Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 506/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  506  /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος ενάγοντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσιβλήτων εναγομένων: 1)   εταιρείας ……………….. και 2)   εταιρείας ……………οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Παληό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../16.12.2015) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύσασα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ.620/2017 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη επί των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτήν θεμάτων από το διορισθέντα με την ίδια απόφαση ιατρό – αγγειοχειρουργό.

Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 22.2.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../27.2.2018) κλήση του ενάγοντος, εκδοθείσης επ’αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, της υπ’αριθμ.2276/2020  οριστικής απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.

Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 2.9.2020  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../4.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/7.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ.88/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021 και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 H κρινόμενη από 2.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../4.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/7.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατά της υπ’αριθμ. 2276/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 24.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../16.12.2015) ασκηθείσης σε  βάρος των δύο (2) εφεσιβλήτων εταιρειών αγωγής του εκκαλούντος, διώκουσας την καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή στον ενάγοντα, εκάστη εις ολόκληρον ενεχόμενη, του συνολικού ποσού των 159.138,91 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ως την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ν.551/1915  περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση λόγω της πλήρους και διά βίου ανικανότητάς του προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, καθώς και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου επαγγέλματος, κατόπιν του ακρωτηριασμού του δεξιού κάτω άκρου του στο ύψος της κνήμης, στον οποίο υποβλήθηκε, εξαιτίας των επιπλοκών του τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, επισυμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου, σε πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, αλλοδαπής εταιρείας, της δεύτερης εξ αυτών συμβληθείσας στην Ελλάδα στη σύμβαση ναυτολόγησής του ως αντιπρόσωπος της πρώτης, ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών, ως έξοδα νοσηλείας του και ως ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και με την οποία (προαναφερθείσα απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, καθώς και κατά της προηγουμένως εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ.620/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη επί των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτήν θεμάτων από το διορισθέντα με την ως άνω απόφαση ιατρό – αγγειοχειρουργό,  έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …… /4.9.2020), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, που άρχισε από την επίδοση στις 21.7.2020 στον ενάγοντα, με την επιμέλεια των εναγομένων, της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τον εκκαλούντα αντιγράφου της ανωτέρω απόφασης, του χρονικού διαστήματος από 1-31 Αυγούστου μη συνυπολογιζομένου στην εν λόγω προθεσμία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 του ΚΠολΔ και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 24.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/16.12.2015) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διαρκείας 7 μηνών, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά στις 16.5.2012 μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης των εναγομένων, συμβληθείσης εν προκειμένω με την ιδιότητα της αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία ποντοπόρου φορτηγού πλοίου με την ονομασία «ΕΣ», επιβιβάσθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο από τον πλοίαρχό του, με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, αντί συνολικού «κλειστού» μηνιαίου μισθού 6.100 ευρώ, πλέον αντιτίμου τροφής, ποσού 410,70 ευρώ το μήνα, συμφωνηθέντων της εφαρμογής κατά τα λοιπά επί της εργασιακής του σύμβασης των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα μέλη των Πληρωμάτων των Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων 4500 τόνων (D.W.) και άνω όρων, καθώς και του ελληνικού δικαίου για κάθε τυχόν απορρέουσα εξ αυτής διαφορά. Ότι στις 17.5.2012 λόγω της πτώσης του σε εσωτερική κλίμακα του πλοίου στο χώρο ενδιαίτησης του πληρώματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, διαρκούντος του πλου από Δουνκέρκη Γαλλίας προς Άμστερνταμ Ολλανδίας, τραυματίσθηκε στα κάτω άκρα του, υποστάς βαριές κακώσεις κνημών άμφω και κυρίως στο δεξιό εξ αυτών στο ύψος της γάμπας, διαγνωσθείς ακολούθως στις 30 και  31.5.2012 ως πάσχων από πολλαπλές θρομβώσεις – θρομβοφλεβίτιδα 7 εκ. στο οπίσθιο μέρος του γονάτου του δεξιού κάτω άκρου του (φλεβοθρόμβωση ιγνυακής φλέβας), κατόπιν της διενέργειας κλινικού και εργαστηριακού ελέγχου στην πόλη Ναντός του Μαρόκου, χορηγηθείσης προς αντιμετώπισή της αντιπηκτικής φαρμακευτικής αγωγής με σύσταση παλιννόστησης, με αποτέλεσμα να απολυθεί την 1η.6.2012 λόγω ασθενείας και να επαναπατρισθεί. Ότι εξαιτίας της επισυμβάσης στη συνέχεια σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του υποβλήθηκε στην Ελλάδα σε σειρά επεμβάσεων προς αποκατάσταση της αιμάτωσης του δεξιού κάτω άκρου του, που, όμως, παρουσίασαν επιπλοκές, και τελικά σε ακρωτηριασμό της δεξιάς του κνήμης κάτωθεν του γόνατος, λόγω οξείας ισχαιμίας δεξιού κάτω άκρου, οφειλομένης σε διαγνωσθείσα αρτηριακή απόφραξη της δεξιάς ιγνυακής, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να καταστεί έκτοτε πλήρως και διά βίου ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, αλλά και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου προς αυτό επαγγέλματος. Ότι πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση περί εργατικού ατυχήματος υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, δηλαδή περί ατυχήματος από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, άλλως και σε κάθε περίπτωση εξ αφορμής αυτής, στο οποίο και οφείλεται ο ακρωτηριασμός του και η συνακόλουθη ανικανότητά του να εργασθεί. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εκάστη εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ενεχόμενη, ως πλοιοκτήτρια/αλλοδαπή εταιρεία και ως αντιπρόσωπος της πρώτης κατά τη σύναψη της εργασιακής του σύμβασης αντίστοιχα, το συνολικό ποσό των 119.393,62 ευρώ, το οποίο συνιστά την περιορισμένη (κατ’αποκοπήν) αποζημίωση του άρθρου 3 παρ.1 του ν.551/1915, που δικαιούται λόγω της προκληθείσης εκ του επίμαχου εργατικού ατυχήματος ολικής και διά βίου ανικανότητάς του προς εργασία, υπολογιζόμενη με βάση τις συμφωνηθείσες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του στο ως άνω πλοίο κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, το συνολικό ποσό των 7.312,08 ευρώ ως μισθούς ασθενείας 4 μηνών από την απόλυσή του, χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναμφίβολα διαρκούσε η ασθένειά του, υπολογιζόμενους με βάση το μηνιαίο μισθό ενεργείας του υποπλοιάρχου, πλέον του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, όπως τα αντίστοιχα ποσά προβλέπονται στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, καθώς και τα ποσά των 30.440,64 ευρώ και των 1.992,57 ευρώ ως έξοδα νοσηλείας του και ως ιατροφαρμακευτικές δαπάνες αντίστοιχα, προσδιοριζόμενα σύμφωνα με τις εκδοθείσες αποδείξεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών, αντίγραφα των οποίων συμπεριέλαβε στο δικόγραφο, ήτοι συνολικά το ποσό των 159.138,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύσασα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 620/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση στο ανωτέρω Δικαστήριο, που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο και έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί, αφού πρόκειται περί διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας των εναγομένων εταιρειών στο εξωτερικό, καθώς και ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο έγινε δεκτό ότι η αγωγή τυγχάνει πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα σ’αυτήν αναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ, του ΚΙΝΔ, του ν.551/1915 και της από 10.11.