Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 528/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  528/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος ενάγοντος: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Ευγενία Κορδού με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) ……….. και 2)   εταιρείας ……………. αμφότεροι οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κυριακού.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/21.6.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 2465/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως νόμω αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρείας με την επωνυμία “………….” και ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 30.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/30.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………../9.4.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, επισημαίνοντας ότι παρίσταται για λογαριασμό της εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ (………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία “………….”, ως καθολικής διαδόχου της αρχικής δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “………….”, κατόπιν συγχώνευσής τους με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 30.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/30.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/9.4.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 2465/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./21.6.2019) αγωγής του εκκαλούντος, διώκουσας την παροχή σ’αυτόν ως αφανή εταίρο αφανούς εταιρείας, με εμφανή εταίρο τον πρώτο εναγόμενο και με σκοπό την αγορά και εκμετάλλευση πλοίου, που διαχειριζόταν η δεύτερη εναγόμενη/αλλοδαπή εταιρεία, αφενός μεν λογοδοσίας, αφετέρου δε πληροφόρησης επί των εταιρικών υποθέσεων και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η αγωγή ως μη νόμιμη όσον αφορά στη δεύτερη εναγόμενη και ως κατ’ουσίαν αβάσιμη όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο αντίστοιχα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 30.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../30.10.2020), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 10.7.2020  [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμόδιου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Ο ενάγων με την από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../21.6.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της από το παρόν Δικαστήριο, ισχυρίσθηκε ότι, επιχειρηματίας ων, συνέστησε άτυπα κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2013 με τον πρώτο εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσε επί σειρά ετών στενές φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, αφανή εταιρεία, στην οποία συμφωνήθηκε να συμμετάσχει ως αφανής εταίρος κατά ποσοστό 6% στα κέρδη και τις ζημίες της και η οποία είχε ως σκοπό την αγορά από τον ανωτέρω αντίδικό του και εμφανή εταίρο, ενός φορτηγού πλοίου, μέσω της Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, της οποίας ο τελευταίος ήταν ο μοναδικός μέτοχος και διαχειριστής και την εν συνεχεία επί κέρδει εκμετάλλευσή του, καταθέτοντας στις 10.7.2013 στον τραπεζικό λογαριασμό του συνεταίρου του το ποσό των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι πράγματι ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε τα χρήματα αυτά ως μέρος του τιμήματος της αγοράς φορτηγού πλοίου με την ονομασία “Ο”, το οποίο στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε “ΟΙ”, και νηολογήθηκε στη Λιβερία, τύποις στο όνομα της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, ως πλοιοκτήτριας, και τη διαχείριση του οποίου στη συνέχεια αυτός ανέθεσε στη δεύτερη εναγόμενη, εταιρεία ομοίως δικών του συμφερόντων και υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο τελούσα. Ότι ως συμμετοχή στα κέρδη της αφανούς εταιρείας από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο στις 20.1.2014 το ποσό των 7.200 δολαρίων Η.Π.Α. και στις 21.7.2014 το ποσό των 9.000 δολαρίων Η.Π.Α. αντίστοιχα. Ότι το μήνα Μάιο του έτους 2015 ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην πώληση του ανωτέρω πλοίου σε τρίτους προς διάλυση αντί του ποσού των 3.308.189,85 δολαρίων Η.Π.Α., χωρίς να του αποδώσει στο τέλος του έτους τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής του στην αφανή εταιρεία καθαρά κέρδη από την έως τότε εκμετάλλευση του πλοίου και το αντίστοιχο ποσοστό από το τίμημα της πώλησής του, τα οποία ιδιοποιήθηκε για την αποπληρωμή δικών του οφειλών, καθώς και για την πραγματοποίηση προσωπικών του επενδύσεων και ειδικότερα για την αγορά τριών (3) άλλων φορτηγών πλοίων. Ότι συγκεκριμένα, όπως πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, ο ανωτέρω συνήψε κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2015 δανειακή σύμβαση με την τράπεζα ……….. για το ποσό των 8.400.000 δολαρίων Η.