Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 508/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  508/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   εταιρίας …………..την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Άγγελος Ροντήρης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ανώνυμης εταιρίας …………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Μπότση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 2] ομόρρυθμης εταιρίας ……………, 3] εταιρίας περιορισμένης ευθύνης …………., τις οποίες αμφότερες στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Γερασίμου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και 4] ………….., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά είκοσι [20] φυσικών και νομικών προσώπων την από 6.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./6.12.2019 ανακοπή της, με την οποία έβαλε κατά της κατατάξεως των εκεί καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και οι εφεσίβλητοι, στον προσβληθέντα πίνακα κατατάξεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 986/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 25.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../25.6.2021 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε εκφωνήθηκε αυτή με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του τέταρτου εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 25.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./25.6.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./25.6.2021 έφεση πλήττεται η με αριθμό 986/2021 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε τέσσερις [4] ανακοπές κατά του με αριθμό ……/19.11.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και, εκδοθείσα στις 13.5.2021 κατ’ αντιμωλία των εδώ διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με τις αποκλίσεις των ειδικών κανόνων που διέπουν τις δίκες περί την εκτέλεση, έκρινε και επί της από 6.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../6.12.2019 ανακοπής της ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρίας, με την οποία προσβλήθηκε η κατάταξη στον παραπάνω πίνακα, μεταξύ άλλων και των ήδη εφεσίβλητων και, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης μέρος της, απέρριψε την πιο πάνω ανακοπή ως απαράδεκτη. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β εδαφ. α, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε νομότυπα, κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ, στον πληρεξούσιο δικηγόρο της (ανακόπτουσας και ήδη) εκκαλούσας, που την εκπροσώπησε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …………, δικηγόρο Πειραιώς, ο οποίος ήταν αυτοδικαίως και αντίκλητός της για όλες τις αναφερόμενες στη δίκη, στην οποία υπήρξε πληρεξούσιός της, επιδόσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης στο βαθμό δικαιοδοσίας κατά τον οποίο αυτός παρέστη (ΑΠ 1169/2014, ΧρΙΔ 2015/34, ΑΠ 2178/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), στις 21.5.2021 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… στο, με παραγγελία υπογραφόμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο του τέταρτου εφεσίβλητου, κοινοποιηθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης) και η έφεση κατατέθηκε στις 25.6.2021 (βλ. τη με αριθμό …./2021 έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Τμήματος Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Εφόσον, επομένως, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), Δικαστηρίου, έχει δε κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο (βλ. το με αριθμό . …….