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 ΤDW και άνω του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9.2.2011), ακολούθως διερευνήθηκε η υπόθεση από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Στο πλαίσιο αυτό και ενόψει του προβληθέντος αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού των εναγομένων ότι ο ακρωτηριασμός του ενάγοντος στο δεξί κάτω άκρο του δε μπορεί να αποδοθεί σε επιδεινωθέντα τραυματισμό του από την πτώση του σε κλίμακα του πλοίου της πρώτης εξ αυτών κατά την εκτέλεση της εργασίας του διαρκούσης της ναυτολόγησής του, δηλαδή  σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός ξένο προς τον οργανισμό του, αλλά σε προϋπάρχουσα πάθησή του (χρόνια πάθηση των φλεβών στα κάτω άκρα του), η οποία εκδηλώθηκε υπό συνθήκες σύμφυτες και προσιδιάζουσες στα καθήκοντα της ειδικότητάς του και την οποία οι ίδιες αγνοούσαν, και επομένως, δε μπορεί να χαρακτηρισθεί απότοκος εργατικού ατυχήματος, καθώς δεν απεδείχθη βίαιο συμβάν ή παροχή εργασίας υπό εξαιρετικές, έκτακτες και ανώμαλες συνθήκες, που επιδείνωσε την προϋπάρχουσα πάθησή του, ώστε να δικαιούται της αιτουμένης αποζημίωσης του άρθρου 3 παρ.1 του ν.551/1915, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατά παραδοχήν αιτήματος των εναγομένων, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη από το διορισθέντα με την ίδια απόφαση ως πραγματογνώμονα Ιατρό – Αγγειοχειρουργό, ο οποίος κλήθηκε να αποφανθεί αιτιολογημένα επί των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτήν ζητημάτων, που, όπως έγινε δεκτό, απαιτούν ώστε να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις της επιστήμης της ιατρικής, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων περί υποκατάστασης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στη θέση του ενάγοντος κατόπιν καταβολής σ’αυτόν των νοσηλίων. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 22.2.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./27.2.2018) κλήση του ενάγοντος, εκδοθείσης επ’αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, της υπ’αριθμ.2276/2020  οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, καθώς, όπως έγινε δεκτό, όσον αφορά μεν το κονδύλιο της αποζημίωσης του άρθρου 3 παρ.1 του ν.551/1915, δεν έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ιδίου νόμου διαρκούσης της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο και συγκεκριμένα πτώση του σε κλίμακα αυτού κατά την εκτέλεση της εργασίας του, εκ της οποίας (πτώσης) προκλήθηκε ο τραυματισμός του, δηλαδή ένα βίαιο συμβάν, αιφνίδιο και απρόβλεπτο, ξένο προς τον οργανισμό του, αλλά ότι η ως άνω βλάβη της υγείας του, που είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του δεξιού κάτω άκρου του, οφείλεται σε (μη εκδηλωθείσα προγενέστερα), πλην όμως προϋπάρχουσα πάθηση των φλεβών στα κάτω άκρα του, η οποία παρουσιάσθηκε ενώ παρείχε την εργασία του υπό συνήθεις συνθήκες, σύμφυτες με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, και ως προς την οποία ενημερώθηκε ο πλοίαρχος από τον ίδιο (τον ενάγοντα) όχι αμέσως, ώστε να λάβει πάραυτα την προσήκουσα και εξειδικευμένη φροντίδα, αλλά μόλις τρεις ημέρες ενωρίτερα της εξέτασής του από ιατρό, ότι εμφιλοχώρησαν σφάλματα και παραλείψεις στη διάγνωση της πάθησής του και στη θεραπεία της, διότι δεν έτυχε της ενδεδειγμένης περίθαλψης, όταν το πρώτον αποτάνθηκε σε ιατρό στο Μαρόκο, καθώς και ότι και ο ίδιος δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού της υγείας του όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, αφού νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο καθυστερημένα, ήτοι μετά την πάροδο διμήνου, με αποτέλεσμα ουδεμία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εργασίας του στο πλοίο και της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, που κατέληξε τελικά στον ακρωτηριασμό του, να υφίσταται, όσον αφορά δε τα έτερα αγωγικά κονδύλια των μισθών ασθενείας, των νοσηλίων και των ιατροφαρμακευτικών δαπανών, οι αντίστοιχες αξιώσεις του έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή των άρθρων 289 παρ.1 και 291 του ΚΙΝΔ, 261 και 261 και 270 του ΑΚ, κατά παραδοχήν ως νόμω και ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγομένων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, καθώς και της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης μη οριστικής, παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εξ αυτών οριστικής απόφασης, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, ότι δηλαδή ο ακρωτηριασμός του δεξιού κάτω άκρου του στο ύψος της κνήμης και η πλήρης και διά βίου ανικανότητά του προς εργασία έκτοτε δεν οφείλεται σε εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, που συνέβη επί του πλοίου, όπου είχε ναυτολογηθεί ως υποπλοίαρχος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ώστε να δικαιούται της αιτουμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης του άρθρου 3 του προαναφερθέντος νόμου, αλλά σε προϋπάρχουσα της ναυτολόγησής του πάθηση στο φλεβικό δίκτυο των κάτω άκρων του, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με την κρίση του αυτού ως άνω Δικαστηρίου περί απόσβεσης των λοιπών αγωγικών αξιώσεων λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, κατά παραδοχήν της σχετικής ένστασης των εναγομένων, ζητώντας την εξαφάνιση των προσβαλλομένων αποφάσεων και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας.

Στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 16 παρ.1 του Ν. 551/1914 “Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄ 11/8 Ιανουαρίου 1915), ο οποίος, τροποποιηθείς ως προς επί μέρους διατάξεις του με τους Ν. 2114/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου ΒΩΜΑ” (Φ.Ε.Κ. Α` 67/18 Μαρτίου 1920) και 2193/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων εργατικών τινών νόμων” (Φ.Ε.Κ. Α` 129/13 Ιουνίου 1920), έχει κωδικοποιηθεί με το Β.Δ. της 24ης Ιουλίου/25ης Αυγούστου 1920 “Περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄191/25 Αυγούστου 1920) δυνάμει εξουσιοδότησης του άρθρου 11 Ν. 2193/1920 και διατηρηθείς σε ισχύ σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 38 του ΕισΝΑΚ, εφαρμόζεται επί των ατυχημάτων των ναυτικών κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, ορίζονται αντίστοιχα τα εξής: “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ’ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”, “εις την κατά το άρθρον 1 αποζημίωσιν υποχρεούνται: … οι κύριοι επιχειρήσεων μεταφοράς δια γης ή ύδατος …” και “η κατά το άρθρ. 1 αποζημίωσις: 1. Εν περιπτώσει πλήρους διαρκούς ανικανότητος περιλαμβάνει εξ (6) ετών μισθούς και δεν είναι κατωτέρα των πέντε χιλιάδων δραχμών, εάν δε το σύνολον των μισθών των εξ (6) ετών υπερβαίνη τας δέκα χιλιάδας δραχμάς, προστίθεται εις το ποσόν των δέκα χιλιάδων δραχμών το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως». Τα ως άνω κατώτατα και ανώτατα όρια της αποζημίωσης του άρθρου 3, αναπροσαρμοσθέντα αρχικά με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 4705/1930 “Περί τροποποιήσεως του Β.Δ. “περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων, ως και του νόμου ΒΩΜΑ περί ταμείου μεταλλευτών και των τροποποιησάντων αυτόν μεταγενέστερων νόμων και διαταγμάτων” (Φ.Ε.Κ. Α` 160/14 Μαΐου1930) και στη συνέχεια με τις  Κοινές Αποφάσεις 20240/1778/6 Μαρτίου 1968 των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων, Συγκοινωνιών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 134/18 Μαρτίου 1968) και 15231/873/3 Απριλίου 1974 των Υπουργών Οικονομικών, Απασχολήσεως, Δημοσίων Έργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. Β΄402/9 Απριλίου 1974), εκδοθεισών κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 7 εδαφ. α΄του Ν. 1224/1944 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί προσωπικού ξενοδοχείων ύπνου νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων” (Φ.Ε.