ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 28/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση των εν όλω νικησάντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού) από 10.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής της εφεσίβλητης, και β) η από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεση της εν όλω ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας της αγωγής αυτής, κατά της υπ’αριθμ.3098/2014 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η εν λόγω αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 12,522,525 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής ως άνω αξίωσης, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 12/1989, ΑΠ 821/2010 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 του ΚΠολΔ: «Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι (παρ.1). Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2).». Συνεπώς, δικαίωμα έφεσης έχει πρωτίστως ο ηττηθείς διάδικος, ενώ ο νικήσας διάδικος μόνο αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. Τέτοιο έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του νικήσαντος διαδίκου, η συνδρομή του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, συντρέχει όταν, παρά τη νίκη του, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ειδικότερα, αν από αυτήν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, φέροντας, έτσι, στοιχεία (προσόντα) διατακτικού (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1532/2011, ΑΠ 1947/2009, ΕφΑθ 39/2011 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Όμως, οι πλεοναστικές αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και τα ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά και χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής. Κατ’εξαίρεση, επομένως, μπορεί να γεννάται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 653/2010, ΕφΠειρ 129/2015, ΕφΠειρ 77/2015 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (τον νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας αυτά στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο, ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή τον νομικό χαρακτηρισμό, που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία, που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006, ΕφΑθ 22825/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η από 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση των εν όλω νικησάντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της υπ’αριθμ. 3098/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, επί της σε βάρος τους ασκηθείσας από 10.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής της εφεσίβλητης, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω του τραυματισμού της από τη φερόμενη πτώση της στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα πλοίου, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, κατά την επιβίβασή της σ’αυτό με αναπηρικό αμαξίδιο, προκληθείσα από την ειδικότερα εκτιθέμενη στο δικόγραφο παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, μελών του πληρώματος του εν λόγω πλοίου, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έγινε δεκτό ότι μεταξύ της πτώσης της ενάγουσας στην κλίμακα του πλοίου και της σωματικής βλάβης που διαπιστώθηκε ότι υπέστη, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (στις 26.6.2014), και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε προ της 1ης.1.2016, όπως αναφέρθηκε, αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, και, επομένως, και πριν από τις 23.7.2015, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω κατά τη διερεύνηση του παραδεκτού της δεύτερης κατά σειράν άσκησης των συνεκδικαζομένων εφέσεων, και, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί κατά την κατάθεσή της από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενοι ειδικότερα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι το συγκεκριμένο πλοίο είναι πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, καθώς και ότι, κατά την επιβίβαση της ενάγουσας σ’αυτό με αναπηρικό αμαξίδιο από την ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα, από αμέλεια του θαλαμηπόλου, που είχε επιφορτισθεί με τη μεταφορά της, προκλήθηκε πτώση της από το αμαξίδιο στην κλίμακα, ενώ, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το ως άνω πλοίο είναι πλοιοκτησίας άλλης εταιρίας, και δη της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………», και όχι της συγχωνευθείσας και απορροφηθείσας από την πρώτη εξ αυτών ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………», αφού πρόκειται περί δύο διαφορετικών νομικών προσώπων, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση ουδέποτε συνέβη το αναφερόμενο στην αγωγή περιστατικό της πτώσης της ενάγουσας εντός του πλοίου αυτού. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούντες, παρότι εν όλω νικήσαντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, καθώς με την εκκαλουμένη απόφαση η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη, ελλείψει αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του γεγονότος της πτώσης της ενάγουσας στην κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου από το αμαξίδιο, με το οποίο μεταφερόταν, και της σοβαρής βλάβης της υγείας της, την οποία διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι έχει υποστεί (ρήξη σπληνός), έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης και να ζητήσουν την εξαφάνισή της, μόνον κατά τις προαναφερθείσες, εσφαλμένες, κατά τους ισχυρισμούς τους, αιτιολογίες, από τις οποίες, όμως, βλάπτονται, εφόσον εξ αυτών δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος τους σε άλλη τυχόν δίκη με την αντίδικό τους, προς αποτροπή του, ως προς το καθεστώς πλοιοκτησίας του εν λόγω πλοίου, και ως προς το ότι πράγματι έλαβε χώρα το γεγονός της πτώσης της ενάγουσας στην κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, που αμφότερα αποτελούν αναγκαία στοιχεία για την κατά νόμο θεμελίωση της εξ αδικοπραξίας ευθύνης τους προς αποκατάσταση της επικαλουμένης ηθικής βλάβης της αντιδίκου τους, και στηρίζουν την αξίωσή της, η οποία κατάγεται προς κρίση με την αγωγή της, εφόσον ο τραυματισμός της φέρεται ως αποτέλεσμα της εν λόγω πτώσης, και, η πρώτη εναγόμενη (φέρεται) να ενέχεται ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της ως πλοιοκτήτριας του πλοίου, ευθυνόμενη για τις αδικοπραξίες των μελών του πληρώματός του, ως προστήσασα αυτούς, επομένως, πρόκειται περί αιτιολογιών, που φέρουν προσόντα διατακτικού, και όχι περί ζητημάτων, τα οποία κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς ανάγκη και πλεοναστικώς, όπερ άλλωστε ουδόλως αμφισβητείται από την εφεσίβλητη της έφεσης αυτής/ενάγουσα, η οποία δεν αρνείται ειδικά τη συνδρομή της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεσή τους, και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος επέφερε ριζικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, τροποποιήθηκαν πολλές διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590), που αφορούν τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 564 παρ. 3, στο οποίο ορίσθηκε ότι “αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη” . Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της, όριζε ότι “αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη” . Περαιτέρω, στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “μεταβατικές και άλλες διατάξεις” περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία “Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές” , ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016”. Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ορίζει, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής: “Με τις παραγράφους 1 – 4 των μεταβατικών διατάξεων ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης” . Η ως άνω μεταβατική διάταξη, όμως, που περιορίζεται μόνο στην πρόβλεψη ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε όσα εξ αυτών ασκούνται μετά την 1-1-2016, κάθε άλλο παρά σαφής είναι και για το λόγο αυτό οι σχετικές θεωρητικές προσπάθειες, αλλά – το κυριότερο- και οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται μετά την 1η.1.2016 περιέχουν συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις των νέων ρυθμίσεων, που διακυβεύουν σε μεγάλο βαθμό την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Με τη φραστική διατύπωση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο δίκαιο της αναίρεσης, καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης του ενδίκου αυτού μέσου από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στην προθεσμία άσκησης αυτού, με συνέπεια, κατά γραμματική ερμηνεία, να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις που κατατίθενται από 1-1-2016, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η προσφυγή στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Από την αντιπαραβολή μεταξύ των δύο παραγράφων τίθεται το ερμηνευτικό ζήτημα, αν η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης (αλλά και της έφεσης δεδομένης της ταυτότητας του λόγου) θα πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στο παραδεκτό (στοιχείο του οποίου αποτελεί και το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου) ή στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται ειδικά στις καταχρηστικές προθεσμίες. Προκειμένου να καταστεί αντιληπτή η λειτουργία της παρ. 2 του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ σκόπιμο είναι να υπομνησθεί ότι υπό την ισχύ της ΠολΔ/1835 δεν προβλεπόταν καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης ή της αναίρεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 752 του ΠολΔ/1835 οριζόταν τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση έφεσης, που αφετηριαζόταν από την επίδοση της απόφασης, η οποία παρατεινόταν για επιπλέον 30 ημέρες αν ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του ήταν εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή ή ήταν αγνώστου διαμονής (άρθρο 754 του ΠολΔ/1835). Αν παραλειπόταν η επίδοση ή η τυχόν γενόμενη ήταν ελαττωματική, το δικαίωμα άσκησης έφεσης υπέκειτο στη “συνήθη” παραγραφή του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 756 του ΚΠολΔ/1835). Ανάλογη ρύθμιση ίσχυε και αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της αναίρεσης (άρθρο 520 ΚΠολΔ/1835). Κατ’ αποτέλεσμα, η ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ αποβλέπει να θεραπεύσει τα πρακτικής φύσεως θέματα τα οποία αναμενόταν ότι θα ανακύψουν από την εισαγωγή των νέων καταχρηστικών προθεσμιών του ΚΠολΔ, με τις οποίες επερχόταν σημαντική σύντμηση της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων αυτών μέσων. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η αντιδιαστολή μεταξύ των δύο παραγράφων του άρθρου 24 αναδεικνύει μια ουσιώδη διαφορά στη λειτουργία τους. Η παρ. 1 αποτυπώνει μια ευρύτερη διαχρονικού δικαίου αρχή, σύμφωνα με την οποία τόσο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων όσο και το επιτρεπτό των προβαλλόμενων με αυτά λόγων κρίνονται δυνάμει του νόμου που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα, η παρ. 2 του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ κατέτεινε στη θεραπεία μιας συγκεκριμένης πρακτικής αναγκαιότητας, που ήγειρε η θέσπιση το πρώτον καταχρηστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ. Υπό την έννοια αυτή εύστοχα εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσον αποδίδει γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικαίου. Πάντως, υπό την ισχύ του ν.4335/2015, με αφορμή τη σύντμηση της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης ή της αναίρεσης, υποστηρίχθηκε η ερμηνευτική εκδοχή ότι το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της μεταβατικής ρύθμισης του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 1640/2017, 1176/2017). Υπό την ερμηνευτική αυτή εκδοχή υποστηρίζεται ότι ο δικονομικός νομοθέτης απέκλινε με το ν. 4335/2015 συνειδητά από την ως άνω διαχρονικού δικαίου αρχή του ΕισΝΚΠολΔ, χωρίς να αφήσει το ζήτημα αρρύθμιστο, ώστε να μπορεί να καλυφθεί το κενό μέσω της προσφυγής στο άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία εξαρτούσε το παραδεκτό της αναίρεσης από το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως έπραξε ο νομοθέτης του ν. 3994/2011, ο οποίος ρητά επανέλαβε την ως άνω διάταξη του ΕισΝΚΠολΔ στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του νόμου εκείνου, ορίζοντας ειδικότερα ότι “Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησής τους κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση”. Η άποψη αυτή βασίζεται στην ευρεία διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015, στο γενικό σκοπό του ν. 4335/2015, που είναι η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, και στον ειδικό σκοπό της διάταξης, για συρρίκνωση της καταχρηστικής προθεσμίας για άσκηση ενδίκων μέσων. Υπό αυτή την εκδοχή όλες οι αποφάσεις που εκδόθηκαν εντός του έτους 2013 και οι οποίες δεν είχαν προσβληθεί με το ένδικο μέσο της έφεσης ή της αναίρεσης μέχρι και τις 31.12.2015, κατέστησαν απρόσβλητες με το αντίστοιχο ένδικο μέσο από την 1η.1.2016 και τούτο διότι, αν κατατεθεί εντός του έτους 2016 η έφεση ή η αναίρεση, το εμπρόθεσμο αυτών θα κριθεί με βάση τη νέα, ήδη παρελθούσα, διετή προθεσμία και όχι με βάση την παλαιά τριετή προθεσμία, που θα συμπληρωνόταν κάποια στιγμή εντός του έτους 2016. Σε κάθε περίπτωση, κατά την ίδια ως άνω άποψη, οι διάδικοι που πίστευαν ότι είχαν τριετή προθεσμία προς άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, είχαν στη διάθεσή τους ικανό χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο των πέντε μηνών, εφόσον ο ν. 4335/2015 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 23.7.2015, προς ενημέρωσή τους και προς εμπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου. Υπό την ίδια ερμηνευτική εκδοχή αποκρούεται η δυνατότητα ερμηνευτικής προσφυγής στον κανόνα του άρθρου 24 παρ.2 του ΕισΝΚΠολΔ, με το επιχείρημα ότι η τελευταία προσιδίαζε στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών που ανέκυπταν κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, διότι τότε δεν προβλεπόταν καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, αλλά παραγραφή αυτής. Οι υποστηρικτές της ανωτέρω θέσης ισχυρίζονται περαιτέρω ότι, παρότι τα ένδικα μέσα αποτελούν μία πρόσθετη εγγύηση τελειότερης απονομής της δικαιοσύνης, ο κοινός νομοθέτης μπορεί όχι μόνο να περιορίσει αυτά, αλλά και να αποκλείσει εντελώς