ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 543/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Ανδρουλάκη και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ……….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./24.10.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 24/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 19.2.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/19.2.2021 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 18.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/18.3.2021 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 19.2.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./19.2.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/26.2.2021 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) από 18.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./18.3.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.4.2021 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 24/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 12.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../24.10.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 8.1.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διευκρινίστηκε με τις προτάσεις του, ο ενάγων …….. ισχυρίστηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις [3] φορές με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 2.4.2017 έως και 31.8.2018 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό [Ε/Γ – Ο/Γ] πλοίο BS1, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός κόρων (16.391 κ.ο.χ.), της πλοιοκτησίας της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία ………….», αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των ετών 2016 και 2017 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ του Πειραιώς και λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαέξι [16] ώρες μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με την εναγόμενη. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά το ήμισυ εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (32.253,78 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της και, ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, πρώτον, του ότι η μέση ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δέκα [10] ώρες και, δεύτερον, της βασιμότητας της ενστάσεως της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού χιλίων επτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα λεπτών (1.723,70 €), που του είχαν καταβληθεί ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριών ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (3.903,57 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και ως διαφορές εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 των ΣΣΝΕ, καθώς και για αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς τον ενάγοντα καταβολή ίσου χρηματικού ποσού (3.903,57 €), με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγησή του, ενώ απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β΄ έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς …./20.5.2019, ……./.20.5.2019 και ……../20.9.2019 τριών [3] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των ………, ……….και …… ………….., αντίστοιχα, που με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου οι πρώτος και τρίτος και του πρώτου μάγειρα ο δεύτερος συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα οι δύο [2] πρώτοι και κατά το έτος 2017 ο τρίτος, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …./10.4.2019 και ……./17.9.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. η πρώτη και … … η δεύτερη, καθώς και των με αριθμούς …./23.9.2019 και …/26.9.2019 δύο [2] ενόρκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, …………, θαλαμηπόλου στο πλοίο BS1 και …. . ……., αρχιθαλαμηπόλου στο ίδιο πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκαν μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……./17.9.2019 και …../23.9.2019 επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος …………, που γεννήθηκε στις 11.3.1989, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …. ναυτικού φυλλαδίου της ΝΒ ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός [16.391] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …. και αριθμό ΙΜΟ …., ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης. Η πρώτη από τις ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκε στις 2.4.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 2η.11.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λόγω λήψεως άδειας μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 4.1.2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 17η.2.2018, οπότε και αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά για τον ίδιο λόγο. Ακολούθησε μία [1] ακόμα ναυτολόγησή του στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από την 1η.4.2018 έως τις 31.8.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Για δύο [2] πρώτες από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται εκατέρωθεν, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη, των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 €) και, με τη δεύτερη, των δύο χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (2.110,92 €). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (2.4.2017 έως 31.8.2018) που είναι επίδικο, ίσχυσε αποκλειστικώς η υπογραφείσα στις 17.8.2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε μεν στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί. Και τούτο διότι κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την υπουργική κύρωσή της και δεσμεύει από την υπογραφή της αναδρομικά τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, ενώ οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, δεσμεύονται μόνο μετά από αυτήν και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται μεν και πέραν των οργανώσεων που συμβλήθηκαν αλλά μόνο για το μέλλον [ΑΠ 1905/1987, ΕΕΔ 1989/275 = Δνη 1988/1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988/669 = ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. ήδη και τη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019)]. Πάντως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Για το λόγο αυτό την τελευταία από τις επίδικες (την από 1.4.2018) ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας ουδέποτε κατέλαβαν οι ρυθμίσεις της επόμενης από 4.9.2018 ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των πλοίων της κατηγορίας του BS1 (του έτους 2018), που κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, μολονότι και αυτή περιέλαβε διάταξη περί αναδρομικής από την 1η.1.2018 ισχύος της, αφού κατά την υπογραφή της (4.9.2018) η εν λόγω εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως δεν αμφισβητείται, λυθεί. Επομένως, ενόψει του ότι σε όλες τις επίδικες συμβάσεις ναυτολόγησης έγινε, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, ρητή παραπομπή στην «εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», η αμοιβή του ενάγοντος καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα προσδιορίστηκε από τους όρους της ΣΣΝΕ του έτους 2017, που δια της ως άνω παραπομπής κατέστησαν συμβατικοί όροι τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου (θαλαμηπόλου) ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(928,36 € + 204,24 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 353,45 €}, το δε ωρομίσθιο του επίκουρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5,37 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 €) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του τα έτη 2017 και 2018 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπερτερούσε του συμβατικού μισθού του (2.080,74 €), που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 2.4.2017 έγγραφης ατομικής συμβάσεώς του, ενώ υπολείπονταν του συμβατικού κλειστού μισθού του που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 4.1.2018 έγγραφης ατομικής του συμβάσεως (2.110,92 €), η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, διείπε και την από 1.4.2018 άτυπη όμοια. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 και στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα καθήκοντα των επίκουρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά το άρθρο 120 του οποίου οι επίκουροι βοηθούν τους θαλαμηπόλους στα ειδικά καθήκοντά τους ασχολούμενοι ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και την αποβίβασή τους και με την εκτέλεση κάθε ανατιθέμενης σ’ αυτούς από τον αρχιθαλαμηπόλο βοηθητικής εργασίας της ειδικότητας των θαλαμηπόλων, οι οποίοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ιδίου νομοθετήματος, διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο BS1 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κύριους προορισμούς τις Νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.4.2017 έως 11.6.2017, από 6.9.2017 έως 2.11.2017, από 4.1.2018 έως 17.2.2018 και από 1.4.2018 έως 16.5.2018, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στις Οινούσσες και στα Ψαρά, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2018 έως 16.5.2018 το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου δεν προέβλεπε προσεγγίσεις του στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο – Μύκονο. Ειδικότερα, κατά το χρονικό αυτό διάστημα το πλοίο, πρώτον, κάθε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά νωρίτερα (στις 06:25) και αναχωρούσε αργότερα (στις 21:00), δεύτερον, αποεπιβιβάσεις επιβατών στα Ψαρά και στις Οινούσσες πραγματοποιούσε στο δρομολόγιο της Πέμπτης από Πειραιά και της Κυριακής από τη Μυτιλήνη, τρίτον, κάθε Παρασκευή το πλοίο μετά την άφιξή του στη Μυτιλήνη στις 07:40 αναχωρούσε αμέσως στις 08:45 για το ταξίδι της επιστροφής και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20) κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 21:00 της ιδίας ημέρας (Παρασκευή) και (κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.2017 έως 5.9.2017) δια μέσου της Μυκόνου, όπου αφικνείτο στις 01:00 και από όπου απέπλεε στις 01:30 και της Χίου (άφιξη στις 05:00 και αναχώρηση στις 05:30) να καταπλεύσει στη Μυτιλήνη το πρωί του Σαββάτου στις 07:50, για να ακολουθήσει νέα άμεση αναχώρηση στις 08:45, εικοσάλεπτης διάρκειας παραμονή στη Χίο και κατάπλους στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα του Σαββάτου. Το τελευταίο δρομολόγιο της εβδομάδας εκκινούσε από την αφετηρία στις 21:00 το βράδυ του Σαββάτου και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 03:30 και αναχώρηση στις 04:00) κατέληγε στο λιμένα προορισμού (τη Μυτιλήνη) στις 06:30 το πρωί της Κυριακής, για να αποπλεύσει ξανά από εκεί αμέσως (στις 08:45) και μετά από αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20), των Οινουσσών (άφιξη στις 11:45 και αναχώρηση στις 12:05) και των Ψαρών (άφιξη στις 13:35 και αναχώρηση στις 13:55) να καταλήξει στην αφετηρία (στον Πειραιά) στις 19:10 το απόγευμα της ίδιας ημέρας (Κυριακής), προκειμένου να εκτελέσει στη συνέχεια το δρομολόγιο των 21:00 για Χίο – Μυτιλήνη. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το πλοίο κάθε Τρίτη μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε μέχρι τις 13:45, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2018 έως και 10.6.2018 το πλοίο BS1 απασχολήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ρόδος με επιστροφή, πραγματοποιώντας τα ακόλουθα δρομολόγια με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου, της Καλύμνου και της Κω: Από τον Πειραιά αναχωρούσε στις 19:00 της Δευτέρας, της Τετάρτης, της Παρασκευής και του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε στους λιμένες της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35 κατέπλεε στη Ρόδο στις 10:10 της Τρίτης και της Πέμπτης, στις 10:20 του Σαββάτου και στις 08:30 της Κυριακής. Η διαφορά στην ώρα άφιξης στο λιμένα προορισμού (Ρόδος) οφείλεται στο γεγονός, πρώτον, ότι στο δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά το πλοίο μετά τη Λέρο προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 05:45 του Σαββάτου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η άφιξή του στην Κω (07:00) και, δεύτερον, ότι το δρομολόγιο του Σαββάτου από Πειραιά δεν περιελάμβανε προσεγγίσεις σε άλλους λιμένες πλην της Κω (άφιξη στις 05:00) και της Ρόδου (άφιξη στις 08:30). Από τη Ρόδο το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 εκάστης Τρίτης, Πέμπτης, Σαββάτου και Κυριακής για να προσεγγίσει τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες με αντίστροφη πορεία και να ολοκληρώσει το δρομολόγιο στον λιμένα του Πειραιώς, όπου αφικνούταν στις 08:05 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 06:30 της Κυριακής. Κατά τον πλου της επιστροφής το πλοίο προσέγγιζε στην Κω στις 20:35, στη Λέρο στις 22:35, στην Πάτμο στις 23:55 και στη Σύρο στις 04:20, ενώ κατ’ εξαίρεση στο δρομολόγιο της Κυριακής προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου (άφιξη στις 21:40), ενώ το δρομολόγιο του Σαββάτου μετά την Κω δεν περιελάμβανε προσέγγιση