Π.Α., παραχωρώντας σ’αυτήν προς εξασφάλιση της απαίτησής της δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης επί του προαναφερθέντος πλοίου, καθώς και προς περαιτέρω εξασφάλισή της το σύνολο των μετοχών της πλοιοκτήτριας εταιρείας ως εγγύηση της αποπληρωμής του ποσού του δανείου, χωρίς τη δική του συναίνεση ή έγκριση, ενώ επιπροσθέτως ανέλαβε την υποχρέωση μετά την πώληση του πλοίου να καταβάλει στην ως άνω τράπεζα το ποσό των 2.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. από το τίμημα που θα εισέπραττε. Ότι επανειλημμένως ζήτησε από τον πρώτο εναγόμενο προφορικά, αλλά και διά της επίδοσης προς αυτόν των αναφερομένων στο δικόγραφο εγγράφων (δύο εξώδικων δηλώσεων – προσκλήσεων) να του παράσχει πλήρη και αναλυτική έγγραφη λογοδοσία αναφορικά με την από πλευράς του εκμετάλλευση του πλοίου, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες και τη διαχείριση του ποσού του τιμήματος της πώλησής του, καθώς και να του επιστρέψει το ποσό των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο κατέβαλε για τη συμμετοχή του στην αφανή εταιρεία, πλέον τόκων, πλην όμως ουδεμία απάντηση επί του υποβληθέντος αιτήματός του έλαβε. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενος ότι με την ιδιότητα του αφανούς εταίρου της κατά τα προεκτεθέντα συσταθείσας αφανούς εταιρείας έχει δικαίωμα, αφενός μεν ελέγχου και πληροφόρησης για τις εταιρικές υποθέσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 755 του ΑΚ, αφετέρου δε να αξιώσει λογοδοσία ως προς τη διαχείριση του ως άνω πλοίου, που συνιστά περιουσιακό του στοιχείο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ, ζήτησε α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του παράσχουν πληροφορίες επί της πορείας των υποθέσεων της αφανούς εταιρείας για κάθε ένα εκ των ετών 2013 έως 2018 και ιδίως επί της διαχείρισης του εισπραχθέντος από την πώληση του πλοίου τιμήματος, β) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι για κάθε ένα εκ των ανωτέρω ετών να του ανακοινώσουν λογαριασμό, που θα περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων εκ της διαχείρισης της αφανούς εταιρείας, καθώς και το ποσό του καταλοίπου, το οποίο θα προκύψει, και ιδίως το αντίστοιχο ποσό, που αφορά στη χρήση του έτους 2015, εντός του οποίου εισπράχθηκε το τίμημα από την πώληση του πλοίου, επισυνάπτοντας τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα και αποδείξεις, γ) να υποχρεωθούν οι αυτοί ως άνω για το ίδιο χρονικό διάστημα να ανεχθούν τον από πλευράς του έλεγχο όλων των στοιχείων, εγγράφων και βιβλίων, που αφορούν στις συναλλαγές της αφανούς εταιρείας αναφορικά με την αγορά και εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου, έστω και εάν αυτά είναι απόρρητα ή ανεπίσημα, καθώς και να καταρτίσουν περίληψη της περιουσιακής της κατάστασης και να του προσκομίσουν αντίγραφα όλων των εγγράφων, βιβλίων και στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με την ανωτέρω επιχειρηματική της δραστηριότητα, δ) να απαγγελθεί σε βάρος εκάστου των εναγομένων χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για κάθε  παράβαση των διατάξεων της εκδοθησομένης επί της αγωγής απόφασης ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν σε διενέργεια πράξης και 1.000 ευρώ ως προς τις αντίστοιχες διατάξεις της, που αφορούν σε ανοχή πράξης, ε) να απειληθεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης, που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.2465/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς αμφότερους τους εναγομένους, και δη όσον αφορά στη δεύτερη εναγομένη ως νόμω αβάσιμη και όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο ως κατ’ουσίαν αβάσιμη αντίστοιχα. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι η αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, με διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της εκδίκασης της υπόθεσης, αφού εισάγεται με αυτήν προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς και ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, απορρίφθηκε στη συνέχεια με βάση το δίκαιο αυτό η αγωγή ως νόμω αβάσιμη όσον αφορά στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, διότι κρίθηκε πως υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δε θεμελιώνεται αξίωση του ενάγοντος σε βάρος της με την επικαλούμενη ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου, πλοιοκτησίας έτερης εταιρείας, η αγορά και εκμετάλλευση του οποίου φέρεται ότι αποτέλεσε το σκοπό σύστασης της μεταξύ αυτού και του πρώτου εναγομένου αφανούς εταιρείας, προς παροχή πληροφόρησης και προς λογοδοσία σε σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα της αφανούς εταιρείας, ενώ ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ως προς τον οποίο έγινε δεκτό ότι η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, κρίθηκε κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής της βασιμότητας και κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων, ότι δεν αποδείχθηκε η σύσταση μεταξύ του ανωτέρω και του ενάγοντος αφανούς εταιρείαα και επιπροσθέτως ότι αυτός δε διαχειρίσθηκε ατομικά περιουσιακό στοιχείο του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται έναντι του τελευταίου σε παροχή πληροφόρησης, ούτε λογοδοσίας, απορριφθείσης, συνακόλουθα, της αγωγής, ως προς αυτόν ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά στην απορριπτική της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγόμενη κρίση του, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το ίδιο Δικαστήριο όσον αφορά στην κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης και την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ουσίαν αβάσιμης σε σχέση με τον πρώτο εναγόμενο, ζητώντας την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του ως προς αμφότερους τους εναγομένους ως νόμω και ουσία βάσιμη.

Κατά το άρθρο 303 του ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για τον σκοπό αυτό, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή, και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για τον χρόνο για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και τα έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, ακόμα δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον η έκθεσή τους συνηθίζεται, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρη εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε αυτός (δοσίλογος), και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός που ανακοίνωσε ο δοσίλογος δεν είναι σαφής, ορισμένος και λεπτομερειακός, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 του ΚΠολΔ, και για την οποία δεν είναι απαραίτητο στοιχείο ούτε η κατάθεση του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ιδίαν εισπράξεων και δαπανών, αφού αυτά είναι κατ` αρχήν άγνωστα στον ενάγοντα, θα προκόψουν δε από τους λογαριασμούς, παρατηρήσεις και αντιπαρατηρήσεις που θα υποβληθούν, αλλά αρκεί το γεγονός της de facto διαχειρίσεως ξένης περιουσίας (ΕφΠατρ 173/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίσθηκε ξένη, ολικά ή μερικά, υπόθεση του δεξίλογου, με βάση συγκεκριμένη μεταξύ τους έννομη σχέση και ότι η διαχείριση αυτή, συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες (ΑΠ 369/2021, ΑΠ 475/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1592/2018 ΧρΙΔ 2019.590, ΑΠ 1536/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, σε λογοδοσία υποχρεώνεται όποιος, είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση ή από οιονεί σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μία υπόθεση), η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έναντι εκείνου την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίστηκε. Υποχρέωση, δηλαδή, για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε έννομη σχέση, ενοχικού ή εμπράγματου ή άλλου δικαιώματος (ΑΠ 1592/2018, ό.π., ΑΠ 360/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, υπό άρθρο 303, αριθμ. 1, σελ. 270). Τέτοια έννομη σχέση, από την οποία γεννάται υποχρέωση λογοδοσίας, συνιστά και η αφανής εταιρεία, που προβλέπεται και ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 285 έως 292 του ν. 4072/2012 και με παραπομπή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία (άρθρα 741 επ. του ΑΚ), πλην εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας (άρθρο 285 παρ. 3 του άνω νόμου). Ειδικότερα, αφανής ή μετοχική εταιρεία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία εταιρεία, στην οποία ο εταιρικός δεσμός εκδηλώνεται μόνο στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων και απουσιάζει η ανάπτυξη εταιρικού δεσμού προς τα έξω, αφού η εταιρεία δεν είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και δεν εμφανίζεται στις συναλλαγές, ο δε εμφανής εταίρος δρα στο όνομά του ή υπό την επωνυμία του, σαν να μην υπήρχε ο αφανής εταίρος (ΑΠ 1355/2019, ΑΠ 1234/2015, αμφότερες σς ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 116/2013, ΧρΙΔ 2014.377). Η σύσταση