ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 430 /2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, τους οποίους όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις … …, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:. Της εταιρίας ……………., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία-Ίριδα Ντολαπτσή (ΑΜ 036210).
Των ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1.. εταιρίας ………..2. . ………., 3. ……… 4. ……….. οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Μάρκο Δάρα (ΑΜ 011476). Η ενάγουσα εταιρία άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την από 1-3-2021 και με ΓΑΚ/../1-3-2021 και ΕΑΚ …/1-3-2021 αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, για την συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε η άνω αναφερόμενη δικάσιμος, κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την υπό κρίση από 1-3-2021 αγωγή της η εταιρία με την επωνυμία «……….», κυρία του σκάφους αναψυχής «ΓΠ», εκθέτει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την με αριθμό 1/2020 διαιτητική απόφαση, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει, επικαλούμενη αντίθεση αυτής στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Συγκεκριμένα ότι σύναψε με την εναγόμενη εταιρία, με την επωνυμία «…………», την από 12-6-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού σκάφους με αντικείμενο την παραχώρηση στην τελευταία της εκμετάλλευσης του άνω σκάφους, για το χρονικό διάστημα από 12-6-2017 έως 10-5-2018 αντί ετήσιου, συνολικού, ναύλου 184.200 ευρώ καταβλητέου σε τρεις δόσεις, ποσού 79.600 ευρώ στις 25-7-2017, 79.600 ευρώ στις 25-9-2017 και 25.000 ευρώ στις 25-3-2018. Ότι συμφωνήθηκε η εναγόμενη ναυλώτρια εταιρία να αποστέλλει στην εκναυλώτρια, κάθε δεκαπέντε ημέρες, αποδείξεις εξόφλησης όλων των εξόδων λειτουργίας του ναυλωθέντος σκάφους, ότι συμφωνήθηκε προς διευκόλυνση αυτής να καταρτιστούν πέντε επιμέρους διαδοχικά ναυλοσύμφωνα που θα χρησιμοποιούνταν μόνον ενώπιον των δημοσίων αρχών. Ότι στο άρθρο 7 της σύμβασης ορίστηκε ότι η ναυλώτρια εταιρία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για όλα τα κόστη λειτουργίας και συντήρησης του σκάφους, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναύλωσης, στο δε άρθρο 9 ότι το σκάφος θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως πλοίο αναψυχής για την ναυλώτρια και τους προσκεκλημένους της, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα υποναύλωσης αυτού επανδρωμένου για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των οκτώ ωρών. Ότι στο άρθρο 14 συμφωνήθηκε το δικαίωμα της ενάγουσας εκναυλώτριας να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση που η ναυλώτρια δεν εξοφλεί προσηκόντως τις δόσεις του ναύλου και δεν συμμορφώνεται με ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις, υποσχέσεις και δεσμεύσεις που ανέλαβε και οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ουσιώδεις, ενώ, στο άρθρο 15 της ίδιας σύμβασης οι τρεις εναγόμενοι-φυσικά πρόσωπα, μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης ναυλώτριας εταιρίας, εγγυήθηκαν προσωπικά, παραιτούμενοι των ευεργετημάτων της διαιρέσεως και διζήσεως και μέχρι του ποσού των 175.000 ευρώ, την εμπρόθεσμη πληρωμή των οφειλόμενων ποσών, την εκπλήρωση και τήρηση όλων των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης και, τέλος, στο άρθρο 17 συμφωνήθηκε η επίλυση, κάθε προκύπτουσας από την ερμηνεία και εκπλήρωση της ναύλωσης διαφοράς, με διαιτησία στον Πειραιά. Ότι η σύμβαση ναύλωσης άρχισε να εκτελείται αυθημερόν χωρίς να δηλωθεί στην αρμόδια αρχή του τόπου νηολόγησης του σκάφους με αποτέλεσμα να μην είναι αντιτάξιμη έναντι των τρίτων, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΚΙΝΔ και να εμφανίζεται προς αυτούς ότι το εκμεταλλεύεται η ίδια η εκναυλώτρια εταιρία με περαιτέρω συνέπεια να κατατίθενται τα χρηματικά ποσά που κατέβαλλαν οι υποναυλωτές του, στους δικούς της τραπεζικούς λογαριασμούς. Ότι στις 17-8-2017 η εκναυλώτρια προχώρησε στην καταγγελία της ναύλωσης για δύο λόγους: α) για την μη έγκαιρη εξόφληση της πρώτης δόσης τους ναύλου και β) για την παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης της ναυλώτριας να αποστέλλει ανά 15/νθήμερο τις αποδείξεις εξόφλησης των λειτουργικών εξόδων του σκάφους. Ότι στη διαιτησία προσέφυγε η ναυλώτρια εταιρία με την από 17-5-2019 διαιτητική προσφυγή της με την οποία ζητούσε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, την καταβολή ποσού 53.177,91 ευρώ που αντιστοιχούσε στους μη εισπραχθέντες (από την ίδια) υποναύλους, μετά την αφαίρεση της πρώτης δόσης του ναύλου και των εξόδων λειτουργίας του σκάφους, κατά το χρονικό διάστημα από 12-6-2017 έως 31-7-2017 