την άσκησή τους, με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τούτο γίνεται κατά τρόπο γενικό και δεν καταλαμβάνει και ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα, διότι η πρόσβαση στα ένδικα μέσα δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της χώρας μας, ούτε από το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα επιχειρήματα της ανωτέρω άποψης, όμως, προϋποθέτουν σαφή νομοθετική διάταξη, ως προς την κατάργηση ή τη συρρίκνωση του δικαιώματος άσκησης έφεσης και αναίρεσης, ώστε να κριθεί αν οι διάδικοι είχαν ασφαλή πληροφόρηση και επαρκή χρόνο. Αν αυτό ίσχυε, δυσχερώς, πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι διάδικοι αιφνιδιάστηκαν. Ωστόσο, η μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 ουδόλως, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει τα εχέγγυα της απαιτούμενης για την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου σαφήνειας. Περίτρανη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η θεωρία άμεσα εξέφρασε εντονότατο προβληματισμό ως προς την αληθή έννοια της γενικής διατύπωσης της διάταξης αυτής και κατά την κρατούσα θέση της προέκρινε τη μη εφαρμογή της στο επίμαχο ζήτημα. Την ανωτέρω κυρίαρχη στη θεωρία άποψη έχουν υιοθετήσει και οι αποφάσεις 519/2017 και 520/2017 του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες σε όσες αποφάσεις δημοσιεύτηκαν πριν την 1.1.2016 η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι τριετής και όχι διετής, δηλαδή προέκρινε η άποψη αυτή την ερμηνευτική άρση του προβλήματος μέσω της προσφυγής στη διαχρονικού δικαίου αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, εστιάζοντας στην άρση των ατόπων και ανισοτήτων που θα μπορούσαν να ανακύψουν μεταξύ των διαδίκων από την ενδεχόμενη επιλογή αναδρομικής ισχύος τέτοιων νεότερων διατάξεων, που συντέμνουν τις καταχρηστικές αυτές προθεσμίες. Το άτοπο της στενής γραμματικής ερμηνείας του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 αναδεικνύεται και από το εξής παράδειγμα: Αίτηση αναίρεσης κατ’απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη αν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη αν ασκείτο μετά την 1η.1.2016, αφού θα είχε, εν τω μεταξύ, συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι διαφορετικό, που θα οδηγούσε σε απώλεια του δικονομικού δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου μέσα στη νέα καταχρηστική προθεσμία, θα έπρεπε είτε να το ορίσει ρητά είτε να προβλέψει συγκεκριμένη προθεσμία, εντός της οποίας θα όφειλε να ασκηθεί τυχόν ένδικο μέσο κατά απόφασης, που δημοσιεύθηκε σε χρόνο μεγαλύτερο των δύο ετών από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, ή από την άσκηση του ενδίκου μέσου. Εξάλλου, η προσήλωση στη φραστική διατύπωση του άρθρου ένατου παρ.2 του ν. 4335/2015 θα ήγειρε ανυπολόγιστους κινδύνους ανασφάλειας δικαίου και διάψευσης της εύλογης πεποίθησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων από ενδεχόμενη απώλεια κρίσιμων προθεσμιών και δικαιωμάτων. Γι’ αυτούς κυρίως τους λόγους, η ρύθμιση του ως άνω νόμου πρέπει να υποχωρήσει υπέρ της θεμελιώδους διαχρονικού δικαίου αρχής, που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ, δηλαδή να εφαρμόζεται, επί της προθεσμίας των ενδίκων μέσων και εναντίον των αποφάσεων που δεν έχουν επιδοθεί, ο κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ισχύων νόμος. Έτσι, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής αντίληψης συνεπικουρεί και η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία “Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από τη εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ κρίνονται με βάση τις διατάξεις του” (ΟλΑΠ 10/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω η από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της ιδίας ως άνω πρωτόδικης απόφασης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 23.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (στις 26.6.2014) και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μεν μετά την 1η.1.2016, όπως αναφέρθηκε, πλην όμως η πρωτόδικη απόφαση δημοσιεύθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του ν.4335/2015 (στις 23.7.2015), όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, των περί απαραδέκτου της έφεσης αυτής λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της προβληθεισών αιτιάσεων των εφεσιβλήτων της απορριπτομένων ως αβασίμων, και, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί κατά την κατάθεσή της από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Η ενάγουσα με την από 10.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), επικαλούμενη ότι εξαιτίας της αναλυτικά εκτιθέμενης στο δικόγραφο αδικοπρακτικής (αμελούς) συμπεριφοράς των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, μελών του πληρώματος του αναφερομένου στην αγωγή πλοίου, υπάρχου και προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου αντίστοιχα, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, και προστηθέντων από την τελευταία, κατά την επιβίβασή της σ’αυτό με αναπηρικό αμαξίδιο στο λιμάνι της Πάρου, με προορισμό τον Πειραιά, από την ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα, επέπεσε από το αμαξίδιο στην κλίμακα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της, προκληθέντα ειδικότερα από τις επικαλούμενες παράνομες και υπαίτιες παραλείψεις τους, εφόσον εκ των καθηκόντων της ειδικότητάς τους, όπως προβλέπονται στο νόμο, έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα για την προστασία της υγείας των επιβατών, και να μεριμνούν για την ασφάλειά τους, όπερ ουδόλως έπραξαν στην περίπτωσή της, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, η πρώτη εξ αυτών ως πλοιοκτήτρια και προστήσασα τους λοιπούς, και, επομένως, ως επίσης ενεχόμενη για την αδικοπραξία τους, που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, το ποσό των 20.000 ευρώ, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου κατά των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων κατά την εκδίκαση της τελεσθείσας απ’αυτούς σε βάρος της ως άνω αξιόποινης πράξης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν άπαντες οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3098/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας, και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων, και νόμιμη, στη συνέχεια απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι μεταξύ του γεγονότος της πτώσης της ενάγουσας από το αναπηρικό αμαξίδιο στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, κατά την επιβίβασή της σ’αυτό, που προκλήθηκε από αμέλεια του θαλαμηπόλου, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με τη μεταφορά της, και της σωματικής βλάβης, που διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι είχε υποστεί (ρήξη σπληνός, εξαιτίας της οποίας υποβλήθηκε σε σπληνεκτομή, αλλά και των μετεγχειρητικών επιπλοκών, και της καταθλιπτικής διαταραχής, που παρουσίασε μετέπειτα) αποδείχθηκε ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ευθύνης των εναγομένων προς αποζημίωση της αντιδίκου τους κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από αμφότερα τα διάδικα μέρη εφέσεις ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Ειδικότερα οι εναγόμενοι, παρότι εν όλω νικήσαντες διάδικοι, άσκησαν την από 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) έφεσή τους, με την οποία ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της, που τους βλάπτουν, όπως έχει ήδη εκτεθεί. Περαιτέρω και η ενάγουσα, έχουσα προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης με την από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………) έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα παρατίθενται στο δικόγραφο του ανωτέρω ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη την απόρριψη της αγωγής της ως ουσιαστικά αβάσιμης ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πτώσης της στην κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου από το αμαξίδιο, με το οποίο μεταφερόταν, και της σωματικής βλάβης, που υπέστη, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή της, να γίνει, ακολούθως, δεκτή στο σύνολό της, ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 330 και 914 του ΑΚ προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που έχει επέλθει. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Μάλιστα, τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ. Ειδικότερα, αυτός που προκαλεί εν γένει επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη, να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (βλ. ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Δηλαδή, όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημίωσης υφίσταται, μόνον όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου, προς ενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, από το νόμο ή δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδίως προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, που επιβάλλει λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου (ΑΠ 1167/2004 ΕλλΔνη 2005.77, ΑΠ 820/2002 ΕλλΔνη 2003.967, ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 2003.122, ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001.671). Επίσης, αμέλεια, κατ’άρθρο 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ακόμη, προϋπόθεση της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση ζημία. Ειδικότερα από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδαφ. β΄ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ): α) Η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) Σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), 914 και 922 του ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος), όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία αυτή, δηλαδή όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη τέλεση της αδικοπραξίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό και των διατάξεων των άρθρων 481, 483- 486, 922 και 926 του ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868). Περαιτέρω το άρθρο 107 του ΚΙΝΔ ορίζει τα ακόλουθα: «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφ’όσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ΄ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωση, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη «Ναυτικό Δίκαιο», τομ. II, εκδ.2007, σελ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 του ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και απ’όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 του ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 2ος, εκδ.2005, υπ’αρθρ.107, παρ.4.1, σελ. 100, αντιθ. Πην.Αγαλλοπούλου – Ζερβογιάννη «Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών» σελ. 381-383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία κυρώθηκε, μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα δύο τροποποιητικά της Πρωτόκολλα των ετών 1968 και 1979, με το Ν. 2107/1992. Εξάλλου, οι ρυθμίζουσες την ενδοσυμβατική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα από τη μεταφορά επιβατών διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ΄ του ΚΙΝΔ (άρθρα 174-189, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 επ. του ν. 3709/2008), εφαρμόζονται όταν η μεταφορά αυτών είναι εσωτερική και δεν υπόκεινται στη ρύθμιση της Σύμβασης των Αθηνών 1974/1976, που κυρώθηκε με το ν. 1922/1991, αφορά δε, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 παρ. 9 και 2 παρ.1 αυτής, μόνο διεθνείς μεταφορές, μη εφαρμοζόμενες αν ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού καθώς και οι ενδιάμεσοι λιμένες προορισμού βρίσκονται στο ίδιο κράτος. Όμως, στο μέτρο, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ. Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, δηλαδή αφορά στο κατά το άρθρο 914 του ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (βλ. ΑΠ 1653/2010 ΕΝαυτΔ 2011 25, ΑΠ 1711/2008 ΕΕμπΔ 2009 875, ΕφΠειρ 205/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 617/2014 ΔΕΕ 2014.1193, ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝαυτΔ 2012.125, ΕφΠειρ 313/2011 ΕΝαυτΔ 2012.146, ΕφΠειρ 564/2007 ΠειρΝ 2008. 81). Ειδικότερσ, σύμφωνα με το άρθρο 189 ΚΙΝΔ, σε περίπτωση ολικής ή μερικής ναύλωσης του πλοίου προς το σκοπό μεταφοράς επιβατών εφαρμόζονται οι περί ναύλωσης διατάξεις, εφόσον δε νομολογήθηκε ρητώς διαφορετικά ή δεν προκύπτει από τη φύση της σχέσης. Η συμφωνία αυτή (θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη) δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις εκατέρωθεν. Ειδικότερα δημιουργεί στον εκναυλωτή την υποχρέωση για ασφαλή και άνετη μεταφορά του επιβάτη (άρθρα 44, 104,110, 111, 235 ιστ΄ του ΝΔ 187/1973 “περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου”). Για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών εξ αδικοπραξίας, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικών περί αυτής διατάξεων στον ΚΙΝΔ, οι γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ (ΕφΠειρ 170/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008.120, ΕφΠειρ 730/2003 ΕΝΑΥΤΔ 2004.135).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας …………., και των εναγομένων ………., οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχονται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής τους, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σε βάρος των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων ποινικής δικογραφίας, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 12.7.2007 η ενάγουσα, ετών 60, κάτοικος Περιστερίου Αττικής, αισθανθείσα αδιαθεσία, ζάλη και έχοντας ήδη απολέσει τις αισθήσεις της την προηγούμενη ημέρα (στις 11.7.2007) σε συγκοπτικό επεισόδιο, που υπέστη στην οικία της θυγατέρας της στην Παροικιά της νήσου Πάρου, στην οποία διέμενε κατά τους θερινούς μήνες, προσήλθε στο Περιφερειακό Κέντρο Υγείας της νήσου, όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις αίματος. Καθώς τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών κρίθηκαν ιδιαίτερα ανησυχητικά από το εφημερεύον ιατρικό προσωπικό του ανωτέρω Κέντρου Υγείας (διαπιστώθηκε αναιμία), σε συνδυασμό με το πρόσφατο συγκοπτικό επεισόδιο, που είχε υποστεί, αποφασίσθηκε η άμεση διακομιδή της σε νοσοκομείο των Αθηνών, ούτως ώστε να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις. Στη συνέχεια, προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο και συνοδεία της ιατρού του ανωτέρω Κέντρου Υγείας Αννέζως Μαρινάτου την ίδια ημέρα στο πλοίο «B. », το οποίο είχε