Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 510/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    510/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις … …, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας ……….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγγελική Ζαρόκωστα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρίας ………. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Πάτκος με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.3.2019 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./26.3.2019) αγωγή, την οποία έστρεψε κατά της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης και της τρίτης – μη πλέον διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………». Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1595/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε κατ’ ουσίαν ως προς την ως άνω μη πλέον διάδικο εταιρία και την απέρριψε ως αβάσιμη ως προς την εφεσίβλητη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 5.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./8.10.2020 έφεσή της, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης στη δικάσιμο της 3ης.6.2021, εκδόθηκε η με αριθμό 487/2021 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της. Ήδη η έφεση επαναφέρεται με την από 11.2.2022 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας, που κατατέθηκε με αριθμό σχετικής εκθέσεως …./14.2.2022 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 487/2021 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 §§ 2, 4 ΚΠολΔ κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της, νομότυπα με την από 11.2.2022 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/14.2.2022) επαναφέρεται προς εκδίκαση η ένδικη από 5.10.2020 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./8.10.2020 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/15.10.2020), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 1595/29.4.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 26.3.2019 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../26.3.2019) της εκκαλούσας, η οποία στράφηκε κατά των εταιριών με καταστατική έδρα στην αλλοδαπή «……….» και «.», διαχειρίστρια και πλοιοκτήτρια αντιστοίχως του πλοίου T, με αίτημα την εις ολόκληρον καταδίκη τους στην πληρωμή υπολοίπου τιμήματος πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων και τόκων υπερημερίας και, δικάζοντας ερήμην της πλοιοκτήτριας – εναγομένης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς την πλοιοκτήτρια, που υπέστη τις συνέπειες της ερημοδικίας της, ενώ την απέρριψε ως αβάσιμη όσον αφορά τη διαχειρίστρια του πλοίου – ήδη εφεσίβλητη, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεώς της περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 8.10.2020 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή της η ενάγουσα εταιρία, κατ’ επάγγελμα προμηθεύτρια πλοίων με καύσιμα και συναφή προϊόντα σε λιμένες ανά την υφήλιο, άσκησε αξιώσεις από την εκ μέρους της πώληση και παράδοση ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου (πενήντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα [50.640] τόνων πετρελαίου [marine gas oil MGO, τύπου DMA), η οποία στις 22.11.2017 παραλήφθηκε στο λιμένα Εσνενάδα του Μεξικού από τον πρώτο μηχανικό του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ πλοίου Τ, ο οποίος υπέγραψε τη σχετική απόδειξη ενεργώντας για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……….». Ότι η παράδοση εκείνη έλαβε χώρα σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως την οποία η ενάγουσα είχε καταρτίσει στις 10.11.2017 με την (ήδη εφεσίβλητη) εταιρία με την επωνυμία «………… . …», διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, η οποία είχε παραγγείλει το εμπόρευμα, είχε διαπραγματευθεί τις προδιαγραφές και την τιμή του και είχε αποδεχθεί την αντίστοιχη προσφορά της πωλήτριας ενάγουσας, η οποία είχε ορίσει δήλη ημέρα εξοφλήσεως του τιμήματος την 21η.12.2017, περιλαμβάνοντας και όρο περί επιτοκίου 2% μηνιαίως σε περίπτωση υπερημερίας αποπληρωμής του. Ότι για το τίμημα της πωλήσεως εκδόθηκε στις 30.11.2017 το αναφερόμενο τιμολόγιο για ποσό πενήντα επτά χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα τεσσάρων σεντς (57.273,84 $), το οποίο η ενάγουσα απηύθυνε κατ’ αμφοτέρων των ως άνω εταιρών, πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας, εκ των οποίων η δεύτερη το αποδέχθηκε, κατέβαλε μάλιστα την 1η.2.2018 το ποσό των τριάντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (30.000 $) σε μερική εξόφλησή του. Ότι, όμως, εξαιτίας της αδυναμίας άλλως της αρνήσεως αμφοτέρων αυτών παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, το υπόλοιπο τίμημα παρέμεινε ανεξόφλητο, όπως και το ποσό των τόκων υπερημερίας μέχρι τις 18.5.2018, ύψους δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα σεντς (2.441,90 $), το οποίο η ενάγουσα τιμολόγησε μεταγενέστερα εκδίδοντας έτερο τιμολόγιο, το οποίο ομοίως απηύθυνε τόσο προς την πλοιοκτήτρια όσο και προς τη διαχειρίστρια του πλοίου. