Αριθμός 207/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Νικόλαο Νάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.9.2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2006) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4356/2008 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από 9.11.2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2010) έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 3η.11.2011, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, κατόπιν δε, η 3η.11.2011 (ΑΒΜ ………/30.11.2010), οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 706/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ΄ ουσίαν την προαναφερόμενη έφεση.
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από 25.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 191/2020 απόφαση αυτού, με την οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 706/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιά και παράπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 8.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 4ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 81/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την υπ’ αριθ. 81/2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η με αριθ.καταθ. ………./2020 κλήση, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, λόγω της μη διεξαγωγής της συζήτησής της (κλήση/έφεσης), κατά την δικάσιμο της 4.3.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας COVID.
ΙΙ. Από την υπ’ αριθ. …/16.7.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, …………, που επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση της έφεσης εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση με αριθ.καταθ. ……./2020 κλήσης (επαναφοράς προς συζήτηση της από 9.11.2010 έφεσης) με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική ορισθείσα δικάσιμο την 4.3.2021, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε, λόγω της διάρκειας επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, εξαιτίας της πανδημίας COVID, κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η κλήση – εφεσίβλητο. Στη συνέχεια, η συζήτησή της προσδιορίστηκε αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, από το Δικαστήριο, με την ως άνω Πράξη (81/2021) της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η εγγραφή δε της υπόθεσης στο πινάκιο έγινε με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 21 του ν.4786/2021. Ο εφεσίβλητος – καθ’ ου η κλήση όμως, δεν εμφανίσθηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατά συνέπεια, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ,ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες [(άρθρο 524 παρ. 4 εδ.α΄ Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση έφεσης (29.11.2010), ήτοι όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 3 άρθ. 16 Ν. 2915/2001, ΦΕΚ Α 106/29.5.2001 – Έναρξη ισχύος από 1.1.2002 (Ν.2943/2001, άρθ. 15)].
ΙΙΙ. Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 9.11.2010 (αριθ.καταθ. …./2010) έφεση, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, με αριθ.καταθ. ………../15.7.2020 κλήση, κατόπιν αναίρεσης (μετά από σχετική αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας), δυνάμει της με αριθ. 191/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, της υπ’ αριθ. 706/2014 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, και την παραπομπή της, με την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, συγκροτούμενου από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Ι) Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνο που συνάπτονται άρρηκτα προς το αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς τα ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (Α.Π 1282/2018, Α.Π 711/2018, Α.Π 1150/2017, Α.Π 304/2016 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο το σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται (Α.Π 1282/2018, Α.Π 711/2018 ο.π). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν, την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και η ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτές (Α.Π 1282/2018, Α.Π 711/2018 ο.π, Α.Π 404/2018 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το Δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνο τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση (Α.Π 886/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Α.Π 921/2015 ΝοΒ 2016, σελ. 96, Α.Π 738/2012, Α.Π 1614/2008 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 67/2021, Εφ.Θεσσαλ. 