Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 433/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   433 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ       Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Α. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας …………….. την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της,  Παρασκευάς Ζουρντός.      

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Ειρήνη  Κοντοσέα, με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.      

Β. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ……………….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Ειρήνη  Κοντοσέα, με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας ………………. την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός .

Ο εκκαλών  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7-12-2018  και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 327/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων  με την από 7-9-2021,  με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/7-9-2021 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο ………../2021 έφεση όσο και η εναγομένη με την  από 30-3-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../30-3-2021 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα …………/2021 στο Εφετείο έφεσή της,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση στην παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η   πληρεξούσια  δικηγόρος  του εκκαλούντος -εφεσιβλήτου παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρίας έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από  30-3-2021 έφεση της  ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας και β) η από 7-9-2022 έφεση του νικήσαντος, εν μέρει, ενάγοντος στρεφόμενες αμφότερες κατά της 327/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε (εν μέρει) την από 7-12-2018 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα  και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622  ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική, προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 9-2-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3  Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως  να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια.     Ο ενάγων ναυτικός  με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την εναγόμενη ναυτική εταιρία, στις 20-11-2016, στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε αυθημερόν  με την ειδικότητα του ναύτη, στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της «BSN» 5.650,51 κ.ο.χ., της πλοιοκτησίας της εταιρίας, όπου παρέμεινε μέχρι τις 1-12-2017, πλην των χρονικών διαστημάτων από 19-4-2017 έως 19-5-2017 και από 1-11-2017 έως 30-11-2017, κατά τα οποία έλαβε άδεια ανάπαυσης. Από την άνω ημερομηνία, (1-12-2017) ναυτολογήθηκε ως υποναύκληρος, κατόπιν απόφασης του πλοιάρχου του πλοίου και απασχολήθηκε με αυτήν την ειδικότητα έως τις 2-1-2018, οπότε και ναυτολογήθηκε εκ νέου με την πρώτη ειδικότητα (ναύτης) και μέχρι τις 9-2-2018, οπότε και λύθηκε η σύμβασή του λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου. Ότι κατόπιν νέας σύμβασης που κατάρτισε με την εναγομένη, στις 20-2-2018, στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε και πάλι στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε μέχρι την, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας, λήξη της στις 20-4-2018. Ότι είχε συμφωνηθεί με την αντίδικό του οι συμβάσεις ναυτολόγησής του να διέπονται από τις σσνε για τα πληρώματα  επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων των ετών 2017 και 2018. Ισχυρίζεται ακόμα ότι κατά την ναυτολόγησή του συμπλήρωνε εργαζόμενος τόσο ως ημεροφύλακας όσο και με βάρδιες, είτε ως ναύτης είτε ως υποναύκληρος,  16 ώρες εργασίας  καθημερινά  και ζητά, σύμφωνα και με όσα αναλυτικότερα εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του, την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας που παρείχε, τις διαφορές μεταξύ των ποσών που έλαβε και εκείνων που δικαιούται ως δώρα εορτών καθώς και ως αμοιβή των δρομολογίων εξπρές. Συγκεκριμένα δε και κατόπιν παραδεκτής, μερικής,  μετατροπής του αγωγικού αιτήματος  σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του  που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 και 591 ΚΠολΔ) και εμπεριέχεται και στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ζητά να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 7.653,88 ευρώ  που αφορά το σύνολο των ένδικων αξιώσεών του από την ναυτολόγησή του και να  υποχρεωθεί αυτή να του  καταβάλει για την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του το ποσό των 21.583,51 ευρώ,   νομιμοτόκως από τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της εναγόμενης  εταιρίας περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής και ως ουσιαστικά αβάσιμο εκείνον που αφορούσε το συμψηφισμό των ποσών που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα ως έκτακτες αμοιβές, δέχθηκε αυτήν, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια  της ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης,  παρείχε υπερωριακή εργασία  12 ωρών, καθημερινά, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναλύονται στην απόφαση και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.189,04 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας λήξης της σύμβασής του μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.377,35 ευρώ, νομιμοτόκως από τον ίδιο όπως και αμέσως προηγουμένως χρόνο. Οι διάδικοι  με τις κρινόμενες εφέσεις τους  επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και  στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό  ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.

Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπεριέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε  προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), καθώς και των ενόρκων βεβαιώσεων  που προσκομίζει ο ενάγων και συγκεκριμένα α] της με αριθμό  ……./10-10-2019 ενώπιον του συμβολαιογράφου …………….. η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του εταιρίας (άρθρο 422 ΚΠολΔ) σύμφωνα, αντίστοιχα, με την  ……./7-10-2019 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας …………… και β] της  από 15-2-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της δικηγόρου Κομοτηνής …………. που λήφθηκε μετά την νομότυπη κλήτευση της εναγομένης σύμφωνα με την  …………./9-2-2022 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας και  προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το οποίο κρίνει ότι η καθυστερημένη προσκομιδή της δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαριά αμέλεια του ενάγοντος (άρθρα 529-591 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) , αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά:     Ι. Ο ενάγων ναυτικός είναι  μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Ε.Ν. η οποία   είναι μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας και σε εκτέλεση καταρτισθείσας στις 20-11-2016, στον Πειραιά, σύμβασης ναυτικής εργασίας με την εναγόμενη εταιρία, μέλος η τελευταία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας,  ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του ναύτη στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο αυτής «BSN»,  5.650 κ.ο.χ. στο οποίο εργάστηκε μέχρι την 30η-11-2017, πλην των χρονικών διαστημάτων στα οποία έλαβε άδεια, ήτοι από 19-4 έως 19-5 και από 1-11 έως 30-11. Κατά την επιστροφή του και από 1-12-2017 εργαζόταν ασκώντας τα καθήκοντα του υποναύκληρου κατόπιν απόφασης του Πλοιάρχου του πλοίου και μέχρι τις 2-1-2018 και από τότε, σύμφωνα με απόφαση και πάλι του Πλοιάρχου, ναυτολογήθηκε ως ναύτης έως τις 9-2-2018 όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του λόγω της ετήσιας επιθεώρησής του. Στις 22-2-2018 με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας,  ναυτολογήθηκε ως ναύτης και εργάστηκε στο ίδιο πλοίο έως τις 20-4-2018  οπότε έληξε η σύμβασή του  κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας  με τον Πλοίαρχο.   Στο πλοίο της εναγόμενης εταιρίας κατά την ένδικη χρονική περίοδο ήταν ναυτολογημένα συνολικά όσα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος προβλέπει η οργανική σύνθεση του πλοίου [π.δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, ΦΕΚ Α 64/13.3.1974] προκειμένου  αυτό να εκτελεί με ασφάλεια τους πλόες του (άρθρα 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973) και συγκεκριμένα εννέα ναύτες, ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος και δυο ναυτόπαιδες.  Οι ναύτες κατανέμονταν έτσι ώστε οι έξι από  αυτούς να εκτελούν ανά δυο  βάρδιες-φυλακές γέφυρας και οι λοιποί να εργάζονται ως ημερεργάτες-ντεϊμάνηδες, εκτελώντας άπαντες τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Εργασίας  (β.δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960),γενικά καθήκοντα των ναυτών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία. Το πλοίο «BSN»,   κατά τα ένδικα  χρονικά διαστήματα  εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια προσεγγίζοντας τα ενδιάμεσα λιμάνια των Δωδεκανήσων. (ακολουθούν πίνακες με δρομολόγια πλοίων)Από τα ανωτέρω περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη όπως και τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο της, με διαδοχικές συμβάσεις, με τις προαναφερόμενες ειδικότητες και κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα αλλά και την εφαρμογή των οικείων σσνε των 2017 και 2018,   προκύπτει ότι αυτό πραγματοποιούσε καθημερινά και καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησης του τελευταίου  πολύωρους πλόες διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών. Στο διάστημα αυτό ο ενάγων εργαζόταν είτε συμμετέχοντας σε δυο βάρδιες στη γέφυρα οι οποίες ήταν  τετράωρες  αλλά παρατεινόταν η εργασία του λόγω των συνεχών, διαδοχικών, προσεγγίσεων στις εργασίες των οποίων συμμετείχε όλο το προσωπικό καταστρώματος, ανεξάρτητα του είδους της υπηρεσίας που είχε τη συγκεκριμένη ημέρα,  είτε ως ημερεργάτης εργαζόμενος από ώρα 8.00 έως 18.00 συμμετέχοντας στις απαιτούμενες εργασίες για την φόρτωση/εκφόρτωση του πλοίου, ασφαλή πρόσδεση των οχημάτων καθώς και σε  εργασίες καθαριότητας και τυχόν, αναγκαίες εργασίες συντήρησης αυτού που εκτελούνταν στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού αντίστοιχα, ήτοι Πειραιάς και Κατάπολα. Με βάση τα άνω περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, την μακρά  διάρκεια αυτών, την μεγάλη χωρητικότητα του πλοίου, τον αριθμό των υπηρετούντων ναυτικών,  την από μέρους της εναγομένης συνομολόγηση