Κ. Α` 37/26 Φεβρουαρίου 1944), ορίζονται πλέον από την Κοινή Απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών 12406/5 Αυγούστου 1998 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 884/19 Αυγούστου 1998), που εκδόθηκε βάσει της αυτής νομοθετικής εξουσιοδότησης, στα ποσά των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων δραχμών (1.027,15 ευρώ) και ενός εκατομμυρίου δραχμών (2.934,70 ευρώ) αντίστοιχα. Όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ναυτεργατικό ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, το οποίο ιδρύει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις ως άνω διακρίσεις του άρθρου 3, συνιστά και η πρόκληση μερικής ή ολικής ανικανότητας προς εργασία του ναυτικού, η οποία διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, συνεπεία εκτάκτως και αιφνιδίως επενεργήσαντος εξωτερικού αιτίου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ασχέτου προς την σύσταση και την βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του παθόντος και τους δυσμενείς εγγενείς της ναυτικής εργασίας όρους.  Εάν η εν λόγω ανικανότητα είναι ολική και διήρκεσε πλέον των δύο ετών, η οφειλομένη αποζημίωση περιλαμβάνει τους μισθούς έξι ετών και δεν δύναται να υπολείπεται των 1.027,15 ευρώ, εάν δε υπερβαίνει το ποσόν των 2.934,70 ευρώ, προστίθεται επί του ποσού τούτου το τέταρτο της υπέρβασης. Η ευθύνη του εργοδότη (πλοιοκτήτη – εφοπλιστή) ως προς την εν λόγω αποζημίωση είναι αντικειμενική, ανεξαρτήτως πταίσματος (ΑΠ 541/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915,  ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004.767). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δε δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (βλ. ΑΠ 961/2018, ΑΠ 1690/2013 αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013.17, ΕφΠειρΜον 691/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013.164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013.22). Σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα ν’ αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ’αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του (βλ. ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011 304, Ι.Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ.578-579). Περαιτέρω στον Κανονισμό «περί εργασίας επί των Ελληνικών Φορτηγών Πλοίων, ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του κωδικοποιημένου με το από 11.3.52 Β.Δ. ν. 6392/1934 “περί Ποινικού και Πειθαρχικού Κώδικος του Εμπορικού Ναυτικού” (ΦΕΚ 83 Α’/1952), και εγκρίθηκε με το Β.Δ. 806/30.11/16.12.1970, περιέχονται διατάξεις που θεσμοθετούν τέτοιους όρους ασφαλείας των επί των πλοίων εργαζομένων ναυτικών, όπως η διάταξη του άρθρου 10 αυτού, σύμφωνα με την οποία ο πλοίαρχος λαμβάνοντας γνώση ασθενείας ή ατυχήματος κάποιου από του επιβαίνοντες, μεριμνά να παρασχεθούν αμέσως στον πάσχοντα οι πρώτες βοήθειες (εδαφ.1). Παρέχει την, κατά τον πρόχειρο ιατρικό οδηγό, ενδεικνυόμενη βοήθεια και ζητεί, εν ανάγκη, με τον ασύρματο του πλοίου, ιατρική συνδρομή, τηλεγραφώντας τα συμπτώματα της νόσου (εδαφ.2). Σε περίπτωση βαρείας ασθενείας ή ατυχήματος, οφείλει «συν τη παροχή των πρώτων βοηθειών να επιζητήσει την προσέγγιση με άλλο πλοίο που να διαθέτει ιατρό ή την αποστολή καταλλήλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύσει εφόσον είναι δυνατό στον πλησιέστερο λιμένα και να συνεννοηθεί με Λιμενική ή Προξενική Αρχή για την εισαγωγή του πάσχοντος σε Νοσοκομείο ή Κλινική (εδαφ. 3α).  Με τη διάταξη αυτή, θεσμοθετούνται σαφώς ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων προσδίδει, σε περίπτωση θανάτου εργαζομένου στο πλοίο, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, κατά τα προεκτεθέντα. Ωστόσο, εκτός από την περίπτωση που τα συμπτώματα της ασθένειας είναι εμφανή και έκδηλα, και ο πλοίαρχος δύναται ως εκ τούτου να έχει άμεση γνώση, βασική πηγή πληροφόρησης του τελευταίου αποτελεί ο ίδιος πάσχων ναυτικός, δεδομένου ότι αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθένειάς του, και ο πλοίαρχος οφείλει, με βάση αυτήν την πληροφόρηση, να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Η λήψη καθενός εκ των προβλεπομένων από τη προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 του Β.Δ.806/1970 μέτρων εξαρτάται από την προηγούμενη διάγνωση της κατάστασης του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση, ή αν επιβάλλεται να ζητήσει προς αντιμετώπιση αυτής ιατρική συνδρομή, προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ.1 και 2 ενέργειες, ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (AΠ 1000/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι περιήλθαν σε γνώση του, κατά τρόπο πλήρη, τα εκδηλωθέντα συμπτώματα του πάσχοντος ναυτικού και του δηλώθηκε προς συνεκτίμηση και το τυχόν ιατρικό ιστορικό του (ΕφΠειρ 417/2013 ΕφΠειρ 283/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011/300, βλ. και Καμβύση Ναυτικό Δίκαιο 1ος τομ., σελ. 357). Τέλος,  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδαφ.α` και 2 του ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνατπών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι`απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περάπωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεών του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 305/2005 ΕΝΔ 2005.82).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ……… και των εναγομένων ……………, οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 6ης.10.2016, επακολουθησάσης της έκδοσης επί της υπόθεσης της υπ’αριθμ. 620/2017 μη οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εν λόγω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των εναγομένων, μαρτύρων τους ………., ……… και ……….., οι οποίες δόθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες  υπ’αριθμ. …/11.4.2016, …/27.9.2016 και …./29.9.2016 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου  στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή . …. και περιέχονται στις υπ’αριθμ……/14.4.2016, …../29.9.2016 και ……/5.10.2016 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …. ., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Βόλου …….. και της Ειρηνοδίκη Πειραιώς αντίστοιχα, γ) την από 13.2.2018 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την αρχικά εκδοθείσα επί της αγωγής υπ’αριθμ. 620/2017 μη οριστική απόφαση πραγματογνώμονος Ιατρού – Αγγειοχειρουργού ………, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14.2.2018, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. …./14.2.2018 πράξης κατάθεσης, δ) την από 7.5.2018 ιατρική έκθεση του νομότυπα διορισθέντος κατά την ορκοδοσία του ανωτέρω πραγματογνώμονος (βλ. σχετ. τα υπ’αριθμ. 320/2017 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της 19ης.9.2017) τεχνικού συμβούλου επί της υπόθεσης των εναγομένων  Ιατρού – Αγγειοχειρουργού . ……….., που επίσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.5.2018, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. …./11.5.2018 πράξης κατάθεσης, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διαρκείας 7 μηνών (προσύμφωνο ή συμφωνητικό πρόσληψης), που καταρτίσθηκε άτυπα στις 15.5.2012 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στην Κύπρο, με εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, Ν.27/1975, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009, Ν.4150/2013 και δη στον Πειραιά (οδός …… αριθμ….), με την υπ’αριθμ. 1241.1859/24/22096/23.10.1995 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 232/ΤΑΠΣ/3.11.1995 και 237/ΤΑΠΣ/30.12.2005) και εν προκειμένω ενεργήσασας ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, εδρεύουσας στις νήσους Μάρσαλ και πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική (τότε) σημαία (ήδη υπό σημαία νήσων Μάρσαλ) ποντοπόρου φορτηγού πλοίου χύδην φορτίου (BULK CARRIER) με την ονομασία «ΕΣ.», νηολογίου Πειραιώς, με αυξ.αριθμ…….,  με το διεθνές διακριτικό σήμα …., κόρων ολικής χωρητικότητας 29357, συμφωνήθηκε να επιβιβασθεί ο ενάγων στο ανωτέρω πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου του με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, αντί συνολικών «κλειστών» μηνιαίων αποδοχών, ανερχομένων στο ποσό των 6.100 ευρώ, πλέον μηνιαίου αντιτίμου τροφής, ποσού 410,70 ευρώ, καθώς και να διέπεται η εργασιακή του σύμβαση κατά τα λοιπά από τους προβλεπομένους από την εκάστοτε ισχύουσα κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα μέλη των Πληρωμάτων των Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων 4500 τόνων (D.W.) και άνω όρους. (βλ. το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα με αριθμ.