ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 542 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α] ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] ………….., 2] ………., 3] ……….., 4] ………. και 5] ………., τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη και
Β] ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …………την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κυριάκος Σαραβελάκης και 2] εταιρίας ……………. η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.8.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.8.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 930/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες με την από 4.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../11.7.2019 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 16.1.2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 21.5.2020, κατά την οποία όμως η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19 και για το λόγο αυτό η συζήτησή της προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο της 19.11.2020, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της 18.3.2021, κατά την οποία, όμως, η υπόθεση και πάλι δεν εκφωνήθηκε λόγω νέας προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19 και για το λόγο αυτό ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκπροσωπηθέντων διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Στα άρθρα 74 § 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020) και 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021), περιελήφθησαν διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή της λειτουργίας τους κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 15.10.2020 (εναρκτήριο χρονικό σημείο για ορισμένες περιοχές της Επικράτειας) έως 6.4.2021 (όπως αποσαφηνίσθηκε με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021), αντίστοιχα, προς αντιμετώπιση του ιού COVID – 19 και ορίστηκε ότι σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως οποιασδήποτε υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας και καθ’ οποιαδήποτε διαδικασία κατά τη διάρκεια εκάστης αναστολής, ο επαναπροσδιορισμός της στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο γίνεται αυτεπαγγέλτως με πράξη εκείνου του δικαστικού οργάνου που ορίστηκε νομοθετικά ως αρμόδιο. Στις περιπτώσεις αυτές ρητά προβλέφθηκε ότι «Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία έφεση κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιοριστεί για να συζητηθεί σε δικάσιμο εντός των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων και η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος εκάστου Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 74 § 2 του Ν. 4690/2020 και του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή του προέδρου του τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 4786/2021, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (ΜονΕφΠειρ. 29/2021, ΜονΕφΠειρ. 82/2021, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), εφόσον βέβαια ο απολειπόμενος κατά τη μετά τη ματαίωση προσδιορισθείσα οίκοθεν δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία η συζήτηση της εφέσεως ματαιώθηκε λόγω της αναστολής. Οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν το ζήτημα της ανάγκης ή μη κλήτευσης του διαδίκου στη μετά τη ματαίωση δικάσιμο κατά τρόπο ενιαίο προς τα ισχύοντα και επί αναβολής και συντονίζονται προς εκείνες των άρθρων 226 § 4 εδαφ. γ΄ και δ΄ και 241 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρα 498 § 2 και 524 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, αντίστοιχα, κατά τις οποίες η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση κάθε διαδίκου, ακόμα και του απολειπόμενου κατά τη χορήγηση της αναβολής, όταν βέβαια ο τελευταίος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατ’ αυτήν (ΑΠ 3/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους εκκαλούντες από 15.7.2019 ένορκη δήλωση επίδοσης του Ιδιώτη Επιδότη στην Κύπρο ………….., επίσημο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για την ημερομηνία της αρχικώς για τη συζήτησή της προσδιορισθείσας δικασίμου της 16.1.2020 είχε επιδοθεί νομίμως και εμπροθέσμως στην δεύτερη εφεσίβλητη αλλοδαπή, εδρεύουσα στη …… της Κύπρου, εταιρία. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε με σημείωση στο πινάκιο για τη δικάσιμο της 21.5.2020, οπότε, όμως, η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων προς προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020, επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με την υπ’ αριθμ. 54/12.6.2020 Πράξη της Εφέτη Πειραιώς Μαρίας Κωττάκη, που ορίστηκε προς τούτο από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο της 19.11.2020, κατά την οποία, όμως, έλαβε νέα αναβολή εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 18.3.2021, οπότε η υπόθεση και πάλι δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της νέας προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων προς προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 86/15.4.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς. Κατά την επαναπροσδιορισθείσα αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε νομότυπα από τη σειρά του οικείου πινακίου, στο οποίο είχε εγγραφεί με πρωτοβουλία της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όμως η ως άνω εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, εφόσον η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κάθε μετ’ αναβολή ή ματαίωση δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, η απολειπόμενη εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ και θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την απολειπόμενη δεύτερη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η ένδικη από 4.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/11.7.2019 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./11.7.2019 έφεση, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 930/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εφεσιβλήτων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) επί του από 7.8.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./7.8.2015 αγωγικού δικογράφου, στο οποίο είχαν σωρευθεί υποκειμενικά οι αγωγές περισσοτέρων [πέντε (5) τον αριθμό] εναγόντων και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν τις αγωγές αυτές, πλήττει εκκλητή απόφαση και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 22.2.2018, για δε το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε η ένδικη έφεση αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία.
ΙΙΙ. Με την ως άνω αγωγή τους, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ διορθώθηκε και διευκρινίστηκε, οι ενάγοντες αναφέρθηκαν στην εξαρτημένη ναυτική εργασία που δυνάμει συμβάσεως αορίστου χρόνου και αντί των προβλεπόμενων στην οικεία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) μηνιαίου μισθού και επιδομάτων παρείχαν επί του υπό κυπριακή σημαία και νηολογημένου στη Λεμεσό επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου EE, ολικής χωρητικότητας δεκαπέντε χιλιάδων εβδομήντα τεσσάρων κόρων (15.074 κ.ο.