ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 481/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Αρβανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του εφεσιβλήτου – ενάγοντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.12.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/10.12.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.963/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη εταιρεία με την από 4.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/4.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…………./6.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ. ………/4.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../6.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης εταιρείας κατά της υπ’αριθμ.963/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της σε βάρος της ασκηθείσας από 10.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.12.2018) αγωγής του εφεσιβλήτου, Έλληνα ναυτικού, διώκοντος την καταδίκη της στην καταβολή χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 24.520,20 ευρώ, πλέον τόκων, κυρίως μεν απορρεουσών από καταρτισθέντα μεταξύ τους τέσσερα (4) συνολικά προσύμφωνα συμβάσεων ναυτολόγησης, σε εκτέλεση των οποίων επιβιβάσθηκε, ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχο και παρείχε εξαρτημένη εργασία, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, σε δύο (2) πλοία, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, άλλως επικουρικώς ερειδομένων στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια βάση της και υποχρεώθηκε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.653,31 ευρώ νομιμοτόκως, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης ποσού 500 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…./…/4.9.2020), προ πάσης επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην εναγόμενη, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (9.3.2020) και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου, με την από 10.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../10.12.2018) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων με την ονομασία «ΝΡ» και «ΕΠ», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.520,20 ευρώ, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι του οφείλεται λόγω της επιβίβασής του, ναυτολόγησής του από τον πλοίαρχο και συνεχούς απασχόλησής του στα ανωτέρω πλοία, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση τεσσάρων (4) προσυμφώνων συμβάσεων ναυτολόγησης, καταρτισθέντων μεταξύ του ιδίου και εκπροσώπου της αντιδίκου του, αντί των όρων και των αποδοχών, που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, στο μεν πρώτο εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.2.2017 έως 14.4.2017, όταν και απολύθηκε κατόπιν συμφωνίας του με τον πλοίαρχο, από 26.5.2017 έως 2.10.2017, οπότε και αποναυτολογήθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, χωρίς να επαναπροσληφθεί εντός 60 ημερών και από 24.1.2018 έως 7.3.2018, όταν και απολύθηκε τύποις «λόγω αδείας», στην πραγματικότητα, όμως, κατόπιν μονομερούς καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης από τον πλοίαρχο, άνευ υπαιτιότητας του ιδίου, στο δε δεύτερο κατά το χρονικό διάστημα από 23.5.2018 έως 14.8.2018, όταν και αποναυτολογήθηκε «αμοιβαία συναινέσει», επί 12 ώρες ημερησίως στο πρώτο πλοίο και επί 15 ώρες στο δεύτερο αντίστοιχα, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, κατά τα οποία τα πλοία εκτελούσαν τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο για το καθένα εξ αυτών ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο Αιγαίο, διαρκείας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών, τινά εκ των οποίων συνιστούσαν δρομολόγια εξπρές, συμπεριλαμβανομένων (ήτοι επί 4 ώρες υπερωριακά κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τις ναυτολογήσεις του στο πρώτο πλοίο και επί 7 ώρες υπερωριακά κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 15 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τη ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα), χωρίς να του χορηγούνται κάθε μήνα, είτε στο λιμένα αφετηρίας, είτε στο λιμένα προορισμού των δρομολογίων των πλοίων, οι προβλεπόμενες στις εν προκειμένω εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις. Ειδικότερα ζήτησε, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και, συνακόλουθα, των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, να του καταβληθεί α) το ποσό των 43,43 ευρώ και το ποσό των 80,10 ευρώ, ως οφειλόμενες διαφορές μηνιαίων αποδοχών της ειδικότητάς του, που αφορούν στο χρονικό διάστημα της τρίτης κατά σειράν ναυτολόγησής του στο πρώτο πλοίο, και στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, β) το ποσό των 12,47 ευρώ και το ποσό των 23,01 ευρώ ως οφειλόμενες διαφορών αποδοχών αδείας, που επίσης αφορούν στο χρονικό διάστημα της τρίτης ναυτολόγησής του στο πρώτο πλοίο, και στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, γ) το ποσό των 2.1404,22 ευρώ, το ποσό των 3.689,36 ευρώ, το ποσό των 1.318,50 ευρώ και το ποσό των 4.451,97 ευρώ, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, συνιστούν τις οφειλόμενες διαφορές της αμοιβής του για την κατά τα προεκτεθέντα υπερωριακή του απασχόληση κατά τις κατ’αριθμό προσδιοριζόμενες στο δικόγραφο καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και Κυριακές, αλλά και κατά τα ομοίως προσδιοριζόμενα Σάββατα και αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του στο πρώτο πλοίο και του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, δ) το ποσό των 3145,78 ευρώ, το ποσό 263,15 ευρώ, το ποσό των 107,38 ευρώ και το ποσό των 214,75 ευρώ για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων, που δεν του χορηγήθηκαν και αφορούν στα χρονικά διαστήματα των τριών ναυτολογήσεών του στο πρώτο πλοίο και στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, ε) το ποσό των 521,58 ευρώ, το ποσό των 998,66 ευρώ, το ποσό των 259,69 ευρώ και το ποσό των 1.149,18 ευρώ, ως διαφορές επιδομάτων εορτών και δη Πάσχα, Χριστουγέννων, Πάσχα και Χριστουγέννων, που αναλογούν στα χρονικά διαστήματα των τριών συνολικά ναυτολογήσεών του στο πρώτο πλοίο και στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, στ) το ποσό των 985,56 ευρώ και το ποσό των 2.632,96 ευρώ, ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πρώτο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του σ’αυτό 0,64 δρομολογίων εξπρές την εβδομάδα και συνολικά 11,63 τέτοιων δρομολογίων, και για την εκτέλεση από το δεύτερο πλοίο 1,59 δρομολογίων εξπρές ανά εβδομάδα και συνολικά 18,80 δρομολογίων αυτού του είδους αντίστοιχα, και ζ) το ποσό των 3.460,34 ευρώ ως οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, διότι στις 2.10.2017 αποναυτολογήθηκε από το πρώτο πλοίο λόγω διακοπής των δρομολογίων του πέραν των 60 ημερών, χωρίς να επαναπροσληφθεί από την εναγόμενη εντός του χρονικού αυτού διαστήματος παρά τις συνεχείς οχλήσεις του και το ποσό των 2.158,11 ευρώ για την ίδια αιτία, καθόσον στις 14.8.2018 απολύθηκε από το ίδιο πλοίο τύποις «λόγω αδείας», αλλά στην πραγματικότητα κατόπιν μονομερούς και χωρίς δική του υπαιτιότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη κατά το νόμο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την ημέρα εκάστης απόλυσής του όσον αφορά στα κονδύλια της αντίστοιχης χρονικής περιόδου ναυτολόγησής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλουμένη απόφαση, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διατάξεις, μεταξύ δε τούτων και στις διατάξεις των Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων των ετών 2017 και 2018, ακολούθως δε, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, ανερχόταν σε έντεκα (11) ώρες στο πρώτο πλοίο και σε δέκα (10) ώρες στο δεύτερο, καθώς και ότι η δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησής του στο πρώτο πλοίο λύθηκε στις 2.10.2017 λόγω διακοπής των δρομολογίων του, χωρίς να επαναπροσληφθεί σ’αυτό εντός 60 ημερών και τέλος ότι στις 7.3.2018 απολύθηκε από το ίδιο πλοίο λόγω καταγγελίας στην πραγματικότητα της εργασιακής του σύμβασης από τον πλοίαρχο, μονομερούς και άνευ δικής του υπαιτιότητας, και όχι λόγω αδείας, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.653.31 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από τα ως άνω πλοία δρομολογίων εξπρές, ως αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις, που δικαιούτο, αλλά δεν του χορηγήθηκαν, καθώς και ως αποζημίωση του άρθρου 77 του Κ.