Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 485/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     485/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο παρ. 242 Κ.Πολ.Δ.

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο παρ. 242 Κ.Πολ.Δ. ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 11-12-2017 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/13-12-2017 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 3285/2020 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 17-11-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../17-11-2020 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 31-5-2021 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …../31-5-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος στην Α έφεση – εφεσίβλητου στη Β έφεση, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας στη Β έφεση – εφεσίβλητης στην Α έφεση, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι υπό κρίση: α) από 17-11-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/17-11-2020 έφεση του ……… κατά της εταιρίας «……………» (πρώην «…………..») και β) από 31-5-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ ……/31-5-2021 έφεση της εταιρίας «…………» κατά του …………, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3285/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 11-12-2017 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../13-12-2017 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την παραπάνω από 11-12-2017 αγωγή του, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε κατά το ιστορικό της, χωρίς να μεταβάλλεται η βάση της, με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και εκτιμάται από το Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 12-2-2014 μέχρι τις 2-11-2017 που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «BS1», πλοιοκτησίας της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, αντί του προβλεπόμενου μηνιαίου βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, ωρομισθίου αμοιβής υπερωριακής εργασίας, αποζημίωσης αδείας, επιδομάτων εορτών και λοιπών επιδομάτων από τις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων των ετών 2014 και 2016 που συμφωνήθηκαν εφαρμοστέες κατά τις γενόμενες διακρίσεις και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησής του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά μεν τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1-1-2016 έως 26-1-2016, από 10-3-2016 έως 31-5-2016, από 1-10-2016 έως 29-10-2016, από 23-11-2016 έως 17-12-2016, από 22-1-2017 έως 1-5-2017 και από 1-10-2017 έως 2-11-2017, επί 4 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο πέραν του νόμιμου 8ώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 12 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά δε τα λοιπά επίδικα χρονικά διαστήματα από 1-6-2016 έως 30-9-2016, από 1-6-2017 έως 9-9-2017 και από 16-9-2017 έως 30-9-2017, επί 6 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 14 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να λαμβάνει, με βάση τα προβλεπόμενα από τις συμφωνηθείσες ως ισχύουσες άνω ΣΣΝΕ, ολόκληρη την υπερωριακή αμοιβή του, ολόκληρη την αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2016 και 2017 και  ολόκληρη την αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις κατά τα ίδια έτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος τις έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του και επικουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ.), του αρχικά εξ ολοκλήρου καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του, ποσού 26.588,93 ευρώ, σε εν μέρει αναγνωριστικό, με αναλογικό περιορισμό, κατά ποσοστό ¼, εκάστου  αγωγικού κονδυλίου: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 19.941,70 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες το υπόλοιπο συνολικό ποσό των 6.647,23 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά ειδικότερα παρατίθενται, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της οριστικής απόλυσής του την 2-11-2017, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το κονδύλι για αμοιβή υπερωριακής εργασίας πλέον των 8 ωρών ημερησίως κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, και από την επικουρική βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της Α) για τα χρονικά διαστήματα από 10-3-2016 έως 29-10-2016 και από 23-11-2016 έως 17-12-2016 όσον αφορά τα κονδύλια α) αποζημίωσης για μη παρεχόμενη διανυκτέρευση σε λιμένα, β) αναλογία δώρου Πάσχα, γ) αναλογία δώρου Χριστουγέννων και δ) αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα και της αργίες και Β) για το χρονικό διάστημα από 16-9-2017 έως 2-11-2017 όσον αφορά τα κονδύλια α) αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης έως 8 ωρών κατά τα Σάββατα και της αργίες, β) αποζημίωσης για μη παρεχόμενη διανυκτέρευση σε λιμένα και γ) αναλογία δώρου Χριστουγέννων και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 1.764,18 ευρώ, εκ του οποίου κήρυξε προσωρινά εκτελεστό το ποσό των 500,00 ευρώ, ενώ αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες επιπλέον ποσό 588,06 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική παραδοχή και απόρριψή της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 500,00 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του. Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (Α.Π. 1611/2008, Α.Π. 187/2006, Εφ.Πειρ. 303/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (Α.Π. 365/2005, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 147/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, παρ. 60, σ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, Δ’ έκδοση, σ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Ομοίως, επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσον όρο το σύνολο των ημερών αυτών που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της ημερήσιας εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακά (Α.Π. 534/2014, Α.Π.  2011/2013, Α.Π. 1468/2012, Δ. Ζερδελής, Εργατ. Δίκαιο – Ατομ. Εργ. Σχέσεις, έκδ. 2015, σ. 852),  οι οποίες είναι δυνατόν να προσδιορίζονται και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή τον μήνα (Α.Π. 1003/2018, 132/2015, Α.Π. 1977/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 496/2015, Εφ.Πειρ. 994/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 550/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά www.efeteio.peir.gr, Εφ.Πειρ. 33/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων η ανωτέρω αγωγή, η οποία αναφέρει ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ακτοπλοϊκό Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BS1», κ.ο.χ. 16.390,82, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, ως χυτροκαθαριστής, αντί μηνιαίου βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, ωρομισθίου αμοιβής υπερωριακής εργασίας, αποζημίωσης αδείας, επιδομάτων εορτών και λοιπών επιδομάτων που προβλέπονταν από τις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων των ετών 2014 και 2016 που συμφωνήθηκαν εφαρμοστέες κατά τις γενόμενες διακρίσεις και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητάς του, απασχολούμενος πέραν του νόμιμου οκταώρου, κατά μεν τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2016 έως 26-1-2016, από 10-3-2016 έως 31-5-2016, από 1-10-2016 έως 29-10-2016, από 23-11-2016 έως 17-12-2016, από 22-1-2017 έως 1-5-2017 και από 1-10-2017 έως 2-11-2017, επί 4 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 12 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά δε τα λοιπά χρονικά διαστήματα από 1-6-2016 έως 30-9-2016, 1-6-2017 έως 9-9-2017 και από 16-9-2017 έως 30-9-2017 επί 6 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 14 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές αμοιβής από υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής κατά το σχετικό κονδύλι, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, ενώ δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της ως προς το κονδύλι αυτό, η παράθεση του ωρολογίου προγράμματος δρομολογίων του πλοίου ούτε του ημερήσιου ωραρίου εργασίας του ενάγοντος ούτε των ειδικότερων εργασιών με την εκτέλεση των οποίων ήταν επιφορτισμένος  (περί των γενικών καθηκόντων των χυτροκαθαριστών βλ. άρθρο 126 Β.Δ. 683/1960 «Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας επί Ελληνικών Επιβατηγών Πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ.»), αφού αυτά είναι ζητήματα απόδειξης και όχι ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι το κονδύλι αυτό είναι αόριστο και το απέρριψε εκ του λόγου αυτού ως απαράδεκτο κατά παραδοχή και της σχετικής ένστασης της εναγόμενης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 216 Κ.Πολ.Δ. και 648 Α.Κ. Πρέπει, συνεπώς, αφού γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της Α έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξή της με την οποία κρίθηκε απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το άνω κονδύλι, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο ως προς το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής και να εξεταστεί αυτό για να κριθεί εάν είναι βάσιμο και κατ’ ουσία.

IV.A. Με τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, καθιερώνεται απαγόρευση της δικονομικής αναδρομής του νεότερου ουσιαστικού νόμου, συνεπαγόμενη αδυναμία ανατροπής ή μεταρρύθμισης, για το λόγο αυτό, του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης κατά την έκκλητη δίκη, πριν την για άλλο λόγο εξαφάνιση αυτής και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο (Α.Π. 724/2017, Α.Π. 526/2016, Α.Π. 2105/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ορθότητα της νομικής υπαγωγής της εκκαλουμένης καταρχήν δεν ελέγχεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βάση τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν μετά την έκδοσή της [Α.- Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2013, (2), αριθ. 472, σ. 213, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, όμως, όταν ο νεότερος νόμος είναι γνήσια ερμηνευτικός, όταν αίρει δηλαδή τις διαφωνίες για την αληθή έννοια του ερμηνευόμενου νόμου, που προέκυψαν στη νομική επιστήμη ή στα δικαστήρια εξαιτίας της ασάφειάς του (Ολ.Α.Π. 22/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και για το λόγο αυτό η ισχύς του (ερμηνευτικού νόμου) ανατρέχει στο χρόνο έναρξης της ισχύος της ερμηνευόμενης διάταξης (Ολ.Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1191/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται αυτοδίκαια και πριν ακόμη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από το εφετείο, το οποίο άλλως, αν δηλαδή, ως οφείλει, ελέγξει και διαπιστώσει ότι η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει (Α.Π. 448/2014, Α.Π. 1908/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), υποχρεούται να μην τον εφαρμόσει αναδρομικά, αφού ο ψευδοερμηνευτικός νόμος δεν θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου και η ισχύς του άρχεται από την δημοσίευσή του κατ’ άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος [Ολ.Α.Π. 29/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση (2016), τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αριθ. 31, σ. 116, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα (Μ. Μαργαρίτης), Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, Ι, 2000, υπ’ άρθρο 533, αριθ. 7, σ. 959, Κ. Οικονόμου, στο με την επιμέλεια του ιδίου συλλογικό έργο, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, 2017, υπ’ άρθρο 533, αριθ. 9, σ. 326 – 328].