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω την ως άνω σύμβαση άλλως και επικουρικώς τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην εις ολόκληρον καταβολή του συνολικού ποσού των είκοσι εννέα χιλιάδων επτακοσίων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα τεσσάρων σεντς (29.715,74 $), στο οποίο περιλαμβάνεται το υπόλοιπο του τιμήματος και οι τόκοι υπερημερίας άλλως του ισόποσου αυτού σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την αποστολή εκάστου τιμολογίου άλλως από την επίδοση της αγωγής, ενώ ως προς την ευθύνη της πρώτης εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας, διαχειρίστριας του πλοίου κατά την αγωγή, διέλαβε επιπλέον στο δικόγραφό της και ότι αυτή «έχει αναγνωρίσει ρητώς την οφειλή της έναντι ημών», χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β, 7 § 2, 53, 57 § 1 περ. α, 58 § 1 εδαφ. α, 59, 62, 78 της από 11.4.1980 Σύμβασης της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2532/1997 και ισχύει από 1.2.1999, 291, 292 § 1, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 111 § 1 ΕισΝΑΚ και 6 § 1 Ν. 5422/1932, ως προς το κύριο, όμως, μόνον αίτημά της, που αφορούσε στο κονδύλι του ανεξόφλητου υπολοίπου του τιμήματος της επίμαχης πώλησης, οφειλόμενο μάλιστα, αφενός, όχι σε αυτούσια δολάρια ΗΠΑ αλλά στο ισόποσό τους σε ευρώ κατά τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής και, αφετέρου, εντόκως νομίμως από την επίδοση της αγωγής και όχι από προγενέστερο χρονικό σημείο. Αντιθέτως, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε κατ’ εφαρμογή, επί των συγκεκριμένων, αρρύθμιστων από την ως άνω Διεθνή Σύμβαση, ζητημάτων, του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, ως νομικά αβάσιμη τόσο την επικουρική βάση της αγωγής, που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, όσο και το παρεπόμενο αίτημά της, που αφορούσε στο κονδύλι των τόκων υπερημερίας, καθώς έκρινε ότι εν προκειμένω δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 296 § 1 ΑΚ. Κατά των κρίσεών της αυτών η εκκαλουμένη δεν προσβάλλεται και, επομένως, τα αντίστοιχα κεφάλαιά της δεν έχουν μεταβιβαστεί στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε από την ερημοδικία της δεύτερης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του πλοίου, τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής και, κατά παραδοχή της ως και ουσιαστικά βάσιμης, την υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό του ανεξόφλητου μέρους του τιμήματος, ύψους είκοσι επτά χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα τεσσάρων σεντς (27.273,84 $) κατά το ισόποσο σε ευρώ την ημέρα της πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Αντιθέτως, κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της πρώτης εναγόμενης, διαχειρίστριας του ίδιου πλοίου, η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή σχετικής καταλυτικής ενστάσεώς της από το άρθρο 211 ΑΚ, επειδή κρίθηκε ότι «… από την … επιβεβαίωση της παραγγελίας καυσίμων και τα αναγραφόμενα στο τιμολόγιο, όπου αναφέρεται παρατακτικώς το όνομα της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου (στην ονομασία της οποίας είναι καταφανής η διαχειριστική της ιδιότητα – “Shipmanagement”) προκύπτει ότι η εναγόμενη [ενν. η ενάγουσα] γνώριζε καλώς ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας στο πλαίσιο της διαχειριστικής εντολής και εκπροσώπησης του πλοίου, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχείρησε η πρώτη εναγόμενη τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό της ή ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας της, οπότε θα ευθυνόταν και η ίδια…». Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ ολοκληρία, δηλαδή και κατά το μέρος της που αποδικάστηκε, επικαλούμενη, ειδικότερα, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη δέχθηκε την ένσταση της αντιδίκου της, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει ως νομικά αβάσιμη ή ως αναπόδεικτη, καθώς και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο «παρέβλεψε εντελώς και δεν έλαβε υπόψη τη ρητή αναγνώριση του επίδικου χρέους εκ μέρους της εφεσιβλήτου».

