Αριθμός 29/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 26.4.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 867/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 30.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 517, 518 παρ. 1, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …… ποσού 150 ευρώ δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και τη διάταξη του άρθρου 35 παρ 2 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄240/22.12.16) Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ θα συνεκδικαστεί με αυτή το από 17.8.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων με αριθμό ……. το οποίο κοινοποιήθηκε στις εφεσίβλητες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’επικλήσεως από την εκκαλούσα με αριθμούς ….. και …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιά ……
Με την από 30.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ναυτική εταιρία που εδρεύει ……. εξέθετε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σηµαία Νήσων Μάρσαλ δεξαµενόπλοιου «Ε.», το οποίο, κατά τον αναφερόµενο στο δικόγραφο χρόνο, προσάραξε έµφορτο στις εκβολές του ποταµού Warri στη Νιγηρία. Ότι η πρώτη εφεσίβλητη ναυτική εταιρία που εδρεύει ….. …. είναι πλοιοκτήτρια και η δεύτερη εφεσίβλητη ναυτική εταιρία που εδρεύει στον ….. αλλά έχει εγκαταστήσει σύμφωνα με τον α.ν 89/1967 γραφείο στον …. είναι διαχειρίστρια του υπό σηµαία Νήσων Μάρσαλ δεξαµενόπλοιου «S.P.», το οποίο στον αναφερόµενο χρόνο προσδέθηκε στο προσαραγµένο πλοίο της εκκαλούσας για την επιχείρηση µεταφόρτωσης µέρους του φορτίου του. Ότι υπό τις περιγραφόµενες στο δικόγραφο συνθήκες ο πλοίαρχος του πλοίου της πρώτης εφεσίβλητης, εξαιτίας της παράνοµης και υπαίτιας συµπεριφοράς του, κατά τη διάρκεια ελιγµών για την αποµάκρυνση του πλοίου από το πλοίο της καλούσας-ενάγουσας, προκάλεσε σ’ αυτό τις αναφερόµενες στο δικόγραφο υλικές ζηµίες. Με βάση το ιστορικό, µε το αγωγικό δικόγραφο αιτήθηκε, µε απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι ήδη εφεσίβλητες, εις ολόκληρον η καθεµία, να της καταβάλουν τα ακόλουθα ποσά: 1) το ποσό των 226.809 δολλαρίων ΗΠΑ, για την αποκατάσταση των υλικών ζηµιών που προκλήθηκαν στο κύτος του πλοίου της εξαιτίας της ένδικης σύγκρουσης, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόµενα στο αγωγικό δικόγραφο, 2) το ποσό των 236.152,02 δολλαρίων ΗΠΑ, ως καθαρούς ναύλους που απώλεσε για το χρονικό διάστηµα από την 11-08-2012 έως την 09-09-2012, κατά το οποίο εκτελέστηκαν οι εργασίες αποκατάστασης των ζηµιών και διενεργήθηκαν οι αναγκαίες επιθεωρήσεις, 3) το ποσό των 213.618,65 δολ/αρίων ΗΠΑ, για δαπάνες στις οποίες αυτή υποβλήθηκε εξαιτίας της ένδικης σύγκρουσης, στο οποίο περιλαµβάνονται: α) το ποσό των 77.268,51 δολ/αρίων ΗΠΑ, για την κάλυψη των τρέχοντων εξόδων, που καταβλήθηκαν στο ναυτικό πράκτορα του πλοίου κατά τη διάρκεια των επισκευών, β) το ποσό των 35.000 δολ/αρίων ΗΠΑ, για αµοιβή και έξοδα του Αρχιµηχανικού της ήδη εκκαλούσας-ενάγουσας, γ) το ποσό των 4.650 δολλαρίων ΗΠΑ, ως ειδική µισθοδοσία του πληρώµατος κατά τη διάρκεια των επισκευών, δ) το ποσό των 20.430,14 δολλαρίων ΗΠΑ, για δαπάνες τηλεπικοινωνιών, ε) το ποσό των 10.000 δολλαρίων ΗΠΑ, για αµοιβές του προσωπικού της διαχειρίστριας εταιρίας, στ) το ποσό των 66.270 δολλαρίων ΗΠΑ, για επιπλέον ασφάλιστρα κινδύνων πολέµου κατά το χρονικό διάστηµα από 25-07-2012 έως 09-09-2012, 4) το ποσό των 18.230,66 ευρώ, για δαπάνες στις οποίες αυτή υπεβλήθη εξαιτίας της σύγκρουσης, στο οποίο περιλαµβάνονται: α) το ποσό των 13.458,66 ευρώ, για δαπάνες κινητής τηλεφωνίας κατά το χρονικό διάστηµα από 01-07-2012 έως 13-09-2012, και β) το ποσό των 4.772 ευρώ, για αµοιβή επιθεωρητή κατά τη διάρκεια των επισκευών, 5) το ποσό των 200.000 δολλαρίων ΗΠΑ, για µείωση της αγοραία; αξίας του πλοίου της, και 6) το ποσό των 80.