με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ποσού 304.000 ευρώ ως διαφυγόντων κερδών για το χρονικό διάστημα από 17-8-2017 έως 10-5-2018 και τέλος ποσού 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την συμπεριφορά της ενάγουσας. Ότι η εκναυλώτρια, αρνούμενη την άνω προσφυγή, άσκησε εναντίον της ναυλώτριας και των μελών του διοικητικού της συμβουλίου με την ιδιότητα των εγγυητών της σύμβασης ναύλωσης, την από 6-6-2019 προσφυγή με την οποία ζητούσε την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη από μη καταβληθέντες ναύλους, από την πρόωρη λύση της σύμβασης, από τις δαπάνες που κατέβαλε για την μετακίνηση του σκάφους από μη συμφωνηθέντα τόπο παράδοσής του, την αποζημίωση από τη στέρηση της χρήσης του σκάφους της, αποζημίωση λόγω κακής χρήσης του σκάφους και τα ποσά που της καταλογίστηκαν ως φόροι, πρόστιμα και προσαυξήσεις μετά από έλεγχο της ΑΑΔΕ για τα έτη 2015, 2016 και 2017 και τέλος, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ισχυρίζεται ακόμη η ενάγουσα ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο δέχθηκε μερικά την προσφυγή της εναγομένης και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 17-8-2017 καταγγελίας της σύμβασης ναύλωσης, στη συνέχεια υποχρέωσε την ενάγουσα να καταβάλει στην εναγομένη το εναπομένον, μετά την αφαίρεση του ναύλου και των εξόδων, ποσό από τους εισπραχθέντες υποναύλους καθώς και τα διαφυγόντα κέρδη αυτής, πλέον δικαστικών εξόδων, ενώ απέρριψε στο σύνολό της την δική της προσφυγή. Στη συνέχεια η ενάγουσα επικαλείται το ρυθμιστικό πλαίσιο που θέτει ο ν. 4256/2014 για την εκμετάλλευση των τουριστικών πλοίων ο οποίος διακρίνει αυτά σε επαγγελματικά πλοία αναψυχής και επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια, απαγορεύει την μερική ναύλωση επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, για το οποίο ορίζει ότι η ναύλωση δεν μπορεί να είναι λιγότερη από 8 ώρες (και ήδη 12 ώρες σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 4 του ν. 4504/2017), ενώ για το ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι που εκτελεί το τουριστικό ημερόπλοιο ορίζει ότι εκδίδεται ατομικό εισιτήριο ή ομαδικό συνοδευόμενο από ονομαστική κατάσταση επιβατών. Τέλος επικαλείται το άρθρο 13 του ίδιου νόμου που ορίζει ως κύρωση για την παραβίαση των διατάξεών του, πέραν των τυχόν προβλεπόμενων (κυρώσεων) από την τελωνειακή και φορολογική νομοθεσία, την επιβολή προστίμου, στη συνέχεια επικαλείται τις διατάξεις του ν. 2859/2000 («Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.») σύμφωνα με τον οποίο απαλλάσσεται από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (φπα) η ναύλωση επαγγελματικών πλοίων αναψυχής καθώς και την ΠΟΛ 1141/2015 σύμφωνα με την οποία τα τουριστικά ημερόπλοια δεν απαλλάσσονται από τον φπα, περαιτέρω το άρθρο 66 του ν. 4174/2013 και του 25 του ν.1882/1990 σύμφωνα με τα οποία η παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας συνιστά ποινικό αδίκημα και ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση, κάνοντας δεκτή την προσφυγή της εναγομένης και ικανοποιώντας τις ένδικες αξιώσεις της, αντιτίθεται στις άνω αναφερόμενες διατάξεις. Αυτό διότι, αν και η πλειοψηφούσα γνώμη του Διαιτητικού Δικαστηρίου διαπίστωσε την εκμετάλλευση του σκάφους της, κατά παράβαση της σύμβασης, αλλά και των προαναφερόμενων διατάξεων και συγκεκριμένα ότι η εναγόμενη ναυλώτρια εκτελούσε ημερήσια θαλάσσια ταξίδια έναντι εισιτηρίου και δεν προέβαινε σε ολική υποναύλωση αυτού, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την καταβολή Φ.Π.Α. καθώς και ότι η όλη περί το σκάφος δραστηριότητα γινόταν στο όνομα της ίδιας της εκναυλώτριας, λόγω της μη καταχώρισης της ναύλωσης στο αρμόδιο νηολόγιο, παρά όλα αυτά δέχθηκε μερικά την προσφυγή της ναυλώτριας και της επιδίκασε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την αξίωσή της στο υπόλοιπο των υποναύλων, ποσού 53.177,91 δεχόμενο ειδικότερα ότι επήλθε συμψηφισμός μεταξύ της νόμιμης απαίτησης της ίδιας στην καταβολή της πρώτης δόσης του ναύλου πλέον των λειτουργικών εξόδων του σκάφους με την αξίωση της εναγομένης (για το υπόλοιπο των υποναύλων) που προερχόταν από παράνομη δραστηριότητα, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της (ενάγουσας) ότι η απαίτηση της εναγομένης δημιουργηθείσα δολίως σε βάρος της, δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 450 Α.