ΙΙΙ. Κατά το ενδιαφέρον τη δευτεροβάθμια δίκη απορριπτικό συμπέρασμά της η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε ορθή, μόνον όμως κατ’ αποτέλεσμα. Κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68, 73, 216 § 1 ΚΠολΔ, η αγωγή κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της εφεσίβλητης, που ενήχθη με την ιδιότητα της διαχειρίστριας πλοίου, από κοινού με την πλοιοκτήτριά του, με αίτημα εκπληρώσεως από αυτές, ενεχόμενες μάλιστα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, της εκτιθέμενης πρωτογενούς απαιτήσεως της ενάγουσας, που απέρρεε από σύμβαση πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων, παραδοθέντων στο πλοίο και παραληφθέντων, κατά τα ιστορούμενα, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

Οι έννοιες της πλοιοκτησίας και της πλοιοδιαχείρισης, των οποίων έγινε αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο, είναι έννοιες νομικές και αποδίδουν το περιεχόμενο η μεν πρώτη της εκμετάλλευσης του πλοίου, ως πραγματικής κατάστασης, από το ίδιο πρόσωπο, φυσικό ή συνηθέστατα νομικό, στο οποίο ανήκει και το δικαίωμα της κυριότητάς του (κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ) και στο οποίο ο νόμος (άρθρο 84 ΚΙΝΔ) επιρρίπτει τη δικαιοπρακτική (όπως και την αδικοπρακτική) ευθύνη από την εκμετάλλευση αυτή, η οποία και αντιδιαστέλλεται από την έννοια του εφοπλισμού, στο πλαίσιο του οποίου τρίτος εκμεταλλεύεται πλοίο που ανήκει σε άλλον (άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ), ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτσι αυτός το υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιοπραξιών, η δε δεύτερη την ενοχική σχέση που συνδέει τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, με τον τρίτο που συναλλάσσεται με άλλους για υποθέσεις του πλοίου, ενεργώντας όμως καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, με τον οποίο έχει συνάψει συμφωνία, που κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί ο διαχειριστής στα πλαίσια των συμβατικών του υποχρεώσεων και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, ως αμέσως από το διαχειριστή αντιπροσωπευόμενου κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΜονΕφΠειρ. 147/2021 και 360/2017, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 109/2019, ΕΝαυτΔ 2019/112, ΜονΕφΠειρ. 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013/114 = Δνη 2014/181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό την ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Παρέπεται ότι, κατά νομική αναγκαιότητα, η επίκληση πλοιοκτησίας αποκλείει καταρχήν την ταυτόχρονη συνύπαρξη εφοπλισμού (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946, ΑΠ 5/2009, Αρμ. 2009/1885), ενώ παράλληλα η ύπαρξη πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή αποκλείει καταρχήν την ευθύνη του διαχειριστή προς εκπλήρωση των συμβάσεων που αφορούν την εκμετάλλευση του πλοίου, έστω και αν καταρτίστηκαν από αυτόν (ΤριμΕφΠειρ. 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012/269 = ΕΕμπΔ 2013/411, ΜονΕφΠειρ. 110/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαιρούνται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε ο διαχειριστής συμβαλλόμενος δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του, οπότε, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς, που κατά τον ΑΚ (άρθρα 211 § 1 εδαφ. β και 212) διέπει την άμεση αντιπροσωπεία, ο διαχειριστής υπέχει ο ίδιος ευθύνη προς εκπλήρωση των συμβάσεων που συνήψε (ΑΠ 1988/2014, ο.π., ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190 = ΕΕμπΔ 2014/173,  ΜονΕφΠειρ. 660/2015, ΜονΕφΠειρ. 362/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τότε όμως η ευθύνη του είναι αποκλειστική, αφού οι υποχρεώσεις από τη σύμβαση γεννήθηκαν εξαρχής στο πρόσωπό του ατομικά, χωρίς να παράγεται αλληλέγγυα ευθύνη του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή. Άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωση του διαχειριστή προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου  είτε της δημόσιας περιουσίας (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452 και ΜονΕφΠειρ. 19/2019, ΔΕΕ 2019/245 = ΕπισκΕΔ 2019/499). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449). Συμβατική ευθύνη του διαχειριστή παράλληλη και εις ολόκληρον με αυτήν του εκμεταλλευόμενου το πλοίο μπορεί να ανακύψει μόνον αν ο πρώτος με ξεχωριστή σύμβαση με το δανειστή είτε εγγυηθεί την αποπληρωμή του χρέους του πρώτου ως αυτοφειλέτης, οπότε η ενοχή του είναι παρεπόμενη (ενώ αμφισβητείται αν δημιουργείται καν εις ολόκληρον παθητική ενοχή: ΑΠ 148/1997, Δνη 1998/101 = ΕΕΝ 1998/461 = ΝοΒ 1998/1061) είτε αναλάβει την υποχρέωση να εκπληρώσει το χρέος εκείνου, χωρίς ο αρχικός οφειλέτης να απαλλάσσεται, οπότε παράγεται, κατ’ εφαρμογή της περί σωρευτικής αναδοχής χρέους διατάξεως του άρθρου 477 ΑΚ, μια πρόσθετη ενοχή παράλληλη με αυτήν του αρχικού οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη του αναδοχέα έχει την ίδια φύση και το ίδιο περιεχόμενο με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη (ΤριμΕφΠειρ. 61/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα να ιδρύεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια των άρθρων 481 επομ. ΑΚ, με συνέπεια ο δανειστής να δικαιούται να εναγάγει οποιονδήποτε από τους συνοφειλέτες ή και όλους μαζί για το σύνολο ή μέρος της οφειλόμενης παροχής (ΑΠ 733/2021, ΧρΙΔ 2022/197, ΑΠ 1850/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 29, σελ. 577). Η αναδοχή κατά το άρθρο 477 ΑΚ αφορά ξένο χρέος και υπό την έννοια αυτή διαφέρει από τη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, που αφορά χρέος του ιδίου του αναγνωρίζοντος αυτό (ΑΠ 43/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου (επιμ.), Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 477, αρ. 6, σελ. 652). Από όσα προαναφέρθηκαν, συνδυαζόμενα προς τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, που επιβαρύνει τον ενάγοντα με τη δικονομική υποχρέωση να εκθέσει στο αγωγικό δικόγραφο, μεταξύ άλλων και, τους λόγους που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής κατά του εναγομένου, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος των διαδίκων προς την επίδικη έννομη σχέση, συνάγεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία στην αγωγή, με την οποία ο δανειστής αξιώνει την εκπλήρωση συμβατικής (πρωτογενούς ή δευτερογενούς) απαίτησής του προερχόμενης από σύμβαση (πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών) που εξυπηρετεί τη λειτουργία του πλοίου, γίνεται ρητή επίκληση της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου και επομένως της συμμετοχής του στη σύμβαση καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, ο ενάγων υπέχει καταρχάς το βάρος επικλήσεως των περιστατικών που δικαιολογούν την άσκησή της προσωπικά εναντίον του (άρθρο 216 § 1 περ. α ΚΠολΔ) και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του εναγομένου (Φ. Δωρής, Ζητήματα νομιμοποίησης των διαδίκων, ιστορικής βάσης της αγωγής και κατανομής του «βάρους απόδειξης» επί διαφορών από συμβάσεις συναπτόμενες δια πληρεξουσίου, σε Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, 2016, σελ. 159 επομ. [160], ο ίδιος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 211, αρ. 118, σελ. 1038, ο ίδιος, Η δι’ αντιπροσώπου συναλλαγές στο ιδιωτικό δίκαιο, 2021, σελ. 189) και μόνον αν ανταποκριθεί σ’ αυτό ενεργοποιείται το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής του, εφόσον, βεβαίως, αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο. Οφείλει δηλαδή ο στρεφόμενος με αγωγή κατά του διαχειριστή του πλοίου να επικαλεστεί το λόγο για τον οποίο ο εναγόμενος κατέστη κατ’ εξαίρεση ο από τη σύμβαση ατομικά υπόχρεος και κατ’ ουσίαν να διευκρινίσει ότι ο τελευταίος, αν και διαχειριστής του πλοίου είτε συμβλήθηκε χωρίς κατά την κατάρτιση της σύμβασης να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις είτε ότι συμβαλλόμενος υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Αν τέτοια αναφορά ελλείπει και το δικόγραφό της δεν συμπληρωθεί με τη μνεία των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του διαχειριστή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου από τη σύμβαση και, επομένως, περί το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Αν πάλι ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η, εν γνώσει του ενάγοντος, παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων ή η αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών από ναυτικό, απασχολούμενο στο πλοίο και ενεργούντα για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, τρίτου σε σχέση με το διαχειριστή του πλοίου, η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος διαχειριστής δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση. Το ίδιο θα συμβεί ακόμα και αν η ίδια αγωγή στραφεί κατ’ αμφοτέρων, δηλαδή του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και του διαχειριστή του με αίτημα καταδίκης τους στην εις ολόκληρον εκπλήρωση της συμβατικής παροχής. Και τούτο διότι η εναγωγή του πρώτου αποκλείει την ταυτόχρονη συνεγωγή του δεύτερου για το ίδιο χρέος, αφού αυτό μπορεί να έχει γεννηθεί μόνο στο πρόσωπο είτε του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή από τη δράση του διαχειριστή ως αμέσου αντιπροσώπου του είτε στο πρόσωπο του τελευταίου, αν αυτός κατά την κατάρτιση της σύμβασης δε δήλωσε ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις είτε όταν υπήρξε υπέρβαση της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Παθητικώς νομιμοποιημένη θα είναι η ίδια αγωγή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων επικαλεστεί με το δικόγραφό της ως νόμιμο λόγο παραγωγής παράλληλης ευθύνης διαχειριστή και εκμεταλλευόμενου το πλοίο την κατάρτιση άλλης συμβάσεως, διαφορετικής από αυτήν εξ ης απορρέει η επίδικη απαίτηση, δυνάμει της οποίας ο πρώτος είτε κατέστη παρεπομένως υπόχρεος, επειδή εγγυήθηκε το ξένο χρέος ως αυτοφειλέτης είτε αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του δεύτερου.