IV.B. Εξάλλου, το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητά, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (Εφ.Πειρ. 739/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (Φ.Ε.Κ. Α’ 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας [Α.Π. 87/2000, ΕλλΔνη 2000, 967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε Ε.Ε.Δ. 449 επομ. (453), βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αριθ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αριθ. 010, σ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 1876/1990]. Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη ΣΣΝΕ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφ. α’ του ΑΝ. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας (ΥΕΝ) και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (Α.Π. 1905/1987, Α.Π. 1263/1987, Α.Π. 1267/1987, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (Α.Π. 1702/1991, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υ.Ε.Ν, με απόφασή του που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 Α.Κ, μόνο για το μέλλον [Εφ.Πειρ. 376/2017, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, Δ.Ε.Ε. 2008, 444 επομ. (447)]. Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (Εφ.Πειρ. 498/2008, Ε.Ν.Δ. 2008, 281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο κατάρτισής της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, παρ. 30, ΙΙΙ 1, σ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 Α.Κ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 Α.Κ. τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 και Α.Π. 43/2017, Α.Π. 453/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σ. 284, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σ. 683, Δ. Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, παρ. 14, σ. 195, Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αριθ. 263, σ. 162). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944 παρεχόμενη στον Υ.Ε.Ν. νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (Εφ.Πειρ. 285/2015, Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 591/2014, Εφ.Πειρ. 842/2014, Εφ.Πειρ. 12/2011. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ.  1, επιτρέποντας το μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον έγκυρα δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτή (Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 376/2016, Εφ.Πειρ. 719/2014, Εφ.Πειρ. 1132/2005, Εφ.Πειρ. 457/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε προσφάτως το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 3276/1944 (Α’ 24, αναδημ. Α’ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή / και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφ. α’ του Α.Ν. 3276/1944 και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το εφετείο χωρίς τους περιορισμούς από την παρ. 2 του άρθρου 533 Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (Α.Π. 1107/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, ό.π.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (Α.Π. 692/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 1150/2017, Α.Π. 51/2017, Α.Π. 228/2014, Α.Π. 251/2012, Α.Π. 1494/2010, Α.Π. 637/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (Α.Π. 773/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (Α.Π. 256/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αριθ. 124, σ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 874/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 567/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (Α.Π. 277/2009, ΑΠ 860/2010, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αριθ. 1050α, σ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (Α.Π. 515/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως (και) το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (Εφ.Πειρ. 160/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (Εφ.Πειρ. 740/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (Α.Π. 1385/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 205/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr).

IV.Γ. Κατά την έννοια των άρθρων 680 παρ. 3 Α.Κ. και 7 του Ν. 1876/1990, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες από την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (Α.Π. 1934/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (Α.Π. 516/2017, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 Α.Κ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 361/2013, Εφ.Πειρ 391/2009, Εφ.Πειρ. 429/2008, Εφ.Πειρ. 30/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, παρ. 9, σ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (Εφ.Πειρ. 568/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, ό.α, Α.Π. 225/2002, ό.α, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 50/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 322/2015, Εφ.Πειρ. 221/2015, Εφ.Πειρ. 647/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, υπ’ άρθρο, 60, σ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1700/1998, Εφ.Πειρ. 212/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α.).