Κ. Πλέον αυτού επιδίκασε στην εναγομένη το ποσό των 87.952,58 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη δεχόμενο ότι η εν λόγω αξίωση απορρέει από την πρώιμη και άκυρη καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης, παρά το ότι τα μελλοντικά να εισπραχθούν ποσά θα προέρχονταν από παράνομη δραστηριότητα που οδηγούσε σε αποφυγή καταβολής των αντίστοιχων φόρων. Με αυτήν όμως την κρίση του, όπως ισχυρίζεται, το Διαιτητικό Δικαστήριο προσκρούει στη δημόσια τάξη καθιστώντας την απόφαση του ακυρωτέα κατά το άρθρο 897 παρ. 6 του ΚΠολΔ καθόσον επιδικάζει έσοδα από παράνομη και αξιόποινη δραστηριότητα, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση και στα χρηστά ήθη αφού η εναγομένη γνώριζε ότι η από μέρους της παράνομη εκμετάλλευση του σκάφους γινόταν στο όνομα της ενάγουσας στην οποία και θα καταλογιζόταν η παραβίαση των φορολογικών διατάξεων. Επομένως, ισχυρίζεται η ενάγουσα, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα δημιουργήσει κατάσταση αντίθετη στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη, καθόσον θα εξασφαλίσει όφελος στην εναγομένη προερχόμενο από παράνομη ναυτιλία και φοροδιαφυγή.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η από 1-3-2021, με γενικό αριθμό κατάθεσης …./1-3-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./1-3-2021, αγωγή, ζητά την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε στον Πειραιά στις 27-11-2020 και καταχωρήθηκε στο βιβλίο Διαιτησιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό 1/3-12-2020. Η εν λόγω αγωγή ασκηθείσα από την άνω αναφερόμενη εταιρία η οποία νομιμοποιείται προς τούτο καθώς έχει συνομολογήσει με τους εναγομένους συμφωνία διαιτησίας (άρθρο 899 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν, αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 898 ΚΠολΔ Δικαστήριο, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη αφού ασκήθηκε εντός της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 4-12-2020, όπως προβλέπεται στο άρθρο 899 παρ.2 ΚΠολΔ και σύμφωνα την με την κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ σημείωση στο επιδοθέν αντίγραφό της του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …….. (σχετ. οι εκθέσεις επίδοσης της αγωγής: α) …../2-3-2021 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……. . που αφορά την εναγόμενη εταιρία, β) …, …. και …. με ημερομηνία 4-3-2021 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αιγαίου, ……… που αφορούν αντίστοιχα τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα). Επομένως πρέπει να διερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 897 αριθ. 6 του ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει όταν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη. Ως «χρηστά ήθη» νοούνται οι κανόνες που εκφράζουν τις αντιλήψεις του μέσου «εμφρόνως και χρηστώς» σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου και κρατούν ως ρυθμιστικοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς [ΑΠ 40/2010, ΑΠ 1819/2013 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ], ενώ ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί την δικαστική ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, με έννοια που προσομοιάζει με εκείνη του άρθρου 33 Α.Κ. (σχετ.: ΟλΑΠ 14/2015, Ολ ΑΠ 15/2000, Ολ ΑΠ 4/ 2012και Ολ ΑΠ 20/2011). Με την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία ως διατάξεις δημόσιας τάξης νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα προέκυπτε το άτοπο να ελέγχεται η διαιτητική απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου (από τις οποίες υπάρχει πληθώρα στο δίκαιο των συναλλαγών) και έτσι ουσιαστικά να επανεκδικάζεται η υπόθεση και να περιάγεται η διαιτητική διαδικασία σε απλό διαδικαστικό προστάδιο της πολιτικής δίκης, γεγονός που θα αντιτίθετο ευθέως στη, σχετική προς τη φύση της, αρχή της μη αναθεώρησης της ουσίας της διαιτητικής απόφασης και περαιτέρω, θα επέφερε ανεπίτρεπτη διαφορετική μεταχείριση των διαιτητικών αποφάσεων, ανάλογα με το αν πρόκειται για ημεδαπή διαιτητική απόφαση (άρθρ. 897 αρ. 6 ΚΠολΔ), ή αλλοδαπή, διεθνή διαιτησία ακόμα και στα πλαίσια όμοιας διαφοράς. Αυτό διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1, 2 εδαφ. β`, ββ` του Ν. 2735/1999 «Διεθνής Εμπορική Διαιτησία», με τον οποίο εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο πρότυπος Νόμος UNCITRAL, προβλέπεται ρητά ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ύστερα από αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, προκειμένου για διεθνείς διαιτησίες (που διεξάγονται στην Ελλάδα), «κρίνει αυτεπαγγέλτως αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα». Επομένως θα οδηγούμασταν σε αυστηρότερο έλεγχο των ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων – αφού θα κρίνονταν για παράβαση οποιουδήποτε κανόνα αναγκαστικού δικαίου – ενώ οι αντίστοιχες διεθνείς μόνο αν παραβίαζαν τους κανόνες εκείνους που έχουν θεσπιστεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, πράγμα προδήλως μη ορθό, σύμφωνα με την ΟλΑΠ 14/2015.
