το οικείο αγωγικό αίτημα, ο ενάγων δικαιούται για την μη λήψη της άδειας του α] για το έτος 2015: αποδοχές δυο εργάσιμων ημερών ανά μήνα για το σύνολο των 6,7 μηνών διάρκειας της εργασίας : (800/25 + 100%) χ 6,7 μήνες = 972 ευρώ, αντίστοιχα δικαιούται ως επίδομα άδειας (800/2):6,7 = 223 ευρώ. β] για το έτος 2016 αντίστοιχα (800/25+100%) χ 24 ημέρες = 1.536 ευρώ, επίδομα αδείας ίσο με αποδοχές μισού μήνα = 400 ευρώ και γ] για το έτος 2017 δικαιούται για αποδοχές (800/25 +100%) χ 7 μήνες και 18 ημέρες= 972,80 ευρώ και επίδομα (800:2):7 μήνες και 18 ημέρες = 262,29 ευρώ.
ΙΧ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 της ΚΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης του ν. 1082/1980, δώρα εορτών καταβάλλονται ολόκληρα εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε χωρίς διακοπή καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που ορίζεται για κάθε περίπτωση που είναι για το δώρο Πάσχα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και για το δώρο Χριστουγέννων από 1η Μαΐου μέχρι 30 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περαιτέρω, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ενώ το επίδομα εορτών Πάσχα είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, υπολογίζονται δε αμφότερα βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντίστοιχα (ΑΠ 1241/2007 ΔΕΕ 2008.1159, ΕφΑΘ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). Εάν όμως διάρκεσε η εργασιακή σχέση μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα στα χρονικά όρια που αναφέρθηκαν, τότε καταβάλλεται σαν δώρο Χριστουγέννων ποσό ίσο με τα 2/5 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19ημερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως και σαν δώρο Πάσχα ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού ή 1 ημερομίσθιο, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8ημερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσεως. Για κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου αντίστοιχα δικαιούνται ανάλογο κλάσμα. Επομένως για αυτές τις αιτίες και με βάση το ποσό τω 800 ευρώ ως μηνιαίες αποδοχές δικαιούται 1]: για επίδομα Χριστουγέννων α] έτους 2015: 202 ημέρες διάρκεια εργασιακής σχέσης : 19 = 10,63 χ 2/25 του μισθού = 680,42 ευρώ β] για το έτος 2016 έναν πλήρη μισθό = 800 ευρώ και γ] για το έτος 2017 : 110 ημέρες διάρκεια εργασιακής σχέσης : 19 ημέρες = 5,78 χ 2/25 του μισθού = 370,52 ευρώ. Αντίστοιχα 2] για δώρο Πάσχα τόσο του έτους 2016 όσο και 2017 δικαιούται το ήμισυ των αποδοχών του για κάθε έτος = 400 ευρώ + 400 ευρώ, ενόψει της πλήρους διάρκειας της εργασίας του κατά το διάστημα από 1-1 του κάθε έτους αυτού έως και την 30-4 του κάθε έτους. Για όλες τις προαναφερόμενες αιτίες ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό 36.612,35 ευρώ. Να σημειωθεί ότι οι προσκομισθείσες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής στις οποίες δεν αναγράφεται η αιτία καταβολής των μερικότερων ποσών που αναγράφονται σ’ αυτές και των οποίων τη γνησιότητα εξακολουθεί να αρνείται ο ενάγων, δεν θα ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα και από το παρόν Δικαστήριο καθώς η μεν εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος να αποδείξει την γνησιότητά τους και από δε την επισκόπησή τους προκύπτει ότι οι υπογραφές που υπάρχουν σ’ αυτές είναι εμφανές ότι έχουν τεθεί από διαφορετικά πρόσωπα, αφού δεν ομοιάζουν αντίθετα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.