της αφανούς εταιρείας δεν υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 285 του ν.4072/2012, αυτή δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Ωστόσο, με βάση το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου και άρθρου του άνω νόμου, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 393  του ΚΠολΔ που απαγορεύει την απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύμβαση σύστασης αφανούς εταιρείας, που οφείλει να έχει ελάχιστο περιεχόμενο το προβλεπόμενο στο άρθρο 741 του ΑΚ, καταρτίζεται άτυπα. Προς απόδειξη δε της σύστασής της δεν απαιτείται υποχρεωτικά έγγραφο, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. όσον αφορά δε στους όρους της εταιρικής σύμβασης, θεσπίζεται έγγραφος αποδεικτικός τύπος. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ισχύει, όμως, μόνο για εκείνους τους όρους που παρεκκλίνουν των ενδοτικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου. Αν, δηλαδή, η αφανής εταιρεία έχει συσταθεί άτυπα, τότε οι όροι της εταιρικής σύμβασης διέπονται από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του ν. 4072/2012 και των άρθρων του ΑΚ, στις οποίες ο νόμος αυτός παραπέμπει, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, οπότε υποχρεούνται να αποδείξουν τούτο μόνο με έγγραφο, εκτός και αν η απόκλιση αυτή από τις παραπάνω διατάξεις, που τυχόν συμφωνήθηκε προφορικά, ομολογείται από τον αντίδικο (ΕφΠειρ 235/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω η κατά τα προεκτεθέντα δικαστικά επιδιωκόμενη λογοδοσία αποτελείται από δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, αντικείμενο της υπόθεσης είναι η υποχρέωση προς λογοδοσία και όχι οι λεπτομέρειες του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ιδίαν εισπράξεων και δαπανών. Προς τούτο λαμβάνει χώρα ενώπιον του δικαστηρίου η συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγομένου για λογοδοσία, δηλαδή εάν ο εναγόμενος προέβη σε πραγματική διαχείριση, που συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα. Όταν αποδεικνύεται η υποχρέωση προς λογοδοσία, το δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση, που διατάσσει λογοδοσία και υποχρεώνει τον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία να καταθέσει γραπτό λογαριασμό, με αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων που έγιναν στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας, καθώς και όλες τις δικαιολογητικές αποδείξεις, ενώ συγχρόνως με την ίδια απόφαση καταδικάζεται σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 946 του ΚΠολΔ. Αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει τον λογαριασμό εντός της προθεσμίας που ορίσθηκε ή αν ο λογαριασμός που καταθέσει δεν έχει την αρμόζουσα λεπτομερή αναγραφή των μερικότερων κονδυλίων, οπότε αυτός δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και την υποχρέωση για καταβολή του καταλοίπου που πιθανολογείται και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση όσο και ως προς την υποχρέωση για καταβολή του καταλοίπου. Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η οποία κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί περί αυτής σχετική έκθεση, τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας, η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, του άρθρου 475 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο επιδιώκεται η εξακρίβωση του αποτελέσματος της λογοδοσίας, οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου που αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών, και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν στον λογαριασμό ή στον κατάλογο. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 755 του ΑΚ, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να πληροφορείται αυτοπροσώπως για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα, καθώς και να καταρτίζει περίληψη της περιουσιακής κατάστασης της εταιρείας. Κάθε εταίρος ανεξάρτητα από το εάν είναι διαχειριστής ή όχι, έχει, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, που βρίσκει καθολική εφαρμογή στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες, το δικαίωμα ελέγχου των εταιρικών υποθέσεων. Το δικαίωμα αυτό πηγάζει από την εταιρική συμμετοχή και στρέφεται, πλην του νομικού προσώπου της εταιρείας, και κατά παντός εταίρου, δεδομένου ότι ανήκει στην κατηγορία των εταιρικών δικαιωμάτων διοίκησης. Συγκεκριμένα αναλύεται κατά κύριο λόγο σε μια αξίωση ανοχής από τους λοιπούς εταίρους (διαχειριστές ή όχι) της γνώσης από τον δικαιούχο των εταιρικών υποθέσεων, δεν απαιτεί την επίκληση και απόδειξη εννόμου συμφέροντος και καλύπτει χρονικά ολόκληρη τη διάρκεια της εταιρείας, ασκούμενο δηλαδή και κατά την εκκαθάριση. Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος μπορεί να δικαιολογούνται εφόσον επιβάλλεται από ένα ειδικό συμφέρον της εταιρείας (π.χ. συμφέρον μυστικότητας) ή όταν οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για ανταγωνιστικούς σκοπούς (Λιακόπουλος σε Απ. Γεωργιάδη-Μιχ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ, Ειδικό Ενοχικό, τόμος IV, άρθρο 755, παρ.1 και 2, σελ.41). Το δικαίωμα ελέγχου περιλαμβάνει την εξουσία μελέτης όλων ανεξαιρέτως των βιβλίων και εγγράφων της εταιρείας, έστω και απόρρητων και ανεπίσημων τηρούμενων, που πραγματοποιείται στα γραφεία της εταιρείας, κατά την καλή πίστη, όμως, και εκτός αυτών. Για το σκοπό αυτό πρέπει να παρέχεται στον εταίρο η δυνατότητα να κρατάει σημειώσεις, να αντιγράφει τα σχετικά τμήματα των βιβλίων και εγγράφων και σύμφωνα με τις σημερινές τεχνικές εξελίξεις να φωτοτυπεί τα αναγκαία έγγραφα με έξοδά του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για έγγραφα άσχετα με την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ή απόρρητα. Κατά τις περιστάσεις ο εταίρος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κατά τον έλεγχο, με έξοδά του και δική του ευθύνη, τις υπηρεσίες προσώπων με ειδική κατάρτιση (ελεγκτών, λογιστών κ.α.) ή κατ’ εξαίρεση να ασκεί τον έλεγχο με αντιπρόσωπο όταν η αυτοπρόσωπη ενέργεια είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Είναι, δε δυνατή και η δικαστική επιδίωξη της ελεύθερης άσκησης του δικαιώματος ελέγχου του εταίρου (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος γ΄, ημίτομος γ΄, άρθρο 755, αριθμ. 1, 2 και 7, σελ. 83-85, βλ.επίσης περί του ότι το ανωτέρω δικαίωμα παρέχεται και στον αφανή εταίρο αφανούς εταιρείας ΕφΠειρ 25/2002 ΧρΙΔ 2004.250).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μάρτυρός του  …………………, η οποία δόθηκε ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων να παραστούν κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες …./18.10.2019 και ……/18.10.2019 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου  στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….., προσκομίσθηκε με τις προτάσεις του, στις οποίες και γίνεται επίκλησή της και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …/23.10.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….,  β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία των εναγομένων, μάρτυρός τους  . ….., η οποία δόθηκε ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…../18.10.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επμελήτριας . ……….., προσκομίσθηκε με τις προτάσεις τους, στις οποίες και γίνεται επίκλησή της και περιέχεται στην υπ’αριθμ………./24.10.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., γ) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μάρτυρός του …………., η οποία προσκομίσθηκε στον πρώτο βαθμό εντός της προθεσμίας κατάθεσης της κατ’άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ προσθήκης επί των προτάσεών του, στην οποία και γίνεται επίκλησή της, σε αντίκρουση της προαναφερθείσας ένορκης βεβαίωσης των εναγομένων, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των τελευταίων να παραστούν κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες …./8.11.2019 και …./8.11.2019 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου  στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………. και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …../13.11.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και δ) το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ.β’ , 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων κατά το έτος 2013 συνδεόταν ήδη από πολλών ετών με τον πρώτο εναγόμενο με στενή κοινωνική/φιλική σχέση, η οποία από το έτος 1999 κατέστη και επαγγελματική με τη μορφή – μεταξύ άλλων – της επένδυσης χρημάτων τους στην από κοινού αγορά πλοίων. Στο πλαίσιο της μακροχρόνιας αυτής συνεργασίας τους ο πρώτος εναγόμενος κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2013  ζήτησε από τον ενάγοντα, καθώς και από άλλα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος του τελευταίου, με τα οποία επίσης διατηρούσε μακροχρόνιες φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, να τον συνδράμουν οικονομικά, προκειμένου να προβεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, μέσω μίας άλλης εταιρείας, συμφερόντων του, στην αγορά ενός φορτηγού πλοίου. Ειδικότερα όσον αφορά τον ενάγοντα, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ενόψει της κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης, συμφωνήθηκε να