ΙIΙ. Κατά την έννοια δε της ίδιας διάταξης (33 Α.Κ.), ο άνω λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης (897 αρ. 6 ΚΠολΔ) ιδρύεται όταν η αντίθεση προς διατάξεις δημόσιας τάξης προκύπτει ευθέως και αποκλειστικά από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή όχι μόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της. Λαμβανομένων, όμως, υπόψη και των λοιπών διατάξεων του άρθρου 897 του ΚΠολΔ, καμία από τις οποίες δεν παρέχει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης για εσφαλμένη ουσιαστική κρίση του διαιτητή, παρέπεται ότι η ρηθείσα παράβαση πρέπει να προκύπτει άμεσα από τις παραδοχές του αιτιολογικού και του διατακτικού της ελεγχόμενης διαιτητικής απόφασης με βάση τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία ανέλεγκτα, ως εκ της ουσιαστικής, κατά την κρίση του, βασιμότητάς τους, δέχθηκε ο διαιτητής, το δε Εφετείο, κρίνοντας επί λόγου ακύρωσης διαιτητικής απόφασης από την ίδια διάταξη, για αντίθεσή της προς κανόνα δημόσιας τάξης και για την εκφορά του αντίστοιχου αξιολογικού πορίσματος του, ερευνά και κρίνει μόνο τις ίδιες παραδοχές σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 40/2010).
IV. Από την επισκόπηση του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης, που εμπεριέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ασκηθείσες ενώπιoν αυτού προσφυγές των συμβληθέντων, στην επίδικη σύμβαση ναύλωσης, προσώπων και μετά από εκτίμηση των ισχυρισμών των διαδίκων μερών, των ενώπιον του προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, εγγράφων, μαρτυρικής κατάθεσης και ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς και των καταθέσεων των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων ναυτικών εταιριών, εκναυλώτριας και ναυλώτριας, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ότι η ένδικη σύμβαση ναύλωσης γυμνού σκάφους, η κατάρτιση της οποίας δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, συνήφθη στις 12-6-2017 και έκτοτε άρχισε η ναυλώτρια εναγόμενη εταιρία την εκμετάλλευση του σκάφους «ΓΠ» που ανήκε στην ενάγουσα, ότι οι συμβληθείσες εταιρίες δεν προέβησαν στην σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ.1 και 2 ΚΙΝΔ κοινή δήλωση περί εφοπλισμού του σκάφους από την εναγομένη, στην αρμόδια λιμενική αρχή, με αποτέλεσμα την ισχύ του τεκμηρίου της παρ. 3 του άνω άρθρου σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση παράλειψης της άνω δήλωσης ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται «τούτο δι’ εαυτόν». Δέχθηκε ακόμα ότι η εν λόγω παράλειψη δεν αποτελεί παράνομη συμπεριφορά και δεν δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης και ότι σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα της μη αντιταξιμότητας της ναύλωσης προς τρίτους, οι μεταξύ των μερών σχέσεις διέπονται από την συμφωνία τους. Στη συνέχεια το Διαιτητικό Δικαστήριο αφού ανέπτυξε τις διατάξεις του Α.Κ. που αφορούν την καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης και τους λόγους για τους οποίους μπορεί αυτή να καταγγελθεί δέχθηκε τα εξής: ότι η ναυλώτρια εταιρία δεν κατέβαλε το ναύλο όπως είχε υποχρέωση με βάση την από 12-6-2017 σύμβαση «όχι διότι είχε απαίτηση να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αλλά διότι κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα από τη μία πλευρά να μην καρπώνεται το αποτέλεσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εκμετάλλευσης του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 12-6-2017 έως 31-7-2017 καθώς το ποσό των ναύλων που καταβάλλονταν από τους επιβάτες παρακρατούνταν και δεν αποδιδόταν στη ναυλώτρια από την εκναυλώτρια, η οποία συνομολογεί το γεγονός της εισροής των ναύλων στους δικούς της τραπεζικούς λογαριασμούς, η οποία επομένως γνώριζε ότι τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στους υποναύλους, κατατίθονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της, κατά το άνω διάστημα και περαιτέρω, από την άλλη πλευρά, η εναγομένη ναυλώτρια είχε υποχρέωση να καταβάλει το ναύλο χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή της τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους». Δέχθηκε ακόμα ότι η εξόφληση των δαπανών από την λειτουργία του σκάφους πραγματοποιούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών της εκναυλώτριας της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος ………. ενημερωνόταν καθημερινά από την …………, (υπάλληλο του λογιστηρίου της ναυλώτριας) για το τραπεζικό υπόλοιπο της εταιρίας με βάση τα έσοδα και τα έξοδά της, τόσο προφορικά όσο και με καταστάσεις που εκτύπωνε η εν λόγω υπάλληλος, από τον υπολογιστή της για το σκοπό αυτό (της ενημέρωσης), όσο και με ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστελνε στον ίδιο ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο, γεγονός το οποίο, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέκυπτε από έγγραφα και από προσκομιζόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η εκναυλώτρια είχε πλήρη εικόνα τόσο της φύσης όσο και του ύψους και της αποπληρωμής των δαπανών και κακόπιστα αιτούνταν την απόδειξη εξόφλησης των λειτουργικών δαπανών του σκάφους. Με βάση αυτές τις παραδοχές έκρινε το Διαιτητικό Δικαστήριο ότι «οι λόγοι για τους οποίους η εκναυλώτρια κατήγγειλε τη σύμβαση δεν αξιολογούνται ως σπουδαίοι, διότι δεν πρόκειται για ουσιώδεις αθετήσεις συμβατικών υποχρεώσεων της ναυλώτριας, υπό την έννοια ότι καθίστατο αφόρητη και άρα μη ανεκτή κατά την καλή πίστη η συνέχιση της σύμβασης. Τουναντίον πρόκειται για ελάσσονες συμβατικές παραβάσεις, που δεν θίγουν τον πυρήνα των συμβατικών υποχρεώσεων, οι οποίες θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν από την εναγόμενη εκναυλώτρια με ηπιότερα μέσα και όχι με καταγγελία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας». Στηρίζεται δε η εν λόγω κρίση του «από σειρά παραμέτρων, όπως ότι η εναγόμενη εταιρία (ενν. την εκναυλώτρια επί της προσφυγής της ναυλώτριας) μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα για τις εισροές και τις εκροές από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της και με αυτόν τον τρόπο και απόλυτη ευκολία, να τεκμηριώσει τη βασιμότητα των ισχυρισμών της ναυλώτριας και ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που συνδέονταν με τον λόγο καταγγελίας ευρίσκονταν εντός της σφαίρας επιρροής της». Στη συνέχεια το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, η ενάγουσα (ενν. ως προσφεύγουσα ενώπιόν του) ναυλώτρια έδωσε μεν σιωπηρά την συναίνεσή της στην καταβολή των υποναύλων από τους επιβάτες στους τραπεζικούς λογαριασμούς της, εδώ, ενάγουσας εκναυλώτριας, ωστόσο τα σχετικά χρηματικά ποσά ουδέποτε της απέδωσε η τελευταία, η οποία το συνομολογεί, μολονότι ήταν αυτή η αποκλειστική δικαιούχος τους και «επομένως η ναυλώτρια διαθέτει απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά της εκναυλώτριας, καθόσον η τελευταία εισπράττοντας και μη αποδίδοντας τους υποναύλους στη ναυλώτρια, πλούτισε αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της, προκαλώντας ισόποση ζημία, υφίσταται δε ευθεία αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στον πλουτισμό της εκναυλώτριας και τη ζημία της ναυλώτριας». Στη συνέχεια το Διαιτητικό Δικαστήριο αφού απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της εκναυλώτριας ότι οι επιβάτες κατέβαλαν στους δικούς της λογαριασμούς τους υποναύλους όχι με σκοπό την απόσβεση της αξίωσής της έναντι της ναυλώτριας αλλά με σκοπό την απόσβεση δικού τους χρέους, δέχθηκε ότι η ναυλώτρια νόμιμα προχώρησε σε μονομερή συμψηφισμό της αξίωσής της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό με την αξίωση της εκναυλώτριας επί του ναύλου, καθώς οι εν λόγω απαιτήσεις ήταν αμοιβαίες, έγκυρες, ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες και επήλθε έτσι απόσβεση της απαίτησης της εκναυλώτριας για την καταβολή (της πρώτης δόσης) του ναύλου, ενώ το γεγονός ότι η τελευταία αρνήθηκε τον συμψηφισμό και προέβη στην καταγγελία της σύμβασης με το πρόσχημα ότι δεν κατατέθηκε εγκαίρως η πρώτη δόση του ναύλου, καταδεικνύει κακοπιστία. Περαιτέρω το Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εκναυλώτριας σύμφωνα με τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού γιατί η απαίτηση της ναυλώτριας επί του (υπολοίπου) του ναύλου βασιζόταν σε παράνομη από μέρους της εκμετάλλευση του πλοίου και με σκοπό βλάβης της ίδιας, καθόσον αυτή πραγματοποιούνταν στο όνομά της (εκναυλώτριας) με πρόθεση να μετατεθούν σε αυτήν οι σχετικές ευθύνες (από την παράνομη εκμετάλλευση του πλοίου), με το σκεπτικό ότι «η ναυλώτρια δεν μετέβαλε σε τίποτα τον τρόπο εκμετάλλευσης του σκάφους αναψυχής, αλλά εξακολούθησε να διενεργεί περιηγητικούς πλόες κατά τη συνήθη μέχρι την (ένδικη) ναύλωση του σκάφους πρακτική, συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται από την με αριθμό ………/2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης (εκναυλώτριας) η οποία ενόρκως δήλωσε ότι κατά την περίοδο του έτους 2017 το σκάφος εκτελούσε περιηγητικές εκδρομές αλλά και από την εξέταση του . …… ο οποίος κατέστησε σαφές ότι το σκάφος διενεργούσε κατά τα έτη 2015 και 2016 περιηγητικούς πλόες» και, επομένως, «δεν αποδεικνύεται πρόθεση που να παρεμποδίζει την αποσβεστική ενέργεια» και τελικό συμπέρασμα ότι, κατά την κρατήσασα γνώμη στο Δικαστήριο, η εκναυλώτρια προέβη πρόωρα και χωρίς σπουδαίο λόγο στην καταγγελία της από 12-6-2017 σύμβασης ναύλωσης.