σε άλλον ενδιάμεσο λιμένα. Τέλος, Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως και 31.8.2018 το πλοίο εκτέλεσε εναλλασσόμενα ανά εβδομάδα δρομολόγια και, συγκεκριμένα, κατά τη μία εβδομάδα (αρχής γενομένης από Δευτέρα 11.6.2018) αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον Πειραιά στις 19:00 και προσέγγιζε στο λιμάνι της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 10:10 το πρωί της Τρίτης, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί εικοσάλεπτο της ώρας στους τρείς [3] πρώτους και επί ημίωρο στον τελευταίο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Τετάρτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (άφιξη 20:05 και απόπλους 20:35), στη Λέρο (άφιξη 22:15 και απόπλους 22:35), στην Πάτμο (άφιξη 23:35 και απόπλους 23:55) και στη Σύρο (άφιξη 04:00 και απόπλους 04:20). Στις 19:00 της Τετάρτης το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:20), Πάτμο (άφιξη στις 02:05 της Πέμπτης), Λέρο (άφιξη στις 03:15), Κω (άφιξη στις 05:00) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:30, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες ισόχρονα, όπως και στο προηγούμενο δρομολόγιο, χρονικά διαστήματα. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:30, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 13:05 της ημέρας εκείνης και απέπλεε μετά από είκοσι πέντε λεπτά της ώρας. Από την αφετηρία του αναχωρούσε αυθημερόν στις 23:55 με διαδοχικούς προορισμούς το Βαθύ, όπου κατέπλεε στις 07:15 το πρωί της επομένης και όπου παρέμενε επί είκοσι λεπτά της ώρας, την Κω, όπου κατέπλεε στις 10:45 και παρέμενε επί ημίωρο και τη Ρόδο, όπου αφικνείτο στις 14:00 το μεσημέρι της Παρασκευής, για να αναχωρήσει και πάλι στις 17:00 το απόγευμα με τελικό προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 07:00 το πρωί του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως προσεγγίσει τους ίδιους λιμένες (Κω στις 19:45 και Βαθύ στις 23:25). Η επόμενη αναχώρησή του από τον Πειραιά γινόταν μετά από τριάντα πέντε [35] ώρες, στις 18:00 το απόγευμα της Κυριακής, οπότε το πλοίο απέπλεε για τα δρομολόγια της επόμενης εβδομάδας, για να καταπλεύσει διαδοχικά στους λιμένες της Θήρας στις 00:35, της Κω στις 05:45, της Σύμης στις 08:25 και της Ρόδου στις 10:00 το πρωί της Δευτέρας, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί δεκαπέντε λεπτά στη Θήρα και τη Σύμη και επί τριάντα λεπτά στην Κω. Από τη Ρόδο το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε στις 16:00 και κατέληγε στον Πειραιά στις 06:00 το πρωί της επομένης (Τρίτη), έχοντας το πλοίο ακολουθήσει αντίστροφη πορεία με αποεπιβιβάσεις επιβατών στη Σύμη (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:15), στην Κω (άφιξη στις 19:15 και αναχώρηση στις 19:45) και στη Θήρα (άφιξη στις 00:15 και αναχώρηση στις 00:30). Από τον Πειραιά το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 07:30 της Τρίτης για Σύρο, όπου κατέπλεε στις 11:00 και παρέμενε επί εικοσάλεπτο της ώρας και Μύκονο, όπου κατέφθανε στις 12:10 και παρέμενε τριάντα πέντε λεπτά, για να επιστρέψει στη Σύρο στις 14:35 και μετά από εικοσιπεντάλεπτη παραμονή να αποπλεύσει για τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 18:30. Επόμενη αναχώρηση γινόταν στις 21:30 της ιδίας ημέρας με προορισμούς ενδιαμέσους μεν τη Θήρα (άφιξη στις 02:55 και απόπλους στις 03:20) και την Κω (άφιξη στις 07:50 και απόπλους στις 08:30) και τελικό τη Ρόδο (κατάπλους στις 11:10 το πρωί της Τετάρτης), από όπου στις 16:00 αναχωρούσε και πάλι και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο, με προσεγγίσεις στην Κω (άφιξη 18:40 και απόπλους στις 19:10) και στη Θήρα (κατάπλους στις 23:40 και απόπλους στις 23:59), κατέπλεε στον Πειραιά στις 05:30 το πρωί της Πέμπτης, για να αναχωρήσει άμεσα στις 09:00 με προορισμό και πάλι την Κω (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:30) και τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 20:15, για να αποπλεύσει και πάλι αμέσως, στις 23:59, για Κω (άφιξη στις 02:35 και απόπλους στις 03:00), Λέρο (άφιξη στις 04:25 και απόπλους στις 04:45), Πάτμο (άφιξη στις 05:35 και απόπλους στις 05:55), Σύρο (άφιξη στις 09:20 και αναχώρηση στις 09:40) και Πειραιά (κατάπλους στις 12:55 το μεσημέρι της Παρασκευής). Στις 19:00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από την αφετηρία του και κατέπλεε διαδοχικά στη Σύρο στις 22:30, στην Κάλυμνο στις 03:20 του Σαββάτου, στην Κω στις 04:40 και στη Ρόδο στις 08:10, για να αναχωρήσει ξανά στις 09:30 με προορισμό την Κω (άφιξη στις 12:05 και αναχώρηση στις 12:30), τα Κατάπολα της Αμοργού (άφιξη στις 15:35 και αναχώρηση στις 15:55) και τον Πειραιά (κατάπλους στις 21:10 το βράδυ του Σαββάτου). Ακολούθως, το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 23:55 και κατέπλεε διαδοχικά στα Κατάπολα (άφιξη στις 05:05 και απόπλους στις 05:25), στην Πάτμο (άφιξη στις 07:25 και απόπλους στις 07:45), στη Λέρο (άφιξη στις 08:35 και απόπλους στις 08:55), στην Κω (άφιξη στις 10:20 και απόπλους στις 10:50) και στη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 13:25 το μεσημέρι της Κυριακής, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 17:00 της ιδίας ημέρας και προσεγγίζοντας διαδοχικά την Κω στις 20:05, την Κάλυμνο στις 21:20, τη Λέρο στις 22:30, την Πάτμο στις 23:40 και τη Σύρο στις 04:00 της Δευτέρας, να καταλήξει στο λιμάνι του Πειραιά στις 08:05. Να σημειωθεί ότι τις μισές Κυριακές του χρονικού διαστήματος Ιουλίου – Αυγούστου του έτους 2018 το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά, όπου είχε καταπλεύσει το πρωί του προηγούμενου Σαββάτου στις 07:00, μετά από συνεχή παραμονή εκεί διάρκειας σαράντα και πλέον ωρών (στις 21:30). Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η συνολική ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίο διαρκούσε δεκαέξι [16] ώρες, κατά τις οποίες, όπως παραδεκτώς με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό διευκρίνισε (για το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο του είδους των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από τη μνεία της ειδικότητας και του βαθμού του ναυτικού που ενάγει για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, υποκειμένης, επομένως, της αγωγής του σε διόρθωση, συμπλήρωση και διευκρίνιση, βλ. ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.), ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή των επιβατών από τις 17:00 κάθε ημέρας αναχώρησης, ακολούθως με την παροχή υπηρεσιών στο μπαρ …… του πλοίου από τον απόπλου του και μέχρι τις 01:00, στη συνέχεια από τις πρωινές ώρες της επομένης με την αφύπνιση και την αρωγή των επιβατών κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα προορισμού και εν συνεχεία με την καθαριότητα, αφενός, ορισμένων από τους κοιτωνίσκους τους και, αφετέρου, καθενός από τα κλιμακοστάσια του δευτέρου έως και του εβδόμου καταστρώματος. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα που περιγράφει αλλά η εργασία του παρεχόταν καθημερινά επί τρεις [3] ώρες τα πρωϊνά, οπότε ήταν επιφορτισμένος με καθαρισμούς στις καμπίνες των επιβατών και επί πέντε [5] ώρες τα απογεύματα, οπότε ήταν απασχολημένος σε κάποιο από τα μπαρ του πλοίου, ενώ μόνον κατ’ εξαίρεση εργαζόταν υπερωριακά, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης και της εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές, παρίστατο σχετική ανάγκη αλλά και τότε η διάρκεια της υπερωρίας του δεν υπερέβαινε τη μία [1] ώρα ημερησίως. Οι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα αλληλοαναιρούμενοι να μην παρέχουν βάση ασφαλούς συμπεράσματος για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του πέραν του πρώτου οκταώρου κάθε ημέρας. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγομένη, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτοντες εξακολουθούν να απασχολούνται στο πλοίο BS1 και να μισθοδοτούνται από αυτήν. Όμως, από τα ως άνω έγγραφα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο κρίνει ότι οι καθημερινές εργασίες του ενάγοντες ήσαν σταθερές και προκαθορισμένες, όπως σταθερό ήταν και το ωράριο της απασχόλησής του. Συγκεκριμένα, αυτός αναλάμβανε τα καθήκοντά του δύο [2] ώρες πριν από κάθε απόπλου, οπότε υποδεχόταν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες και τους βοηθούσε να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους, ενώ στη συνέχεια, μετά από δίωρη διακοπή για δείπνο και ανάπαυση, απασχολούταν στο μπαρ ……. έως τις 01:00, οπότε αυτό διέκοπτε τη λειτουργία του και ο ενάγων ολοκλήρωνε την απασχόλησή του. Την επομένη, αναλάμβανε εργασία μία [1] ώρα πριν από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα τελικού προορισμού και παρείχε αρωγή στους αποβιβαζόμενους επιβάτες είτε μεταφέροντας τις αποσκευές τους είτε επικουρώντας όσους από αυτούς μετακινούνταν με αναπηρικό αμαξίδιο να κατέλθουν από τα κλιμακοστάσια (καθόσον το πλοίο δε διέθετε ανελκυστήρες) και στη συνέχεια συνεπικουρούσε τους θαλαμηπόλους στις εργασίες καθαριότητας είκοσι ενός [21] κατά μέσο όρο κοιτωνίσκων (αλλαγή κλινοσκεπασμάτων, ευπρεπισμός των χώρων και ανεφοδιασμός τους με τα ελλείποντα είδη). Η εργασία αυτή, που εκτελούταν μετά τον κατάπλου του πλοίου, διαρκούσε περίπου τρεις [3] ώρες κάθε πρωί και μετά το πέρας της ο ενάγων ήταν, για μία [1] ακόμα περίπου ώρα, επιφορτισμένος με την καθαριότητα του εσωτερικού κλιμακοστασίου καθενός των καταστρωμάτων του πλοίου από το δεύτερο έως και το έβδομο. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τους έγγραφους πίνακες κατανομής των καμπινών του πλοίου στους θαλαμηπόλους που ήταν επιφορτισμένοι με τον καθαρισμό τους, τους έγγραφους πίνακες διαιρέσεως των ημερήσιων εργασιών θαλαμηπόλων και επίκουρων και το έγγραφο με τίτλο «καθημερινές έξτρα εργασίες», που υπογράφει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος του πλοίου ………….. Για τους λόγους αυτούς και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) το γεγονός της καταβολής στον ενάγοντα για καθένα των μηνών από τον Ιούνιο του έτους 2017 και έως τον Αύγουστο του έτους 2018 χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του, γ) την ειδικότητα του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του και δ) το γεγονός ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BS1 και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί δύο (2) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δέκα (10) ώρες την ημέρα. Ενόψει των ανωτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί δεκαεξάωρης καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α΄ έφεσης, δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών της σε ημερήσια βάση απασχόλησής του μέρος του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της Β΄ έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος του με το οποίο αυτή επαναλαμβάνει τους και πρωτοδίκως προβληθέντες αμυντικούς ισχυρισμούς της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, ορθώς το αποδεικτικό υλικό εκτίμησε. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσής της. Με τις ίδιες παραδοχές το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, κατά μεν τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (4.643,32 €) και κατά τα Σάββατα και τις αργίες το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εξήντα λεπτών (5.722,60 €), συνολικώς δε δέκα χιλιάδες τριακόσια εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (4.643,32 € + 5.722,60 € = 10.365,92 €), χωρίς την ορθότητα των σχετικών αριθμητικών υπολογισμών του να αμφισβητεί οποιοσδήποτε διάδικος. Ακολούθως και κατ’ αποδοχή ενστάσεως της εναγομένης περί μερικής εξοφλήσεώς του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα ένα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (4.991,23 €), αφού είχε ήδη λάβει για την αιτία αυτή τριακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά (389,84 €) για αμοιβή υπερωριών Κυριακών και καθημερινών και τέσσερις χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά (4.984,75 €) για αμοιβή υπερωριών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Καταλόγισε δηλαδή η εκκαλουμένη στο συνολικό ποσό της υπερωριακής αμοιβής που έκρινε ότι δικαιούται ο ενάγων (10.365,92 €) το ποσόν των πέντε χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (389,84 € + 4.984,75 € = 5.374,59 €). Έτσι που έκρινε ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της Β΄ έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αφαίρεσε πέντε χιλιάδες διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (5.254,27 €), που είχαν καταβληθεί συνολικά στον ενάγοντα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση μόνον κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι στο ποσό αυτό η εκκαλούσα περιλαμβάνει και διακόσια εξήντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά (269,52 €), που επικαλείται ότι καταβλήθηκαν στον ενάγοντα ως αναδρομικές αποδοχές κατά το μήνα Μάιο του έτους 2017, όπως όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις από την ίδια προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις πληρωμής.