χ.), που ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης των εναγομένων αλλοδαπής εταιρίας και τελούσε υπό τον εφοπλισμό της πρώτης από αυτές ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας και εξέθεσαν ότι από τη ναυτολόγησή τους, ο πρώτος με την ειδικότητα του βοηθού φροντιστή και κατά το χρονικό διάστημα από 21.7.2014 μέχρι 14.7.2015, οπότε η σύμβασή του λύθηκε λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου, συνιστάμενης στη μη καταβολή των αποδοχών του για χρόνο πλέον του διμήνου, ο δεύτερος με την ειδικότητα του τρίτου μάγειρα και κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.4.2014 μέχρι 30.6.2014, οπότε μετατέθηκε και στη συνέχεια από 21.7.2014 μέχρι 24.7.2015, οπότε η σύμβασή του λύθηκε για τον ίδιο λόγο (βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου), ο τρίτος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2014 μέχρι 30.7.2015, οπότε απολύθηκε επειδή έκλεισε το ναυτολόγιο του πλοίου, ο τέταρτος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και κατά το χρονικό διάστημα από 4.4.2014 μέχρι 30.7.2015, οπότε απολύθηκε για τον ίδιο λόγο και ο πέμπτος με την ειδικότητα ομοίως του θαλαμηπόλου και κατά το χρονικό διάστημα από 20.8.2014 μέχρι 30.7.2015, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου, διατηρούν χρηματικές απαιτήσεις από δεδουλευμένους μισθούς, για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας που παρείχαν απασχολούμενοι επί δεκαέξι (16) ο πρώτος, δεκατέσσερις (14) ο δεύτερος και δεκαεπτά (17) καθένας των λοιπών ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από τη ναυτολόγηση εκάστου και μέχρι τις 30.9.2014, ως επιδόματα δώρου εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 και Πάσχα του έτους 2015, για μη καταβληθείσες αποζημιώσεις για τις διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, που δικαιούνταν αλλά δεν τους χορηγήθηκαν και για τις αποζημιώσεις άδειας και απόλυσης που δεν τους καταβλήθηκαν, συνολικού ύψους σαράντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (41.848,37 €) ο πρώτος, σαράντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (45.894,46 €) ο δεύτερος, σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (43.596,66 €) ο τρίτος, εξήντα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (60.749,81 €) ο τέταρτος και τριάντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (38.441,50 €) ο πέμπτος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους αυτών στράφηκαν κατά των εναγομένων και ζήτησαν την καταδίκη τους στην εις ολόκληρον καταβολή των πιο πάνω χρηματικών ποσών, κυρίως μεν με βάση τις εργασιακές τους συμβάσεις και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως δε από την ημέρα της απολύσεως εκάστου άλλως από την επίδοση της αγωγής τους. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, δήλωσαν, η δε δήλωσή τους αυτή περιελήφθη και στις έγγραφες προτάσεις τους, ότι κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκαταλελειμμένου πληρώματος είχαν, μετά την άσκηση της αγωγής, λάβει, έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών τους, από τον ασφαλιστικό τους φορέα, δηλαδή από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) αλλά και από το Δημόσιο το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (20.547,29 €) ο πρώτος, των είκοσι χιλιάδων τετρακοσίων δεκατριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (20.413,64 €) ο δεύτερος, των δεκαέξι χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και επτά λεπτών (16.718,07 €) ο τρίτος, των είκοσι μιας χιλιάδων επτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (21.715,61 €) ο τέταρτος και των δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (15.471,54 €) ο πέμπτος και, μετά ταύτα, με τον ίδιο τρόπο (με δήλωση της πληρεξουσίας τους στο ακροατήριο και δι’ αναφοράς στις προτάσεις τους) προέβησαν, αφενός, πρώτον, σε περιορισμό του αγωγικού κονδυλίου των δεδουλευμένων αποδοχών τους οι δεύτερος έως και πέμπτος από τους ενάγοντες, κατά το ποσό που καθένας τους είχε λάβει, απομένοντος επίδικου, επομένως, για την αιτία αυτή, του ποσού των χιλίων επτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (1.796,49 €), των τριών χιλιάδων εξακοσίων είκοσι επτά ευρώ και εννέα λεπτών (3.627,09 €), των δύο χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (2.020,41 €) και των τριών χιλιάδων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (3.737,68 €) αντιστοίχως και, δεύτερον, σε παραίτηση από το αντίστοιχο αίτημά του ο πρώτος ενάγων, που δήλωσε ότι ως προς το σχετικό κονδύλιο έχει εξοφληθεί πλήρως και, αφετέρου, σε τροπή του αρχικώς εν όλω καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής τους σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητώντας, κατά τα ειδικότερα δηλωθέντα, ο πρώτος την επιδίκαση δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (2.628,21 €) αναγνωριστικώς και δεκαοκτώ χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (18.734,99 €) καταψηφιστικώς, συνολικώς δε είκοσι μιας χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (21.363,20 €), ο δεύτερος την επιδίκαση έξι χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (6.517,66 €) αναγνωριστικώς και δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και δεκαέξι λεπτών (18.963,16 €) καταψηφιστικώς, συνολικώς δε είκοσι πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (25.480,82 €), ο τρίτος την επιδίκαση οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (8.477,33 €) αναγνωριστικώς και δεκαοκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (18.401,26 €) καταψηφιστικώς, συνολικώς δε είκοσι έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (26.878,59 €), ο τέταρτος την επιδίκαση δεκαεννέα χιλιάδων εξακοσίων τριάντα επτά ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (19.637,14 €) αναγνωριστικώς και δεκαεννέα χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ευρώ και έξι λεπτών (19.390,06 €) καταψηφιστικώς, συνολικώς δε τριάντα εννέα χιλιάδων είκοσι επτά ευρώ και είκοσι λεπτών (39.027,20 €) και ο πέμπτος την επιδίκαση τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.228,67 €) αναγνωριστικώς και δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (19.741,29 €) καταψηφιστικώς, συνολικώς δε είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (22.969,96 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την αγωγή ερήμην των εναγομένων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών θεώρησε αυτήν ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια (συμβατική) βάση της και, χωρίς να ασχοληθεί με την επικουρική, προχώρησε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Μετ’ εκτίμηση δε των εγγράφων αποδεικτικών μέσων που οι ενάγοντες είχαν μετ’ επικλήσεως προσκομίσει, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι πραγματικές δεδουλευμένες αποδοχές κάθε ενάγοντος ήσαν ελαττωμένες σε σχέση με τις διεκδικούμενες, που συμπεριελάμβαναν επίδομα άγονης γραμμής αυξημένο έναντι του νομίμου για εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας επί τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα και επίδομα ιματισμού που δεν δικαιούνταν οι ενάγοντες, ότι αυτοί είχαν λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο ποσά υπέρτερα των δεδουλευμένων αποδοχών τους, ότι το υπερβάλλον των καταβολών αυτών έπρεπε να καταλογιστεί στις λοιπές επίδικες απαιτήσεις τους και, συγκεκριμένα, στα εορταστικά επιδόματά τους και ότι κανενός ενάγοντος η ημερήσια απασχόληση στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τις 30.9.2014 δεν υπερέβη τις δύο [2] ώρες πέραν του οκταώρου. Ακολούθως δε, με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η εκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο από τους ενάγοντες εννέα χιλιάδες τετρακόσια τριάντα ένα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (9.431,57 €), στο δεύτερο από αυτούς ένδεκα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτά (11.998,30 €), στον τρίτο από αυτούς ένδεκα χιλιάδες επτακόσια εξήντα εννέα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (11.769,92 €), στον τέταρτο ένδεκα χιλιάδες διακόσια πέντε ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (11.205,81 €) και στον πέμπτο ενάγοντα δώδεκα χιλιάδες πεντακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (12.554,91 €) και αναγνωρίζοντας την αλληλέγγυα υποχρέωση των εναγομένων στην καταβολή επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (724,53 €) προς τον πρώτο, τριών χιλιάδων είκοσι εννέα ευρώ και τριάντα λεπτών (3.029,30 €) προς το δεύτερο, τριών χιλιάδων διακοσίων δεκαεννέα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (3.219,38 €) προς τον τρίτο, έξι χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (6.995,22 €) προς τον τέταρτο και χιλίων εκατόν πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (1.154,78 €) προς τον πέμπτο ενάγοντα, άπαντα δε τα ως άνω χρηματικά ποσά επιδίκασε νομιμοτόκως από την επομένη της αποναυτολόγησης ενός εκάστου, κατά τις στο σκεπτικό της διαλαμβανόμενες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με την ένδικη έφεσή τους, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται υποκειμενικά ισάριθμες [5] εφέσεις, με τέσσερις [4] ταυτάριθμους και ταυτόσημους λόγους για καθέναν εκκαλούντα, οι οποίοι αποδίδουν στην εκκαλουμένη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ζητούν την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεώς τους, την αναδίκαση της υποθέσεως και τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, κατά το βλαπτικό γι’ αυτούς μέρος της, με την εν συνόλω παραδοχή της αγωγής τους όπως περιορίστηκε.
