Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 110/2022

Aριθμός     110/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  TΛ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……… και 2) ………… οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας …………………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Αδάμ Μαγριπλή και Γεώργιο Παπαστύλο.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:

Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………………..

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1. ……….. και  2. …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθών η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 21.7.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2014) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1944/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθών η πρόσθετη παρέμβαση   με την από  12.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπό στοιχ Β ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  την από  9.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των υπό στοιχ Α εκκαλούντων-Β καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ΄ αριθ. … και …./3.9.19 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας  ………. προκύπτει ότι η συζήτηση χωρεί με επίσπευση της εφεσίβλητης Τράπεζας, η οποία όμως δεν παρέστη και δεν εκπροσωπήθηκε κατά τη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην και η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.

Η κρινόμενη έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της νικήσασας καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης και της υπ΄αριθ. 1944/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου αυτής στο πρωτοβαθμίως δικάσαν δικαστήριο  και σύνταξη σχετικής έκθεσης (495, 500, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα (518 παρ. 1 ΚΠολΔ) όπως προκύπτει από την από 14.6.2019 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας …………. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 12.7.2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.  Για δε το παραδεκτό της κατατέθηκε το υπ΄ αριθ. …………../19 e–παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ερήμην της εφεσίβλητης.

Στη δίκη αυτή, παρενέβη αυτοτελώς  προσθέτως η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….»  και το διακριτικό τίτλο «……….», πρώην με την επωνυμία «……….» (……….) και διακριτικό τίτλο «…………» (…………..), η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (……………….), που εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……» (ΑΦΜ ….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003. Μεταγενέστερα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …. αρ. …., με ΑΦΜ …., Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ, …., όπως νομίμως εκπροσωπείται κατέστη καθολική διάδοχος της παραπάνω πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…….» εφεσίβλητης λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019- υπ αριθμ 31907 και 31909/20.3.2020 Ανακοινώσεις ΓΕ.ΜΗ).

Ωστόσο, ήδη από της ασκήσεως της ως άνω εφέσεως και την επελθούσα  εκκρεμοδικία, η   αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού αε την επωνυμία «……….» (…….) κατέστη ειδική διάδοχος της περιγραφόμενης στο ανωτέρω δικόγραφο ένδικης απαίτησης. Ειδικότερα, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (……………), που εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» (ΑΦΜ ……), κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν, στα πλαίσια τιτλοποίησης, μεταξύ άλλων, και των υπό κρίση ένδικων απαιτήσεων. Μεταγενέστερα, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» κατά τα ανωτέρω διεξοδικά αναφερόμενα.

Η ανωτέρω μεταβίβαση εγενετο στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις Μ. 3156/2003 δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο 10 με αυξ. αριθμό …. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …../18-06-2019 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003).

Κατόπιν των ανωτέρω, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» την 18.06.2019 κατέστη ειδική διάδοχος της «………….» και ήδη «……….» και των απαιτήσεων που απορρέουν απο την με αριθμό ……/1.3.2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου μετά του ταυταρίθμου από 1/3/2007 προσαρτήματος I της συμβάσεως αυτής (που αποτελούν μετ’ αυτής ένα ενιαίο και αδιαίρετο όλο) και των προσθέτων πράξεων τροποποίησης αυτής, οι οποίες και αποτελούν αντικείμενο της ως άνω υπό εκκρεμούς δίκης.

Η διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν κατά τα ανωτέρω στην παραπάνω εταιρεία ειδικού σκοπού, μεταξύ των οποίων είναι και η υπό κρίση απαίτηση, ανατέθηκε στην ανώνυμη εταιρεία πρώην με την επωνυμία «……….» (και διακριτικό τίτλο «……..» (άρθρο 10 παράγραφοι 15 του ν. 3156/2003) ήδη με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………..» δυνάμει της από 18-06-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα βιβλία του άρθρου 2 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αυξ. αριθμό …. και έλαβε αριθμό πρωτ. …./18.6.2019 (άρθρο 10 παράγραφος 16 του ν. 3156/2003).

Συνεπεία των ανωτέρω η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία  υπό την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των προαναφερομένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η υπό κρίση απαίτηση, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας, προς απόρριψη της έφεσης, δεδομένου ότι η ισχύς της απόφασης  που θα εκδοθεί, το δεδικασμένο αυτής, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια  αυτής καταλαμβάνουν και τον ειδικό διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, την εταιρεία δηλαδή με την επωνυμία «……………….» (άρθρα 81,225, 325 και 919 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 23 5 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη ιου άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 73 ΚΠολΔ. Από τη διάταξη αυτή (αρ. 83 ΚΠολδ) συνάγεται όχι, αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λογω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο Παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 33 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνουν θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη, ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2  ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το  άρθρο 325 αρ 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011).

Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η παρεμβαίνουσα εταιρεία έχει το δικαίωμα να ασκήσει αυτοτελή  πρόσθετη παρέμβαση κατά το άρθρο 225 ΚΠολΔ υπό την ιδιότητά της ως  μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των ένδικων απαιτήσεων που στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων μεταβιβάστηκαν στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία  «………….» (…………..) από την πρώην  ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία  «…………..» καθολική διάδοχος της οποίας αποτελεί  η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» απορρέουν  από την με αριθμό ……………../1.3.2007 σύμβαση  στεγαστικού δανείου μετά του ταυτάριθμου από 1/3/2007 προσαρτήματος Ι της συμβάσεως αυτής  (που αποτελούν μετ΄  αυτής ένα ενιαίο και αδιαίρετου όλο) και των προσθέτων πράξεων  τροποποίησης  αυτής και  αποτελούν, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της ως άνω εκκρεμούς δίκης.  Εχει  δε η παρεμβαίνουσα πρόδηλο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης παρέμβασης η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα στην εφεσίβλητη (βλ. υπ΄αριθμ. ……/17.9.2020 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας), η οποία είναι νόμιμη και βάσιμη και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση (246 ΚΠολΔ).

Με την από 21.7.2014 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../21.7.2014) ανακοπή τους οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι στις αρχές του έτους 2007, ο 1ος ανακόπτων-εκκαλών απευθύνθηκε μαζί με τη σύζυγό του, 2ηανακόπτουσα-εκκαλούσα στην καθ΄ης η ανακοπή-εφεσίβλητη Τράπεζα, προκειμένου να τους προτείνει η τελευταία δια των αρμοδίων υπαλλήλων της μία συμφέρουσα λύση στεγαστικού δανείου ποσού 137.000 € και οι τελευταίοι τους παρουσίασαν ως πιο συμφέρουσα λύση αυτήν της λήψης δανείου σε ελβετικό φράγκο με την αιτιολογία ότι αυτό εξασφαλίζει χαμηλό επιτόκιο (Libor), ανεξαρτήτως του ότι οι ανακόπτοντες δεν είχαν ανάγκη τέτοιου συναλλάγματος και ότι δεν τους επεσήμαναν τυχόν άλλους κινδύνους. Ότι στη συνέχεια, στις 29.3.2007, καταρτίστηκε η αναφερόμενη στην ανακοπή σύμβαση στεγαστικού δανείου με τον 1ο ως   πρωτοφειλέτη και τη 2η ως εγγυήτρια, με προδιατυπωμένο από την τράπεζα περιεχόμενο, ποσού 137.348,89 €, συμφωνηθέν στο ισόποσο αυτού σε ελβετικά φράγκα, ποσού 223.549,06 ελβετικών φράγκων και με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στην ανακοπή. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής εκταμιεύτηκε το ποσό των 137.348,89 €, το οποίο πιστώθηκε στον κοινό  καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου του 1ου που τηρούσε η τράπεζα και έτσι μεταβιβάστηκε η κυριότητά του παραπάνω ποσού σε αυτόν. Ότι το μήνα Μάιο το 2007, το ποσό της μηνιαίας δόσης είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 1.046,43 € και μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 2009 αυτός κατέβαλε το παραπάνω ποσό με την πεποίθηση ότι το ύψος της μηνιαίας οφειλής θα έβαινε σταδιακά μειούμενο, εξαιτίας του ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εφεσίβλητης δεν τους διασαφήνισαν ότι η οφειλή του δανείου  θα προσδιοριζόταν σε συνάλλαγμα,  ούτε τους εξέθεσαν τον ενδεχόμενο κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα επόμενα 30 χρόνια πού ήταν ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου, ούτε τους ενημέρωσαν ότι με την παραπάνω σύμβαση ο συναλλαγματικός κίνδυνος επιρρίπτεται σε αυτούς. Ότι, στις 13.1.2009, 30.5.2011 και 19.6.2013, υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων οι ταυτόχρονες πρόσθετες πράξεις τροποποίησης της σύμβασης, όπως αναφέρονται στην ανακοπή, πλην όμως οι ανακόπτοντες δεν πέτυχαν να ανταποκριθούν πλήρως στα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη, στις 23.10.2013 να τους κοινοποιήσει τη με ίδια ημερομηνία καταγγελία της σύμβασης δανείου, με άληκτο δάνειο 179.883,62 €, καίτοι οι ανακόπτοντες είχαν καταβάλει μέχρι την ημερομηνία αυτή, ποσό 36.057 €, δηλαδή το άληκτο κεφάλαιο του δανείου είχε αυξηθεί κατά περίπου 40%. Ότι μετά από αυτά αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ότι η εφεσίβλητη υπολόγιζε την οφειλή τους σε ελβετικά φράγκα με βάση το ανώτερο αντιστοιχούν ποσό των  223.549,06 € και όχι με βάση το ποσό των 137.348,89 € που είχε μεταβιβαστεί σε αυτούς κατά τα ανωτέρω. Ότι, στην πραγματικότητα πλανήθηκαν από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας και έτσι παρασύρθηκαν στη σύναψη, όχι στεγαστικού δανείου, αλλά δυσμενούς σύμβασης επενδυτικού περιεχομένου με αυξημένο κίνδυνο με περαιτέρω αδρανοποίηση των αντιδράσεων τους, ενώ εάν γνώριζαν τα δεδομένα που πληροφορήθηκαν μετά την επίδοση της καταγγελίας δεν θα αναγνώριζαν τις οφειλές και το άληκτο κεφάλαιο δανείου, όπως έκαναν ενεργώντας καλόπιστα, η δε εφεσίβλητη δεν τους παρείχε διευκρινίσεις για το λόγο της παραπλάνησής τους και τους κοινοποίησε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, για την οποία δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της καλής πίστης, της  ευθύτητας, της  εντιμότητας, των  χρηστών συναλλακτικών ηθών, αντίθετα  δε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τον οικονομικό σκοπό των σχετικών δικαιωμάτων, καθιστώντας αυτήν άκυρη και ανυπόστατη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή τους.