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέµενα µε το αγωγικό δικόγραφο, ήτοι συνολικά το ισάξιο σε ευρώ ποσό των (226.809 + 236.152,02 + 213.618,65 + 200.000 =) 876.579,67 δολλαρίων ΗΠΑ, µε βάση την επίσηµη ισοτιµία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά την ηµέρα της πληρωµής, καθώς και το ποσό των (18.230,66 + 80.000 =) 98.230,66 ευρώ, όλα δε τα παραπάνω νοµιµότοκα από την εποµένη της σύγκρουσης (02-07-2012), άλλως από την επίδοση της κρινόµενης αγωγής και µέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής που εμφάνιζε στοιχεία αλλοδαπότητας σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 37 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1,4 παρ. 1,6 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1γ, 80, 81 του Κανονισµού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις», λόγω της κύριας εγκατάστασης της δεύτερης εφεσίβλητης στον Πειραιά, έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 18, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 3Α – Β περ. ιστ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το νιγηριανό δίκαιο σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3,4 παρ. 1, 15, 31, 32 του Κανονισμού με αριθμό 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, καθώς έκρινε ότι από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων δεν προέκυπτε προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα, ώστε να εφαρμοστεί το δίκαιο της χώρας αυτής, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του παραπάνω Κανονισμού. Με βάση το δίκαιο αυτό έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς τη διαχειρίστρια του πλοίου και μη νόμιμα τα αγωγικά αιτήματα περί αποζημίωσης για τη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου και περί ηθικής βλάβης διότι αυτά δεν προβλέπονταν από το νιγηριανό δίκαιο, ενώ μη νόμιμο κρίθηκε το αγωγικό αίτημα περί καταβολής των αγωγικών αιτημάτων σε ευρώ με βάση την ισοτιμία με το αλλοδαπό νόμισμα (δολλάριο ΗΠΑ) κατά το χρόνο πληρωμής. Κατά τα λοιπά η αγωγή κρίθηκε ορισµένη και νόµιµη με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 338, 344, 345, 337, 338 και 351 του Νόµου περί Εµπορικής Ναυτιλίας έτους 2007 (Merchant Shipping Act 2007), 1 περ. α’ 2 περ. α’ και β, 5, 7 περ. α’ της Διεθνούς Σύµβασης «περί των Διεθνών Κανονισµών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν Θαλάσση 1972», οι οποίοι ισχύουν στη Νιγηρία, µε βάση τη διάταξη του άρθρου 265 του παραπάνω νοµοθετήµατος. Στη συνέχεια όμως την έκρινε ως παραγεγραμμένη και την απέρριψε διότι στο νιγηριανό δίκαιο δεν προβλέπεται διακοπή της παραγραφής ενώ αποζημιώσεις καταβάλλονται μόνο μέχρι την πάροδο διετίας από την αδικοπραξία (άρθρο 343 του Νόμου περί Εμπορικής Ναυτιλίας του 2007), η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε συμπληρωθεί αφού το επίδικο συμβάν χρονολογείται την 1.7.2012 και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα είχε εγείρει σ’ αυτό το Δικαστήριο την από 27-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9289/2013 αγωγή, από την οποία παραιτήθηκε στις 6.2.2015 με δικόγραφο που επιδόθηκε στις εφεσίβλητες και ήγειρε στη συνέχεια την κρινόμενη από 30-06-2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 4107/2015 αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ακολούθως αιτείται την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 1680, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011 109, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009 1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005 1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005 372, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000 528, ΕφΔωδ 107/1999 ΕπισκΕΔ 2000 721). Περαιτέρω στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δίκαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005, 