ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 544/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στέφανος Λύρας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1] ναυτικής εταιρίας …………….. και 2] ναυτικής εταιρίας ……………, τις οποίες στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαρία Σταμούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ………….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./11.4.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3941/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την από 14.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../15.7.2020 έφεση και οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες – εκκαλούσες με την από 4.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/10.9.2020 έφεση, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 14ης.1.2021 και, στη συνέχεια, κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 14.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./15.7.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../15.7.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) από 4.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./10.9.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./10.9.2020 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Β΄ έφεση], οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3941/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 11.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../11.4.2019 αγωγή του πρώτου κατά των λοιπών, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 27.11.2019, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) πλοίο ΝΚ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών κόρων και ενενήντα επτά εκατοστών (3.923,97 κ.ο.χ.), στο οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, δυνάμει της αναφερόμενης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 16.12.2017 και λύθηκε στις 9.7.2018 με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Με βάση τη σύμβαση αυτή και επικαλούμενος περαιτέρω, πρώτον, ότι κατά τα δρομολόγια του πλοίου, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόταν καθημερινά επί δεκαπέντε [15] ώρες, χωρίς όμως να λαμβάνει το σύνολο των αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται ούτε πλήρες το ειδικό επίδομα έχμασης οχημάτων ούτε τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να του επιδικαστεί με διάταξη προσωρινώς εκτελεστή το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι μιας χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (21.774,51 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, εορταστικών επιδομάτων, επιδόματος έχμασης και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2017 και β] να αναγνωριστεί η απαίτησή του στην πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2018, ύψους είκοσι πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και ενός λεπτού (25.872,01 €), άπαντα δε τα κονδύλια αυτά με το νόμιμο τόκο από την αποναυτολόγησή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Την αγωγή δε αυτή, με την οποία δηλώθηκε η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο προγενέστερης όμοιας, με την οποία ζητούσε τα ίδια κονδύλια από την πρώτη των και τώρα εναγομένων, πλοιοκτήτρια του πλοίου ΝΚ, έστρεψε πλέον και κατά της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, που το απέκτησε κατά κυριότητα στις 19.12.2018 ως ομάδα περιουσίας και με τον ισχυρισμό ότι αυτή τελούσε σε γνώση του ότι το πλοίο που της μεταβιβάστηκε αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της δικαιοπαρόχου της, υποστήριξε ότι αμφότερες οι εναγόμενες υποχρεούνται έναντι αυτού αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, αφού απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις α] στο επίδομα έχμασης ως εξοφλημένες, επειδή ο ενάγων είχε λάβει για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων τριών ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (2.503,14 €), ενώ δικαιούτο μόλις χίλια τριακόσια εξήντα ένα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά (1.361,52 €) και β] στην πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές ως αβάσιμη, επειδή το πλοίο εκτελούσε ημερινούς πλόες, δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος της και, με τις παραδοχές μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων απασχολούταν καθημερινώς επί δεκατρείς [13] ώρες κατά μέσο όρο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα του επιδίκασε καταψηφιστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (9.742,41 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και εορταστικών επιδομάτων, για μέρος του οποίου η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, χωρίς, όμως, να πλήττουν το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με το κονδύλι του επιδόματος έχμασης, που αποδικάστηκε, ενώ οι εκκαλούσες – εναγόμενες υποβάλλουν και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλαν στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Α] Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 § 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προκάτοχό του Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 449 επομ. [453], βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αρ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αρ. 010, σελ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 § 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δεσμεύσεως από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους από το χρόνο της υπογραφής της, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987, ΕΕΔ 1989/275 = Δνη 1988/1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988/669 = ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606 = ΕΕΔ 1992/934 = ΕΝαυτΔ 1992/502 = ΕΝαυτΔ 1993/383). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 100/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, § 30, ΙΙΙ 1, σελ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 ΑΚ τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017, Ε7 2017/713, ΑΠ 453/1995, Δνη 1996/652 = ΔΕΝ 1996/12 = ΕΔΚΑ 1996/886 = ΕΕΝ 1996/376 = ΝοΒ 1996/972, Ι. Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 284, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 683, Δ. Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, § 14, σελ. 195, Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 263, σελ. 162). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν ενοχικώς και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε προσφάτως το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή είναι γνήσια ερμηνευτική, αφού αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη (ΟλΑΠ 22/1997, Δνη 1997/1514 = ΝοΒ 1998/49, ΟλΑΠ 10/1990, ΝοΒ 1990/1330, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αρ. 31, σελ. 116) και διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του ασαφούς άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944, με αποτέλεσμα να ρυθμίζει με γνήσια αναδρομή τις (ενοχικές) έννομες συνέπειες των ΣΣΝΕ που είχαν καταρτιστεί και λήξει ακόμα και πριν από τη θέσπισή της και στην πραγματικότητα από την έναρξη της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου (ΟλΑΠ 1/2014, ΧρΙΔ 2014/360, ΑΠ 1191/2000, Δνη 2001/1296 = ΧρΙΔ 2001/301) και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται αυτοδικαίως (ΑΠ 448/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1908/2005, Δνη 2006/436, ΑΠ 260/1998, ΔΕΕ 1998/752 = ΝοΒ 1999/775) και από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων που εκδόθηκαν μετά την ισχύ της (άρθρο 533 § 2 ΚΠολΔ).