IV. Στις διατάξεις των §§ 1 – 3 του υπό τον τίτλο «Επίδομα ιματισμού» άρθρου 5 της εφαρμοστέας εν προκειμένω από 8.4.2014 ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014, που κυρώθηκε στις 13.6.2014 με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, ορίστηκε ότι «Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ΕΥΡΩ 56,50 [§ 1]. Σε αντιστάθμισμα της ανωτέρω παροχής όλοι πρέπει να προμηθεύονται και να φέρουν τον ιματισμό εργασίας τους και τη στολή που προβλέπεται από το άρθρο 20 της παρούσης σύμβασης, σε αντίθετη δε περίπτωση τούτο αποτελεί λόγο καταγγελίας της σύμβασης από μέρους του Πλοιάρχου [§ 2]. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα [§ 3]», ενώ στο άρθρο 20 της ιδίας ΣΣΝΕ προβλέφθηκε ότι «Οι Αξιωματικοί και τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος υποχρεούνται να φέρουν κατά τις ώρες εκτέλεσης των καθηκόντων τους την καθιερωμένη στολή του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών για κάθε κλάδο προσωπικού κατά βαθμό ή ειδικότητα». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι το μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Η αρ. 1, Θ αρ. 2 και Ι αρ. 9 της εν λόγω ΣΣΝΕ συγκαταλέγονται οι βοηθοί φροντιστές, οι θαλαμηπόλοι και οι μάγειρες Γ΄, χρηματικό ποσό των πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ. ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204) και, δεύτερον, ότι το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204), διότι μόνον τότε το επίδομα αυτό συνιστά συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, αδημ.). Σε κάθε άλλη περίπτωση το επίδομα ιματισμού δεν συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό ούτε των επιδομάτων εορτών (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 676/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262) ούτε της αποζημίωσης απολύσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση που δεν συμπεριέλαβε το επίδομα ιματισμού στις τακτικές αποδοχές εκάστου ενάγοντος ούτε το συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό των εορταστικών επιδομάτων του και της αποζημίωσης απολύσεως, που του επιδίκασε, επειδή θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες είχαν υποβληθεί στη σχετική δαπάνη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος από τους λόγους που προβάλει καθένας εκκαλών, κατά τα σκέλη τους με τα οποία υποστηρίζει τα αντίθετα, αρκούμενος στην επανάληψη των και πρωτοδίκως προβληθέντων σχετικών ισχυρισμών του περί προβλέψεως του εν λόγω επιδόματος στην ως άνω ΣΣΝΕ, χωρίς ταυτόχρονα και να επικαλείται ότι ο ιματισμός δεν του παρεχόταν σε είδος και ότι ο ίδιος κάλυπτε με δικές του δαπάνες το κόστος της προμήθειάς του, όπως θα έπρεπε, προκειμένου ο ισχυρισμός του να ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις της ΣΣΝΕ που προαναφέρθηκαν ούτε όμως και να αποδεικνύει, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει, των οποίων θα γίνει αναφορά πιο κάτω, την προμήθεια εκ μέρους του και με δικές του δαπάνες των ειδών ιματισμού, με την προσκομιδή σχετικών αποδείξεων αγοράς.
V. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 7 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα και οφείλεται πλήρες αν το πλοίο (και όχι ο δικαιούμενος ναυτικός) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Τούτο μπορεί να συμβαίνει και όταν το δρομολόγιο της άγονης γραμμής αποτελεί τμήμα της ακτοπλοϊκής γραμμής που εξυπηρετεί το πλοίο (άρθρο 180α ΚΔΝΔ). Προϋπόθεση πάντως για την καταβολή του επιδόματος αποτελεί η επιδότηση των δρομολογίων του πλοίου για την προσέγγισή του στους λιμένες της άγονης γραμμής, που καταβάλλεται όταν προς τούτο έχει συναφθεί σύμβαση κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές – Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής – Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 145/27.6.2001), όπως ισχύει, μεταξύ του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, με την οποία ανατίθεται σ’ αυτόν η δημόσια υπηρεσία της θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων σε νήσους που για οικονομικούς λόγους δεν καλύπτονται από τα τακτικά δρομολόγια των ναυτιλιακών εταιριών. Η σύμβαση αυτή είναι διοικητική (Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2015, αρ. 1163, σελ. 641) και κατά την ειδικότερη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας (ΕπΑνΣτΕ 425/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Γκιτσάκης, Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημόσιου έργου, 2006, σελ. 693 – 699), αφού το αντάλλαγμα για την παροχή της υπηρεσίας (ναύλος) εισπράττεται από τον ανάδοχο, στον οποίο καταβάλλεται και πρόσθετη αμοιβή (επιδότηση των δρομολογίων) εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής (Απ. Γέροντας, σε Απ. Γέροντα/Σ. Λύτρα/Π. Παυλόπουλου/Γλ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτη, Διοικητικό Δίκαιο, 2018, σελ. 378). Ενόψει του ότι η σύμβαση παραχώρησης δεν αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η μνεία της δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής. Ταυτόχρονα όμως η ύπαρξή της δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ. 388/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), ενώ και ο χαρακτηρισμός μιας δρομολογιακής γραμμής ως άγονης αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως (ΕφΠειρ. 1128/2006, αδημ.), το βάρος της οποίας φέρει ο ενάγων που την επικαλείται. Ανεξαρτήτως αυτών, για την επιδίκαση πλήρους του εν λόγω επιδόματος, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι το πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε απασχολήθηκε στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα, αφού άλλως δικαιούται το επίδομα μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργήθηκαν ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Βέβαια, από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων συνάγεται ότι ο εργοδότης του ναυτικού δεν εμποδίζεται να συνομολογήσει την καταβολή αυξημένου επιδόματος γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, όμως, τότε, ο ναυτικός που επιδιώκει την καταβολή του συμφωνημένου επιδόματος ή/και το συνυπολογισμό του στα εορταστικά επιδόματα που δικαιούται ή στην αποζημίωση απολύσεώς του, οφείλει να επικαλεστεί τη συγκεκριμένη συμφωνία και όχι απλώς την πρόβλεψη της καταβολής του στην οικεία ΣΣΝΕ, διότι στην περίπτωση αυτή το επιλαμβανόμενο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να υπολογίσει το ύψος του αξιούμενου επιδόματος με βάση το μισθό ενέργειας της ειδικότητας του ενάγοντος και τον αριθμό των ημερών ανά μήνα, κατά τις οποίες το πλοίο πραγματοποίησε επιδοτούμενα δρομολόγια.