καταπλεύσει στο λιμένα της Πάρου και επρόκειτο να αναχωρήσει περί ώρα 10.45, σε εκτέλεση τακτικού ακτοπλοϊκού δρομολογίου, με τελικό προορισμό το λιμένα του Πειραιά, έχοντας ενημερωθεί προηγουμένως αρμοδίως για τη διακομιδή της ασθενούς, ώστε να μην αποπλεύσει και να αναμένει το ασθενοφόρο, και εισήλθε σ’αυτό με αναπηρικό αμαξίδιο, και ενώ είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης οχημάτων και αποεπιβίβασης επιβατών, διασωληνωμένη με ορό, μαζί με τη θυγατέρα της και τη συνοδό ιατρό, και με κατεύθυνση την καμπίνα, όπου λόγω της κατάστασης της υγείας της θα παρέμενε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η οποία βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο του πλοίου, απ’αυτό, στο οποίο εισέρχονται οι επιβάτες και τα οχήματα, της μεταφοράς της εντός του πλοίου ειδικότερα ανατεθείσας από τον τρίτο εναγόμενο, Αρχιθαλαμηπόλο προϊστάμενο, σε επίκουρο θαλαμηπόλο, του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας δε διακριβώθηκαν από τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Το ανωτέρω επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, το οποίο έχει εγγραφεί στα Νηολόγια κλάσης Β΄του Λιμένος Πειραιώς στις 17.4.2002 με αριθμό 10990, ολικής χωρητικότητας 5664,10 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 3662,74 κόρων, και στο οποίο κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία είχε ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του Υπάρχου ο δεύτερος εναγόμενος, είναι πλοιοκτησίας, ήδη από τη νηολόγησή του, της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………..», όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους υπ’αριθμ. πρωτ. …… πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκοφυλακείων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, και όχι της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………», η οποία συγχωνεύθηκε με την πρώτη εναγόμενη, που την απορρόφησε, της συγχώνευσης αυτής εγκριθείσας με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’αριθμ. ………. απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στις 23.12.2008 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών του Υπουργείου Ανάπτυξης, της περί του γεγονότος τούτου καταχώρησης δημοσιευθείσας επιπροσθέτως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. (αριθμ.φύλλου ……..), με αποτέλεσμα την εξ αυτού του λόγου διαγραφή της απορροφηθείσας εταιρίας από το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της ως άνω Υπηρεσίας. Σημειωτέον ότι και προ της απορρόφησής της από την πρώτη εναγόμενη, η ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «………….», της οποίας, επομένως, καθολική διάδοχος λόγω της συγχώνευσής τους είναι η απορροφήσασα αυτήν πρώτη εναγόμενη, που εν προκειμένω ενάγεται ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο επιβιβάσθηκε η ενάγουσα, και προστήσασα τα φερόμενα ως αδικοπραγήσαντα σε βάρος της ενάγουσας μέλη του πληρώματος δεύτερο και τρίτο των εναγομένων (και συγκεκριμένα αναφέρεται στο δικόγραφο ως καθολική διάδοχος της φερομένης ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου ως άνω εταιρίας) ήταν διαφορετικό και ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο από την πραγματική πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «……….», με διαφορετικό αριθμό μητρώου ανωνύμων εταιριών (η εξ αυτών εταιρία με την επωνυμία «………….» έχει αριθμό μητρώου …… και η εταιρία με την επωνυμία «………» ……….). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, στο οποίο επιβιβάσθηκε η ενάγουσα, προκειμένου να μεταβεί σε νοσοκομείο των Αθηνών, ως καθολική διάδοχος της με αυτήν συγχωνευθείσας και απ’αυτήν απορροφηθείσας πλοιοκτήτριας του πλοίου ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», και, συνακόλουθα, ευθυνόμενη για τις αδικοπραξίες των μελών του πληρώματος του πλοίου αυτού εν γένει, και ειδικότερα των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, ως προστήσασα αυτούς, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι πρωτοδίκως νικήσαντες εναγόμενοι, παραδεκτά προσβάλλοντας κατά την εν λόγω αιτιολογία, που τους βλάπτει, την πρωτόδικη απόφαση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους. Αποδείχθηκε επίσης ότι, καθώς η χρήση του εσωτερικού ηλεκτρικού ανελκυστήρα του πλοίου από το χώρο στάθμευσης των μεταφερομένων οχημάτων (γκαράζ), όπου καταλήγει, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη στην ενάγουσα, διότι η πρόσβαση σ’αυτόν είχε ανεπίτρεπτα αποκλεισθεί από τα σταθμευμένα γύρωθεν της θύρας του οχήματα, και, ο εναπομείνας κενός χώρος δεν επαρκούσε για την προσέγγιση του αμαξιδίου της, και, επομένως, δεν ήταν διαθέσιμος για την ανάβασή της, η μετάβασή της από το επίπεδο, στο οποίο εισήλθε στο πλοίο, στο υψηλότερο επίπεδο του χώρου υποδοχής (ρεσεψιόν) και στη συνέχεια στην καμπίνα της, θα πραγματοποιείτο αναγκαστικά διά της ηλεκτρικής κυλιόμενης κλίμακας ανόδου του πλοίου, μη υπαρχούσης εκ των πραγμάτων έτερης εναλλακτικής λύσης. Η ανωτέρω κυλιόμενη κλίμακα, που οδηγεί από το τρίτο επίπεδο του πλοίου, όπου βρίσκεται το γκαράζ, στο πέμπτο επίπεδο (αυτό της ρεσεψιόν) περιλαμβάνει δύο τμήματα, το μεγαλύτερο σε μήκος (περίπου 5 μέτρα) και το μικρότερο (μήκους 2,5 – 3 μέτρων), μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται πλατύσκαλο. Ο επιφορτισθείς με τη μεταφορά της ενάγουσας επίκουρος θαλαμηπόλος, που βρισκόταν όπισθεν του αμαξιδίου της και το κρατούσε από τις ειδικές χειρολαβές, φθάνοντας έμπροσθεν της ανωτέρω κυλιόμενης κλίμακας ανόδου του πλοίου, έστρεψε την πλάτη του αντίθετα προς τη φορά της κίνησης της κλίμακας, στρέφοντας ταυτόχρονα και το αμαξίδιο κατά τον ίδιο τρόπο, ώστε η καθήμενη στο αμαξίδιο έμπροσθέν του ενάγουσα να κοιτάζει προς την κατεύθυνση του χαμηλότερου επιπέδου του πλοίου, με την πλάτη προς την απόληξη της κλίμακας στο υψηλότερο επίπεδο, και, στη συνέχεια το τοποθέτησε κατά τέτοιον τρόπον ώστε οι οπίσθιες μεγάλες ρόδες του να εφάπτονται σε μία βαθμίδα της κυλιόμενης κλίμακας. Όταν τοποθετήθηκε το αμαξίδιο στην κλίμακα με τον τρόπο, που αναφέρθηκε, τέθηκε η κλίμακα σε λειτουργία και ολοκληρώθηκε επιτυχώς και με ασφάλεια η ανάβαση της ενάγουσας από το πρώτο τμήμα αυτής, το μεγαλύτερο σε μήκος. Αποδείχθηκε επίσης ότι διαρκούσης της μεταφοράς της ενάγουσας από το δεύτερο (μικρότερο σε μήκος) τμήμα της κλίμακας και ενώ αυτή βρισκόταν σε λειτουργία, ο επίκουρος θαλαμηπόλος, υπήρξε αμελής στην εκτέλεση της ανατεθείσας σ’αυτόν υπηρεσίας, διότι μη επιδεικνύοντας την επιμέλεια και προσοχή, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, απώλεσε στιγμιαίως τον έλεγχο του αμαξιδίου, όταν γλίστρησαν από τα χέρια του οι χειρολαβές του, με αποτέλεσμα αυτό να γείρει αιφνίδια προς τα εμπρός και η ενάγουσα να επιπέσει από το αμαξίδιο στην κλίμακα. Ακολούθως, η ενάγουσα οδηγήθηκε στην καμπίνα της, όπου παρέμεινε καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, και μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β., που είχε ειδοποιηθεί στο μεσοδιάστημα κατά τον πλου από το πλήρωμα και ανέμενε στο λιμάνι για να την παραλάβει, στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γιώργος Γεννηματάς», όπου διαγνώσθηκε με ρήξη σπληνός, εξαιτίας της οποίας υποβλήθηκε αυθημερόν (στις 12.7.2007) σε χειρουργική επέμβαση σπληνεκτομής, και νοσηλεύθηκε επί δεκαήμερον, μέχρι και τις 22.7.2007, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο εξιτήριο του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος, οπότε και εξήλθε με μετεγχειρητική πορεία, που κρίθηκε ομαλή, και έχοντας ήδη εμβολιασθεί κατά του πνευμονιόκοκου, και με οδηγίες για επανεξέταση για την περιποίηση του χειρουργικού τραύματος, για επανάληψη εντός 5ετίας του ιδίου εμβολίου και για παρακολούθηση των αιμοπεταλίων της. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί του γεγονότος της πτώσης της ενάγουσας εντός του πλοίου, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της από επίκουρο θαλαμηπόλο στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα ανόδου αυτού από το αναπηρικό αμαξίδιο, στο οποίο επέβαινε, και ενώ η κλίμακα είχε τεθεί σε λειτουργία, πτώση την οποία σαφώς αρνούνται οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι τέτοιο συμβάν ουδέποτε έλαβε χώρα, αλλά ότι η ενάγουσα κατά τη ανάβασή της από το δεύτερο κατά σειράν τμήμα της κυλιόμενης σκάλας μετατοπίσθηκε ξαφνικά επάνω στο αμαξίδιο, με αποτέλεσμα οι χειρολαβές του να γλιστρήσουν προς στιγμήν και μόνο από τα χέρια του επίκουρου, ο οποίος, όμως, δεν έχασε τον έλεγχό του, ώστε αυτό να γείρει προς τα εμπρός, και η ενάγουσα να επιπέσει στην κλίμακα, όπως αναφέρεται στην αγωγή, επιρρωνύεται ιδίως από την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ως μάρτυρος, θυγατέρας της ενάγουσας ………, που έχει ίδιαν αντίληψη, διότι υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του συμβάντος, συνοδεύοντας συνεχώς τη μητέρα της εντός των χώρων του πλοίου, και δεν αναιρείται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη ότι ο επίσης εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυρας των εναγομένων και αρχιπλοίαρχος της πλοιοκτήτριας του πλοίου ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….» ………. δεν ήταν παρών στο συμβάν, αλλά μεταφέρει πληροφορίες περί αυτού, που συνέλεξε από άλλα μέλη του πληρώματος, και, κυρίως από τον τρίτο εναγόμενο. Το επιχείρημα μάλιστα των εναγομένων ότι ουδέποτε έλαβε χώρα συμβάν πτώσης της ενάγουσας από το αμαξίδιο στην κυλιόμενη σκάλα του πλοίου διότι στην περίπτωση αυτή θα τραυματιζόταν και ο έτερος επίκουρος θαλαμηπόλος, ο οποίος, όπως ισχυρίζονται, είχε επίσης επιφορτισθεί με τη μεταφορά της, και στεκόταν μπροστά της κατά τη διάρκεια της ανάβασης, κρατώντας και αυτός το αμαξίδιο από τους σιδερένιους βραχίονες των δύο εμπρόσθιων μικρών τροχών του, και τον οποίο, οπωσδήποτε θα είχε συμπαρασύρει στην πτώση της, δεν ευσταθεί, καθώς, όπως προεκτέθηκε, μόνον ένας επίκουρος θαλαμηπόλος βρισκόταν κατά την ανάβαση όπισθεν του αμαξιδίου της ενάγουσας και το κρατούσε από τις ειδικές χειρολαβές, έχοντας μάλιστα γυρίσει την πλάτη του αντίθετα προς τη φορά ανόδου της σκάλας, αλλά και το αμαξίδιο κατά τον ίδιο τρόπο, ώστε η καθήμενη ενάγουσα να αντικρύζει κατά την ανάβαση την αρχή της κλίμακας στο χαμηλότερο επίπεδο του πλοίου, και ουδέν άλλο μέλος του πληρώματος συμμετείχε στη διαδικασία, ως θα έδει, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η μεταφορά της ασθενούς εντός του πλοίου, και κυρίως στην κυλιόμενη σκάλα αυτού, θα πραγματοποιείτο χωρίς κινδύνους για την υγεία της, όπως άλλωστε κατατέθηκε, πέραν της μάρτυρος της ενάγουσας, και από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου κατά την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, φερομένης ως τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας από υποχρέους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, με παράλειψη, για την οποία ασκήθηκε κατά των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων ποινική δίωξη, μάρτυρες ……… και …………, αμφότεροι οι οποίοι ανέφεραν, ως παρόντες στο περιστατικό, ότι στη μεταφορά της ενάγουσας στις κυλιόμενες σκάλες του πλοίου ενεπλάκη ουσιαστικά ένα μόνο μέλος του πληρώματος, το οποίο, στεκόταν όπισθεν του αμαξιδίου της και το συγκρατούσε από τις χειρολαβές, και ουδείς άλλος, ενώ ο τρίτος εναγόμενος απλώς το ακολουθούσε, επίσης ανεβαίνοντας τη σκάλα 2-3 βαθμίδες χαμηλότερα, συνοδεύοντάς το, εποπτεύοντας και επιβλέποντας τον υφιστάμενό του, επίκουρο θαλαμηπόλο, όπως, άλλωστε, επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο τρίτος εναγόμενος, χωρίς, επομένως, οιαδήποτε επαφή με το αμαξίδιο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης δέχθηκε ότι πράγματι υπήρξε πτώση της ενάγουσας από το αναπηρικό αμαξίδιο, στο οποίο επέβαινε, στην κυλιόμενη ηλεκτρική κλίμακα του πλοίου, ενώ μεταφερόταν από μέλος του πληρώματος, και δη από επίκουρο θαλαμηπόλο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, με την οποία προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση κατά τις φέρουσες στοιχεία διατακτικού αιτιολογίες, που τους βλάπτουν, απορριπτομένων ως αβασίμων. Πλην όμως, δεν αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι η ρήξη σπληνός, την οποία διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί η ενάγουσα, όταν μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο του Ε.ΚΑ.Β., που την ανέμενε στο λιμένα του Πειραιά, όπου κατέπλευσε το πλοίο, ειδοποιηθέν από το πλήρωμα, από τους επιληφθέντες του περιστατικού ιατρούς του νοσοκομείου, στο οποίο διακομίσθηκε στη συνέχεια, και για την αντιμετώπιση της οποίας υποβλήθηκε αυθημερόν σε χειρουργική επέμβαση σπληνεκτομής, κατά τα προεκτεθέντα, πράγματι συνδέεται αιτιωδώς με το συμβάν της πτώσης της από το αμαξίδιο στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, πολλώ δε μάλλον με τη μετεγχειρητική επιπλοκή στην αριστερή υποδιαφραγματική χώρα και τη μετεγχειρητική κοιλιοκήλη, που διαγνώσθηκε στη συνέχεια ότι παρουσίασε, ή με την καταθλιπτική συνδομή, που επίσης ενεφάνισε μετέπειτα, καθώς η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό δικονομικό βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων συνδρομής της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων και, συνακόλουθα, θεμελίωσης της αξίωσής της προς επιδίκαση της αιτουμένης χρηματικής ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του επιζήμιου αποτελέσματος, όπως μνημονεύεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν υπέστη κάποιο τραυματισμό, τόσο σοβαρό, που να προκαλέσει ρήξη σπληνός, από την πτώση της στην κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, μετά την οποία μεταφέρθηκε με το αναπηρικό αμαξίδιο στην καμπίνα της, στην οποία και παρέμεινε καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, μέχρι το λιμένα του Πειραιά, όπου το πλοίο κατέπλευσε στις 15.22, ήτοι μετά την πάροδο σχεδόν 4 ωρών από τον απόπλου του από την Πάρο στις 10.50, όπως προκύπτει από τις σχετικές καταγραφές του προσκομιζομένου αποσπάσματος του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου της συγκεκριμένης ημέρας, χωρίς στο μεσοδιάστημα η ίδια η ενάγουσα, ή η θυγατέρα της, ή η συνοδός του περιστατικού ιατρός, να αναφέρουν κάτι σχετικό με τραυματισμό της σε κάποιο μέλος του πληρώματος του πλοίου, ή έστω περί επιδείνωσης της υγείας της, σε σχέση με την προτέρα του συμβάντος κατάσταση, και να ζητήσουν τη συνδρομή τους, ή στον ίδιο τον τρίτο εναγόμενο, που επισκέφθηκε την ενάγουσα στην καμπίνα της προκειμένου να ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας της, ως οφείλει εκ των καθηκόντων του και