373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004, 931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ` αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο» εκδ. 2005 παρ. 28 σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ` επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002,114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992, 291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔ 1992, 308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988, 300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985, 502, ΕφΠειρ 5/2012 Πειρ Νομ 2012, 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011, 39, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009, 13). Εξάλλου σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 15.9.2015 γνωμοδότηση που αφορά το νιγηριανό δίκαιο σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίου ενώπιον του Δικαστηρίου της Νιγηρίας, εφαρμοστέος θα ήταν ο Νόμος περί Εμπορικής Ναυτιλίας του 2007 και ο Νόμος περί Δικαιοδοσίας σε Ναυτικές Υποθέσεις και οι αρχές του Αγγλικού Κοινοδικαίου περί αδικοπραξιών. Οι διατάξεις αυτών των νόμων είναι παρόμοιες με αυτές του Αγγλικού Δικαίου. Είναι ουσιώδες να επισημανθεί ότι λόγω κυρίως του συνδέσμου της Νιγηρίας με τη Μεγάλη Βρετανία (ως πρώην βρετανικής αποικίας), το αγγλικό δίκαιο έχει καταστεί η μεγαλύτερη πηγή της νομοθεσίας της. Έχουν καταβληθεί ενσυνείδητες προσπάθειες ώστε να ενσωματωθούν στο σύστημα οι αγγλικοί νόμοι είτε με αυτοκρατορική επιβολή είτε με επιτόπια «πρόσληψη». Το προσληφθέν αγγλικό δίκαιο προ του 1900 συνιστά μέρος των πηγών του νιγηριανού δικαίου και συνιστά μέρος του νιγηριανού δικαίου που εφαρμόζεται δυνάμει αυτοκρατορικής επιβολής. Ακολούθως το άρθρο 32 (1) του Ερμηνευτικού Νόμου, κεφάλαιο 123 των Νόμων της Ομοσπονδίας της Νιγηρίας του έτους 2004, προβλέπει τα εξής: «( 1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου και εκτός εάν προβλέπεται άλλως από οποιονδήποτε ομοσπονδιακό νόμο, το Κοινοδίκαιο της Αγγλίας και τα δόγματα της επιείκειας καθώς και τα νομοθετήματα γενικής εφαρμογής που ήταν σε ισχύ στην Αγγλία την 1η Ιανουαρίου 1900 θα ισχύουν στη Νιγηρία στο μέτρο κατά το οποίο σχετίζονται με οποιοδήποτε θέμα εντός της νομοθετικής αρμοδιότητας του Ομοσπονδιακού κοινοβουλίου». Το αγγλικό δίκαιο που θεσπίζεται μετά την 1η Ιανουαρίου 1900 εφαρμόζεται επίσης στα νιγηριανά δικαστήρια εφ’ όσον έχει γίνει αποδεκτό από επιτόπιο νομοθέτημα, δηλαδή επιτόπια νομοθεσία. Επομένως σε περίπτωση που μια υπόθεση αχθεί ενώπιον νιγηριανού δικαστηρίου οι εφαρμοστέοι νόμοι θα είναι ουσιαστικά ομοίως διατυπωμένοι όπως οι εφαρμοστέοι αγγλικοί νόμοι. Κατά το νιγηριανό δίκαιο, η αξίωση για ζημιές τις οποίες υπέστη στη διάρκεια μετάγγισης από πλοίο σε πλοίο, το μητρικό πλοίο ως αποτέλεσμα πρόσκρουσης με το θυγατρικό πλοίο θα κρίνεται με βάση τις διατάξεις περί συγκρούσεως, δηλαδή το Νόμο για την Εμπορική Ναυτιλία και τις αρχές του δικαίου των αδικοπραξιών που αφορούν την αμέλεια. Κατά το νιγηριανό δίκαιο, η αμέλεια δεν είναι αδικοπραξία αντικειμενικής ευθύνης. Ευθύνη θα μπορούσε να αποδοθεί στον αδικοπραγήσαντα βάσει της αρχής της υπαιτιότητος. Το βάρος αποδείξεως των ουσιωδών στοιχείων αυτού του ισχυρισμού βαρύνει αποκλειστικά τον ενάγοντα. Με άλλα λόγια η τυχόν διαχειρίστρια του πλοίου πρέπει να καταδειχθεί ως υπαίτια για το περιστατικό υπό την έννοια ότι η ευθεία πράξη ή-παράλειψή της ήταν αυτή που προκάλεσε τη ζημία και τις απώλειες που υπέστη ο ενάγων. Εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η ζημία προεκλήθη από κάποιον άλλο παράγοντα, τότε δεν μπορεί να αποδοθεί αμέλεια. Οι ενάγοντες θα πρέπει να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της θεωρίας της πραγματικής υπαιτιότητος και γνώσεως, π.