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 25.6.2021 έγγραφη απόδειξη πληρωμής της ALPHA BANK AE), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 §§ 4, 5 και 937 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ανακόπτουσα στην από 6.12.2019 ανακοπή της, όπως το περιεχόμενό της εκτιμά το Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι με επίσπευση του εκ των αρχικώς καθ’ ων και ήδη μη διαδίκου στην κατ’ έφεση δίκη ……….. εκτέθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό το αναφερόμενο υπό ιταλική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, που ανήκε στην πλοιοκτησία της τρίτης – μη διάδικης αλλοδαπής, εδρεύουσας στη Λευκωσία της Κύπρου, εταιρίας με την επωνυμία «……….», κατά της οποίας η ανακόπτουσα διατηρούσε δύο [2] αυτοτελείς χρηματικές απαιτήσεις ύψους τεσσάρων εκατομμυρίων διακοσίων μιας χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών [4.201.690,84 €] και πεντακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ [533.327 €] αντιστοίχως, εκ των οποίων η πρώτη (την αιτία γενέσεως της οποίας δεν διευκρινίζει) ήταν εγχειρόγραφη και η δεύτερη ενυπόθηκη, εξασφαλισμένη με πρώτη ναυτική υποθήκη εγγεγραμμένη υπέρ αυτής στο νηολόγιο του λιμένα της Νάπολης της Ιταλίας, προερχόμενη δε από την «από 1.6.2016 τετραμερή συμφωνία, περί ναυλώσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου», τις οποίες αμφότερες γνωστοποίησε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού …………, Συμβολαιογράφο Πειραιώς, με ισάριθμες [2] αυτοτελείς αναγγελίες της, ζητώντας την προνομιακή, όσον αφορά τη δεύτερη ως άνω απαίτηση, ικανοποίησή της από το επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα, το οποίο, μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού στις 7.11.2018, ανήλθε στο χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων μιας χιλιάδων ευρώ (1.801.000 €). Ότι, ακολούθως, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση απάντων των αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ ης η εκτέλεση καταρτίστηκε από τον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος πίνακας, στον οποίο η ανακόπτουσα κατετάγη τυχαία και χωρίς προνόμιο για χρηματικό ποσό το ύψος του οποίου δεν αναφέρει, όπως και δεν μνημονεύει τους λοιπούς καταταγέντες σ’ αυτόν πιστωτές της καθ’ ης η εκτέλεση ούτε το ποσό ή τη σειρά της κατατάξεως καθενός ούτε τον προνομιακό ή μη χαρακτήρα της απαιτήσεως εκάστου, που έγινε δεκτή από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, καθώς περιορίζεται, αφενός, σε γενική άρνηση της ύπαρξης, του μεγέθους και του «τυχόν» προνομίου των καταταγεισών απαιτήσεων όλων των καθ’ ων η ανακοπή (είκοσι [20] τον αριθμό φυσικών και νομικών προσώπων) και, αφετέρου, σε ειδική άρνηση του προνομιακού χαρακτήρα της καταταγείσας απαιτήσεως του εκ των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη τέταρτου εφεσίβλητου …………., ύψους είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν δεκατριών δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα τριών σεντς (27.113,63 $), για την οποία επικαλείται ότι προέρχεται από παροχή υπηρεσιών ναυτικού πράκτορα και δεν απολαμβάνει προνομίου ούτε κατά τη lex fori ούτε κατά τη lex navis. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ανακόπτουσα, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα έκκλητη δίκη αίτημα της ανακοπής της, ζήτησε τη μεταρρύθμιση του προσβληθέντος πίνακα κατατάξεως, προκειμένου να αποβληθούν από αυτόν όλοι οι καθ’ ων η ανακοπή της, μεταξύ των οποίων και οι ήδη εφεσίβλητοι και να καταταγεί η ίδια στο ελευθερούμενο χρηματικό ποσό (το ύψος του οποίου ομοίως δεν διευκρινίζει), «για το σύνολο των αναγγελθεισών προνομιακών αξιώσεων ημών, ήτοι δι’ Ευρώ 533.327». Για τη θεμελίωση του αιτήματός της αυτού η ανακόπτουσα επικαλέστηκε διπλό σφάλμα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συνιστάμενο, αφενός μεν, στο ότι δεν έλαβε υπόψη του «μη προβάλλων αιτιολογία περί αυτού» τον ενυπόθηκο χαρακτήρα της ως άνω δεύτερης απαιτήσεώς της και, αφετέρου, στο ότι «εκ προφανούς παραδρομής ανέμειξεν, ως μη έδει, την εν λόγω προνομιακήν απαίτησίν μου εξ 533.327 €, με την ετέραν (στερουμένην προνομίου) και αναγγελθείσαν δι’ όλως χωριστού εγγράφου, απαίτησίν μου και κατέταξεν τις δύο αναμειχθείσες αξιώσεις, ως μίαν, τυχαίως κατατασσομένην απαίτησιν», με αποτέλεσμα να προσθέσει τα δύο διαφορετικά κονδύλια και να κατατάξει τυχαία «το επελθόν γενόμενον». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μολονότι δέχθηκε ότι υπό τα επικαλούμενα η ανακόπτουσα είχε καταταγεί «για το σύνολο των δύο αυτών απαιτήσεων τυχαία» εντούτοις, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεν απέρριψε την ανακοπή για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησής της για το λόγο αυτό (αφού η αποβολή των καθ’ ων από τον προσβληθέντα πίνακα, υπό τις παραδοχές της, δεν θα της εξασφάλιζε πρόσθετα οφέλη) αλλά ως αόριστη, επειδή έκρινε ότι η ανακόπτουσα δεν εξέθεσε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν την απαίτησή της, αφού αναφερόμενη απλώς σε «τετραμερή συμφωνία περί ναυλώσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου» δεν προσδιόριζε μεταξύ ποίων έλαβε χώρα η συμφωνία αυτή, ποιά ήταν «η γενεσιουργός αιτία της στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας» ούτε τη φύση της ή τα λοιπά στοιχεία που ήταν αναγκαία για να προκύψει το ληξιπρόθεσμό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεσή της η εκκαλούσα αιτιώμενη, όπως εκτιμάται, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή της και αφού μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, να καταταγεί σ’ αυτόν η ίδια για την ως άνω ενυπόθηκη απαίτησή της.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 § 1, 585, 933 και 979 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση, που συνιστά το δικονομικό όχημα εισαγωγής στο δικαστήριο των παραπόνων του δανειστή που ανήγγειλε απαίτησή του αλλά δεν κατατάχθηκε (ΑΠ 1722/1998, Δνη 1999/603), αποτελεί ιδιαίτερη μορφή της ανακοπής των άρθρων 585 επομ. (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος δεύτερος, ανατύπωση δεύτερης έκδοσης, άρθρο 979, § 430, σελ. 1162), ειδικότερα δε της ανακοπής κατά της εκτελέσεως των άρθρων 933 επομ. του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 1645/2001, Δνη 2002/728) και με την οποία προσβάλλεται η ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία της κατατάξεως, που αρχίζει με την αναγγελία, συνεχίζεται με την κατάθεση των αποδεικτικών της σχετικής απαιτήσεως εγγράφων και την υποβολή τυχόν παρατηρήσεων των δανειστών και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα (ΑΠ 116/2001, Δνη 2001/1576), πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του εν λόγω Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής, που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί είναι δυνατό να στηρίζονται είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρονται στον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως και την τάξη της κατατάξεως είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και να ανάγονται στη γέννηση της απαιτήσεως είτε του καθ’ ου η ανακοπή που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, κατά της οποίας είναι δυνατή τόσον η έγερση ενστάσεων όσον και η προβολή γενικής άρνησης αυτής ή αμφισβήτησης του προνομίου της (ΑΠ 1052/2015, ΑΠ 1460/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε και του ίδιου του ανακόπτοντος που δεν κατατάχθηκε εν όλω ή εν μέρει (ΑΠ 1083/2013, ΕΝαυτΔ 2013/226 = ΕΠολΔ 2014/123). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα δηλαδή και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η εξειδίκευση της απαίτησής του είναι πάντοτε αναγκαία το μεν για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του στην άσκηση της ανακοπής (αφού εδώ το έννομο συμφέρον επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία), το δε προκειμένου να καταστεί δυνατή, αφενός, η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας των λόγων της ανακοπής και, αφετέρου, η αποτελεσματική άμυνα του καθ’ ου η ανακοπή με την προβολή ενστάσεων κατά της απαίτησης του ανακόπτοντος είτε καταλυτικών αυτής είτε διακωλυτικών της γενέσεώς της, χωρίς μάλιστα να επιτρέπεται η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση αυτής πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα, ιδιαίτερα δε με το περιεχόμενο της αναγγελίας του και των εγγράφων που κατατέθηκαν προς απόδειξή της. Οι παραδοχές αυτές απηχούν τις σταθερές επί του θέματος αντιλήψεις της δικονομικής θεωρίας (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, 2018, § 56, αρ. 34, σελ. 632 και αρ. 43, σελ. 638, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος ΙΙ/α, Ειδικό Μέρος, 2017, § 63, αρ. 194, σελ. 817, Χ. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, § 13, σελ. 484, Δ. Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος, 2004, σελ. 156, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας (- Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Άρθρα 904 – 1054, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 979, αρ. 24, σελ. 561, Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 421, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 29, σελ. 592, Δ. Μηχιώτης, σε Π. Κολοτούρου (επιμ.) Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [12], αρ. 55, σελ. 791) και αποδίδουν το περιεχόμενο της αντίστοιχης πάγιας νομολογίας (ΑΠ 1311/2021, ΑΠ 129/2018, ΑΠ 1353/2015, ΑΠ 1860/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 885/2019, ΧρΙΔ 2020/41, ΑΠ 644/2011, Δνη 2011/1018 = ΕΕμπΔ 2012/71, ΑΠ 1281/2011, ΧρηΔικ 2012/168, ΑΠ 849/2009, ΕΠολΔ 2010/249, ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, ΑΠ 404/2003, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν ο ανακόπτων επικαλείται απαίτησή του κατά του καθ’ ου η εκτέλεση συμβατική κατά τη νομική της φύση, οφείλει στο δικόγραφο της ανακοπής του να εξειδικεύσει τη σύμβαση από την οποία αυτή απέρρευσε, να προσδιορίσει τα πρόσωπα που συμβλήθηκαν, αν αυτή είναι πολυμερής, να παραθέσει όσα περιστατικά είναι αναγκαία, ώστε να προκύπτει ότι η σύμβαση δεν εκπληρώθηκε και για το λόγο αυτό γεννήθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη η αναγγελθείσα απαίτησή του και να διευκρινίσει αν η αξίωσή του κατατείνει σε εκπλήρωση της συμβάσεως, ούσα πρωτογενής ή στην αποκατάσταση της ζημίας που ο ανακόπτων υπέστη από την παραβίασή της, ούσα δευτερογενής. Το ως άνω δικονομικό βάρος επικλήσεως (και, αν αμφισβητηθούν, αποδείξεως) των παραγωγικών της απαιτήσεώς του πραγματικών περιστατικών ο ανακόπτων υπέχει ανεξαρτήτως αν η απαίτηση αυτή είναι προνομιακή ή ενυπόθηκη ή και απλώς εγχειρόγραφη, αφού η κατάφαση της ύπαρξης της απαιτήσεώς του προηγείται κατά νομική και λογική αναγκαιότητα του ζητήματος του προνομιακού ή μη χαρακτήρα της, με αποτέλεσμα μόνη η επίκληση του τυχόν προνομίου της ή της εμπράγματης εξασφάλισής της να μην αρκεί ούτε για να τον νομιμοποιήσει ενεργητικά στην άσκηση της ανακοπής του ούτε για το ορισμένο του δικογράφου της, που άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτο είτε λόγω της αοριστίας του είτε ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης.  