Ι. Περαιτέρω, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του α.ν. 362 της 4/4.6.1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή, μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογήται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία δι’ ης, παρά την διάταξιν της προηγούμενης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανωτέρα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφ’ όσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι διατάξεις αυτές έχουν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως και σε σύμβαση δανείου, ως και σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση του προαναφερόμενου- απαγορευτικού κανόνα, αποβλέποντος στην προστασία του εθνικού νομίσματος, απετέλεσε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η μεταγενέστερη διάταξη της παρ. 7 της 267/9.4.1953 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με το ν. 2415/1953, στην οποία ορίζεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με την ρήτρα δολλαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται δια της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι με τη διάταξη αυτή, επιτράπηκε κατ’ εξαίρεση και μόνο προκειμένου περί συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην χρυσού, κατά την οποία συμφωνείται η αυτούσια καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή γίνεται σε δραχμές και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε δραχμές και πάλι αλλά κατά την τρέχουσα αξία που Θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της. πληρωμής. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 142/13- 11-1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ’ αριθ. 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της με αριθμόν 1976 της 19/25-9-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 του ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ’ αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19-9-1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων: ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ’ αριθμ. 2325 της 2/11-8-1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2342 της 24/29-11-1994 πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, στις  διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της οδηγίες αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, επιτράπηκε η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα φυσικών ή νομικών προσώπων, κατοίκων εσωτερικού, από πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς περιορισμούς. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι, καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών». Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την εντεύθεν ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διατάξεως που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (ΤρΕφΘράκης 21/2017, προσκομιζόμενη, ΠΠρΗρακλ 91/2018, ο.π., με εκεί περαιτέρω αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Στο άρθρο 5 παρ.1 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι «1. Καταργούνται οι διατάξεις του ν. 362/1945, το άρθρο 2 του ν, 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα : ά) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου». Έτσι, με την ανωτέρω διάταξη ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ως προς τη νομιμότητα της συνομολόγησης οποιασδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα» (ΕφΑΘ 911/2018, ο.π., ΤρΕφΘρ 21/2017, ο.π.). ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν. 3606/2007 : «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής : (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, ή οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων, αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία, συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαιά της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές, που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής : (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών, υπηρεσιών, όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλίων σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγωγών που περιλαμβάνονται, στις περιπτώσεις ε’ έως ζ’ και ι του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων και επιβεβαιώνεται στον οδηγό των επενδυτών που εξέδωσε το 2008 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που συνιστώ ΝΠΔΔ, ο Ν. 3606/2007 ισχύει ενδεικτικώς για τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα: μετοχές, ομόλογα, παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα και μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, ενώ  αντιθέτως δεν ισχύει για καταθέσεις, δάνεια και ασφαλιστικά προϊόντα. Για τα προαναφερόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από το Ν. 3606/2007, οι εταιρίες μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες, όπως διαχείριση χαρτοφυλακίων για λογαριασμό του επενδυτή, παροχή επενδυτικών συμβουλών και αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, κατόπιν εντολής του επενδυτή. Συνεπώς, η παροχή δανείου από τράπεζα σε καταναλωτή, σε ξένο νόμισμα, η συναλλαγματική ισοτιμία του οποίου μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του δανείου, δεν συνιστώ παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3606/2007. Στις ανωτέρω συμβάσεις δανείου γίνεται απλώς μετατροπή σε εθνικό νόμισμα ποσών εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα, για τον υπολογισμό του ύψους του δανείου και των δόσεων αποπληρωμής του, σύμφωνα με τις σχετικές με τη συναλλαγματική ισοτιμία ρήτρες της δανειακής συμβάσεως και δεν έχουν ως σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεως, εφόσον ο καταναλωτής απ ο σκοπεί μόνο στη λήψη των κεφαλαίων, ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχής υπηρεσίας και όχι στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος και συνεπώς δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες» κατά το άρθρο 4 Ν. 3606/2007. Αναμφίβολα η σύναψη δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα επιβαρύνει το δανειολήπτη με κινδύνους που εκφεύγουν από το παραδοσιακό πλαίσιο κινδύνων, τους οποίους αντιμετωπίζει και με τους οποίους δεν είναι εξοικειωμένος. Ορισμένοι από αυτούς του κινδύνους προσομοιάζουν με τους επενδυτικούς κινδύνους. Ωστόσο με βάση αποκλειστικά το στοιχείο αυτό δεν, μπορούμε να θεωρήσουμε’ τη σύναψη δανείων σε ξένο νόμισμα ως, επενδυτική υπηρεσία, καθόσον μεταξύ ενός δανείου (έστω σε συνάλλαγμα) και μιας επενδυτικής υπηρεσίας υπάρχει μια θεμελιώδης και κομβικής σημασίας διαφορά, η οποία έγκειται στο ότι κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ο πελάτης της τράπεζας  εμφανίζεται ως επενδυτής και διαθέτει το κεφάλαιό του σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με σκοπό την οικονομική απόδοση ή διατήρηση του κεφαλαίου του, ενώ αντίθετα στη δανειακή σύμβαση ο δανειολήπτης δεν επενδύει ένα κεφάλαιο, αλλά αναζητά τους ευνοϊκότερους όρους και δανείζεται από. την τράπεζα ένα ποσό για να. χρηματοδοτήσει κάποια αγορά. Όπως, έχει κρίνει χαρακτηριστικά το ΔΕΕ «… οι πράξεις αυτές δεν έχουν σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεως εφόσον ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνον στη λήψη των κεφαλαίων ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχή υπηρεσίας και όχι στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της’ συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος…» (ΔΕΕ της 3/12/2005, υπόθεση 0312/14, Banif Plus Bank n.Lantos, σκ.57). Εξάλλου, οι πράξεις συναλλάγματος τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επενδυτικές υπηρεσίες, κατά την έννοια του Ν.2396/1996 (άρθρ.2 παρ.2 περ.γ,ζ ) ή ως χρηματοπιστωτικό μέσο, κατά την έννοια του Ν. 3606/2007 (άρθρ. 4 παρ,2 περ.β, δ, στ που ενσωμάτωσε στο, ελληνικό δίκαιο το σχετικό άρθρο 4 παρ. 1 σημ. 2 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ γνωστή ως MiFTD, και ήδη από 1.1.2017 Οδηγία 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων). Η ιδιαιτερότητα του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, ότι δηλαδή η εκφρασμένη στο νόμισμα του δανειολήπτη τοκοχρεωλυτική δόση του δανείου αυξομειώνεται ανάλογα με την εξέλιξη της ισοτιμίας του (εθνικού) νομίσματος του δανειολήπτη έναντι του (αλλοδαπού) νομίσματος του δανείου, δε μεταλλάσσει τη χορήγηση του  δανείου σε επενδυτική πράξη (ΕφΑθ 2319/2018, ο.π., ΕφΑθ 911/2018, ο.π , ΕφΘεσσαλ 214/2020 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν. 2836/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 Ν. 3371/2005, πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 85 παρ. 1 Ν 3606/2007 από 1- 11-2007: «1. Υπάλληλοι και στελέχη Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), Ανώνυμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), Ανώνυμων   Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων – Κεφαλαίων (Λ.Ε.Δ.Α.Κ.) και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.), που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση: (α) για τη λήψη και τη διαβίβαση ‘εντολών, (β) την εκτέλεση εντολών, (γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (δ) την διαχείριση  χαρτοφυλακίων και (ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και’ κεφαλαίου, οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας …. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων … οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Από το περιεχόμενο της ως άνω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι με το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας ήταν αναγκαίο να εφοδιάζονται οι υπάλληλοι που ήταν αρμόδιοι για την παροχή και διαχείριση επενδυτικών υπηρεσιών και προϊόντων και όχι με την χορήγηση και διαχείριση δανείων (ΕφΑΘ 2319/2018, ο.π.).

IV. Κατά μεν το άρθρο 371 ΑΚ «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο», κατά δε το άρθρο 372 του ίδιου Κώδικα, «σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλόμενους είναι άκυρη». Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, είναι άκυρη η συμφωνία περί αορίστου παροχής, όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στον ένα των συμβαλλόμενων, ο οποίος μπορεί να προβεί σ΄ αυτόν, κατά τρόπο αυθαίρετο, μη υποκείμενο στον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου ή του δικαστηρίου, σε τρόπο ώστε η δέσμευση του άλλου από τη συμφωνία αυτή να είναι υπέρμετρη και αλόγιστη. Αντίθετα, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλόμενους, απλώς σ’ έναν απ’ αυτούς, ο τελευταίος υποχρεούται έναντι του άλλου, να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής, εν αμφιβολία, με δίκαιη κρίση, εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 371 ΑΚ. Και αν μεν η κρίση του ενός συμβαλλομένου μέρους θεωρηθεί εκ μέρους του άλλου δίκαιη, γεννιέται η επί της παροχή αξίωση, όταν όμως θεωρηθεί μη δίκαιη, κάθε ένα μέρος δικαιούται να ζητήσει, με αναγνωριστική αγωγή, το προσδιορισμό από το Δικαστήριο. Ως δίκαιη κρίση ή κρίση αγαθού ανδρός θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής και δη της σύμβασης και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων (ΤρΕφΘρ 21/2017, ο.π.).

V. Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του.. Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες, των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες  ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητας ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλόμενων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προεβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν.. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό· δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης- σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”.  Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν.2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλόμενων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού’ όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο   αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ  ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που  πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την  τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης  που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση  την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλόμενων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής.. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την, ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν ρηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 53/2021, ΝΟΜΟΣ).