χ. ότι οι διαχειριστές οφείλουν καθήκον επιμέλειας προς τους ενάγοντες, ότι το καθήκον επιμέλειας παραβιάστηκε από τους διαχειριστές και η προκύψασα παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα την επέλευση του περιστατικού που επέφερε τις ζημίες που υπέστη ο ενάγων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν γίνεται στο δικόγραφο της αγωγής επίκληση συγκεκριμένων ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων της δεύτερης εφεσίβλητης ή των προστηθέντων αυτής εξαιτίας των οποίων επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα και μόνη η ιδιότητα της δεύτερης εφεσίβλητης ως διαχειρίστριας του πλοίου S.P. δεν αρκεί για τη θεμελίωση του νόμιμου όρου ευθύνης κατά το νιγηριανό δίκαιο. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε η διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1 του ΚΙΝΔ αφενός ρυθμίζει το θέμα με τον ίδιο τρόπο με αυτόν στο νιγηριανό δίκαιο, όπως προκύπτει και από τη νομολογία πού προεκτέθηκε αφετέρου αυτή δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου δηλαδή αμέσου εφαρμογής συμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ). Επομένως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη διότι έκρινε ότι δεν αναφέρονταν στο δικόγραφο τέτοια πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν ευθύνη της από το νόμο για τυχόν αδικοπραξίες προστηθέντων της πλοιοκτήτριας, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα ναυτική εταιρία με το σχετικό, πρώτο, λόγο εφέσεώς του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ενώ το μέρος του λόγου αυτού με το οποίο υποβάλλεται παράπονο για κακή εκτίμηση αποδείξεων είναι απορριπτέο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε αποδείξεις ως προς την παθητική νομιμοποίηση της δεύτερης εφεσίβλητης.
Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής, προκειμένης συγκρούσεως πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ` αυτήν αργότερα (βλ. τη διάταξη του άρθρου 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη, ή όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, το άρθρο 26 ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)». Οι διατάξεις του Κανονισμού αυτού αντικαθιστούν, μετά τη θέση του σε εφαρμογή (ήτοι από την 11.1.2009 – βλ. άρθρο 32 του Κανονισμού αυτού), τους νομοθετικώς και νομολογιακώς διαπλασμένους κανόνες συγκρούσεως αυτού του κράτους όσον αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές που υπάγονται στο καθ` ύλην πεδίο εφαρμογής του και αφορούν ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του (άρθρο 31 του εν λόγω Κανονισμού). Η αντικατάσταση των εθνικών κανόνων συγκρούσεως από αυτούς του Κανονισμού εκφράζει τον οικουμενικό του χαρακτήρα, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 3 αυτού (πρβλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ` Εκδοση, έτος 2008, σ 178, για την αντίστοιχη πρόβλεψη της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές).
Στο άρθρο 4 του προαναφερόμενου κανονισμού εισάγεται γενικός κανόνας περί εφαρμοστέου δικαίου και ορίζεται ειδικότερα ότι «1. Το εφαρµοστέο δίκαιο επί εξωσυµβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζηµία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζηµιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έµµεσα απoτελέσµατα, (lex loci damni) εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισµό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόµενος ως υπαίτιος και ο ζηµιωθείς εχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζηµίας, τη συνήθη διαµονή τους στην ίδια χώρα, εφαρµόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εµφανίζει προδήλως στενότερο δεσµό µε χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρµόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσµός µε άλλη χώρα µπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση µεταξυ των µερών, όπως σύµβαση, η οποία συνδέεται στενά µε την εν λόγω αδικοπραξία».