Στην υπόθεση που επανακρίνεται, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν με την αγωγή τους τη ΣΣΝΕ που διείπε την εργασιακής τους σύμβαση και μνημονεύοντας μόνο την ειδικότητά του ο καθένας ζήτησαν να συμπεριληφθεί στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους και να συνυπολογιστεί για τον καθορισμό των εορταστικών επιδομάτων τους και της αποζημίωσης απολύσεώς τους το επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, που προβλέπεται από τη ΣΣΝΕ, το ύψος του οποίου προσδιόρισαν σε εκατόν ενενήντα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (190,96 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εντόπισε την οικεία ως άνω ΣΣΝΕ και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 αυτής προσδιόρισε το χρηματικό ποσό του επίμαχου επιδόματος με βάση την ειδικότητα των εναγόντων σε ογδόντα ένα ευρώ και έξι λεπτά (81.06 €) ως ποσοστό 7% επί του μισθού ενέργειας καθενός [1.158,03 € για τον πρώτο και 1.157,99 € για καθέναν των λοιπών], το οποίο και συμπεριέλαβε στις τακτικές αποδοχές και συνυπολόγισε στα εορταστικά επιδόματα και την αποζημίωση απολύσεως των εναγόντων. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε πλήρες επίδομα δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή σε απασχόληση του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου EE σε δρομολόγια άγονης γραμμής ολόκληρο το μήνα, για την πραγματοποίηση των οποίων πείστηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μολονότι οι ενάγοντες δεν είχαν προσκομίσει ούτε τις αντίστοιχες συμβάσεις παραχώρησης ούτε πίνακα με τα δρομολόγια του πλοίου. Προσθέτως, η εκκαλουμένη υπογράμμισε ότι το επιδικαζόμενο επίδομα αντιστοιχεί σε απασχόληση τριάντα [30] ημερών και επεσήμανε ότι για το υπερβάλλον που ζητούσαν οι ενάγοντες (μέχρι τα 190,96 €) δεν είχαν επικαλεστεί ούτε αποδείξει άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγομένων, όπως θα ήταν «κάποια συμφωνία για λήψη μεγαλύτερου του νόμιμου ποσού». Ανεξαρτήτως της έλλειψης απόδειξης στον πρώτο βαθμό του αριθμού των δρομολογίων δημόσιας υπηρεσίας που εκτελούσε το συγκεκριμένο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης των εναγόντων, που θα παραμείνει ανέλεγκτη και στο δεύτερο βαθμό, μιας και οι εναγόμενες δεν εκκαλούν την πρωτοβάθμια απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς προσδιόρισε το νόμιμο ύψος του επίμαχου επιδόματος με βάση τη νομική αιτία που εκτέθηκε στην αγωγή (δηλαδή τη ΣΣΝΕ). Ήδη οι εκκαλούντες με την έφεσή τους επαναφέρουν τον ισχυρισμό ότι το επίδομα αυτό ανερχόταν σε εκατόν ενενήντα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (190,96 €) ανά μήνα εργασίας, χωρίς στο εφετήριο να αιτιολογούν τα λεγόμενά τους. Και μόνο με τις έγγραφες προτάσεις τους για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη διευκρινίζουν ότι από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας τους «αποδεικνύεται ότι για όλους εμάς είχε συμφωνηθεί να λαμβάνεται μηνιαίως (εργασία τριάντα ημερών) το ποσόν των ευρώ 223,85, ήτοι το ποσόν των ευρώ 7,46 ημερησίως». Αυτά, βέβαια, συνιστούν τροποποίηση της νομικής αιτίας της συγκεκριμένης οφειλής των εναγομένων, άγουν σε μεταβολή της βάσης της αγωγής και δε μπορούν να ληφθούν υπόψη, λόγω του απαραδέκτου της προβολής τους από το άρθρο 526 ΚΠολΔ, που ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγος της έφεσης, κατά τα σκέλη τους με τα οποία κάθε εκκαλών παραπονείται επειδή δεν του επιδικάστηκε το επίδομα του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ σε ποσό μεγαλύτερο του νομίμου και επειδή δεν συνυπολογίστηκε το μείζον αυτό ποσό (αλλά το νόμιμο) για τον προσδιορισμό των δώρων εορτών και της αποζημίωσης απολύσεώς του, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
VI. Το νομοθετικό καθεστώς προστασίας των ναυτικών από την αφερεγγυότητα του εργοδότη τους, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, ειδικότερα δε έναντι του κινδύνου εγκατάλειψης του πληρώματος από αυτόν στην ημεδαπή, υπό την έννοια της παραβίασης της υποχρέωσής του για μισθοτροφοδοσία των εργαζομένων, συνθέτουν σήμερα οι διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981 (ΦΕΚ Α 296/7.10.1981), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 Α1 του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α 6/26.1.2010) και του υπό τον τίτλο «Προστασία Ναυτικής Εργασίας» άρθρου 50 § 1 του Ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α 69/2.7.2015), με το οποίο τροποποιήθηκε η § 13 του όγδοου άρθρου του Ν. 2932/2001, που εξουσιοδοτούσε τον Υπουργό Ναυτιλίας να συνάπτει με πλοιοκτήτες συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την αποκλειστική εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών που χαρακτηρίζονται άγονες, όπως η § 1 του άρθρου αυτό, μετά την κατάργησή της με το άρθρο 48 περ. ιε΄ του 4948/2022 (ΦΕΚ Α 125/27.6.2022), κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 14 του καταργητικού νόμου (βλ. την αντιστοιχία των κωδικοποιητικών και των κωδικοποιούμενων διατάξεων στο Παράρτημα του νόμου αυτού). Το άρθρο 29 του Ν. 1220/1981 θεσπίστηκε για τη μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 80/987/ΕΟΚ (L 283/20.10.1980), για τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη της τότε ΕΟΚ προς διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που προέρχονται από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, η οποία αποσκοπούσε στην ανάληψη όλων των απαιτήσεων κατά του αφερέγγυου εργοδότη από ένα εθνικό ίδρυμα ή εθνικό οργανισμό που θα χρηματοδοτείται από εισφορές των εργοδοτών, των εργαζομένων και του Κράτους (βλ. σχετ. Ε. Βουλίκα, Η αφερεγγυότητα του εργοδότη, σε ΕΕΔ 1993, σελ. 993 επομ. και Η. Χριστοδούλου – Βαρότση, Η επίδραση του κοινοτικού δικαίου στην προστασία των ναυτικών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πλοιοκτήτη – εργοδότη, σε ΕΝαυτΔ 2002, σελ. 236 επομ.). Προς το σκοπό αυτό στις διατάξεις των §§ 1, 3, 4 και 5 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981 ορίστηκε ότι «Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημεδαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο” (Ν.Α.Τ.), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας: α) Καταβάλλονται από το Ν.Α.Τ. και ειδικότερα από το “Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας” έναντι των καθυστερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικίες συλλογικές συμβάσεις. Η καταβολή αυτή γίνεται με βάση κατάσταση, που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις αποδοχές του και έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία ή από την Επιτροπή της παραγράφου 3. Σε περίπτωση διαφωνίας, υπερισχύει η γνώμη της Επιτροπής. Η βεβαίωση από το Ν.Α.