V. Από τις υπ’ αριθ. ……/19-9-2018 και ……/19-9-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …../14-9-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και την υπ’ αριθ. …../19-9-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …../19-9-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσης του κάθε μάρτυρα [χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνεται παντάπασιν υπόψη η υπ’ αριθ. …../17-2-2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος χωρίς η εναγόμενη να παρίσταται, καθόσον, ναι μεν για την κλήτευσή της ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ αριθ. …../14-2-2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, πλην όμως η άνω ένορκη βεβαίωση δόθηκε σε άλλη ώρα από την ορισθείσα ώρα έναρξης αυτής για την οποία κλήτευσε την αντίδικό του, ήτοι, ενώ η εναγόμενη κλήθηκε για την 17-2-2022 και ώρα 9:00 πμ, από την άνω ένορκη βεβαίωση προκύπτει ότι αυτή δόθηκε την 17-2-2022 και ώρα 9.00 μμ, χωρίς να γίνεται μνεία στην ένορκη βεβαίωση αυτή εάν είχε εμφιλοχωρήσει άλλη υπηρεσιακή απασχόληση της Ειρηνοδίκη ή λόγοι προσωρινής αντικειμενικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων της και συνεπώς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται και η εναγόμενη, δεν αποτελεί νόμιμο, κατά την έννοια του νόμου, αποδεικτικό μέσο (π.ρ.β.λ. Ολ.Α.Π. 20/2002, Α.Π. 11502007, Α.Π. 1709/2005, Εφ.Θεσ. 22572019, αδημ, Εφ.Πειρ. 46/2016, Εφ.Δυτ.Μακ. 106/2013, Εφ.Δωδ. 10/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα εάν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (Α.Π. 426/2021, Α.Π. 1628/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) [στα οποία περιλαμβάνονται και ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2007, …./2007, …./2008, …./2008, …./2008, …/2008, …./2015, …/2015 και …./2015 που προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη, οι οποίες χορηγήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενες δίκες και δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη (Α.Π. 897/2014, Α.Π. 1512/2014, Α.Π. 567/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) αλλά αξιολογούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [Α.Π. 515/2017, Α.Π. 254/2013, Α.Π. 554/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Πετρόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, ΕλλΔνη 2007, 38 επομ. (46)] έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει (Α.Π. 736/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], σε συνδυασμό και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδάφ. β’, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Την 28-1-2015, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ της εναγομένης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου «BS1», νηολογίου Πειραιά, με αριθ. ….., κ.ο.χ. 16.390,82 κόρων, και του ενάγοντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή στο άνω πλοίο, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 26-1-2016, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας. Κατόπιν, στις 10-3-2016, δυνάμει αντίστοιχης έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 29-10-2016, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. Ακολούθως, δυνάμει αντίστοιχης έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο στον Πειραιά στις 23-11-2016 και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 17-12-2016, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Στη συνέχεια, δυνάμει αντίστοιχης έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στις 22-1-2017 στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 9-9-2017, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας. Τέλος, στις 16-9-2017, δυνάμει αντίστοιχης έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε μέχρι τις 2-11-2017, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε κατά την πρώτη άνω ναυτολόγησή του στις 26-2-2016 αντί της 26-1-2016, κατά την τρίτη άνω ναυτολόγησή του στις 17-1-2017 αντί της 17-12-2016 και κατά την πέμπτη άνω ναυτολόγησή του στις 2-12-2017 αντί της 2-11-2017, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου της Β έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που δέχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε κατά τις άνω εσφαλμένες ημερομηνίες και να γίνει δεκτό ότι αυτός απολύθηκε κατά τις ορθές ημερομηνίες που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε να αμείβεται αυτός με κλειστό μισθό, ανερχόμενο στο ποσό των 2.084,74 ευρώ κατά τις τέσσερις πρώτες άνω ναυτολογήσεις του και στο ποσό των 2.110,92 ευρώ κατά την τελευταία άνω ναυτολόγησή του, στον οποίο ορίστηκε να συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας και «όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο, η οποία συμφωνήθηκε να είναι αυτή των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, χωρίς προσδιορισμό του έτους αυτής. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι κατά την πρώτη άνω ναυτολόγηση του ενάγοντος (για την οποία εν προκειμένω επίδικο είναι μόνο το καταληκτικό της διάστημα από 1-1-2016 έως 26-1-2016), είχε λήξει η διάρκεια της από 8-4-2014 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β’ 1664/24-6-2014), η οποία (ΣΣΝΕ 2014) κατά τα άρθρα 39 αυτής και 2 της κυρωτικής της υπουργικής απόφασης ίσχυσε μέχρι την 31η-12-2014. Ενόψει όμως του ότι, μέχρι τη λύση της στις 26-1-2016 της άνω ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του δεν είχε συναφθεί η διάδοχη ΣΣΝΕ [και δη η από 16-6-2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β’ 2796/5-96-2016)], καθώς και του ότι, με την άνω ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέα για τις εργασιακές σχέσεις του η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, χωρίς προσδιορισμό του έτους αυτής, εφαρμοστέα τυγχάνει για την επίδικη άνω χρονική περίοδο ναυτολόγησής του, με βάση όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω IV.B. νομική σκέψη, η τελευταία ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που ήταν αυτή του έτους 2014. Οι όροι της ΣΣΝΕ αυτής που ίσχυε προηγουμένως είχαν καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, αφού διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η συμφωνία για κλειστό μισθό του με ετεροκαθοριζόμενο ελάχιστο όριο αποδοχών, όπως εν προκειμένω εκείνο που καθορίστηκε συλλογικά με τη λήξασα ΣΣΝΕ και επιβεβαιώνεται από το κείμενο της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του, στην οποία ρητά προβλέπεται ότι «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας». Επιπλέον, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι  με την άνω ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη «Μισθός» αναγράφονται τα αλφαβητικά στοιχεία «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Ως ισχύουσα ΣΣΝΕ τα μέρη εννόησαν την τελευταία έως τότε ισχύσασα συλλογική σύμβαση (του έτους 2014), όπως συνάγεται και από το περιεχόμενο των εγγράφων αποδείξεων πληρωμής της μηνιαίας μισθοδοσίας του, τις οποίες εξέδωσε η εναγόμενη κατά την χρονική περίοδο της πρώτης του ναυτολόγησης, από τις οποίες προκύπτει ότι το ύψος του καταβαλλόμενου μισθού ενέργειας του, όπως και των επιδομάτων Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό που προέβλεπε αντιστοίχως η ΣΣΝΕ του έτους 2014, που εξακολούθησε έτσι να εφαρμόζεται, παρά τη λήξη της ισχύος της και να αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια για τα μέρη, με γενεσιουργό αίτιο τη σύμπτωση της ιδιωτικής τους βούλησης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω IV.Β νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι για το επίδικο άνω χρονικό διάστημα δεν τυγχάνει εφαρμοστέα η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, επειδή η ισχύς της έληξε στις 31-12-2014 και δεν επεκτάθηκε με διμερή συμφωνία των διαδίκων, με συνέπεια ισχύει η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για κλειστό μισθό, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα, οι απαιτήσεις που απορρίφθηκαν αιτία είχαν μεν την από 28-1-2015 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, οι όροι της οποίας, όμως, εγκύρως με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ενσωμάτωναν τις ρυθμίσεις της ΣΣΝΕ του έτους 2014, παρότι αυτή είχε ήδη λήξει. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της Α έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου ως προς αυτό να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, κατά τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος από 10-3-2016 έως 29-10-2016, είχε λήξει από 31-12-2014 η διάρκεια της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Διαρκούσης, δε, της άνω ναυτολόγησής του, συνήφθη για την ίδια κατηγορία πλοίων η διάδοχη από 16-6-2016 ΣΣΝΕ για το έτος 2016, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/23-8-2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β’ 2796/5-9-2016), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν κανονιστικώς και τους διαδίκους μετά την άνω κύρωσή της, ήτοι για το διάστημα από 5-9-2016 έως 29-10-2016. Για το προηγούμενο  όμως διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι από 10-3-2016 έως 4-9-2016, η άνω ΣΣΝΕ του έτους 2016 δεν δύναται να έχει εφαρμογή, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και η εναγόμενη ήταν μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά την υπογραφή της, ούτε ότι συμφώνησαν αυτοί την αναδρομική εφαρμογή της από 1-1-2016. Μετά ταύτα, με βάση όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω IV.B. νομική σκέψη, για το διάστημα από 10-3-2016 έως και 4-9-2016 εφαρμοστέα είναι η τελευταία ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, ήτοι αυτή του έτους 2014, με βάση τις κανονιστικές ρυθμίσεις της οποίας υπολογίζονταν άλλωστε οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (μισθός ενεργείας, ωρομίσθιο, επιδόματα, κ.λ.π.) στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και κατά το επίδικο άνω χρονικό διάστημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 έχει αναδρομικά εφαρμογή και για το επίδικο χρονικό διάστημα από 10-3-2016 έως και 4-9-2016, επειδή η από 10-3-2016 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος ήταν ενεργή κατά το χρόνο κύρωσης της άνω ΣΣΝΕ, χωρίς ο ενάγων να έχει επικαλεστεί και αποδείξει ότι αυτός και η εναγόμενη ήταν εγγεγραμμένα μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά την υπογραφή της άνω ΣΣΝΕ (γεγονός που η εναγόμενη αμφισβητεί) ή ότι υπήρξε συμφωνία του με την εναγόμενη για αναδρομική ισχύ της ΣΣΝΕ έτους 2016 και κατά το άνω χρονικό διάστημα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου της Β έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου και ως προς αυτό να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, κατά την τρίτη άνω ναυτολόγηση του ενάγοντος από 23-11-2016 έως 17-12-2016, εφαρμοστέα ήταν η ισχύουσα άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, όπως έκρινε η εκκαλουμένη και συνομολογείται από τους διαδίκους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά την τέταρτη άνω ναυτολόγηση του ενάγοντος από 22-1-2017 έως 9-9-2017, είχε λήξει η διάρκεια της άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, η οποία, κατά τα άρθρα 39 αυτής και 2 της άνω κυρωτικής της υπουργικής απόφασης, ίσχυσε μέχρι την 31η-12-2016. Ενόψει όμως του ότι, μέχρι τη λύση της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος στις 9-9-2016 δεν είχε συναφθεί η διάδοχη ΣΣΝΕ [και δη η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-11-2017)], καθώς και του ότι με την από 22-1-2017 ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέα για τις εργασιακές σχέσεις του η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό αυτής, εφαρμοστέα τυγχάνει για την επίδικη άνω χρονική περίοδο ναυτολόγησής του, με βάση όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω IV.B. νομική σκέψη, η τελευταία ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που ήταν αυτή του έτους 2016, με βάση τις κανονιστικές ρυθμίσεις της οποίας υπολογίζονταν άλλωστε κατά την επίδικη άνω χρονική περίοδο οι μηνιαίες αποδοχές του (μισθός ενεργείας, ωρομίσθιο, επιδόματα, κ.λ.π.), όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του που εξέδωσε η εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι για το επίδικο άνω χρονικό διάστημα από 22-1-2017 έως 9-9-2017 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 και ότι, ως προς τις αποδοχές του ενάγοντος, ισχύει αποκλειστικά η συμφωνία του με την εναγόμενη  για «κλειστό» μισθό του, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού πρώτου  λόγου της Α έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου και ως προς αυτό να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο. Τέλος, αποδείχθηκε ότι, κατά την πέμπτη άνω ναυτολόγηση του ενάγοντος από 16-9-2017 έως 2-11-2017, είχε λήξει η διάρκεια της άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ίσχυσε μέχρι την 31η-12-2016. Ενόψει, όμως, του ότι, μέχρι τη λύση της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος στις 2-11-2017 δεν είχε τεθεί σε ισχύ η διάδοχη ΣΣΝΕ [και δη η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-11-2017)], καθώς και του ότι με την από 16-9-2017 ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέα για τις εργασιακές σχέσεις του η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό αυτής, εφαρμοστέα τυγχάνει, με βάση όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω IV.B. νομική σκέψη, για την επίδικη άνω χρονική περίοδο ναυτολόγησής του, η τελευταία ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που ήταν αυτή του έτους 2016, με βάση τις κανονιστικές ρυθμίσεις της οποίας υπολογίζονταν άλλωστε κατά την επίδικη χρονική περίοδο αυτή οι μηνιαίες αποδοχές του (μισθός ενεργείας, ωρομίσθιο, επιδόματα, κ.λ.π.), όπως προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του που εξέδωσε η εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι για το επίδικο άνω χρονικό διάστημα από 16-9-2017 έως 2-11-2017 τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 (ΦΕΚ 4005/17-11-2017) και όχι η αντίστοιχη του έτους 2016, την οποία ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή του, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Μετά ταύτα, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού πρώτου  λόγου της Α έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου και ως προς αυτό να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο.