VI. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 178 ΑΚ: «Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια αυτής της διάταξης, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη, τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της και το σύνολο των συνθηκών και των περιστάσεων που τη συνοδεύουν και όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, που αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου : «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και έτσι πετυχαίνει να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και ως εκ τούτου άκυρη λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως. προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από  τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά. Απειρία είναι η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική τοιαύτη, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Περαιτέρω, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτί], η οποία πρέπει να είναι προφανής, διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών. Σε περίπτωση, όμως, που ελλείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, διότι απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός συμβαλλόμενου και η; εκμετάλλευση από τον αντισυμβαλλόμενό του μιας από τις γνωστές σε αυτόν ως άνω καταστάσεις (ΑΠ 151/2015, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 429/2015, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΗρακλ 91/2018, ο.π.). Δεν αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΤρΕφΘρ21/2017, ο.π.).

VII. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ «Αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας», ήτοι, πλάνη υπάρχει όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή του με νόημα διαφορετικό από εκείνο που έχει από το νόμο, ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δήλωσής του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε, αν, γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Η άγνοια όμως πρέπει να είναι, ανεπίγνωστη και όχι συνειδητή, γιατί αυτός που γνωρίζει ότι βρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες για την αλήθεια ορισμένης κατάστασης και παρόλα αυτά ενεργεί, δεν βρίσκεται σε πλάνη, όπως λ.χ. όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενό του ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ότι δεν γνωρίζει τις έννομες συνέπειες. Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά επί των οποίων τα μόρη κυρίως στήριζαν τη σύναψη της σύμβασης, ως δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (ΤρΕφΘρ 21/2017, ο.π., ΠΠρΗρακλ 91/2018, ο.π).

VIII. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 147 ΑΚ ως απάτη, που στοιχειοθετεί ελάττωμα της βούλησης και μπορεί να επιφέρει, υπό τη συνδρομή των οριζόμενων στα άρθρα 140, 141 και 91 ΑΚ προϋποθέσεων, ακύρωση της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας και  υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) προκαλείται σε άλλον πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή τη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλόντων) είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση εφόσον, στην τελευταία, περίπτωση, ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η, συνεπεία της απάτης, πλάνη του δηλούντος δεν ενδιαφέρει’ αν είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφερεται στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αν δε είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχομένου την απάτη υπάρχει όταν αυτός επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατώμενος σε δήλωση βουλήσεως, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση, δεν απαιτείται, όμως, ο εξαπατών να επιδιώκει την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά του δράστη υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος (ΤρΕφΘρ 21/2017, ο.π., με εκεί παραπομπές σε νομολογία).

ΙΧ. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 ΑΚ, προκύπτουν τα εξής : Δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Συνεπώς, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητας της σύμβασης προϋποτίθεται,. γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 139. ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον, που συναλλάχθηκε αγνοώντας την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των, κατά την κατάρτισή της, συμβαλλομένων, για το ότι η σύμβαση που συνήφθη είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η εικονικότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΛΚ, 68 και 70 ΚΙΊολΔ (ΤρΕφΘρ 21/2017, ο.π.).

Χ. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να αφορά περιστατικά στα οποία τα μέρη με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη στήριξαν κυρίως τη σύναψη της σύμβασης. Θα πρόκειται για πραγματικά ή νομικά γεγονότα που αποτέλεσαν κοινό θεμέλιο της σύμβασης. Συνεπώς, πρέπει και τα δύο μέρη – και όχι μόνο το ένα από αυτά- να το έθεσαν σιωπηρά (και όχι με τη μορφή αίρεσης) ως όρο ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης, υπό την έννοια ότι δε θα προέβαιναν στην κατάρτισή της εάν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει. Όσα περιστατικά αποτέλεσαν θεμέλιο για το ένα μέρος αποτελούν απλά γεγονότα που ώθησαν το μέρος αυτό στη σύναψη της σύμβασης, ήτοι παραγωγικά αίτια της βουλήσεώς του και άρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα. Άλλωστε, τα παραγωγικά αίτια της βούλησης θεωρούνται κατά κανόνα επουσιώδη (ΑΚ 143) και δεν συνδέονται κατ’ αρχήν με έννομες συνέπειες, εκτός αν ειδικά σε διάταξη νόμου ορίζεται διαφορετικά. Αντίθετα, καθαρά προσωπικές επιδιώξεις, με την προοπτική των οποίων τα μέρη συνήψαν τη σύμβαση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως περιστατικά στα οποία βασίσθηκε η σύμβαση. Επομένως, τα περιστατικά που λαμβάνουν υπόψη τα μέρη για τη σύναψη της σύμβασης καθεαυτά δεν είναι κρίσιμα (ΑΚ 143). Από αυτά τα περιστατικά η ΑΚ 388 αποχωρίζει ορισμένα που μπορεί να αποκτήσουν σημασία: Εκείνα στα οποία κυρίως στηρίχθηκαν οι συμβαλλόμενοι, τα οποία αποτέλεσαν δηλαδή κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο για αυτούς. Το κριτήριο αυτό αντικειμενικοποιείται κατά το ότι η στήριξη στο περιστατικό πρέπει να είναι κοινή και για τα δύο μέρη. Επιθυμίες : ή παραστάσεις του ενός συμβαλλομένου που δεν έγιναν ή δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από τον αντισυμβαλλόμενό του οσοδήποτε και αν είναι ουσιώδεις για τον πρώτο δεν αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο. Η γραμματική διατύπωση της διατάξεως («εστήριξαν») φαίνεται μάλιστα ακόμα στενότερη. Φαίνεται δηλαδή ότι απαιτεί να έγιναν και όχι απλώς να μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε ο ένας από τον άλλο. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σε αυτά και αποτέλεσαν το βάθρο της. Στη συνέχεια, όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά σε μεταγενέστερο χρόνο να μεταβλήθηκαν, τα δε γεγονότα, που προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο μη δυνάμενα να προβλεφθούν. Σε. περίπτωση που ελλείπει, από τις ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού. Η τελευταία δε αυτή διάταξη, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και παρέχει στον δικαστή, τη δυνατότητα όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής, κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από της επιδόσεως της αγωγής και μελλοντικούς, χωρίς αναδρομικότητα (ΠΠρΗρακλ. 91/2018, ο.π,, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε θεωρία και νομολογία).

Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι α) οι συμβάσεις στεγαστικών δανείων σε συνάλλαγμα δεν αποτελούν επενδυτικά προϊόντα, β) με την επίδικη σύμβαση επιρρίφθηκε στους ανακόπτοντες – εφεσίβλητους ο συναλλαγματικός κίνδυνος, ενώ επρόκειτο για σύμβαση ενυπόθηκης πίστης  και γ) ότι είχαν ελλιπή ενημέρωση από τους υπαλλήλους της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης σχετικά με την επίρριψη σε αυτούς του συναλλαγματικού κινδύνου και τη δυνατότητα χρηματοοικονομικής κάλυψης αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου και το κόστος αυτής, ενώ οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν διέθεταν επαγγελματική επάρκεια πιστοποιούμενη με πιστοποιητικό τύπου Β όπως αρμόζει σε παροχή υπηρεσιών χρηματαγοράς.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής κατά το μέρος που η θεμελίωσή του επιχειρείται στην προσομοίωση της ένδικης σύμβασης δανείου με επενδυτικό προϊόν και το κέρδος που αποκομίζει η καθ’ ης η ανακοπή από τη διαφορά σε ευρώ μεταξύ του κεφαλαίου της δανειακής σύμβασης έναντι του κεφαλαίου αποπληρωμής, το οποίο υπολογίζεται σε ξένο συνάλλαγμα με την ισχύουσα κατά το χρόνο αποπληρωμής ισοτιμία είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η επίδικη σύμβαση δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο) ως επενδυτική υπηρεσία, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αναγκαίο και ουσιώδες χαρακτηριστικό της τελευταίας είναι η διάθεση εκ μέρους του συμβαλλόμενου επενδυτή κεφαλαίου, προκειμένου να τοποθετηθεί αυτό επωφελώς σε χρηματοπιστωτικά μέσα, ενώ στην συγκεκριμένη περίπτωση, σκοπός της επίδικης σύμβασης, όπως ιστορείται στην ανακοπή, ήταν η συνομολόγηση και η χορήγηση δανείου σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο) με ευνοϊκούς όρους για την απόκτηση ενός αγαθού (εν προκειμένω αγορά/επισκευή κατοικίας για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών) και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 § 1, 19 §§ 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν πραγματοποιούσε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενης στην ένδικη περίπτωση, πράξης προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση στην ένδικη ανακοπή δέσμευσης κεφαλαίων, με σκοπό την επερχόμενη αύξηση αυτών και εισροή νέων, αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, προορισμένου για στεγαστικές ανάγκες των ανακοπτόντων, με την επ` ωφελεία αυτών εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν υφίστατο προσδοκία περαιτέρω οικονομικού κέρδους, προερχόμενο από την καθ` οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος. Σημειωτέον ότι τη δυνατότητα της μετατροπής αυτής έμμεσα αποδέχεται και ο ενωσιακός νομοθέτης όπως προκύπτει και από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ (βλ. σχετ. Χασάπη, Χρ., Σκέψεις για την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 2014/17/ΕΕ σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης σε καταναλωτές για ακίνητα, που προορίζονται για κατοικία, (ΕφΑΔ 2015, 714 επόμ.). Αποτελεί δε μορφή αντιφατικότητας να θεωρείται και να ισχύει η επίδικη σύμβαση ως σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα ώστε να εφαρμόζεται σε αυτήν το ευνοϊκό επιτόκιο του ελβετικού φράγκου και να απολαμβάνουν οι δανειολήπτες και μάλιστα επί πολλά έτη, τα ανωτέρω οφέλη μετά δε τη συναλλαγματική πτώση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και τη δυσμενή εξέλιξη της ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, να χαρακτηρίζεται η ίδια σύμβαση δανείου ευρώ. Να σημειωθεί επίσης ότι το επίδικο δάνειο σε ξένο νόμισμα, υπέκειτο σε κίνδυνο οικονομικών απωλειών από την αρνητική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ και το ελβετικό φράγκο, γεγονός ασφαλώς γνωστό τους ανακόπτοντες – εκκαλούντες, ανεξαρτήτως εάν είχαν εντρυφήσει ή όχι στις τραπεζικές συναλλαγές, χωρίς η επισήμανση αυτής της απόκλισης από τα συνήθη δάνεια να το καθιστά επενδυτική υπηρεσία, όπως ορθώς επισημάνθηκε στην εκκαλουμένη. Συνακόλουθα, δεν απαιτείτο ειδική εκπαίδευση (επάρκεια πιστοποιούμενη με πιστοποιητικό Β1) των υπαλλήλων της καθ΄ης η ανακοπή–εφεσίβλητης, συμβούλων στεγαστικής πίστης που διαπραγματεύτηκαν την επίδικη δανειακή σύμβαση και πληροφόρησαν σχετικά τους ανακόπτοντες – εκκαλούντες. Περαιτέρω, από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων που αυτοί νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι κατά τη σύναψη της επίδικης δανειακής σύμβασης, η καθής παρέλειψε να τους ενημερώσει για το συναλλαγματικό κίνδυνο  που αναλάμβαναν ή για τη δυνατότητα επιλογής προγράμματος εξασφάλισης από τον κίνδυνο αυτό. Ειδικότερα κατά την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες παρέλαβαν και υπέγραψαν έγγραφο της τράπεζας άνευ ημερομηνίας, το οποίο συνυπογράφεται  από την υπάλληλο τράπεζας, άνευ ημερομηνίας, το οποίο συνυπογράφεται από την υπάλληλο της καθής, Παναγιώτα Σουλιώτη και με το οποίο ενημερώνονταν για το συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλάμβαναν με τη σύμβαση αυτη, για τον κίνδυνο μεταβολής του ύψους του επιτοκίου του δανείου τους, το οποίο συνδεόταν με το LIΒOR, για τη δυνατότητα προστασίας του ποσού των  δόσεων αποπληρωμής του δανείου από ενδεχόμενη μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου και για τη δυνατότητα μετατροπής της οφειλής από ελβετικό φράγκο σε ευρώ. Ειδικότερα το περιεχόμενο του ενημερωτικού αυτού εγγράφου έχει ως εξής: «Κύριε/α … … … Ευχαριστούμε που επιλέξατε το Στεγαστικό Πρόγραμμα … της …., σε Ελβετικό Φράγκο (CHF). Με συνέπεια στη βασική αρχή της Τράπεζας μας για πλήρη ενημέρωση των πελατών μας, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για τα στοιχεία του στεγαστικού σας δανείου που μεταβάλλονται ανάλογα, με τις συνθήκες της Τραπεζικής αγοράς και κατά συνέπεια θα πρέπει να έχετε υπόψη σας καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου σας. … Το Στεγαστικό … είναι ένα πρόγραμμα κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένο με το επιτόκιο βάσης Libor μηνός Ελβετικού Φράγκου (CHF) (επιτόκιο που καθορίζεται από τη Διατραπεζική Αγορά του Λονδίνου). Στο επιτόκιο βάσης Libor προστίθεται περιθώριο που καθορίζεται από την Τράπεζα και παραμένει σταθερό για όλη τη διάρκεια του δανείου. Το επιτόκιο βάσης Libor του ελβετικού φράγκου μεταβάλλεται σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς (όπως και το αντίστοιχο επιτόκιο βάσης Euribor του ευρώ), γεγονός που μεταβάλλει αντίστοιχα και τη μηνιαία δόση του στεγαστικού σας δανείου… Επιλέγοντας ένα δανειακό πρόγραμμα σε συνάλλαγμα, στην προκειμένη περίπτωση σε Ελβετικό Φράγκο, θα πρέπει να συνυπολογίζονται οι πιθανές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου, του είναι το νόμισμα χορήγησης, σε σχέση με το EURO. Συγκεκριμένα στην περίπτωση αποδυνάμωσης ή ισχυροποίησης του ελβετικού νομίσματος σε σχέση με το EURO, λόγω του ότι η μηνιαία σας δόση είναι σε ξένο νόμισμα, το ισόποσο σε EURO που θα πρέπει να καταβάλλεται θα επηρεάζεται αναλογικά από το ποσοστό μεταβολής της ισοτιμίας των συγκεκριμένων νομισμάτων. Υπενθυμίζουμε ότι η …. με το πρόγραμμα Στεγαστικό ….. σας προσφέρει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, την Προστασία Δόσης από πιθανές Συναλλαγματικές Μεταβολές. Επιλέγοντας το πρόγραμμα Προστασίας Δόσης, οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου σας, για 3 συνεχόμενα χρόνια η δόση σας θα είναι προστατευμένη στην περίπτωση μείωσης της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου πάνω από 5% σε σχέση με την τιμή πώλησης CHF που θα ισχύει την ημερομηνία ενεργοποίησης του προγράμματος. Στην περίπτωση αύξησης της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου, δηλαδή αποδυνάμωσης του νομίσματος σε σχέση με το ευρώ επωφελείστε μέχρι ποσοστού 5% σε σχέση με την τιμή πώλησης CHF που θα ισχύει την ημερομηνία ενεργοποίησης του προγράμματος. … Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου, σε σχέση με το EURO αναπροσαρμόζεται κατά το ίδιο ποσοστό και το κεφάλαιο του δανείου σας. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση ισχυροποίησης του ελβετικού νομίσματος το κεφάλαιο του δανείου αυξάνεται ενώ στην περίπτωση αποδυνάμωσής του το κεφάλαιο μειώνεται αντίστοιχα. Στη βάση αυτή εάν αποφασίσετε να αλλάξετε το νόμισμα του δανείου σας σε EURO, τη χρονική στιγμή που αποδυναμώνεται το ελβετικό νόμισμα σε σχέση με το EURO τότε θα έχετε αποκομίσει σημαντικό κέρδος σε σχέση με το οφειλόμενο κεφάλαιο, ενώ θα ζημιωθείτε στην αντίθετη περίπτωση. … Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και με τη συνδρομή του συμβούλου στέγης του καταστήματος εξυπηρέτησής σας, είναι βέβαιο ότι μπορείτε να αξιολογήσετε πληρέστερα την απόφαση για τη λήψη του στεγαστικού σας δανείου.  Η Τράπεζά μας, με συνέπεια στην  ενημέρωση που σας παρέχει για τα στεγαστικά της προγράμματα, αλλά και  με στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων σας, θα είναι σε κάθε περίπτωση στη διάθεσή σας, για όποιες περαιτέρω πληροφορίες ή διευκρινίσεις χρειασθείτε.  Για την επιχειρηματική Μονάδα Στεγαστικής Πίστης, έλαβα γνώση [ακολουθούν υπογραφές του πρώτου ανακόπτοντα και του  υπαλλήλου της τράπεζας…»]. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες ενημερώθηκαν επαρκώς από τους υπαλλήλους της καθής η ανακοπής τράπεζας πριν από τη σύναψη της επίδικης δανειακής συμβάσεως, όπως τούτο δύναται να συναχθεί και από την κατάθεση της μάρτυρος της καθ’ης η ανακοπή, ………… – στεγαστικής συμβούλου στο κατάστημα της  καθ’ης κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης δανείου – στο υ ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, η καθής παρείχε πλήρη ενημέρωση στους δανειολήπτες τόσο κατά το στάδιο της προκαταρκτικής (πληροφοριακής) ερευνάς τους για τη λήψη δανείου όσο και στο μεταγενέστερο στάδιο, όταν αυτοί αποφάσιζαν τη λήψη δανείου. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της καθής καταρχήν ενημέρωναν όλους τους δανειολήπτες και εν προκειμένω τους ανακόπτοντες –εκκαλούντες προφορικά, για όλους τους συμβατικούς τύπους στεγαστικού δανείου που η τράπεζα προσέφερε, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή (στεγαστικά σε ευρώ, σε ελβετικό φράγκο, εν μέρει σε ευρώ και εν μέρει σε φράγκο, ως προϊόν σύνθεσης με σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο) και για τα χαρακτηριστικά των δανείων αυτών. Ακολούθως, αφού οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες επέλεξαν το συγκεκριμένο τύπο στεγαστικού δανείου [δάνειο σε ελβετικό φράγκο] και πριν τη σύναψη δανειακής σύμβασης οι αρμόδιοι υπάλληλοι της καθής-εφεσίβλητης τους παρέδωσαν ενημερωτική επιστολή – έγγραφο με το περιεχόμενο που παραπάνω αναφέρθηκε, όπου αναλύονται  τόσο οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι, όσο και η ύπαρξη προγράμματος εξασφάλισης από το συναλλαγματικό κίνδυνο. Το περιεχόμενο του παραπάνω ενημερωτικού εγγράφου, είναι σαφές και κατανοητό και ενημερώνεται πλήρως ο δανειολήπτης για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτού, με κυριότερο τον συναλλαγματικό κίνδυνο, χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία ότι ο μέσος δανειολήπτης (πολύ δε, περισσότερο, ο δανειολήπτης, εδώ πρώτος ανακόπτων-εκκαλών δικηγόρος) κατανοούσε πλήρως ότι συνήψε δάνειο σε συνάλλαγμα και είχε πλήρη και σαφή αντίληψη του συναλλαγματικού κινδύνου. Καταρχήν, η έννοια της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν είναι ακατάληπτη, κατά περιεχόμενο ούτε παρουσιάζει πολυπλοκότητες και δυσχέρειες κατανόησης, ούτε απαιτεί για την κατανόησή της εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, αλλά είναι πασίδηλη και οικεία στην καθημερινότητα, ο δε μέσος καταναλωτής, ήτοι αυτός που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος κατά τις συναλλαγές (ή έστω και απρόσεκτος αλλά στοιχειωδώς μέσης αντίληψης), μπορούσε απολύτως να κατανοήσει ότι οι ισοτιμίες σε βάθος χρόνου, όσο διαρκεί η αποπληρωμή στεγαστικών δανείων, υπόκεινται σε διακυμάνσεις, τις οποίες ουδείς μπορεί να προβλέψει, καθώς επίσης και ότι κάθε μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναπόδραστα θα επηρέαζε το ποσό της καταβαλλόμενης δόσης είτε προς όφελος του είτε σε βάρος του και μπορούσε να εκτιμήσει τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους του συναλλαγματικό κίνδυνο, χωρίς να χρειάζεται να έχει ιδιαίτερες γνώσεις χρηματικοοικονομικών για να αντιληφθεί τούτα. Οι μεν παράγοντες διαμόρφωσης της ισοτιμίας είναι πράγματι πολύπλοκοι και το αποτέλεσμα απρόβλεπτο, η ίδια όμως η έννοια της ισοτιμίας και η δυνατότητα μεταβολής αυτής δεν προϋποθέτει τη γνώση του μηχανισμού διαμόρφωσης των ισοτιμιών. Εξάλλου, σε ελβετικό φράγκο οδηγήθηκαν οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες ακριβώς επειδή απέβλεψαν στην ευνοϊκή ισοτιμία φράγκου-ευρώ κατά το χρόνο κατάρτισης της κάθε δανειακής σύμβασης και στο χαμηλό επιτόκιο LIBOR και η αντιπαραβολή και η σύγκριση του δανείου σε φράγκο με το δάνειο σε ευρώ, αποτέλεσε τη βάση της απόφασης κατάρτισης δανείου σε ξένο νόμισμα, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχαν αντιληφθεί πλήρως το αντιστάθμισμα του κινδύνου διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επέλεξαν δε, τη σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, όχι λόγω ελλειμματικής ενημέρωσης εκ μέρους της καθής τράπεζας, αλλά προχώρησαν στην απόφασή τους αυτή έχοντας σαφή και πλήρη ενημέρωση για το είδος της σύμβασης και τους κινδύνους που αναλάμβαναν, βασιζόμενοι σε άλλα κίνητρα (π.χ. χαμηλότερο επιτόκιο ή προσδοκία ευμενούς μεταβολής ή διατήρησης της ισοτιμίας στο μέλλον), αναλαμβάνοντας εν γνώσει τους τον προκείμενο κίνδυνο, προκειμένου να απολαυσουν την αντισταθμιστική ωφέλεια. Όσον αφορά δε το ύψος της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, το οποίο δεν ελέγχεται από την καθής, αλλά προκύπτει από την λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς συναλλάγματος, είναι δεδομένη η ευχέρεια λήψης της σχετικής πληροφόρησης από δημοσιεύσεις στον τύπο, από αναρτήσεις στο διαδίκτυο αλλά και από ανακοινώσεις που εκτίθενται σε οποιοδήποτε .υποκατάστημα της εναγόμενης ή κάποιας άλλης τράπεζας. Ο δε αριθμητικός προσδιορισμός της οικονομικής επιβάρυνσης που ο οφειλέτης αναλάμβανε δεν είναι αόριστος, αλλά ορισμένος και προκύπτει από την υφιστάμενη κατά την κρίσιμη περίοδο σχέση ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου με την εκτέλεση ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού, δοθέντος ότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο αφού ισχύει για το σύνολο των απαλλασσόμενων και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα (πρβλ. ΕφΑθ 2319/2018, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Με βάση τ΄ ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι η καθ΄ης-εφεσίβλητη παρέλειψε να ενημερώσει τους ανακόπτοντες-εκκαλούντες για  το συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλάμβαναν (ή για τη δυνατότητα επιλογής προγράμματος εξασφάλισης σχετικά με τον κίνδυνο αυτόν. Ούτε αποδείχτηκε ότι οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες στερήθηκαν τη δυνατότητα μελέτης και περίσκεψης των όρων του επίδικου δανείου, κατόπιν της παραλαβής ή της γνωστοποίησης κάθε πληροφοριακού υλικού και του περιεχομένου των όρων αυτού. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο συνεχόμενος ισχυρισμός των ανακοπτόντων-εκκαλούντων ότι η καθ΄ης-εφεσίβλητη  τους επέρριψε το συναλλαγματικό κίνδυνο καίτοι επρόκειτο για σύμβαση συναλλακτικής πίστης, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες συναλλάχθηκαν  με την τράπεζα αποβλέποντας στο χαμηλό επιτόκιο και με πρωταρχικό σκοπό να ευνοηθούν από τη σχετική ωφέλεια, έχοντας λάβει γνώση  των όρων του επίδικου δανείου, ανεξαρτήτως της ενδιάθετης επιφύλαξής τους σχετικά με τη  διατήρηση της ευνοϊκής γι΄ αυτούς συναλλαγματικής ισοτιμίας, για την οποία γνώριζαν  ότι μπορεί να μεταβληθεί.