735/2021, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια, (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτό εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 679/2011, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 614/2009). Αντίθετα, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν από αυτήν. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους. Περίπτωση ολικής αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (Ολ ΑΠ 27/2007, ΑΠ 84/2017, ΑΠ 359/2017). Τα παραπάνω που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Στην περίπτωση δε αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι (ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 14/2021, Εφ.Πειρ. 46/2021, Εφ.Πατρ. 66/2021, Εφ.Αθ. 3496/2021, Εφ.Πειρ. 294/2015, Εφ.Θεσσαλ. 1667/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 18.9.2006 (αριθ.καταθ. …../19.9.2006) ανακοπή του, ο ανακόπτων – καθ’ ου η κλήση (ήδη εφεσίβλητος0 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …./2006 επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .. ……, με την οποία επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία (καλούσα ήδη εκκαλούσα), ισχυριζόμενος με τον μοναδικό λόγο αυτής (ανακοπής), ότι η καθ’ ης εσφαλμένα δεν προέβη σε υπαγωγή της οφειλής του στις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 30 παρ. 1 του Ν. 2789/3000 και 42 παρ. 1 του Ν. 2912/2001, με αποτέλεσμα να στερηθεί το δικαίωμα ρύθμισης της οφειλής του με τις διατάξεις του άνω νόμου, ήτοι της αναπροσαρμογής του ύψους της και τμηματικής εξόφλησής της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθ. 7633/2008 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 Κ.Πολ.Δ, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την ένσταση δεδικασμένου (Κ.Πολ.Δ 321) που πρόβαλε η καθ’ ής, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη ανακοπή καλύπτεται από το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αρ. 6410/2000 διαταγή πληρωμής που έχει καταστεί τελεσίδικη, δέχθηκε αυτή (ανακοπή), κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και ακύρωσε την προσβαλλόμενη περίληψη κατασχετήριας έκθεσης. Την απόφαση αυτή πρόσβαλε η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………….” [(πρώην …………….”, πρωτύτερα “……….” και προγενέστερα “………..”, ως καθολικής διαδόχου της (πρώην) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “…………..”)], με την από 9.11.2010 (αριθ.καταθ. ……/29.11.2010) έφεσή της με τους λόγους της (έφεσης), αναγόμενους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση αυτής (προσβαλλόμενης απόφασης) ώστε να απορριφθεί η ως άνω υπό κρίση ανακοπή. Επί της άνω έφεσης εκδόθηκε η με αριθ. 706/2014 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δικάζοντας επίσης κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενο ότι “η καθ’ ης μη νομίμως προχώρησε στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της προσβαλλόμενης επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, με την οποία ορίσθηκε για την 27.9.2006 ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου του ανακόπτοντος, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, μπορούσε να γίνει ρύθμιση της οφειλής του κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 3259/2004, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων του Ν. 2789/200 και 42 του Ν.2912/2001”, αφού απέρριψε ως μη νόμιμες την α)ένσταση δεδικασμένου από την με αριθ. ……/2000 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β)ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ανακόπτοντος, που επαναφέρει με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση έφεσης της, και απέρριψε αυτή (έφεση) που είχε γίνει τυπικά δεκτή, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
Κατά της απόφασης αυτής, όπως προεκτέθηκε, ασκήθηκε από την καθ’ ης – εκκαλούσα, η από 25.9.2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 191/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του πρώτου λόγου αυτής για παραβίαση εκ μέρους του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της διάταξης του άρθρου 559 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, ήτοι για παραβίαση των μνημονευομένων σε αυτή διατάξεων. Συγκεκριμένα, δέχθηκε: “Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο τούτο, η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 12 ν.3259/2004, με την οποία ορίζεται ότι “Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του νόμου 2789/2000 όπως ισχύει” δεν έχει τη έννοια ότι στις αιτήσεις για ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών προς τις τράπεζες που υποβλήθηκαν υπό το καθεστώς του νόμου αυτού που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 41 αυτού στις 4-8-2004 η απαίτηση της τράπεζας θα έπρεπε να έχει καταστεί τελεσίδικη μέχρι την 10-2-2000, (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του ν.2789/2000), ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000), αλλά θα πρέπει η απαίτηση αυτή να έχει καταστεί τελεσίδικη πριν την δημοσίευσή του νόμου 3259/2004, δηλ.