VI. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των άνω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2014 και 2016 (των οποίων, σημειωτέον, οι ρυθμίσεις ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών είναι ταυτόσημες), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας τους εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 626/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 630/2014, Εφ.Πειρ. 735/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 εδάφ. β’ και γ’ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους / 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2). Κατά τις ίδιες ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 παρ. 13, 10 παρ. 4, 13 και 15 παρ. 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του χυτροκαθαριστή ορίστηκε σε 928,36 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε 204,24 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε 19,21 ευρώ την ημέρα, δηλαδή σε 576,30 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 35,22 ευρώ και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας  σε 353,46 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών), το δε ωρομίσθιο του χυτροκαθαριστή καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των 5,37 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 6,71 ευρώ και 8,06 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, τακτικές και πάγιες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούταν ο ενάγων κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολογήσεών του στο άνω πλοίο, με βάσει τις εφαρμοστέες άνω ΣΣΝΕ και μετά και από συνυπολογισμό και του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής που, ως δεν αμφισβητείται, του καταβάλλονταν πάγια υπό τη μορφή συμβατικού επιδόματος Σαββάτου (279,41 ευρώ) και αργιών (85,97 ευρώ), ανέρχονταν σε 2.462,96 ευρώ (928,36 + 204,24 + 576,30 + 35,22 + 353,46 + 279,41 + 85,97), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπερέβαινε τον εκάστοτε άνω συμβατικό «κλειστό» μισθό του. Σημειωτέον ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος δεν συγκαταλέγεται το επίδομα ιματισμού, λόγω του ότι αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, αποτελεί δε μέσο προς εκτέλεση της υπηρεσίας του ναυτικού που δικαιολογείται από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες κάτω από τις οποίες παρέχεται η ναυτική εργασία και δεν αποσκοπεί στο να προσπορίσει οικονομικό όφελος στο ναυτικό (Α.Π. 774/2003, Ε.Εργ.Δ. 2005, 237, Α.Π. 226/2003, Ε.Εργ.Δ. 2004, 790, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 85/2015, Εφ.Πειρ. 180/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387), καθώς και λόγω της πρόδηλης παροχής σε είδος αυτού (ιματισμού), που δεν αμφισβητείται, άλλωστε, από τον ενάγοντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που συνυπολόγισε το επίδομα αυτό στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πέμπτου λόγου της Β έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της αυτό. Αντίθετα, στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος συγκαταλέγονται η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας με το αντίτιμο τροφής (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 71/2014, Εφ.Πειρ. 506/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 205/2019, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά efeteio-peir.gr) και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου έφεσης της εναγόμενης, κατά το σχετικό μέρος του.

VII. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «BS1» έχει μεταφορική ικανότητα 1400 επιβατών το χειμώνα και 1890 επιβατών το καλοκαίρι και ότι στην υπηρεσία μαγειρείου αυτού απασχολούνταν τρεις χυτροκαθαριστές κατά τις επίδικες θερινές περιόδους από 1-6-2016 έως 30-9-2016, από 1-6-2017 έως 9-9-2017 και από 16-9-2017 έως 30-9-2017, οι οποίοι περιορίζονταν σε δυο κατά τις επίδικες χειμερινές περιόδους από 1-1-2016 έως 26-1-2016, από 10-3-2016 έως 31-5-2016, από 1-10-2016 έως 29-10-2016, από 23-11-2016 έως 17-12-2016, από 22-1-2017 έως 1-5-2017 και από 1-10-2017 έως 2-11-2017. Από τους προσαγόμενους πίνακες δρομολογίων της εναγόμενης αποδεικνύεται ότι κατά τις επίδικες άνω χρονικές περιόδους το άνω πλοίο ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη. Ειδικότερα, από 1-1-2016 έως 26-1-2016, από 10-3-2016 έως 12-6-2016, από 7-9-2016 έως 29-10-2016, από 23-11-2016 έως 18-12-2016, από 22-1-2017 έως 7-3-2017, από 3-4-2017 έως 11-6-2017, από 6-9-2017 έως 2-11-2017 εκτελούσε τρία κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα ως εξής: Είχε αναχώρηση κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20.00 για Χίο (5.00 της επομένης) και Μυτιλήνη (7.55 της επομένης). Από Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20.00 κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή αντίστοιχα για Χίο (23.10) και Πειραιά, όπου έφτανε στις 7.55 της Τρίτης και στις 6.55 της Πέμπτης και του Σαββάτου αντίστοιχα. Μία φορά την εβδομάδα στο δρομολόγιο της Παρασκευής το πλοίο προσέγγιζε ενδιαμέσως στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Από 13-6-2016 έως 6-9-2016 το πλοίο είχε αναχώρηση από Πειραιά κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00 για Χίο και Μυτιλήνη, όπου έφτανε το πρωί της επομένης. Από Μυτιλήνη είχε αναχώρηση κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 20.00 και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.00 για Χίο και Πειραιά, όπου έφτανε την επομένη. Μία φορά την εβδομάδα στο δρομολόγιο της Παρασκευής προσέγγιζε στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Από 20-7-2016 έως 6-9-2016 το πλοίο έκανε μία επιπλέον προσέγγιση στη Μύκονο. Από 25-6-2016 έως 6-9-2016 το πλοίο έκανε κάθε Τρίτη ένα επιπλέον δρομολόγιο στη γραμμή Πειραιάς – Σύρος – Τήνος – Μύκονος ως εξής (τα δρομολόγια της γραμμής αυτής τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας εκτελούνταν από άλλα πλοία και συγκεκριμένα από το BSN και το BS2): Κάθε Τρίτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 7.30, άφιξη στη Σύρο στις 11.00 και στη Μύκονο στις 12.10, από όπου αναχωρούσε αυθημερόν στις 13.45 για Σύρο (15.00) και Πειραιά, όπου έφτανε στις 18.30 της ίδιας ημέρας. Από 8-3-2017 έως 2-4-2017 το πλοίο εκτελούσε δύο κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα στη γραμμή Πειραιάς – Χίος-Μυτιλήνη ως εξής: είχε αναχώρηση από Πειραιά κάθε Τρίτη και Κυριακή στις 20.00 για Χίο (5.00) και Μυτιλήνη (7.55), από όπου αναχωρούσε κάθε Τετάρτη και Δευτέρα στις 20.00 για Χίο (23.10) και Πειραιά (7.55). Στο ταξίδι της επιστροφής της Δευτέρας από Μυτιλήνη προς Πειραιά έπιανε ενδιαμέσως σε Οινούσσες (23.59 της Δευτέρας) και Ψαρά (2.05). Το τρίτο δρομολόγιο της εβδομάδας εκτελούνταν από έτερο πλοίο της εναγόμενης και συγκεκριμένο το BS2. Από 12-6-2017 έως 5-9-2017 το πλοίο είχε αναχώρηση από Πειραιά κάθε Τρίτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00 και κάθε Πέμπτη στις 20.00 για Χίο και Μυτιλήνη όπου έφτανε το πρωί της επομένης. Από Μυτιλήνη είχε αναχώρηση κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 20.00 και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 8.45 για Χίο και Πειραιά. Μία φορά την εβδομάδα το πλοίο προσέγγιζε στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Αποδεικνύεται όμως ότι το άνω πλοίο δεν εκτέλεσε 28 από τα άνω δρομολόγια και δη στις 1-1-2016 και 20-1-2016 (απεργία ΠΝΟ), 21-1-2016 (απεργία ΠΝΟ), 29-4-2016, 1-5-2016 (Κυριακή Πάσχα), 6-5-2016 (απεργία ΠΝΟ), 8-5-2016 (απεργία ΠΝΟ), 9-5-2016 (απεργία ΠΝΟ), 22-9-2016 (απεργία ΠΝΟ), 23-9-2016 (απεργία ΠΝΟ), 28-10-2016, 30-11-2016 (απαγορευτικό), 2-12-2016, 3-12-2016, 4-12-2016, 5-12-2016, 6-12-2016, 7-12-2016, 8-12-2016 και 9-12-2016 (από 2-12 έως 9-12-2016 λόγω απεργίας ΠΝΟ), 6-2-2017 (απαγορευτικό), 13-2-2017 (απαγορευτικό), 14-4-2017, 16-4-2017 (Κυριακή Πάσχα), 16-5-2017, 17-5-2017, 18-5-2017 και 19-5-2017 (από 16-5 έως 19-5-2017 απεργία ΠΝΟ), καθώς και ότι βρισκόταν σε ακινησία από 30-10-2016 έως 26-11-2016 (ήτοι επί 4 ημέρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν έλαβε υπόψη του τα άνω ανεκτέλεστα δρομολόγια του πλοίου και την άνω περίοδο ακινησίας του, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού τρίτου λόγου της Β έφεσης, κατά το σχετικό μέρος του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της και να γίνει δεκτό ότι δεν εκτελέστηκαν τα άνω δρομολόγια και ότι υπήρξε η άνω περίοδος ακινησίας του πλοίου, κατά τον υπολογισμό των αιτούμενων κονδυλίων.