καταβάλει το ποσό των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α., στο οποίο αποτιμήθηκε η συμμετοχή του κατά το ποσοστό του 6% στο μετοχικό κεφάλαιο της εδρεύουσας στη Μονρόβια της Λιβερίας εταιρείας με την επωνυμία “………..”, εκάστης μετοχής της τελευταίας εκτιμηθείσης στο ποσό των 33.000 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία και θα αγόραζε το πλοίο και της οποίας ο πρώτος εναγόμενος ήταν ένας εκ των μετόχων (βλ. σχετικά με τη μετοχική σύνθεση της εν λόγω εταιρείας την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων ………, λογιστή εταιρειών του πρώτου εναγομένου, της δεύτερης εναγόμενης και της προαναφερθείσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς ουδέν άλλο στοιχείο περί αυτού προσκομίζεται από τους διαδίκους). Σε εκτέλεση της συμφωνίας τους αυτής ο ενάγων κατέθεσε στις 10.7.2013, στον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης των εναγομένων, εταιρείας εδρεύουσας στον Παναμά και έχουσας εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967, 378/1968 και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, καθ’υπόδειξη του πρώτου εναγομένου, το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με το οποίο εξοφλήθηκε μέρος του συνολικού τιμήματος των 2.915.000 δολαρίων Η.Π.Α. της τελικά καταρτισθείσης στις 23.7.2013 πώλησης του φορτηγού μηχανοκίνητου πλοίου με την ονομασία “Ο” (βλ. σχετ, το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους με αριθμ.σχετ.1 συμφωνητικό), με αριθμό ΙΜΟ ….., πολωνικής κατασκευής, έτους 1987, ολικής χωρητικότητας 21.640 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 12.479 κόρων, εκτοπίσματος 8.421 τόνων, το οποίο νηολογήθηκε ακολούθως υπό τη σημαία της Λιβερίας, με αύξοντα αριθμό 16159 και με Διεθνές Διακριτικό Σήμα (ΔΔΣ) …., στο όνομα της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία “………..”, ως αγοράστριας/πλοιοκτήτριας και μετά την παράδοσή του μετονομάσθηκε σε “ΟΙ”.  Η διαχείριση του ανωτέρω πλοίου ανατέθηκε από την πλοιοκτήτρια αρχικά στις 30.7.2013 και στη συνέχεια την 1η.4.2015 στη δεύτερη των εναγομένων εταιρεία (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους με αριθμ.σχετ. VIII και 2 αντίστοιχα συμφωνητικά), η οποία, κατόπιν αλλαγής της έδρας της από τη Δημοκρατία του Παναμά στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ κατά τις προβλεπόμενες στο δίκαιο του Παναμά διατυπώσεις, συγχωνεύθηκε με την εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρεία με την επωνυμία “………….”, με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας των Νήσων Μάρσαλ, με αποτέλεσμα η τελευταία να καταστεί καθολική διάδοχος της αρχικής διαδίκου και απορροφηθείσας εταιρείας, υπεισελθούσα στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της και στη δικονομική της θέση στην εκκρεμή επί της παρούσας υπόθεσης δίκη, η οποία πλέον συνεχίζεται στο δικό της όνομα (δηλ. της απορροφήσασας εταιρείας, βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους με αριθμ.σχετ. VI γνωμοδότηση της δικηγόρου …… της δικηγορικής εταιρείας …… . και με αριθμ.σχετ. VII από 28.9.2021 σύμβαση συγχώνευσης συνημμένη στο από 6.10.2021 πιστοποιητικό καταχώρισής της στην αρμόδια υπηρεσία των Νήσων Μάρσαλ, αμφότερα σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από το αγγλικό πρωτότυπο). Ενόψει τούτου ήταν η απορροφήσασα εταιρεία αυτή που παραστάθηκε, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της δεύτερης εναγομένης, εκπροσωπηθείσα από πληρεξούσιο δικηγόρο και στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης. Εξάλλου από την εκτίμηση του συνόλου των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε σε βαθμό σχηματισμού στο παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης η ιστορική βάση της αγωγής, δηλαδή τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά για την κατά νόμο θεμελίωση των αιτημάτων της και δη ότι μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου συστάθηκε άτυπα αφανής εταιρεία, με συμμετοχή σ’αυτήν του ενάγοντος ως αφανούς εταίρου κατά ποσοστό 6%, διά της καταβολής του ποσού των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α., με εμφανή εταίρο τον πρώτο εναγόμενο και με σκοπό την αγορά και την επί κέρδει εκμετάλλευση από τον τελευταίο του ανωτέρω (υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγομένης) πλοίου, αν και τύποις από την εταιρεία συμφερόντων του με την επωνυμία “………….”,  ως θα έδει για την ευδοκίμηση της αγωγής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, καθώς ο ενάγων στηρίζει τις καταγόμενες με αυτήν προς κρίση αξιώσεις του σε βάρος των εναγομένων για παροχή πληροφόρησης επί της πορείας των εταιρικών υποθέσεων της αφανούς εταιρείας και λογοδοσίας ακριβώς στην επικαλούμενη ιδιότητά του ως αφανούς εταίρου της εν λόγω εταιρείας. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων διά της καταβολής του ποσού των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α., γεγονός, που δεν αμφισβητήθηκε, αλλά ουσιαστικά συνομολογήθηκε από τους εναγομένους, κατέστη μέτοχος της πλοιοκτήτριας του πλοίου Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία “………..” κατά το ποσοστό του 6% του μετοχικού κεφαλαίου της, εξ αυτού δε του λόγου έλαβε, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου δεύτερης εναγομένης, ως μέρισμα το ποσό των 7.200 δολαρίων Η.Π.Α. και το ποσό των 9.000 δολαρίων Η.Π.Α. στις 20.1.2014 και στις 21.7.2014 αντίστοιχα, όπως εκθέτει και ο ίδιος στην αγωγή του, χαρακτηρίζοντας, όμως, τα εισπραχθέντα ως άνω ποσά ως τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής του στην αφανή εταιρεία κέρδη από τη λειτουργία της και δη από την εκμετάλλευση του πλοίου. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα με αριθμ.σχετ.1 σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από το αγγλικό πρωτότυπο από 2.7.2013 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, συνταχθέν και αποσταλέν σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία, του ………….., αδελφού του ενάγοντος, που επίσης συμμετείχε οικονομικά στην αγορά του πλοίου δανειοδοτώντας τον πρώτο εναγόμενο, προς τον τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο “ο ………….. θα συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο του παρόντος πλοίου επενδύοντας Δολ. ΗΠΑ 198.000 έναντι 6% μετοχικού κεφαλαίου (στα Δολ. ΗΠΑ 33.000 ανά μετοχή)” και του οποίου επακολούθησε η αποστολή κατά τον ίδιο τρόπο μηνύματος του πρώτου εναγομένου, που επιβεβαιώνει τη συμφωνία τους με το προεκτεθέν περιεχόμενο, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι “…ο ….. … θα αναλάβει 6 μετοχές αξίας (Δολ ΗΠΑ) 33 χιλιάδων (33.000) η καθεμία και συνολικά (αξίας) 198 χιλιάδων (198.000)”, εκ των οποίων συνάγεται το προφανές συμπέρασμα ότι γίνεται λόγος περί συμμετοχής του ενάγοντος στην ανωτέρω συσταθείσα κατά το δίκαιο της Λιβερίας πλοιοκτήτρια εταιρεία, που είναι μετοχική και όχι σε κάποια μεταξύ αυτού και του πρώτου εναγομένου συσταθείσα αφανή εταιρεία κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή. Επιπροσθέτως στην από 15.11.2017 εξώδικη πρόσκληση του ενάγοντος προς τον πρώτο εναγόμενο, που επιδόθηκε στον τελευταίο στις 20.11.2017 (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. …./20.11.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) αναφέρεται ρητά ότι “…στα πλαίσια της πολύχρονη και στενής φιλικής μας σχέσης και κατόπιν δικού σας έγγραφου αιτήματος, τον Ιούλιο του έτους 2003 σας κατέβαλα εκατόν ενενήντα οκτώ χιλιάδες Δολάρια ΗΠΑ (198.000,00) προκειμένου να συμμετάσχω με ποσοστό έξι τοις εκατό (6%) ως συν-εφοπλιστής με εσάς στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας . ….. συμφερόντων σας, η οποία αγόρασε το πλοίο Φ/Γ Ο…” και ζητείται λογοδοσία, χωρίς ουδεμία μνεία περί της σύστασης μεταξύ τους αφανούς εταιρείας, ως εύλογα θα αναμενόταν με βάση τις αντιλήψεις των συναλλαγών και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εφόσον όντως συνδέονταν με τέτοιου είδους έννομη σχέση, αντίθετα ο ίδιος στο ως άνω έγγραφο κάνει λόγο περί συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της πλοιοκτήτριας εταιρείας διά της καταβολής του ποσού των 198.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ σχετική μνεία δε γίνεται ούτε στη μεταγενέστερη από 4.1.2018 εξώδικη πρόσκληση του ενάγοντος προς τον πρώτο εναγόμενο, η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο στις 11.1.2018 (βλ.σχετ. την υπ’αριθμ. …..΄/11.1.2018 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή), με την οποία και πάλι ζητείται η παροχή λογοδοσίας. Και ναι μεν, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και μετά το ν.4072/02012, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, η αφανής εταιρεία εξακολουθεί να συστήνεται ατύπως και δεν υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, με αποτέλεσμα ως προς την απόδειξη της σύστασής της να ισχύουν τα ίδια όπως και πριν την ψήφιση του ανωτέρω νόμου, δηλαδή μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε αποδεικτικό μέσο για το σχηματισμό στο δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι τα μέρη έχουν συστήσει μεταξύ τους αφανή εταιρεία, των μαρτυρικών καταθέσεων συμπεριλαμβανομένων με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 394 του ΚΠολΔ  εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία των μερών περί της σύστασης μίας τέτοιας εταιρείας (ο έγγραφος τύπος, όμως, καθιερώνεται ως αποδεικτικός όσον αφορά στους όρους της εταιρικής συμφωνίας σύμφωνα με το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 285 του ν.4072/2012,  όπερ συνεπάγεται ότι δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου με βάση τη διάταξη του άρθρου 393 παρ.2 του ΚΠολΔ, ει μη μόνον στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που έχει συνταχθεί χάθηκε τυχαία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 394 παρ.2 του ιδίου Κώδικα), πλην όμως στην κρινόμενη περίπτωση, που απουσιάζει δηλαδή έγγραφη συμφωνία των μερών, ουδείς εκ των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, ο οποίος φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης του αγωγικού ισχυρισμού του περί σύστασης μεταξύ του ιδίου και του πρώτου εναγομένου αφανούς εταιρείας, τον επιβεβαιώνουν, ενώ ούτε από την αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων δύναται το παρόν Δικαστήριο να καταλήξει σε σχετική δικανική κρίση. Μάλιστα στη σύσταση αφανούς εταιρείας μεταξύ τους είναι προφανές ότι δε συνηγορεί ούτε το από 2.11.2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του πρώτου εναγόμενου με παραλήπτη – μεταξύ άλλων προσώπων – και τον ενάγοντα, στο οποίο αναφέρεται ότι “για το ……….. και τη συμμετοχή του στο πλοίο Ο1 θα εκδοθεί εντός των ημερών ο τελικός ισολογισμός με το αναλογούν ποσό”, όπερ δικαιολογείται κατά νομική και λογική αναγκαιότητα από την προαναφερθείσα αποδεικτική παραδοχή, που αφορά ειδικότερα στην ιδιότητα του ενάγοντος ως μετόχου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, εξαιτίας της οποίας, άλλωστε, αυτός εισέπραξε και χρηματικά ποσά ως μερίσματα (βλ. επίσης σχετικώς περί των ποσών αυτών, για τα οποία έγινε ήδη λόγος ανωτέρω, τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα υπ’αριθμ.σχετ.5 και 6 σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από το αγγλικό πρωτότυπο μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, στα οποία τα εν λόγω ποσά χαρακτηρίζονται ως μερίσματα). Aντίθετα ο μάρτυρας των εναγομένων, …………, λογιστής επί σειρά ετών του πρώτου εναγομένου και εταιρειών, συμφερόντων του ιδίου και μελών της οικογένειάς του, αλλά και της δεύτερης εναγομένης, καταθέτει, έχοντας ίδιαν αντίληψη, σχηματισθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, περί της μετοχικής ιδιότητας του ενάγοντος στην πλοιοκτήτρια εταιρεία “……….” και της καταβολής σ’αυτόν μερισμάτων μέσω της δεύτερης εναγομένης ως διαχειρίστριας του πλοίου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε η σύσταση αφανούς εταιρείας μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου των εναγομένων, με την ιδιότητα του αφανούς εταίρου της οποίας ο ενάγων ασκεί τις επίδικες αξιώσεις πληροφόρησης επί της πορείας των εταιρικών υποθέσεων και λογοδοσίας, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως προς αμφότερους τους εναγομένους ως αβάσιμη κατ’ουσίαν (ακόμη δηλ. και εάν ήθελε κριθεί νόμιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη), αφού δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα στο δικόγραφό της για την κατά νόμο θεμελίωση των αιτημάτων της, με αποτέλεσμα να παρέλκει ως άνευ αντικειμένου η εξέταση της βασιμότητας των αιτιάσεων, που προβάλλονται στο πλαίσιο του ίδιου λόγου έφεσης και αφορούν στις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της μη άσκησης διαχειριστικών πράξεων στην πλοιοκτήτρια εταιρεία από τον ίδιο τον πρώτο εναγόμενο, αλλά και του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η πρωτόδικη κρίση, που αφορά στην απόρριψη της αγωγής αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη ως νόμω αβάσιμη.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση και λόγω της ήττας του εκκαλούντος, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου της έφεσής του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα επίσης ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 30.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../30.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../9.4.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.2465/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  4 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την 1η Σεπτεμβρίου 2022 με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες και με παρουσία της Γραμματέως Τριανταφυλλιάς Λαμπροπούλου,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

    Και αντ΄αυτής, λογω προαγωγής και

αναχωρήσεώς της, η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης, Μαρία Δανιήλ