Με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για την εφαρμογή του νιγηριανού δικαίου μέσω του κανονισμού του 2007 καθώς ισχυρίζεται ότι επειδή οι εφεσίβλητες διέθεταν εγκατάσταση στην Ελλάδα, το ελληνικό δίκαιο θα ήταν αυτό που έπρεπε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρωτίστως πρέπει να αναφερθεί ότι αυτός ο λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι ναι μεν με τον παραπάνω κανονισμό η lex loci commisi τίθεται εκποδών και με το άρθρο 4 θεσπίζεται τη αρχή της lex loci damni, με σκοπό την προστασία των ασθενέστερων συμβαλλομένων, με εξαιρέσεις από τον κανόνα, αφού όταν υπαίτιος και ζημιούμενος έχουν κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας συνήθη διαμονή στην ίδια χώρα εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής, πλην όμως η έννοια της αδικοπραξίας δεν καθορίζεται στο κείμενο του Κανονισμού. Άρα πρωτίστως ο νομικός χαρακτηρισμός (“qualification”) της βιοτικής- σχέσης θα γίνει κατά το δίκαιο το οποίο θα επιλεγεί από το δικαστήριο ανάλογα με την άποψη της θεωρίας και της νομολογίας που θα ακολουθηθεί και η κρατούσα στη νομολογία άποψη (ΑΠ 1145/2005 ΕλΔικ 45, 457, ΕφΑθ 4467/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009, 970 ΕφΑθ 4067/2002 ΕλΔικ 44, 218) δέχεται ότι εφαρμόζεται το δίκαιο, το οποίο το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους στο οποίο δικάζεται η υπόθεση ορίζει ως εφαρμοστέο για την έννομη σχέση και στην προκειμένη περίπτωση για την αδικοπραξία, δηλαδή θα εφαρμοστεί το άρθρο 26 του ΑΚ (βλ. Ι. Κοροτζή Ο κανονισμός 864/2007 της ευρωπαϊκής ένωσης γα το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές και η επίδραση του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο ΝοΒ 2009, 278επ.). Η ίδια η ιδιωτική γνωμοδότηση του ομ. Καθηγητή Κ. Μπέη που προσκομίζεται από την εκκαλούσα και τιτλοφορείται «ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων και εφαρμοστέων κανόνων σε διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας» αναφέρει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη στη συγκεκριμένη περίπτωση ρυθμίζεται με βάση το άρθρο 26 του ΑΚ και ότι η εκ του νόμου ευθύνη βάσει του ΚΙΝΔ δεν είναι αντικείμενο ρύθμισης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και συνεπώς είναι αλυσιτελής η επίκληση των διατάξεων του ΚΙΝΔ από την εκκαλούσα. Σε κάθε περίπτωση εδώ η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα πλοιοκτήτρια δεν συνδέεται με την Ελλάδα από μόνο το γεγονός ότι η διαχειρίστρια του βλαβέντος πλοίου και μη διάδικος εν προκειμένω φέρεται να έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. Επομένως τυχόν επιχείρημα περί εφαρμογής ελληνικού δικαίου με βάση την παρ. 2 του άρθρου 4 του κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την παράγραφο 3 του προαναφερόμενου άρθρου καθώς δεν προκύπτουν περιστάσεις σύνδεσης της περιγραφόμενης στην αγωγή αδικοπραξίας με την Ελλάδα, αφού η σύγκρουση έλαβε χώρα στη Νιγηρία στην οποία το ναυλωμένο από αγγλική εταιρία πλοίο θα εκτελούσε μεταφορά εντός της Νιγηρίας. Κρίνοντας επομένως εφαρμοστέο το νιγηριανό δίκαιο που έλαβε χώρα η αδικοπραξία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως περί του αντιθέτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Το άρθρο 347 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 2007 είναι ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 344 που θα αναφερθεί παρακάτω και ορίζει ότι : «(1) Σε περίπτωση που ένα πλοίο υποστεί ζηµία αλλά δεν καταστεί ολική απώλεια, ο ενάγων θα δικαιούται να αξιώσει ως ζηµίες: (α) Το κόστος των εύλογων προσωρινών επισκευών που θα εκτελέσει καθώς και το κόστος των εύλογων οριστικών επισκευών. (β) αποζηµίωση σώστρων, γενικής αβαρίας και άλλων εξόδων και δαπανών που θα προκύψουν εύλογα ως αποτέλεσµα της σύγκρουσης, (γ) αποζηµίωση των ποσών για τα οποία ο ενάγων έχει καταστεί νοµικά υπόχρεος και έχει καταβάλει προς τρίτους