VIII.i. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τις επίδικες άνω χειμερινές περιόδους ναυτολόγησής του εργαζόταν κατά μέσον όρο επί 4 ώρες ημερησίως και ότι, κατά τις επίδικες άνω θερινές περιόδους ναυτολόγησής του εργαζόταν κατά μέσον όρο επί 6 ώρες ημερησίως. Η εναγόμενη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις 8 ώρες ημερησίως. Τις απόψεις του ο ενάγων επιχειρεί να ενισχύσει με τις ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ………., θαλαμηπόλων στο άνω πλοίο, οι οποίοι υπερθεματίζουν καταθέτοντας ότι ο ενάγων εργαζόταν, κατά μεν τη χειμερινή περίοδο που οι χυτροκαθαριστές ήταν δυο λόγω μειωμένης σύνθεσης, το λιγότερο επί 4 ώρες κατά μέσον όρο ημερησίως πάνω από το 8ωρο τόσο τις καθημερινές όσο και τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες επί 12 ώρες τουλάχιστον, κατά δε τη θερινή περίοδο που οι χυτροκαθαριστές ήταν τρεις, αλλά υπήρχε αυξημένη κίνηση, το λιγότερο επί 6 ώρες κατά μέσον όρο ημερησίως πάνω από το 8ωρο, τόσο τις καθημερινές όσο και τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες επί 14 ώρες τουλάχιστον, καθώς και ότι αυτός, ο οποίος εργαζόταν στα μαγειρεία, όπου βοηθούσε τους μαγείρους για την προετοιμασία των γευμάτων για το πλήρωμα και τους επιβάτες, μετά το κλείσιμο της τραπεζαρίας απασχολούνταν ακόμα μια ώρα το λιγότερο στη λάντζα για το πλύσιμο των σκευών και στον καθαρισμό του μαγειρείου. Όμως, οι μαρτυρίες αυτές δεν κρίνονται πειστικές, διότι είναι γενικόλογες και δεν πηγάζουν από άμεση γνώση των ειδικότερων καθηκόντων και των συγκεκριμένων ωρών εργασίας του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση αντικρούονται εμπεριστατωμένα και πειστικά από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ανταπόδειξης …………, Αρχιμάγειρα – Προϊσταμένου του προσωπικού μαγειρείου του ιδίου πλοίου κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ο οποίος, έχοντας εκ της θέσης του άμεση γνώση για το ωράριο εργασίας του ενάγοντος και τις ειδικότερες εργασίες που αυτός εκτελούσε, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «…τα δρομολόγια του BS1 κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα κατατάσσονταν στα πιο εύκολα της ακτοπλοΐας, γιατί δεν είχαν πολλά ενδιάμεσα λιμάνια ούτε δρομολόγια άγονης γραμμής…, το γεγονός ότι το πλοίο ταξίδευε κυρίως τις νυχτερινές ώρες ευνοούσε την επιστασία του μαγειρείου, επειδή τις νυχτερινές ώρες τα εστιατόρια ήταν κλειστά και το προσωπικό είχε 7-8 ώρες σερί για ξεκούραση και ύπνο…., οι χυτροκαθαριστές είχαν καθήκοντα βοηθητικής φύσης στην κεντρική κουζίνα και δεν συμμετείχαν στην παρασκευή του φαγητού καθαυτή για τα τρία εστιατόρια (το α λα καρτ, το σελφ σέρβις, που είχε και το παρασκευαστήριο των ……….. και την τραπεζαρία πληρώματος),  έκαναν μόνο καθαριότητα σκευών και επιφανειών κουζίνας και μαζί με τους μάγειρες το πρωί και το απόγευμα εσωτερική μεταφορά τροφίμων από την τροφοαποθήκη στην απέναντι κουζίνα και πέταγμα των σκουπιδιών και όχι παραλαβή των τροφοεφοδίων από τους προμηθευτές, ούτε μεταφορά τροφίμων απ’ έξω στην τροφοαποθήκη, εργασία που εκτελούσε ο φροντιστής του πλοίου και οι βοηθοί του.., οι χυτροκαθαριστές δεν είχαν καμία ανάμιξη με τα μπαρ του πλοίου, με τα οποία ασχολούνταν η επιστασία ενδιαιτημάτων, το α λα καρτ εστιατόριο του πλοίου ήταν ανοιχτό από 19.30 έως 22.30 από Πειραιά προς Μυτιλήνη και από 19.30 έως 22.30 από Μυτιλήνη προς Πειραιά.., το σελφ σέρβις με το παρασκευαστήριο των ……….. ήταν ανοιχτό από 19.00 έως 22.30 από Πειραιά προς Μυτιλήνη και από 19.30 έως 23.00 από Μυτιλήνη προς Πειραιά και η τραπεζαρία πληρώματος ήταν ανοιχτή για το μεσημεριανό από 11.30 έως 13.30 και για βραδινό από 18.30 έως 20.30…, το προσωπικό μαγειρείου δεν εργαζόταν τις νυχτερινές ώρες επειδή δεν λειτουργούσε κανένα εστιατόριο…,  επίσης δεν εργαζόταν από 12.00 έως 18.00’, ενώ τις ώρες λειτουργίας των εστιατορίων το προσωπικό αυτό κατανεμόταν στα πόστα ως εξής: στο σελφ σέρβις ένας Μάγειρας Β’ ή ένας Μάγειρας Γ’ και στο παρασκευαστήριο των ………. ένας Μάγειρας Γ’ με έναν χυτροκαθαριστή και στην κεντρική κουζίνα, που παρασκεύαζε και έστελνε τα φαγητά στο α λα καρτ και στην τραπεζαρία πληρώματος, οι δύο Μάγειρες Α’, ένας Μάγειρας Β’ και o Αρχιμάγειρας….., το καλό με την εργασία της επιστασίας μαγειρείου ήταν ότι τα ωράρια του προσωπικού ήταν ως επί το πλείστον στάνταρ και συμβάδιζαν σε γενικές γραμμές με τις ώρες λειτουργίας των εστιατορίων…, ο ενάγων εργαζόταν ως χυτροκαθαριστής εναλλάξ μία εβδομάδα πρωινός και μία εβδομάδα απογευματινός….., όταν ήταν πρωινός, έπρεπε να πιάσει δουλειά στις 06.00 το πρωί στην κεντρική κουζίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ συνεπής στο ωράριό του και εμφανιζόταν κάθε φορά στο πόστο του με τουλάχιστον μισή ώρα καθυστέρηση, ενώ η προετοιμασία του φαγητού είχε ήδη ξεκινήσει από το μάγειρα…, ο ενάγων τελείωνε στις 12.00 το μεσημέρι και μέσα σε αυτό το ωράριο έκανε το λιγότερο δυο διαλείμματα για καφέ και τσιγάρο, τα οποία διαρκούσαν τουλάχιστον μισή ώρα το καθένα, ενώ τις ημέρες που δεν υπήρχε καθόλου πίεση έκανε περισσότερα και μεγαλύτερης διάρκειας διαλλείματα…, από τις 12.00 μέχρι τις 18.00 είχε ξεκούραση και ξαναέπιανε δουλειά στις 18.00 και δούλευε είτε μέχρι τις 23.00 στο Μυτιλήνη – Πειραιάς είτε μέχρι τις 22.30 στο Πειραιάς – Μυτιλήνη, ευρισκόμενος τις ώρες αυτές στο παρασκευαστήριο των …………, την εβδομάδα που ήταν απογευματινός εργαζόταν από τις 12.00 έως τις 22.30 στο Πειραιάς – Μυτιλήνη ή από τις 12.00 έως τις 23.00 στο Μυτιλήνη – Πειραιάς, ενώ την εβδομάδα που ήταν απογευματινός δεν εργαζόταν στο παρασκευαστήριο των …………, αλλά ήταν γενικών καθηκόντων μέσα στην κεντρική κουζίνα (δηλαδή λάντζα κ.λ.π.)…, και ως απογευματινός, μέσα στο ωράριό του έκανε κανονικά τουλάχιστον δύο ημίωρα διαλείμματα για καφέ και τσιγάρο και δύο ωριαία διαλείμματα για μεσημεριανό και βραδινό, τα οποία, διαλείμματα, τις ημέρες που δεν είχε δουλειά παρατείνονταν ακόμη περισσότερο…, την καλοκαιρινή περίοδο λάντζα από τις 12.00 μέχρι τις 23.00 έκανε ο ……… και όχι ο ενάγων και γενικά οι ανάγκες του συγκεκριμένου πλοίου δεν ήταν τέτοιες που να απαιτείται 4ωρη ή 6ωρη υπερωριακή απασχόληση από τον ενάγοντα…, τους χειμερινούς μήνες το πρωτόκολλο του πλοίου ήταν για 1400 επιβάτες περίπου και αυτοί κατά μέσον όρο ανά ταξίδι μετέφεραν τους μισούς (περίπου 700 – 800)…., ο ενάγων δεν ήρθε ποτέ σ’ αυτόν να του παραπονεθεί για την εργασία του, ούτε χρησιμοποίησε το σύστημα διαχείρισης παραπόνων ναυτικών που εφάρμοζε η εναγόμενη για να καταγράψει όποιο παράπονο έχει σε σχέση με την εργασία του και να το παραδώσει είτε στους ανωτέρους του είτε στα γραφεία της εναγόμενης είτε στο Λιμεναρχείο απευθείας». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τις επίδικες ναυτολογήσεις του στο πλοίο BS1 ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε πέραν του οκταώρου ημερησίως, καθώς στο άνω πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος μαγειρείου, η εργασία του ως χυτροκαθαριστή ήταν βοηθητική και όχι ιδιαίτερα απαιτητική, λόγω και των νυχτερινών κατά κύριο λόγο δρομολογίων του πλοίου, της προκαθορισμένης από άποψη ωραρίου άνω εργασίας των χυτροκαθαριστών και του επιμερισμού των εργασιών μεταξύ του προσωπικού κουζίνας. Έλλειψη ανάγκης υπερωριακής εργασίας του υποδηλώνουν άλλωστε και οι μηδενικές εγγραφές υπερωριών στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του άνω πλοίου, το οποίο συμπληρώνονταν από τον προϊστάμενο της επιστασίας μαγειρείου, υπογράφονταν από τους ναυτικούς και θεωρούνταν από το Λιμεναρχείο και το οποίο ο ενάγων υπέγραφε χωρίς αντίρρηση ή επιφύλαξη (Εφ.Πειρ. 22/2003, Ε.Ν.Δ. 2003, 284). Αντίθετο συμπέρασμα δεν δύναται να συναχθεί από τα παρακάτω ποσά που η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα για αμοιβή Σαββάτων και αργιών, αφού αυτά καταβάλλονταν ως τμήμα των συμφωνημένων αποδοχών του (του κλειστού μισθού του). Ούτε από τις εγγραφές στο αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών μηνών Ιουλίου – Αυγούστου ετών 2016 και 2017 που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων πείθεται το Δικαστήριο ότι αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά, μολονότι εκεί αναγράφεται ότι εργαζόταν ημερησίως έως και ένδεκα ώρες και εξαιρετικώς έως και δεκατρείς ώρες, ενόψει οι εγγραφές αυτές δεν εναρμονίζονται με τις μηδενικές καταχωρήσεις υπερωριών στην προσκομιζόμενη κατάσταση μηνιαίων υπερωριών πληρώματος του άνω πλοίου για τα έτη 2016 και 2017 και αναιρούνται απ’ όσα αντίθετα βεβαίωσε με άμεση γνώση ο μάρτυρας ανταπόδειξης ………….. για το ωράριο εργασίας του ενάγοντος και τις ειδικότερες εργασίες που ο τελευταίος εκτελούσε. Σημειώνεται δε ότι οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης προς εργασία του ναυτικού στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160, π.ρ.βλ. και Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 230/2016, Εφ.Λαμ. 12/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τους λόγους αυτούς, επομένως, τα κονδύλια για αμοιβή υπερωριακής εργασίας πέραν των 8 ωρών ημερησίως τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, τα οποία, κατά τα προαναφερθέντα, πρωτοδίκως απορρίφθηκαν ως αόριστα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμα κατ’ ουσία, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων υποστηριζόμενων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της Α έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του.

