ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 470/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγομένου: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Κοζή με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων – εναγουσών: 1) εταιρείας …………..και 2) εταιρείας ……….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τασιόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 4.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./4.4.2019) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.901/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εναγόμενος με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 23.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./23.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/21.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων μερών δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.1 του ν.4690/2020: “Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων, δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Εν προκειμένω η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ.901/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της σε βάρος του ασκηθείσας από 4.4.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/ 4.4.2019) αγωγής των δύο (2) εφεσιβλήτων, εταιρειών εδρευουσών στον Παναμά, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος να καταβάλει στην καθεμία τους το οφειλόμενο ποσό του κεφαλαίου της αντίστοιχης δανειακής σύμβασης πλέον τόκων, που εκάστη εξ αυτών κατήρτισε με μία εταιρεία, μη διάδικο εν προκειμένω, επίσης εδρεύουσα στον Παναμά, ως μοναδικός μέτοχος των δανειοληπτριών εταιρειών, με την επίκληση για την κατά νόμο θεμελίωση της ευθύνης του της άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας των τελευταίων λόγω κατάχρησης απ’αυτόν της νομικής τους προσωπικότητας και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε δεκτή η αγωγή στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23.7.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../23.7.2020), καθώς η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμία των τριάντα (30) ημερών προς άσκηση έφεσης σε βάρος της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης, έτρεξε κατά το χρονικό διάστημα από 6.3.2020, όταν η απόφαση αυτή και επιδόθηκε στον εναγόμενο με την επιμέλεια των εναγουσών, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……….. στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα αντιγράφου της ως άνω απόφασης μέχρι και 12.3.2020, και ενώ απέμεναν ακόμη 24 ημέρες για τη συμπλήρωσή της, μη συνυπολογιζομένου σ’αυτήν του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως και 31.5.2020 εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, μετά τη λήξη της οποίας και συνέχισε να τρέχει (από την 1.6.2020) για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα και συμπληρώθηκε στις 24.7.2020, ήτοι μετά την παρέλευση 30 ημερών επιπλέον από την προβλεπόμενη λήξη της στις 24.6.2020, και ενώ είχε προηγηθεί, εντός της ως άνω προθεσμίας στις 23.7.2020, η άσκηση της ένδικης έφεσης κατά τα προεκτεθέντα, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Οι ενάγουσες, εταιρείες εδρεύουσες στον Παναμά, με την από 4.4.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../ 4.4.2019) αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτής τροπής των αιτημάτων της στο σύνολό τους από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις τους, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου φυσικού προσώπου, κατοίκου Πειραιώς, να καταβάλει στην μεν πρώτη εξ αυτών το ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, άλλως το σε ευρώ ισάξιο του ποσού αυτού, υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ποσό του 1.437.355,26 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ως άνω ποσό του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιέν Ιαπωνίας κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής (4.4.2019), με το νόμιμο τόκο από τις 25.4.2006, άλλως από την επομένη της επίδοσης της προγενεστέρως ασκηθείσας σε βάρος του εναγομένου από 24.11.2006 αγωγής τους, άλλως από την επίδοση αυτής της αγωγής και στο εξής μέχρι την εξόφληση, στη δε δεύτερη το ποσό των 450.000.000 γιέν Ιαπωνίας, άλλως το σε ευρώ ισάξιο του ποσού αυτού, με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ποσό των 3.593,388,16 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ανωτέρω ποσό του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιέν Ιαπωνίας κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής (4.4.2019), με το νόμιμο τόκο από τις 28.10.2005, άλλως από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής αυτής και στο εξής μέχρι την εξόφληση, επικαλούμενες ότι τα αιτούμενα ποσά τους οφείλονται (και δη στην πρώτη το ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας και στη δεύτερη το ποσό των 450.000.000 γιέν Ιαπωνίας αντίστοιχα, πλέον των αναλογούντων τόκων, όπως προεκτέθηκε), ως το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κεφάλαιo δύο έντοκων δανείων, τα οποία καταρτίσθηκαν εγγράφως, εκάστης εξ αυτών συμβληθείσας σε ένα δάνειο με αντισυμβαλλόμενη/οφειλέτριά της μία εταιρεία, επίσης εδρεύουσα στον Παναμά, μη διάδικο στη δίκη, και συμφωνήθηκαν αποδοτέα στις 25.4.2006 και στις 28.10.2005 αντίστοιχα, πλην όμως δεν αποπληρώθηκαν κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, αλλά ούτε και στη συνέχεια, και συγκεκριμένα ότι η μεν πρώτη συμβλήθηκε με την εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η δε δεύτερη με την εταιρεία με την επωνυμία «……….», καθώς και ότι ο εναγόμενος, μοναδικός μέτοχος των δανειοληπτριών εταιρειών, αμφοτέρων πλοιοκτητριών πλοίων με σημαία Παναμά, σε βάρος των κατονομαζομένων πλοίων των οποίων αλλά και πλοίων των εγγυητριών εταιρειών, επίσης συμφερόντων του εναγομένου, εγγράφησαν υποθήκες, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής των ποσών των δανείων, ευθύνεται και ο ίδιος ο εναγόμενος προσωπικά, εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες, για την εξόφληση των απαιτήσεών τους εκ των προαναφερθεισών συμβάσεων, λόγω άρσης της περιουσιακής/οικονομικής αυτοτέλειας των εταιρειών αυτών, εξαιτίας της αναλυτικά περιγραφομένης στο δικόγραφο συμπεριφοράς του, που συνιστά κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 901/2020 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, με την επισήμανση ότι στο αγωγικό δικόγραφο σωρεύονται δύο διαφορετικές νομικές βάσεις για τη θεμελίωση της αξιίωσης των εναγουσών και ότι οι τελευταίες συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 του ΚΠολΔ), και είχε διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας ως εκ της έδρας των εναγουσών στον Παναμά, ακολούθως, κατόπιν της απόρριψης ως κατ’ουσίαν αβάσιμης της ένστασης του εναγομένου περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω του δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’αριθμ.621/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί έφεσης των νυν εναγουσών κατά της υπ’αριθμ.5240/2008 απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 24.11.2006 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2006) αγωγής τους σε βάρος του εναγομένου και μίας ακόμη εταιρείας, μη διαδίκου εν προκειμένω, και αφού έγινε επίσης δεκτό ότι επί της αγωγής εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο και κρίθηκε αυτή πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου προς απόδοση των ποσών των δανείων λόγω κατάχρησης από τον τελευταίο της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών εταιρειών και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του και νόμιμη, καθώς και ότι νόμιμα τυγχάνουν τα αγωγικά αιτήματα, με τα οποία οι ενάγουσες ζητούν, όσον αφορά το κεφάλαιο των επίδικων απαιτήσεών τους, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει το σε ευρώ ισάξιο, στη μεν πρώτη του ποσού των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, στη δε δεύτερη του ποσού των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας αντίστοιχα, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, διερευνήθηκε η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας διά της εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, με την αυτή ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι για την αποπληρωμή των αιτουμένων ποσών του οφειλομένου κεφαλαίου των προαναφερθεισών δανειακών συμβάσεων, το ύψος των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο, πλέον τόκων από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία το κάθε δάνειο συμφωνήθηκε αποδοτέο (στις 25.4.2006 και στις 28.10.2005 αντίστοιχα) ευθύνεται και ο τελευταίος, με την ιδιότητα του μοναδικού μετόχου των δανειοληπτριών εταιρειών, εις ολόκληρον με αυτές, διότι, όπως έγινε δεκτό, η επίκληση από πλευράς του της νομικής τους προσωπικότητας, προκειμένου να αποφευχθεί η εκπλήρωση των απαιτήσεων των εναγουσών, είναι καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στους κανόνες της καλής πίστης. Κατόπιν των παραδοχών αυτών, έγινε δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη καθ’ολοκληρίαν και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από τις 26.4.2006 μέχρι την εξόφληση και στη δεύτερη ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από τις 29.10.2005 μέχρι την εξόφληση, αφετέρου δε υποχρεώθηκε ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, το ύψος των οποίων ορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 22.650 ευρώ. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη από 23.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/23.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/21.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης, για όσους λόγους αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την απορριπτική κρίση του επί της προβληθείσας ένστασής του περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης σε σχέση την ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με τις οποίες ευθύνεται και ο ίδιος ατομικά για την αποπληρωμή των επίδικων δανείων, εις ολόκληρον με τις μη διαδίκους δανειολήπτριες εταιρείες, διότι ως μοναδικός τους μέτοχος καταχράσθηκε τη νομική τους προσωπικότητα, όπερ είχε ως συνέπεια την άρση της περιουσιακής τους αυτοτέλειας, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, εάν παρόλα ταύτα ασκηθεί, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 920/2013, δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ). Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα επί μέρους πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννομες συνέπειες. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει : α) το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που αναγνωρίσθηκε), β) τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε) και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή από την απόφαση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει επίσης ότι η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός, παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης, που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη δίκη και ήταν αναγκαία κατά το νόμο για την άρνηση ή την κατάφαση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, είναι τα ίδια που συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοστεί στη νέα δίκη. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ’αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’αυτό (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 298/2004). Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης, αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή (ΑΠ 916/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα), που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 56/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αγωγή για την ίδια έννομη σχέση, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, αλλά σε διαφορετική νομική θεμελίωση, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο και μπορεί να ασκηθεί (ΑΠ 198/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ. β του ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και επί του δικονομικού ζητήματος που κρίθηκε οριστικά. Ως τέτοιο, νοείται, κυρίως, η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους (ικανότητα να είναι διάδικος ή να παρίσταται στο δικαστήριο), είτε στο δικαστήριο (αρμοδιότητα), είτε στο αντικείμενο της δίκης (εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Ειδικότερα, η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, δε λύνει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την κατά τα άνω απόρριψη της αγωγής. Τούτο δε, διότι στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι σε περίπτωση άσκησης νέας, όμοιας, κατά περιεχόμενο αγωγής με την προηγουμένη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου περί την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν ορθώς ή εσφαλμένως έκρινε το προηγούμενο δικαστήριο. Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή ελλείψεις που προκάλεσαν την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου αυτής, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της ως άνω δεύτερης αγωγής (ΑΠ 113/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην κρινόμενη περίπτωση ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, που εμπρόθεσμα και νομότυπα κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, επικαλούμενος ότι οι νυν ενάγουσες εταιρείες είχαν προηγουμένως ασκήσει ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του ιδίου και της μη διαδίκου εν προκειμένω εταιρείας με την επωνυμία «…….» την από 24.11.2006 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./29.11.2006) αγωγή τους με το ίδιο αίτημα και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονταν δύο διαφορετικές νομικές βάσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του προς καταβολή των αιτουμένων χρηματικών ποσών, μία ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης λόγω κατάχρησης από πλευράς του της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών εταιριών και μία ερειδόμενη στις περί αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις, και η οποία (αγωγή) με την υπ’ αριθμ. 621/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την βάση, που επιχειρήθηκε να βρει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ και ως αόριστη ως προς τη βάση, που αφορούσε στην ταύτιση αυτού με τις δανειολήπτριες κατά παραμερισμό των νομικών τους προσωπικοτήτων, προέβαλε ισχυρισμό απαραδέκτου της μεταγενεστέρως ασκηθείσας (ένδικης αγωγής), ισχυριζόμενος ειδικότερα, αφενός μεν ότι ότι αυτή, έχοντας ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με την πρώτη και τελεσιδίκως απορριφθείσα αγωγή, παρουσιάζει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις ως προς την βάση της ενδοσυμβατικής του ευθύνης, καθώς οι εν λόγω ελλείψεις δε συμπληρώθηκαν ως θα έδει με τη δεύτερη αγωγή, αφετέρου δε ότι, ως προς την αδικοπρακτική βάση, έχει κριθεί τελεσίδικα με την προαναφερόμενη απόφαση ότι δεν ευθύνεται σε αποζημίωση των εναγουσών, διότι ουδόλως τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος τους, και συγκεκριμένα ότι δεν μετήλθε κατά τις μεταξύ τους συναλλαγές απατηλών συμπεριφορών. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα τα κάτωθι, όπως προκύπτουν εκ των προσκομιζομένων από τους διαδίκους σχετικών διαδικαστικών εγγράφων: Οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.11.2006 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2006) αγωγή τους σε βάρος του εναγομένου στην παρούσα δίκη και της εταιρείας με την επωνυμία «………..», με κύρια αιτήματα, όπως αυτά περιορίσθηκαν με τις προτάσεις τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν σε καθεμία τους το ποσό των 100.000 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό του 1.383.080,73 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 3.369.978,52 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε καθεμία από τις ενάγουσες χρηματικό ποσό σε γιέν Ιαπωνίας, που θα ισούται με 100.000 ευρώ, υπολογιζόμενο με την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 180.000.000 γιεν κατά το χρόνο της πληρωμής, αφαιρουμένου του καταψηφιστικώς ζητούμενου ποσού, νομιμοτόκως από τις 25.04.2006, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και στη δεύτερη ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 450.000.000 γιέν Ιαπωνίας, αφαιρουμένου του καταψηφιστικώς αιτούμενου χρηματικού ποσού, νομιμοτόκως από τις 28.10.2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος ισχυρίσθηκαν ότι η περιγραφείσα στο δικόγραφο απατηλή συμπεριφορά του τότε πρώτου εναγομένου και νυν εναγομένου, ο οποίος διά ψευδών παραστάσεων στους εκπροσώπους τους, εν γνώσει του ψεύδους τους, αποσκοπούσε στο να πεισθούν αυτοί στη σύναψη των τότε και τώρα ένδικων δανειακών συμβάσεων με τις εταιρείες «……..» και «………..», συμφερόντων του, συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, με αποτέλεσμα να υποχρεούται αυτός να τις αποζημιώσει για τη ζημία, που υπέστησαν και συνίσταται ειδικότερα στα χρηματικά ποσά των δανείων μετά των μη καταβληθέντων τόκων, τα οποία δεν επεστράφησαν. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες ανήκουν πλήρως στον τότε και νυν εναγόμενο, ο οποίος είναι και ο μοναδικός τους μέτοχος, που τις ελέγχει, όχι μόνο μετοχικά, αλλά και διοικητικά, λαμβάνοντας μόνος όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για τη λειτουργία τους, και από τον οποίο εξαρτάται αποκλειστικά η ύπαρξή τους, ότι οι εν λόγω εταιρείες ταυτίζονται με αυτόν σε τέτοιο σημείο ώστε να υπάρχει σύγχυση των περιουσιών τους με την περιουσία του, αφού τα περιουσιακά τους στοιχεία θεωρούνταν πάντοτε ως δική του περιουσία, ότι αυτός συνέστησε τα ως άνω νομικά πρόσωπα για να συγκαλύπτει πίσω απ’αυτά την αυτοτελή επιχειρηματική του δραστηριότητα και για να αποφεύγει την εκπλήρωση των προσωπικών του υποχρεώσεων και ευθυνών και, συνεπώς, υπέχει και προσωπική ευθύνη για τις οφειλές από τις τότε και νυν επίδικες δανειακές συμβάσεις, εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες, τη νομική προσωπικότητα και τη χωριστή περιουσία των οποίων καταχρηστικά επικαλέσθηκε. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 5240/2008 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, όσον αφορά σε αμφότερους τους εναγομένους, απορρίφθηκε αυτή λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να την δικάσει ως προς τη νομική της βάση την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης και, όσον αφορά ειδικότερα στον πρώτο εναγόμενο, ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την νομική της βάση την ερειδόμενη στις περί αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του ημεδαπού δικαίου. Η ως άνω απόφαση προσβλήθηκε από τις τότε και νυν ενάγουσες με την από 2.02.2009 έφεσή τους και επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 14/2010 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή ως προς τη νομική της βάση την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης, εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση, έκρινε την αγωγή κατά το απορριφθέν για τον ανωτέρω λόγο μέρος της και, αφού αποφάνθηκε ότι ήταν ορισμένη και νόμιμη ως προς τον επικαλούμενο λόγο ευθύνης αναφορικά με τον πρώτο εναγόμενο, ανέβαλε την έκδοση οριστικής (τελεσίδικης) απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης ως προς αμφότερους τους λόγους ευθύνης του, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, εωσότου ολοκληρωθεί αμετάκλητα η κατ’αυτού ποινική διαδικασία, που είχε εκκινήσει με έγκληση των εναγουσών και ήταν τότε ακόμη εκκρεμής ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Ακολούθως, με την από 13.12.2016 κλήση των εκκαλουσών και ήδη εναγουσών η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ’αριθμ. 621/2018 οριστική απόφαση ανακάλεσε την προηγουμένως εκδοθείσα επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 14/2010 μη οριστική απόφασή του, κατά το σκέλος της, με το οποίο είχε κρίνει ορισμένη την αγωγή ως προς τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του τότε πρώτου εναγομένου και νυν εναγομένου και απέρριψε τη βάση αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ κατά τα λοιπά απέρριψε την έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς το κεφάλαιο, που αφορούσε στην αδικοπρακτική ευθύνη του ανωτέρω. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση, ως προς τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής του ευθύνης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ενάγουσες περιορίσθηκαν στην αναφορά ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες έχουν αποκλειστικό μέτοχο αυτόν, ο οποίος τις ελέγχει μετοχικά και διοικητικά, ότι υπάρχει σύγχυση των περιουσιών τους και ότι είναι παρένθετα νομικά πρόσωπα για να συγκαλύπτεται η επιχειρηματική του δραστηριότητα, με σκοπό την αποφυγή των προσωπικών του υποχρεώσεων, χωρίς όμως να παραθέτουν πραγματικά περιστατικά, όπως ελλιπής χρηματοδότηση των ως άνω εταιρειών, παρά την προηγούμενη πρακτική του μοναδικού μετόχου τους, σκοπός καταστρατήγησης συγκεκριμένων προστατευτικών για τους τρίτους προβλέψεων του νόμου, αποφυγή παροχής εγγύησης υπέρ των εταιρειών αυτών παρά την προηγούμενη πρακτική του μόνου μετόχου τους, σύγχυση των περιουσιών εταιρειών και μετόχου, που να προκύπτει από συγκεκριμένα περιστατικά και «ποδηγέτηση» των εναγουσών να προβούν στις ένδικες συναλλαγές, στις οποίες δεν θα προέβαιναν εάν γνώριζαν όλα τα προαναφερόμενα γεγονότα. Από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου είναι προφανές ότι απορρέει δεσμευτικό δεδικασμένο ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα της απόρριψης της αγωγής αυτής ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας του δικογράφου της, αναφορικά με την επικαλούμενη προς θεμελίωση του αιτήματός της νομική βάση, την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης του τότε πρώτου και νυν μοναδικού εναγομένου για την καταβολή του αιτουμένου ποσού των συναφθέντων δανείων, εξαιτίας της κατάχρησης απ’αυτόν της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών εταιρειών, με την ιδιότητα του μοναδικού τους μετόχου. Κατόπιν τούτου, οι τότε ενάγουσες άσκησαν σε βάρος μόνον του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής την από 4.4.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./4.4.2019) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Εκ του περιεχομένου του δικογράφου της δεύτερης αυτής αγωγής (βλ. ειδικότερα σελίδες 39 έως 55 αυτού), σαφώς προκύπτει ότι με αυτήν επήλθαν οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις, με τις οποίες συμπληρώθηκαν από τις ενάγουσες οι ελλείψεις, που προκάλεσαν την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου αυτής ως προς τη νομική της βάση, που αφορά στην ενδοσυμβατική ευθύνη του τότε και τώρα εναγομένου να καταβάλει τα αιτούμενα ποσά των δανείων, λόγω άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας των δανειοληπτριών εταιρειών, συνεπεία της κατάχρησης απ’αυτόν της νομικής τους προσωπικότητας, με αποτέλεσμα η άσκησή της να μην προσκρούει στο απορρέον από την προαναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεδικασμένο και να τυγχάνει επιτρεπτή. Ειδικότερα αναφέρονται για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, συναγόμενα και από το επίσης παρατιθέμενο στο δικόγραφο περιεχόμενο μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που φέρονται ότι απεστάλησαν από τον ανωτέρω κατά το χρονικό διάστημα από 6.11.2003 έως 2.11.2005, ήτοι ενδεικτικά, περιστατικά ανεπαρκούς χρηματοδότησης των δανειοληπτριών εταιρειών, σύγχυσης της περιουσίας τους με την ατομική του περιουσία και χρήσης απ’αυτόν της περιουσίας τους για άλλες δικές του επιχειρηματικές του δραστηριότητες, και δη τα αναγκαία αυτά γεγονότα, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης, την οποία οι ενάγουσες επικαλούνται ως εφαρμοστέα στη νέα δίκη επί της δεύτερης αγωγής για την κατάφαση της αιτούμενης έννομης συνέπειας. Περαιτέρω, όπως επίσης συνάγεται σαφώς από το περιεχόμενο του ίδιου του δικογράφου της δεύτερης αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγουσες θεμελιώνουν κατά νόμο την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή των αιτουμένων ποσών των δανείων αποκλειστικά και μόνον στους κανόνες της ενδοσυμβατικής του ευθύνης λόγω της ταύτισής του με τις δανειολήπτριες εταιρείες, κατά παραμερισμό της νομικής τους προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να ενέχεται αυτός και προσωπικά για την αποπληρωμή των οφειλομένων από τις δανειακές συμβάσεις ποσών, παραθέτοντας τις σχετικές νομικές διατάξεις, και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, συμπληρώνοντας κατά τούτο τις ελλείψεις της προηγουμένως ασκηθείσας και τελεσιδίκως απορριφθείσας αγωγής τους, και όχι τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, όπερ σημαίνει ότι όσα επιπλέον αυτών πραγματικά περιστατικά περί αδικοπρακτικής (απατηλής) συμπεριφοράς του εναγομένου σε βάρος τους περιλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο αναφέρονται διηγηματικά και ως περισσού, χωρίς δηλαδή να απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της επικαλούμενης νομικής βάσης της αγωγής τους. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί απαραδέκτου της δεύτερης αγωγής λόγω του δεδικασμένου του απορρέοντος από την ανωτέρω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η πρώτη αγωγή ως προς τη βάση αυτής την ερειδόμενη στην ευθύνη του από αδικοπραξία, προβάλλεται αλυσιτελώς και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, που αφορούν στις φερόμενες ως ψευδείς παραστάσεις του εναγομένου προς τις ενάγουσες, είναι πράγματι αναγκαία για τη στήριξη του πραγματικού των επικαλουμένων απ’αυτές νομικών διατάξεων, οι οποίες αναφέρονται στην ενδοσυμβατική του ευθύνη προς καταβολή των αιτουμένων ποσών των δανείων, με την ιδιότητα του μοναδικού μετόχου των δανειοληπτριών εταιρειών, λόγω κατάχρησης εκ μέρους του της νομικής τους προσωπικότητας, και στην περίπτωση αυτή η δεύτερη αγωγή δεν προσκρούει στο απορρέον από την εκδοθείσα επί της πρώτης αγωγής τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί στη μείζονα σκέψη, αγωγή για την ίδια έννομη σχέση, στηριζόμενη στα αυτά πραγματικά περιστατικά, αλλά σε διαφορετική νομική τους θεμελίωση, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο και μπορεί παραδεκτά να ασκηθεί, ελλείψει ταυτότητας νομικής αιτίας μεταξύ αυτής και της προηγουμένως ασκηθείσας αγωγής. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του για τους ίδιους λόγους απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό του εναγομένου περί απαραδέκτου της σε βάρος του ασκηθείσας αγωγής λόγω δεδικασμένου, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων απ’αυτόν με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, όπως διαρθρώνεται (σε δύο σκέλη), απορριπτομένων ως αβασίμων.
Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι εκείνη που ο επιχειρηματίας μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, οι οποίες αγοράζουν ένα (μονοβάπορες) ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα, είτε με την ανάθεση της διαχείρισης των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που όντας συνάμα και αποκλειστικός μέτοχος, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή ότι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του. Συνεπώς το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια κεφαλαιουχική εταιρεία ΑΕ (άρθρ. 47α παρ. 2 του ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρ. 43 α του ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρ. 41 παρ. 2 του ν.959/1979), οι οποίες προσφέρουν σ’αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, τα πλεονεκτήματα δε αυτά δόθηκαν στην περίπτωση τη ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνόκτητα πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία και ότι χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας ως «μηχανισμό απορρόφησης» των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Ειδικότερα, το δίκαιο προσέφερε στον επιχειρηματία αυτόν τους σχετικούς εταιρικούς τύπους για να μπορεί ακριβώς αυτός να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματά τους. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή, κατά την οποία κάθε ένα από τα πιο πάνω πρόσωπα έχει την δική του περιουσία και η ευθύνη καθενός δημιουργείται αυτοτελώς, υποχωρεί μόνον όταν μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, οικονομικών ή κοινωνικών, επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή, η αποκλίνουσα, όμως, αυτή επιλογή, προκειμένου να μην ανατραπεί ο θεσμός της νομικής προσωπικότητας, είναι η εξαίρεση και είναι δυνατή μόνο με την συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και δη όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, καθόσον η χρησιμοποίηση του σκοπού της για την εξυπηρέτηση σκοπών διαφορετικών από τους σκοπούς που κατά την αντίληψη της έννομης τάξης ο θεσμός αυτός υπηρετεί ή η χρησιμοποίηση του για την εξυπηρέτηση σκοπών που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, απαγορεύεται από το νόμο. Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα και ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρενθέτου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρο ενοχή να αποτελεί «επέκταση – μετακύλιση» των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο «της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας», ή «της άρσης – κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου», ή «της άρσης του πέπλου – νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου», που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση αυτή όμως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και «κατάργηση» ή «άρση» της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος – μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση – κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Τα νομικά πρόσωπα αποτελούν ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Ειδικότερα, η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Το γεγονός όμως ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ανώνυμη ή ναυτική εταιρεία ή περιορισμένης ευθύνης δεν δικαιολογεί αυτό καθ’εαυτό, όπως προαναφέρθηκε, την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και ν’αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής – επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1γ του Συντάγματος), είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’άρθρο 281 του ΑΚ) με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν ν’αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από την θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητος ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταύτισης του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπο ενός μετόχου ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων. Επίσης, δεν δικαιολογείται μόνον από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης. Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας υπάρχει όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο δανειστή ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Ενδεικτικά κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της ατομικής και εταιρικής περιουσίας, ή αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για να καταστρατηγήσει το νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ` ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΑΠ 618/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 689/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.183, ΑΠ 5/2009 Αρμ.2009.1885, ΑΠ 11/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2009.1). Ειδικότερα και συνοπτικότερα, στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει: 1. Η χρήση του νομικού προσώπου ως παρενθέτου. Σκοπός στην περίπτωση αυτή είναι ν’αποκλεισθεί η καταστρατήγηση του νόμου και να προστατευθεί ο αντισυμβαλλόμενος του παρενθέτου. Ωστόσο για να υπάρξει καταστρατήγηση πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στην συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε την πραγματικότητα. 