Συνεπώς, ο 1ος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθώς το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε.

Περαιτέρω, με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον 3ο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η σύμβαση στεγαστικού δανείου που κατήρτισαν με την καθ ης η ανακοπή – Τράπεζα είναι άκυρη, διότι, αυτοί έπρεπε να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους είτε σε ευρώ (με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης, δηλαδή του ελβετικού φράγκου), είτε στο νόμισμα χορήγησης (την ημέρα καταβολής), (όρος 7) ενώ σε περίπτωση καταγγελίας, το σύνολο της απαίτησης μπορούσε να μετατραπεί σε ισότιμη οφειλή ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης της ημέρας της καταγγελίας (όρος 9), με τόκο υπερημερίας προς επιτόκιο στο εξής, ίσο με το εκάστοτε βασικό στεγαστικό επιτόκιο αυξημένο κατά 2,5 %, ενώ δεν υπάρχει εκ μέρους τους δυνατότητα καταβολών σε συνάλλαγμα ελλείψει σχετικού εισοδήματος και έτσι, ο προσδιορισμός της παροχής απόκειται στην εκάστοτε τιμή πώλησης συναλλάγματος που ορίζει η Τράπεζα, καθιστώντας την απρόβλεπτη και μη προκύπτουσα από αντικειμενικά κριτήρια. Ωστόσο, η παροχή τους (καταβολή) είναι προσδιορισμένη επακριβώς, εφόσον η εξόφληση των μηνιαίων δόσεων μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ευρώ, υπολογιζόμενο στο αντίτιμο συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο κατά την ημέρα πληρωμής, όπως η ισοτιμία διαμορφώνεται από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος ή σε επακριβώς προσδιορισμένη ποσότητα αυτούσιων ελβετικών φράγκων. Και στις δύο περιπτώσεις, ανάλογα με την επιλογή τρόπου καταβολής από τους ανακόπτοντες, η παροχή τους επακριβώς προσδιορίζεται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και με αντικειμενικά κριτήρια και όχι μονομερώς και ανέλεγκτα από την Τράπεζα. Και τούτο διότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος διαμορφώνεται ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που για το σκοπό αυτό εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς για κάθε νόμισμα στο οποίο αποτυπώνεται το μέτρο της διατραπεζικής αγοράς, αποτελώντας διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο για το σύνολο των συναλλασσομένων και δη για την ένδικη σύμβαση και παράγοντα που οδηγεί στην  άρση της αοριστίας της παροχής. Επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω το άρθρο 372 ΑΚ, σχετικά με την προσδιορισμό της παροχής αποκλειστικά από το ένα μέρος των συμβαλλομένων, ενώ οι μη προβλέψιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες που επικαλούνται οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με το σχετικό λόγο έφεσης, ήτοι οι κοινωνικοπολιτικές – οικονομικές συνθήκες, ο πληθωρισμός, η αύξηση ζήτησης συναλλάγματος όταν δεν υπάρχει δυνατότητα απόκτησής του στην εγχώρια αγορά, το ισοζύγιο πληρωμών και το έλλειμμα ενός κράτους και τέλος οι πολιτικές ενός Κράτους και οι ανακοινώσεις αυτού, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Κεντρικής εγχώριας Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας, δεν προκύπτει ότι αποτέλεσαν, αυτοί καθαυτοί, κριτήρια για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε ως μη νόμιμο τον 3ο λόγο ανακοπής, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος λόγος) της κρινόμενη έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 3ο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον 4ο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι οι προαναφερθέντες στο 2ο λόγο έφεσης, 7ος και 9ος όροι της ένδικης σύμβασης, είναι καταχρηστικοί και ως εκ τούτου άκυροι, γιατί αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, περί προστασίας καταναλωτή, διότι το ύψος της οφειλής αφήνεται αόριστο, επιτρέποντας στην Τράπεζα να το καθορίζει μονομερώς και κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος των εκάστοτε δόσης και καταλοίπου του δανείου, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που η ίδια καθορίζει εφαρμόζοντας τους ανωτέρω όρους, με αποτέλεσμα να καθίσταται ασταθής και μεταβλητή η  οφειλή τους. Ωστόσο, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω σχετικά με το 2ο λόγο έφεσης (για τον επαρκή και όχι αόριστο προσδιορισμό της παροχής)  σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχ. V. νομική σκέψη της παρούσας, το περιεχόμενο των όρων αυτών εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης με περιεχόμενο που επαναλαμβάνει αυτό της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, όπως επιτάσσεται από την Οδηγία 93/13 (13η σκέψη Προοιμίου και άρθρο 1 παρ. 2 Οδηγίας), με αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής της των συμβατικών ρητρών που απηχούν ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς να τροποποιείται το περιεχόμενο ή το πεδίο εφαρμογής τους. Περαιτέρω, η αναγραφή ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση, κατά την οποία στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα αποκλειστικά σε ευρώ και, ειδικότερα, ορίζει ότι οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο και θα εξοφλούνται κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου από την τράπεζα κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Και τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή, δηλαδή του συμβατικού αποκλεισμού της ευχέρειας του οφειλέτη να καταβάλει τη δόση του δανείου σε ελβετικά φράγκα, η επιβαλλόμενη με το σχετικό όρο υποχρέωση αυτού να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς την τράπεζα από το δάνειο αποκλειστικά σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ως άνω νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στη μία από τις προβλεπόμενες από αυτό δυνατότητες, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, δεδομένου ότι οι όροι των συναλλαγών υπόκεινται σε έλεγχο μόνον όταν και στο μέτρο που αποκλίνουν από το ισχύον δίκαιο. Η επιβαλλόμενη δε ως άνω υποχρέωση, να εκπληρώσει ο οφειλέτης την υποχρέωσή του σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, είναι σύμφωνη και όχι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων και καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ εφαρμόζεται για κάθε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή και, συνεπώς, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της επί συμβάσεων δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, που συνήφθησαν μεταξύ καταναλωτών και τραπεζών, στις οποίες ισχύουν και νομοθετικές/κανονιστικές διατάξεις, που επιβάλλουν στις τράπεζες υποχρέωση ενημέρωσης του καταναλωτή, (ΑΠ 53/2021, ΝΟΜΟΣ), καθόσον όπως προεκτέθηκε, η επιβαλλόμενη στους ανακόπτοντες – εκκαλούντες υποχρέωση να καταβάλουν την εκάστοτε δόση ή το κατάλοιπο του δανείου σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της πληρωμής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ και συνεπώς οι όροι αυτοί ως δηλωτικοί της ένδικης σύμβασης δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα και απέρριψε ως μη νόμιμο το σχετικό (4ο) λόγο ανακοπής  δεν έσφαλε  και ο 3ος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 4ο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον 5ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η ένδικη σύμβαση είναι άκυρη, ως ανήθικη, αισχροκερδής και καταπλεονεκτική,  αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, όπως οι όροι αυτοί προσδιορίζονται στην υπό στοιχ. VI νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον, όπως ισχυρίζονται, οι υπάλληλοι της εφεσίβλητης Τράπεζας εκμεταλλευόμενοι την απειρία που διακατείχε τους εκκαλούντες – ανακόπτοντες, τους παρέσυραν σε δυσβάσταχτα επιβαρυντική γι΄αυτούς (ανακόπτοντες) σύμβαση και παράλληλα αποσιώπησαν αθέμιτα τους σχετικούς με τη σύμβαση κινδύνους, ιδίως δε το συναλλακτικό κίνδυνο, όπως περιγράφεται ειδικότερα στην ανακοπή, επικουρικά δε, ότι η ένδικη σύμβαση τυγχάνει άκυρη ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, λόγω της μεταβλητότητας του κεφαλαίου του δανείου που όφειλαν να επιστρέψουν λόγω των συναλλαγματικών ισοτιμιών, με αποτέλεσμα  τη δημιουργία φανερής δυσαναλογίας, κατά την αντίληψη λογικού και έμπειρου στις συναλλαγές ανθρώπου, στη σχέση παροχής και αντιπαροχής μεταξύ του ήδη οφειλόμενου κεφαλαίου της οφειλής από την ένδικη σύμβαση, το οποίο υπερβαίνει κατά 40% το κεφάλαιο που δανείστηκαν στην πραγματικότητα, την ίδια στιγμή που η Τράπεζα – εφεσίβλητη δεν τους είχε χορηγήσει αυτούσιο συνάλλαγμα και έτσι καρπώθηκε η ίδια κάθε ποσό που τους χρέωνε δήθεν για αγορά και πώληση συναλλάγματος που ήταν εικονική συναλλαγή τελούμενη αυθαίρετα εκ μέρους της για λογαριασμό τους. Ωστόσο, δεν υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, κατά τρόπο που να οδηγεί στο χαρακτηρισμό της σύμβασης ως ανήθικης, αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, καθόσον η εξόφληση μπορεί να γίνει είτε με αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο αντίτιμο του συναλλάγματος με βάση την ισοτιμία αυτού κατά την ημέρα πληρωμής της δόσης, όπως προκύπτει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Σημειωτέον ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτή ήταν επωφελής για τους εκκαλούντες – ανακόπτοντες, λόγω της ευνοϊκής ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου και χαμηλού επιτοκίου Libor και δεν μπορεί να γίνει λόγος για  δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής. Επίσης, η ένδικη σύμβαση δεν καθίσταται καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκθέτουν οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες στον κρινόμενο λόγο ανακοπής και κατά το μέρος που αυτός αφορά τη συγκεκριμένη διάταξη, η υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και η συνεπεία της υποτίμησης αυτής επιβάρυνσή τους με την καταβολή μεγαλύτερου ποσού δόσης, που επήλθε μετά τον κρίσιμο χρόνο υπογραφής της σύμβασης και κατά τη διάρκεια του δανείου  , δεν καθιστά αυτήν (σύμβαση) άνευ ετέρου καταχρηστική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον 5ο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο ως προς αμφότερες τις βάσεις αυτού, δεν έσφαλε και ο σχετικός (4ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 5ο λόγο της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται πλάνη στη δήλωση βούλησης των ανακοπτόντων – εκκαλούντων κατά την κατάρτιση και υπογραφή της ένδικης σύμβασης, ενώ οι ίδιοι πράγματι είχαν πλανηθεί για τη φύση του δανείου λόγω της ανεπαρκούς γνώσης τους και της ανεπαρκούς ενημέρωσης εκ μέρους των υπαλλήλων της Τράπεζας, ενώ  αποσκοπούσαν σε χαμηλή μηνιαία δόση και όχι στο κέρδος επενδυτικού προϊόντος λόγω της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, ούτε απέβλεψαν στο ότι θα καταβάλουν τελικώς μικρότερο κεφάλαιο και έτσι απέρριψε τον 6ο λόγο της ανακοπής τους.  Ωστόσο,  όπως διαλαμβάνεται στις υπό στοιχ. VII και VIII νομικές σκέψεις της παρούσας, εάν υφίστατο πλάνη, θα ήταν αναγκαία η αναφορά στην ένδικη ανακοπή ότι πίστευαν ότι υπογράφουν απλή σύμβαση στεγαστικού δανείου και όχι τέτοια σύμβαση σε συνάλλαγμα, αντίθετα δε, γνώριζαν ότι η σύμβασή τους περιέχει τον επίμαχο όρο συναλλάγματος που είναι συνδεδεμένος με τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και από δική τους απόφαση προχώρησαν στην υπογραφή της σύμβασης, χωρίς να πλανηθούν, ανεξαρτήτως των οποιονδήποτε ενδιάθετων προσδοκιών τους. Άλλωστε, ούτε πλάνη περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης μπορεί να στοιχειοθετηθεί, με την έννοια της στήριξης της σύμβασης αποκλειστικά στο χαμηλό επιτόκιο και χαμηλή μηνιαία δόση γιατί τότε θα συμφωνούσαν επιπλέον ή θα ζητούσαν εγγυήσεις για το ότι σε περίπτωση τέτοιας διακύμανσης του συναλλάγματος σε βαθμό που η σύμβαση να καθίσταται γι΄αυτους μη ευνοϊκή, θα υπήρχε δυνατότητα ανατροπής αυτής, χωρίς να αρκούνται σε απλή διαβεβαίωση των υπαλλήλων της Τράπεζας για την κατάρτιση σύμβασης με ευνοϊκότερους όρους, η οποία από μόνη της δεν αρκεί για να καταστεί δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται παραδεκτά με την παρούσα και απέρριψε τον 6ο λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, δεν έσφαλε και ο σχετικός (5ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 6ο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον 7ο λόγο ανακοπής τους με τον οποία ισχυρίστηκαν ότι η ένδικη σύμβαση ήταν εικονικη, αφού ποτέ δεν τους χορηγήθηκε συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων, ώστε δεν γεννάται σε καμία περίπτωση οφειλή τους σε συνάλλαγμα ώστε να ενέχονται σχετικά. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχ. IX σκέψη της παρούσας, η ακυρότητα της σύμβασης λόγω εικονικότητας προϋποθέτει εικονικές και όχι σπουδαίες δηλώσεις, γεγονός που δεν επικαλέστηκαν οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες, παρίσταται δε οξύμωρο το γεγονός ότι επικαλούνται παραπλάνηση και εξαπάτηση εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας και ταυτόχρονα εικονικότητα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επέρριψε το σχετικό λόγο της ανακοπής (7ο) ως νόμω αβάσιμο, έκρινε ορθά και δεν έσφαλε και ο 6ος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 7ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον 8ο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου είναι εξ ολοκλήρου άκυρη και κατ΄επέκταση και η βάση αυτής εκδοθείσα και πληττόμενη διαταγή πληρωμής, δοθέντος ότι ελλείπουν οι βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος όπως επιτάσσεται από την ΠΔΤΕ 2325/1994, δημιουργηθείσας σε βάρος τους λογιστικής απλώς εγγραφής, επικουρικώς δε ότι εξ αιτίας της ανωτέρω έλλειψης είναι άκυροι όλοι οι όροι της σύμβασης του δανείου με τους οποίους επιρρίπτεται σε αυτούς ο συναλλαγματικός κίνδυνος. Ωστόσο, η έλλειψη βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος δεν καθιστά την εν λόγω σύμβαση άκυρη, αλλ΄ενδεχομένως επιφέρει διοικητικού χαρακτήρα κυρώσεις σε βάρος της Τράπεζας, ενώ περαιτέρω ως προς το σκέλος της επικουρικής βάσης του 8ου λόγου ανακοπής, δεν εξειδικεύεται ούτε το περιεχόμενο των σχετικών όρων που επιρρίπτουν σε βάρος τους το συναλλαγματικό κίνδυνο ούτε το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν εξ αιτίας καθενός από αυτούς, ούτε καν προσδιορίζεται αναφορικά το είδος των κονδυλίων που προέκυψαν, ώστε να δύναται να εξαχθεί βάσιμο δικανικό συμπέρασμα, τέλος δε οι πληττόμενοι όροι της σύμβασης που απηχούν το περιεχόμενο της  διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ στο οποίο κατ΄εκτίμηση του σχετικού λόγου αναφέρονται οι ανακόπτοντες, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε τον 8ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής ως μη νόμιμα κατ΄αμφότερα τα σκέλη αυτού, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ο σχετικός 7ος λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τον 8ο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον 9ο λόγο της ανακοπής τους  με τον οποίο ισχυρίστηκαν  ότι η ένδικη σύμβαση τυγχάνει άκυρη καθόσον από το έτος 2008 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής εμφιλοχωρησε ραγδαία και απρόβλεπτη υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην ανακοπή, με ασυνήθιστη και εκτός της συνήθους πορείας των πραγμάτων αρνητική επίπτωση στην από την ανωτέρω σύμβαση οφειλή τους, επικουρικά δε αυτή η σημαντική αύξηση της οφειλής τους έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και το όριο κινδύνου που αυτά επιβάλλουν σχετικά, ενώ η Τράπεζα έχει εξασφαλίσει μέσω παραγώγων τη θέση της έναντι της ανατροπής των ισοτιμιών και μάλιστα αποκτά κέρδος σε κάθε διακύμανση αυτών, καθιστώντας έτσι την επίμαχη σύμβαση άκυρη λόγω αντίθεσης στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. Ωστόσο, όπως εκτίθεται στην υπό στοιχ. Χ νομική σκέψη και αληθείς υποτιθέμενες οι ανωτέρω αιτιάσεις σε σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 388 και 288 ΑΚ, οι ανακόπτοντες δεν ασκούν το από τις διατάξεις αυτές διαπλαστικό δικαίωμα με άσκηση και επίδοση σχετικής αγωγής για την αναπροσαρμογή της παροχής τους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ανωτέρω 9ο λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο δεν έσφαλε και ο σχετικός 8ος λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, I. Σύμφωνα με to άρθρο 626 παρ. 1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως υποβολή αιτήσεως η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν η οποία πρέπει να περιέχει όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και 119 § 1 ΚΠολΔ, ήτοι να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 117 του ίδιου κώδικα, ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση είναι εκτός των άλλων να υπογράφεται από το δικαστή ή το δικαστικό υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα που συνέπραξε, από τους παρόντες διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν, ή να αναφέρεται η άρνηση ή η αδυναμία τους να υπογράψουν. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, απαιτείται κατάθεση αιτήσεως στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και ότι η κατάθεση αυτή πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας και υπογράφεται από τον ίδιο και από το δικηγόρο που καταθέτει την αίτηση. Εφόσον συνταχθεί η έκθεση, οποιαδήποτε τυπική παράλειψη ως προς τα αναγκαία στοιχεία της κρίνεται, όπως όλες οι δικονομικές ακυρότητες, κατά το άρθρο 159 ΚΠολΔ. Έτσι, η παράλειψη ή η ελλιπής παράθεση κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία δεν θίγει το υποστατό της αίτησης αλλά επιφέρει ακυρότητα της κατάθεσης, μόνο με επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης του διαδίκου που την προτείνει, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη αυτής της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 159 περ. 3 ΚΠολΔ.