εν σχέσει µε τέτοια ευθύνη, προκύπτουσα από τη σύγκρουση για συµβατική ή νόµιµη αιτία ή άλλη νόµιµη υποχρέωση. (δ) αποζηµίωση για την απώλεια καθαρού ναύλου και για το κόστος αντικατάστασης καυσίµων και για απώλεια εξαρτισµού ως συνέπεια της σύγκρουσης που δεν περιλαµβάνεται στο κόστος των επισκευών σύµφωνα µε την υποπαράγραφο (1) (α) αυτού του άρθρου.». Από το περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης που έτυχε εφαρμογής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορίζονται περιοριστικά και εξειδικεύοντα οι ζημίες που αποκαθίστανται σε περίπτωση μερικής απώλειας πλοίου. Αντίθετα το 344 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 2007 ορίζει ότι : «Οι αποκαταστατέες ζηµίες σύµφωνα µε αυτό το µέρος του Νόµου αυτού θα είναι τέτοιες ώστε να φέρουν τον ενάγοντα στην ίδια οικονοµική κατάσταση στην οποία θα ήταν αν δεν είχε προκύψει η σύγκρουση». Η διάταξη αυτή είναι γενική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 347 όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της και συνεπώς αυτό σημαίνει ότι δεν διευρύνει τις ζημίες που αποκαθίστανται σε περίπτωση μερικής απώλειας πλοίου όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα αλλά ότι η ύπαρξη της ειδικής προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 347 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 2007 αποκλείει την εφαρμογή της και συνεπώς κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως μη νόμιμο το αίτημα αποζημίωσης λόγω της μείωσης της αξίας του πλοίου από τη σύγκρουση και περί ηθικής βλάβης λόγω της σύγκρουσης ορθά τον αλλοδαπό νόμο εφήρμοσε. Επομένως ο δεύτερος λόγος έφεσης περί κακής εφαρμογής των διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ ‘ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα’. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας. Επομένως, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) (ΑΠ 476/2017 δημ. νόμος). Επομένως, ο τέταρτος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζεται από την εκκαλούσα ναυτική εταιρία ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα κατ` άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων του αλλοδαπού δικαίου που εφαρμόστηκαν, πέραν της αοριστίας του, διότι δεν διευκρινίζεται σε τη συνίσταται η δυσχέρεια των διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου (ΑΠ 476/2017 δημ. Νομος), οι οποίες κατά τα εκτιθέμενα στο λόγο έφεσης διευκρινίστηκαν με πολλαπλές ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις που προσκομίστηκαν από τα ίδια τα διάδικα μέρη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσκομιζόμενες και εμπεριεχόμενες στις ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις διατάξεις ουδεμία δυσχέρεια εμφάνιζαν ώστε να κρίνεται ότι πρέπει να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η κυρωθείσα από την Ελλάδα σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 περί συγκρούσεως πλοίων και το ελληνικό δίκαιο περί πλημμελούς εκπλήρωσης της ενοχής. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όπως ήδη προαναφέρθηκε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου εφέσεως η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, που κυρώθηκε με το Ν. ΓΩΠΣΤ/1911 (ΦΕΚ A 224/12-8-1911), «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων» τυγχάνει εφαρμογής, όταν πρόκειται για σύγκρουση πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ` αυτήν αργότερα, ενώ για τα μη ρυθμιζόμενα από αυτή ζητήματα αστικής ευθύνης εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου (ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29.57). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πλοία φέρουν σημαία νήσων Μάρσαλ που δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση του 1910 ενώ η σύγκρουση έγινε στη Νιγηρία και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που το έκρινε εφαρμοστέο ορθά ερμήνευσε το νόμο.