Τ. ότι έχει εκδοθεί για κάθε ναυτικό, που έχει εγκαταλειφθεί, επιταγή για την παραπάνω καταβολή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου… [§ 1]. Η διαπίστωσις και συνδρομή των όρων εγκαταλείψεως και η κίνησις της εν παρ. 1 διαδικασίας χωρεί δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας εκδιδομένης κατόπιν ητιολογημένης γνώμης Επιτροπής συγκροτουμένης δι’ αποφάσεως του ιδίου και αποτελούσης εξ’ ενός εκπροσώπου του Υ.Ε.Ν., ενός της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών και ενός της Πανελληνίου Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.) [§ 3]. Το ΝΑΤ επί τη καταβολή της κατά την παρ. 1 παροχής υποκαθίσταται εις την θέσιν του ναυτικού αυτοδικαίως ως δανειστής του πλοιοκτήτου και προέρχεται εις την βεβαίωσιν και είσπραξιν των οφειλομένων υπέρ του ΚΑΑΝ κατά τας εκάστοτε περί εισπράξεως των πόρων του ΝΑΤ ισχύουσας ουσιαστικάς και δικονομικάς διατάξεις συνεισπράττον δια της ιδίας διαδικασίας και τα υπό της Εστίας Ναυτικών κατά την παρ. 1 εδ. β΄ υπ’ αυτής καταβληθέντα [§ 4]. Η καταβολή εις τους δικαιούχους της παροχής κατά την παρ. 1 επάγεται την απόσβεσιν των εκ της εργασιακής σχέσεως αντιστοίχων απαιτήσεων το δε τυχόν απομένον υπόλοιπον καταβάλλεται εις τους δικαιούχους υπό του εργοδότου των ή των μετ’ αυτού συνυπευθύνων [§ 5]. Με βάση δε την εξουσιοδοτική διάταξη της § 6 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3529.2/12/8.3.2010 απόφαση της Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β 314/24.3.2010), με την οποία καθορίστηκαν τα αναγκαία στοιχεία και η διαδικασία προσδιορισμού και καταβολής της οφειλόμενης προστασίας στους εγκαταλειπόμενους ναυτικούς και, όσον αφορά την εγκατάλειψή τους στην ημεδαπή, στο άρθρο τρίτο αυτής ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι «Εφόσον κριθεί από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, μετά από αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής ότι το πλήρωμα εγκαταλείφθηκε, οι ναυτικοί προσκομίζουν στη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας κατάσταση που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις έναντι βασικών μισθών και επιδομάτων αποδοχές του, που έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ως ανώτατο όριο εγγυήσεως των απαιτήσεων του εγκαταλειφθέντος ναυτικού από το ΝΑΤ καθορίστηκε το χρονικό διάστημα των τριών μηνών (Β. Τουντόπουλος, Προστασία των ναυτικών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πλοιοκτήτη/ εργοδότη, σε Τιμητικό Τόμο Νικολάου Ρόκα, 2012, σελ. 1145 επομ. [1171], Δ. Σιδέρης, Προστασία μισθωτού από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, 2005, σελ. 280, υποσημ. 99) και ότι οι καταβολές του ΝΑΤ επάγονται την απόσβεση των απαιτήσεων του ναυτικού που προέρχονται από την εργασιακή του σχέση και εξοφλούν μόνον τις έναντι των καθυστερούμενων βασικών μισθών και επιδομάτων αποδοχές του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ως επιδόματα θεωρούνται και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που οφείλονται στους ναυτικούς και απασχολούνται (και εγκαταλείπονται) στην ημεδαπή, όπως αυτά προσδιορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Και ναι μεν στο άρθρο 14 των ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας διαχρονικά το δώρο εορτών δεν προσδιορίζονται ως επιδόματα, όμως, ο επιδοματικός χαρακτήρας τους προκύπτει από το γεγονός ότι για τον ειδικότερο υπολογισμό τους εφαρμόζονται οι διατάξεις των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), με τις οποίες τα δώρα εορτών ρητώς χαρακτηρίζονται ως επιδόματα (έτσι και γνμδ ΝΣΚ 238/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 50 § 1 του Ν. 4331/2015, που αποσκοπεί στην προστασία των εγκαταλειπόμενων από τον εργοδότη ναυτικών που απασχολούνται σε ακτοπλοϊκά πλοία, ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι με απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού αποδίδονται σε ναυτικούς εταιρίας που κηρύχθηκε έκπτωση συμβάσεως ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την αποκλειστική εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών που χαρακτηρίζονται άγονες ή εταιρίας που ανήκει στον ίδιο εταιρικό όμιλο ή στην ίδια μητρική επιχείρηση ή σε άλλη ναυτική εταιρία υπό κοινή διαχείριση, τα έσοδα από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που είχαν κατατεθεί για την καλή εκτέλεση των συμβάσεων αυτών από τον πλοιοκτήτη που συμβλήθηκε με το Δημόσιο και εργοδότη των ναυτικών, εφόσον αυτός δεν τήρησε τις σχετικές με τη μισθοδοσία τους διατάξεις. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της υπουργικής τροπολογίας στο Σχέδιο Νόμου που περιέλαβε την ως άνω ρύθμιση, με αυτή λαμβάνονται επείγοντα μέτρα για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων εκείνων των ναυτικών, των οποίων ο εργοδότης έχει καταστεί αφερέγγυος και κηρύχθηκε έκπτωτος του έργου της εκτέλεσης δρομολογίων σε άγονες γραμμές της ακτοπλοΐας που είχε αναλάβει με σύμβαση, τα οποία (επείγοντα μέτρα) λαμβάνονται ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981. Με τη νομοθετική ρύθμιση σκοπείται η σύμμετρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων ναυτικών, όπως αυτές καθ’ ύψος ανά δικαιούχο καθορίζονται με πρακτικό της Επιτροπής της § 3 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981, το οποίο στη συνέχεια κυρώνεται διοικητικά, ενώ για την απόδοση των ως άνω εσόδων εφαρμόζεται αναλογικά η πιο πάνω υπουργική απόφαση του έτους 2010. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό προς το ότι μετά την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής το χρηματικό ποσό για το οποίο εκδόθηκε περιέρχεται ως αξία στην περιουσία του λήπτη της (Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, § 6, αρ. 127, σελ. 177), συνάγεται ότι η απόδοση από το Δημόσιο στους δικαιούχους ναυτικούς των ποσών που προέρχονται από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που ο εργοδότης τους, που εκ των υστέρων κατέστη αφερέγγυος, είχε καταθέσει για την ανάληψη του συμβατικού έργου της δρομολογιακής εξυπηρέτησης άγονης γραμμής, συνιστά εκπλήρωση της προς αυτούς συμβατικής παροχής του από τρίτον κατά την έννοια του άρθρου 317 ΑΚ, η οποία είναι καταρχήν επιτρεπτή, προκαλεί τα ίδια όπως και κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποτελέσματα και απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ενοχική του υποχρέωση (ΑΠ 1265/2002, Δνη 2004/459, Α. Γεωργιάδου, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 317, αρ. 7, σελ. 142, Μ. Καστριώτη, Η αποσβεστική λειτουργία της καταβολής σε θέματα αστικού δικαίου και αναγκαστικής εκτέλεσης [ΑΚ 416], σε ΑρχΝ 2010/1 επομ. [9], Ι. Σπυριδάκης, γνμδ σε ΕφΑΔ 2009/131 επομ., πρβλ ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011/432, 489 = ΧρΙΔ 2011/586), με αποτέλεσμα η πραγματική καταβολή των πιο πάνω ποσών να επιφέρει απόσβεση της ενοχής του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, αφού, ανεξαρτήτως