πριν την 4-8-2004. Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία και υπό την ισχύ του ν.3259/2004 η απαίτηση θα έπρεπε να έχει καταστεί τελεσίδικη πριν την ισχύ του ν.2789/2000, ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 30 παρ. 8 του νόμου αυτού, θα ευνοούσε υπέρμετρα τον οφειλέτη του ν.3259/2004, αφού και το ύψος της οφειλής του θα περιόριζε από το τριπλάσιο στο διπλάσιο και ταυτόχρονα θα περιόριζε τη δυνατότητα του δανειστή να επικαλεσθεί την ως άνω εξαίρεση, αφού θα έπρεπε η απαίτησή του να έχει καταστεί τελεσίδικη πριν την 10-2-2000. Επομένως, ως προς την απαίτηση αυτή της αναιρεσείουσας για ληξιπρόθεσμα χρέη του αναιρεσίβλητου, που είχε καταστεί τελεσίδικη στις 2-7-2002 δηλ. πριν την ισχύ του νόμου αυτού, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 ν.2789/2000 που προβλέπει ότι η απαίτηση δεν πρέπει να έχει καταστεί τελεσίδικη μέχρι την 31-12-2000, αλλά θα πρέπει αυτή (απαίτηση) να μην έχει καταστεί τελεσίδικη μέχρι την 4-8-2004, προκειμένου να ρυθμιστούν με το νόμο αυτό τα ληξιπρόθεσμα χρέη του ανακόπτοντος – αναιρεσίβλητου έναντι της καθής η ανακοπή – αναιρεσείουσας Τράπεζα και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
Κατά τη γνώμη ωστόσο ενός μέλους του δικαστηρίου, της Αρεοπαγίτη Αναστασίας Περιστεράκη, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30 ν.2789/2000 και 39 ν.3259/2004 προκύπτει ότι με το άρθρο 39 ν.3259/2004 βελτιώθηκε το άρθρο 30 παρ. 1 ν.2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και περιορίστηκε μόνο το οριζόμενο ως ανώτατο όριο, του τετραπλάσιου της απαιτήσεως από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα στο τριπλάσιο αυτής, δεν καταργήθηκαν δε οι άνω διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού, η δε διάταξη του άρθρου 30 ν.2789/2000 εξακολουθεί να ισχύει παράλληλα με το ν.3259/2004, διότι η διάταξη αυτή δεν έχει χρονικά όρια εφαρμογής και εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται κατά τα λοιπά και μετά τη νέα ρύθμιση του ν.3259/2004 (ΑΠ 132/2014), και επομένως ο κρίσιμος χρόνος τελεσιδικίας της απαίτησης είναι εκείνος της 12-6-2000 (ΑΠ 1016/2018) και όχι ο χρόνος της δημοσίευσης του ν.3259/2004 (4-8-2004).
Κατόπιν τούτων, λόγω της αναιρετικής του εμβέλειας του γενομένου ως βάσιμου άνω λόγου του αναιρετηρίου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθ. 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).
Από το ανωτέρω συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής (αναιρετικής απόφασης) και το διατακτικό της προκύπτει ότι η αναίρεση της ως άνω απόφασης του Εφετείου είναι ολική και δεν περιορίζεται μόνο στον πρώτο λόγο που κρίθηκε βάσιμος, η βασιμότητα του οποίου καθιστά περιττή την εξέταση των λοιπών λόγων (αναίρεσης), αφού πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό αυτής (αναιρετικής απόφασης) σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της. Επομένως, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας και στην προκειμένη περίπτωση η από 9.11.2010 έφεση (Εφ.Πειρ. 46/2021, Εφ.Πειρ. 294/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση του εμπροθέσμου αυτής (ένδικης και κρινόμενης έφεσης), ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της .Ειδικότερα, η από 9.11.2010 έφεση με αριθμό κατάθεσης …./29.11.2010 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και με αριθμό κατάθεσης …../30.11.2010 στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά της με αριθμ. 4356/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1,2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση έφεσης, ήτοι όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 3 άρθ. 16 Ν.2915/2001, ΦΕΚ Α 106/29.5.2001 – Έναρξη ισχύος από 1.1.2002, Ν.2943/2001 άρθ. 15, και η παρ. 1 αρθ. 495, που είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 50 παρ. 1 του Ν. 3772/2009, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 3811/2009).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, η κρινόμενη έφεση και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια με την εκκαλούμενη διαδικασία (τακτική διαδικασία), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται κατά τη διάταξη του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ η κατάθεση παραβόλου (ως εκ του χρόνου άσκησης αυτής).