είθισται να γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις μεταφοράς με το πλοίο ασθενών, όπερ, άλλωστε, επιβεβαίωσε και η δική της μάρτυρας, πολλώ δε μάλλον εάν υποτεθεί αληθές αυτό, που η ίδια η εναγόμενη ισχυρίζεται, ότι δηλαδή η εσωτερική αιμορραγία, που υπέστη λόγω της πτώσης της στην κλίμακα και της εξ αυτής προκληθείσης ρήξης της σπληνός της, διαγνώσθηκε αυθωρεί και παραχρήμα από το συνοδό ιατρό του ασθενοφόρου, που την ανέμενε και την παρέλαβε μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιά, από την κλινική της εικόνα και μόνο, και δη από την ωχρότητα του προσώπου της. Μάλιστα το κατατεθέν από τη θυγατέρα της ενάγουσας ότι η συνοδός ιατρός κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μέχρι τον Πειραιά χορήγησε στη μητέρα της αναλγητικές ενέσεις, γιατί πονούσε ακριβώς εξαιτίας του τραυματισμού της από την πτώση της στη σκάλα, ενώ μέχρι το συμβάν ελάμβανε παυσίπονα στον ορό, που έφερε στο χέρι της, λόγω της κεφαλαλγίας, που έως τότε μόνο αισθανόταν, καθώς κατά τα λοιπά ήταν «μια χαρά», όπως επί λέξει χαρακτήρισε η ανωτέρω μάρτυρας την κατάσταση της υγείας της προ της επιβίβασής στο πλοίο, δεν επιβεβαιώθηκε από σχετικό ιατρικό έγγραφο. Σημειωτέον ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης (άρθρο 336 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση πτώσης της ενάγουσας στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, θα διαπιστώνονταν ευρήματα, δηλαδή εμφανή εξωτερικά σημάδια (έστω και απλές κακώσεις, εκδορές και μώλωπες) από τους ιατρούς, που επιλήφθηκαν του περιστατικού, τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε ένα πρόσφατο, αιφνίδιο και εξαιρετικά δυνατό κτύπημα στην περιοχή της κοιλίας της, ικανό να προκαλέσει τόσο σοβαρό τραυματισμό της στο συγκεκριμένο σημείο του σώματός της (ρήξη σπληνός), όπερ ουδόλως αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γεώργιος Γεννηματάς», λαμβανομένων υπόψη της επιφάνειας στην οποία επέπεσε (κυλιόμενη κλίμακα σε λειτουργία) του υλικού κατασκευής της κλίμακας αυτής (μεταλλικές απολήξεις στις βαθμίδες της, με χαρακτηριστικές αιχμηρές ραμβώσεις), αλλά και του ελαφριού ρουχισμού, που έφερε η ενάγουσα, εφόσον το συμβάν έλαβε χώρα κατά το μήνα Ιούλιο. Κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου αντίθετα αποδείχθηκε ότι η ρήξη σπληνός, που υπέστη η ενάγουσα, υπήρξε απότοκος τραυματισμού της, που έλαβε χώρα σε προγενέστερο της επιβίβασής της στο πλοίο χρόνο, και δε συνδέεται αιτιωδώς με το συμβάν της πτώσης της στην κλίμακα του πλοίου αυτού, η οποία (ρήξη) προκάλεσε αιμορραγία, και αυτή με τη σειρά της την έντονη αδιαθεσία, τη ζάλη, και το συγκοπτικό (λιποθυμικό) επεισόδιο, συμπτώματα για τα οποία και μετέβη για να εξετασθεί στο Κέντρο Υγείας της Πάρου, όπου οι ιατροί, λαμβάνοντας υπόψη και το χαμηλό αιματοκρίτη της, που διαπιστώθηκε από τις διενεργηθείσες αιματολογικές εξετάσεις και προφανώς υποψιασθέντες ρήξη σπληνός και εξ αυτής αιμορραγία, αλλά μη διαθέτοντας τα κατάλληλα μηχανήματα για τη διενέργεια των απαιτουμένων εξετάσεων (αξονική τομογραφία ή υπερηχογράφημα) προκειμένου να το διαγνώσουν με ασφάλεια, ώστε να το αναγράψουν στις διαπιστώσεις τους από την εξέτασή τους, αποφάσισαν την άμεση διακομιδή της σε κεντρικό νοσοκομείο των Αθηνών συνοδεία ιατρού. Επιχείρημα υπέρ τούτου το παρόν Δικαστήριο αντλεί ιδίως από το προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη, που τιτλοφορείται ως «κλήση ασθενοφόρου» έγγραφο, το οποίο, σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από το μάρτυρα των εναγομένων, αρχιπλοίαρχο της πλοιοκτήτριας εταιρίας, αποτελεί εσωτερικό έγγραφο του πλοίου, που συμπληρώνεται από τα μέλη του πληρώματος σε όλες τις περιπτώσεις διακομιδής με το πλοίο ασθενών, για τους οποίους απαιτείται εν πλω να πραγματοποιηθεί από το πλοίο ενημέρωση του Ε.Κ.Α.Β. για κλήση ασθενοφόρου στο λιμένα προορισμού, προκειμένου να αναμένει εκεί για να παραλάβει τον ασθενή και να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι σε περίπτωση μεταφοράς ασθενούς με το πλοίο της γραμμής επιδεικνύεται κατά την επιβίβασή του στο πλήρωμα του πλοίου από τον ίδιο τον ασθενή, ή τα πρόσωπα που τον συνοδεύουν, ιατρική γνωμάτευση του ιατρού, ο οποίος έδωσε την εντολή για τη διακομιδή του, προς ενημέρωσή τους για την κατάσταση του ασθενούς για τη δική του ασφάλεια, αλλά και των λοιπών επιβαινόντων, αφενός, αφετέρου προκειμένου να ειδοποιηθεί, με βάση τη γνωμάτευση αυτή, εφόσον απαιτείται, το Ε.Κ.Α.Β., ούτως ώστε να αναμένει ασθενοφόρο κατά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι προορισμού για να παραλάβει τον ασθενή. Σε περίπτωση που απαιτείται να ειδοποιηθεί ασθενοφόρο συμπληρώνεται από το πλήρωμα το ανωτέρω έντυπο του πλοίου με το όνομα του ασθενούς, την ηλικία του, το ασφαλιστικό του ταμείο, την πάθησή του (με βάση τα αναφερόμενα στο ιατρικό πιστοποιητικό), το ονοματεπώνυμο του συνοδού, καθώς και τους λιμένες επιβίβασης και αποβίβασης, το οποίο μαζί με το ιατρικό πιστοποιητικό, παραδίδονται από τη ρεσεψιόν στη γέφυρα του πλοίου, ο αξιωματικός της οποίας προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμένα αποβίβασης του ασθενούς ειδοποιεί το Λιμεναρχείο και αυτό με τη σειρά του το Ε.Κ.Α.Β., στο οποίο γνωστοποιείται και από τι ακριβώς πάσχει ο ασθενής, προκειμένου να αναμένει ασθενοφόρο για να τον παραλάβει. Στην προκειμένη περίπτωση της μεταφοράς της ενάγουσας αποδείχθηκε ότι τέτοια γνωμάτευση του ιατρού του Κέντρου Υγείας Πάρου, που αποφάσισε τη διακομιδή της σε νοσοκομείο των Αθηνών, στο οποίο να αναφέρεται η διάγνωση της ασθενούς, δεν επιδείχθηκε στο πλήρωμα του πλοίου κατά την επιβίβασή της σ’αυτό, προκειμένου να γνωρίζουν από τι ακριβώς πάσχει, ώστε να συμπληρώσουν το ανωτέρω έγγραφο και ακολούθως να ενημερώσουν σχετικώς και το Ε.Κ.Α.Β., που θα ρύθμιζε τα της κλήσης του ασθενοφόρου στο λιμένα του Πειραιά, εφόσον τέτοιο έγγραφο δεν προσκομίσθηκε από κανένα από το διάδικα μέρη (σημειωτέον ότι δεν πρόκειται περί της προσκομιζομένης με αριθμό πρωτ……….. βεβαίωσης του Κέντρου Υγείας Πάρου, η οποία έχει συνταχθεί εκ των υστέρων με βάση τις εγγραφές στο βιβλίο περιστατικών του εφημερεύοντος ιατρού). Αποδείχθηκε επίσης ότι στην κρινόμενη περίπτωση το ανωτέρω έγγραφο συμπληρώθηκε από τον ίδιο τον τρίτο εναγόμενο (όπως ανέφερε κατά την απολογία του ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου) ως προς τα στοιχεία της ενάγουσας, προφανώς και κατά την κοινή πείρα και λογική, με βάση όσα δηλώθηκαν σ’αυτόν από την ίδια την ασθενή, ή τα πρόσωπα της συνοδείας της (τη θυγατέρα της ή την ιατρό), εφόσον, όσον αφορά τα αναγραφόμενα σ’αυτό στο πεδίο «πάθηση» (λιποθυμία, αναιμία και αιμορραγία στη σπλήνα) είναι προφανές ότι ο τρίτος εναγόμενος δε διαθέτει ιατρικές γνώσεις, ώστε να είναι σε θέση να διαγνώσει επί του πλοίου για ποιο ακριβώς λόγο λαμβάνει χώρα η διακομιδή της ενάγουσας, προκειμένου να τα συμπεριλάβει στο έγγραφο αυτό, αλλά και, κυρίως, προκειμένου να ενημερωθεί ακολούθως σχετικά από τους αξιωματικούς της γέφυρας και το Ε.Κ.Α.