Ι.Ν.Δ., με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της κάθε απόλυσής του για τα ποσά, που επιδικάσθηκαν επί των αγωγικών αξιώσεων της αντίστοιχης χρονικής περιόδου ναυτολόγησής του, ενώ απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα τα κονδύλια, που αφορούσαν σε οφειλόμενες διαφορές αποδοχών και σε διαφορές αποδοχών αδείας των χρονικών διαστημάτων της τρίτης κατά σειράν ναυτολόγησής του στο πρώτο πλοίο και του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο δεύτερο πλοίο, αφού κρίθηκε ότι οι σχετικές απαιτήσεις του έχουν πλήρως και ολοσχερώς αποσβεσθεί διά καταβολών της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με την κρινόμενη από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………../16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……………/10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία πλήττει τα βλαπτικά γι’αυτήν κεφάλαια της εκκαλουμένης για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο της έφεσής της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί των αξιώσεων της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος σε αμφότερα τα πλοία της, ως προς τα οποία ειδικότερα διατείνεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει, και συγκεκριμένα οι μηνιαίοι λογαριασμοί μισθοδοσίας του όσον αφορά το πλοίο «ΝΡ» και οι μηνιαίοι πίνακες ανάπαυσης αυτού όσον αφορά το πλοίο «ΕΠ», άπαντες οι οποίοι φέρουν την ανεπιφύλακτη υπογραφή του, σε συνδυασμό με την οργανική σύνθεση του πρώτου πλοίου, που περιελάμβανε 15 θαλαμηπόλους και επιπλέον 2 κατά τη θερινή περίοδο και με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρά της, προϊσταμένου του αντιδίκου της στο πρώτο πλοίο, θα είχε γίνει δεκτό ότι ο τελευταίος δεν απασχολείτο καθημερινά επί 11 ώρες ημερησίως στο πρώτο πλοίο και επί 10 ώρες στο δεύτερο αντίστοιχα, παρέχοντας, επομένως, υπερωριακή εργασία, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, αφού λήφθηκε υπόψη για το πρώτο πλοίο η μειωμένης αποδεικτικής αξίας ένορκη κατάθεση του δικού του μάρτυρος στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής, ο οποίος βρίσκεται σε αντιδικία μαζί της κατόπιν άσκησης σε βάρος της αντίστοιχης αγωγής, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι ο ενάγων, για την όποια παροχή εργασίας στα ανωτέρω πλοία της καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, που, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν υπερέβαινε ημερησίως τις 2 ώρες στο πρώτο πλοίο και τα 30 λεπτά στο δεύτερο, διότι απασχολείτο σ’αυτά επί 10 ώρες το μέγιστο και επί 8,5 ώρες αντίστοιχα, έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά των χρηματικών ποσών, που του καταβάλλονταν κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους ως άνω λογαριασμούς μισθοδοσίας του, β) επί των κονδυλίων των διαφορών της αναλογίας δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2017 και 2018 και της αμοιβής για την εκτέλεση από τα ανωτέρω πλοία δρομολογίων εξπρές, τα οποία με την εκκαλουμένη απόφαση έγιναν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, διότι, όπως ισχυρίζεται, για τον καθορισμό του ποσού εκάστου εξ αυτών, που κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οφείλεται στον ενάγοντα, εσφαλμένα συμπεριλήφθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν τα επιδικασθέντα ποσά, μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του, ενώ, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δε δικαιούται τέτοιας αμοιβής, αφού δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, με την επισήμανση ότι η πρωτόδικη κρίση περί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το κάθε πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση, γ) επί του κονδυλίου της αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες στον ενάγοντα διανυκτερεύσεις, που αφορά μόνον στο χρονικό διάστημα από 26.5.2017 έως 2.10.2017, κατά το οποίο ο αντίδικός της είχε ναυτολογηθεί για δεύτερη φορά και απασχολήθηκε στο πλοίο «ΝΡ» και στο χρονικό διάστημα από 23.5.2018 έως 14.8.2018, κατά το οποίο εργάσθηκε στο έτερο πλοίο της με την ονομασία «ΕΠ», ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι εσφαλμένα εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις ως προς τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 2017, διότι ο ενάγων έλαβε όντως την προβλεπόμενη στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. μία (1) διανυκτέρευση για κάθε έναν από τους μήνες αυτούς, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται τέτοια αποζημίωση, καθώς και ότι δε δικαιούται της αποζημίωσης αυτής για το μήνα Αύγουστο του έτους 2018, διότι απασχολήθηκε μόνον επί 14 ημέρες (από 1.8.2018 έως 14.8.2018) και όχι καθόλη τη διάρκεια του μήνα, ενώ κατά τα λοιπά η πρωτόδικη κρίση επί του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου δεν πλήττεται με την έφεση, και δ) επί του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δε δικαιούται τέτοιας αποζημίωσης, διότι η αποναυτολόγησή του της 2ης.10.2017 οφειλόταν, όχι σε μονομερή καταγγελία της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, αλλά σε διακοπή των δρομολογίων του πλοίου προς δεξαμενισμό του, ούτως ώστε να υποβληθεί στη συνέχεια σε ετήσια επιθεώρηση, λόγος που δε θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης του ναυτικού, αφού συνιστά νομοθετική επιταγή σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 του Κ.Δ.Ν.Δ., τα οποία προβλέπουν υποχρεωτική διακοπή των δρομολογίων του πλοίου σε μία τέτοια περίπτωση, ενώ η απόλυσή του της 22ης.3.2018 έλαβε χώρα «λόγω αδείας», με βάση τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο από την αρμόδια λιμενική αρχή, ενέργεια ανεπίδεκτη προσβολής για εικονικότητα, και όχι λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, πλήττοντας επιπροσθέτως και τον τρόπο υπολογισμού των επιδικασθέντων στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία ποσών, καθόσον, όπως διατείνεται, προσδιορίσθηκαν με βάση μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου, στις οποίες, όμως, εσφαλμένα περιλήφθηκε αμοιβή υπερωριών του, αφού δεν απασχολήθηκε υπερωριακά. Ζητά δε με την έφεσή της την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Σημειώνεται ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί των ακτοπλοϊκών δρομολογίων, που εκτελούσαν τα ανωτέρω πλοία, στα οποία απασχολήθηκε ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτά, των εν προκειμένω εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε. κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, καθώς και το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στους τόκους των επιδικασθέντων στον ανωτέρω χρηματικών ποσών επί των αγωγικών κονδυλίων κάθε μερικότερης χρονικής περιόδου ναυτολόγησής του, δεν προσβάλλονται ειδικά απ’αυτήν με λόγο της έφεσής της.