Β] Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, ο.π.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Παρέπεται ότι σε περίπτωση παραπομπής (ακόμα και καθολικής ή ανεξαίρετης) στους όρους ΣΣΝΕ για πλοία άλλης κατηγορίας από αυτό στο οποίο απασχολείται ο ναυτικός που τη συνομολόγησε, δικαιούται αυτός τον μισθό και τα επιδόματα που η παραπεμπόμενη ΣΣΝΕ προβλέπει, εφόσον βέβαια η λήψη τους δικαιολογείται από τα πράγματα. Αντιθέτως, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να μεταβάλλει ούτε την κατηγορία του πλοίου ούτε την κατηγορία των δρομολογίων που αυτό εκτελεί, καθώς τα θέματα αυτά ρυθμίζονται με κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ] Κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Πάντως, η έννοια του «κλειστού» μισθού προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου (ΜονΕφΠειρ. 205/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), ενώ περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Από την άποψη αυτή, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού που απασχολείται σε πλοίο ορισμένης κατηγορίας (λ.χ. πορθμείο) με τις αποδοχές της συλλογικής συμβάσεως που ισχύει για πλοία άλλης κατηγορίας (λ.χ. ακτοπλοϊκά) αποτελεί πράγματι «κλειστό μισθό» με την ανωτέρω έννοια, εφόσον για την κατηγορία του συγκεκριμένου πλοίου υφίσταται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής σύμβασης οικεία ΣΣΝΕ και η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη, με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ακόμα και αν το πλοίο εκτελεί αποκλειστικά τοπικές διαπορθμεύσεις, με την έννοια που θα εκτεθεί πιο κάτω (ΜονΕφΠειρ. 299/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), εφόσον βέβαια οι συμφωνημένες (κατά παραπομπή) αποδοχές είναι υπέρτερες των απολαβών της ισχύουσας ΣΣΝΕ για την κατηγορία του πλοίου. Αν όμως τέτοια ΣΣΝΕ δεν υφίσταται, η παραπομπή στις αποδοχές της ΣΣΝΕ για τα πλοία άλλης κατηγορίας αποτελεί απλώς τον συμβατικό και όχι κλειστό μισθό.
Δ] Περαιτέρω, στο άρθρο 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» και υπό τον τίτλο «Κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως», ορίστηκε στην § 1 ότι «Διά π.δ/τος εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου υπουργού καθορίζονται: α) Αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς..». Βάσει της νομοθετικής αυτής εξουσιοδότησης εκδόθηκε το ΠΔ 814/1974 «Περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως» (ΦΕΚ Α 359/3.12.1974), με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο «δρομολογιακή γραμμή» νοείται η σειρά των λιμένων προσέγγισης του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής (περ. ε). Εξάλλου, παγίως οι ΣΣΝΕ καθορίζουν το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής τους με βάση την κατηγορία των πλοίων (φορτηγά, επιβατηγά, ρυμουλκά, αλιευτικά κλπ) στα οποία απασχολούνται οι ναυτικοί, των οποίων σκοπείται η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων (ΑΠ 1702/1991, ο.π., βλ. και άρθρο 5 § 1 ΑΝ 3276/1944), ενώ για τις ΣΣΝΕ των επιβατηγών πλοίων ειδικότερα κρίσιμο στοιχείο διαφοροποίησής τους αποτελεί η κατηγορία των δρομολογίων που εκτελούνται από αυτά. Συγκεκριμένα, οι ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων εφαρμόζονται σε όλα τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων που απέχουν περισσότερο από τριάντα [30] ναυτικά μίλια, ενώ οι ΣΣΝΕ των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού εφαρμόζονται σε όλα τα πορθμεία και οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού σε απόσταση από την αφετηρία μέχρι τον προορισμό έως τριάντα [30] ναυτικά μίλια. Με τον όρο «πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού» νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολόγησης του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεσή του το δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε συλλογική σύμβαση, εξευρίσκεται με συνυπολογισμό και των αποστάσεων των ενδιαμέσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολογήσεώς του διοικητικής πράξης, αναφέρεται δε σε καθαρά τεχνικής φύσης ζήτημα, γι’ αυτό και λαμβάνεται υπόψη η περί τούτου βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, κατά τις γενόμενες επίσημες μετρήσεις. Επιπλέον, αν ένα επιβατηγό πλοίο, με βάση την οικεία διοικητική πράξη, έχει δρομολογηθεί παράλληλα σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ως λ.χ. πορθμείων/οχηματαγωγών και ακτοπλοϊκών πλοίων), οι αποδοχές των εργαζομένων υπολογίζονται, κατά την κρατούσα στη νομολογία και ορθότερη άποψη, ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2009, ΕΝαυτΔ 2010/25, ΜονΕφΠειρ. 299/2022, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, contra ΜονΕφΠειρ. 4/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, ΕφΠατρ. 100/2007, ΕπισκΕΔ 2007/523, ΕφΠατρ. 1024/2007, ΑχΝομ 2008/642, κατά τις οποίες στην ως άνω περίπτωση οι αποδοχές των εργαζομένων ναυτικών πρέπει να υπολογίζονται με βάση τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, αφού αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο, γενική και καθολική και όταν ακόμα το ίδιο πλοίο εκτελεί παράλληλα και πορθμειακούς πλόες).