Χ. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγομένη παραπονείται για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η ενυπόγραφη δήλωση του ενάγοντα στο έντυπο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με την οποία αυτός δηλώνει ότι έχει εξοφληθεί πλήρως και για μισθούς δώρα εορτών και επιδομάτων άδειας και ότι έχει λάβει όλες τις ημέρες της δικαιούμενης άδειας του, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, ισχυριζόμενη ότι αυτή η δήλωση έγινε κατά την απόλυσή του, κατά τρόπο αβίαστο και εκούσιο και συνιστά, ως μονομερή αναγνώριση εκ μέρους του περί μη υπάρξεως οφειλής, εξώδικη ομολογία αυτού. Όπως έχει παγίως, σταθερά και απαρέγκλιτα, νομολογηθεί, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του Αστικού Κώδικα, 8 του ν. 2112/1920, 5§1 του α.ν. 539/1945 και 8§4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζομένου, ακόμα και με την μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011, 495/2006) έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε η δήλωση του μισθωτού ότι πληρώθηκε όλες τις αξιώσεις του και δεν έχει άλλη αξίωση κατά του εργοδότη του δεν συνιστά σιωπηρή άφεση χρέους ως προς τις τυχόν υπάρχουσες αξιώσεις του, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μελλοντικές αξιώσεις (Λεων. Ντάσιου, ό.α, παρ. 527, σ. 664, Απ. Γεωργιάδη, ό.α, υπ’ άρθρο 454, αριθ. 7, σ. 566, βλ. και Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 1402/2006, Α.Π. 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948, Εφ.Πειρ. 340/2014, Δημοσ. Νομος, Εφ.Πειρ. 700/2012, Ε.Ν.Δ. 12, 378, Εφ.Πειρ. 506/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 387) και σε κάθε περίπτωση η δήλωση του εργαζομένου ότι εξοφλήθηκαν όλες οι πηγάζουσες από την εργασιακή του σύμβαση αξιώσεις και ότι δεν έχει, ούτε διατηρεί άλλη αξίωση κατά του εργοδότη, δεν συνιστά έγκυρη σιωπηρή δήλωση άφεσης χρέους ως προς τις απαιτητές ήδη αξιώσεις του, εάν δεν αναφέρονται στην ανωτέρω δήλωση τα ποσά, που καταβλήθηκαν κατά περίπτωση και για κάθε αιτία (Εφ. Αθ. 68/2001, ΕΕργΔ, 2002, 38). Τέλος ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί η εν λόγω δήλωση του ενάγοντος ως εξώδικη ομολογία αυτή σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ.2 ΚΠολΔ εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις λοιπές αποδείξεις. Να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του για όλα τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται παραπάνω και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, τόσο ενώπιον του ακροατηρίου όσο και των εμπεριεχόμενων στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε ο ενάγων, κρίνει δε αυτές αξιόπιστες καθώς περιέχουν μαρτυρία για γεγονότα στηριζόμενη στην προσωπική αντίληψη των μαρτύρων χωρίς να αποτελεί κανείς εξ αυτών εξαιρετέο μάρτυρα, ούτε η από μέρους του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα -του οποίου η κατάθεση εμπεριείχε σαφείς και κατηγορηματικές απαντήσεις- άσκηση αγωγής κατά τρίτων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, τον καθιστά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, μη αξιόπιστο μάρτυρα. Σταθμιζόμενες και αξιολογούμενες οι μαρτυρίες τους από το Δικαστήριο κρίνονται πλέον πειστικές από εκείνη του μάρτυρα του οποίου την ένορκη βεβαίωση προσκομίζει η εναγομένη δεδομένου ότι αυτός απέβαλε την ιδιότητα του μέλους της διοίκησής της μόλις στις 25-2-2021 ώστε να καταστεί μάρτυρας για περιστατικά που αντιλήφθηκε ενόσω είχε την εν λόγω ιδιότητα.
Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα θα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου (ΕΠ 700/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει μερικά δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (3.140,60 + 3.283,20 + 11.819,52 + 11.352 + 972 + 1.536 + 223 + 400 + 972,80 + 262,29 + 680,42 + 800 + 370,52 +400 + 400 =) 36.612,35 ευρώ, νομιμοτόκως τα κονδύλια που αφορούν α] διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από την επομένη της τελευταίας ημέρας καταβολής κάθε ημερολογιακού μήνα, β] διαφορές επιδομάτων εορτών και επιδόματος αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου από το έτος στο οποίο αναφέρονται μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσής της στην εναγομένη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 8-7-2020 και με αριθμό κατάθεσης ……../9-7-2020 έφεση και β) την από 23-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./29-6-2020 έφεση στρεφόμενες αμφότερες κατά της 922/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικά
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 23-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης ……./29-6-2020 έφεση
ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την από 8-7-2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./9-7-2020 έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την 30-5-2018 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν μερικά.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (36.612,35) ευρώ, νομιμοτόκως από τους αναφερόμενους στο σκεπτικό χρόνους και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………………. στην εναγόμενη ναυτική εταιρία
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στις Ιουνίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