IV. Στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (4.991,23 €), που έκρινε οφειλόμενο για την ανωτέρω αιτία, η εκκαλουμένη στη συνέχεια καταλόγισε, κατά παραδοχή ενστάσεως συμψηφισμού της εναγομένης, ποσά οκτακοσίων ένδεκα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (811,62 €) και εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και οκτώ λεπτών (912,08 €), που ο ενάγων είχε λάβει ως «επιμίσθιο» κατά τα έτη 2017 και 2018 αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει εν τέλει τρεις χιλιάδες διακόσια εξήντα επτά ευρώ και πενήντα τρία λεπτά [4.991,23 – (811,62 € + 912,08 € =) 1.723,70 € = 3.267,53 €] ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση. Κατά της κρίσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και με τον δεύτερο λόγο της ένδικης Α΄ έφεσής του αιτιάται αυτήν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Επί των σχετικών ισχυρισμών του πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Σε κάθε περίπτωση, ο συμψηφισμός του επιμισθίου στις αποδοχές που οφείλονται στον εργαζόμενο για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του, πέραν της συνομολόγησης κλειστού μισθού και την έγκυρη κατάρτιση συμφωνίας καταλογισμού προϋποθέτει επιπλέον και την καταβολή του από τον εναγόμενο και ενιστάμενο εργοδότη και όχι από τρίτον. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, βασικό όρο του συμψηφισμού αποτελεί η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την έτερη των επιδίκων ως άνω άτυπη σύμβασή του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, που, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», κατέβαλε πράγματι η εναγόμενη στον ενάγοντα ανά μήνα, θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι, όσον αφορά το έτος 2017, η συμφωνία αυτή δεν ήταν έγκυρη, αφού ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του, όπως ήδη εκτέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε σ’ αυτόν ως «έκτακτες αμοιβές» του πέραν των νομίμων αποδοχών του, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση και, δεύτερον, του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τις εταιρίες …. και ….., στις οποίες είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και οι οποίες εισέπρατταν το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλαν ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από την εναγομένη), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών τους επί του πλοίου. Το συμπέρασμα τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ποσό της έκτακτης μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος δεν ήταν σταθερό αλλά κυμάνθηκε, κατά πλήρη μήνα απασχόλησής του, από πενήντα ένα ευρώ και είκοσι λεπτά (51,20 €), το Μάιο του έτους 2017, έως και διακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (271,74 €) τον Αύγουστο του έτους 2018. Η διακύμανση αυτή του ύψους της έκτακτης αμοιβής υποδηλώνει ότι δεν αποτελούσε «επιμίσθιο», αντάλλαγμα δηλαδή της δραστηριότητας και του ζήλου του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που κατά τα διδάγματα της λογικής δεν μεταβάλλεται ανά μήνα, αλλά τελούσε σε συνάρτηση προς εξωγενή παράγοντα, μεταβαλλόμενο στο χρόνο, όπως τα έσοδα από την εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου, που, κατά την κοινή πείρα, εξαρτώνται από την αυξομείωση της επιβατικής κίνησης κατά τη θερινή ή τη χειμερινή περίοδο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί ακόμα και ότι οι επίμαχες έκτακτες αμοιβές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντάλλαγμα της πρόσθετης εργασίας που παρείχε, πέραν κάθε άλλης απασχόλησής του, ο ενάγων για τον καθαρισμό των κλιμακοστασίων των καταστρωμάτων του πλοίου, αφού η πρόσθετη αυτή εργασία, που αναγόταν στα εν γένει καθήκοντα του επίκουρου θαλαμηπόλου, δεν ήταν «έκτακτη», όπως αντιθέτως οι αμοιβές του αλλά παρεχόταν σε σταθερή βάση, δηλαδή καθημερινά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή του ερευνώμενου, βάσιμου, λόγου της ένδικης Α΄ έφεσης.