2. Η ύπαρξη κυρίου μετόχου, το κριτήριο πάντως αυτό από μόνο του δεν αρκεί για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας. 3. Η κατάχρηση θεσμού, δηλ. η περίπτωση στην οποία η εμμονή στην αρχή του χωρισμού θα κατέληγε σε αποτελέσματα δύσκολα αποδεκτά από το δίκαιο. Κατάχρηση θεσμού δεν ρυθμίζει το ελληνικό δίκαιο, γίνεται, όμως, δεκτό ότι οι συνέπειες της είναι ανάλογες με αυτές της κατάχρησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ. Κατάχρηση συναντάται, όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για ν’αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Για την τελευταία περίπτωση (μη εκπλήρωση υποχρεώσεων) ενδεικτικά κριτήρια είναι: α. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας, β. η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας, γ. το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, δ. η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης, ε. η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου όταν δρα προς τα έξω αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας κτλ. (ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007.187).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφουν, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων, που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 δημοσιευεμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ’αριθμ. …../8.7.2019 ένορκη βεβαίωση του ……………, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγουσών ενώπιον του Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Τόκυο της Ιαπωνίας και ασκούντος συμβολαιογραφικά καθήκοντα ………., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ……’ /27.6.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….), από την υπ’αριθμ…../12.7.2019 ένορκη βεβαίωση της ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγουσών, σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ………΄/5.7.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, προκειμένου να ληφθούν πόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, β) τα υπ’αριθμ. 825/13.11.2007 και 5240/15.4.2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου περιέχονται οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης των διαδίκων της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής των εναγουσών σε βάρος του εναγομένου και της εταιρείας «………….», τα οποία λαμβάνονται υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, γ) η υπ’αριθμ. …./24.03.2008 ένορκη βεβαίωση του ……… ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Τόκυο της Ιαπωνίας . …., την οποία προσάγουν με επίκληση οι ενάγουσες και λήφθηκε με επιμέλειά τους στο πλαίσιο της δίκης που διεξήχθη επί της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής τους και επίσης συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα με την προσθήκη αντίκρουση των κατατεθεισών κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου απορριπτομένων ως αβασίμων, δ) η υπ’αριθμ…../15.9.2006 ένορκη βεβαίωση του ιδίου ως άνω μάρτυρος ενώπιον του Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Τόκυο της Ιαπωνίας ……….., την οποία προσάγουν με επίκληση οι ενάγουσες και λήφθηκε με επιμέλειά τους στο πλαίσιο της δίκης που διεξήχθη επί της από 31.8.2006 αίτησής τους ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του εναγομένου και της εταιρείας «……….», και επίσης συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και εάν λήφθηκε χωρίς την κλήτευση του εναγομένου και τότε καθ’ου, με αποτέλεσμα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο τελευταίος με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του απορριπτέα να τυγχάνουν ως αβάσιμα, ε) οι προσαγόμενες από τους διαδίκους καταθέσεις των μαρτύρων, που περιλαμβάνονται στην ποινική δικογραφία, η οποία σχηματίσθηκε κατόπιν της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του εναγομένου, με αφορμή την από 1.8.2006 έγκληση των εναγουσών, τα εκδοθέντα σχετικώς επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 80/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και υπ’αριθμ. 1924/2010 βούλευμα του Αρείου Πάγου, καθώς και τα πρακτικά και η υπ’αριθμ. 556, 576, 578/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς επί της αξιόποινης πράξης της απάτης κατ’εξακολούθηση από την οποία το επιδιωχθέν και επιτευχθέν όφελος, καθώς και η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, που αποδόθηκε στον εναγόμενο, άπαντα τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων στα σημεία, που ειδικώς κατωτέρω μνημονεύονται, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη η υπ’αριθμ. …../24.3.2008 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Τόκυο της Ιαπωνίας ………….., την οποία προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγουσες, και λήφθηκε με επιμέλειά τους στο πλαίσιο της δίκης, που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επί της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής τους, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικώς με έφεση, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Οι σύμφωνα με το καταστατικό τους εδρεύουσες στον Παναμά ενάγουσες εταιρείες αποτελούν θυγατρικές της ιδρυθείσας το έτος 1998 ιαπωνικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και δραστηριοποιούνται στον τομέα των επενδύσεων κεφαλαίων και χρηματοδοτήσεων στη ναυτιλία μέσω της ανωτέρω μητρικής τους εταιρείας και μοναδικής τους μετόχου. Ειδικότερα η τελευταία, προκειμένου να χρηματοδοτήσει με τη μορφή δανεισμού αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων, που δεν φέρουν τη σημαία της Ιαπωνίας, όπερ η νομοθεσία της χώρας αυτής απαγορεύει, συνιστούσε υπεράκτιες εταιρείες, και δη μία για κάθε χορηγηθησόμενο δάνειο, με καταστατική έδρα τον Παναμά, μέσω των οποίων ως “οχήματα” και προέβαινε στην κατάρτιση δανειακών συμβάσεων, με τυπικά εμφαινόμενη δανείστρια εκάστης την προς τούτο συσταθείσα θυγατρική της εταιρεία, αλλά στην πραγματικότητα από δικά της κεφάλαια, και πλέον συγκεκριμένα από κεφάλαια προερχόμενα από διάφορους επενδυτές, οι οποίοι κάθε φορά προέβαιναν στη σύσταση μίας ειδικής μορφής συνεταιρισμού (διαφορετικού ανά δάνειο), όπως προβλέπεται από την Ιαπωνική νομοθεσία, που είχε το δικαίωμα να επενδύει κεφάλαια σε υπεράκτιες εταιρείες χωρίς περιορισμό. O εναγόμενος, ‘Ελληνας υπήκοος, κάτοικος Πειραιώς, ήταν επιχειρηματίας, ασκώντας επιχειρηματική δραστηριότητα από το έτος 1989, με τη συμμετοχή του σε εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν κυρίως στην πλοιοκτησία, διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων και την δι’αυτών μεταφορά φορτίων διεθνώς. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω ενασχόλησής του με τη ναυτιλία, ανέπτυξε γνωριμίες με παραγωγούς και εμπόρους σιτηρών σε χώρες της Μαύρης Θάλασσας και κατά το έτος 1997 αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά και με το συγκεκριμένο τομέα εμπορικής δραστηριότητας. Προς τούτο ιδρύθηκε στις 29.10.1997 η εταιρεία με την επωνυμία «……….», με έδρα την Πολιτεία του Delaware (Ντελαγουέρ) των Η.Π.Α. και κύριο σκοπό το διεθνές εμπόριο δημητριακών, της οποίας ήταν μέτοχος και διευθυντής. Η ανωτέρω εταιρεία του εναγομένου αγόραζε δημητριακά προϊόντα, κυρίως σιτηρά, από χώρες της Μαύρης Θάλασσας, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλούσε αντί υψηλότερου τιμήματος στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπου μεταφέρονταν με πλοία διαδοχικά συσταθεισών μονοβάπορων εταιρειών, με έδρα τον Παναμά, συμφερόντων του ιδίου. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι, παράλληλα με τις δραστηριότητες της προαναφερθείσας εταιρείας, ο εναγόμενος, κατά το έτος 1997 ήταν επίσης μέτοχος και διοικούσε την εταιρεία με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου με την ονομασία «EP» και επιπροσθέτως διαχειριζόταν και το υπό σημαία Ουκρανίας πλοίο με την ονομασία «E». Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος ακολούθως προέβη σταδιακά στην ίδρυση εταιρειών Παναμά συμφερόντων του, οι οποίες αγόραζαν και είχαν υπό την πλοιοκτησία τους φορτηγά πλοία, νηολογημένα με τη σημαία του Παναμά. Ειδικότερα, κατά το έτος 2001, πέραν του ανωτέρω πλοίου «EP», ήταν μοναδικός μέτοχος της εταιρείας με την επωνυμία «…………», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «EF», της εταιρείας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «ΕB», της εταιρείας με την επωνυμία «…. .», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «EH», της εταιρείας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «ΕS», της εταιρείας με την επωνυμία «…………», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «AT.», της εταιρείας με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας του πλοίου με την ονομασία «EH», καθώς και των εταιρειών με την επωνυμία «………» και «……..», που εκμεταλλεύονταν τα πλοία με την ονομασία «EM» και «EP» αντίστοιχα. Τη διαχείριση απάντων των ανωτέρω πλοίων ασκούσε η ελληνική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», με έδρα τον Πειραιά, στην οποία ο εναγόμενος διέθετε την πλειοψηφία των εταιρικών μερίδων και ήταν διαχειριστής, και η οποία στη συνέχεια, κατόπιν τροποποιήσεων του κατασταστικού της, μετονομάσθηκε σε «…………….», με αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση πλοίων και συναφείς ναυτιλιακές δραστηριότητες. Αποδείχθηκε επίσης ότι τινές εκ των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών του ομίλου ….., συμφερόντων του εναγομένου κατά τα προεκτεθέντα, είχαν συνεχείς συναλλαγές με ειδικώς συσταθείσες κάθε φορά θυγατρικές εταιρείες της μητρικής ιαπωνικής εταιρείας …….., με έδρα τον Παναμά, πλειστάκις κατά την τετραετία 1998 – 2002, με αντικείμενο κυρίως τη λήψη από τις εταιρείες του εναγομένου δανείων, συνολικού ποσού αυτών 273.000.000 γιέν Ιαπωνίας, το οποίο αφορά σε κεφάλαιο και τόκους και έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί (βλ. σχετ. περί του ύψους του προαναφερθέντος ποσού την υπ’αριθμ.621/2018 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί της δίκης, που ανοίχθηκε με την άσκηση της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής των ιδίων εναγουσών σε βάρος και του εναγομένου, ενώ σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων ……….. και ………, που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον της Ανακρίτριας του Β΄Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας κύριας ανάκρισης για την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία ασκήθηκε σε βάρος του εναγομένου ποινική δίωξη, κατόπιν έγκλησης των εναγουσών εταιρειών, το συνολικό ποσό των δανείων, που έλαβαν εταιρείες του εναγομένου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από θυγατρικές της …………., ανήλθε σε 260.000.000 γιέν Ιαπωνίας, ως προς το οποίο επίσης κατατέθηκε από αμφοτέρους ότι έχει εξοφληθεί). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρότι στην πραγματικότητα τα ποσά των δανείων καταβάλλονταν από τη μητρική εταιρεία ………….και προέρχονταν από κεφάλαια διαφόρων επενδυτών, σε κάθε δανειακή σύμβαση τύποις εμφαινόταν ως δανείστρια μία υπεράκτια εταιρεία, θυγατρική της ανωτέρω, με έδρα τον Παναμά, ειδικώς συσταθείσα προς τούτο, άπασες δε οι φερόμενες ως δανείστριες εταιρείες έφεραν την ονομασία ……….. και εκάστη εξ αυτών διαφορετική αρίθμηση (συγκεκριμένα η πρώτη ονομάσθηκε ……….., η δεύτερη που συστάθηκε για το δεύτερο κατά σειράν δάνειο ……….., η τρίτη για το τρίτο δάνειο αντίστοιχα …….. κ.ο.κ.). Οι βασικοί συμβατικοί όροι ήταν κοινοί για όλα τα ανωτέρω δάνεια. Ειδικότερα κάθε δάνειο συμφωνείτο ετήσιας διάρκειας, με τόκο 10% επί του κεφαλαίου, και αποπληρωτέο σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων οι τρεις πρώτες δόσεις αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων και η τελευταία στην αποπληρωμή ολοκλήρου του ποσού του κεφαλαίου του δανείου, πλέον του ποσού των τόκων του τετάρτου τριμήνου. Προς εξασφάλιση της απαίτησης από κάθε δάνειο πάντοτε εγγραφόταν πρώτη προτιμώμενη υποθήκη σε βάρος του πλοίου της κάθε φορά δανειολήπτριας εταιρείας (ενίοτε και σε βάρος άλλου πλοίου, πλοιοκτησίας έτερης εταιρείας, επίσης συμφερόντων του εναγομένου, που συμμετείχε στη σύμβαση ως ενυπόθηκη οφειλέτιδα), ενώ η ανωτέρω διαχειρίστρια των πλοίων εταιρεία με την επωνυμία «…………….», μετέπειτα μετονομασθείσα σε «…………», συνήθως συμβαλλόταν στα δάνεια αυτά ως εγγυήτρια, ενεχόμενη και η ίδια σε αποπληρωμή τους, προς επιπρόσθετη εξασφάλιση της εκάστοτε δανείστριας. Επισημαίνεται ότι προ της κατάρτισης κάθε δανειακής σύμβασης πάντοτε προσκομίζονταν τα έγγραφα, τα οποία ζητούσε η δανείστρια, στην πραγματικότητα η μητρική εταιρεία ……, προκειμένου να ελεγχθούν ενδελεχώς από τα αρμόδια όργανά της, που ήταν έμπειροι γνώστες της τραπεζικής ναυτιλιακής αγοράς και συγκεκριμένα το έγγραφο της εθνικότητας του μέλλοντος να υποθηκευθεί πλοίου της δανειολήπτριας εταιρείας, την άδεια του ασυρμάτου του, τα έγγραφα της κλάσης του πλοίου, το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του, το έγγραφο περί της εκχώρησης της ασφαλιστικής αποζημίωσης, τις πρόσφατες οικονομικές καταστάσεις της δανειολήπτριας εταιρείας (ισολογισμούς και λογαριασμούς εσόδων – εξόδων του τελευταίου έτους), ενίοτε δε και έγγραφη εγγύηση της διαχειρίστριας του πλοίου ανωτέρω εταιρείας ότι ενέχεται και η ίδια για την αποπληρωμή του δανείου, συνοδευόμενο και από τις δικές της οικονομικές καταστάσεις, όπως κατατέθηκε από τους ανωτέρω μάρτυρες ……….. και ……… (νόμιμο εκπρόσωπο και υπάλληλο της ………….αντίστοιχα), που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον της Ανακρίτριας του Β΄Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και περιλαμβάνονται στη σχηματισθείσα σε βάρος του εναγομένου ποινική δικογραφία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι για κάθε δάνειο η μητρική εταιρεία ………….εισέπραττε εκ των προτέρων από τη δανειολήπτρια εταιρεία του επιχειρηματικού ομίλου του εναγομένου διά της θυγατρικής της δανείστριας εταιρείας ορισμένο χρηματικό ποσό, αρχικά ανερχόμενο σε ποσοστό 7% επί του ποσού του δανείου και στη συνέχεια σε ποσοστό 5%, ως αμοιβή διαχείρισης (management fee), καταρτισθέντος μεταξύ δανείστριας και δανειολήπτριας κάθε φορά του αντίστοιχου έγγραφου συμφωνητικού, το οποίο (ποσό) και αφαιρείτο από το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, που εξ αυτού του λόγου εκταμιευόταν στη δανειολήπτρια όχι ολόκληρο, αλλά μειωμένο κατά το συγκεκριμένο ποσό, με την επισήμανση ότι η τελευταία, κατά τη λήξη του δανείου, υποχρεούτο, όμως, να αποπληρώσει στη δανείστρια ολόκληρο το συμφωνηθέν κεφάλαιο, ήτοι και το επί του κεφαλαίου αναλογούν σε αμοιβή διαχείρισης και παρακρατηθέν ποσό. Αποδείχθηκε επίσης ότι, στο πλαίσιο της προεκτεθείσας επιχειρηματικής συνεργασίας, που είχε έως τότε στεφθεί με επιτυχία και αποβεί αμφιμερώς επωφελής, δηλαδή τόσο για τη ………….και τις θυγατρικές της εταιρείες, όσο και για τις εταιρείες του εναγομένου, στις 26.3.2002 καταρτίσθηκε εγγράφως δανειακή σύμβαση, ύψους 150.000.000 γιέν Ιαπωνίας, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρείας «…………..», ως δανειολήπτριας, της εταιρείας «……………», ως ενυπόθηκης οφειλέτιδας, παρέχουσας παράλληλη εξασφάλιση, και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «…………», ως εγγυήτριας. Το δάνειο συμφωνήθηκε ετήσιο, με τόκο 10% επί του ποσού του δανείου και αποπληρωτέο σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη δανειακή σύμβαση παράρτημα, στο οποίο αναφέρονται τα ποσά και η ημερομηνία αποπληρωμής κάθε δόσης. Ειδικότερα, με βάση το ανωτέρω προσάρτημα της επίδικης σύμβασης δανείου, οι τρεις από τις τέσσερις δόσεις, ποσού 3.833.333 γιέν η καθεμία, ήταν πληρωτέες στις 30.07.2002, στις 30.10.2002 και στις 30.1.2003 αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 153.708.333 γιέν, ήταν πληρωτέα στις 29.04.2003 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 3.708.3333 γιέν. Σκοπός του δανείου ήταν η αναχρηματοδότηση του δανείου των πλοίων «EB» και «EF» και προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του εγγράφηκαν επί των ανωτέρω πλοίων υπέρ της δανείστριας εταιρείας στο Νηολόγιο Παναμά πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες. Από το ανωτέρω αρχικό δάνειο εξοφλήθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, ποσού 3.833.333 γιέν η καθεμία, ενώ δεν καταβλήθηκε η τέταρτη δόση, συνολικού ποσού 153.708.333 γιέν, που περιλάμβανε το κεφάλαιο του δανείου και τους τόκους, όπως προαναφέρθηκε. Κατά τη λήξη του εν λόγω δανείου καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία αφενός μεν συμφωνήθηκε η χορήγηση από τη δανείστρια του επιπλέον ποσού των 30.000.000 γιέν, με τους αυτούς όρους δανεισμού, έτσι ώστε το νέο κεφάλαιο να ανέλθει πλέον στο συνολικό ποσό των (150.000.000 + 30.000.000) 180.000.000 γιέν, αφετέρου δε συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου μέχρι τις 29.04.2004. Προς τούτο υπογράφηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων η υπ’ αριθμ. …../30.4.2003 προσθήκη της αρχικής σύμβασης, για το συνολικό ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, διάρκειας ενός έτους, ήτοι μέχρι τις 29.4.2004, με τόκο 10% ετησίως επί του ποσού του δανείου, με την οποία, με βάση και το αναθεωρημένο δεύτερο προσάρτημά της, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου των 180.000.000 γιέν και των αναλογούντων σ’αυτό τόκων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις, ποσού 4.600.000 γιέν η καθεμία, ορίσθηκαν καταβλητέες στις 30.7.2003, στις 30.10.2003 και στις 30.01.2004 αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων και η τελευταία, ποσού 184.450.000 γιέν, ορίσθηκε καταβλητέα στις 29.4.2004 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 4.450.000 γιέν. Προς περαιτέρω εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου αυτού, όπως ανανεώθηκε, υπεγράφησαν οι υπ’ αριθμ.1 προσθήκες επί των πρώτων προτιμώμενων ναυτικών υποθηκών σε βάρος των πλοίων «ΕB» και «EF» της δανειοδοτούμενης εταιρείας και της ενυπόθηκης οφειλέτιδος, παρέχουσας παράλληλη εξασφάλιση αντίστοιχα, δυνάμει των οποίων τροποποιήθηκαν οι αρχικές υποθήκες ως προς το ποσό του δανείου, που πλέον ανερχόταν σε 180.000.000 γιέν. Κατά την λήξη του ως άνω δανείου στις 29.4.2004 είχαν αποπληρωθεί οι τρεις πρώτες δόσεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε τόκους των τριών πρώτων τριμήνων, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και μέρος της τέταρτης δόσης, και, συγκεκριμένα είχε εξ αυτής καταβληθεί το ποσό των 40.580 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο τότε ισόποσο των 4.450.000 γιέν και αφορούσε σε τόκους του τέταρτου τριμήνου, ήτοι κατά τη λήξη του δανείου είχαν αποπληρωθεί ως προς την πρώτη ενάγουσα το σύνολο του ποσού των τόκων του δανείου. Επίσης, εκτός από την ανωτέρω αποπληρωμή των τόκων κατά τη λήξη του δανείου, αποπληρώθηκε στις 30.4.2004 και μέρος του κεφαλαίου, ποσού 40.000.000 γιεν, όπως προκύπτει από την κατωτέρω αναφερόμενη υπ’αριθμ. …./30.4.2004 προσθήκη στη σύμβαση δανείου, με αποτέλεσμα το ποσό του αρχικού κεφαλαίου να μειωθεί σε (180.000.000 – 40.000.000) 140.000.000 γιέν. Η αποπληρωμή του ποσού των 40.000.000 γιέν επήλθε διά της μεταφοράς του ποσού αυτού προς την εταιρεία «…………..», η οποία κατέστη έτσι η ίδια οφειλέτρια, με δανείστρια αυτής μία άλλη εταιρεία, θυγατρική της ….., με την επωνυμία «………….». Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ολοσχερούς αποπληρωμής του συνόλου των τόκων σύμφωνα με τους όρους του δανείου και μέρους του κεφαλαίου, συμφωνήθηκε να γίνει αναδανειοδότηση του ανωτέρω απομένοντος εκ του αρχικού κεφαλαίου ποσού των 140.000.000 γιέν προς τη δανείστρια εταιρεία «………..». Προς τούτο υπογράφηκε μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, πλην της εταιρείας «…………..», η οποία έπαψε να είναι πλέον ενυπόθηκη οφειλέτης, παρέχουσα παράλληλη εξασφάλιση αυτού του συγκεκριμένου δανείου και κατέστη αυτοφειλέτης άλλου δανείου, η από 30.4.2004 προσθήκη υπ’αριθμ… της από 26.3.2002 σύμβασης δανείου, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την προσθήκη υπ’αριθμ…./30.4.2003 για συνολικό ποσό 140.000.000 γιέν, διαρκείας ενός ακόμη έτους, ήτοι μέχρι τις 29.4.2005, με τόκο 10% ετησίως επί του ποσού του δανείου και αποπληρωμή σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων οι τρεις, ποσού 3.577.778 γιέν η καθεμία, ορίσθηκαν καταβλητέες στις 30.07.2004, 30.10.2004 και 30.01.2005, αντίστοιχα και αφορούσαν στους τόκους των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 143.461.111 γιέν, συμφωνήθηκε καταβλητέα στις 29.04.2005 και αφορούσε σε ολόκληρο το κεφάλαιο του δανείου πλέον των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 3.461.111 γιέν. Από την ανωτέρω αναδανειοδότηση αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αφορούσαν στους τόκους των τριών πρώτων τριμήνων, ενώ δεν πληρώθηκε η τέταρτη δόση, συνολικού ποσού 143.461.111 γιέν, η οποία περιλάμβανε το κεφάλαιο του δανείου και τους τόκους. Στις 26.4.2005, δηλαδή πριν την λήξη της προθεσμίας για την αποπληρωμή του δανείου, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας ως δανείστριας, της δανειολήπτριας εταιρείας και της διαχειρίστριας εταιρείας ως εγγυήτριας, καταρτίσθηκε συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία, αφενός μεν συμφωνήθηκε η χορήγηση από τη δανείστρια, ως επιπλέον δάνειο, του ποσού των 40.000.000 γιέν, με τους ίδιους όρους της από 26.3.2002 αρχικής σύμβασης δανείου, ανερχομένου έτσι του ποσού της εκ νέου δανειοδότησης κατά κεφάλαιο στο ποσό των 180.000.000 γιέν, με τόκο 10% ετησίως επ’αυτού, αφετέρου δε συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου για ένα ακόμη έτος, ήτοι μέχρι τις 25.4.2006. Προς τούτο υπογράφηκε η από 26.4.2005 προσθήκη υπ’αριθμ…. της αρχικής σύμβασης δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του κεφαλαίου των 180.000.000 γιέν και των τόκων του δανείου σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, ποσών 4.550.000, 4.600.000 και 4.600.000 γιέν αντίστοιχα, ορίσθηκαν καταβλητέες στις 25.7.2005, στις 25.10.2005 και στις 25.1.2006 και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, ενώ η τελευταία, συνολικού ποσού 184.500.000 γιέν, ορισθείσα ως καταβλητέα στις 25.4.2006, αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 4.500.000 γιέν. Από τη δανειοδότηση αυτή αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αντιστοιχούσαν σε τόκους των τριών πρώτων τριμήνων, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και μέρος της τέταρτης δόσης, που είχε ορισθεί καταβλητέα στις 25.4.2006 και, συγκεκριμένα καταβλήθηκε μόνον το ποσό των 29.915,18 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε στο τότε ισόποσο των 4.500.000 γιέν και αφορούσε σε τόκους του τελευταίου τριμήνου, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα το κεφάλαιο του ανωτέρω δανείου, ποσού 180.000.000 γιέν. Αποδείχθηκε επίσης ότι το μήνα Απρίλιο του έτους 2004 υπεγράφη η από 30.4.2004 δανειακή σύμβαση, ετήσιας διάρκειας, για ποσό 120.000.000 γιέν, μεταξύ της κατά τα προεκτεθέντα θυγατρικής της ………….εταιρείας με την επωνυμία «…………». ως δανείστριας, της εταιρείας, συμφερόντων του εναγομένου, με την επωνυμία «………….», ως δανειοδοτούμενης και της διαχειρίστριας εταιρείας «…………» ως εγγυήτριας. Κατά τη λήξη του ως άνω δανείου στις 29.4.2005 και ενώ είχαν αποπληρωθεί όλες οι δόσεις, που αφορούσαν στους τόκους των τεσσάρων τριμήνων και μέρος του κεφαλαίου, συμφωνήθηκε να γίνει αναδανειοδότηση για ποσό 110.500.000 γιέν και προς τούτο υπογράφηκε μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων η από 26.4.2005 προσθήκη επί της αρχικής σύμβασης δανείου, διάρκειας ενός ακόμη έτους, ήτοι μέχρι τις 26.4.2006, με αποπληρωμή σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις. Τελικά και ενώ είχαν εξοφληθεί οι ενδιάμεσες δόσεις, το ανωτέρω δάνειο αποπληρώθηκε ολοσχερώς στις 25.11.2005, δηλαδή πριν από τη λήξη του, από την πώληση του πλοίου «EF» της δανειολήπτριας εταιρείας (βλ. σχετ. περί του τελευταίου δανείου το σχετικό χωρίο στη σελίδα 75 της υπ’αριθμ. 556, 576, 578/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς). Στο ανωτέρω πλαίσιο των συνεχόμενων δανείων περί τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003, συμφωνήθηκε να χορηγηθεί δάνειο 200.000.000 γιέν προς την εταιρεία Παναμά με την επωνυμία «……….», της οποίας ο εναγόμενος είναι ο μοναδικός μέτοχος, κατά τα προεκτεθέντα. Προς τούτο υπογράφηκε η από 30.10.2003 δανειακή σύμβαση για ποσό 200.000.000 γιέν, μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρίας «……….», ως δανειολήπτριας, της εταιρείας «……….», ως ενυπόθηκης οφειλέτιδας παρέχουσας παράλληλη εξασφάλιση, και της διαχειρίστριας όλων των πλοίων του ομίλου του εναγομένου εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ως εγγυήτριας. Το δάνειο συμφωνήθηκε ετήσιο, με τόκο 10% επί του ποσού αυτού και αποπληρωτέο σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, οι τρεις από τις οποίες, ποσών 5.111.111 γιέν η πρώτη και 5.055.555 γιέν η καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη, ορίσθηκαν καταβλητέες στις 27.1.2004, στις 27.4.2004 και στις 27.7.2004, αντίστοιχα και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, ενώ η τελευταία, συνολικού ποσού 205.111.111 γιέν, πληρωτέα στις 27.10.2004, αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ανερχομένων στο ποσό των 5.111.111 γιέν. Προς εξασφάλιση του δανείου αυτού η ανωτέρω δανείστρια εταιρεία ζήτησε και έλαβε ως εμπράγματες εξασφαλίσεις πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου της δανειολήπτριας εταιρείας με την ονομασία «ES» και, ως επιπλέον εξασφάλιση, πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου της ως άνω ενυπόθηκης οφειλέτιδος εταιρείας με την ονομασία «EH», τα οποία ήταν αμφότερα ελεύθερα βαρών. Από την ανωτέρω σύμβαση εξοφλήθηκαν οι τρεις πρώτες εκ των συμφωνηθεισών δόσεων, που αντιστοιχούσαν στους τόκους του δανείου των τριών πρώτων τριμήνων, ενώ από την τέταρτη και τελευταία δόση αποπληρώθηκε το ποσό, που αφορούσε στους τόκους του τετάρτου τριμήνου, καθώς αυτό συμψηφίσθηκε διά της ανανέωσης του αρχικού δανείου της 30ης.10.2003 και της χορήγησης στη δανειολήπτρια εταιρεία επιπλέον ποσού 250.000.000 γιέν κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ενώ εξακολουθούσε να οφείλεται το κεφάλαιο του δανείου, ποσού 200.000.000 γιέν. Αποδείχθηκε επίσης ότι διά της υπ’αριθμ…./29.10.2014 προσθήκης της από 30.10.2013 σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων να παραταθεί ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου αυτού για ένα ακόμη έτος, ήτοι μέχρι τις 28.10.2005, καθώς και να επαυξηθεί το ποσό του κατά 250.000.000 γιέν (με αποτέλεσμα να ανέλθει τελικά κατά κεφάλαιο σε 450.000.000 γιέν), προς το σκοπό κατασκευής από τη δανειολήπτρια στην Ελλάδα πιλοτικού (πειραματικού) εργοστασίου παραγωγής καυσίμων βιοντήζελ (σε ποσότητα δύο τόνων ημερησίως) και υποπροϊόντων τους, από ηλιέλαιο, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού και των μηχανημάτων του, ενώ προβλέφθηκε η παροχή δικαιώματος υποθήκης εκ μέρους της δανειολήπτριας υπέρ της δανείστριας επί του αναγερθησόμενου εργοστασίου. Με βάση την ανωτέρω προσθήκη και ειδικότερα τον προσαρτηθέντα σ’αυτήν πίνακα συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του συνολικού κεφαλαίου των 450.000.000 γιέν και των τόκων του δανείου σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι πρώτες τρεις, ποσών 11.500.000 γιέν η πρώτη, 11.250.000 γιέν η δεύτερη και 11.375.000 γιέν η τρίτη, ορίσθηκαν καταβλητέες στις 28.01.2005, 28.04.2005 και 28.07.2005 αντίστοιχα και αφορούσαν στην αποπληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, ενώ η τελευταία, συνολικού ποσού 461.500.000 γιέν, καταβλητέα στις 28.10.2005, αφορούσε στην αποπληρωμή του συνολικού κεφαλαίου του δανείου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, που έως τότε θα ανέρχονταν στο ποσό των 11.500.000 γιέν. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι προς περαιτέρω εξασφάλιση της απαίτησης εκ του δανείου αυτού, όπως ανανεώθηκε, με την από 29.10.2004 προσθήκη υπ’αριθμ…. επί της πρώτης προτιμώμενης υποθήκης σε βάρος του πλοίου με την ονομασία «ES» της δανειολήπτριας εταιρείας και την από 29.10.2004 προσθήκη υπ’αριθμ….. επί της πρώτης προτιμώμενης υποθήκης σε βάρος του πλοίου με την ονομασία «EH», ήδη τότε μετονομασθέν σε «COΤ», της ανωτέρω ενυπόθηκης οφειλέτιδας, παρέχουσας παράλληλη εξασφάλιση, τροποποιήθηκαν οι αρχικές υποθήκες ως προς το ποσό της ασφαλιζόμενης απαίτησης της δανείστριας, που πλέον ανήλθε σε 450.000.000 γιέν, και έλαβε χώρα σχετική εγγραφή στο νηολόγιο του Παναμά. Τελικά, από το οφειλόμενο με βάση την ανωτέρω προσθήκη της από 30.10.2003 δανειακής σύμβασης ποσό αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αντιστοιχούσαν σε τόκους του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου, ενώ δεν καταβλήθηκε κατά το συμφωνηθέντα χρόνο στις 28.10.2005 και εξακολουθεί να οφείλεται στη δεύτερη ενάγουσα η τέταρτη δόση, συνολικού ποσού 461.500.000 γιέν, που περιλαμβάνει το σύνολο του κεφαλαίου και τους τόκους του τετάρτου τριμήνου. Συνεπώς, εξ όσων έχουν ήδη αναφερθεί, αποδείχθηκε ότι από την από 26.3.2002 σύμβαση δανείου και της προσθήκες σ’αυτήν υπ’αριθμ…/30.4.2003, …/30.4.2004 και …../26.4.2005 οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, πλέον τόκων από τις 26.4.2004, ενώ από την 30.10.2003 δανειακή σύμβαση και την προσθήκη σ’αυτήν με αριθμ…../29.10.2004 οφείλεται στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 450.000.000 γιέν, όπως αναφέρεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από τις 29.10.2005. Οι ανωτέρω παραδοχές περί των οφειλομένων από τις προαναφερθείσες δανειακές συμβάσεις χρηματικών ποσών αποτελούν και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που δεν πλήττονται με την ένδικη έφεση από την εκκαλούντα εναγόμενο, ο οποίος, άλλωστε, στον πρώτο βαθμό δεν αμφισβήτησε ειδικά, αλλά ουσιαστικά συνομολόγησε τους σχετικούς αγωγικούς ισχυρισμούς. Εκ των προεκτεθέντων επίσης συνάγεται, όσον αφορά τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις, ότι οι ενάγουσες προέβαιναν σε συνεχείς ανανεώσεις αυτών, δηλαδή στην πραγματικότητα σε αναδανειοδοτήσεις και σε παράλληλες δανειοδοτήσεις, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι δανειοδοτούμενες εταιρείες, συμφερόντων του εναγομένου, έχοντας ελεγχθεί προηγουμένως επισταμένα και ενδελεχώς από τα έμπειρα περί της τραπεζικής ναυτιλιακής αγοράς στελέχη των δανειστριών εταιρειών, στην πραγματικότητα όμως της μητρικής εταιρείας ……, ως προς την επιχειρηματική τους δράση και την εν γένει οικονομική τους κατάσταση, αξιολογούνταν έως τότε ως φερέγγυες και αξιόπιστες, με την επισήμανση ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα συγκεκριμένα δάνεια υπήρξαν προϊόντα μίας μακράς συνεργασίας μεταξύ της ………….και των εταιρειών του εναγομένου, η οποία, πάντοτε, ενόψει της σύναψης ενός ακόμη δανείου, δοκιμαζόταν με την τήρηση των κάθε φορά προαπαιτούμενων, που καθόριζαν οι εκπρόσωποι της ……. Συγκεκριμένα, εταιρείες του ομίλου ….., συμφερόντων του εναγομένου, και η εταιρεία ….., διά θυγατρικών της εταιρειών, είχαν συνάψει ήδη από το έτος 1999 δανειακές συμβάσεις για ποσά που είχαν ολοσχερώς αποπληρωθεί από τις δανειολήπτριες εταιρείες, όπως αυτό αποδεικνύεται από την ιστοσελίδα, που διατηρεί η ………….