IV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη ανακοπή, στην οποία έγινε αναφορά σε τετραμερή σύμβαση ναυλώσεως, από την οποία απέρρευσε (τουλάχιστον) η μία από τις δύο αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας, εκείνη δηλαδή που ήταν εξοπλισμένη με πρώτη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και για την οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα δεν κατετάγη ως ενυπόθηκη αλλά ως απλή εγχειρόγραφη, αναμειχθείσα με την έτερη (μη προνομιακή ούτε εμπραγμάτως εξασφαλισμένη) απαίτησή της, ήταν πράγματι αόριστη και ορθώς με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, καθόσον στο δικόγραφό της (πέραν των άλλων ατελειών του) η ανακόπτουσα δεν διευκρίνιζε μεταξύ ποίων η σύμβαση αυτή συνήφθη, αν ναυλωτής του πλοίου που πλειστηριάσθηκε ήταν η ίδια ή άλλο πρόσωπα από τα (υπόλοιπα τρία [3] συμβληθέντα), αν η συμβατική απαίτησή της ήταν πρωτογενής ή δευτερογενής, αν δηλαδή κατέτεινε στην εκπλήρωση της συμβατικής ενοχής της πλοιοκτήτριας ή αποσκοπούσε στην αποκατάσταση ζημίας από τη μη εκπλήρωσή της ούτε τον τρόπο με τον οποίο η σύμβαση παραβιάστηκε ούτε αν η αναγγελθείσα απαίτησή της είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη ούτε τον τρόπο με τον οποίο αυτό συνέβη, με αποτέλεσμα ούτε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να μπορέσει να προσδιορίσει την ταυτότητα της έννομης σχέσης από την οποία η ένδικη απαίτηση πηγάζει, ώστε να τάξει το οικείο θέμα αποδείξεως ούτε οι αντίδικοί της να δυνηθούν είτε να αντιτάξουν αποτελεσματικά οποιουσδήποτε αρνητικούς ισχυρισμούς τους είτε να προβάλουν ενστάσεις αποσβεστικές της απαιτήσεως αυτής ή άλλες. Άλλωστε και με το συναφή πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της η ανακόπτουσα και εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ότι στην ανακοπή της έκανε λόγο μόνο για ενυπόθηκη απαίτησή της προερχόμενη από τετραμερή συμφωνία «περί ναυλώσεως του εκπλειστηριαθέντος πλοίου», χωρίς αναφορά των λοιπών αναγκαίων μεν πλην ελλειπόντων προσδιοριστικών στοιχείων της απαιτήσεώς της αυτής. Αντιθέτως, περιορίζεται και στο δικονομικό αυτό στάδιο σε μόνη την επίκληση του ότι «κύριο και πρωταρχικό στοιχείο για την προνομιακή κατάταξή μας στον πίνακα αποτελεί η ύπαρξη της υποθήκης, την οποία περιγράψαμε πλήρως και επικαλεστήκαμε πρωτοδίκως» και «όχι η αιτία για την οποία χορηγήθηκε αυτή», ισχυρισμός ο οποίος είναι κατά τα ανωτέρω νομικώς ουσιαστικά εσφαλμένος και ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως τυγχάνει και δικονομικά απαράδεκτος ως αλυσιτελής.

V. Μετά από αυτά παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ένδικης έφεσης, που αφορούν σε εσφαλμένη απόρριψη των ισχυρισμών της ανακόπτουσας σχετικά με την κατάταξη στον προσβληθέντα πίνακα των εφεσίβλητων αντ’ αυτής, αφού η έρευνά τους προϋποθέτει ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη απαίτηση της ανακόπτουσας, ώστε να κριθεί αν πρέπει αυτή να αντικαταστήσει στον πίνακα κάποια (ή όλες) από τις απαιτήσεις των αντιδίκων της. Συνεπώς, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Το κατατεθέν κατά την άσκησή της παράβολο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό, με τη σημείωση ότι θα αποδοθούν τα έξοδα της χωριστής (ατομικά και κατά ομάδες) εκπροσώπησης των εφεσιβλήτων, που ομοδικούν μεν, τελούντες σε σχέση απλής ομοδικίας (ΑΠ 21/2020, ΝοΒ 2020/786, ΑΠ 1455/1998, Δνη 1999/602 = Δ 1999/356, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ο.π., αρ. 181, σελ. 805), όμως η χωριστή εκπροσώπησή τους δικαιολογείται από την προβολή διαφορετικών ουσιαστικών ισχυρισμών (άρθρο 180 § 1 ΚΠολΔ κατ’ αναλογία).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 986/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €) για καθέναν των α] πρώτης, β] δεύτερης και τρίτης και γ] τέταρτου από αυτούς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 23 Αυγούστου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