αφενός του ότι  ο ενάγων απασχολείτο μια με δυο ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του, ανεξάρτητα της ειδικότητας με την οποία απασχολείτο και αφετέρου του ότι κάθε βάρδια του επιμηκύνονταν κατά μισή ώρα πριν και μετά την κανονική τετράωρη διάρκειά της,  την από μέρους της καταβολή, κατά σταθερό και πάγιο τρόπο, αμοιβής για εργασία τα Σάββατα και τις αργίες καθώς και αμοιβής υπερωριών τις καθημερινές και τις Κυριακές, αποδεικνύεται ότι αυτός εργαζόταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, υπερωριακά, κατά μέσο όρο, παρέχοντας εργασία, πέραν του νομίμου οκταώρου του τις καθημερινές και Κυριακές, διάρκειας τεσσάρων ωρών κατά τις ημέρες αυτές και αντίστοιχη δώδεκα ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Συνεκτιμώνται για την άνω κρίση επιπλέον, οι διαδοχικές προσεγγίσεις σε πολλά λιμάνια μικρών νησιών, η διάρκεια των οποίων, περί τα 15 έως 20 λεπτά κατ’ ελάχιστο, συναρτάται με τον αυξημένο αριθμό μεταφερόμενων επιβατών και οχημάτων τους θερινούς μήνες στις οποίες μετέχει το σύνολο του πληρώματος καταστρώματος,  αλλά και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν κατά τους λοιπούς και ιδίως τους χειμερινούς μήνες, η επιδείνωση των οποίων απαιτεί την επιφυλακή όλου του πληρώματος, σύμφωνα με τον μάρτυρα της εναγομένης και επομένως η κάλυψη των οργανικών θέσεων που απαιτείται για την ασφάλεια των πλόων του πλοίου δεν αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Το Δικαστήριο στηρίζει την κρίση του στο σύνολο των ενώπιον του προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, μαρτυρικής κατάθεσης και ενόρκων βεβαιώσεων, εκτιμώμενων όλων σύμφωνα με το άρθρο 340 ΚΠολΔ, χωρίς να καθίσταται οι ενόρκως βεβαιώσαντες αναξιόπιστοι μάρτυρες λόγω της άσκησης από μέρους τους συναφών αγωγών. Αυτό διότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται ότι αυτοί είναι εξαιρετέοι μάρτυρες επειδή έχουν συμφέρον στην έκβαση της δίκης, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, η οποία εξάλλου εξέτασε τον εργασιακά εξαρτώμενο από την ίδια ναυτικό και ύπαρχο κατά την ένδικη περίοδο (μέρος αυτής) του πλοίου. Άλλωστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός των  συναδέλφων  του ενάγοντος ναυτικού, οι οποίοι γνωρίζουν από δική τους αντίληψη  τις συνθήκες εργασίας αυτού,  δεν μπορεί να έχει προσωπική γνώση για τα αποδεικτέα θέματα.

Όπως  έχει παγίως, σταθερά και απαρέγκλιτα,  νομολογηθεί, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του Αστικού Κώδικα, 8 του ν. 2112/1920, 5§1 του α.ν. 539/1945 και 8§4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζομένου,  ακόμα και  με την μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011, 495/2006) έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας  (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Συνακόλουθα το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή με κάποια παρατήρηση στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ακόμα  και  στο  βιβλίο υπερωριών ή στις καταστάσεις με τις ώρες ανάπαυσής του, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του, περί υπερωριακής εργασίας, (ΕΠ 716/2014 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010 δημ στην τνπ  ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση, προς τούτο άλλωστε διεκδικούν δικαστικά τις οικείες αξιώσεις τους μετά την λήξη αυτής, ενώ, εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,   χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών το οποίο τηρούσε η εναγομένη, μέσω του πλοίαρχου του πλοίου και προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των οικείων σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή, όπως προαναφέρεται, (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208).  Επομένως ο δεύτερος λόγος έφεσης  της εναγομένης κατά το σκέλος αυτού που αφορά τους ισχυρισμούς της περί  αναξιοπιστίας του μάρτυρα του ενάγοντος και την   ανεπιφύλακτη υπογραφή των λογαριασμών μισθοδοσίας και του βιβλίου ωρών ανάπαυσης από τον τελευταίο,  είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Συνεπώς  ο ενάγων δικαιούται  σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες, όπως προαναφέρθηκε, ως εφαρμοστέες σσνε (άρθρα 11 και 13 αυτών) και τα καθοριζόμενα από αυτές ωρομίσθια αμοιβής, 1] για  την υπερωριακή εργασία του α] τις 228 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε πέραν του 8ώρου κατά το έτος 2017 με την ειδικότητα του ναύτη  : 228 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας = 7.642,56 ευρώ από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 3.935,84 ευρώ  απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 3.706,72 ευρώ, β] για την εργασία του τα 37 Σάββατα και 9 αργίες του ίδιου έτους: 46 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,05 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας = 5.547,6 