στο διαδίκτυο, στην οποία παρουσιάζεται το προφίλ και οι δραστηριότητες της τελευταίας. Πλέον ειδικότερα, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα από 23.10.2007 αντίγραφο, μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, της ανωτέρω ιστοσελίδας, στο παράρτημα με τίτλο «Προφίλ της εταιρείας» και στο κεφάλαιο αυτού, που τιτλοφορείται «Παρούσα Επίδοση», αναφέρεται ότι «ο συνολικός αριθμός των επενδύσεων, δηλαδή των δανείων, που χορήγησε η εν λόγω εταιρεία ανέρχεται σε δεκαπέντε (15), εκ των οποίων οι δώδεκα (12) έχουν ήδη ολοκληρωθεί, δηλαδή τα σχετικά δάνεια έχουν εξοφληθεί και οι τρεις (3) βρίσκονται σε εξέλιξη». Στο δε κεφάλαιο «Χρονική Σειρά» του προφίλ της ανωτέρω εταιρείας στην εν λόγω ιστοσελίδα αναφέρονται όλες οι δανειοδοτήσεις, που χορηγήθηκαν μέσω των θυγατρικών της εταιρειών κατά χρονολογική σειρά και με βάση την αναφορά αυτή προκύπτει ότι και οι δεκαπέντε (15) ανωτέρω επενδύσεις, που πραγματοποίησε η εν λόγω εταιρεία μέσω των θυγατρικών της ………. (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ενάγουσες), αφορούσαν αποκλειστικά και μόνον σε δανειοδοτήσεις, που χορηγήθηκαν στις εταιρείες του ομίλου ……. (του εναγομένου), εκ των οποίων οι δώδεκα (12) ολοκληρώθηκαν με την πλήρη εξόφληση των σχετικών δανείων, ενώ παρέμεναν εκκρεμείς (σε εξέλιξη) μόνον τρεις (3) συμβάσεις δανείου. Εκ των ανωτέρω ρητών αναφορών, που προέρχονται από την ίδια τη ……., και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο, με αποδέκτη ένα ευρύ κοινό παγκοσμίως, προκύπτει ότι της σύναψης των ένδικων συμβάσεων δανείου είχε προηγηθεί η χορήγηση σε άλλες εταιρείες, επίσης συμφερόντων του εναγομένου, που όπως φαίνεται ήταν και ο μοναδικός της «πελάτης» και η αντίστοιχη πλήρης εξόφληση από τις δανειολήπτριες μεγάλου αριθμού δανείων, δώδεκα (12), συνολικού ποσού ιδιαίτερα σημαντικού ύψους κατά τα προεκτεθέντα, γεγονός, στο οποίο οπωσδήποτε και βασίσθηκαν οι εκπρόσωποι της ……, προκειμένου να προβούν στη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων, δηλαδή στις προηγούμενες και ήδη από αρκετών ετών σχέσεις και οικονομικές συναλλαγές μεταξύ τους και συγκεκριμένα σε ικανό αριθμό αμοιβαίως επωφελών δανειοδοτήσεων του παρελθόντος, που είχαν κανονικά εξυπηρετηθεί διά της ολοσχερούς αποπληρωμής των οφειλομένων ποσών, με την επισήμανση ότι η κατάρτιση κάθε δανείου προϋπέθετε απαραιτήτως προγενέστερο έλεγχο από τα στελέχη της …………. περί της εν γένει επιχειρηματικής δραστηριότητας και ενεργούς «παρουσίας» στην οικεία ναυτιλιακή αγορά και περί των πρόσφατων οικονομικών στοιχείων της εκάστοτε δανειολήπτριας. Περαιτέρω, από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού στο παρόν Δικαστήριο πλήρους περί τούτου δικανικής πεποίθησης ότι ο εναγόμενος ευθύνεται και ο ίδιος προσωπικά, ως μοναδικός μέτοχος των δανειοληπτριών εταιρειών, με βάση τις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης διατάξεις, για την αποπληρωμή των αιτουμένων με την αγωγή ποσών εκ των ένδικων δανειακών συμβάσεων, λόγω της απόλυτης ταύτισής του με τις ανωτέρω εταιρείες, κατά παραμερισμό των νομικών τους προσωπικοτήτων, όπως κατ’ εξαίρεση προβλέπεται και μόνον με την συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών και εξαιρετικών προϋποθέσεων, καθώς κρίνεται ότι οι ενάγουσες δεν ανταποκρίθηκαν, ως θα έδει, στο δικονομικό βάρος απόδειξης του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού τους. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση καταχρηστικής επίκλησης από πλευράς του εναγομένου, ως μοναδικού μετόχου των δανειοληπτριών εταιρειών, της αυτοτελούς τους υπάρξης ως νομικών προσώπων, προκειμένου να αποφευχθεί η εκπλήρωση ατομικών του στην πραγματικότητα υποχρεώσεων, που αναλήφθηκαν έναντι των εναγουσών από τις ανωτέρω εταιρείες, συμβληθείσες στις επίδικες δανειακές συμβάσεις ως «παρένθετα πρόσωπα», ενώ στην ουσία ήταν αυτός που συναλλάχθηκε υπό την επωνυμία των εταιρειών αυτών για δικό του όφελος, καταστρατηγώντας το νόμο και με σκοπό να προκαλέσει δολίως ζημία στις αντιδίκους του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση περί της συνήθους στη ναυτιλία και απολύτως θεμιτής μορφής επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και κατά την οποία ο εναγόμενος, ως επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνέστησε σπουδαίως και ουχί εικονικώς περισσότερες κεφαλαιουχικές μονοβάπορες εταιρείες στην αλλοδαπή (στον Παναμά), σύμφωνα με τους νόμους του κράτους αυτού, μεταξύ τούτων και τις δανειολήπτριες, οι οποίες διατηρούσαν την οικονομική/περιουσιακή τους αυτοτέλεια έναντι του ιδίου ως μοναδικού τους μετόχου και τη διαχείριση των οποίων ασκούσε άλλη εταιρεία, επίσης δικών του συμφερόντων, ειδικώς συσταθείσα προς τούτο ομοίως στον Παναμά, που ενεργούσε για λογαριασμό των πλοιοκτητριών ως αντιπρόσωπός τους, προκειμένου να λειτουργήσουν ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής του δράσης, ενώ ο ίδιος διατηρούσε τον έλεγχο απασών αυτών (πλοιοκτητριών και διαχειρίστριας) μετοχικά και διοικητικά, κερδοσκοπώντας τοιουτοτρόπως έμμεσα, ως αποκλειστικός τους μέτοχος, με την απόληψη κερδών από την οικονομική τους ανάπτυξη. Αξιοποιώντας, δηλαδή, ουσιαστικά το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, που του παρέχει ο νόμος, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματά του, και συνεπώς, μη ενεργώντας αθέμιτα, ούτε καταχρηστικά, ώστε να πρέπει να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει τις δανειολήπτριες εταιρείες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το ότι οι ανωτέρω εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων, όπως και πολλές άλλες εταιρείες Παναμά, των οποίων ο εναγόμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν ήταν εικονικές, δεν είχαν συσταθεί κατά το φαινόμενο και μόνον, για να συγκαλύπτεται όπισθεν αυτών ή να ασκείται δι’αυτών ως παρένθετων προσώπων η δική του προσωπική επιχειρηματική δραστηριότητα σχετικά με την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων, αλλά επρόκειτο περί ενεργών εταιρειών με εταιρική, συναλλακτική οργάνωση και εμφανή και συνεχή επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τα πλοία τους για δικό τους λογαριασμό, εκτελώντας πλόες με σκοπό το κέρδος, ασκώντας τη ναυτιλιακή επιχείρηση και απολαύοντας τα κέρδη από τη δραστηριότητά τους αυτή, και συγκεκριμένα τους συμφωνηθέντες ναύλους, εκ των οποίων καταβάλλονταν και οι πάσης φύσης υποχρεώσεις τους μέσω της διαχειρίστριας εταιρείας και του τραπεζικού λογαριασμού της τελευταίας στην ALPHA BANK, στον οποίο κατατίθεντο και τα έσοδα από την εκμετάλλευση των πλοίων τους, με ίδιες λογιστικές και οικονομικές καταστάσεις, όπου καταχωρούνταν οι εισπράξεις των πλοίων τους, καθώς και τα έξοδά τους, ώστε να είναι δυνατή και ευχερής η παρακολούθησή τους, με την επισήμανση ότι της κατάρτισης των επίμαχων δανείων, όπως και κάθε δανείου που χορηγείτο στις εταιρείες του εναγομένου, προηγήθηκε ο έλεγχος από τα έμπειρα στελέχη της μητρικής εταιρείας ………….των πρόσφατων οικονομικών στοιχείων των δανειοληπτριών, καθώς και των εγγράφων των πλοίων, που ζητήθηκαν ως προαπαιτούμενα, ως ένα επιπλέον μέτρο επιμέλειας και πρόνοιας για τη διασφάλιση της επιστροφής των χρημάτων των δανείων διά της προηγούμενης έρευνας της φερεγγυότητας των ανωτέρω εταιρειών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε, ούτε άλλωστε οι ίδιες οι ενάγουσες το επικαλέσθηκαν, ότι εκ της δόλιας συμπεριφοράς του εναγομένου παραπείσθηκαν ότι συναλλάσσονται στην πραγματικότητα με τον ίδιο και όχι με τις δανειολήπτριες εταιρείες, εκπροσωπηθείσες απ’αυτόν, και συναλλαχθείσες ουσιαστικά ως παρένθετα πρόσωπα για την άσκηση της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας και, επομένως, ότι τους δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ενέχεται και αυτός προσωπικά με την ατομική του περιουσία (ως προς την οποία επίσης ουδέν αποδείχθηκε, δηλαδή ότι όντως υφίσταται και από ποια συγκεκριμένα επιμέρους στοιχεία αποτελείται) για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις, ήτοι ότι παραπλανήθηκαν ή έστω ποδηγετήθηκαν και απέβλεψαν σ’αυτόν για την αποπληρωμή των δανείων, στην κατάρτιση των οποίων διαφορετικά δεν θα προέβαιναν. Αντίθετα, όπως και οι ίδιες οι ενάγουσες αναφέρουν στην αγωγή τους, η μητρική τους εταιρεία ……, που στην πραγματικότητα χορηγούσε τα δάνεια από κεφάλαια επενδυτών μέσω των ειδικά συσταθεισών για κάθε δάνειο θυγατρικών της, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ίδιες, σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσε, δηλαδή στην επένδυση κεφαλαίων σε υπεράκτιες ναυτιλιακές εταιρείες (όπερ απαγορεύουν οι νόμοι της Ιαπωνίας, προς τούτο και η σύσταση για κάθε δάνειο μίας υπεράκτιας εταιρείας Παναμά, που εμφαινόταν ως δανείστρια), δηλαδή ουσιαστικά απέβλεψε στη νομική προσωπικότητα των δανειοληπτριών και συγκεκριμένα στα περιουσιακά τους στοιχεία, ήτοι στα πλοία τους, σε βάρος των οποίων πάντοτε εγγραφόταν σε κάθε δάνειο υπέρ της δανειολήπτριας προτιμώμενη υποθήκη (ενίοτε και σε βάρος και άλλου πλοίου, άλλης εταιρείας του ομίλου συμφερόντων του εναγομένου, που επίσης συμβαλλόταν στις δανειακές συμβάσεις ως ενυπόθηκη οφειλέτρια) προς εμπράγματη εξασφάλιση της απαίτησής της, αφού προηγείτο έλεγχος των εγγράφων τους. Μάλιστα, όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες των εναγουσών και τότε εγκαλουσών ……….. και …….., που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον της Ανακρίτριας του Β΄Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η αξία των πλοίων των εταιρειών του εναγομένου ανερχόταν κατά τους υπολογισμούς τους στο ποσό των 10.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ το συνολικό ποσό των δανείων σε 630.000.000 γιέν Ιαπωνίας, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 6.300.000 δολαρίων Η.Π.Α., δηλαδή η αξία των πλοίων υπερκάλυπτε την απαίτησή τους, όπερ επιρρωνύει ότι οι ενάγουσες (στην πραγματικότητα η ……) απέβλεψαν κατά τη χορήγηση των δανείων ακριβώς στα περιουσιακά στοιχεία των δανειοληπτριών εταιρειών για την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους και όχι στην ατομική περιουσία του εναγομένου, ο οποίος, άλλωστε, ουδέποτε συμβλήθηκε προσωπικά ως εγγυητής στα χορηγηθέντα από τις θυγατρικές της ………….δάνεια. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι επιχείρημα περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή υφίστατο εν προκειμένω πλήρης ταύτιση μεταξύ των δανειοληπτριών εταιρειών και του εναγομένου και σύγχυση των περιουσιών τους, κατά τρόπον ώστε να ευθύνεται και ο ίδιος ατομικά για τις υποχρεώσεις τους, δε μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι ο ανωτέρω, ως μοναδικός μέτοχος των δανειοληπτριών εταιρειών, εμφαινόταν έναντι των δανειστριών ως ο ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από τις δανειολήπτριες επιχείρησης, σύμφωνα με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του με τη ………., στα οποία γίνεται μνεία από τον ίδιο σε «προσωπικές επενδύσεις» και σε «προσωπική ζημία», διότι εκ των πραγμάτων αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού (στην κρινόμενη περίπτωση του μοναδικού) μετόχου μίας εταιρείας είναι η εμφάνιση του προσώπου αυτού ως του ουσιαστικού φορέα της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης, ενώ σε τελική ανάλυση η εταιρεία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μοναδικού μετόχου της και η ζημία της συνεπάγεται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα και δική του προσωπική ζημία. Εξάλλου λεκτέον ότι σύγχυση των περιουσιών των δανειοληπτριών εταιρειών και του εναγομένου και χρησιμοποίηση από τον τελευταίο των ανωτέρω εταιρειών ως παρένθετων προσώπων για την άσκηση άλλης άσχετης με το σκοπό τους ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν καταδεικνύει το ήδη αναφερθέν γεγονός ότι με την υπ’αριθμ…../29.10.2014 προσθήκη της από 30.10.2013 σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε να παραταθεί ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου αυτού για ένα ακόμη έτος, ήτοι μέχρι τις 28.10.2005, καθώς και να αυξηθεί το ποσό του δανείου κατά 250.000.000 γιέν (με αποτέλεσμα να ανέλθει τελικά κατά κεφάλαιο σε 450.000.000 γιέν), προς το σκοπό κατασκευής στην Ελλάδα από τη δανειολήπτρια, στην πραγματικότητα από τον ίδιο τον εναγόμενο, πιλοτικού (πειραματικού) εργοστασίου παραγωγής καυσίμων βιοντήζελ (σε ποσότητα δύο τόνων ημερησίως) και υποπροϊόντων τους, από ηλιέλαιο, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού και των μηχανημάτων του. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα από 25.6.2004 (με αριθμ.σχετ.95) μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήταν η εταιρεία ………….(διά του στελέχους της ……..) αυτή, που για για πρώτη φορά τον ενημέρωσε περί ενός (επισυναφθέντος στο μήνυμά της) άρθρου στον ιαπωνικό τύπο, σύμφωνα με το οποίο είχε αναπτυχθεί στο Πανεπιστήμιο Τsucuba της Ιαπωνίας από τον καθηγητή ……… μία τεχνική παραγωγής βιοκαυσίμου από ηλιέλαιο, καθώς και περί της συνεργασίας του τελευταίου με μία ιαπωνική εταιρεία για την εμπορική εκμετάλλευση της συγκεκριμένης τεχνικής, ρωτώντας τον εάν θα τον ενδιέφερε να προμηθεύσει την εν λόγω εταιρεία με ηλιέλαιο, αφού ήταν γνωστό στη ….. ότι στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες περιλαμβανόταν και η εμπορία γεωργικών προϊόντων, την οποία ασκούσε, όχι μόνον διά της ήδη αναφερθείσας εταιρείας με την επωνυμία «……..», αλλά και διά της μεταγενεστέρως συσταθείσας, με έδρα τον Πειραιά, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», μετονομασθείσας στη συνέχεια σε «……….». Ακολούθως με το από 5.7.2004 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο με αριθμ. σχετ. 96) ο νόμιμος εκπρόσωπος της …………., ……. γνωστοποιεί στον εναγόμενο το ενδιαφέρον του καθηγητή ……. προς εξαγωγή της ως άνω τεχνικής και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών, ζητώντας του να τους αποστείλει δείγματα ηλιελαίου προς ανάλυση από τον καθηγητή, προκειμένου να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στις 23.7.2004 ο ανωτέρω ……….. αποστέλλει στον εναγόμενο μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (προσκομιζόμενο απ’αυτόν με αριθμ.σχετ.100), στο οποίο, μεταξύ άλλων, τον ενημερώνει ότι ο προαναφερθείς Ιάπωνας καθηγητής σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα πιλοτικό εργοστάσιο με δυνατότητα ημερήσιας παραγωγής 2.000 λίτρων καυσίμου και του ζητά να διερευνήσει κατά πόσον υπάρχει ενδιαφέρον στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο βιοκαύσιμο και εάν ναι του δηλώνει, για λογαριασμό της …………., ότι είναι έτοιμοι να τον χρηματοδοτήσουν με το ποσό των 70.000.000 γιέν για την κατασκευή ενός τέτοιου εργοστασίου και στην Ελλάδα, αυξάνοντας το ασφαλιζόμενο με υποθήκη ποσό υπέρ της δεύτερης ενάγουσας κατά το ως άνω ποσό των 70.000.000 γιέν, προφανώς εννοώντας ότι αυτό θα πρέπει να περιληφθεί στην από 30.10.2003 δανειακή σύμβαση. Εκ των ανωτέρω μηνυμάτων σαφώς προκύπτει ότι, τόσο η ιδέα της κατασκευής του εν λόγω εργοστασίου, όσο και η πρόταση για τη χρηματοδότησή του, προήλθαν από την ίδια τη …………. και όχι από τον εναγόμενο, στον οποίο άλλωστε η ανωτέρω, στο πλαίσιο της μακροχρόνιας και επιτυχημένης συνεργασίας τους και γνωρίζοντας την ενασχόλησή του με ευρύ φάσμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, είχε και στο παρελθόν προτείνει να τον χρηματοδοτήσει για την υλοποίηση και άλλων επιχειρηματικών σχεδίων (ενδεικτικά αναφέρεται η αγορά από τον εναγόμενο δύο φορτηγών πλοίων, που η ………… ακολούθως θα ναύλωνε για πέντε έτη, ώστε να αποπληρωθεί το δάνειο από τους ναύλους, και η κατασκευή στην Ελλάδα αιολικού πάρκου με ανεμογεννήτριες (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο έγγραφα με αριθμ.σχετ. 154, 155, 156 και 158). Μάλιστα εκ των προσκομιζομένων από τον εναγόμενο μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (ιδίως από το υπ’αριθμ.σχετ.100) επίσης αποδεικνύεται ότι, κατόπιν απαίτησης και πιέσεων της ………….., το ποσό των 250.000.000 γιέν, το οποίο τελικά και χορηγήθηκε σ’αυτόν για την κατασκευή στην Ελλάδα του ανωτέρω πιλοτικού εργοστασίου παραγωγής βιοκαυσίμου, που δεν τελεσφόρησε, αλλά ματαιώθηκε, παρότι διενεργήθηκε, με επιμέλειά του, μέρος των απαιτουμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών για την υλοποίηση του σχεδίου από την εταιρεία του με την επωνυμία «………….», εντάχθηκε στην από 30.10.2003 δανειακή σύμβαση, της οποίας το κεφάλαιο των 200.000.000 γιέν αυξήθηκε κατά το ποσό αυτό και ανήλθε στο συνολικό ποσό των 450.000.000 γιέν και, συνακόλουθα, αυξήθηκε σε 450.000.000 γιέν και το ασφαλιζόμενο με τις εγγραφείσες υπέρ της δεύτερης ενάγουσας σε βάρος των πλοίων «ES» και «CT» υποθήκες ποσό. Τέλος, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, επιχείρημα περί της σύγχυσης της περιουσίας των δανειοληπτριών εταιρειών και του εναγομένου, με αποτέλεσμα, λόγω της ταύτισής τους, ο τελευταίος, ως μοναδικός τους μέτοχος, να ευθύνεται και προσωπικά για την αποπληρωμή των επίδικων δανείων, κατά παραμερισμό των νομικών τους προσωπικοτήτων, δεν μπορεί, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, να συναχθεί από το γεγονός ότι η εταιρεία με την επωνυμία «……….», της οποίας ο εναγόμενος είναι επίσης ο μοναδικός μέτοχος, αγόρασε στις 11.2.2005 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με την ονομασία «T» (πρώην «Κ»), το οποίο νηολογήθηκε στον Παναμά, αντί του συνολικού ποσού των 325.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που καταβλήθηκε στην πωλήτρια Ολλανδική εταιρεία με την επωνυμία «……..», μέσω του λογαριασμού στην ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «…………», ομοίως συμφερόντων του εναγομένου, διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα χρήματα για την αγορά του ανωτέρω πλοίου όντως προήλθαν από τα επίδικα δάνεια, τα οποία τοιουτοτρόπως χρησιμοποιήθηκαν για σκοπό άσχετο του σκοπού και της δραστηριότητας των δανειοληπτριών, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ο εναγόμενος κατά τους χρόνους καταβολής του τιμήματος της εν λόγω πώλησης (11.2.2005 και 18.2.20005) βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση και δεν αποδείχθηκε ότι είχε δανειοδοτηθεί από άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του εναγομένου θα πρέπει επιπροσθέτως να λεχθεί πως δεν προέκυψε ότι ήταν δυσμενής κατά τους ανωτέρω χρόνους, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι, δύο μήνες μετά, στις 26.4.2005, ανανεώθηκε η από 26.3.2002 σύμβαση δανείου για ένα ακόμη έτος και χορηγήθηκε με τους αυτούς όρους της αρχικής σύμβασης το επιπλέον ποσό των 40.000.000 γιέν, όπερ καταδεικνύει ότι τα έμπειρα περί της λειτουργίας της τραπεζικής ναυτιλιακής αγοράς στελέχη της μητρικής εταιρείας …………… είχαν αξιολογήσει ως φερέγγυα τη δανειολήπτρια εταιρεία του ομίλου του εναγομένου, προκειμένου να προβούν σε παράταση του χρόνου απόδοσης του δανείου της και σε σημαντική επαύξηση του ποσού του, χωρίς σημειωτέον να παραπεισθούν προς τούτο από απατηλή συμπεριφορά του ανωτέρω, όπως έγινε τελεσίδικα δεκτό με την υπ’αριθμ.14/2010 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η βάση της προαναφερθείσας από 24.11.2006 αγωγής, που επιχειρήθηκε να ανεύρει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, και δη σε τελεσθείσα από τον εναγόμενο απάτη, απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, με την επισήμανση ότι ο τελευταίος, με την ήδη καταστάσα αμετάκλητη υπ’αριθμ.557, 576,578/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που επιλήφθηκε της ποινικής δικογραφίας σε βάρος του για το έγκλημα της απάτης κατ’εξακολούθηση, από την οποία το επιτευχθέν και επιδιωχθέν όφελος, καθώς και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (η οποία αφορούσε ακριβώς στην κατάρτιση των επίδικων δανείων), αθωώθηκε της σ’αυτόν αποδιδομένης αξιόποινης πράξης. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι ο εναγόμενος ευθύνεται και ατομικά για την καταβολή των αιτουμένων με την αγωγή από τις ένδικες δανειακές συμβάσεις ποσών, λόγω άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας των δανειοληπτριών εταιρειών, των οποίων είναι ο μοναδικός μέτοχος, αφού δέχθηκε ότι η εκ μέρους του επίκληση της νομικής τους προσωπικότητας, προκειμένου να αποφευχθεί η εκπλήρωση των έναντι των εναγουσών σχετικών υποχρεώσεων, είναι καταχρηστική, και ακολούθως δέχθηκε και την αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην καθεμία από τις ενάγουσες το οφειλόμενο από το αντίστοιχο δάνειο ποσό, πλέον τόκων, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ανωτέρω με τις σχετικές αιτιάσεις του, που έχουν περιληφθεί σε όλους τους λοιπούς λόγους της έφεσής του. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχήν της κρινόμενης έφεσης και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, απορριφθείσης της περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου ένστασης του εναγομένου, ν’απορριφθεί ακολούθως η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Λόγω δε της παραδοχής της έφεσης του εναγομένου και κατ’ουσίαν πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτόν του κατατεθέντος κατά την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου του (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον τελευταίο με την έφεσή του σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 23.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./23.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../21.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 901/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου του ένδικου μέσου.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 4.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/4.4.2019) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγουσών τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2.6.2022
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25.7.2022
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