Με αυτήν του την κρίση το Διαιτητικό Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό το αίτημα της ενώπιον του προσφεύγουσας ναυλώτριας και της επιδίκασε το ποσό των 53.177,91 ευρώ, που απέμεινε μετά τον συμψηφισμό της απαίτησής της από αδικαιολόγητο πλουτισμό με την απαίτηση της αντιδίκου της επί του ναύλου και των εξόδων, δεν δημιουργεί κατάσταση αντίθετη στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, όπως οι έννοιες αυτές αναλύθηκαν στις προηγηθείσες σκέψεις (με στοιχ. ΙΙ). Αυτό διότι κατά το άρθρο 904 Α.Κ. ακόμα και αν η απαίτηση της ναυλώτριας ήθελε θεωρηθεί ως προερχόμενη από παράνομη αιτία, δεν εμποδίζεται αυτή να την αναζητήσει καθώς «η εκναυλώτρια που έγινε πλουσιότερη από την είσπραξη των υποναύλων που δεν της ανήκαν και παρά τη θέληση της δικαιούχου αυτών, ναυλώτριας , έχει υποχρέωση να αποδώσει την εν λόγω ωφέλεια ακόμα και αν προέρχεται σύμφωνα με το δεύτ. εδ. της παρ. 1 του 904, από παράνομη αιτία». Άλλωστε από καμία διάταξη νόμου ή συμφωνία δεν νομιμοποιείται η εκναυλώτρια να καρπωθεί τα εν λόγω χρήματα που δεν της ανήκουν, επικαλούμενη το παράνομο της απόκτησής τους από την ναυλώτρια, παρανομώντας πλέον η ίδια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 450 Α.Κ. δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο ή από δόλια παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, όπως γίνεται δεκτό. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, που ανέλεγκτα δέχθηκε το Διαιτητικό Δικαστήριο, τελώντας η εκναυλώτρια σε πλήρη γνώση του τρόπου εκμετάλλευσης του πλοίου από την ναυλώτρια, αφού ήταν ακριβώς όμοιος με τα προηγούμενα έτη, 2015 και 2016, κατά τα οποία η ίδια εκμεταλλευόταν το σκάφος της, δεν στοιχειοθετείται η, προβαλλόμενη από αυτήν, δόλια σε βάρος της συμπεριφορά της ναυλώτριας, εξάλλου στους λόγους της από 17-8-2017 καταγγελίας δεν συμπεριέλαβε αντίστοιχη αιτίαση (παράνομης εκμετάλλευσης του σκάφους) και συνακόλουθα νόμιμα και παραδεκτά προέβη η ναυλώτρια σε συμψηφισμό των άνω αναφερόμενων απαιτήσεων. Κατόπιν αυτών ο ισχυρισμός της εδώ ενάγουσας περί αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη λόγω της επιδίκασης στη ναυλώτρια του ποσού των 53.177,91 ευρώ από τους υπολειπόμενους υποναύλους, μετά την αφαίρεση του ποσού της πρώτης δόσης του ναύλου και των λειτουργικών εξόδων του πλοίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Όπως εκτέθηκε ήδη παραπάνω η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ως αναίτια και καταχρηστική την από 17-8-2017 καταγγελία της ένδικης σύμβασης ναύλωσης και δέχθηκε την, έτερη, απαίτηση της προσφεύγουσας ναυλώτριας επί των διαφυγόντων κερδών από την στέρηση της εκμετάλλευσης του πλοίου κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο επιδικάζοντας το ποσό των 87.952,58 ευρώ, το οποίο καθόρισε στηριζόμενη στον μέσο όρο των κερδών που είχε αποκομίσει η εκναυλώτρια, κατά την από μέρους της και με όμοιο τρόπο εκμετάλλευση του σκάφους, κατά τα προηγούμενα έτη, λαμβάνοντας μάλιστα ως βάση τα χρηματικά ποσά που αναγράφονται ως έσοδα στα βιβλία εσόδων – εξόδων της ίδιας της εκναυλώτριας, αφαιρουμένων των δαπανών λειτουργίας του σκάφους. Ειδικότερα δέχθηκε, μετά από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ότι η εκμετάλλευση που θα πραγματοποιούνταν κατά το χρονικό διάστημα από την καταγγελία στις 17-8-2017 έως τη συμβατικά καθορισθείσα λήξη της ναύλωσης στις 10-5-2018, θα ήταν λειτουργικά και διαχειριστικά όμοια με εκείνη που είχε πραγματοποιηθεί από την εκναυλώτρια κατά τα έτη 2015, 2016 και κατά την περίοδο από 1-1-2017 έως 12-6-2017. Ακόμα ότι η εν λόγω εκμετάλλευση εξακολουθούσε να πραγματοποιείται, εντός του αυτού νομικού πλαισίου, συνιστώμενη σε κατάρτιση με υποψήφιους επιβάτες συμβάσεων υποναύλωσης, δυνάμει των οποίων ναύλωνε σ’ αυτούς έναντι αντιτίμου το σκάφος αναψυχής, οι δε πλόες εκτελούνταν και πάλι πέριξ της νήσου Σαντορίνης. Απορρίπτοντας δε τον ισχυρισμό της εκναυλώτριας ότι κατά τον υπολογισμό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πρόσθετες