V. Η απόρριψη του πρώτου λόγου εκάστης εφέσεως συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα συνολικά τον τρίτο λόγο της Α΄ έφεσης και εν μέρει τον τέταρτο λόγο της Β΄ έφεσης, με τους οποίους κάθε εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων του ενάγοντος, επειδή προς τούτο, αντιστοίχως, είτε δεν λήφθηκαν υπόψη οι αυξημένες ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, όπως εκτέθηκαν στην αγωγή είτε συνυπολογίστηκαν περισσότερες από τις πραγματικές ώρες υπερωρίας του. Και τούτο διότι η ουσιαστική έρευνά τους θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών των διαδίκων, που όμως ήδη απορρίφθηκαν. Ίδια απορριπτική κρίση προσήκει και ως προς το σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, με το οποίο μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή για τον καθορισμό των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του αντιδίκου της, επί τη βάσει των οποίων προσδιόρισε τα εορταστικά του επιδόματα, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας του. Και τούτο διότι κατά την έννοια του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των §§ 1, 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273). Αντιθέτως, συνυπολογιστέο, για τον ίδιο σκοπό, δεν είναι το επίδομα ιματισμού, ακόμα και αν παρέχεται σε χρήμα και όχι εις είδος για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, βλ και ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού, ύψους πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ανά μήνα, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της Β΄ έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Μετά ταύτα πρέπει να προσδιοριστούν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος σύμφωνα με τις λοιπές [ορθές] παραδοχές της εκκαλουμένης στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων οκτώ ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (2.765,12 € οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος που δέχθηκε η εκκαλουμένη – 56,50 € το επίδομα ιματισμού, που εσφαλμένα συνυπολογίστηκε = 2.708,62 €) και στη συνέχεια, αφού υπολογιστούν εκ νέου τα αντίστοιχα εορταστικά επιδόματά του, να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 και για χρονικό διάστημα απασχόλησης από 2.4.2017 έως και 30.4.2017, το χρηματικό ποσόν των τριακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών [708,62 € ÷ 2 = 1.354,31 € ÷ 15 = 90,29 € Χ 3,62 οκταήμερα (29 ημέρες ÷ 8) = 326,85 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και έχει καθ’ υποφοράν με την αγωγή του συνομολογήσει ο ενάγων, καταβάλει εκατόν ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (186,29 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εκατόν σαράντα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (326,85 € – 186,29 € = 140,56 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 και για χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1.5.2017 έως και 2.11.2017, το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν οκτώ ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών [2.708,62 € Χ 2/25 = 216,69 € Χ 9,73 δεκαεννεαήμερα (185 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 2.108,39 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και αποδεικνύεται από τις μισθολογικές του αποδείξεις, καταβάλει χίλια εκατόν εβδομήντα τρία ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (1.173,76 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (2.108,39 € – 1.173,76 € = 934,63 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 και για χρονικό διάστημα απασχόλησης από 4.1.2018 έως και 17.2.2018 και από 1.4.2018 έως 30.4.2018, το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα επτά λεπτών [2.708,62 € ÷ 2 = 1.354,31 € ÷ 15 = 90,29 € Χ 9,37 οκταήμερα (75 ημέρες ÷ 8) = 846,47 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και αποδεικνύεται από τις μισθολογικές του αποδείξεις, καταβάλει τετρακόσια ογδόντα δύο ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (482,78 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (846,47 € – 482,78 € = 363,69 €) και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2018 και για χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1.5.2018 έως και 31.8.2018, το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών [2.708,62 € Χ 2/25 = 216,69 € Χ 6,47 δεκαεννεαήμερα (123 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 1.401,98 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και αποδεικνύεται από τις μισθολογικές του αποδείξεις, καταβάλει οκτακόσια δώδεκα ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (812,27 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.401,98 € – 812,27 € = 589,71 € ). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (140.56 € + 934,63 € + 363,69 € + 589,71 € = 2.028,59 €).
VI. Με τον τέταρτο λόγο της Α΄ έφεσής του ο ενάγων πλήττει για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο κρίθηκε η αξίωσή του σε πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές του πλοίου BS1 κατά τις θερινές περιόδους των ετών 2017 και 2018, επικαλούμενος αποκλειστικά αποδεικτικό σφάλμα της κατά τον προσδιορισμό της μέσης υπερωριακής αμοιβής του, που συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του και υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να είναι υπέρτερη εκείνης που έγινε δεκτή. Μετά, όμως, την απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσής του, η έρευνα της βασιμότητας του συγκεκριμένου λόγου παρέλκει, δεδομένου ότι, όπως ήδη κρίθηκε, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε τις κατά μέσο όρο ώρες της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον τρίτο λόγο της ένδικης Β΄ έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο η εναγόμενη μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένο προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής του αντιδίκου της για την ίδια αιτία. Όμως, κατά τα λοιπά σκέλη του ο ίδιος λόγος της Β΄ έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένο υπολογισμό τόσο του αριθμού των δρομολογίων εξπρές του πλοίου όσο και των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, επί των οποίων προσδιορίστηκε η πρόσθετη αμοιβή του και για τον καθορισμό τους συνυπολογίστηκαν εσφαλμένα, όπως υποστηρίζεται, τα επιδόματα άδειας και ιματισμού. Επί των σχετικών ισχυρισμών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου σε λιμάνι σαφώς ορίζεται ότι ανακύπτει μία και μόνη φορά σε κάθε κυκλικό δρομολόγιο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι πριν από κάθε απόπλου του, αφού δεν προβλέπεται χρόνος αναπαύσεως και στην αφετηρία και στον προορισμό. Το λιμάνι στο οποίο θα παραμείνει αγκυροβολημένο το πλοίο για έξι [6] τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου του σ’ αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το αφετήριο, όπως καταρχήν προδιαθέτει η διάταξη της § 1, αφού τούτο μπορεί να συμβεί και στο λιμάνι του προορισμού, σύμφωνα με τη σαφή πρόβλεψη της § 3, που δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση (ΜονΕφΠειρ. 211/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι και τότε ο νομοθετικός σκοπός πληρούται. Στην περίπτωση αυτή, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του σ’ αυτό (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Το ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται μόνον όταν το πλοίο δεν παρέμεινε σε κανέναν από τους δύο [2] λιμένες (αφετηρίας ή προορισμού) επί έξι [6] ώρες σε κάθε ταξίδι προκύπτει και από τον τρόπο υπολογισμού της, όπως αυτός διαγράφεται στην § 7, όπου τίθεται ως βάση η πλήρης διάρκεια του δρομολογίου, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την αφετηρία μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμένει επί εξάωρο σε καθέναν από τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και, επομένως, να μην ταξιδεύει επί συνολικά δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της § 7 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού κανένα ημερήσιο κυκλικό δρομολόγιο δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών (ΤριμΕφΠειρ. 359/2013, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε [5] δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας [1] μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του ιδίου άρθρου, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας (ΜονΕφΠειρ. 630/2014, ο.π.). Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Τέλος, για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., 265/2016, 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον ούτε, για τους λόγους που ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφέρθηκαν, το επίδομα ιματισμού.