Το Δικαστήριο εκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ………… (του ενάγοντος) και ………… (της εναγομενης), οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με την έφεσή της, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με εκπρόσωπο της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού – πλοίου «ΝΡ», με αριθμό νηολογίου Πειραώς ………., κόρων ολικής χωρητικότητας 14.640,10, ο ενάγων κατ’επάγγελμα απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμ………. ναυτικού φυλλαδίου της ΛΕ ναυτικής περιφέρειας, κατήρτισε άτυπα προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στον Πειραιά στις 13.2.2017, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ως άνω πλοίο από τον πλοίαρχό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων αποδοχών και όρων και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’αυτό συνεχώς μέχρι και την 19η.4.2017, όταν και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει». Το ανωτέρω πλοίο καθόλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό εκτελούσε τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο Αιγαίο, διάρκειας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών. Συγκεκριμένα κάθε Δευτέρα και Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιά περί ώρα 16.00 για Σύρο, Μύκονο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Φούρνους, Καρλόβασι Σάμου και Βαθύ Σάμου και επέστρεφε, προσεγγίζοντας στο ενδιάμεσο τους ίδιους λιμένες αντίστροφα, στο λιμένα αφετηρίας (τον Πειραιά), όπου κατέπλεε περί ώρα 23.50 της Τρίτης και της Κυριακής αντίστοιχα. Την Τετάρτη αναχωρούσε στις 16.00 από το λιμένα του Πειραιά για Σύρο, Μύκονο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Καρλόβασι Σάμου και Βαθύ Σάμου και κατέπλεε στον Πειραιά, κατόπιν προσέγγισης των ίδιων λιμένων αντίστροφα κατά την επιστροφή του, την Πέμπτη περί ώρα 23.20, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του, συνομολόγησε ουσιαστικά η εναγόμενη και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς τα σχετικά αποδεικτικά πορίσματα αυτής, που αφορούν στα συγκεκριμένα δρομολόγια του πλοίου, στη χρονική διάρκεια της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος και στο λόγο λύσης της, να πλήττονται από την εκκαλούσα με την έφεσή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με εκπρόσωπο της εναγομένης ο ενάγων κατήρτισε άτυπα προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στον Πειραιά στις 26.5.2017, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο αυτό πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, από τον πλοίαρχό του, συναφθείσης εγγράφως μεταξύ τους σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με τους όρους και τις αποδοχές της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς μέχρι και την 2η.10.2017, όταν και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, ενόψει δεξαμενισμού του προς υποβολή του στην προβλεπόμενη ετήσια επιθεώρηση. Καθόλο το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο Αιγαίο, διάρκειας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών. Συγκεκριμένα αναχωρούσε κάθε Δευτέρα στις 14.00 από τον Πειραιά για Πάρο, Νάξο, Πάτμο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Βαθύ Σάμου, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο και Καβάλα και ακολούθως επέστρεφε στον Πειραιά, με λιμένες προσέγγισης στο ενδιάμεσο τη Λήμνο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, το Βαθύ της Σάμου, τον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας και την Πάτμο. Κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς στις 23.00 της Τετάρτης και αναχωρούσε στις 23.55, δηλαδή προ της συμπλήρωσης 6 ωρών παραμονής του εκεί και συγκεκριμένα κατά 5,1 ώρες ενωρίτερα, για Πάτμο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Φούρνους και Βαθύ Σάμου, με επιστροφή στον Πειραιά και ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης τους Φούρνους, τον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, την Πάτμο, τη Νάξο και την Πάρο, για να καταπλεύσει στο λιμένα της αφετηρίας του (του Πειραιώς) στις 4.30 της Παρασκευής. Την Παρασκευή στις 14.00 απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς για Πάρο, Νάξο, Πάτμο, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Φούρνους, Βαθύ Σάμου, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο και Καβάλα, με επιστροφή, κατόπιν προσέγγισης των ίδιων λιμένων αντίστροφα, στον Πειραιά, όπου και κατέπλεε περί ώρα 4.30 της Δευτέρας. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω παραδοχές περί των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών δρομολογίων, που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό, της χρονικής διάρκειας της ναυτολόγησής του και του λόγου λύσης της εργασιακής του σύμβασης, συνιστούν αποδεικτικά πορίσματα και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από την εκκαλούσα με την έφεσή της. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατήρτισε με εκπρόσωπο της εναγομένης, επίσης προφορικά, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στο Πέραμα Αττικής στις 24.1.2008, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο αυτό πλοίο και με την ίδια ειδικότητα από τον πλοίαρχό του, συναφθείσης εγγράφως μεταξύ τους σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με τους όρους και τις αποδοχές της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και απασχολήθηκε συνεχώς μέχρι και την 7η.3.2018, όταν και απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ναυτικό του φυλλάδιο «λόγω αδείας έως 22.3.2018», στην πραγματικότητα, όμως, λόγω καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης από τον πλοίαρχο του πλοίου, μονομερώς και άνευ δικής του υπαιτιότητας, για την οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ναυτολόγησης (τρίτης κατά σειράν) του ενάγοντος το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το τακτικό κυκλικό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιάς, Χίος, Μυτιλήνη με επιστροφή. Συγκεκριμένα αναχωρούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή στις 21.00 από το λιμένα του Πειραιά και μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του κατέπλεε στον ίδιο λιμένα την Τετάρτη, την Παρασκευή και τη Δευτέρα αντίστοιχα στις 7.00, όπως επίσης έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η εκκαλούσα με την έφεσή της να πλήττει ειδικά την κρίση αυτή, καθώς επίσης και την κρίση περί της διάρκειας της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ενώ προσβάλλεται μόνον το αποδεικτικό πόρισμα, που αφορά στο λόγο της απόλυσής του (καταγγελία), στον οποίο ο ανωτέρω θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης του άρθρου 77 του Κ.Ι.Ν.Δ., που του επιδικάσθηκε. Τέλος, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στις 23.5.2018, ο ενάγων ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο λιμένα του Πειραιώς, επίσης με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από τον πλοίαρχό του, συναφθείσης εγγράφως μεταξύ τους σχετικής σύμβασης, αντί των προβλεπομένων στην εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων όρων και αποδοχών, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……….. επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο με την ονομασία «ΕΠ», κόρων ολικής χωρητικότητας 4.863,46, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’αυτό συνεχώς μέχρι και τις 14.8.2018, όταν και η εργασιακή του σύμβαση λύθηκε στο λιμένα του Λαυρίου, όπου αποναυτολογήθηκε «αμοιβαία συναινέσει». Κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο Αιγαίο, διάρκειας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών. Συγκεκριμένα κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμένα του Λαυρίου στις 8.30 για Άγιο Ευστράτιο, Λήμνο, Καβάλα, με επιστροφή στο Λαύριο από τους ίδιους λιμένες αντίστροφα. Κατέπλεε στον ανωτέρω λιμένα αφετηρίας του την Τετάρτη στις 14.00, από τον οποίο αναχωρούσε και πάλι στις 15.00, δηλαδή (αναχωρούσε) πρόωρα κατά 5 ώρες, προ της συμπλήρωσης 6 ωρών παραμονής του εκεί, για Άγιο Ευστράτιο, Λήμνο, Καβάλα, με επιστροφή στο Λαύριο από τους ίδιους λιμένες αντίστροφα. Στο λιμένα του Λαυρίου κατέπλεε την Πέμπτη στις 21.00, από τον οποίο αναχωρούσε και πάλι στις 23.00, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 4 ώρες, για Άγιο Ευστράτιο, Λήμνο, Καβάλα, με επιστροφή στο Λαύριο και με ενδιάμεσους λιμένες