VIII.ii. Περαιτέρω, για τη μέχρι 8 ωρών υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίδικων άνω χρονικών διαστημάτων ναυτολόγησής του, ο ενάγων δικαιούταν τα εξής ποσά: Α) Για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2016 έως 26-1-2016, από 10-3-2016 έως 29-10-2016 και από 23-11-2016 έως 17-12-2016, για εργασία επί 8 ώρες για 41 Σάββατα (ήτοι, την 2-1-2016, 9-1-2016, 16-1-2016, 23-1-2016, 12-3-2016, 19-3-2016, 26-3-2016, 2-4-2016, 9-4-2016, 16-4-2016, 23-4-2016, 30-4-2016, 7-5-2016, 14-5-2016, 21-5-2016, 28-5-2016, 4-6-2016, 11-6-2016, 18-6-2016, 25-6-2016, 2-7-2016, 9-7-2016, 16-7-2016, 23-7-2016, 30-7-2016, , 6-8-2016, 13-8-2016, 20-8-2016, 27-8-2016, 3-9-2016, 3-9-2016, 10-9-2016, 17-9-2016, 24-9-2016, 1-10-2016, 8-10-2016, 15-10-2016, 22-10-2016, 3-12-2016, 10-12-2016 και 17-12-2016) δικαιούταν το ποσό των 2.643,68 ευρώ [8,06 ευρώ ωρομίσθιο (προσαυξημένο κατά 50%) Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 41 Σάββατα] και για εργασία επί 8 ώρες για 10 αργίες (ήτοι, την 1-6-2016, 6-6-2016, 14-3-2016, 25-3-2016, 29-4-2016, 30-4-2016, 2-5-2016, 20-6-2016, 15-8-2016 και 28-10-2016) δικαιούταν το ποσό των 644,80 ευρώ [8,06 ευρώ ωρομίσθιο (προσαυξημένο κατά 50%) Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 10 αργίες], ήτοι συνολικά δικαιούταν 3.288,48 ευρώ, αντί των οποίων έλαβε το μείζον χρηματικό ποσό των 3.344,53 ευρώ (βλ. αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του για το έτος 2016, με καταβολές 306,28, 269,52, 367,53, 330,78, 367,53, 367,53, 367,53, 355,28, 355,28, 98,01 και 159,26 ευρώ) και επομένως δεν απομένει να του οφείλεται κάποιο χρηματικό ποσό. Και Β) Για τα χρονικά διαστήματα από 22-1-2017 έως 9-9-2017 και από 16-9-2017 έως 2-11-2017, για εργασία επί 8 ώρες για 40 Σάββατα (ήτοι, την 28-1-2017, 4-2-2017, 11-2-2017, 18-2-2017, 25-2-2017, 4-3-2017, 11-3-2017, 18-3-2017, 25-3-2017, 1-4-2017, 8-4-2017, 15-4-2017, 22-4-2017, 29-4-2017, 6-5-2017, 13-5-2017, 20-5-2017, 27-5-2017, 3-6-2017, 10-6-2017, 17-6-2017, 24-6-2017, 1-7-2017, 8-7-2017, 15-7-2017, 22-7-2017, 29-7-2017, 5-8-2017, 12-8-2017, 19-8-2017, 26-8-2017, 2-9-2017, 9-9-2017, 16-9-2017, 23-9-2017, 30-9-2017, 7-10-2017, 14-9-2017, 21-9-2017 και 28-9-2017) δικαιούταν το ποσό των 2.579,20 ευρώ [8,06 ευρώ ωρομίσθιο (προσαυξημένο κατά 50%) Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 40 Σάββατα] και για εργασία επί 8 ώρες για 11 αργίες (ήτοι, την 27-2-2017, 25-3-2017, 14-4-2017, 15-4-2017, 16-4-2017, 17-4-2017, 1-5-2017, 4-6-2017, 5-6-2017, 15-8-2017 και 28-10-2017) δικαιούταν το ποσό των 709,28 ευρώ [8,06 ευρώ ωρομίσθιο (προσαυξημένο κατά 50%) Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 11 αργίες], ήτοι συνολικά δικαιούταν 3.288,48 ευρώ, αντί των οποίων έλαβε το μείζον χρηματικό ποσό των 3.356,78 ευρώ (βλ. αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του για το έτος 2017, με καταβολές 122,51, 367,53, 367,53, 367,53, 343,03, 367,53, 367,53, 367,53, 110,26, 183,77, 367,53 και 24,50 ευρώ) και δεν απομένει να του οφείλεται κάποιο χρηματικό ποσό, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων υποστηριζόμενων απ’ αυτόν με το δεύτερο λόγο της Α έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του.

ΙΧ. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2014 και 2016, σε συνδυασμό προς εκείνες των παρ. παρ. 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (Φ.Ε.Κ. Β’, 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα (1) μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε (15) ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (Εφ.Πειρ. 603/2015, Εφ.Πειρ. 86/2014, Εφ.Πειρ. 23/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησής τους στην πιο πάνω υπουργική απόφαση και της διάταξης  της παρ. 2 του άρθρου 14 των άνω ΣΣΝΕ, που ορίζει ότι «Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών», ως τέτοιες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) κάθε επίδομα καταβαλλόμενο είτε σε χρήμα είτε αυτουσίως, εφόσον αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Εφ.Πειρ. 587/2011, Εφ.Πειρ. 521/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει με το επίδομα αδείας (Εφ.Πειρ. 46/2011, Εφ.Πειρ. 568/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το αντίτιμο τροφής (Εφ.Πειρ. 602/2015, Εφ.Πειρ. 85/2015, Εφ.Πειρ. 328/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αλλά και με τις λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 412/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 205/2019, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr).