σχετ.4α από 15.5.2012 έγγραφο της δεύτερης εναγομένης προς αυτόν, το οποίο τιτλοφορείται «Προς Κάθε Ενδιαφερόμενο» και σύμφωνα με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο ανωτέρω ταξιδεύει στο Παρίσι με τελική προορισμό τη Δουνκέρκη, προκειμένου να ναυτολογηθεί στο εν λόγω πλοίο υπό τη διαχείρισή της με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου, εξ αυτού δε του εγγράφου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στον Πειραιά κατά τα προεκτεθέντα, το παρόν Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η ως άνω σύμβαση καταρτίσθηκε στην πραγματικότητα στην Ελλάδα και όχι στη Δουνκέρκη, όπου απλώς ναυλοχούσε το πλοίο κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπως αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από τα διάδικα μέρη έγγραφο, που συντάχθηκε σχετικώς). Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω προσυμφώνου, που συνιστά ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται επ’αυτής η τήρηση τύπου, τελούσε σε ισχύ το πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης προς ναυτολόγηση (προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα με αριθμ. σχετ. 26), το οποίο εκδόθηκε στις 25.5.2011 με διετή ισχύ (μέχρι 25.5.2013) ενόψει προγενέστερης ναυτολόγησης του ανωτέρω σε έτερο πλοίο, επίσης συμφερόντων των εναγομένων, προ της οποίας είχε εξετασθεί από ιατρούς μέσω της Αγροτικής Ασφαλιστικής Α.Ε. και είχε κριθεί κατάλληλος προς παροχή ναυτικής εργασίας. Σε εκτέλεση της προαναφερθείσης σύμβασης ο ενάγων μετέβη αεροπορικώς στο Παρίσι της Γαλλίας και ακολούθως οδικώς στη Δουνκέρκη της Γαλλίας, όπου ναυλοχούσε το ανωτέρω πλοίο, προκειμένου να επιβιβασθεί σ’αυτό, να ναυτολογηθεί από τον πλοίαρχό του και να αναλάβει τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, όπερ και πράγματι εγένετο στις 16.5.2012, της τοιουτοτρόπως καταρτισθείσης σύμβασης ναυτολόγησής του καταχωρηθείσης επιπροσθέτως αυθημερόν στο ναυτολόγιο του πλοίου και στο ναυτικό του φυλλάδιο. Την επόμενη ημέρα στις 17.5.2012 το πλοίο απέπλευσε από το λιμένα της Δουνκέρκης, κενό φορτίου, με προορισμό το λιμένα του Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Την ίδια ημέρα και ενώ το πλοίο έπλεε προς Άμστερνταμ, ο ανωτέρω, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, κατερχόμενος εσωτερική κλίμακα του πλοίου στο χώρο ενδιαίτησης των μελών του πληρώματος, απώλεσε την ισορροπία του και επέπεσε με δύναμη στις βαθμίδες της κλίμακας, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σε αμφότερα τα κάτω άκρα του, κυρίως όμως στο δεξιό εξ αυτών στο ύψος της γαστροκνημίας (γάμπας). Μη αισθανθείς ιδιαίτερο άλγος κατά τη στιγμή εκείνη, δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στο συμβάν, για το οποίο ουδέν εκ του πληρώματος ενημέρωσε, αγνοώντας ακόμη τότε την έκταση της ήδη επενεχθείσης λόγω της πτώσης στο δεξιό κάτω άκρο του σοβαρής σωματικής βλάβης, ει μη μόνον συγγενικά του πρόσωπα, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, αλλά συνέχισε κανονικά την ίδια ημέρα, αλλά και τις επόμενες ημέρες, την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το πλοίο κατέπλευσε στις 18.5.2012 στο λιμένα του Άμστερνταμ και άρχισε η διαδικασία φόρτωσής του, η οποία ολοκληρώθηκε στις 20.5.2012, οπότε και απέπλευσε, με προορισμό το λιμένα του Ναντόρ (Nador) στο Μαρόκο, στον οποίο κατέπλευσε στις 25.5.2012. Στις 27.5.2012 ο ενάγων, ενώ το πλοίο βρισκόταν στην αυτή θέση αγκυροβολίας του ανωτέρω λιμένος εν αναμονή εκφόρτωσης και ενώ η κατάσταση της υγείας του είχε εν τω μεταξύ επιδεινωθεί, με την ένταση του άλγους στο δεξιό κάτω άκρο του να αυξαίνεται συνεχώς και με την εμφάνιση πρηξίματος (οιδήματος) ση δεξιά κνήμη του, που τον δυσχέραιναν στη βάδιση, ενημέρωσε σχετικώς τον πλοίαρχο του πλοίου ……………… περί του ατυχήματός του και των συμπτωμάτων, που παρουσίαζε τη δεδομένη χρονική στιγμή και ζήτησε να εξετασθεί από ιατρό, όπερ και πράγματι εγένετο στις 30.5.2012 διά της μετάβασής του στην Πολυκλινική …….. του Ναντόρ (βλ. τη σχετική καταγραφή από τον πλοίαρχο στο προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου της συγκεκριμένης ημέρας, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων παραπέμθηκε σε ιατρό παραπονούμενος για πρήξιμο και πόνο στη δεξιά του κνήμη). Στην ανωτέρω κλινική, αφού εξετάσθηκε από ιατρό και υποβλήθηκε σε κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο και σε υπερηχογράφημα (doppler) φλεβών κάτω άκρων, το οποίο κατέδειξε εικόνα συμβατή με θρομβοφλεβίτιδα ιγνυακής φλέβας σε έκταση 7 εκατοστών περίπου, του χορηγήθηκε φαρμακευτική θεραπευτική αντιθρομβολυτική αγωγή σε μορφή χαπιού με το αντιπητικό φάρμακο Sintrom. Σημειωτέον ότι επ’αυτού έλαβε χώρα την ίδια ημέρα και έτερη καταγραφή από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, στην οποία αναφέρεται ότι ο ενάγων επέστρεψε από τον ιατρό, ότι διαγνώσθηκε θρομβοφλεβίτιδα και ότι απαιτείται η διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων. Την επόμενη ημέρα στις 31.5.2012 ο ενάγων υποβλήθηκε και σε εξέταση αίματος στην ίδια κλινική, σύμφωνα με την οποία παρουσίαζε άνοδο των επιπέδων της προθρομβίνης και της  INR,  με τιμές 40,2 και 1,64 αντίστοιχα, συμβατές με την αρχόμενη δράση του ανωτέρω αντιπηκτικού φαρμάκου, που είχε ήδη αρχίσει να λαμβάνει, όπως αναφέρεται στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου των εναγομένων, και όχι ενδεικτικές προϋπάρχουσας πάθησης αυτού, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Μάλιστα συνεστήθη από το θεράποντα ιατρό η παλλινόστησή του, προκειμένου να συνεχισθεί στην Ελλάδα η αποθεραπεία του, προφανώς διότι κρίθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επέπρεπε τη συνέχιση της εργασίας του στο πλοίο. Ειδικότερα, στην προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα σε μετάφραση από 30.5.2012 ιατρική έκθεση μέλους πληρώματος (Crew Member Medical Report) της Ιατρού …… (………….) της ανωτέρω κλινικής, συνταχθείσα επί εντύπου της δεύτερης εναγομένης, αναφέρεται η επίσκεψη αυτού στην κλινική με συμπτωματολογία «οίδημα και πόνος στο πίσω μέρος του γονάτου του δεξιού ποδιού», ότι πιθανώς απαιτείται η διενέργεια υπερηχογραφήματος σε ολόκληρο το πόδι, ότι διαγνώσθηκε θρομβοφλεβίτιδα, ότι δεν πρόκειται περί χρόνιας ασθένειας ή προϋπάρχουσας κατάστασης, καθώς και ότι αυτός δε δύναται πλέον να ασκήσει τα καθήκοντά του, αλλά πρέπει να απολυθεί. Πράγματι την επόμενη ημέρα (1.6.2012) ο ενάγων αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Ναντόρ «λόγω ασθενείας», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο και στο ναυτολόγιο του πλοίου και επέστρεψε στην Ελλάδα. Επισημαίνεται ότι στις 31.5.2012 καταχωρήθηκε από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου το γεγονός της μετάβασης του ενάγοντος σε ιατρό για περαιτέρω εξετάσεις, η επιστροφή του στο πλοίο, η διάγνωση (θρομβοφλεβίτιδα) και η σύσταση του ιατρού περί επαναπατρισμού του λόγω αδυναμίας παραμονής του στο πλοίο, ενώ την επόμενη ημέρα (1.6.2012) υφίσταται καταχώρηση στο ίδιο ημερολόγιο, που αφορά στην απόλυση και αποβίβασή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα υποβλήθηκε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις 7.6.2012 σε εξέταση τρίπλεξ (triplex) φλεβών κάτω άκρων στη ….. Θεσσαλονίκης «…………..»  και συνέχισε να ακολουθεί τις ιατρικές οδηγίες, που είχε λάβει, καθώς και την αντιπηκτική φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, λόγω επιδείνωσης στο μεσοδιάστημα της κατάστασης της υγείας του και έντονου άλγους στο δεξιό κάτω άκρο του, με αποτέλεσμα δυσχέρεια στη βάδιση, εισήλθε στις 2.8.2012 στο «……. Θεσσαλονίκης», με διάγνωση εισόδου «οξεία αρτηριακή απόφραξη δεξιάς ιγνυακής συνοδός φλεβικής θρόμβωσης ΔΕ, θρομβοφιλία, παλαιά φλεβική θρόμβωση με συνοδό πνευμονικής εμβολής», όπου νοσηλεύθηκε έως και τις 14.8.2012. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του υποβλήθηκε σε έγχρωμο triplex υπερηχογράφημα φλεβών δεξιού κάτω άκρου, στο οποίο ελέγχθηκε το εν τω βάθει δίκτυο των φλεβών του δεξιού κάτω άκρου του από το ύψος της κοινής μηριαίας έως και τις οπίσθιες κνημιαίες στο ύψος των σφυρών, και διαπιστώθηκε «θρόμβωση του εν τω βάθει δικτύου του δεξιού κάτω άκρου από το άνω τριτημόριο της επιπολής μηριαίας  φλέβας και κάτω καθώς και της ελάσσονος σαφηνούς φλέβας» (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αρθμ. σχετ.18 γνωμάτευση του Ιατρού ……….). Επιπροσθέτως υποβλήθηκε σε αγγειοπλαστική ιγνυακής και τριχασμού, σε αγγειοπλαστική οπίσθιας κνημιαίας και ιγνυακής δεξιά και σε σχάση πρόσθιου διαμερίσματος δεξιά. Έλαβε εξιτήριο στις 14.8.2012, όπως προεκτέθηκε,  με βελτιωμένη την κατάσταση της υγείας του και με διάγνωση «οξεία ισχαιμία δεξιού κάτω άκρου»  (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από αμφότερους τους διαδίκους εξιτήριο, στο οποίο, αναφέρονται, πέραν της διάγνωσης εξόδου και οι ανωτέρω επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του). Ακολούθως στις 25.9.2012 επανεισήχθη στην ανωτέρω κλινική, λόγω αποστήματος πρόσθιου διαμερίσματος δεξιάς κνήμης, όπου και νοσηλεύθηκε μέχρι και τις 27.9.2012, υποβληθείς κατά τη νοσηλεία του σε διάνοιξη και χειρουργικό καθαρισμό του δεξιού κάτω άκρου του (βλ.σχετ. το προσκομιζόμενο από τον ίδιο με αριθμ. σχετ. 20 εξιτήριο). Επισημαίνεται ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νοσηλείας του χορηγήθηκαν στον ενάγοντα δύο (2) ιατρικές γνωματεύσεις με ημερομηνία 27.9.2012 του ………., Ιατρού Αγγειοχειρουργού του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης, στην πρώτη των οποίων (αριθμ. σχετ. του ενάγοντος 15) αναφέρονται τα εξής: «Γνωματεύεται ότι ο ως άνω ασθενής, ετών 56, πάσχει από θρομβοφιλία – ομοκυστινουρία και προσήλθε παρ’ημίν προ διμήνου περίπου το πρώτον με παραμελημένη οξεία ισχαιμία ΔΕ κάτω άκρου επί εδάφους προηγηθείσης εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης προ διμήνου αλλαχού (Μαρόκο) και για την οποία έκανε αγωγή με Sintrom. Στο γενόμενο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο διπιστώθηκε πλήρης απόφραξη  της ιγνυακής αρτηρίας δεξιά χωρίς την ύπαρξη πελματιαίου τόξου και αριστερά ύπαρξη μόνο της περονιαίας αρτηρίας. Συγχρόνως διαπιστώθηκε η πρόσφατη φλεβική θρόμβωση δεξιά. Παρ’όλη την παραμελημένη κατάσταση έγινε προσπάθεια επαναγγείωσης του δεξιού σκέλους, η οποία προς το παρόν απέδωσε μέχρι και τον ταρσό (κεροποίηση άκρου ποδός) ενώ η αγειοπλαστική του αριστερού σκέλους απέβη επιτυχής μέχρι της ακροδακυλίας. Ο ασθενής υπεβλήθη 48 ώρες πριν σε χειρουργικό καθαρισμό του προσθίου διαμερίσματος δεξιά, θα φέρει περονιαίο κηδεμόνα και θα αναμένεται επούλωση σταδιακά κατά β΄σκοπό…», ενώ στη δεύτερη (με αριθμ. σχετ. ενάγοντος 16) ότι: «Γνωματεύεται επιπροσθέτως ότι ο ως άνω ασθενής προς της νοσηλείας του στο Μαρόκο (όπως αναφέρει ο ίδιος) υπέστη βαρειά κάκωση κνημών άμφω κατά την πτώση του σε άνοδο σκάλας, κάτι το οποίο διεπιστώθη και παρ’ημίν κατά τη διερεύνηση της δεξιάς ιγνυακής κοιλότητας…». Στις 21.10.2012 ο ενάγων, λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της  υγείας του,  εισήχθη για μία ακόμη φορά στην αυτή ως άνω κλινική της Θεεσσαλονίκης, όπου υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό της δεξιάς κνήμης κάτωθεν του γόνατος, νοσηλευθείς εκεί μέχρι και τις 7.11.2012, όταν και έλαβε εξιτήριο με διάγνωση «μετατραυματική οξεία ισχαιμία ΔΕ κάτω άκρου, θρόμβωση ιγνυακής κατιούσης ΔΕ, αγγειοπλασθείσα προ διμήνου», σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τον ίδιο με αριθμ.σχετ.21 εξιτήριο. Συνεπεία του ανωτέρω ακρωτηριασμού του είναι προφανές ότι ο ενάγων έχει πλέον καταστεί πλήρως/ολικώς και διά βίου ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, αλλά και κάθε άλλου επαγγέλματος, κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου προς αυτό. Πρόκειται περί μόνιμης αναπηρίας, που εκ των πραγμάτων δυσχεραίνει τη βάδιση και επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της ζωής του σε όλες της τις εκφάνσεις, με δυσμενείς επιπτώσεις όχι μόνον στη σωματική, αλλά και στην ψυχική του υγεία. Στο ανωτέρω συμπέρασμα επίσης καταλήγει και ο διορισθείς πραγματογνώμονας στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε, ενώ η κατόπιν του ακρωτηριασμού του ενάγοντος πλήρης και διά βίου ανικανότητά του έκτοτε και στο εξής προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, και κάθε άλλου επαγγέλματος, κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου προς αυτό, δεν αμφισβητήθηκε ειδικά ούτε από τις εναγόμενες, συναγομένης, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση το σύνολο των ισχυρισμών τους επί των αγωγικών ισχυρισμών, ομολογίας τους επ’αυτού (άρθρο 261 του ΚΠολΔ). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν πλήρως αποδείχθηκε ότι η προναφερθείσα ολική και διά βίου ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία είναι απότοκος του τραυματισμού του, που προκλήθηκε από την πτώση του εντός του πλοίου της πρώτης εναγομένης, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ως υποπλοίαρχος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, δηλαδή συνιστά το αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου σε οργανική ή παθολογική του προδιάθεση, που δεν θα υπήρχε χωρίς τη συγκεκριμένη εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις. Οφείλεται, επομένως, σε ατύχημα από βίαιο συμβάν, άσχετο προς τον οργανισμό του και τους δυσμενείς, αλλά εγγενείς της ναυτικής εργασίας, όρους, ήτοι σε εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 του ν.551/1915, με αποτέλεσμα να δικαιούται αυτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 3 του ιδίου νόμου περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης, υπολογιζομένης σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη για την περίπτωση της πρόκλησης στον παθόντα εργαζόμενο μίας τέτοιας ανικανότητας, της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας ευθυνομένης αντικειμενικά προς καταβολή της, άνευ οιασδήποτε υπαιτιότητάς της και όχι σε προϋπάρχουσα πάθηση των φλεβών των κάτω άκρων του, που εκδηλώθηκε επί του πλοίου μεν, πλην όμως υπό συνήθεις συνθήκες παροχής της εργασίας του, προσιδιάζουσες στα καθήκοντα της ειδικότητάς του, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες, αιτιολογημένα αρνούμενες την αγωγή. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλαδή έλαβε όντως χώρα ατύχημα του ενάγοντος επί του πλοίου, που του προκάλεσε σωματικές βλάβες, οι οποίες, επιδεινωθείσες με την πάροδο του χρόνου, αλλά και για τους λόγους, που θα αναφερθούν στη συνέχεια, είχαν ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του δεξιού κάτω άκρου του  στο ύψος της κνήμης, επιρρωνύεται ιδίως από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονος, ο οποίος, αφού μελέτησε τα έγγραφα της δικογραφίας που του παραδόθηκαν, εξέτασε τον ενάγοντα στον ιατρείο του και τον υπέβαλε σε εργαστηριακό έλεγχο και σε επιπλέον ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις (που αναφέρονται στο από 17.5.2018 έγγραφο του ιδίου, απευθυνόμενο στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, σχετικό Η του τελευταίου), αλλά και σε επανεξέταση μετά τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, υιοθετεί τον αγωγικό ισχυρισμό του τραυματισμού του ενάγοντος σε ατύχημα, που έλαβε χώρα εντός του πλοίου (πτώση του σε κλίμακα) και επέφερε απόφραξη της ιγνυακής αρτηρίας στο δεξιό κάτω άκρο του, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε στη συνέχεια οξεία ισχαιμία στο ίδιο άκρο, ενώ ουδέν αναφέρει περί προϋπάρχουσας πάθησής του, εκδηλωθείσας το πρώτον ή υποτροπιάσασας ή παροξυνθείσας κατά τη σύντομη διάρκεια της ναυτολόγησής του (των 15 ημερών) ως αιτία της αρτηριακής απόφραξης, όπως σαφώς συνάγεται από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της έγγραφης γνωμοδότησής του. Επίσης στην ίδια πραγματογνωμοσύνη δεν αναφέρεται, ούτε έστω υποννοείται ότι η διαγνωσθείσα στην κλινική του Μαρόκο θρομβοφλεβίτιδα οφείλεται σε προϋπάρχουσα χρόνια πάθηση του ενάγοντος, ή σε βεβαρυμένο ιατρικό ιστορικό του τελευταίου σε σχέση με το φλεβικό του δίκτυο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, ο ενάγων υπέστη λόγω του ατυχήματος κατά την εργασία του βαριές κακώσεις κνημών άμφω, αλλά κυρίως όπισθεν του δεξιού γονάτου, οι οποίες μετά βεβαιότητας προκάλεσαν βλάβη και σε αρτηρία και σε φλέβα, με βάση τα συμπτώματα, τα οποία παρουσίασε αμέσως μετά το ατύχημα (άλγος, οίδημα γαστροκνημίας και δυσχέρεια βάδισης), που προσιδιάζουν, τόσο σε φλεβική όσο και σε αρτηριακή βλάβη, εκ των οποίων η μεν βλάβη στη φλέβα προκάλεσε φλεβική θρόμβωση, η δε βλάβη στην αρτηρία, είτε εκείνη τη στιγμή, είτε αργότερα, την απόφραξη αυτής, με αποτέλεσμα την ισχαιμία του ΔΕ κάτω άκρου. Ότι κατά τη στιγμή της κάκωσης διαγνώσθηκε μόνον η φλεβική θρόμβωση, στην οποία και αποδόθηκαν όλα τα συμπτώματα του ενάγοντος και όχι και η ομοίως από την κάκωση προκληθείσα αρτηριακή βλάβη, η οποία προϋπήρχε και δε διαγνώσθηκε (χωρίς να διευκρινίζεται εάν θα μπορούσε τότε να διαγνωσθεί), αλλά εκδηλώθηκε έντονα 2-3 μήνες αργότερα, το μήνα Αύγουστο του 2012, οπότε και διαγνώσθηκε οξεία αρτηριακή ισχαιμία του ΔΕ κάτω άκρου του και άρχισε και η αντιμετώπισή της, όταν δηλαδή τα συμπτώματα επιδεινώθηκαν και κατέστησαν μη υποφερτά, με αποτέλεσμα ο ενάγων να αναγκασθεί να εισαχθεί σε νοσοκομείο, υπολαμβάνοντας έως τότε ότι το πρόβλημά του είναι μόνο φλεβικό. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας αποκρούει την άποψη ότι η βλάβη του αρτηριακού συστήματος του ενάγοντος επήλθε μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και δε συνδέεται με τον τραυματισμό του από το ατύχημα, με το επιχείρημα ότι εντοπίζεται στο ίδιο ακριβώς σημείο της κάκωσης. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «το γεγονός δε, ότι όλες οι κακώσεις βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του σώματος, ενισχύει την πεποίθηση ότι η θρόμβωση της ιγνυακής αρτηρίας οφείλεται στον τραυματισμό από το ατύχημα». Τέλος, στην αυτή ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι η οξεία αρτηριακή απόφραξη της ιγνυακής ΔΕ, με φλεβική θρόμβωση ΔΕ, οδήγησε σε πολλαπλές επεμβάσεις προς αποκατάσταση της αιμάτωσης του δεξιού κάτω άκρου του ενάγοντος, που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά, αλλά δυστυχώς, λόγω των σοβαρών επιπλοκών και της σωρείας των επεμβάσεων, η επαναγγείωση δε λειτούργησε, αντίθετα παρουσιάσθηκε επιδείνωση της αιμάτωσης του ΔΕ κάτω άκρου, με μόνη και ύστατη λύση τον ακρωτηριασμό του ιδίου άκρου στο ύψος της κνήμης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο πραγματογνώμονας στην έκθεσή του επισημαίνει πως ο τραυματισμός της ιγνυακής αρτηρίας είναι ένας από τους πιο «προκλητικούς» αρτηριακούς τραυματισμούς, με αναλογία ακρωτηριασμού, που προσεγγίζει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 20% λόγω του σχετικού τραυματισμού μαλακών μορίων και των σηπτικών επακόλουθων. Το προεκτεθέν αποδεικτικό πόρισμα δεν αναιρείται πειστικά από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από τις εναγόμενες ιατρικής έκθεσης του νομότυπα διορισθέντος τεχνικού τους συμβούλου Ιατρού – Αγγειοχειρουργού …………, ο οποίος, χωρίς να εξετάσει τον ενάγοντα, αλλά κατόπιν μελέτης του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας, αναφέρει ως συχνότερα αίτια της οξείας απόφραξης της ιγνυακής αρτηρίας τις εκτεταμένες αθηρωματικές πλάκες, το βαρύ τραυματισμό  (που συνοδεύεται όμως από θλάση των μαλακών μορίων της περιοχής ή και κατάγματα των οστών), και τον εμβολισμό από θρόμβους (κυρίως σε άτομα που πάσχουν από καρδιακές αρρυθμίες) και επισημαίνει ότι στην προκείμενη περίπτωση τόσο βαριές κακώσεις του ενάγοντος δεν περιγράφονται στα κλινικά ευρύματα, ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της αγγειοπλαστικής στο ….. Θεσσαλονίκης για τη θεραπεία της απόφραξης της ιγνυακής αρτηρίας σημαίνει ότι το αποφράσσον υλικό ήταν οι αθηρωματικές πλάκες, διότι, εάν επρόκειτο περί αρτηριακής απόφραξης λόγω τραυματισμού θα επιλεγόταν η ανοικτή χειρουργική επέμβαση καθώς η αγγειοπλαστική αντενδείκνυται. Αντίθετα επιχείρημα ότι η οξεία αρτηριακή απόφραξη του ενάγοντος είναι απότοκος του τραυματισμού του, η οποία προκλήθηκε κατόπιν της πτώσης του εντός του πλοίου και δεν οφείλεται σε προϋπάρχουσα πάθησή του, που εκδηλώθηκε διαρκούσης της ναυτολόγησής του υπό τις συνήθεις εργασιακές συνθήκες, που προσιδιάζουν στη φύση των καθηκόντων του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, συνάγεται, πέραν της πραγματογνωμοσύνης, από την προαναφερθείσα ιατρική έκθεση της ιατρού της κλινικής του Μαρόκου, όπου ο ενάγων εξετάσθηκε το πρώτον, στην οποία γίνεται ρητή μνεία ότι δεν πρόκειται περί χρόνιας ασθένειας ή προϋπάρχουσας κατάστασης, καθώς και από την από 27.9.2012 ιατρική γνωμάτευση του Αγγειοχειρουργού . του ……. Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων υπέστη βαριά κάκωση κνημών άμφω κατά την πτώση του σε άνοδο σκάλας, όπως ανέφερε ο ίδιος, το οποίο, όμως «διεπιστώθη και παρ’ημίν», δηλαδή και από τους ιατρούς της ανωτέρω κλινικής, κατά τη διερεύνηση της δεξιάς ιγνυακής του κοιλότητας. Επισημαίνεται ότι περί τραυματισμού του ενάγοντος λόγω πτώσης του από ύψος 2 μέτρων σε κλίμακα του πλοίου κατέθεσε ενόρκως και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στη συνεδρίαση της 6ης.10.2016, της οποίας επακολούθησε η έκδοση της υπ’αριθμ. 620/2017 μη οριστικής απόφασης, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, μάρτυράς του (ανεψιός του, υιός της αδελφής του) …………, ενημερωθείς περί του συμβάντος από τον ίδιο τον ενάγοντα την επόμενη ημέρα, στις 18.5.2012, ενώ και ο εξετασθείς κατά την ίδια συνεδρίαση μάρτυρας των εναγομένων και διευθυντής πληρωμάτων της δεύτερης εξ αυτών ………. κατέθεσε επί λέξει τα εξής: «Τον προσέλαβα υποπλοίαρχο στο Ε….δεν είχε πρόβλημα πάθησης, τον είχαμε στείλει και στην ….. Ασφαλιστική και ήταν καλά…στις 17/5 παραπονέθηκε στον πλοίαρχο ότι είχε πρηστεί η γάμπα του και είχε έναν ελαφρύ πόνο. Αυτά τα γνωρίζω από τον πλοίαρχο ………. Του είπε ότι όταν το πλοίο πήγαινε να ξεφορτώσει στην προβλήτα για δύο ημέρες 28 με 29 να πάει στο γιατρό. Του είπε ότι είχε ένα πρήξιμο εκεί και μετά του είπε ότι κάπου έπεσε. Στις Αρχές, στο Λιμενικό, το είπε μόλις βγήκε να πάει στο νοσοκομείο,στο Ναντόρ, ή στις 28 ή στις 29 (σύμφωνα με το ημερολόγιο της γέφυρας του πλοίου, αυτό κατέπλευσε στο λιμένα του Ναντόρ στις 25.5.2012). Στις 27 το είπε στον πλοίαρχο ότι κάπου χτύπησε…». Επιπροσθέτως, αναφορά σε τραυματισμό του ενάγοντος κατόπιν πτώσης του σε κλίμακα του πλοίου γίνεται και στην από 3.2.2012 έκθεση, την οποία συνέταξε ο Ανθ/στής του Λιμενικού Σώματος . ……….. κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης αναφορικά με τα αίτια και τις συνθήκες, που προκάλεσαν την εκδήλωση της ασθένειάς του και σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας «η ασθένεια του προαναφερόμενου ναυτικού οφείλεται σε παθολογικούς λόγους και δεν προκύπτουν πειθαρχικές ευθύνες για τον πλοίαρχο ή άλλο μέλος του πληρώματος του πλοίου». Τέλος, και στην προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμ.σχετ.14 από 15.9.2013 υπό στοιχεία …… Διάταξη της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς ………… επί της σχηματισθείσας κατόπιν έγκλησης για την υπόθεση ποινικής δικογραφίας αναφέρεται ότι ο ανωτέρω, υπηρετώντας στο εν λόγω πλοίο ως υποπλοίαρχος και ενώ αυτό βρισκόταν εν πλω προς Άμστερνταμ, τραυματίσθηκε στο δεξί του πόδι από δική του υπαιτιότητα, καθώς και ότι εκ των συνθηκών της πάθησής του δεν μπορεί αυτή να αποδοθεί σε αμέλεια εκ μέρους του πλοιάρχου ή άλλου προσώπου, ενώ ο παθών δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη ουδενός, με αποτέλεσμα η έγκληση ν’απορριφθεί και η δικογραφία να τεθεί στο αρχείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 και 2 του προϊσχύσαντος ΠΚ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι το προπεριγραφέν ατύχημα και ο εξ αυτού προκληθείς τραυματισμός του ενάγοντος εν πλω στις 17.5.2012 δεν καταγράφηκε στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου της συγκεκριμένης ημέρας ως θα έδει (βλ. σχετ. τη διάταξη του άρθρου 48  στοιχ. βλ του ΚΔΝΔ, στην οποία προβλέπεται ότι θα πρέπει να καταγράφονται στο ημερολόγιο γέφυρας – μεταξύ άλλων γεγονότων – ο τραυματισμός ή παν άλλο ατύχημα σε μέλος του πληρώματος, επιβάτη ή πρόσωπο ευρισκόμενο επί του πλοίου), αλλά ουδέποτε και στη συνέχεια (η πρώτη καταγραφή, που αφορά την υγεία του ενάγοντος έλαβε χώρα στις 30.5.2012, όταν και αυτός μετέβη στο γιατρό στο Ναντόρ του Μαρόκου), είτε από τον ίδιο τον ενάγοντα, ως ενέργεια αναγόμενη στα καθήκοντά του, είτε από τον πλοίαρχο (βλ. σχετ. τη διάταξη του άρθρου 19 του προαναφερθέντος Κανονισμού «περί εργασίας επί των Ελληνικών Φορτηγών Πλοίων, ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», σύμφωνα με την οποία «1. Ο Πλοιάρχος καταβάλλει ιδιαιτέραν προσοχήν δια την ανελλιπή και λεπτομερή τήρησιν και δια την υπό των αρμοδίων Αρχών έγκαιρον θεώρησιν  του ημερολογίου του πλοίου κατά τας σχετικάς διατάξεις. 