κατά το δρομολόγιο της επιστροφής του τη Λήμνο, τον Άγιο Ευστράτιο και τα Μεστά Χίου. Στο Λαύριο κατέπλεε το Σάββατο στις 9.50, απ’όπου αναχωρούσε και πάλι στις 12.00, δηλαδή (αναχωρούσε) πρόωρα κατά 3,7 ώρες, για Μεστά Χίου, Άγιο Ευστράτιο, Λήμνο και Καβάλα, με επιστροφή στο Λαύριο και με ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης τη Λήμνο και τον Άγιο Ευστράτιο. Μετά την ολοκλήρωση του ανωτέρω δρομολογίου του κατέπλεε στο λιμένα του Λαυρίου περί ώρα 23.00 της Δευτέρας. Επισημαίνεται ότι τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης περί τη διάρκειας της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, του λόγου λύσης της και των συγκεκριμένων δρομολογίων, που εκτελούσε το πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του σ’αυτό, επίσης δεν πλήττονται από την εκκαλούσα με την έφεσή της. Επί των δύο πρώτων συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο με την ονομασία «ΝΡ», πλοιοκτησίας της εναγομένης, τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 4005) στις 17.11.2017, ενώ επί της τρίτης κατά σειράν σύμβασης ναυτολόγησής του στο ίδιο πλοίο και επί της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο, επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ονομασία «ΕΠ», τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων της ιδίας κατηγορίας πλοίων του επόμενου έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4.9.2018, κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5084) στις 14.11.2018, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από την εκκαλούσα με την έφεσή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 των ως άνω εφαρμοζομένων Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις δύο πρώτες ναυτολογήσεις του στο πλοίο «ΝΡ» της εναγομένης, που εκτείνονταν εντός του έτους 2017, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 ευρώ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ του έτους 2018, που τυγχάνει εφαρμοστέα επί της τελευταίας ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης και επί της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο της ανωτέρω με την ονομασία «ΕΠ», με την ίδια ειδικότητα, ο ανωτέρω έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του θαλαμηπόλου το ποσό των 1.181,15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30), ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 425,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ: 22) = 65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 ευρώ]. Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 στα πλοία της εναγομένης ανέρχονταν σε 2.490,08 ευρώ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατ’ αμφότερα τα επίδικα έτη (2017 και 2018) στα πλοία της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 455,11 ευρώ όσον αφορά τις ναυτολογήσεις του στο πρώτο πλοίο και σε 455,13 ευρώ κατά τη ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του σε αμφότερα τα πλοία της, χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Περαιτέρω, κατά τις παρ.1 και 6 του υπό τον τίτλο «Προσωπικόν Ενδιαιτημάτων» άρθρου 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974), όπως η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, αφού αντικαταστάθηκε, αναριθμήθηκε από § 7 σε § 6 με το άρθρο 3 του ΠΔ 319/1996 (ΦΕΚ Α 216/1996), τα επιβατηγά πλοία υποχρεούνται σε πρόσληψη ενός (1) θαλαμηπόλου ανά είκοσι τέσσερις (24) κλίνες, στον αριθμό των οποίων συνυπολογίζονται και οι κλίνες των αξιωματικών και ενός (1) επίκουρου ανά τρεις (3) θαλαμηπόλους, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιθαλαμηπόλων (§ 1). Μάλιστα, αναφορικά με την οργανική σύνθεση του πληρώματος των ανωτέρω πλοίων θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το αυτό ΠΔ, κατά την περίοδο λειτουργίας των κυλικείων τους ναυτολογείται ένας (1) ακόμη θαλαμηπόλος ανά κυλικείο, ενώ κατά τη θερινή περίοδο του έτους (από 1/4 έως 30/9) δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι επιπλέον των προβλεπομένων στην οργανική τους σύνθεση. Ειδικότερα η οργανική σύνθεση του πληρώματος του εκ των πλοίων, στα οποία ναυτολογήθηκε ο ενάγων, με την ονομασία «ΝΡ» καθορίζει, όσον αφορά το προσωπικό γενικών υπηρεσιών, την απασχόληση δεκαπέντε (15) θαλαμηπόλων συνολικά, ότι κατά τη θερινή περίοδο του έτους (από 1/4 έως 30/9) προσλαμβάνονται δύο (2) θαλαμηπόλοι επιπλέον των προβλεπομένων, καθώς και ότι κατά την περίοδο του έτους από 1/11 έως 31/3 η σύνθεση του πλοίου σε θαλαμηπόλους και επίκουρους μειώνεται κατά το 1/3, ενώ αντίστοιχο έγγραφο δεν προσκομίζεται από τους διαδίκους για το έτερο πλοίο με την ονομασία «ΕΠ». Σύμφωνα δε με την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρος της εναγομένης …………., που είχε επίσης ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου και εργαζόταν στο πλοίο «ΝΡ» κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος (από 26.5.2017 έως 2.10.2017) ως προϊστάμενός του, κατά το ανωτέρω διάστημα είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούνταν σ’αυτό (που διέθετε 150 κλίνες συνολικά), 12 θαλαμηπόλοι και 8 επίκουροι. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αναφορικά με το ανωτέρω πλοίο η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα συνομολογεί ότι ο ενάγων απασχολείτο ημερησίως επί 9-10 ώρες το ανώτατο, ήτοι ότι παρείχε υπερωριακή εργασία 1-2 ωρών κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες η εννιάωρη ή δεκάωρη εργασία του λογίζεται υπερωριακή στο σύνολό της. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο απασχολείτο καθημερινά, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, αρχικά από τις 6.30 έως τις 8.30 στην τραπεζαρία των αξιωματικών και στη συνέχεια μέχρι και τις 10.30 το αργότερο στις καμπίνες τους (17 τον αριθμό περίπου). Ακολούθως, κατόπιν των προβλεπομένου στις ισχύσασες κατά τις ναυτολογήσεις του Σ.Σ.Ν.Ε. διαλείμματος, διάρκειας μίας (1) ώρας, παρείχε τις υπηρεσίες του στην τραπεζαρία του πληρώματος από τις 11.30 έως και τις 14.00 το αργότερο, όταν και διέκοπτε την εργασία του, προκειμένου να λάβει το μεσημεριανό του γεύμα και να αναπαυθεί. Η εργασία του εκκινούσε και πάλι στις 16.00 περίπου και συνεχιζόταν μέχρι και τις 21.00 το αργότερο, όταν και απασχολείτο επίσης στην τραπεζαρία και τις καμπίνες των αξιωματικών του πληρώματος του πλοίου. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατ’εντολήν του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου και δικού του προϊσταμένου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο (από 13.2.2017 έως 19.4.2017, από 26.5.2017 έως 2.10.2017 και από 24.1.2018 έως 7.3.2018) ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν για κάθε ναυτολόγησή του, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, τα οποία αφορούσαν κατά βάση στην εξυπηρέτηση των αξιωματικών του πλοίου στην τραπεζαρία και τις καμπίνες τους, και όχι των επιβατών, ούτως ώστε οι ώρες εργασίας του κάθε ημέρα να εξαρτώνται από την επιβατική κίνηση εκάστου δρομολογίου, η οποία είναι προφανές ότι αυξομειώνεται αναλόγως της συγκεκριμένης περιόδου του έτους, που εκτελείται το δρομολόγιο (χειμερινή ή θερινή), του αριθμού των θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, της ομολογίας της εναγομένης περί ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος 9-10 ωρών, άρα περί υπέρβασης του νομίμου ωραρίου του και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η, σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό ανερχόταν σε 11 ώρες. Επισημαίνεται πως ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι το ως άνω πλοίο κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με «πληθωρική» σύνθεση πληρώματος, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθής, δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα με βάση την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εναγόμενη δεν προσκομίζει το προβλεπόμενο στο άρθρο 19 