Με τον έκτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου επειδή απορρίφθηκε με βάση το νιγηριανό δίκαιο ως παραγεγραμμένη η αγωγή της. Συναφείς είναι και οι δύο πρώτοι των προσθέτων λόγων στους οποίους γίνεται λόγος για ψευδή ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ με την εφαρμογή της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας του Νιγηριανού δικαίου, όταν με το Ελληνικό δίκαιο υφίσταται η έννοια της διακοπής της παραγραφής, καθώς και παράβαση του άρθρου 33 του ΑΚ καθώς ο αλλοδαπός κανόνας δικαίου δεν εφαρμόζεται εάν η εφαρμογή του προσκρούει στην Ελληνική δημόσια τάξη. Και οι τρεις παραπάνω λόγοι έφεσης κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι το πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση κρίνεται με βάση το Νιγηριανό δίκαιο που κρίθηκε εφαρμοστέο και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν με βάση το άρθρο 26 του ΑΚ (Βρέλλη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο 1988, 147) στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός από την 9.9.2015 γνωμοδότηση του ελληνικού ινστιτούτου διεθνούς και αλλοδαπού δικαίου προκύπτει ότι με την παράγραφο 343 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 2007 προβλέπεται ειδική διάταξη για την παραγραφή αξιώσεων αποζημίωσης σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει διετή παραγραφή των σχετικών αξιώσεων ως εξής: 343. Παραγραφή (Limitation of actions). (1) Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, καμιά αγωγή δεν δύναται να εγερθεί προς εκτέλεση [είσπραξη- enforcement] οποιασδήποτε αξίωσης ή προνομίου κατά πλοίου ή ιδιοκτητών- του σε σχέση με κάθε ζημία ή απώλεια που προκλήθηκε σε άλλο πλοίο, το φορτίο του ή κάθε περιουσιακό στοιχείο του, ή σε σχέση με αποζημίωση λόγω απώλειας της ζωής ή σωματικών βλαβών που υπέστη κάθε πρόσωπο επί του σκάφους, που προκλήθηκαν από υπαιτιότητα του πρώτου ως άνω πλοίου, είτε αυτό είναι εν όλω είτε εν μέρει υπαίτιο, ή σε σχέση με κάθε υπηρεσίες διάσωσης, παρά μόνον εάν η αγωγή αποζημίωσης ασκηθεί μέσα σε δύο χρόνια από την ημερομηνία κατά την οποία προκλήθηκε η ζημία ή η απώλεια ή η σωματική βλάβη ή παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες διάσωσης. (2) Αγωγή προς εκτέλεση [είσπραξη-enfοrcement] οποιασδήποτε κάθε συνεισφοράς σε σχέση με υπερβάλλον ποσό αποζημίωσης για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες δεν δύναται να εγερθεί σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, παρά μόνον εάν η σχετική αγωγή ασκηθεί μέσα σε έναν χρόνο από την ημερομηνία της καταβολής. (3) Κάθε αρμόδιο δικαστήριο δύναται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής όποτε κρίνει σκόπιμο και υποχρεούται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής στον βαθμό που απαιτείται, προκειμένου να δοθεί εύλογη ευκαιρία [για τη κατάσχεση του εναγόμενου πλοίου], εάν πειστεί ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου παραγραφής δεν συνέτρεξε εύλογη ευκαιρία για την κατάσχεση του εναγόμενου πλοίου σε λιμένα της Νιγηρίας ή εντός τριών μιλίων από τις ακτές της Νιγηρίας ή τοπικά εντός της δικαιοδοσίας της χώρας που ανήκει το πλοίο του ενάγοντος ή στην οποία ο ενάγων έχει την κατοικία του ή την κύρια έδρα των δραστηριοτήτων του. Επισημαίνεται ότι κατά το νιγηριανό δίκαιο η παραγραφή (Iimitation period) στην κυριολεξία έχει την έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης της αγωγής (Iimitation of actions, time-bar οπ civil proceedings) και ως εκ τούτου, η άσκηση της αγωγής δεν συνεπάγεται τη «διακοπή» της παραγραφής και σε περίπτωση παραίτησης από αγωγή και άσκησης νέας, η τελευταία ασκείται παραδεκτά μόνον εντός του χρόνου παραγραφής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ήδη εκκαλούσα είχε εγείρει σ’ αυτό το Δικαστήριο την από 27-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. αγωγή που κοινοποιήθηκε στις 31.12.2013, από την οποία παραιτήθηκε στις 6.2.2015 με δικόγραφο που επιδόθηκε στις εφεσίβλητες και ήγειρε στη συνέχεια την κρινόμενη από 