Αντίστοιχα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποίας αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και όχι δικαστική απόφαση και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη, αρκεί να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, ε και στ του άρθρου 630 ΚΠολΔ (ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, ονοματεπώνυμο εκείνου που ζητεί την έκδοση της και του καθού η αίτηση, διευθύνσεις κατοικίας των τελευταίων κ.λπ.), το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί, καθώς και την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι απαραίτητο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή. Η παράλειψη των αναγκαίων κατ’ άρθρο 630 ΚΠολΔ στοιχείων μιας διαταγής πληρωμής τότε μόνον μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ., όταν προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ. (ΕφΛαρ 361/2007, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007, σ.330). Ειδικότερα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή (αρθρ. 626 παρ. 2 ΚΠολΔ). Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται η λεπτομερής έκθεση των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, ούτε ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής, αλλά αρκεί η έκθεση των πραγματικών εκείνων περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση, από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της, και που, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου από τον δικαστή, δικαιολογούν ότι υπάρχει αντίστοιχη συγκεκριμένη οφειλή του καθ’ ου η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής έναντι του αιτούντος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 630 εδ. δ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής περιέχει το απαιτούμενο στοιχείο της αιτίας της πληρωμής, όταν περιλαμβάνει, έστω και χωρίς νομικό χαρακτηρισμό, έκθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την αποδεικνυόμενη εγγράφως απαίτηση, για την οποία η διαταγή πληρωμής εκδίδεται, ούτως ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής (ΕφΘεσσαλ 110/2008, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008, σ.740). Εξάλλου, επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτου. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αιτήσεως τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΕφΓΙειρ 638/2015, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΌΣ, ΕφΑΘ 2102/201 1, ΔΕΕ 2011, σ.916, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 και 2 ΚΓΙολΔ, 585 και 632 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι. Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με της διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΕφΘεσσαλ 166/2017, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 37/2016, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου εκ δανειακής σύμβασης η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασμού, μόνη δε η με τους λόγους αυτούς γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΠειρ 638/2015, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1 159/2012, ΔΕΕ 2012, σελ. 676, ΕφΘεσ 1027/2010, Αρμ. 2012, σελ. 577, ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997, σ.725, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΕφΘεσσαλ 166/2017, ο.π.).

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 του. ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοσή διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή να αποδεικνύεται με δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα. Από τα έγγραφα πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμο και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και οφειλέτη (ΑΠ 355/1999, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εάν τα ανωτέρω δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1102/2008, Λ’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2007 ΧρΙΔ 2008, σ.437). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης, στη δίκη δε της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής, οι οποίοι, σε συνδυασμό με το αίτημα της, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ό.π.). Ειδικότερα, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό περισσότερων από ένα, τέτοιων εγγράφων, πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμο αυτής, η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δανειστή και του οφειλέτη (ΑΠ 448/2006, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 1387/2011, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ’ ίσα ποσοστά, Όταν όμως ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο. Για την έκδοση διαταγής πληρωμής, βάσει ληφθέντος δανείου που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις και το οποίο έχει καταστεί στο σύνολο του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διότι ο δανειολήπτης καθυστέρησε ν’ αποδώσει οιαδήποτε δόση, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής συμβάσεως, αρκεί να περιλαμβάνεται στη σχετική αίτηση ότι συνήφθη έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεολυτικού δανείου με τον προαναφερθέντα όρο, το ύψος του τυχόν συμφωνηθέντος επιτοκίου για την εύρεση των τυχόν αξιουμένων συμβατικών τόκων, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολο του ή τμηματικό στο δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσεως. Στην ως άνω αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πιο πάνω απαίτηση του δανειστή και την αιτία αυτής και συγκεκριμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη δανειακή σύμβαση, τις επιμέρους καταβολές του ποσού του δανείου στο δανειολήπτη και την καθυστέρηση του τελευταίου στην καταβολή κάποιας τοκοχρεολυτικής δόσεως, η οποία μπορεί να προκύπτει και από επιστολή του δανειολήπτη, με την οποία αυτός ζητεί ρύθμιση του οφειλομένου χρέους. Το ύψος των οφειλομένων τόκων (συμβατικοί και υπερημερίας) δεν απαιτείται να προκύπτει από έγγραφα και αρκεί η αναγραφή των στην αίτηση, εφόσον η ανεύρεση αυτών είναι αντικείμενο μαθηματικού υπολογισμού. Μάλιστα, στην περίπτωση εν γένει που ζητείται υπόλοιπο εντόκου δανείου ο ενάγων δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει το ποσό των νόμιμων τόκων, τους οποίους με δεδομένο το κεφάλαιο καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, όπως αυτά είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εξευρίσκονται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς).

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως. συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτί) δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική) ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφ’ όσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν : α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπ’ όψιν κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφανείας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΕφΘεσσαλ 1224/2017, ΕφΘεσσαλ 2277/2017, ΕφΘεσσαλ 473/2017, ΕφΠειρ 401/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1159/2012, ΔΕΕ 2012, σ.676).

Με τον δέκατο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν  ότι η   ένδικη απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη διαταγή πληρωμής, δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη, καθώς δεν προέκυψε αναλυτικά το ληξιπρόθεσμο ποσό των 216.795,74 Ελβετικών Φράγκων, ούτε περιέχεται πλήρης ανάλυση των χρεώσεων μετά τη μεταφορά του οριστικού ποσού σε καθυστέρηση, καθώς ειδικότερα : (α) Η καθ ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη) στην αίτηση προς έκδοση της πληττομενης διαταγής πληρωμής, αναφέρεται στο δικαίωμά της, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση στεγαστικού δανείου, για μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε Ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας, ήτοι την 1.10.2013, χωρίς όμως να αναφέρει πουθενά ποια είναι η τιμή πώλησης του συγκεκριμένου νομίσματος κατά την ημερομηνία αυτή, (β) Σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της σύμβασης, το ποσό του δανείου συμφωνήθηκε να εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, (i) για το διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης αυτού και για τον επόμενο μήνα, με επιτόκιο LIBOR μηνιαίας διάρκειας, το οποίο θα ίσχυε για δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, προσαυξημένο κατά μία μονάδα (1%) και (ii) μετά τη λήξη της προηγούμενης, υπό στοιχ. (i) περιόδου, το επιτόκιο θα αναπροσαρμόζεται και θα ισούται με το εκάστοτε επιτόκιο LIBOR μηνιαίας διάρκειας το οποίο θα ίσχυε δύο εργάσιμες ημέρες πριν τη λήξη εκάστου μήνα, ή προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα (1%) πλέον εισφοράς του ν. 128/1975.  Ωστόσο, η καθ΄ ης (ήδη εφεσίβλητη) δεν προσκομίζει, πέραν του από 1.10.2013 αντιγράφου κίνησης  των χρεωπιστώσεων του δανείου, πίνακα των επιτοκίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του δανείου, επί των οποίων συμπλήρωσε αυτή μία εκατοστιαία (1%) μονάδα για να προκύψουν τα τελικά επιτόκια αυτού.