φορολογικές υποχρεώσεις, στις οποίες η ίδια υποβλήθηκε, κατόπιν ελέγχου της ΑΑΔΕ για τα έτη 2015 και 2016, συνεπεία του οποίου κλήθηκε να καταβάλει συγκεκριμένα ποσά ως διαφορά του φόρου εκροών, το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι αντικείμενο του τρόπου που χρησιμοποίησε για να προσδιορίσει τα διαφυγόντα κέρδη της ναυλώτριας, είναι ο προσδιορισμός του οικονομικού αποτελέσματος (εσόδων) από την εκμετάλλευση του πλοίου που πραγματοποιούνταν κατά τα έτη 2015, 2016 και τους πρώτους μήνες του έτους 2017. «Το εάν η δραστηριότητα», συνεχίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, «δεν ασκούνταν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον ν. 4256/2014 και το εφαρμοζόμενο φορολογικό πλαίσιο, προϋποθέσεις συνιστά παράγοντα που δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των προσδοκώμενων εσόδων και κατ’ επέκταση και των προσδοκώμενων κερδών». «Εξάλλου, οι επικαλούμενες από την εκναυλώτρια φορολογικές παραβάσεις και η εξ αιτίας αυτών επιβολή επιπρόσθετου φόρου και ειδικότερων διοικητικών μέτρων, οφείλονται σε εκ μέρους της υποβολή ανακριβών περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κατά παράβαση (διαπιστωθείσα κατόπιν διενεργηθέντος ελέγχου Φ.Π.Α.) των οικείων φορολογικών διατάξεων (δήλωση του ήμισυ των ακαθάριστων εσόδων ως απαλλασσόμενο από Φ.Π.Α. εφαρμόζοντας αδικαιολογήτως τις απαλλακτικές διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3 της ΠΟΛ 1156/19-5-1997, ενώ θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί υπαγωγή του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5 Ν 2859/2020)». «Εν τούτοις ο Φ.Π.Α., ανεξαρτήτως του ύψους του ποσοστού του, δεν βαρύνει ως αυτοτελές έξοδο το αποτέλεσμα της διαχείρισης καθώς συνιστά κυλιόμενο φόρο (εισροών-εκροών), ο οποίος βαρύνει τον χρήστη των υπηρεσιών και εισπράττεται από την επιχείρηση προκειμένου εν συνεχεία να αποδοθεί στο Δημόσιο και επομένως, καταλήγει η απόφαση, ορθώς δεν λαμβάνεται υπόψη ως αυτοτελής δαπάνη για τον υπολογισμό των διαφυγόντων κερδών». Με αυτά που έκρινε το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Κατ’ αρχάς η κρίση του περί της νομιμότητας και βασιμότητας της απαίτησης επί των διαφυγόντων κερδών αφορά την ενδοσυμβατική ευθύνη της εκναυλώτριας. Το εν λόγω Δικαστήριο απασχόλησε η υλοποίηση των συμβατικών υποχρεώσεων της εκναυλώτριας εταιρίας, η οποία ανέλαβε να παραχωρήσει την ανεμπόδιστη εκμετάλλευση του σκάφους της στην ναυλώτρια εταιρία, ώστε η τελευταία να αποκομίζει έσοδα από την υποναύλωσή του. Η εκναυλώτρια ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι η εκμετάλλευση του σκάφους γινόταν κατά τρόπο αντίθετο με τον συμφωνηθέντα στην επίδικη σύμβαση ναύλωσης (με ολική ναύλωση) αλλά και προς το ν. 4256/2014, έτσι εμφανιζόταν ότι υποναύλωνε αυτό ολικά αλλά στην πραγματικότητα προέβαινε σε έναντι εισιτηρίου υποναύλωση, πράγμα που απαγορεύεται από τον άνω νόμο γιατί το πλοίο της δεν ήταν τουριστικό ημερόπλοιο το οποίο στερείται ενδιαιτήσεων και επιτρέπεται να μεταφέρει επιβάτες με εισιτήριο, ενώ με την παράλειψη της δήλωσης εφοπλισμού φαινόταν ότι η εκναυλώτρια εκμεταλλευόταν αυτό παρανόμως. Πλέον αυτού, η κατά τον άνω τρόπο εκμετάλλευση του σκάφους, ισχυρίζεται η ενάγουσα, οδηγούσε σε απαλλαγή από την επιβολή φόρου, καθώς τα έσοδα από την εκμετάλλευση επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, απαλλάσσεται από Φ.Π.Α. σ’ αντίθεση με τα έσοδα από την εκμετάλλευση τουριστικού ημερόπλοιου, τα οποία υπόκεινται στον άνω φόρο. Ωστόσο από την επισκόπηση του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει παραδοχή αυτής περί μερικής, έναντι εισιτηρίου, υποναύλωσης του σκάφους από την ναυλώτρια προς τρίτους υποναυλωτές ενώ, περαιτέρω, επιρρίπτει την ευθύνη ως προς την παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας στην ίδια την εκναυλώτρια και την από μέρους της υποβολή ανακριβών δηλώσεων ΦΠΑ, κατόπιν εφαρμογής, αδικαιολόγητα, απαλλακτικών διατάξεων του άρθρου 22 της ΠΟΛ 1156/1997.