IV. Κάτι τέτοιο δε συνέβη εν προκειμένω. Αντιθέτως, η ενάγουσα ενήγαγε τους αντιδίκους τους επικαλούμενη ρητώς ως νομική βάση της αξιώσεώς της την επίδικη διεθνή σύμβαση πωλήσεως και με την ένδικη αγωγή της υποστήριξε ότι διαπραγματεύθηκε με τη διαχειρίστρια του πλοίου Τ και κατέληξε σε συμφωνία μαζί της να παραδώσει αιτία πωλήσεως στο εν λόγω πλοίο ποσότητα ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία παραλήφθηκαν από ναυτικό απασχολούμενο σ’ αυτό, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, προς την οποία, όπως και προς τη διαχειρίστρια, η ενάγουσα απηύθυνε το τιμολόγιο που εξέδωσε σχετικά. Η υποθετική αλήθεια των ισχυρισμών της αυτών οδηγεί στο νομικό συμπέρασμα ότι στην υπόθεση που κρίνεται παρήχθη αξίωση της ενάγουσας από τη δράση της διαχειρίστριας πλοίου, ως άμεσης αντιπροσώπου της συνεναγόμενης πλοιοκτήτριάς του, με αποτέλεσμα η αντίστοιχη συμβατική υποχρέωση να βαρύνει εξαρχής την πλοιοκτήτρια ως αμέσως αντιπροσωπευόμενη και όχι τη διαχειρίστρια, που δε νομιμοποιείται παθητικά για την εκπλήρωσή της. Τούτο δε διότι στην αγωγή δεν εκτίθενται περιστατικά ατομικής της ευθύνης, αφού από το περιεχόμενό της συνάγεται, αντιθέτως, ότι η ενάγουσα τελούσε σε γνώση, πρώτον, του ότι η εφεσίβλητη ενεργούσε για λογαριασμό άλλου νομικού προσώπου και, συγκεκριμένα, της πλοιοκτήτριας, αφού στο πλοίο της, που έφερε μάλιστα όνομα που περιεχόταν στην επωνυμία εκείνης (της πλοιοκτήτριας) και όχι της εφεσίβλητης, συμφωνήθηκε η παράδοση των καυσίμων, δεύτερον, ότι η πλοιοκτήτρια είχε εξουσιοδοτήσει υπάλληλό της να παραλάβει για λογαριασμό της τα καύσιμα, χωρίς μεσολάβηση της εφεσίβλητης, τρίτον, ότι η τελευταία, όπως η επωνυμία της υποδήλωνε ασκούσε διαχείριση πλοίων και, τέταρτον, ότι η σύμβαση που συνήψε με την ενάγουσα δεν εξερχόταν από τα όρια της διαχειριστικής εξουσίας της. Ακόμα, όμως και αν είχαν εκτεθεί περιστατικά ατομικής ευθύνης της εφεσίβλητης, η παράθεσή τους δεν θα οδηγούσε στη στοιχειοθέτηση εις ολόκληρον και αλληλέγγυας ευθύνης αμφοτέρων των εναγόμενων εταιριών, αφού θα συνεπάγονταν αποκλειστική ευθύνη μόνης της διαχειρίστριας, με αποτέλεσμα η συνεναγωγή της πλοιοκτήτριας να παρίσταται αδικαιολόγητη και νομικά ανεπέρειστη. Άλλωστε, ακόμα και αν είχε εκτεθεί ότι οι εναγόμενες συμβλήθηκαν από κοινού έναντι της ενάγουσας, οπότε θα ευθύνονταν λόγω ανάληψης κοινής ενοχικής υποχρέωσης, η ευθύνη αυτή θα τις βάρυνε καταρχήν κατ’ ισομοιρία και όχι εις ολόκληρον, αφού η παροχή τους (τίμημα πωλήσεως) ήταν διαιρετή, κατ’ εφαρμογή του σχετικού κανόνα που διέπει τις πολυπρόσωπες ενοχές και θεσπίζεται στο άρθρο 480 ΑΚ (ΑΠ 385/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η ρητή επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της αγοραπωλητήριας σύμβασης ως νομικής βάσης της εναγωγής της διαχειρίστριας εταιρίας απέκλειε την υπαγωγή του εκτεθέντος πραγματικού στην περί σωρευτικής αναδοχής χρέους διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ, της μόνης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το αίτημα της εις ολόκληρον καταδίκης των εναγομένων, πολλώ δε μάλλον καθόσον με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό η ενάγουσα διευκρίνισε ότι η εφεσίβλητη κατά την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης «ενεργούσε δι’ εαυτήν και για δικό της λογαριασμό» (δηλαδή ουδέ καν ως έμμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας), υπονοώντας με τον τρόπο αυτό, εμμέσως πλην σαφώς, ότι αντιμετώπιζε αυτήν ως εφοπλίστρια του πλοίου Τ, θεώρηση, όμως, που κατά νομική αναγκαιότητα δεν ευσταθούσε, λόγω του αποκλεισμού της ταυτόχρονης συνύπαρξης πλοιοκτησίας και εφοπλισμού επί του αυτού πλοίου για το ίδιο χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, η διευκρίνιση αυτή και αν ήθελε θεωρηθεί παραδεκτή (βλ. όμως ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), θα παρήγαγε και πάλι αοριστία, λόγω ασάφειας ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου από τη σύμβαση, αφού παρέμεινε το αίτημα της εις ολόκληρον καταδίκης των εναγομένων, καθώς, αν ο ισχυρισμός αλήθευε, η πλοιοκτήτρια δεν θα υπείχε συμβατική ευθύνη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι το επικαλούμενο γεγονός της μονομερούς εκ μέρους της ενάγουσας τιμολογήσεως του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων της εις βάρος αμφοτέρων των εναγόμενων εταιριών δεν αρκεί, ενόψει της αρχής της σχετικότητας των ενοχών εκ συμβάσεως, για να θεμελιώσει ευθύνη και της διαχειρίστριας του πλοίου για την αποπληρωμή χρέους που, υπό τα εκτιθέμενα, δεν γεννήθηκε στο πρόσωπό της, ενώ, για όσους λόγους εκτέθηκαν, ο αλλότριος, ως προς αυτήν, χαρακτήρας του επίδικου χρέους δεν επιτρέπει την υπαγωγή στις διατάξεις περί αναγνωρίσεως χρέους του αγωγικού ισχυρισμού ότι η εφεσίβλητη «αποδέχθηκε» το από 30.11.2017 τιμολόγιο και κατέβαλε μέρος του τιμήματος.

V. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164). Το ίδιο ισχύει και στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία η ουσιαστικώς απορριφθείσα πρωτοδίκως αγωγή απορρίπτεται και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τον [τυπικό] λόγο της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της έφεσης (ΤριμΕφΠειρ. 467/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 570/2017, Δνη 2017/846) και τούτο διότι η θέση του εκκαλούντος δεν χειροτερεύει, ενώ παράλληλα μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, καθώς επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση.

VI. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν και ανεξαρτήτως του παραδεκτού και της βασιμότητας των σχετικών λόγων της, το Δικαστήριο αυτό στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ένδικης έφεσης κρίνει ότι η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο, κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της εφεσίβλητης, ήταν ως προς τη συμβατική βάση της παθητικώς ανομιμοποίητη και, συνεπώς, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τη θεώρησε παραδεκτή και την απέρριψε κατ’ ουσία, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και για το λόγο αυτό πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της εφέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, να απορριφθεί η αγωγή ως προς την εφεσίβλητη ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως. Επιπλέον, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, κατά το σχετικό αίτημά της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ και 63 § 1, 68 § 1 και 69 § 1 του Ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, τέλος, να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της εφεσίβλητης ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