Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 501/2022

Αριθμός  501/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Μιχαήλ Μεσσαριτάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ιωάννη Φίλανδρο.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α)  ο καλών-εφεσίβλητος  την από 9.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2016) αγωγή και β) η καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα  την από 6.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2016) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2865/2017  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την  πρώτη ως άνω αγωγή και  δέχθηκε την δεύτερη εξ αυτών.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη της πρώτης ως άνω αγωγής-ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής και ήδη  καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα με την από  20.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 23η.5.2019, οπότε η δίκη δεν έγινε λόγω των δημοτικών και ευρωπαϊκών εκλογών.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  25.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019) κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 7ης.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 85/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της 22ας.4.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από  10.4.2021 έως 26.4.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου  21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α  43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 133/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του καλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 25-6-2019 (αρ. καταθ. …./2019) κλήση του εφεσίβλητου-ενάγοντος-εναγομένου νόμιμα επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 20-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση της εναγομένης-ενάγουσας μετά τη ματαίωση της συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 23-5-2019, ορίστηκε δε δικάσιμος η 7-5-2020. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), οπότε δυνάμει της υπ΄ αρ. 85/2020 Πράξης του ορισθέντος, από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλο ορίσθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020, να συζητηθεί στη δικάσιμο της 22-4-2021. Ακολούθως, κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (22-4-2021), δεν εκφωνήθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 10-4-2021 έως και 26-4-2021), οπότε δυνάμει της υπ΄ αρ. 133/2021 Πράξης της ορισθείσας, από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Αικατερίνης Νομικού ορίσθηκε, κατ΄ άρθρο 21 του Ν. 4786/2021 γι΄ αυτή, νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η κρινόμενη από 20-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση της εναγομένης-ενάγουσας κατά της υπ΄ αρ. 2865/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 1, 593-602, 603-605 ΚΠολΔ), α) την υπ΄ αρ.καταθ. ……../9-6-2016 αγωγή του ενάγοντος-εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, και β) την υπ΄ αρ.καταθ. ………../9-12-2016 αγωγή της εναγομένης-ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ.7 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)]. Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί, εάν η ένδικη έφεση είναι παραδεκτή, όπως απαιτεί το άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρο 68 του ΚΠολΔ) να προσβάλει την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ΄ άρθρο 73 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η τελευταία (εκκαλούσα-σύζυγος) παραπονείται κατά της υπ΄ αρ. 2865/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αν και με αυτή λύθηκε ο μεταξύ αυτής και του εφεσιβλήτου γάμος, όπως ζητούσε και η ίδια με την υπ΄ αρ. καταθ. ………./9-12-2016 αγωγή της. Σημειώνεται δε ότι οι διάδικοι προσκομίζουν ειδικά πληρεξούσια προς τους Δικηγόρους που τους εκπροσωπούν στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικά πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης έχει καταστεί γι΄ αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 του ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 του ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 1205/2019, ΕφΑθ 480/2020, ΕφΑθ 467/2018 ΝΟΜΟΣ). Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η κηρύττουσα τη λύση του γάμου απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ΄ εαυτή των επιμέρους πραγματικών περιστατικών τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφόσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322 και 324 του ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Οι αιτιολογίες της απόφασης δεν έχουν στοιχεία διατακτικού και δεν παράγουν δεδικασμένο για τα ζητήματα της υπαιτιότητας, ούτε για τα πραγματικά περιστατικά των λόγων διαζυγίου (ΑΠ 154/2019, ΑΠ 315/2018, ΑΠ 1731/2017, ΑΠ 1314/2015, ΑΠ 576/2014). Επομένως, στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία απ΄ αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως, τον ίδιο λόγο του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου (ΑΠ 599/2015, ΑΠ 1326/2008, ΑΠ 1301/2005, ΑΠ 669/2005, ΕφΑθ 467/2018 ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, σε περίπτωση που ο ένας μόνο από τους συζύγους άσκησε αγωγή διαζυγίου για λόγους αφορώντες στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και αυτή έγινε δεκτή, ο ηττηθείς εναγόμενος σύζυγος μπορεί να ασκήσει έφεση ζητώντας να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δη κατά τη διάταξη αυτής με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, γιατί μόνο τότε νοείται ότι έχει έννομο συμφέρον, αν δηλαδή ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, για να παραμείνει σε ισχύ ο γάμος του με τον αντίδικο. Αν αντίθετα ζητεί με την έφεσή του να παραμείνει η διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία λύθηκε ο γάμος που τέλεσε με τον ενάγοντα, πλην όμως να απαλειφθούν ή να μεταβληθούν οι αιτιολογίες, με τις οποίες αποδίδεται ο κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης σε δική του συμπεριφορά, τότε λείπει το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου κατά τα προαναφερόμενα, καθώς αντικείμενο της δίκης αυτής είναι το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου και όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου και δη η υπαίτια συμπεριφορά του ενός ή του άλλου συζύγου (ΑΠ 730/2019 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της εφέσεως και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 599/2015, ΑΠ 1242/2011, ΑΠ 326/2010, ΕφΠειρ 579/2021, ΕφΔωδ 49/2021, ΕφΑθ 467/2018 ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ΄ αρ. καταθ. ………/9-6-2016 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε να λυθεί ο γάμος του με την εναγομένη, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που εκτίθενται στο δικόγραφο και αφορούν στο πρόσωπο της τελευταίας (εναγομένης), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτόν, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την υπ΄ αρ. καταθ. ………./9-12-2016 αγωγή η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που εκτίθενται λεπτομερώς  στο δικόγραφο και αφορούν στο πρόσωπο του τελευταίου (εναγομένου), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2865/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές και αφού έκρινε αυτές νόμιμες και συγκεκριμένα, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 του ΑΚ (όπως το εδάφιο β΄ του άρθρου 1438 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 4055/2012), και 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, απέρριψε την υπ΄ αρ. καταθ. ……/9-6-2016 αγωγή του ενάγοντος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δέχθηκε την υπ΄ αρ.καταθ………/9-12-2016 αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, δεχόμενο ότι εξαιτίας της αναφερόμενης συμπεριφοράς, που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου, έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός του μεταξύ των διαδίκων γάμου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να έχει καταστεί αφόρητη για την ενάγουσα, απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 20-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση η εναγομένη-ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί, κατά το προσβαλλόμενο μέρος που αφορά την αιτιολογία αυτής, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτή (έφεση) αναφερόμενα.

Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εκκαλούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως. Το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε αποκτήσει προ του γάμου του ένα σημαντικό επιχειρηματικό κεφάλαιο το οποίο διατήρησε και μετά το γάμο του μάλιστα το επαύξησε και στη συνέχεια απέκτησε και ακίνητη περιουσία, καθώς επίσης ότι ο εναγόμενος μετέβη στις τράπεζες και ανέλαβε όλα τα κατατεθειμένα σε αυτές χρηματικά ποσά της πρώην επιχείρησής του, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της εκκαλούσας, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αφού από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν δημιουργείται δεδικασμένο, ενώ η μοναδική έννομη συνέπεια, η απορρέουσα από την προσβαλλομένη, είναι η και από την ίδια την εκκαλούσα επιδιωκόμενη λύση του γάμου. Τούτο δε διότι στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που θα μπορούσε να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (όπως για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής), δεν τίθεται πλέον. Κατόπιν τούτων, εφόσον η εκκαλούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ). Ενόψει αυτών, το αίτημα της εκκαλούσας για αναβολή της  υπόθεσης, κατ΄ άρθρα 249 [και κατ΄ εκτίμηση αυτού (αιτήματος)] και 250 του ΚΠολΔ, λόγω των αναφερομένων εκκρεμών δικών είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, αφού πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 20-12-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2865/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, [ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 1, 593-602, 603-605 ΚΠολΔ)].

Απορρίπτει αυτή (έφεση) ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την  10η  Αυγούστου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