30-06-2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή που κοινοποιήθηκε την 1.7.2015, πλην όμως η διετή αποσβεστική προθεσμία από το συμβάν συμπληρώθηκε στις 30.6.2014 δηλαδή πριν την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής. Εκ περισσού να αναφερθεί ότι κατά το άρθρο 289 παρ. 6 ΚΙΝΔ οι αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από σύγκρουση πλοίων και δη για οποιαδήποτε ζημία οποιουδήποτε εκ των παθόντων ή ζημιωθέντων, καθώς και εκείνων που ευθύνονται ως υπαίτιοι για τη σύγκρουση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις υπόκεινται σε ετήσια παραγραφή. Κατά το άρθρο δε 291 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει άμα τη λήξει του έτους, καθ` ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής (Ολ. ΑΠ 15/1992 Ελ.Δ. 33, 765) και συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η διάταξη του νιγηριανού δικαίου περί διετούς αποσβεστικής προθεσμίας εισάγει ρωγμή στην ελληνική δημόσια τάξη (άρθρο 33 του ΑΚ) διότι και στο ελληνικό δίκαιο αν δεν είχε μεσολαβήσει η τροποποίηση με το άρθρο 101 παρ.1 Ν.4139/2013,ΦΕΚ Α 74/20.3.2013, της διάταξης του άρθρου 261 του ΑΚ που πλέον ορίζει ότι «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης.2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.», η αξίωση της εκκαλούσας θα ήταν παραγεγραμμένη σύμφωνα και με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου λόγω της παρέλευσης των δεκατεσσάρων μηνών που μεσολάβησαν ανάμεσα στην άσκηση της αρχικής αγωγής και τη μετέπειτα παραίτηση από το δικόγραφο της.
Ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Επομένως τα όσα αναφέρονται από την εκκαλούσα στον τρίτο λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων εφέσεως περί πλημμελών αιτιολογιών ως προς την εφαρμογή του κανονισμού του 864/2007 της ευρωπαϊκής ένωσης γα το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές και με τον έκτο λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων εφέσεως περί αντιφατικών αιτιολογιών προβάλλονται αλυσιτελώς και κρίνονται απορριπτέα. Για τον ίδιο λόγο κρίνεται απορριπτέος ο έβδομος πρόσθετος λόγος περί μη λήψεως υπόψη κρίσιμων ισχυρισμών περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, αφού όπως ήδη προεκτέθηκε κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στο εφαρμοστέο Νιγηριανό δίκαιο. Τέλος απορριπτέος ως αλυσιτελής είναι και ο πέμπτος πρόσθετος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι δεν εφαρμόστηκε το αλλοδαπό δίκαιο δηλαδή το άρθρο 350 που προβλέπει ότι : «Όταν ο ενάγων δεν είναι Νιγηριανός, εκτός εάν τα µέρη έχουν συµφωνήσει τον υπολογισµό των ζηµιών τους βάσει συγκεκριµένου νοµίσµατος, η ακόλουθα διαδικασία θα εφαρµόζεται: (α) ζηµίες ή δαπάνες θα µετατρέπονται από το νόµισµα στο οποίο προέκυψαν σε Νάιρα κατά την ισχύουσα ισοτιµία της ηµεροµηνίας κατά την οποία η ζηµία ή οι δαπάνες προέκυψαν, και (β) τα τελικά οφειλόµενα ποσά θα υπολογίζονται σε Νάιρα και το οφειλόµενο υπόλοιπο θα πληρώνεται στον ενάγοντα στο νόµισµα της επιλογής του κατά την ισχύουσα ισοτιµία της ηµεροµηνίας πληρωµής.» αλλά εφαρμόστηκαν ελληνικού δικαίου δημόσιες διατάξεις, για το λόγο ότι ο λόγος αυτός αφορά παρεπόμενο αίτημα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που απέρριψε ως παραγεγραμμένη (λόγω της παρέλευσης της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας) την περιγραφόμενη στην αγωγή αξίωση.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 26.4.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… έφεση και το από 17.8.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως με αριθμό …. κατά της με αριθμό 867/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 30.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …. αγωγής
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτά κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……… ποσού 150 ευρώ που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Δεκεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
H ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