Με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Ν.2789/2000, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του Ν.2912/2001 ορίζεται ότι: “Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.12.2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήξη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου, κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου, δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιαστεί κατά περίπτωση: α)το τετραπλάσιο, αν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β)το τριπλάσιο, εάν τα έχω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990, γ)το διπλάσιο, αν συνέβησαν μετά την από (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού”. Από δε τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1, 2 και 12 του επιγενόμενου ,ισχύοντος δε από 4.8.2004 ν.3259/2004, ορίζεται, ότι: “Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του, κατά περίπτωση, ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένη περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου (παρ. 1). Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος της απαιτήσεώς τους, σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου (παρ. 2 εδ.α΄). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν.2789/2000, όπως (αυτός) ισχύει (παρ. 12), μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001”.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων, που εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις, ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή, να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο, κατά περίπτωση, του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού και, όπως το ως άνω πολλαπλάσιο ορίστηκε, τόσο με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του Ν.2912/2001, σε συνδυασμό και με τη διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 39 του Ν.3259/2004, προκύπτει, ότι με το άρθρο 39 του Ν.3259/2004 βελτιώθηκαν οι ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου 30 παρ. 1 του Ν.2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, και περιορίστηκε μόνο το οριζόμενο, ως ανώτατο όριο, του τετραπλάσιου της απαιτήσεως από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής, δεν καταργήθηκαν δε οι ως άνω διαβαθμίσεις των οφειλών, ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Το πιο πάνω πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με την αρχική διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 και, στη συνέχεια, με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Ν. 2912/2001, εξακολουθεί να ισχύει, παράλληλα με το Ν. 3259/2004, διότι η διάταξη αυτή δεν έχει χρονικά όρια εφαρμογής και εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται αναλόγως, κατά τα λοιπά και μετά τη νέα ρύθμιση του ν.3259/2004, σύμφωνα με την παράγραφο 12 του ίδιου άρθρου 39 του νόμου αυτού. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη τόσο με τη γραμματική διατύπωση των εν λόγω διατάξεων, όσο και με το σκοπό και τη βούληση του νομοθέτη, εγκειμένων, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νεότερου παραπάνω νόμου, στη βελτίωση των ισχυουσών ρυθμίσεων, με τον περιορισμό της επιβάρυνσης των οφειλετών από πολλαπλάσια χρέη σε σχέση με την αρχική οφειλή τους, λόγω του συνδυασμού υψηλών επιτοκίων και συχνότητας ανατοκισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών, όχι δε και στη μεταβολή προς το χειρότερο της υφιστάμενης ευνοϊκότερης ρύθμισης, ως προς το συντελεστή πολλαπλασιασμού (2 αντί 3) του άρθρου 39 παρ. 1 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, αν οι σχετικές συμβάσεις δανεισμού ή πιστώσεων είχαν συναφθεί ή το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού είχε συμβεί από 1.1.1991 έως και 31.12.2000 (ΑΠ 842/2012). Περαιτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, να μην προχωρήσουν δε σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους, ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν, ήδη, αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή, εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρονικό διάστημα, ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004, οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας, κατά τα ως άνω οφειλής, πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες, χρηματοδοτήσεις (παρ. 2) (ΑΠ 1449/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ν.289/2000, εξαιρούνται από τη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου και συναφώς και από την προβλεπόμενη από αυτό απαγόρευση της έναρξης ή συνέχισης των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός των άλλων, και απαιτήσεις του καίτοι θα περιλαμβάνονταν κατ’ αρχή στη ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000, κρίθηκαν οποτεδήποτε τελεσίδικα έως τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, έως δηλαδή την 11-2-2000, εκτός εάν η υπόθεση κατά την ημερομηνία ψήφισης αυτού εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο. Στην εξαίρεση αυτή εμπίπτει όχι μόνο η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για την απαίτηση, αλλά και η επιδίκαση της απαίτησης με διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 268/2004), αφού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1 ,633 παρ. 2, 903 παρ. 2, 933 παρ. 3 και 330 του Κ.