Επομένως, ο ενάγων, για τη ναυτική εργασία του κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούται ως επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2016, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 26-1-2016 και από 10-3-2016 έως 30-4-2016, το ποσό των 759,41 ευρώ, ήτοι 2.462,96 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του [βασικός μισθός 928,36 ευρώ + επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 353,46 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών) + μέσος όρος αμοιβής υπερωριών Σαββάτου  279,41 ευρώ + μέσος όρος αμοιβής υπερωριών αργιών 85,97 ευρώ] / 2 Χ 1/15 Χ (74 ημέρες / 8) 9,25 οκταήμερα = 759,41 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη συνολικό ποσό 491,18 ευρώ (ήτοι, 118,17 ευρώ τον Ιανουάριο 2016, 103,82 ευρώ το Φεβρουάριο 2016, 141,58 ευρώ το Μάρτιο 2016 και 127,61 ευρώ τον Απρίλιο 2016, όπως προκύπτει από της αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (759,41 – 491,18) 268,23 ευρώ, β) για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2016, που αφορά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1-5-2016 έως 29-10-2016 και από 23-11-2016 έως 17-12-2016, το ποσό των 1.970,34 ευρώ, ήτοι 2.462,96 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ως ανωτέρω Χ 2/25 Χ 10 δεκαεννεαήμερα (190 ημέρες /19) = 1.970,34 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη συνολικό ποσό 926,12 ευρώ (ήτοι, 127,61 ευρώ το Μάιο 2016, 141,58 ευρώ τον Ιούνιο 2016, 141,58 ευρώ τον Ιούλιο 2016, 141,58 ευρώ τον Αύγουστο 2016, 137,05 ευρώ το Σεπτέμβριο 2016, 137,05 ευρώ τον Οκτώβριο 2016, 37,75 ευρώ το Νοέμβριο 2016 και 61,54 ευρώ το Δεκέμβριο 2016, όπως προκύπτει από της αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (1.970,34 – 926,12) 1.044,22  ευρώ, γ) για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2017, που αφορά το χρονικό διάστημα από 22-1-2017 έως 30-4-2017, το ποσό των 974,51 ευρώ, ήτοι 2.462,96 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του / 2 Χ 1/15 Χ (95 ημέρες / 8) 11,87 οκταήμερα = 974,51 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη συνολικό ποσό 471,92 ευρώ (ήτοι, 47,19 ευρώ τον Ιανουάριο 2017, 141,58 ευρώ το Φεβρουάριο 2017, 141,57 ευρώ το Μάρτιο 2017 και 141,58 ευρώ τον Απρίλιο 2017, όπως προκύπτει από της αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (974,51 – 471,92) 502,59 ευρώ και δ) για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2017, που αφορά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1-5-2017 έως 9-9-2017 και από 16-9-2017 έως 2-11-2017, το ποσό των 1.804,85 ευρώ, ήτοι 2.462,96 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ως ανωτέρω Χ 2/25 Χ  9,16 δεκαεννεαήμερα (174 ημέρες /19) = 1.804,85 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη συνολικό ποσό 822,29 ευρώ (ήτοι, 132,14 ευρώ το Μάιο 2017, 142,33 ευρώ τον Ιούνιο 2017, 141,58 ευρώ τον Ιούλιο 2017, 141,58 ευρώ τον Αύγουστο 2017, 113,64 ευρώ το Σεπτέμβριο 2017, 141,58 ευρώ τον Οκτώβριο 2017 και 9,44 ευρώ το Δεκέμβριο 2017, όπως προκύπτει από της αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του), κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (1.804,85 – 822,29) 982,56 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα, για αναλογία δώρου Πάσχα 2016 το ποσό των 480,27 ευρώ, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2016 το ποσό των 1.224,63 ευρώ και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017 το ποσό των 308,91 ευρώ, ενώ δεν του επιδίκασε κάποιο ποσό για αναλογία δώρου Πάσχα 2017, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υπολόγισε εσφαλμένα τις ημέρες πραγματικής εργασίας του ενάγοντος κατά τα άνω χρονικά διαστήματα και τα ποσά που του καταβλήθηκαν έναντι των οφειλόμενων δώρων εορτών και αφού ακόμη συνυπολόγισε εσφαλμένα στις τακτικές αποδοχές του το επίδομα ιματισμού και δέχθηκε εσφαλμένα ότι για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 30-4-2017 δεν τύγχανε εφαρμογής η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2016 αλλά ίσχυε αποκλειστικά  συμφωνία των μερών περί καταβολής κλειστού μισθού, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών λόγων έφεσης των διαδίκων (τρίτου της Α έφεσης και πέμπτου της Β έφεσης, κατά τα σχετικά σκέλη τους).

Χ. Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει την ένσταση που είχε προβάλλει πρωτόδικα για συμψηφισμό των ποσών που τυχόν θα αποδειχθεί ότι οφείλει για δώρα εορτών με τα ποσά που θα αποδειχθεί ότι κατέβαλε στον ενάγοντα, πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ως έκτακτες αμοιβές. Την ένσταση αυτή απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το σκεπτικό ότι αναφέρονταν στην καταβολή επιμισθίου προς κάλυψη του κονδυλίου υπερωριακής αμοιβής, το οποίο είχε ήδη απορριφθεί ως αόριστο. Με τον άνω λόγο της έφεσής της η εναγόμενη πλήττει την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από 28-1-2015, 10-3-2016, 23-11-2016, 22-1-2017 και 16-9-2017 συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν εγγράφως, με τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς τους ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχ. IV.Γ. νομική σκέψη, ο άνω συμβατικός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό (ορθότερα καταλογισμό), αφού με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με οποιεσδήποτε συμβατικές υποχρεώσεις της εναγόμενης εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο), που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του (και δη από 1-1 έως 26-1-2016 28,92 ευρώ, από 10-3 έως 31-3-2016 22,50 ευρώ, από 1-4 έως 30-4-016 39,22 ευρώ, από 1-5 έως 31-5-2016 37,19 ευρώ, από 1-6 έως 31-6-2016 44,70 ευρώ, από 1-7 έως 31-7-2016 99,19 ευρώ, από 1-8 έως 31-8-2016 148,85 ευρώ, από 1-9 έως 30-9-2016 59,33 ευρώ, από 1-10 έως 29-10-2016 32,57 ευρώ, από 23-11 έως 30-11-2016 5,01 ευρώ και από 1-12 έως 17-12-2016 20,79 ευρώ, από 21-1 έως 31-1-2017 8,35 ευρώ, από 1-2 έως 28-2-2017 25,61 ευρώ, από 1-3 έως 31-3-2017 39,40 ευρώ, από 1-4 έως 30-4-2017 57,52 ευρώ, από 1-5 έως 31-5-2017 28,85 ευρώ, από 1-6 έως 30-6-2017 26,83 ευρώ, από 1-7 έως 30-7-2017 104,54 ευρώ, από 1-8 έως 31-8-2017 149,45 ευρώ, από 1-9 έως 9-9-2017 29,09 ευρώ, από 16-9 έως 30-9-2017 19,04 ευρώ, από 1-10 έως 31-10-2017 36,43 ευρώ και από 1-11 έως 2-11-2017 0,68 ευρώ) αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό και μεταξύ των μελών του προσωπικού μαγειρείου και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικά προβλεπόμενων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση του εστιατορίου σελφ σέρβις και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης απ’ αυτό αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης και μαγειρείου, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (Α.Π. 1703/2008, Α.Π. 955/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, παρ. 7, σ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, υπ’ άρθρο 440, ΙΙ, αριθ. 1489, σ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Δεν έσφαλε, επομένως, κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προαναφερθείσα αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι στα επιδικασθέντα στον ενάγοντα ποσά έπρεπε να καταλογιστούν τα χρηματικά ποσά που αυτός ελάμβανε παγίως πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεών του, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη με τον έκτο λόγο της Β’ έφεσής της.