ευρώ, από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 4.156,53 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.391,07 ευρώ. 2] για την υπερωριακή εργασία του α] κατά τις 23 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε πέραν του 8κταώρου κατά το έτος 2017 με την ειδικότητα του υποναύκληρου: 23 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,65 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας = 795,8 ευρώ από το οποίο απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 553,73 ευρώ = 242,07 ευρώ και β] για 5 Σάββατα και 2 αργίες του ίδιου διαστήματος: 7 χ 12 ώρες χ 10,39 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας = 872,76 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 474,06 ευρώ, απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 398,7 ευρώ. 3] για την υπερωριακή εργασία του α] κατά τις 83 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε πέραν του 8κταώρου κατά το έτος 2018 με την ειδικότητα του ναύτη : 83 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,54 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας = 2.835,28 ευρώ  από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 1.651,73 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.183,55 ευρώ και β] για 12 Σάββατα και 4 αργίες του ίδιου διαστήματος: 16 ημέρες χ 12 χ 10,25 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας = 1.968 ευρώ από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 1.512,49 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 455,51 ευρώ. Συνολικά ο ενάγων δικαιούται ως διαφορά της αμοιβής του για την από μέρους του παροχή υπερωριακής εργασίας το ποσό των 3.706,72 + 1.391,08 + 242,07 + 398,7 + 1.183,55 + 455,51 = 7.377,63 ευρώ.

ΙΙ.  Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις οικείες σσνε,  σύμφωνα με όσα οι διάδικοι συνομολογούν και δεν αμφισβητούν, αλλά και τις καταβαλλόμενες κάθε μήνα, κατά τρόπο πάγιο και σταθερό,  αποδοχές του ενάγοντος, όπως αποτυπώνονται στις (μη αμφισβητούμενες) αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτές, οι μηνιαίες αποδοχές,  ανέρχονται : Α] με την ειδικότητα του ναύτη 1) κατά το έτος 2017 σε  : 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 452,ο5 ευρώ αποδοχές άδειας  + 1.444,17 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (13.190,16 ευρώ : 274 χ 30 ημέρες) + 81,05 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής + ως μέσο όρο της αμοιβής του για έκτακτες εργασίες για τις οποίες ομοίως καταβαλλόταν στον ενάγοντα κάθε μήνα και καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, σταθερά και πάγια,  ένα ποσό, δικαιούται 866,08 : 274 χ 30 = 94,82 ευρώ αλλά θα ληφθεί υπόψη το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 89,29 ευρώ + (3.485,4 ευρώ καταβληθέν ποσό για έχμαση το έτος 2017 : 274 διάρκεια εργασιακής σχέσης χ 30 =) 381,61 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για έχμαση ωστόσο, ομοίως, θα ληφθεί υπόψη το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των  353,18  ευρώ (άρθρο 106 ΚΠολΔ) ως μέσος όρος αμοιβής για την άνω αιτία, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής και συνολικά: 4.444 ,01 ευρώ . 2) αντίστοιχα  κατά το έτος 2018 σε  : 1.181,15 ευρώ βασικός μισθός + 259,86 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 461,07 αποδοχές άδειας  + 1.455,53 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (:4.803,28 ευρώ συνολικό ποσό : 99 χ 30) + 82,68 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής + 86,56 μέσος όρος ευρώ αμοιβής για έκτακτες εργασίες (285,65 ευρώ συνολικό ποσό : 99 χ 30) + 283,60 ευρώ έχμαση (935,91 ευρώ καταβληθέν συνολικά ποσό :99 χ30) και συνολικά: 4.434,07 ευρώ.  Β] με την ειδικότητα του υποναύκληρου 1) κατά το έτος 2017 σε  : 1.197,44 ευρώ βασικός μισθός + 263,44 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 14,42 ευρώ επίδομα υποναύκληρου +35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής +  462,99 αποδοχές άδειας  + 1.668,56 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 83,82 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής + 32,63 ευρώ έκτακτες εργασίες + 297,49 ευρώ έχμαση και συνολικά: 4.632,31 ευρώ.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με  την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015,  ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).  Με τον  πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη  παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε  τον ενώπιον του νομότυπα προβληθέντα ισχυρισμό της περί καταλογισμού στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που αξιώνει ο ενάγων, τα καταβληθέντα σε αυτόν  ποσά   ως «έκτακτες αμοιβές». Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη τέσσερις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας (από 20-5-2017, 1-12-2017, 2-1-2018 και 22-2-2018), αποδεικνύεται ότι  συμφωνήθηκε σ’ αυτές η καταβολή στον ενάγοντα ναυτικό κλειστού μισθού, αντίστοιχα 3.013,67, 3.283,67, 3.126,62 και 3.126.62 ευρώ, ποσά υπολειπόμενα των νομίμων αποδοχών του, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω (με στοιχ.ΙΙ) και περαιτέρω αποδεικνύεται ότι εμπεριέχεται στις εν λόγω συμβάσεις παράγραφος με τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν αμοιβαίως συμφωνήθηκαν από τα μέρη». Στο δε ακόλουθο κείμενο αναγράφεται ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό  πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται  με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την  παρούσα σύμβαση. Όπως αποδείχθηκε με βάση τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής που αφορούν τα επίδικα χρονικά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα αμοιβή για  εργασία τα Σάββατα  και αργίες καθώς και αμοιβή υπερωριών  ενώ κατέβαλε επίσης κάθε μήνα ένα πολύ μικρότερο ποσό υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι  δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας  είναι μη εξειδικευμένη, είναι αόριστη και  δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν  στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, με την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 464/2021, 196/2020, 465/2009  δημ  στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο η εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό περί συμψηφισμού που προέβαλε η εναγομένη και ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσής της με τον οποίο παραπονείται για την εν λόγω απόρριψη είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IV. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, , 371/2016, 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η τροφοδοσία είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ.,  46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97,  343/2009, αδημ.) διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως οικείας σσνε. Μάλιστα συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΕΠ 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Τέλος, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες),  χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237  226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354,  377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009,  ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015,  647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).  Περαιτέρω και το επίδομα έχμασης αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ανωτέρω σσνε (άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, όπως ο ενάγων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα. Έτσι  με βάση τα αναλυθέντα ανωτέρω, στις αποδοχές  του ενάγοντος για τον υπολογισμό των δώρων εορτών δεν θα συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού και  με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού, όπως υπολογίσθηκαν παραπάνω, αυτός δικαιούται τα ακόλουθα ποσά ως δώρα εορτών: Α] δώρο Πάσχα 2017: 4.444,01 : 2 : 15 χ 13,62 (109 ημέρες διάρκεια : 8)= 2.017,58  και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγομένη  ποσού των 1.031,89 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο : 985,69 ευρώ. Β] δώρο Χριστουγέννων 2017 ως ναύτης: 4.444,01 ευρώ : 2/25 χ 8,63  (164 ημέρες διάρκεια της εργασίας του : 19) = 3.068,14 και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού 1.618,87 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.449,27 ευρώ. Γ] δώρο Πάσχα 2018 : 4.434,07 ευρώ αποδοχές : 2 : 15 χ 11,25 (90 ημέρες διάρκεια εργασίας: 8, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής ) = 1.662,77 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού 974,47 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 688,30 ευρώ. Δ] δώρο Χριστουγέννων με την ειδικότητα του υποναύκληρου : 4.632,01 ευρώ : 2/25 χ 1,63 (31 ημέρες διάρκεια : 19) = 604,01 και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού 317,29 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 286,72  ευρώ.  Η εκκαλουμένη ωστόσο κατ’ εσφαλμένο τρόπο υπολογισμού της αναλογίας των δώρων εορτών όταν η εργασιακή σχέση δεν διαρκεί καθ’ όλο το διάστημα από 1-1 έως 30-4 και από 1-5- έως 31-12, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, κατέληξε να αναγνωρίσει  ότι για τις ανωτέρω αιτίες η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα αντίστοιχα τα ποσά των 1.341,63, 1.554,11,  204,86 και 1.088,44 ευρώ. Ενόψει του ότι ουδείς των διαδίκων προσβάλει τον εν λόγω υπολογισμό με λόγο έφεσης και ιδίως η εναγομένη, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 536 ΚΠολΔ να αναγνωρίσει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει τα άνω πράγματι οφειλόμενα μικρότερα ποσά, πλην του με στοιχ. Δ] το οποίο είναι υψηλότερο εκείνου που αναγνωρίζει η εκκαλουμένη.

V. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον εσφαλμένο υπολογισμό στην αμοιβή που του αναγνώρισε η εκκαλουμένη ότι δικαιούται για τα 18,83 δρομολόγια εξπρές του έτους 2018, αριθμός που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη, του μέσου όρου της υπερωριακής του αμοιβής, της αμοιβής για έχμαση και τον μη συνυπολογισμό της αναλογίας των δώρων εορτών. Στις αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των εν λόγω δρομολογίων, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά ως  συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού, τακτικά, κάθε μήνα ή, κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004.214, ΕΠ 284/2020,  200/2016, 117/2016,  442/2015, 23/2014,  618/2014 δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές, πλέον όσων συνυπολογίστηκαν παραπάνω,  θα συμπεριληφθεί και η μηνιαία αναλογία δώρων εορτών που δικαιούται ο ενάγων για το έτος 2018 αφού σύμφωνα με τις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής η εναγόμενη εργοδότρια αυτού, του κατέβαλε κάθε μήνα, σταθερά και πάγια ποσό για την αιτία αυτή   (σχετ. ΕΠ 265/2016 και  51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕΠ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013. 220, ΕΠ 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011. 262, ΤριμΕΠ 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124).   Έτσι στο ποσό των 4.434,07 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων ως  μηνιαίες τακτικές αποδοχές για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1-1-2018 έως 9-2-2018 και από 20-2-2018 έως 20-4-2018, θα προστεθεί και η αναλογία του δώρου Πάσχα 2018 (1.662,75 : 99 ημέρες διάρκεια χ 30) το ποσό των 503,86 ευρώ και το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του ανέρχεται σε 164,59 ευρώ χ 18,83 = 3.099,37 ευρώ δικαιούται για τα δρομολόγια εξπρές του άνω χρονικού διαστήματος, μετά δε την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 2.848,98 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 250,39 ευρώ, κατά μερική παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του τελευταίου λόγου της έφεσης του ενάγοντος.

VΙ.   Σύμφωνα με την  έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί, όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω με στοιχ.Ι, ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014,  ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 464/2021, 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως,  επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ.  καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον τέταρτο  και τελευταίο λόγο της  έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και  απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε  και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος,  αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος  του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα  γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της  διάταξης  του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια  εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί  μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής  να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Πλέον αυτών με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος αφορούν τα έτη 2017 και 2018, η δε υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε με την επίδοσή της στις 20-12-2018 (σχετ. η με αριθμό …../20-12-2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………..), λίγους μήνες μετά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος ναυτικού, στις 20-4-2018. Επομένως αναληθώς ισχυρίζεται η εναγομένη ότι αδράνησε επί μακρόν ο ενάγων να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή, αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός, διατηρώντας βάσιμες αξιώσεις από την παροχή της εργασίας του, επιδίωξε σύντομα να τις ικανοποιήσει ζητώντας δικαστική προστασία, διαφορετικά η εναγομένη από την αποφυγή καταβολής τους, θα καρπωνόταν τα αντίστοιχα ποσά που οφείλει,  όλως αντισυμβατικά και αντίθετα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργώντας με την συμπεριφορά της κατάσταση μη ανεκτή από το νόμο και τα χρηστά ήθη.  Επομένως, ο άνω ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.      Κατά συνέπεια όλων των προεκτεθέντων και ενόψει του ότι δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα,  θα πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος ως  ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της, να απορριφθεί η έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά  χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά  ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (7.377,35) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης στο πλοίο «BSN», νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ήτοι από 21-4-2018 που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα μέχρι την εξόφληση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα  ευρώ και εννέα λεπτών (4.270,9 : 1.341,63 + 1.554,11 + 286,72 + 1.088,44)  με το νόμιμο τόκο από την ίδια όπως και άνω δήλη ημέρα  και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, α) την  από  30-3-2021 έφεση της  εναγόμενης εταιρίας και β) την από 7-9-2022 έφεση ενάγοντος στρεφόμενες αμφότερες κατά της 327/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ίδια διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 7-12-2018 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την με στοιχ. α) έφεση της εναγόμενης εταιρία  και

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την με στοιχ.β) έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (7.377,35), με το νόμιμο τόκο από τις 21-4-2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα ευρώ και εννέα λεπτών (4.270,9), με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.  ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις  14  Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.         

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