Εν προκειμένω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο BS1 εκτελούσε κάθε εβδομάδα έξι [6] κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία τον Πειραιά (με αναχώρηση κάθε Τρίτη στις 07:30 και στις 21:00 και κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00) και προορισμό στα μεν πέντε [5] τελευταία τη Μυτιλήνη και στο πρώτο τις Σύρο – Μύκονο. Κατά το δρομολόγιο αυτό, που πραγματοποιούταν κάθε Τρίτη από 07:30 έως 18:30, το πλοίο λειτουργούσε ως ημερόπλοιο, χωρίς να επεκτείνει τους πλόες του και κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, ως προς το δρομολόγιο αυτό, που διαρκούσε λιγότερο από δώδεκα [12] ώρες, δεν εφαρμόζονται στο πλήρωμά του οι διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Αντιθέτως, κατά την εκτέλεση των λοιπών δρομολογίων, το πλοίο είχε πρόωρες αναχωρήσεις από την αφετηρία του στα τέσσερα [4], καθώς απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς κάθε Τρίτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00, πριν δηλαδή τη συμπλήρωση εξάωρης παραμονής του εκεί. Συγκεκριμένα, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, κάθε Τρίτη το πλοίο αφικνούμενο στις 18:30 από τη Σύρο αναχωρούσε για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00, κάθε Παρασκευή και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 και αναχωρούσε στις 21:00 και κάθε Κυριακή έφτανε στην αφετηρία του στις 19:10 και αναχωρούσε στις 21:00. Συνεπώς, σε εβδομαδιαία βάση είχε δεκατρείς και μισή [13,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης, γεγονός που σημαίνει ότι εκτελούσε [13,5/8 =] 1,69 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία το πλήρωμά του δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης κατά το άρθρο 33 § 7 περ. α της ΣΣΝΕ, αφού η διάρκεια κάθε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως και 5.9.2017, που ο ενάγων απασχολήθηκε σ’ αυτό, δηλαδή επί ογδόντα έξι [86] ημέρες ή 12,28 εβδομάδες (86/7 = 12,28), το πλοίο εκτέλεσε 20,75 εξπρές δρομολόγια [12,28 Χ 1,69 = 20,75]. Με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του επίκουρου θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας (απορριπτομένου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης που επαναφέρεται με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της Β΄ έφεσής της), χωρίς συνυπολογισμό, όμως, του επιδόματος ιματισμού, κατά το συναφές βάσιμο σκέλος του ιδίου λόγου της αυτής εφέσεως, ανέρχονταν, κατά τα προαναφερθέντα, σε δύο χιλιάδες επτακόσια οκτώ ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (2.708,62 €), δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (2.708,62 € Χ 1/30 Χ 20,75 = 1.873,52 €), έναντι των οποίων έχει εισπράξει, κατά την ερευνώμενη χρονική περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις της πληρωμής του και όπως και ο ίδιος καθ’ υποφοράν με την αγωγή του παραδέχεται, χίλια πεντακόσια ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (1592,21 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των διακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (1.873,52 € – 1.592,21 € = 281,31 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την ίδια αιτία στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των οκτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (847,53 €), θέτοντας ως βάση του συλλογισμού του, πρώτον, ότι το πλοίο κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εκτέλεσε 2,18 εξπρές δρομολόγια, δεύτερον, ότι μεταξύ αυτών έπρεπε να περιληφθούν και οι ημερινοί πλόες της Τρίτης προς Σύρο – Μύκονο, μολονότι αυτοί ολοκληρώνονταν αυθημερόν και δεν διαρκούσαν πάνω από δώδεκα [12] ώρες και, τρίτον, ότι οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ήσαν αυξημένες έναντι των ανωτέρω, επειδή συνυπολογίστηκε, όπως δεν έπρεπε, το επίδομα ιματισμού, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τα συναφή βάσιμα σκέλη του τρίτου λόγου της ένδικης Β΄ έφεσης. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως και 30.6.2018 το ίδιο πλοίο είχε τρεισήμισι [3,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης από τον Πειραιά κάθε Πέμπτη επί δύο [2] εβδομάδες (την πρώτη και την τρίτη της εν λόγω χρονικής περιόδου) και εννέα και μισή [9,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης από την ίδια αφετηρία την Τρίτη, την Πέμπτη και το Σάββατο της δεύτερης εβδομάδας. Συνεπώς, πραγματοποίησε συνολικά 2,07 δρομολόγια εξπρές {[(3,5 ώρες ÷ 8 =) 0,44 δρομολόγια ανά εβδομάδα Χ 2 εβδομάδες =] 0,88 δρομολόγια + [(9,5 ώρες ÷ 8 =) 1,19 δρομολόγια ανά εβδομάδα Χ 1 εβδομάδα =] 1,19 δρομολόγια = 2.07 δρομολόγια}, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ύψους εκατόν ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (2.708,62 € Χ 1/30 Χ 2,07 = 186,90 €). Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2018 έως και 31.8.2018 το ίδιο πλοίο είχε τρεισήμισι [3,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης από τον Πειραιά κάθε Πέμπτη επί πέντε [5] εβδομάδες (την πρώτη και την τρίτη εκάστου μηνός της εν λόγω χρονικής περιόδου) και εξήμισι ώρες πρόωρης αναχώρησης συνολικά, για καθεμία από τις υπόλοιπες τέσσερις [4] εβδομάδες (την δεύτερη και την τέταρτη του ιδίου χρονικού διαστήματος), αφού αναχωρούσε από την αφετηρία του κάθε δεύτερη Πέμπτη τρεισήμισι [3,5] πριν τη συμπλήρωση εξαώρου από τον προηγούμενο κατάπλου του και κάθε δεύτερο Σάββατο τρεις [3] ώρες πριν τη συμπλήρωση εξαώρου από τον προηγούμενο κατάπλου του. Συνεπώς, πραγματοποίησε συνολικά 5,44 δρομολόγια εξπρές {[(3,5 ώρες ÷ 8 =) 0,44 δρομολόγια ανά εβδομάδα Χ 5 εβδομάδες =] 2,2 δρομολόγια + [(6,5 ώρες ÷ 8 =) 0,81 δρομολόγια ανά εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες =] 3,24 δρομολόγια = 5.44 δρομολόγια}, χωρίς, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, να συνυπολογίζεται το δρομολόγιο προς Σύρο – Μύκονο, που εκτελούταν κάθε δεύτερη Τρίτη, με αναχώρηση στις 07:30 και επιστροφή στις 18:30, αφού τότε το πλοίο λειτουργούσε ως ημερόπλοιο. Για τα δρομολόγια αυτά ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ύψους τετρακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (2.708,62 € Χ 1/30 Χ 5,44 = 491,18 €). Συνολικώς δε ο ενάγων δικαιούται για τη θερινή περίοδο του έτους 2018 πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή ύψους εξακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (186,90 € + 491,18 € = 678,08 €), έναντι των οποίων αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του του καταβλήθηκαν επτακόσια ενενήντα ευρώ και επτά λεπτά (146,60 € + 643,47 € = 790,07 €), με αποτέλεσμα η απαίτησή του από την αιτία αυτή για το έτος 2018 να είναι εξοφλημένη και το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο ουσιαστικά αβάσιμο.
VII. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)».
Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία ουδέποτε του παρείχε διανυκτέρευση, χωρίς μάλιστα να του καταβάλει πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε να αποζημιωθεί για είκοσι δύο (22) διανυκτερεύσεις, τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του κατά ένα μέρος και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (586,65 €). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ BS1 και τις αντίστοιχες αιτήσεις του, που εγκρίθηκαν με την υπογραφή του προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, του Υπάρχου και του Πλοιάρχου του πλοίου, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε τρεις [3] συνεχόμενες άδειες διανυκτέρευσης κατά το μήνα Μάιο του έτους 2018 και, συγκεκριμένα, στις 12, 13 και 14.5 και δύο [2] συνεχόμενες άδειες διανυκτέρευσης κατά το μήνα Αύγουστο του προηγούμενου έτους και, συγκεκριμένα, στις 1 και 2.8.2017. Επομένως, ο ενάγων για τους ως άνω μήνες έλαβε τις προβλεπόμενες άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημιώσεως, αφού εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει δύο [2] διανυκτερεύσεις για το μήνα Μάιο του έτους 2018 και μία [1] διανυκτέρευση για το μήνα Αύγουστο του έτους 2017, χωρίς οι παρασχεθείσες περισσότερες ανά καθένα μήνα από αυτούς να μπορούν να συμψηφιστούν με μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση άλλου μηνός, δεδομένου ότι προς τούτο δεν υπάρχει νόμιμη βάση. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκαν όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις, όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας», καθόσον όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά οι λόγοι αυτοί εξέλιπαν. Όμως, η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους, απορριπτομένου, επομένως, του συναφούς δεύτερου λόγου της ένδικης Β΄ έφεσης. Συνεπώς, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των οκτακοσίων ενός ευρώ και εξήντα ενός λεπτών [(μισθός ενέργειας 928,36 € Χ 1/22 =) 42,19 € X 19 διανυκτερεύσεις [22 κατά το αγωγικό αίτημα – 3 χορηγηθείσες] = 801,61 €], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν τριακόσια ογδόντα τρία ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτά (383,72 €), που όπως δεν αμφισβητείται έχουν ήδη κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος καταβληθεί, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαιτήσεώς του από την αιτία αυτή να ανέρχεται σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά (801,61 € – 383,72 € = 417,89 €). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος σε υπέρτερο ποσόν (586,65 €), πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσία.
VIII. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της Β΄ έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΧ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, με την επισήμανση ότι κανένα από τα επιδικαζόμενα κονδύλια δεν υπερβαίνει το ήμισυ του αντιστοίχως αιτηθέντος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης το συνολικό χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και δύο λεπτών (4.991,23 € + 2.028,59 € + 281,31 € + 417,89 € = 7.719,02 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (31.8.2018), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (589,71 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2019 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Χ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Β΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.
ΧΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων επτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και δύο λεπτών (7.719,02 €), με το νόμιμο τόκο από την 1η.9.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (589,71 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2019.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