Πολ.Δ, η κατά τα άρθρα 623 επ.του Κ.Πολ.Δ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής, μολονότι δεν φέρει χαρακτήρα δικαστικής απόφασης, αλλ’ αποτελεί απλώς τίτλο εκτελεστό, αποκτά εντούτοις ισχύ δεδικασμένου και ισοδυναμεί συνεπώς με τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής που ασκήθηκε κατ’ αυτής ή μετά την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών, προς άσκηση ανακοπής των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, οπότε δεν μπορεί να προσβληθεί πλέον, παρά μόνο με αναψηλάφηση (Ολ.ΑΠ 340/1997, 6/1996). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 295, 297, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η νομότυπη από το δικόγραφο της ανακοπής παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης που ανοίχθηκε με το σχετικό δικόγραφο και την άρση των συνεπειών που απορρέουν από τα άρθρα 215 και 221 Κ.Πολ.Δ, δεν επιφέρει όμως την τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεως που επιδικάζεται με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία δεν αποκτά μετά την τοιαύτη παραίτηση ισχύ δεδικασμένου. Μόνο δε μετά την επίδοση εκ νέου της διαταγής πληρωμής, εφόσον πλέον θεωρείται ότι η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ κατ’ αυτής δεν ασκήθηκε ποτέ και την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, χωρίς να ασκηθεί ανακοπή κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεως που επιδικάζεται με τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 191/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πρότεινε τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι ο προαναφερόμενος (μοναδικός) λόγος ανακοπής, ως λόγος που αφορά την απαίτηση, πρέπει να απορριφθεί λόγω της ύπαρξης δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’ αριθμ. …../31.5.2000 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη αφενός μετά την από 18.1.2001 (με αριθμ.εκθ.καταθ. …./19.1.2001) έγγραφη δήλωση του ανακόπτοντος περί παραίτησής του από το δικόγραφο αλλά και από το δικαίωμα της εκ του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ ασκηθείσας από 26.6.2000 ανακοπής του κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και αφετέρου μετά την άπρακτη παρέλευση των προβλεπόμενων στα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ προθεσμιών για την άσκηση ανακοπών κατ’ αυτής, δεδομένου ότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον ήδη ανακόπτοντα δύο φορές, ήτοι στις 12.6.2000 και 28.6.2002, χωρίς να ασκηθεί κατ’ αυτής ανακοπή και ως εκ τούτου απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (άρθρα 321 και 633 παρ. 2 εδ.γ΄ Κ.Πολ.Δ), με συνέπεια η απαίτηση αυτή να μην υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, αφού, ως κριθείσα τελεσιδίκως, εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 30 παρ. 8 του Ν. 2789/2000.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης (με αριθμ. …../2006 επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης), εφόσον πρόκειται για λόγο που αφορά την απαίτηση, ασκείται εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1Β Κ.Πολ.Δ, δηλαδή μπορεί να στηρίζει εμπρόθεσμη ανακοπή έως την έναρξη της σύνταξης της τελευταίας πράξης εκτέλεσης. Πρέπει να σημειωθεί, ότι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 39 Ν. 3259/2004, 30 παρ. 1 Ν. 2789/2000 και 42 παρ. 1 Ν. 2912/2001, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 Κ.Πολ.Δ συνάγεται, ότι ο ισχυρισμός του οφειλέτη περί υπαγωγής της οφειλής του στις άνω διατάξεις περί ρύθμισης της οφειλής εισάγει αμφισβήτηση ως προς το ύψος της απαίτησης, με την έννοια ότι, κατά το επί πλέον του επιβαλλόμενου επαναπροσδιορισμού της απαίτησης, η απαίτηση θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα και, συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός, μπορεί να αποτελέσει και λόγο ανακοπής του οφειλέτη κατά των μεταγενέστερων πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1898/2008). Είναι δε νόμιμος, ως στηριζόμενος στις αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Νικολάου Βέργου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια του ανακόπτοντος ,η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμό …../4-12-1996 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και την υπ’ αριθμ. …../1/17-2-1998 αυξητική αυτής σύμβαση η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “………..” (της οποίας η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “……………..” είναι καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη) χορήγησε στον ανακόπτοντα πίστωση μέχρι του ποσού των 35.000.000 δραχμών (ήδη 102.714,60 ευρώ). Η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης και για τον σκοπό αυτό ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμός, ο οποίος έκλεισε οριστικά με καταγγελία της καθ’ ης την 13-4-2000, με συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο 44.916.366 δραχμών (ήδη 131.816,18 ευρώ). Για την απαίτηση αυτή η καθ’ ης ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμό ……/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 44.916.366 δραχμών και ήδη 131.816,18 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Αντίγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα από την προαναφερόμενη τραπεζική εταιρία (δικαιοπάροχο της καθ’ ης) με την από 12-6-2000 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία ο τελευταίος επιτάσσεται να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 47.934.403 δραχμών (ήδη 140.379,75) για κεφάλαιο, τόκους δικαστικά έξοδα και λοιπές δαπάνες, εντόκως από την επίδοσή της (βλ.