Ο νόμος 4256/2014 σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεσή του, έχοντας ως στόχο τη συνολική αναμόρφωση του πλαισίου δραστηριότητας πλοίων αναψυχής, δημιούργησε σταθερό περιβάλλον για την προώθηση της επιχειρηματικότητας, αποθάρρυνε την δραστηριοποίηση εικονικών πλοίων αναψυχής και επέλυσε οριστικά χρόνια προβλήματα, όπως μεταξύ άλλων ο καθορισμός συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού της φορολογητέας αξίας για την επιβολή Φ.Π.Α.. Προσδιόρισε στο άρθρο 1 την έννοια των όρων «επαγγελματικό πλοίο αναψυχής» και «επαγγελματικό τουριστικό ημερόπλοιο» και προέβλεψε στα άρθρα 3 και 12 τους όρους-προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση αυτών. Τέλος στο άρθρο 13, αφού κατάργησε σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική έκθεση τις ποινές φυλάκισης ως αναχρονιστικές /αναποτελεσματικές, προέβλεψε τις κυρώσεις για την παράβαση των διατάξεών του, οι οποίες κατά τις εκεί διακρίσεις συνίστανται σε πρόστιμα. Από το πνεύμα του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι αυτός περιέχει μεν αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες ωστόσο δεν συγκροτούν τα θεμέλια της ελληνικής έννομης τάξης, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση με την άνω κρίση της και την επιδίκαση, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της ναυλώτριας, διαφυγόντων κερδών, να δημιουργεί κατάσταση αντίθετη στις θεμελιώδεις πολιτειακές, πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της ημεδαπής έννομης τάξης, διαταράσσοντας τον κρατούντα βιοτικό ρυθμό. Εξάλλου η υποτιθέμενη αντίθεση της σύμβασης ναύλωσης και των υποναυλώσεων στο ν. 4256/2014 και στις απαγορευτικές του διατάξεις, δεν επιφέρει την ακυρότητά τους, αφού από το περιεχόμενο και το σκοπό του νόμου αυτού επέρχεται, ως κύρωση της παράβασης των διατάξεών του, όχι η ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων, αλλά η επιβολή προστίμου, του οποίου μάλιστα η καταβολή οδηγεί και σε άρση της, τυχόν, επιβληθείσας απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, του οποίου διαπιστώνεται η εκμετάλλευση σ’ αντίθεση με το νόμο. Τέλος η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και η εκτέλεση αυτής δεν δημιουργούν άνευ άλλου τινός παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας και αποφυγή φορολογικών υποχρεώσεων και αυτό διότι η ενάγουσα εκναυλώτρια, ως εμφαινόμενη να εκμεταλλεύεται η ίδια το πλοίο της, δεν στερήθηκε ούτε στερείται από τον τρόπο δραστηριοποίησης της ναυλώτριας και πραγματικής εφοπλίστριας αυτού, την δυνατότητα να υπολογίσει τον, πράγματι, αναλογούντα Φ.Π.Α., στα εισπραχθέντα από αυτήν ποσά υποναύλων και να υποβάλλει ακριβείς δηλώσεις φόρου, αντίστοιχες με τον πραγματικό τρόπο εκμετάλλευσης του σκάφους, όπως ισχυρίζεται, αποφεύγοντας την παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας και των οικείων κυρώσεών της, διοικητικών και ποινικών. Άλλωστε οι ειδικοί νόμοι δημοσιονομικού δικαίου που προβλέπουν ποινικές κυρώσεις, όπως αυτοί που εμπεριέχουν φορολογικές διατάξεις, αποδοκιμάζουν όχι τις ίδιες τις δικαιοπραξίες αλλά τις συνθήκες σύναψης αυτών και την όλη συμπεριφορά των εμπλεκομένων, η οποία καθίσταται αξιόποινη πράξη. Οι, επικαλούμενες από την εκναυλώτρια ως παραβιαζόμενες, διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, θεωρούν αξιόποινη την αποφυγή καταβολής του οικείου φόρου και δεν επιφέρουν ως κύρωση την ακυρότητα της δικαιοπραξίας από την οποία προήλθε η σχετική υποχρέωση (σχετ. ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 174 σημ.5 έκδ. 1978). Δεν επιφέρουν ακυρότητα των ένδικων συμβάσεων ναύλωσης και υποναυλώσεων αλλά αποδοκιμάζουν ως αξιόποινη τη συμπεριφορά της εφοπλίστριας στην περίπτωση που αυτή υποβάλλει ανακριβή δήλωση Φ.Π.Α. δεδομένου ότι τόσο τα έσοδα από την εκμετάλλευση επαγγελματικού σκάφους αναψυχής όσο και από εκείνη επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου, οι οποίες δεν είναι αυτές καθ’ εαυτές παράνομες ή ανήθικες δραστηριότητες, υπόκεινται στον εν λόγω φόρο σε διαφορετικό ποσοστό. Αυτό διότι ο νόμος αναγνωρίζει την ελευθερία των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.) αρκεί η καταρτιζόμενη δικαιοπραξία να μην αντιβαίνει ως προς το περιεχόμενό της σε απαγορευτική διάταξη νόμου, επέρχεται δε η ακυρότητα εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, δηλαδή δεν συνάγεται, όπως στην κρινόμενη υπόθεση, η στη συγκεκριμένη (in concreto) περίπτωση επιβολή κάποιας άλλης κύρωσης (άρθρο 174 Α.Κ.). Tέλος, (αρκεί) να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, (άρθρο 178 Α.Κ.), ήτοι στις αντιλήψεις του μέσου, χρηστώς και εμφρόνως, σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, αντίθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και το σύνολο των συνθηκών και περιστάσεων που αυτή εξέτασε, δεν προέκυψε τέτοια αντίθεση των ένδικων συμβάσεων με τις οποίες η ναυλώτρια απέβλεπε στην είσπραξη εσόδων από την υποναύλωση του πλοίου, η οποία γινόταν εντός ηθικά ανεκτών ορίων.
Ενόψει όλων των ανωτέρω , θα πρέπει να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρα 176, 189 παρ.1 , 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατόπιν παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού νομίμου αιτήματος τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 1-3-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ την καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων στην ενάγουσα, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022.
H ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄αυτής λόγω της αποχώρησής της από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησής τηςη αρχαιότερη της σύνθεσης Εφέτης Χαρίκλεια Σαραμαντή Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 12 Ιουλίου 2022 με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή Προεδρεύουσα Εφέτη, Αναστάσιος Αναστασίου και Μαρία Δανιήλ και τη Γραμματέα Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.