της υποκαταστάσεως του Δημοσίου στα δικαιώματα των ναυτικών, περί της οποίας καμία αναφορά δεν γίνεται στο άρθρο 50 § 1 του Ν. 4331/2015, ρητώς πάντως εκεί ορίζεται ότι σκοπός της καταβολής είναι η ικανοποίηση (και δη συμμέτρως) των περιουσιακών απαιτήσεων των δικαιούχων που απορρέουν από τη σύμβαση της ναυτολόγησης εκάστου με τον αφερέγγυο εκμεταλλευτή του πλοίου (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), χωρίς μάλιστα διάκριση της νομικής αιτίας των εξοφλούμενων απαιτήσεων, αδιαφόρως δηλαδή αν αυτές προέρχονται από δεδουλευμένες αποδοχές ή επιδόματα της ΣΣΝΕ ή από άλλη αιτία παροχής του εργοδότη, που δεν είναι μισθολογικής φύσεως αλλά έχει χαρακτήρα αποκατάστασης, όπως η αποζημίωση που οφείλεται συνεπεία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 943/2010, Δνη 2011/1061, ΑΠ 980/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όπως η αποζημίωση απολύσεως κατά τον ΚΙΝΔ (ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Επομένως, η απόδειξη της καταβολής εκ μέρους του Δημοσίου των ως άνω ποσών σε ναυτικό που έχει εναγάγει τον εργοδότη του για την ικανοποίηση των αξιώσεών του από την παροχή της εργασίας του άγει σε καταλογισμό των από τον ενάγοντα εισπραχθέντων στις επίδικες απαιτήσεις στο βαθμό που τα πρώτα καλύπτουν τις δεύτερες, με αποτέλεσμα να οφείλεται πλέον μόνον το υπερβάλλον (ΜονΕφΠειρ. 243/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Ο καταλογισμός αυτός, επί διεκδικήσεως εργατικών απαιτήσεων, αποτελεί κατ’ ουσίαν έκπτωση από το μισθό ορισμένου μέρους του ή και ολοκλήρου του ποσού του, κατά το μέτρο που το ποσό αυτό εισπράχθηκε ήδη από τον εργαζόμενο (ΑΠ 764/2010, ΧρΙΔ 2011/262), λειτουργεί ως μηχανισμός αποτροπής της διπλής πληρωμής των ίδιων μισθολογικών παροχών (ΑΠ 1067/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επιτρέπεται πάντοτε για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης, χωρίς να προσκρούει στις απαγορεύσεις των άρθρων 440 και 664 ΑΚ (ΑΠ 1370/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 358/2020, Ε7 2021/853). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν ο ενάγων ναυτικός επικαλείται καταβολή από τρίτον χρηματικού ποσού προς εξόφληση των απαιτήσεών του από τη σύμβαση εργασίας του, που παρέμειναν ανεξόφλητες λόγω εγκαταλείψεώς του (υπό την έννοια που προαναφέρθηκε) από τον εργοδότη του στην ημεδαπή, το Δικαστήριο δύναται να καταλογίσει τα καταβληθέντα σε όλες τις επίδικες απαιτήσεις που έχουν μισθολογικό ή αποκαταστατικό χαρακτήρα, ακόμα και αν για οποιονδήποτε λόγο, εξαιτίας λ.χ της ερημοδικίας του, ο εναγόμενος εργοδότης, καίτοι απαλλαγείς από την ενοχική του υποχρέωση, δεν προτείνει την ένσταση συμψηφισμού, αφού υπό την αντίθετη εκδοχή το παραγόμενο αποτέλεσμα θα συνίστατο στον, αποκρουόμενο από το νομοθέτη και το καθόλου δίκαιο, αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργαζομένου. Παρέπεται ότι ο τελευταίος επικαλούμενος την καταβολή εκ μέρους του τρίτου προς απαλλαγή του εργοδότη του δεν δικαιούται να καταλογίσει τα καταβληθέντα σε εξόφληση συγκεκριμένης απαίτησής του, εφόσον αυτή υπολείπεται των ληφθέντων ούτε, με τον τρόπο αυτό να περιορίσει την εξουσία καταλογισμού του Δικαστηρίου, που αναγνωρίζεται προς το σκοπό πραγματώσεως της ουσιαστικής δικαιοσύνης, ο οποίος υπερτερεί της κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ αρχής της διαθέσεως.
Εν προκειμένω, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό, ορθώς κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. IV και V της παρούσας ήδη εκτεθέντα, 1] ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του πρώτου ενάγοντος ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και σαράντα επτά λεπτά (1.584,47 €) και επειδή δεν του καταβλήθηκαν για χρονικό διάστημα 11,7 μηνών είχε δικαίωμα να λάβει για την αιτία αυτή δεκαοκτώ χιλιάδες πεντακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτά (18.538,30 ε), 2] ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και τρία λεπτά (1.529,03 €) και επειδή δεν του είχαν καταβληθεί για χρονικό διάστημα 13,1 μηνών είχε δικαίωμα να λάβει είκοσι χιλιάδες τριάντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (20.030,29 €), 3] ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του τρίτου ενάγοντος ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και τρία λεπτά (1.529,03 €) και επειδή δεν του είχαν καταβληθεί για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών είχε δικαίωμα να λάβει δεκαοκτώ χιλιάδες τριακόσια σαράντα οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (18.348,36 €), 4] ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του τέταρτου ενάγοντος ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και τρία λεπτά (1.529,03 €) και επειδή δεν του είχαν καταβληθεί για χρονικό διάστημα δεκατεσσάρων [14] μηνών είχε δικαίωμα να λάβει είκοσι μία χιλιάδες τετρακόσια έξι ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (21.406,42 €) και 5] ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του πέμπτου ενάγοντος ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και τρία λεπτά (1.529,03 €) και επειδή δεν του είχαν καταβληθεί για χρονικό διάστημα 11,33 μηνών είχε δικαίωμα να λάβει δεκαεπτά χιλιάδες τριακόσια είκοσι τρία ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (17.323,91 €). Ακολούθως, στα ως άνω ποσά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλόγισε, σύμφωνα με όσα οι ενάγοντες είχαν συνομολογήσει και από όσα προέκυπταν από τις προσκομισθείσες υπ’ αριθμ. 3526.2/11/6.7.2015 και 2242.6/40349/24.11.2015 αποφάσεις του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής αντίστοιχα, με τις οποίες κυρώθηκαν ισάριθμα πρακτικά της Επιτροπής του άρθρου 29 § 3 του Ν. 1220/1981, 1] είκοσι χιλιάδες πεντακόσια σαράντα επτά ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (20.547,29 €), που ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο (4.889,17 € και 15.658,12 € αντίστοιχα), 2] είκοσι χιλιάδες τετρακόσια δεκατρία ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (20.413,64 €), που ο δεύτερος ενάγων είχε λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο (4.723,11 € και 15.690,53 € αντίστοιχα), 3] δεκαέξι χιλιάδες επτακόσια δεκαοκτώ ευρώ και επτά λεπτά (16.718,07 €), που ο τρίτος ενάγων είχε λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο (4.723,11 €) και 11.994,96 € αντίστοιχα), είκοσι μία χιλιάδες επτακόσια πενήντα ένα ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (21.751,61 €), που ο τέταρτος ενάγων είχε λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο (4.723,11 € και 16.992,50 € αντίστοιχα) και δεκαπέντε χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (15.471,54 €), που ο πέμπτος ενάγων είχε λάβει από το ΝΑΤ και το Δημόσιο (4.723,11 € και 10.748,43 € αντίστοιχα) και διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο των εναγόντων, μετά τον καταλογισμό απέμενε πλεονάζον (από τα ήδη εισπραχθέντα) ποσό, ύψους δύο χιλιάδων οκτώ ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (2.008,99 €), τριακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (383,53 €) και τριακοσίων οκτώ ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (308,99 €) αντίστοιχα, το οποίο στη συνέχεια καταλόγισε στα εορταστικά επιδόματα, στα οποία έκρινε ότι είχαν δικαίωμα οι εν λόγω ενάγοντες, με αποτέλεσμα να θεωρήσει εξοφλημένες τις απαιτήσεις τους αυτές είτε εν όλω, όπως συνέβη με τα δώρα Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 του πρώτου ενάγοντος είτε εν μέρει όπως συνέβη με το δώρο Πάσχα του ιδίου ενάγοντος και με τα εορταστικά επιδόματα των λοιπών δύο [2] εκ των ως άνω εναγόντων. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς τις διατάξεις των άρθρων 29 του Ν. 1220/1981 και 50 § 1 του Ν. 4331/2015 ερμήνευσε και εφάρμοσε και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης που προβάλλουν οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος από τους εκκαλούντες, κατά το σκέλος του με το οποίο υποστηρίζουν ότι ο καταλογισμός κάθε πλεονάζοντος (μετά την εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών τους) ως άνω ποσού στα δώρα εορτών έγινε χωρίς νόμιμο έρεισμα, επειδή οι εναγόμενες λόγω της ερημοδικίας τους δεν είχαν προβάλει ένσταση συμψηφισμού. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί εδώ ότι, ακόμα και αν αλήθευε ο, πάντως νομικά αβάσιμος, ισχυρισμός των συγκεκριμένων εκκαλούντων ότι ο καταλογισμός των ποσών που εισέπραξαν από τρίτους έπρεπε να περιοριστεί μόνον στις απαιτήσεις τους από μισθούς και επιδόματα, στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δώρα εορτών, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου δεν θα παράλλασσε, αφού μετά την αφαίρεση των εκ μέρους του ΝΑΤ καταβληθέντων (έστω μόνον) από τις έναντι των καθυστερούμενων βασικών μισθών των εκκαλούντων αποδοχές τους απέμενε κατά τα ανωτέρω υπόλοιπο (προερχόμενο από τις καταβολές του Δημοσίου) δυνάμενο κατά νόμο να καταλογιστεί σε όλες τις λοιπές επίδικες απαιτήσεις τους. Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της έφεσης του πρώτου εκκαλούντος, κατά το σκέλος του με το οποίο ισχυρίζεται ότι μετά την παραίτησή του πρωτοδίκως από το κονδύλι των δεδουλευμένων αποδοχών του, λόγω της ολοσχερούς εξοφλήσεώς του από το ΝΑΤ και το Δημόσιο, η εκκαλουμένη δεν θα έπρεπε να επιληφθεί αυτού, καθόσον η εκδοχή που υποστηρίζει ο εκκαλών οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του κατά το ποσόν των δύο χιλιάδων οκτώ ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (2.008,99 €).
VII. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Προς τη λύση της σύμβασης με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου ο νόμος συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 74 και 75 εδαφ. α΄ ημιεδαφ. β΄ του ιδίου Κώδικα, από τις οποίες προκύπτει ότι ο ναυτικός που καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του, επειδή ο πλοίαρχος υπέπεσε σε βαριά παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του δικαιούται αποζημιώσεως. Παράβαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και η καθυστέρηση καταβολής στον ναυτικό του μισθού του, ενόψει του ότι αυτός θεωρείται αναγκαίος για τη συντήρηση τόσο του ιδίου του μισθωτού όσο και της οικογένειάς του, εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής (ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 74, αρ. 3.1, σελ. 378, βλ. και Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το άρθρο 74 ΚΙΝΔ, σε Μελέτες προς τιμήν Νικολάου Α. Δελούκα, 1989, σελ. 387 – 441). Παρόμοια αξίωση δίδεται στο ναυτικό και στην περίπτωση που απολύεται επειδή κλείνεται το ναυτολόγιο από τον πλοίαρχο (ΜονΕφΠειρ. 768/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 2006/355). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνη του άρθρου 76 εδαφ. α΄ ΚΙΝΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του κατά τα ανωτέρω, η αποζημίωσή του ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ο.π., βλ. και Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 76, σελ. 266), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220).
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζήτησαν να τους επιδικαστεί αποζημίωση λόγω της απολύσεώς τους, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, επήλθε το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 στο Κερατσίνι Αττικής και στον Πειραιά, ως προς μεν τους δύο [2] πρώτους συνεπεία καταγγελίας εκ μέρους τους λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου που δεν τους κατέβαλε επί δίμηνο τουλάχιστον τις δεδουλευμένες αποδοχές τους και ως προς τους λοιπούς λόγω «κλεισίματος του ναυτολογίου». Για τον κατ’ άρθρα 74 και 76 ΚΙΝΔ καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως αυτής συνυπολόγισαν στις τακτικές αποδοχές τους και το μέσο όρο της υπερωριακής εργασίας, που κατά τις δικές τους αγωγικές αναφορές είχαν παράσχει κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ναυτολόγησης εκάστου και μέχρι τις 30.9.2014, δηλαδή κατά το προηγούμενο της απολύσεώς τους έτος, χωρίς ταυτόχρονα να επικαλούνται και ότι ο μήνας της απολύσεώς τους δεν ήταν μήνας πλήρους απασχόλησής τους. Για το λόγο αυτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως που έκρινε ότι για την αιτία αυτή δικαιούνται οι ενάγοντες, απέβλεψε στις τακτικές αποδοχές τους του τελευταίου μηνός, στις οποίες συμπεριέλαβε το μισθό ενέργειας της ως άνω ΣΣΝΕ και τα προβλεπόμενα από αυτήν επιδόματα (Κυριακής, βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, άγονης γραμμής και άδειας μετά τροφοδοσίας), όπως και το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, χωρίς να συνυπολογίσει αμοιβή υπερωριακής αμοιβής, αφού τέτοια, υπό τα επικαλούμενα, δεν είχε παρασχεθεί κατά τον κρίσιμο μήνα. Η κρίση του αυτή είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ορθή και ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων, κατά το σκέλος του με το οποίο καθένας τους μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή στις τακτικές του αποδοχές «ουδέν ποσόν προσέθεσε ως μέσο όρο υπερωριών», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ανεξαρτήτως του ότι, ακόμη και αν οι ενάγοντες είχαν κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησής τους πριν την απόλυσή τους παράσχει υπερωριακή εργασία, το ποσό που θα προσαύξανε τις μηνιαίες αποδοχές τους, προκειμένου να εξαχθεί το ποσό της αποζημιώσεώς τους, θα ήταν ίσο με την αμοιβή των υπερωριών εκείνου του μηνός και όχι με τη μέση αμοιβή προηγούμενων μηνών ή προηγουμένων ετών πλήρους απασχόλησης, κατά τους οποίους είχε ενδεχομένως παρασχεθεί και υπερωριακή εργασία.