Χ.Ι. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, 1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν όλες οι καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούταν ανά μήνα. Ειδικότερα, εκτός από τις  διανυκτερεύσεις του εκτός πλοίου στις 19-4-2016, 21-6-2016, 20-9-2016 και 23-10-2016 και στις 23-4-2017, 24-4-2017, 28-5-2017, 29-5-2017, 20-6-2017, 21-6-2017, 16-7-2017, 17-7-2017, 22-8-2017 και 23-8-2017, οι οποίες ομολογούνται από την εναγόμενη και προκύπτουν και από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτήν αντίγραφα αποσπασμάτων του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, δεν προσκομίσθηκε κάποιο άλλο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η χορήγηση στον ενάγοντα άλλων διανυκτερεύσεων. Εξάλλου, αναπόδεικτος παρέμεινε ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων ελάμβανε τουλάχιστον 4 άδειες διανυκτέρευσης το μήνα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο που το πλοίο είχε διανυκτέρευση στον Πειραιά, καθώς αυτή δεν προσκόμισε, προς τεκμηρίωση του άνω ισχυρισμού της, αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου της με τις σχετικές καταχωρήσεις που να αποδεικνύουν ότι ο ενάγων ελάμβανε διανυκτερεύσεις τα Σάββατα. Όμως, εάν είχαν χορηγηθεί στον ενάγοντα οι άνω άδειες διανυκτέρευσης, τούτο προδήλως θα είχε καταχωρηθεί στο ημερολόγιο του πλοίου και θα είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως άλλωστε επιτάσσει η παρ. 3 του άρθρου 16 των εφαρμοζόμενων ΣΣΝΕ και προς κατοχύρωση της εναγόμενης εργοδότριας ότι έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση οι παραπάνω διανυκτερεύσεις. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου περί μη χορήγησης διανυκτερεύσεων τα Σάββατα ενισχύεται από την καταβολή από την εναγόμενη διαφόρων ποσών για τη σχετική αποζημίωση του ενάγοντος (βλ. τις αποδείξεις μισθοδοσίας του), καθώς και από τις συγκλίνουσες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης ……….. και ……………. ότι ο ενάγων έκανε βάρδια πυρασφάλειας τα Σάββατα, η οποία ξεκινούσε από τις 18:00 το απόγευμα έως τις 6.00 το πρωί. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγόμενη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα (ιδίως αφετηρίας ή προορισμού) του δρομολογίου του πλοίου, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης του άρθρου 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Ειδικότερα, για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του κατά τα έτη 2016 και 2017, κατά τα οποία έλαβε μόνο τις προαναφερθείσες 4 και 10 διανυκτερεύσεις αντίστοιχα από τις συνολικά 15,25 και 15,19 αντίστοιχα που δικαιούταν (και δη 1,86 τον Ιανουάριο 2016, 1,63 το Μάρτιο 2016, 2 τον Απρίλιο 2016, 2 το Μάιο 2016, 2 τον Ιούνιο 2016, 1 τον Ιούλιο 2016, 1 τον Αύγουστο 2016, 1 το Σεπτέμβριο 2016, 1,96 τον Οκτώβριο 2016 και 0,8 το Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2016, 0,3 τον Ιανουάριο 2017, 2 το Φεβρουάριο 2017, 2 το Μάρτιο 2017, 2 τον Απρίλιο 2017, 2 το Μάιο 2017, 2 τον Ιούνιο 2017, 1 το Ιούλιο 2017, 1 τον Αύγουστο 2017, 0,83 το Σεπτέμβριο 2017, 2 τον Οκτώβριο 2017 και 0,06 το Νοέμβριο 2017), ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση διανυκτέρευσης, για τις περιόδους ναυτολόγησής του το έτος 2016 το συνολικό ποσό των [928,36 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 1/22 = 42,19 ευρώ Χ (15,25 – 4) 11,25 διανυκτερεύσεις] 474,64 ευρώ και για τις περιόδους ναυτολόγησής του το έτος 2017 το συνολικό ποσό των [928,36 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 1/22 = 42,19 ευρώ Χ (15,19 – 10) 5,19 διανυκτερεύσεις] 218,97 ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε από την εναγόμενη τα συνολικά ποσά των 84,40  και 71,73 ευρώ αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Συνεπώς, δικαιούται τις σχετικές διαφορές ποσών (474,64 – 84,40) 390,24 ευρώ και (218,97 – 71,73) 147,24 ευρώ αντίστοιχα, κατά  παραδοχής της ένστασης μερικής εξόφλησης (κατ’ άρθρο 416 Α.Κ.) για τα άνω ποσά που πρόβαλε η εναγόμενη πρωτόδικα και επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της Β’ έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το συνολικό ποσό των 210,98 ευρώ για επίδικες περιόδους ναυτολόγησής του το έτος 2016 και το συνολικό ποσό των 84,39 ευρώ για επίδικες περιόδους ναυτολόγησής του το έτος 2017, αφού δέχτηκε εν μέρει κατ’ ουσία μόνο για ποσό 84,39 ευρώ τη σχετική ένσταση μερικής εξόφλησης της εναγόμενης για την οφειλόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης των περιόδων ναυτολόγησης του ενάγοντος το έτος 2016 και απέρριψε, χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ως ουσιαστικά αβάσιμους τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι δεν έλαβε καμία διανυκτέρευση και κανένα ποσό ως αποζημίωση μη χορηγηθείσας διανυκτέρευσης, καθώς και τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι χορήγησε στον ενάγοντα όλες τις δικαιούμενες άδειες διανυκτέρευσης, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων,  γενομένων δεκτών εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών λόγων της Α και της Β έφεσης (τέταρτου εκάστης εξ αυτών) κατά τα αντίστοιχα μέρη τους και απορριπτομένων των ιδίων λόγων κατά τα λοιπά.

ΧIΙ.      Κατόπιν όλων αυτών και λαμβανομένου υπόψη ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί κλειστού μισθού, εφόσον δεν κάλυπτε τις νόμιμες, όπως διαμορφώθηκαν παραπάνω, υπέρτερες αποδοχές  του ενάγοντος, δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω IV.Γ. νομική σκέψη, ο τελευταίος δικαιούται εκ των ενδίκων αξιώσεών του, υπόλοιπο (268,23 + 1.044,22 + 502,59 + 982,56 + 390,24 + 147,24) ) 3.335,08 ευρώ.            ΧΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει από 2.4.2012: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγόμενου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει, ιδίως, για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται, ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Επομένως, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (Α.Π. 609/2020, Α.Π. 308/2019, Α.Π. 1207/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και συνακόλουθα για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής απαιτείται ρητό αίτημα του εναγόμενου και εύλογη αντιδικία (Α.Π. 1465/2019, Α.Π. 1114/2018, Α.Π. 1207/2017, Εφ.Πατρ. 404/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης η εκκαλούσα – εναγόμενη ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα – εφεσίβλητο τα αναφερόμενα στην πληττόμενη απόφαση ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας, ενώ έπρεπε, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 346 Α.Κ, να κάνει δεκτό το αίτημά της (εναγόμενης) και να τα επιδικάσει με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, λόγω της εύλογης αμφιβολίας της για την έκβαση της δίκης ως προς τα οφειλόμενα  κονδύλια, μετά και την ένσταση συμψηφισμού που πρόβαλε. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα και αποδεικνύεται και βάσιμος κατ’ ουσία, καθόσον, από το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδεικνύεται το εύλογο της αντιδικίας αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος της συγκεκριμένης επίδικης αξίωσης, ενόψει και της προβολής από την εναγόμενη ένστασης συμψηφισμού (Α.Π. 375/2021, Α.Π. 1207/2017, Α.Π. 2033/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, τα ανωτέρω οφειλόμενα ποσά πρέπει να επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

XIV. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου προς εξέταση λόγου των συνεκδικαζόμενων Α και Β εφέσεων, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω λόγους τους που ευδοκίμησαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 700/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),  συμπεριλαμβανομένης και της διάταξής της περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή η από 11-12-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/13-12-2017 αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας (κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α’, 82, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 361, 648, 649, 653, 655, 341, 345, 346 Α.Κ, 68, 70, και 176 Κ.Πολ.Δ) και, με βάση το αίτημα του ενάγοντος, όπως περιορίστηκε παραδεκτά με το δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεών του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των (3.335,08 Χ 3/4) 2.501,31 ευρώ, που αντιστοιχεί στην διαφορά αποδοχών δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2016 και 2017 και αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις κατά τα ίδια έτη στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες υπόλοιπο χρηματικό ποσό (3.335,08 Χ 1/4) 833,77 ευρώ, τα δε άνω ποσά (συνολικού ύψους 3.335,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, για μεν ποσό 2.352,52 ευρώ (3.335,08 – 982,56 Δ. Χρ. 2017) από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος [ήτοι από την 3η-11-2017, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ A.K. – Α.Π. 493/2019, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], για δε υπόλοιπο ποσό 982,56 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία δώρου  Χριστουγέννων 2017 και το οποίο κατά το χρόνο της τελευταίας άνω απόλυσής του δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό, από την 1η-1-2018 (για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής του δώρου Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 265/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr). Το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 500,00 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3285/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 11-12-2017 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/13-12-2017 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.501,31) Και

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό οκτακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (833,77), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, για μεν ποσό δυο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δυο ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (2.352,52) από την 3η-11-2017, για δε υπόλοιπο ποσό εννιακοσίων ογδόντα δυο ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (982,56) από την 1-1-2018 και έως την ολοσχερή εξόφληση.

Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 48-2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