Β. περί της κατάστασης της υγείας της, ούτως ώστε στη συνέχεια και αυτό με τη σειρά του να μεριμνήσει για το ασθενοφόρο, που θα ανέμενε να την παραλάβει στο λιμένα του Πειραιά, ούτε βέβαια θα μπορούσε να συμπληρωθεί αυθαίρετα το έγγραφο αυτό και κατά το δοκούν από το πλήρωμα του πλοίου, εάν δεν είχε προηγηθεί σχετική ενημέρωσή του από τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν και είχαν ίδιαν γνώση επί του θέματος της υγείας της ενάγουσας. Εκ των ανωτέρω, ενισχύεται η κρίση ότι η ρήξη σπληνός της ενάγουσας δε συνδέεται αιτιωδώς με την πτώση της στην κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου, αλλά προκλήθηκε από συμβάν, που είχε προηγηθεί της επιβίβασής της στο πλοίο, εφόσον η αιμορραγία στο σπλήνα, που αποτελεί σύμπτωμα της ρήξης, δηλώθηκε ως πάθηση, για την οποία διατάχθηκε η διακομιδή της, στο πλήρωμα του πλοίου και καταγράφηκε ως τέτοια στο εν λόγω έντυπο, που συντάσσεται σε περιπτώσεις μεταφοράς με το πλοίο ασθενών. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το εν λόγω έγγραφο καταρτίσθηκε εκ των υστέρων από τους εναγομένους εν αγνοία της, προς ανταπόδειξη και ενίσχυση της αρνητικής της ιστορικής βάσης της αγωγής της θέσης τους στη μεταξύ τους αντιδικία, και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι ουδέποτε η ίδια, ή πρόσωπο που τη συνόδευε, δήλωσαν σε μέλος του πληρώματος του πλοίου ότι διακομίζεται λόγω (και) αιμορραγίας από το σπλήνα (αν και τα λοιπά στοιχεία, που αναγράφονται σ’αυτό δεν αμφισβητήθηκαν ως αναληθή) καταρρίπτεται από το επίσης προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη υπ’αριθμ.πρωτ. ……….. έγγραφο του Ε.Κ.Α.Β., στο οποίο διαλαμβάνεται ότι, με βάση τα τηρούμενα απ’αυτό στοιχεία, στις 12.7.2007 και ώρα 14.15 κλήθηκε για την παραλαβή ασθενή στο λιμάνι του Πειραιά (αναφερόμενη λιποθυμία, αναιμία, εσωτ.αιμορραγία) από το ανωτέρω πλοίο, καθώς και ότι έσπευσε επί τόπου συγκεκριμένο όχημα/ασθενοφόρο, που παρέλαβε στην ενάγουσα και τη μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γεώργιος Γεννηματάς», εκ του οποίου σαφώς συνάγεται ότι τα σ’αυτό αναφερόμενα συμπτώματα της ενάγουσας (στα οποία περιλαμβάνεται και η εσωτερική αιμορραγία, και τέτοια είναι και η αιμορραγία από τη ρήξη του σπλήνα) γνωστοποιήθηκαν στο Ε.Κ.Α.Β. προς ενημέρωσή του για την κατάσταση της ανωτέρω ασθενούς, προκειμένου να συντονίσει την αποστολή ασθενοφόρου για να την παραλάβει από το λιμάνι του Πειραιά, όταν κλήθηκε προς τούτο από μέλη του πλήρωματος του πλοίου, οι οποίοι, εφόσον, προφανώς, δε διαθέτουν ιατρικές γνώσεις για να διαγνώσουν οι ίδιοι από τι ακριβώς πάσχει, μετέφεραν στο Ε.Κ.Α.Β., ό,τι δηλώθηκε σ’αυτούς από την ενάγουσα ή τις συνοδούς της για την υγεία της, που κατέγραψαν και στο δικό τους εσωτερικό έντυπο (την ανωτέρω «κλήση ασθενοφόρου»), διότι άλλη πηγή γνώσης τους επί του θέματος δε συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ούτε βέβαια η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ποτέ ότι η ίδια προσωπικά ή τα πρόσωπα, που τη συνόδευαν, επικοινώνησαν με το Ε.Κ.Α.Β. για να συνεννοηθούν για την κλήση του ασθενοφόρου. Μάλιστα, ούτε το επιχείρημα της ενάγουσας ότι τα συμπτώματα, που διαλαμβάνονται στο προαναφερθέν έγγραφο του Ε.Κ.Α.Β., διαπιστώθηκαν κατά τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά από το συνοδό ιατρό του ασθενοφόρου, ο οποίος από την πείρα του και λόγω της ωχρότητας του προσώπου της διέγνωσε εσωτερική αιμορραγία, ευσταθεί, καθώς από το ίδιο το εν λόγω έγγραφο σαφώς συνάγεται ότι τα σ’αυτό ειδικότερα διαλαμβανόμενα, που αφορούν την υγεία της (λιποθυμία, αναιμία, εσωτ.αιμορραγία) δε διαγνώσθηκαν, αλλά δηλώθηκαν στο Ε.Κ.Α.Β., όταν αυτό ενημερώθηκε από το πλήρωμα του πλοίου περί της διακομιδής της, προκειμένου να την αναμένει ασθενοφόρο στο λιμάνι του Πειραιά, και δη στις 14.15, ενώ δηλαδή το πλοίο βρισκόταν εν πλω και δεν είχε ακόμη καταπλεύσει στον Πειραιά, όπερ συνέβη στις 15.22, κατά τα προεκτεθέντα, προς τούτο δε στο έγγραφο αυτό της παράθεσης των συμπτωμάτων της ενάγουσας προηγείται η λέξη «αναφερόμενη», όπερ σημαίνει ότι ήταν ήδη με κάποιο τρόπο γνωστά στο πλήρωμα, που επικοινώνησε πριν από τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά με το Ε.Κ.Α.Β.,το οποίο και ενημέρωσε σχετικά. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε βάρος των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων ασκήθηκε για το συμβάν της πτώσης της ενάγουσας στην κυλιόμενη σκάλα του πλοίου ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, τελεσθείσας με παράλειψη, από υποχρέους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, για την οποία αμφότεροι κηρύχθηκαν αθώοι με την υπ’αριθμ. 313/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου, με το σκεπτικό ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν, αλλά απλώς κατά τη διαδικασία της μεταφοράς της προκλήθηκε «τράνταγμα» στο αμαξίδιο από τις ιδρωμένες παλάμες του συνοδού, που το κρατούσε από τις χειρολαβές, και, επομένως, ότι η ρήξη σπληνός οφείλεται σε περιστατικό προγενέστερο της επιβίβασής της στο πλοίο. Κατ’ακολουθίαν τούτων, εφόσον αποδείχθηκε ότι μεταξύ της πτώσης της ενάγουσας στην ηλεκτρική κυλιόμενη κλίμακα του πλοίου και της διαπιστωθείσας βλάβης της υγείας της δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, διότι η πτώση της κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης δεν ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το ανωτέρω επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και δεν επέφερε πράγματι εν προκειμένω, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Σημειωτέον ότι, κατόπιν τούτου, παρέλκει η εκφορά κρίσης από το παρόν Δικαστήριο περί της υπαιτιότητας ή μη των εναγομένων (αμέλεια) για την πτώση της ενάγουσας στην κλίμακα του πλοίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της ενάγουσας, που περιλήφθηκαν στην κρινόμενη από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) έφεσή της, απορριπτομένων ως αβασίμων, όπως και της έφεσης αυτής στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 27.4.2015 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) ασκηθείσα έφεση των εναγομένων ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνον ως προς τις αιτιολογίες της, που αφορούν την πλοιοκτησία του εν λόγω πλοίου, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, πρέπει, λόγω της ήττας της ενάγουσας εκκαλούσας/εφεσίβλητης, να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των αντιδίκων της του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της ασκηθείσας απ’αυτήν έφεσης στο δημόσιο ταμείο, και η επιστροφή στους εναγομένους του παραβόλου της δικής τους έφεσης, που έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση, και β) την από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3098/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 28.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης αυτής στο δημόσιο ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 27.4.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στους εκκαλούντες της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς την αιτιολογία της, που αφορά το πρόσωπο του πλοιοκτήτη του αναφερομένου σ’αυτήν και στην από 10.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..) αγωγή πλοίου κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης εκτιθέμενα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης τη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων της του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15.1.2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