Περαιτέρω, η καθ΄ ης ( ήδη εφεσίβλητη) πέραν του πίνακα κίνησης λογαριασμού του δανείου, δεν προσκομίζει πίνακα επιτοκίων αυτού, καθιστάμενης έτσι, αβέβαιας και αόριστης της απαίτησής της. (γ) Στην ένδικη απαίτηση έχουν ενσωματωθεί παρανόμως ποσά τόκων εξ ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75 καθώς η καθ’ης κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του Ν. 128/75 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως και ανατόκιζε τα ποσά της. (δ) Η καθ’ης (ήδη εφεσίβλητη) δυνάμει σχετικών όρων της σύμβασης δανείου, διαμόρφωσε μονομερώς το επιτόκιο-υπερημερίας πολύ πιο υψηλά από το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας κατά μονάδα 0,5% παραπάνω από το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, οι δε χρεώσεις προέκυψαν καθ’ υπέρβαση των νομίμων επιτοκίων, επιπρόσθετα, δε, η καθ’ης χρησιμοποίησε ως βάση υπολογισμού το Βασικό Στεγαστικό Επιτόκιο της Τράπεζας, όπως αυτό αναφέρεται στον όρο 9 της δανειακής σύμβασης, χωρίς να ορίζεται πουθενά ποιο είναι αυτό.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το υπό στοιχ. (α) τμήμα του, τυγχάνει μη νόμιμος, καθόσον η αναφορά της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης δανείου, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της ένδικης διαταγής πληρωμής, όπως αυτό εξειδικεύεται στην προηγηθείσα, υπό στοιχ. 1 μείζονα σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι η ένδικη απαίτηση προσδιορίζεται επακριβώς στην πληττόμενη διαταγή πληρωμής, το ύψος, δε, της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων δύναται να εξαχθεί ευχερώς με μαθηματικούς υπολογισμούς, δοθέντος ότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων, και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα, ως ανώτερα), ήδη, εκτέθηκε.  Περαιτέρω, κατά το υπό στοιχ (β) τμήμα του, ο λόγος τυγχάνει, ομοίως, απορριπτέος, ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις υπό στοιχ ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις, καθώς το ύψος του επιτοκίου δεν απαιτείται να προκύπτει από συγκεκριμένη κατάσταση, τη στιγμή που οι οφειλόμενοι τόκοι (συμβατικοί και υπερημερίας) προκύπτουν, από το απόσπασμα των βιβλίων της καθ’ης που επισυνάφθηκε στην αίτηση, η δε εξακρίβωση μπορεί να επιτευχθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Εξάλλου, ο υπό στοιχ. (γ) όρος, πάσχει πρόδηλης αοριστίας, καθόσον με αυτόν  οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. ΕφΠειρ 638/2015, ΕφΔυτΜακεδ 73/2015, Αρμ 2016, σ.98, ΕφΘεσσαλ 1034/2013, Αρμ 2014, σ.634, ΕφΑΘ 1159/2012, ΔΕΕ2012, σ.676, ΕφΑΘ 1778/2010 ·— ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4424/2009, ΕλΔνη 2011, σ.875, ΕφΠειρ 911/1994, ΕλΔνη 36, σ.672, ΕφΠατρ 195/2007, Αρμ 2008, σ.921, ΕφΠατρ 835/2002, Αρμ 2004, σ. 1162).

Επιπρόσθετα, ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό  στοιχ IV νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο είναι νόμιμη, ενόψει του ότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του Ν. 128/75, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια. Τέλος, κατά το υπό στοιχ. (δ) τμήμα του, ο λόγος αυτός της ανακοπής πάσχει αοριστία, για το ίδιο λόγο που πάσχει και κατά το υπό στοιχ. (γ) τμήμα αυτού, ήτοι για το ότι δεν προσβάλουν οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και δεν επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, ενώ επιπρόσθετα, δεν αναφέρουν αυτοί το ακριβές περιεχόμενο των ελεγχόμενων όρων της σύμβασης δανείου, ούτε τον τρόπο με τον οποίον οι όροι αυτοί επηρέασαν είτε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είτε το ύψος της επιδικαζόμενης με αυτήν απαίτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε το σχετικό (10ο) λόγο ανακοπής δεν έσφαλε και ο σχετικός (9ος) λόγος έφεσης πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες παραπονούνται γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον 11ο λόγο της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο ισχυρίστηκαν  ότι τόσο στην αρχική όσο και στα παραρτήματα της υπό κρίση σύμβασης δανείου, περιέχονται όροι πολύπλοκοι και δυσνόητοι, κατά τρόπο που τους καθιστά δυσανάγνωστους και χρήζουν ειδικών γνώσεων για την αντίληψή τους, ενώ περιέχουν αυτοί ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων, οι οποίες χορηγούν στη τράπεζα δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού του ύψους του τόκου, ειδικότερα δε, στο άρθρο 9 της σύμβασης, αναφέρεται ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα προέρχεται με την προσθήκη 2,5 εκατοστιαίων μονάδων στο «Βασικό Στεγαστικό Επιτόκιο» της Τράπεζας, το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά ποιο είναι και πώς διαμορφώνεται. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αόριστος κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, στην απάντηση επί του ένατου λόγου της κρινόμενης έφεσης, αφού ουδόλως αναφέρεται το περιεχόμενο των πληττόμενων όρων της επίδικης σύμβασης δανείου, ούτε τα κονδύλια της διαταγής πληρωμής που προσβάλλονται με αυτόν. Με τον  ίδιο (τελευταίο) λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες, αμφισβητούν την ορθότητα και νομιμότητα των χρεώσεων που περιλαμβάνονται στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού που προσκόμισε η εφεσίβλητη-καθ΄ ης για να προκαλέσει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επομένως, αφού τα έγγραφά της, δεν αποδεικνύουν βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτησή της σε βάρος των ανακοπτόντων, η κρινόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει απορριπτέα. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει προδήλως αόριστος, αφού γενικά με αυτόν το χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. ΕφΠειρ 638/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακεδ 73/2015, Αρμ 2016, σ.98, ΕφΘεσσαλ 1034/2013, Αρμ 2014, σ.634, ΕφΑΘ 1159/2012, ΔΕΕ 2012, σ.676, ΕφΑθ 1778/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4424/2009, ΕλΔνη 2011, σ.875, ΕφΠειρ 911/1994, ΕλΔνη 36, σ.672, ΕφΠατρ 195/2007, Αρμ 2008, σ 921 , ΕφΠατρ 835/2002, Αρμ 2004, σ.1162).

Με τον ίδιο (τελευταίο) λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, συνεπεία της ακυρότητας των προαναφερομένων όρων της σύμβασης δανείου, αναφορικά με τα επιτόκια και την παράνομη χρέωση της εισφοράς του Ν. 128/1975, τυγχάνει άκυρη η σύμβαση στο σύνολό της, κατ’ άρθρο 181 ΑΚ, καθόσον δεν θα είχαν αυτοί συνάψει την εν λόγω σύμβαση, εάν γνώριζαν την ακυρότητα των εν λόγω όρων.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής, τυγχάνει ομοίως απορριπτέος λόγω αοριστίας, καθόσον, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στους προαναφερόμενους, δέκατο και ενδέκατο, λόγους της ανακοπής, ουδόλως εκτίθενται σε αυτόν οι άκυροι γενικοί όροι των συναλλαγών, ούτε ο τρόπος με τον οποίον αυτοί επηρέασαν είτε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είτε το ύψος της επιδικαζόμενης με αυτήν απαίτησης, καθιστάμενης έτσι, στο σύνολό της, άκυρης της ένδικης σύμβασης δανείου στο σύνολό της, χωρίς να δύναται να συναχθεί, από τα εκτιθέμενα στον υπό κρίση λόγο της ανακοπής, ότι αυτή δεν Θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ).

Τέλος, με τον δέκατο τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι   εκκαλούντες-ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, εκδοθείσα τελείως αόριστα και αφηρημένα, χωρίς να εκτίθεται αναλυτικά σε αυτήν, ποιες ήταν ακριβώς οι καθυστερημένες οφειλές που δεν εξοφλήθηκαν, συνιστά χωλό τίτλο, που δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής. Επιπρόσθετα, η διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη για το λόγο ότι, το έγγραφο της από 30.9.2013 καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης αφορά αναληθές (εν μέρει) ποσό οφειλής, υπήρξε δε αυτή καταχρηστική, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, ενόψει του ότι η όχληση – καταγγελία αυτή αφορά σε απαίτηση που προέρχεται από παράνομες χρεώσεις, ενσωματώνοντας παράνομα κονδύλια τόκων και προμήθειας απαγορευμένης από την ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 και την ΠΔ/ΤΕ 1991/8.8.1991, σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται η χρέωση προμήθειας στα δάνεια το επιτόκιο των οποίων καθορίστηκε ελεύθερα από το πιστωτικό ίδρυμα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που η εφεσίβλητη-καθ΄ης καθόρισε ελεύθερα και μονομερώς το επιτόκιο του δανείου και παρανόμως στήριξε το δάνειο σε συναλλαγματικούς κινδύνους κατά παράβαση των όρων του νόμου. Τέλος, ο όρος της σύμβασης δανείου «περί καταγγελίας», στον οποίον η καθ’ης στήριξε την άσκηση του δικαιώματος της, τυγχάνει άκυρος, διότι οδηγεί σε υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής,   είναι αόριστος, όπως προαναφέρθηκε και για τους αμέσως προηγηθέντες λόγους της υπό κρίση ανακοπής, αφού οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά με αυτόν  το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, μολονότι αναφέρονται σε αναληθές εν μέρει ποσό της απαίτησης για το οποίο έλαβε χώρα η ένδικη καταγγελία της σύμβασης. Επιπρόσθετα, δεν εκτίθενται στον υπό κρίση λόγο της ανακοπής το περιεχόμενο των επικαλούμενων ως άκυρων όρων της σύμβασης, ούτε ο  τρόπος με τον οποίο αυτοί επηρέασαν είτε την έκδοση της ανακοπτόμενης  διαταγής πληρωμής, είτε το ύψος της επιδικαζόμενης με αυτήν απαίτησης, καθισταμένης έτσι, στο σύνολό της, άκυρης της ένδικης σύμβασης δανείου στο σύνολό της, χωρίς να δύναται να συναχθεί, από τα εκτιθέμενα στον υπό κρίσι λόγο της ανακοπής, ότι αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε τους 11ο, 12ο, 13ο και 14ο λόγους ανακοπής ως αόριστους, δεν έσφαλε και ορθώς  το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις  εκτίμησε και ο σχετικός τελευταίος λόγος έφεσης που επιγράφεται «ΔΕΚΑΤΗ-ΕΝΔΕΚΑΤΗ- ΔΩΔΕΚΑΤΗ- ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ», με τον οποίο οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες παραπονούνται  ότι εσφαλμένα απερρίφθησαν οι λόγοι ανακοπής κατά τα ανωτέρω, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως  ουσιαστικά αβάσιμος.

Εν όψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή  ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της, να οριστεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερημοδικασθείσας εφεσίβλητης, να διαταχθεί η  εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται  στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο (495 παρ 3 ΚΠολΔ) και  να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (179, 183 ΚΠολΔ) κατά  τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 12.7.2019 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……/2019) έφεση με την από 9.9.2020 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……../2020) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εφεσίβλητης στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων  δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