την υπ’ αριθμ. …΄/12-6-2000 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, .. ….). Ακολούθως, για την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής, ο εφεσίβλητος άσκησε την από 26.6.2001 (αριθ.καταθ. …./2000) ανακοπή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ορίσθηκε προς εκδίκαση για την 25.4.2001, πλην όμως η σχετική δίκη καταργήθηκε, καθόσον ο εφεσίβλητος-ανακόπτων δυνάμει της από 18.1.2001 (αριθ.καταθ. …../2001) δήλωσή του προς το ως άνω δικαστήριο παραιτήθηκε στις 18.1.2001 του δικογράφου και του δικαιώματος της άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ, η οποία κοινοποιήθηκε στην καθ’ ής – εκκαλούσα την 1.2.2001, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του ως άνω δικογράφου της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών. Στη συνέχεια, αφού είχαν ήδη γίνει αναστολές των πλειστηριασμών (τόσο του αρχικώς ορισθέντος όσο και των μεταγενέστερα ορισθέντων με βάση τις επαναληπτικές περιλήψεις), επιδόθηκε στον ανακόπτοντα, την 28-6-2002, ακριβές φωτοαντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 152.969,35 ευρώ για κεφάλαιο, τόκους, δικαστικά έξοδα, και λοιπές δαπάνες, εντόκως από 10-5-2001, ενώ κοινοποιήθηκε σε αυτόν και ο από 18-6-2002 πίνακα υπολογισμού οφειλής βάσει του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001 (βλ.την υπ’ αριθμ. ….΄/28-6-2002 έκθεση επιδόσεως της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας). Η προθεσμία των δέκα (10) εργάσιμων ημερών (Κ.Πολ.Δ 633 παρ. 2, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του αρθ. 1 του Ν.4335/2015) από την δεύτερη ως άνω κοινοποίηση της 6410/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ,παρήλθε άπρακτη, χωρίς ο ανακόπτων ήδη εφεσίβλητος να ασκήσει κατ’ αυτής την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς αυτή (διαταγή πληρωμής) απέκτησε απο την 12.7.2002 ισχύ δεδικασμένου και επήλθε τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης της καθ’ ής η ανακοπή ήδη εκκαλούσας, η οποία (απαίτηση) είχε ήδη επιδικασθεί με την ως άνω διαταγή πληρωμής.
Επομένως, η απαίτηση, αυτή της καθ’ ής η ανακοπή ήδη εκκαλούσας που είχε επιδικαστεί σε αυτή με την με αριθ. …../2000 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει αποκτήσει ήδη την ισχύ δεδικασμένου από 12.7.2004, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 12 του Ν.3259/2004 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν.2789/2000. Κατά συνέπεια επιτρέπεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, για την ικανοποίηση της ως άνω τελεσίδικης και ληξιπρόθεσμης απαίτησής της που έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου, η οποία (αναγκαστική εκτέλεση) επισπεύδεται με την υπ’ αριθ. …./2006 επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………………. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό περί δεδικασμένου, της καθ’ ης η ανακοπή ήδη εκκαλούσας, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός (δεύτερος λόγος) της έφεσης της καθ’ ης η ανακοπή, παρέλκουσας της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής (έφεσης).
Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 9.11.2010 (αριθ.καταθ. …../2010) έφεση της καθ’ ης η ανακοπή ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….” ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθοριστεί από την αρχή (Εφ.Πειρ. 46/2021 ό.π). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και ερευνηθεί η από 18.9.2006 (αριθ.καταθ. …../2006) ανακοπή, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, για τους προεκτιθέμενους λόγους. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του απολιπόμενου ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ), όπως το ορισθέν από την τελευταία ποσό, αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 παρ. 3γ΄του Ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α 240/22.12.2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017, κατ’ άρθρο 45 αυτού], και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας στον ανακόπτοντα ήδη εφεσίβλητο λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, άρθ. 58, 68, 69, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ν. 4194/2019) ,όπως ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσιβλήτου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ σε βάρος του απολιπόμενου εφεσιβλήτου.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 9.11.2010 (αριθ.καταθ. …./2010) έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..”, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..”.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 4356/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 18.9.2006 (αριθ.καταθ. …../2006) ανακοπή άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ.
Απορρίπτει αυτή.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα τριών (3.163) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11η Νοεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ελένης Τσίτου και με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