2. Κατά την σύνταξιν του ημερολογίου του πλοίου συμβουλεύεται το πρόχειρον ημερολόγιον, όπερ τηρεί ο αξιωματικός φυλακής γεφύρας και το οποίον θεωρεί καθ’εκάστην εσπέραν»), ο οποίος ενημερώθηκε σχετικώς από τον ενάγοντα στις 27.5.2012, όπως ο ίδιος ο πλοίαρχος καταθέτει σε ένορκη βεβαίωσή του δοθείσα στο πλαίσιο της παρούσας δίκης και στην από 14.7.2012 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, αν και μόνον περί των συμπτωμάτων που παρουσίαζε ο ως άνω ναυτικός (οίδημα στη δεξιά κνήμη), όπερ είναι προφανές ότι δεν ευσταθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, διότι είναι αυτονόητο ότι σε μία τέτοια περίπτωση οπωσδήποτε γνωστοποιείται και η αιτία των συμπτωμάτων, άλλως ο γνωστοποιών ερωτάται σχετικώς από το έτερο πρόσωπο, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τον πλοίαρχο του πλοίου, ο οποίος, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της ειδικότητάς του, που προβλέπονται από τον ανωτέρω Κανονισμό, σε περίπτωση που λάβει γνώσει ατυχήματος ή ασθένειας κάποιου εκ των επιβαινόντων και αφορούν στην παροχή στον πάσχοντα της δέουσας αρωγής για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, απαιτείται να έχει όσο το δυνατόν πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης της υγείας του ναυτικού, με βασική πηγή πληροφόρησης τον ίδιο τον ασθενή, ούτως ώστε ως μέσος συνετός άνθρωπος να μπορέσει κατά το δυνατόν να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Μάλιστα η μη αναγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου του ατυχήματος του ενάγοντος, που συνέβη εν πλω κατά την εκτέλεση της εργασίας του, δικαιολογείται επαρκώς από την πρόθεση του πλοιάρχου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, άνευ εναντίωσης ή αντίρρησης διατυπωθείσας από πλευράς και του ιδίου του ενάγοντος, ο οποίος με τη σειρά του θέλησε να διασφαλίσει την εργασιακή του θέση στο μέλλον, μη γνωρίζοντας βέβαια κατά τη χρονική εκείνη στιγμή τη σοβαρότητα του προκληθέντος εκ της πτώσης τραυματισμού του, που κατέληξε στον ακρωτηριασμό του δεξιού κάτω άκρου του. Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ακρωτηριασμός του ενάγοντος, που κατέστη επιβεβλημένος, κατόπιν της οξείας ισχαιμίας του άκρου του, η οποία προκλήθηκε λόγω της απόφραξης της δεξιάς ιγνυακής αρτηρίας, με αποτέλεσμα την πλήρη και διά βίου ανικανότητά του προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, αλλά και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου, οφείλεται, όχι στην πτώση του στην κλίμακα του πλοίου, αλλά σε ιατρικά σφάλματα και παραλείψεις, που εμφιλοχώρησαν όσον αφορά τη διάγνωση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυματισμού του κατά την εξέτασή του το πρώτον στην κλινική του Μαρόκου, αλλά και στη συνέχεια κατά τις νοσηλείες του στο …….. Θεσσαλονίκης, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εναγόμενες (ότι δηλ. ακόμη και εάν έλαβε χώρα όντως πτώση του ενάγοντος στην κλίμακα του πλοίου, σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και κατ’επέκταση της εργασίας του στο πλοίο και της αναπηρίας του, διότι η τελευταία οφείλεται σε παραλείψεις των ιατρών, και του ιδίου του ενάγοντος, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια), χωρίς να διευκρινίζουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο σε τι ακριβώς συνίστανται τα ιατρικά σφάλματα και οι παραλείψεις. Συγκεκριμένα δεν προέκυψε σε βαθμό σχηματισμού δικανικής πεποίθησης ότι ήταν, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και με βάση την τότε συμπτωματολογία του ενάγοντος, εφικτή η διάγνωση ήδη κατά την εξέτασή του το πρώτον στην κλινική του Μαρόκο της επενεχθείσας εκ της πτώσης βλάβης, όχι μόνον στο φλεβικό, αλλά και στο αρτηριακό δίκτυο του δεξιού κάτω άκρου του (που προκάλεσε απόφραξη της ιγνυακής αρτηρίας και αυτή με τη σειρά της οξεία ισχαιμία του άκρου του) και εσφαλμένα δεν έγινε από τους εκεί ιατρούς, οι οποίοι τον εξέτασαν και επικεντρώθηκαν στις φλέβες του, ώστε να επακολουθήσει άμεσα και έγκαιρα η ενδεδειγμένη θεραπεία, ενώ αμελής συμπεριφορά του ιδίου του ενάγοντος στην αντιμετώπιση του εκ του ατυχήματος τραυματισμού του δε συντρέχει σε καμία περίπτωση, διότι αυτός, που δε διαθέτει ιατρικές γνώσεις, ουδόλως παραμέλησε την υγεία του με την επιστροφή του στην Ελλάδα, καθώς υποβλήθηκε αμέσως σε εξετάσεις στο φλεβικό δίκτυο των κάτω άκρων του, όπως έχει ήδη αναφερθεί και συνέχισε να ακολουθεί τις ιατρικές οδηγίες, που είχε λάβει, καθώς και την αντιπηκτική φαρμακευτική αγωγή, αγνοώντας ότι έχει υποστεί βλάβη και σε αρτηρία, που εν τω μεταξύ εξελισσόταν επί τα χείρω, δηλαδή έπραξε όπως θα έπραττε ο μέσος συνετός και επιμελής άνθρωπος του επαγγελματικού, κοινωνικού και οικονομικού του κύκλου υπό παρόμοιες συνθήκες, ενώ όταν τα συμπτώματα επιδεινώθηκαν και κατέστησαν μη υποφερτά εισήχθη σε νοσηλευτικό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης, όπου τότε και διαγνώσθηκε το πρώτον η ήδη επελθούσα αρτηριακή απόφραξη και επιχειρήθηκε η επαναγγείωση του άκρου του με πολλαπλές επεμβάσεις, που παρουσίασαν επιπλοκές, χωρίς αποτέλεσμα όμως, με μόνη λύση τον ακρωτηριασμό του και χωρίς η δυσμενής αυτή εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του να μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα των ιατρών του ……. Θεσσαλονίκης. Επομένως, εφόσον, ενόψει των παραδοχών αυτών, αποδείχθηκε ότι η πλήρης και διά βίου ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία οφείλεται σε εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του δέχθηκε ότι θα πρέπει να αποδοθεί σε προϋπάρχουσα πάθησή του, ήτοι σε παθολογικής φύσης χρόνια πάθηση των φλεβών στα κάτω άκρα του, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης, υπό συνήθεις συνθήκες απασχόλησης, σύμφυτες με τη φύση των καθηκόντων του, σε συνδυασμό με αμέλεια των  ιατρών που τον εξέτασαν το πρώτον στο Μαρόκο, αλλά και του ιδίου (του ενάγοντος) κατά την επιστροφή του Ελλάδα, αναφορικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος της υγείας του, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με όσα βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης έφεσής του. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 3 του ανωτέρω νόμου περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης για αυτού του είδους την προκληθείσα εξ εργατικού ατυχήματος ανικανότητα προς εργασία, υπολογιζομένης με βάση συνολικές μηνιαίες αποδοχές ποσού 6.510,70 ευρώ (6.100 ευρώ ο συμφωνηθείς «κλειστός μηνιαίος μισθός + 410,70 το επίσης συμφωνηθέν μηνιαίο αντίτιμο τροφής, κατά τα προεκτεθέντα), όπερ δεν αμφισβητήθηκε και από τις εναγόμενες, ως εξής [6.510,70 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Χ 12 μήνες Χ 6 έτη = 468.770,4 ευρώ – 2.934,70 ευρώ, δηλαδή το σε ευρώ ισόποσο του 1.000.000 δραχμών, ορισθέν με την υπ΄αριθμ. 12406/05.08.1998 κοινή απόφαση των Υφυπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εμπορικής Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄884/19.08.1998) = 465.835,7 ευρώ : 4 = 116.458,925 ευρώ + 2.934,70 ευρώ =119.393,62 ευρώ] και ανερχομένης, επομένως, στο ποσό των 119.393,62 ευρώ.  Το ανωτέρω ποσό υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, η πρώτη ως αλλοδαπή εταιρεία/πλοιοκτήτρια του πλοίου, εντός του οποίου έλαβε χώρα το επίμαχο ατύχημα και εργοδότριά του και η δεύτερη ως αντιπρόσωπος της πρώτης κατά την κατάρτιση στην Ελλάδα της σύμβασης παροχής ναυτικής εργασίας του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την επισήμανση ότι η προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση της δεύτερης των εναγομένων περί απόσβεσης ως προς αυτήν της ως άνω αξίωσης του ενάγοντος λόγω συμπλήρωσης προ της άσκησης της αγωγής του της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του ν.762/1978 παραγραφής των τριάντα (30) μηνών από τη λύση της σύμβασης εργασίας του δεν θα εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης κατά το κεφάλαιο, που αφορά στο συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, διότι δεν έχει επανυποβληθεί νόμιμα από την ανωτέρω εναγόμενη κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1743/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) με τις προτάσεις, που κατέθεσε (από κοινού με την πρώτη εναγόμενη) κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου.

Κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ: «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νο­σηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυ­χημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικοί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων. Προς υπο­λογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσε­ων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μι­σθός». Ο μισθός ασθένειας έχει χαρακτήρα απο­δοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981. Συνίσταται σε ό, τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τρο­φής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρή­ματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δη­λαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 648/ 2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 984/2001 ΠειρΝ 2002.277). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας είναι το τετράμηνο (ΜονΕφΠειρ 323/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθένειας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθένειας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39.116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008.281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006.460). Σύμφωνα με τα άρθρα 289 αριθμ.1 και 291 εδαφ.α΄ του ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή μισθών και λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης, η οποία (παραγραφή) αρχίζει μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 εδαφ.α΄του ΑΚ με την έγερση της αγωγής. Τέλος, οι αξιώσεις που πηγάζουν από ναυτεργατικό ατύχημα, εφόσον ο ναυτικός  στηρίζει αυτές στις διατάξεις του Ν. 551/1915, μεταξύ αυτών και στη διάταξη του άρθρου 7 του ανωτέρω νόμου, που αφορά σε νοσήλια και σε ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, παραγράφονται μετά τρία χρόνια από την επέλευση του ατυχήματος (17 εδαφ.α΄του ν.551/1915, ΟλΑΠ 4/2003, ΑΠ 541/2005 αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Εάν, ωστόσο ο πλοιοκτήτης δεν είχε συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου, χωρεί η παραγραφή του αστικού δικαίου (249 του ΑΚ). Ειδικότερα από το συνδυασμό των άρθρων 1, 10, 12 και 17 του Ν.551/1915, που  κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7.1920, όπως μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο ως άνω άρθρο 17 βραχυπρόθεσμη τριετής παραγραφή των αξιώσεων του νόμου αυτού χωρεί με την προϋπόθεση της συμμόρφωσης του εργοδότη προς τις διατάξεις του άρθρου 10 του ίδιου Β.Δ/τος, δηλ. της έγγραφης και ένορκης από αυτόν ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη βεβαίωσης για το ατύχημα και τα λοιπά στοιχεία που αναφέρονται σ’αυτό. Εάν ο  εργοδότης δεν εκπληρώσει όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό, ακόμη και αν η εκπλήρωση αυτή δεν ήταν δυνατή από τον τόπο που τελέστηκε το ατύχημα (π.χ. στο εξωτερικό) δεν ισχύει η τριετής αλλά η κατά το κοινό δίκαιο εικοσαετής παραγραφή των συνακόλουθων αξιώσεων. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ συνάγεται ότι, ο εναγόμενος οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’αντένσταση, να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν’αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό, το αργότερο κατά τον χρόνο της καταβολής, του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους βάσει της διάταξης του άρθρου 422 του ΑΚ (ΑΠ 580/2019, ΑΠ 836/2019, ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 1093/2017, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην κρινόμενη περίπτωση η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή του συνολικού ποσού των 7.312,08 ευρώ, που αφορά σε μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών από την απόλυσή του από το πλοίο, λόγω του κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του σ’αυτό επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος, εξαιτίας του οποίου κατέστη πλήρως και διά βίου ανίκανος προς εργασία, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 289 αριθμ.1 του ΚΙΝΔ ενιαύσια παραγραφή, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και επί της συγκεκριμένης αξίωσης (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 83/1994 ΕλλΔνη 1994.1707, ΕφΠειρ 333/1992 ΕΝΑΥΤΔ 1993.58) και εν προκειμένω εκκίνησε την 1η.1.2013, μόλις δηλαδή έληξε το έτος, κατά το οποίο συνέπεσε η αφετηρία της (2012) και συμπληρώθηκε μετά την παρέλευση έτους και δη στις 31.12.2013, χωρίς στο μεσοδιάστημα να λάβει χώρα κάποιο διακοπτικό αυτής γεγονός, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../16.12.2015) και ασκήθηκε διά της επίδοσής της στις εναγόμενες στις 17.12.2015, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../17.12.2015 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ………….. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η αξίωση αυτή του ενάγοντος έχει αποσβεσθεί λόγω παραγραφής και, κατά παραδοχήν ως νόμω και ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης του εναγομένων, απέρριψε το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αντίθετα η αγωγική αξίωση, συνολικού ποσού 32.433,21 ευρώ,  η οποία, κατά το ποσό των 30.440,64 ευρώ αφορά σε έξοδα νοσηλείας και κατά το ποσό των 1.992,57 ευρώ σε ιατροφαρμακευτικές δαπάνες εν γένει, που ο ενάγων υποχρεώθηκε να καταβάλει λόγω του τραυματισμού του στο προπεριγραφέν εργατικό ατύχημα και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 7 του ν.551/1915, υπόκειται στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 17 εδαφ.α΄του ιδίου νόμου παραγραφή (τριετή άλλως εικοσαετή) από την επέλευση του ατυχήματος και εν προκειμένω, εφόσον δεν τηρήθηκαν από την πρώτη εναγόμενη οι διατυπώσεις του άρθρου 10 του ως άνω νόμου, στην κοινή (εικοσαετή) παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της αγωγής. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι και η ανωτέρω αξίωση του ενάγοντος έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 289 αριθμ.1 του ΚΙΝΔ ενιαύσια παραγραφή, που τυγχάνει και επ’αυτής εφαρμογής, με αποτέλεσμα να απορρίψει το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, κατά παραδοχήν ως νόμω και ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγομένων, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, επομένως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση κατά το μέρος αυτό, να αναδικασθεί η αγωγή ως προς το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο και να διερευνηθεί από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Οι εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν ειδικά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, που ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε για νοσήλια και για ιατροφαρμακευτικές δαπάνες των 30.440,64 ευρώ και των 1.992,57 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 32.433,21 ευρώ, με αποτέλεσμα να συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ομολογία τους επί της ουσιαστικής βασιμότητας του αγωγικού αυτού ισχυρισμού (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), πλην όμως προέβαλαν ένσταση απόσβεσης της αντίστοιχης αγωγικής αξίωσης κατά το ποσό των 2.000 ευρώ λόγω εξόφλησής του κατόπιν ισόποσης καταβολής στον ενάγοντα διά κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό του. Επί της ένστασης αυτής λεκτέα τα κάτωθι: Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τις εναγόμενες με αριθμ.σχετ.8 έμβασμα κατατέθηκε στις 16.10.2012 στο λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα …… από τη δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 4.835 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 2.000 ευρώ φέρεται ότι αφορά σε ιατρικά έξοδα (“medical expenses”), σύμφωνα με τη χειρόγραφη αναγραφή επί του εμβάσματος. O ενάγων ισχυρίζεται κατ’αντένσταση ότι το καταβληθέν ποσό αφορά σε άλλο χρέος τους προς τον ίδιο και συγκεκριμένα σε δεδουλευμένες αποδοχές του από τη σύμβαση ναυτολόγησής του, καθώς όταν απολύθηκε εξακολουθούσε να του οφείλεται για τη συγκεκριμένη αιτία το συνολικό ποσό των 3.003,83 ευρώ, προσκομίζοντας τον από 16.5.2012 λογαριασμό μισθοδοσίας του (με αριθμ.σχετ.28). Οι εναγόμενες, χωρίς να αμφισβητούν την ύπαρξη του χρέους αυτού, προβάλλουν καθ’υποφοράν με τις προτάσεις τους, όπως το περιεχόμενό τους εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, κατ’επανένσταση, ότι η καταβολή έγινε σε απόσβεση της ως άνω επίδικης οφειλής με βάση μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου χρέους κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, όπερ αποδεικνύεται βάσιμο, με αποτέλεσμα ο ενάγων να δικαιούται της διαφοράς, ποσού 30.433,21 ευρώ  (32.433,21 ευρώ – 2.000 ευρώ), το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία, εφόσον η ως άνω καταβολή της δεύτερης εξ αυτών συνιστά γεγονός, που ενεργεί αντικειμενικά μεταξύ τους (άρθρο 483 εδαφ.α΄του ΑΚ). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση της δεύτερης των εναγομένων περί απόσβεσης ως προς αυτήν της ως άνω αξίωσης του ενάγοντος λόγω συμπλήρωσης προ της άσκησης της αγωγής του της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του ν.762/1978 παραγραφής των τριάντα (30) μηνών από τη λύση της σύμβασης εργασίας του δεν θα εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης και κατά το κεφάλαιο, που αφορά στο συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, διότι δεν επανυποβλήθηκε νόμιμα από την ανωτέρω εναγόμενη κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (και η συμπροσβληθείσα μη οριστική) και, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 149.826,83 ευρώ (119.393,62 ευρώ +30.433,21 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ενάγοντα με την έφεσή του, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του  ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ουσίαν την από 2.9.2020  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/4.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./7.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.2276/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβληθείσας υπ’αριθμ.620/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 2276/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και την συμπροσβληθείσα υπ’αριθμ. 620/2017 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 24.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../16.12.2015) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον ενεχόμενη, το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (149.826,83 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 19.8.2022

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