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ βιβλίο υπερωριών και πρόσθετων αμοιβών πληρώματος του άρθρου 157 παρ.1,2,3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών πλοίων, που όφειλε να τηρεί και μάλιστα επιμελώς για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της υπερωριακής απασχόλησης του πληρώματος του πλοίου της. Επιπροσθέτως, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μηνιαίων μισθοδοτικών του καταστάσεων, που αφορούσαν στις ναυτολογήσεις του στο συγκεκριμένο πλοίο, δικαιολογείται, αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής, πείρας δείκτη ανεργίας των ναυτικών, αφετέρου δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του, διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η παραίτηση του εργαζόμενου, ακόμα και με την μορφή άφεσης χρέους των εν λόγω δικαιωμάτων του, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου κατά συνέπεια του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, που επαναφέρεται με την έφεσή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά επί 11 ώρες κατά μέσο όρο στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ορθά τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το αντίστοιχο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των τριών ναυτολόγησεών του στο ανωτέρω πλοίο, απασχολήθηκε καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά ως θαλαμηπόλος, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί τρεις (3) ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η ενδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του επίμαχου χρονικού διαστήματος θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του. Συγκεκριμένα δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη (υπερωριακή) αμοιβή: 1) Για 162 ώρες παροχής τέτοιας εργασίας κατά τις 54 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού διαστήματος της πρώτης ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, ήτοι από 13.2.2017 έως 19.4.2017 (54 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα τον επίδικο χρόνο και τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές) το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.355,94 ευρώ, και για 132 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα 8 Σάββατα και τις 4 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος (12 Σάββατα και αργίες συνολικά επί 11 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ ως ωρομίσθιο του ναυτικού της ειδικότητας αυτής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.325,28 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.681,22 ευρώ. 2) Για 327 ώρες παροχής τέτοιας εργασίας κατά τις 109 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού διαστήματος της δεύτερης ναυτολόγησής του στο πλοίο, ήτοι από 26.5.2017 έως 2.10.2017 (109 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα τον επίδικο χρόνο και τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές) το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.736,99 ευρώ, και για 231 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα 19 Σάββατα και τις 2 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος (21 Σάββατα και αργίες συνολικά επί 11 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ ως ωρομίσθιο του ναυτικού της ειδικότητας αυτής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.319,24 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.056,23 ευρώ. 3) Για 108 ώρες παροχής τέτοιας εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές του χρονικού διαστήματος της τρίτης ναυτολόγησής του στο πλοίο, ήτοι από 24.1.2018 έως 7.3.2018 (36 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα τον επίδικο χρόνο και τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές) το συνολικό χρηματικό ποσό των 922,32 ευρώ και για 77 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα 6 Σάββατα και τη 1 αργία του ιδίου χρονικού διαστήματος (7 Σάββατα και αργίες συνολικά επί 11 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ ως ωρομίσθιο του ναυτικού της ειδικότητας αυτής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) το συνολικό χρηματικό ποσό των 789,25 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.711,57 ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, η τελευταία δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του για την παροχή τέτοιας εργασίας, τον αριθμό των καθημερινών ημερών της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, καθώς και το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του θαλαμηπόλου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία των θαλαμηπόλων κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις. Περαιτέρω, όσον αφορά στη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΕΠ» από 23.5.2018 έως 14.8.2018, λεκτέα τα κάτωθι: Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα τακτικά, κυκλικά, ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν, ενταγμένο στη γραμμή Λαύριο – Καβάλα, της μεγάλης διάρκειας των δρομολογίων αυτών, των ενδιάμεσων λιμένων προσέγγισης σε κάθε δρομολόγιο, τόσο κατά τον πλου προς το λιμένα προορισμού, όσο και κατά τον πλου της επιστροφής προς το λιμένα αφετηρίας, της περιόδου του έτους, κατά την οποία απασχολήθηκε ο ενάγων (θερινή), κατά την οποία η κίνηση είναι εκ των πραγμάτων περισσότερο αυξημένη σε σχέση με τους λοιπούς μήνες, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους, ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της εργασίας του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου (διαθέτει 8 καμπίνες επιβατών, ένα μπαρ και ένα κατάστημα self service και η μεταφορική του ικανότητα ανέρχεται σε 1.294 επιβάτες), του αριθμού των θαλαμηπόλων που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο οποίος κατά τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου μάρτυρα του ενάγοντος, ανερχόταν σε 4-5, ενώ ο μάρτυρας της εναγομένης ουδέν καταθέτει περί των συνθηκών εργασίας του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο, των προσκομιζομένων από την εναγόμενη αρχείων ωρών ανάπαυσης των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2018, στα οποία έχει καταγραφεί ημερήσια εργασία του ενάγοντος διάρκειας 8,5 ωρών και συνεκτιμώνται με τις λοιπές αποδείξεις, με την επισήμανση ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή τους από τον ενάγοντα δε δεσμεύει αποδεικτικά το παρόν Δικαστήριο, αντίθετα δικαιολογείται βάσιμα από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο, αλλά να διατηρήσει την εργασιακή του θέση σε μία παρατεταμένη περίοδο υψηλής ανεργίας στο επάγγελμα των ναυτικών, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό ανερχόταν σε 10 ώρες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο ανωτέρω πλοίο επί 10 ώρες ημερησίως, ορθά τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα/εναγόμενη με το συναφές σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ (του έτους 2018) αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο αυτό από 23.5.2018 έως 14.8.2018 ως ακολούθως: Α. Για 72 καθημερινές και Κυριακές το ποσό των 1.229,76 ευρώ (72 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 1229,76 ευρώ) και β) για 12 Σάββατα των ποσό των 1.230 ευρώ (12 Σάββατα Χ 10 ώρες υπερωρίας την ημέρα Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 1.230 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 2.459,76 ευρώ. Επισημαίνεται ότι και σε σχέση με το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο αυτό οι παραδοχές της εκκαλουμένης, που αφορούν στο ύψος του ωρομισθίου υπερωριών του ανωτέρω κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, και του ωρομισθίου του για παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως διαμορφώνονται με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που έχουν ναυτολογηθεί και εργάζονται με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με βάση τα οποία και υπολογίζονται τα ποσά των αμοιβών τους για υπερωριακή απασχόληση, καθώς και στον αριθμό των καθημερινών, των Σαββάτων, και των Κυριακών του επίμαχου διαστήματος, κατά τις οποίες έγινε δεκτό ότι εργάσθηκε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, δεν πλήττονται από την εναγόμενη με την ένδικη έφεσή της, ει μη μόνον η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο αυτό. Ο ενάγων συνομολογεί ότι έλαβε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των τριών ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ» και της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο της ιδίας με την ονομασία «ΕΠ» ως αμοιβή υπερωριών συνολικά τα ποσά των 1.149,46, 2.490,04, 772,26 και 1.697,19 ευρώ αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να του οφείλονται ανά χρονική περίοδο ναυτολόγησης οι διαφορές και συγκεκριμένα το ποσό των 1.531,76, 2.566,19, 939,31 και 726,57 ευρώ αντίστοιχα, με την επισήμανση ότι το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης επί των καταβληθέντων στον ενάγοντα από την εναγόμενη για την ανωτέρω αιτία ποσών δεν πλήττεται από την τελευταία με την έφεσή της.
Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζεται ότι: «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Εν προκειμένω από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στον ενάγοντα κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του έτους 2017, κατά τους οποίους απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ» και κατά το μήνα Αύγουστο του επόμενου έτους 2018, κατά τον οποίο εργάσθηκε (μέχρι και τις 14/8, όταν και απολύθηκε), με την ίδια ειδικότητα στο έτερο πλοίο της αντιδίκου του με την ονομασία «ΕΠ», δεν του χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες στις προαναφερθείσες Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, και συγκεκριμένα μία (1) για τον καθένα των ως άνω μηνών, που δικαιούτο ως μέλος του πληρώματος των πλοίων αυτών, υπό την έννοια ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων των πλοίων στους λιμένες, όπου κατέπλεαν, να αναχωρεί από τα πλοία και να επιστρέφει σ’αυτά την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο προς ανάπαυση και αναψυχή, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι με το 1/22 του υπό των εφαρμοστέων Συλλογικών Συμβάσεων προβλεπομένου μισθού ενεργείας της ειδικότητάς του. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται ιδίως εκ του ότι δεν προσκομίσθηκε από την εναγόμενη κατά τη συζήτηση της έφεσης αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας των πλοίων της, στο οποίο θα έπρεπε να έχει γίνει ειδική εγγραφή από τον πλοίαρχο εκάστου αναφορικά με τις χορηγηθείσες στον ενάγοντα διανυκτερεύσεις κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση σχετικώς. Σημειωτέον ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίσθηκε όχι μόνον για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι, και κατά τους ανωτέρω μήνες, μεταξύ άλλων, δε χορηγήθηκαν στον ενάγοντα οι προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις και, στη συνέχεια, του επιδίκασε την οφειλόμενη αποζημίωση για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση, (μία για κάθε μήνα) ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, με την επισήμανση ότι το αποδεικτικό συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης επί του κονδυλίου αυτού δεν πλήττεται κατά τα λοιπά με την ένδικη έφεση.
Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίσης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα α) ως αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ» από 13.2.2017 έως 19.4.2017 το ποσό των 210,52 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 891,82 ευρώ, που δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, του ποσού των 681,3 ευρώ, το οποίο εισέπραξε από την αντίδικό του για την ίδια αιτία, β) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του ίδιου έτους για το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο από 26.5.2017 έως 2.10.2017 το ποσό των 292,13 ευρώ, αφού αφαιρεθεί από το ποσό των 1.746,16 ευρώ, το οποίο δικαιούται, το καταβληθέν από την εναγόμενη για την αιτία αυτή ποσό των 1.454,03 ευρώ, γ) ως αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2018 για το χρονικό διάστημα της τρίτης ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο από 24.1.2018 έως 7.3.2018 το ποσό των 90,21 ευρώ, αφού αφαιρεθεί από το ποσό των 478,98 ευρώ, το οποίο δικαιούται, το καταβληθέν από την εναγόμενη για την αιτία αυτή ποσό των 388,77 ευρώ και δ) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2018 για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΕΠ» από 23.5.2018 έως 14.8.2018 το ποσό των 699,82 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 1.040,68 ευρώ, που δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, του ποσού των 340,86 ευρώ, το οποίο εισέπραξε από την αντίδικό του για την ίδια αιτία. Επισημαίνεται ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν τα ανωτέρω οφειλόμενα ποσά των διαφορών των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, που αναλογούν στα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στα πλοία της εναγομένης, συμπεριλαμβάνεται μέσος όρος αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας στα πλοία αυτά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, η οποία προσδιορίζεται με βάση τα ήδη εκτεθέντα αποδεικτικά πορίσματα περί ενδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής του στο πρώτο πλοίο και δεκάωρης στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς και τα προβλεπόμενα στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. Συνεπώς, κατόπιν της απόρριψης ως αβασίμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση της εκκαλουμένης σχετικά με την ημερήσια διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στα πλοία της, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και ο κατά νομική και λογική αναγκαιότητα συναρτώμενος με αυτόν τρίτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της ίδιας απόφασης, που αναφέρεται σε αιτούμενες διαφορές επιδομάτων εορτών, με προβαλλόμενες αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τον προσδιορισμό του ύψους του επιδικασθέντων στον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες ποσών, λόγω του λανθασμένου συνυπολογισμού στο ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και του επιμέρους ποσού, που αφορά στο μέσο όρο της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ενώ κατά τους ισχυρισμούς της δε δικαιούται αυτός τέτοιας αμοιβής, διότι δεν απασχολήθηκε καθ’υπέρβαση του προβλεπομένου στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. ωραρίου του, με αποτέλεσμα διά των καταβολών της οι αντίστοιχες αξιώσεις του, ορθά υπολογιζόμενες, να έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τα λοιπά η εναγόμενη δεν προσβάλλει ειδικά με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από την εκκαλούμενη απόφαση των εν λόγω επιδομάτων, που χωρεί σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις εν προκειμένω εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε., ούτε τις παραδοχές αυτής περί των ληφθέντων από τον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες ποσών.
Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των αυτών ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ.53/2013, ΕφΠειρ.66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ.1/2003 ΕΝαυτΔ 2003/124). Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ» (από 26.5.2017 έως 2.10.2017) το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε 0,64 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως και συνολικά 11,68 δρομολόγια εξπρές, λόγω πρόωρης αναχώρησής του κάθε Τετάρτη στις 23.55 από το λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλεε στις 23.00, δηλαδή προ της παρέλευσης εξαώρου από τον κατάπλου του κατά 5,1 ώρες, για το καθένα εκ των οποίων ο ενάγων, ως μέλος του πληρώματος του πλοίου, δικαιούτο της προβλεπομένης στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ αμοιβής, ίσης με το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και συνολικά δικαιούτο να λάβει το ποσό των 1.562 ευρώ, έναντι του οποίου εισέπραξε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και εργοδότριά του το ποσό των 696,01 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 865,99 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΕΠ» (από 23.5.2018 έως 14.8.2018) το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε 1,59 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως, λόγω πρόωρης αναχώρησής του κάθε Τετάρτη στις 15.00 από το λιμένα του Λαυρίου, όπου κατέπλεε στις 14.00, ήτοι κατά 5 ώρες, και κάθε Πέμπτη στις 23.00 από τον ίδιο λιμένα, όπου κατέπλεε στις 21.00, ήτοι κατά 4 ώρες και συνολικά 18,82 δρομολόγια εξπρές, για το καθένα εκ των οποίων ο ενάγων, ως μέλος του πληρώματος του πλοίου, δικαιούτο της ανωτέρω αμοιβής και συνολικά δικαιούτο να λάβει το ποσό των 2.339,09 ευρώ, έναντι του οποίου εισέπραξε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία το ποσό των 949,62 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.389,47 ευρώ. Επισημαίνεται ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν τα ανωτέρω οφειλόμενα ποσά της αμοιβής του για την εκτέλεση από τα εν λόγω πλοία, όπου ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε, δρομολογίων εξπρές κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτά, συμπεριλαμβάνεται μέσος όρος αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, η οποία προσδιορίζεται με βάση τα ήδη εκτεθέντα αποδεικτικά πορίσματα περί ενδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής του στο πρώτο πλοίο και δεκάωρης στο δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς και (με βάση) τα προβλεπόμενα στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. Συνεπώς, κατόπιν της απόρριψης ως αβασίμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση της εκκαλουμένης, που αφορά στην ημερήσια διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στα πλοία της, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και ο αναγκαστικά συνεχόμενος με αυτόν τέταρτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της ίδιας απόφασης, που αναφέρεται σε αιτούμενες διαφορές της προβλεπομένης στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από τα πλοία αυτά δρομολογίων εξπρές, με προβαλλόμενες αιτιάσεις, οι οποίες συνίστανται ειδικότερα σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τον προσδιορισμό του ύψους του επιδικασθέντων στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία ποσών, λόγω του λανθασμένου συνυπολογισμού στο ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και του επιμέρους ποσού, που αφορά στο μέσο όρο αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ενώ δε δικαιούται τέτοιας αμοιβής, διότε ουδέποτε απασχολήθηκε στα πλοία της καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, με αποτέλεσμα διά των καταβολών της οι αντίστοιχες αξιώσεις του, ορθά υπολογιζόμενες, να έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τα λοιπά η εναγόμενη δεν προσβάλλει ειδικά με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από την εκκαλούμενη απόφαση των ανωτέρω αμοιβών του ενάγοντος, που χωρεί σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις εν προκειμένω εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε., ούτε τις παραδοχές της ιδίας απόφασης περί των καταβληθέντων στον αντίδικό της για την αιτία αυτή ποσών.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημίωσης αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημίωσης) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] των εδώ εφαρμοζόμενων ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και του ΚΙΝΔ, υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που καταβλήθηκαν στο ναυτικό κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, κατά τον οποίο εργάστηκε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις δε αποδοχές αυτές περιλαμβάνεται και το επίδομα άδειας, που, όπως προαναφέρθηκε, καταβάλλεται στο ναυτικό ως συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ», που καταρτίσθηκε στις 26.5.2017, λύθηκε στις 2.10.2017, λόγω διακοπής των εγκεκριμένων ακτοπλοϊκών δρομολογίων του πλοίου ενόψει της υποβολής του σε ετήσια επιθεώρηση, που διήρκεσε πέραν των εξήντα (60) ημερών και συνιστά παροπλισμό του πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να οφείλεται στον ενάγοντα, ο οποίος δεν επαναναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, αλλά μετά την παρέλευση αυτού και συγκεκριμένα στις 24.1.2018 με την ίδια ειδικότητα, αποζημίωση ίση με τις αποδοχές του είκοσι δύο (22) ημερών με βάση τη διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοστέας στην κρινόμενη περίπτωση ΣΣΝΕ, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, η υποβολή του πλοίου στην ετήσια επιθεώρηση προκάλεσε διακοπή των διοικητικώς εγκεκριμένων δρομολογίων του και η (μη αμφισβητούμενη) μη επαναπρόσληψη του ενάγοντος σ’ αυτό εντός 60 ημερών μετά την 2η.10.2017, επέσυρε την εφαρμογή της (ειδικότερης του άρθρου 77 ΚΙΝΔ) διάταξης του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ. Ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο στις 2.10.2017 λόγω της ετήσιας επιθεώρησής του, καθώς και ότι δεν επαναπροσλήφθηκε σ’ αυτό, μολονότι το ζήτησε και, επικαλούμενος τις διατάξεις του ΚΙΝΔ και της ΣΣΝΕ, αιτήθηκε αποζημίωση, ανερχόμενη στις αποδοχές του είκοσι δύο (22) ημερών. Παρόλο που από τη βάση υπολογισμού της κατά τους ισχυρισμούς του οφειλομένης αποζημίωσης καθίσταται σαφές ότι θεμελίωσε την απαίτησή του στη διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προφανώς θεώρησε εν προκειμένω εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, λαμβανομένων υπόψη και όσων παρέθεσε στην προηγηθείσα της εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης απόφασής του και, με την ουσιαστική παραδοχή ότι ο ενάγων απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου, το οποίο για το λόγο αυτό παροπλίσθηκε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών, και δεν επαναπροσλήφθηκε εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, καίτοι το ζήτησε, όπερ βέβαια παραπέμπει σε εφαρμογή του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, επιδίκασε σ’ αυτόν ως αποζημίωσή του το χρηματικό ποσό των 2.186,22 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις τακτικές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυσή του, προφανώς εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ και όχι είκοσι δύο (22) ημερών, ως θα έδει εάν εφαρμοζόταν η ως άνω διάταξη της οικείας ΣΣΝΕ, πλην όμως η σχετική κρίση του δεν προσβάλλεται με έφεση από τον έχοντα έννομο συμφέρον προς τούτο ενάγοντα. Επισημαίνεται ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε το ανωτέρω ποσό της οφειλομένης αποζημίωσής του ορθά συμπεριλήφθηκε μέσος όρος αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, η οποία προσδιορίσθηκε με βάση την ομοίως ορθή παραδοχή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί ενδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι η διακοπή των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης λόγω ετήσιας επιθεώρησής του για χρονικό διάστημα πέραν των 60 ημερών, χωρίς ο ενάγων να επαναπροσληφθεί εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσής του, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας του με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, αν και εσφαλμένα έκρινε ότι το ποσό της οφειλομένης σ’αυτόν αποζημίωσης αντιστοιχεί στις συνολικές τακτικές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών, το οποίο και του επιδίκασε, και όχι είκοσι δύο (22) ημερών, ως θα