VIII. Προς εξυπηρέτηση του σκοπού της έκδοσης ορθότερης, ως προς το οντολογικό μέρος της, αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και για την ασφαλέστερη διαπίστωση της ουσιαστικής αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, η διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ επιτρέπει την επίκληση και προσκομιδή στο εφετείο νέων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ δε αυτών και ενόρκων βεβαιώσεων, καταρχήν απεριόριστα, με την εξαίρεση εκείνων που οι διάδικοι δεν είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως με πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλειά τους (ΑΠ 913/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αρχή δε αυτή ισχύει και στην έκκλητη δίκη επί αποφάσεως που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αφού δεν αντιβαίνει σε ειδικότερη ρύθμιση (Α. Διακονής, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 529, αρ. 4, σελ. 311). Όμως, η επίκληση και η προσκομιδή και των νέων αποδείξεων υπακούει στο γενικό κανόνα που απορρέει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 524 § 1 εδαφ. β΄ και 591 § 1 εδαφ. β΄ περ. γ΄ και δ΄ του ιδίου Κώδικα, κατά τον οποίο όλα τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προσκομίζονται στο ακροατήριο και η επίκλησή τους να λαμβάνει χώρα με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά τη συζήτηση (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 414/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 81, σελ. 729, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.[ Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 431, σελ. 200), εκτός αν με αυτά αποδεικνύεται ισχυρισμός του προσκομίζοντος που προτάθηκε παραδεκτώς με την προσθήκη των προτάσεών του, δηλαδή προς αντίκρουση ισχυρισμού του αντιδίκου του, που προβλήθηκε με τις προτάσεις του για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 543/2014, ΕφΑΔ 2014/415, ΑΠ 1272/2002, ΕΕΔ 2003/493 = Δνη 2004/405, ΜονΕφΔωδ. 29/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 476/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 620/2009, ΑχΝομ 2010/376). Ο ισχυρισμός μάλιστα για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσκομιδή των νέων αποδεικτικών μέσων πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της προσθήκης – αντίκρουσης (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε κάθε άλλη περίπτωση, επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εφόσον γίνεται με την προσθήκη στις προτάσεις τους, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 537/2016, ΑΠ 163/2014, ΑΠ 1103/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 233 επομ.), ιδρυομένου άλλως λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. β΄ ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου ως αποδείξεις που λήφθηκαν υπόψη μολονότι δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (ΟλΑΠ 30/1997, Δνη 1997/1522 = ΝοΒ 1998/188, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2017, αρ. 476, σελ. 355).
IΧ. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες αναφέρονται στην κρίση της εκκαλουμένης ως προς τις ώρες της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης εκάστου, που διαπιστώθηκε ότι δεν υπερέβαιναν τις δύο [2] και αιτιώνται αυτήν για συναγωγή εσφαλμένου αποδεικτικού πορίσματος, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί τους περί δεκαέξι (16) όσον αφορά τον πρώτο, δεκατεσσάρων (14) όσον αφορά τον δεύτερο και δεκαεπτά (17) όσον αφορά καθένα των λοιπών ωρών απασχόλησής τους ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από τη ναυτολόγηση εκάστου και μέχρι τις 30.9.2014, επιβεβαιώνονταν πλήρως από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας τους, από τις οικείες διατάξεις της εφαρμοζόμενης ως άνω ΣΣΝΕ και από την υπ’ αριθμ. 1955/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και είχε, αφενός μεν, επιδικάσει προσωρινά το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) σε καθένα τους, τότε αιτούντα και ήδη εκκαλούντα, και, αφετέρου, διατάξει τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εκεί καθ’ ης και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, που δεν είχε εκπροσωπηθεί κατά τη συζήτηση της αίτησης.
Για την διερεύνηση της βασιμότητας του λόγου αυτού της εφέσεως το Δικαστήριο επανεκτιμά το σύνολο των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποκρούοντας, όμως, για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. VIII της παρούσας αναφέρθηκαν, την με αριθμό …../25.9.200 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του ………….., που ελήφθη για να χρησιμοποιηθεί στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς προς ανταπόδειξη των ισχυρισμών της δεύτερης εφεσίβλητης σε δίκη επί ανακοπής της κατά πίνακα κατατάξεως δανειστών και της οποίας έγινε το πρώτον επίκληση και προσκομιδή με την προσθήκη στις προτάσεις των εκκαλούντων στον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί η παρασταθείσα αντίδικός τους από το δικαίωμά της να αντικρούσει τα λεγόμενα του ενόρκως βεβαιούντος. Από τα έγγραφα αυτά και, ιδίως, από τα αντίγραφα αποσπασμάτων των ναυτικών φυλλαδίων των εναγόντων και από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας τους, ουδέν ασφαλές συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί για τις ώρες της ημερήσιας απασχόλησης εκάστου κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο EE και, πάντως, όχι για το χρόνο της εργασίας του, που φέρεται ότι έχει παρασχεθεί υπερωριακώς πέραν του πρώτου οκταώρου καθ’ εκάστην. Και τούτο διότι οι εκκαλούντες παραλείπουν και στο δεύτερο βαθμό να προσκομίσουν (μολονότι τους επικαλούνται) πίνακες των δρομολογίων του πλοίου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από τους οποίους θα μπορούσαν να αντληθούν συμπεράσματα για τη συχνότητα των αφιξαναχωρήσεών του, για τους προορισμούς του και τους, περισσότερους ή λιγότερους, ενδιάμεσους λιμένες προσεγγίσεώς του ανά δρομολόγιο, ο αριθμός των οποίων κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αυξάνει τις ώρες απασχόλησης των ναυτικών. Παραλείπουν, επίσης, οι ενάγοντες να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία για τον αριθμό των απασχολούμενων ανά ειδικότητα στο ένδικο πλοίο ναυτικών, για να κριθεί αν το απασχολούμενο προσωπικό επαρκούσε ή όχι για την κάλυψη των αναγκών εκάστου πλου, ώστε να διαπιστωθεί αν ανέκυπτε ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης. Αντίθετο συμπέρασμα δε μπορεί να συναχθεί, ευθέως ή με βάση δικαστικά τεκμήρια, α] ούτε από την ως άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, που, μολονότι δεν μνημόνευσε τα δρομολόγια του πλοίου, πιθανολόγησε εντούτοις εργασία των εκκαλούντων ημερήσιας χρονικής διάρκειας ίσης προς τους ισχυρισμούς τους, καθόσον εκείνη έκρινε με βάση την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του ως άνω …………., του οποίου όμως (ή άλλου μάρτυρα) τα λεγόμενα δεν παρασχέθηκε ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο παρόν Δικαστήριο, που υποχρεούνται στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, η δυνατότητα να ελέγξουν, β] ούτε από την υπ’ αριθμ. 2359/2017 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών την αγωγή του ως άνω Φώτιου Ιωάννου κατά των ήδη εφεσίβλητων εταιριών, δέχθηκε ότι ο εκεί ενάγων εργαζόταν, με την ειδικότητα φροντιστή, κατά το χρονικό διάστημα από 26.7.2014 έως 30.9.2014 επί εννέα [9] ώρες ημερησίως (λιγότερες δηλαδή από όσες δέχθηκε η εκκαλουμένη), χωρίς μάλιστα ούτε στην απόφαση εκείνη να γίνεται αναφορά στα δρομολόγια του πλοίου και γ] ούτε από τις με επίκληση προσκομιζόμενες αποδείξεις της μισθοδοσίας των εναγόντων, αφού αυτές αναφέρονται είτε σε χρονικά διαστήματα προγενέστερα των επίδικων ναυτολογήσεών τους είτε στην υπηρεσία τους σε άλλο πλοίο (π.χ. το Ε/Γ – Ο/Γ Θ), ενώ σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύουν τη λήψη από οποιονδήποτε αμοιβής για υπερωριακή εργασία ανώτερης των ενενήντα ευρώ (90 €) μηνιαίως, που με βάση το ωρομίσθιο της ως άνω ΣΣΝΕ αντιστοιχεί σε ημερήσια απασχόληση που δεν υπερβαίνει τις δύο [2] ώρες, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και ως τέτοιος θα απορριφθεί. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα έπρεπε να συνυπολογίσει αυξημένες αμοιβές υπερωριακής εργασίας κατά τον προσδιορισμό του ύψους των επιδομάτων δώρων εορτών που τους επιδίκασε.
Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