έδει, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το συναφές σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της, σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων δε δικαιούται αποζημίωσης κατόπιν της αποναυτολόγησής του για το συγκεκριμένο λόγο της διακοπής των δρομολογίων του πλοίου της. καθώς η αργία του πλοίου προς το σκοπό δεξαμενισμού του ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του είναι υποχρεωτική εκ του νόμου, απορριπτομένων ως αβασίμων. Επιπροσθέτως, κατόπιν της απόρριψης ως αβασίμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση της εκκαλουμένης, που αφορά στην ημερήσια διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, απορριπτέο τυγχάνει ως αβάσιμο και το αναγκαστικά συνεχόμενο με αυτόν συναφές σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της, με το οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της ίδιας απόφασης, που αναφέρεται στην αποζημίωση, που δικαιούται ο ενάγων λόγω απόλυσής του κατόπιν διακοπής των δρομολογίων του πλοίου πέραν των εξήντα (60) ημερών, με προβαλλόμενες αιτιάσεις, οι οποίες συνίστανται ειδικότερα σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τον προσδιορισμό του ύψους του επιδικασθέντος στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία ποσού, λόγω του λανθασμένου συνυπολογισμού στο ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και του επιμέρους ποσού, που αφορά στο μέσο όρο της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ενώ δε δικαιούται τέτοιας αμοιβής, διότι ουδέποτε απασχολήθηκε στο πλοίο της καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τα λοιπά η εναγόμενη δεν πλήττει ειδικά με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από την εκκαλούμενη απόφαση του ανωτέρω ποσού της επιδικασθείσας στον ενάγοντα για την αιτία αυτή αποζημίωσης απόλυσης.
Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ.2 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης κάθε μέλους αυτού για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 παρ.3 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού (βλ. ΕφΘεσ 1115/2009 Αρμ 2009.1217, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005.92, ΕφΠειρ 246/2005 ΕΝαυτΔ 2005.452). Σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ.τελευταίο και 76 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’έκαστο μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς καθ’ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ 369/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 434/2013 ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013/220). Τέλος, κατά μεν το άρθρο 62 παρ.1 του ΚΙΝΔ, “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται δια ναυτικού φυλλαδίου”, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολόγησης και η αντίστοιχη της απόλυσης με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31-12-1955, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15/2/26-11-1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως φυλλαδίων ναυτικών κ.λπ.”), κατά δε το άρθρο 105 παρ.2 του ΚΔΝΔ, “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής”. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνον, όμως, αναφορικά με ενέργειες της δημόσιας αρχής (λιμενικής ή προξενικής) ή με γεγονότα, που έλαβαν χώρα ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.ά.. Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται «λόγω αδείας» είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, η οποία καταρτίσθηκε στο λιμένα του Περάματος Αττικής στις 24.1.2018 και σε εκτέλεση της οποίας ο ανωτέρω απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «ΝΡ», λύθηκε στις 7.3.2018, με την απόλυσή του στο λιμένα του Πειραιώς, σύμφωνα μεν με τη σχετική αναγραφή από την οικεία λιμενική αρχή στο ναυτικό του φυλλάδιο «λόγω αδείας μέχρι 22.3.2018», αλλά στην πραγματικότητα εξαιτίας καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, η οποία δε δικαιολογείται από παράπτωμα του ιδίου (του ενάγοντος). Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το ότι στον ενάγοντα δε χορηγήθηκε άδεια κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, όπως συνάγεται από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που αφορούν στο μήνα Μάρτιο του έτους 2018, σύμφωνα με τους οποίους καταβλήθηκε σ’αυτόν ως αναλογούσα αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας το συνολικό χρηματικό ποσό των 321,08 ευρώ μετά του αντιτίμου τροφής, συνολικού ποσού 96,05 ευρώ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ. Σημειωτέον ότι, ως προς την ανωτέρω αναγραφή, το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος δεν έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου, διότι δεν πρόκειται περί βεβαίωσης ενέργειας της δημόσιας αρχής ή περί γεγονότος, που συνέβη ενώπιόν της και, επομένως, είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον διά της προσβολής του εγγράφου ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή η απόλυση του ενάγοντος οφείλεται στην πραγματικότητα σε καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης από τον πλοίαρχο του πλοίου της εναγομένης, για την οποία ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τον ίδιο, παρά την αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι απολύθηκε «λόγω αδείας», ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ανωτέρω με το συναφές σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ.τελευταίο και 76 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, που ισούται με τις τακτικές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την απόλυσή του και εν προκειμένω ανέρχεται στο ποσό των 3.145,58 ευρώ, που υποχρεούται να του καταβάλει η εναγόμενη. Επισημαίνεται ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε τα ανωτέρω ποσό της οφειλομένης αποζημίωσής του ορθά συμπεριλήφθηκε μέσος όρος αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, η οποία προσδιορίσθηκε με βάση το αποδεικτικό πόρισμα περί ενδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο. Επιπροσθέτως, κατόπιν της απόρριψης ως αβασίμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση της εκκαλουμένης, που αφορά στην ημερήσια διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, απορριπτέο τυγχάνει ως αβάσιμο και το αναγκαστικά συνεχόμενο με αυτόν συναφές σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της, με το οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της ίδιας απόφασης, που αναφέρεται στην αποζημίωση, που δικαιούται ο ενάγων λόγω της απόλυσής του κατόπιν μονομερούς και άνευ δικού του παραπτώματος καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης από τον πλοίαρχο του πλοίου, με προβαλλόμενες αιτιάσεις, οι οποίες συνίστανται ειδικότερα σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τον προσδιορισμό του ύψους του επιδικασθέντος στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία ποσού, λόγω του λανθασμένου συνυπολογισμού στο ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και του επιμέρους ποσού, που αφορά στο μέσο όρο της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ενώ, όπως ισχυρίζεται, δε δικαιούται αυτός τέτοιας αμοιβής, διότι ουδέποτε απασχολήθηκε στο πλοίο της καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τα λοιπά η εναγόμενη δεν πλήττει ειδικά με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από την εκκαλούμενη απόφαση του ανωτέρω ποσού της επιδικασθείσας για την αιτία αυτή στον ενάγοντα αποζημίωσης απόλυσης.
Κατά συνέπειαν, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός του, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 4.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/4.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/6.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.963/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 1η .8.2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