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 422 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τα άρθρα 22 και 23 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α΄ 190/13.10.2021), τα οποία εντάσσονται μεν στο Α΄ Μέρος αυτού, που κατά το άρθρο 120 ισχύει από 1ης.1.2022, εφαρμόζονται, όμως και στις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 116 § 1 στοιχ. β΄, που μάλιστα δεν διακρίνει αν η εκκρεμοδικία υφίσταται στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό, προκύπτει ότι, με εξαίρεση τις δίκες των ασφαλιστικών μέτρων και της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου αποτελεί στοιχείο του υποστατού του αποδεικτικού μέσου της ένορκης βεβαίωσης, η παράλειψη της οποίας το καθιστά ανυπόστατο ως αποδεικτικό μέσο, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο για την αξιολόγησή του, έστω ως μη πληρούντος τους όρους του νόμου αποδεικτικού μέσου ή ως δικαστικού τεκμηρίου. Η νεαρή τροποποίηση αποσκοπεί στην άρση της δυσαναλογίας, που διαπιστώθηκε κατά την εφαρμογή των ταυτάριθμων διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως το περιεχόμενό τους είχε προστεθεί με το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), που τις κατέστησε το κύριο, επώνυμο, αποδεικτικό μέσο εισφοράς των προφορικών μαρτυριών στην πολιτική δίκη (άρθρο 237 § 6 ΚΠολΔ), μεταξύ της αυστηρής κύρωσης του απαραδέκτου της ένορκης βεβαίωσης σε περίπτωση αταξίας είτε της κλήσης για τη λήψη της είτε της παραβίασης των ορισμών του νόμου όσον αφορά στοιχεία του περιεχομένου της, η οποία υπερέβαινε τις, ηπιότερες, έννομες συνέπειες που προσένειμε ο νομοθέτης στη μαρτυρική κατάθεση, όταν κατά τη λήψη της εμφιλοχωρούσαν παρόμοιες πλημμέλειες (βλ. σχετ. τις αιτιολογικές σκέψεις του Ν. 4842/2021, στο άρθρο 23, Π. Γιαννόπουλου, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά το Ν. 4842/2021, σε ΕΠολΔ 2021/521 επομ. και Γ. Λαζαρίδη, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, 2019, μέρος Β΄, Χ, αρ. 65 επομ., σελ. 609 επομ.). Πάντως και ο πρόσφατος δικονομικός νομοθέτης εμφορείται από την αντίληψη ότι η εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου ανάγεται στο υποστατό της ένορκης βεβαίωσης και, επομένως, a fortiori, ανυπόστατη τυγχάνει και εκείνη η ένορκη βεβαίωση, για την οποία δεν προηγήθηκε καν κλήτευση του αντιδίκου. Τούτο συμβαίνει διότι η κλήτευση αποσκοπεί στη διασφάλιση του δικαιώματος ανταποδείξεως, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης, που προϋποθέτει την (έγκαιρη) ενημέρωση του αντιδίκου για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ώστε να είναι αυτός σε θέση να παρασταθεί κατά τη λήψη της, αν το επιθυμεί (άρθρο 422 § 2 ΚΠολΔ) ή να λάβει εν συνεχεία αντίγραφό της και με τον τρόπο αυτό να πληροφορηθεί το περιεχόμενό της, προκειμένου ακολούθως να δυνηθεί να το αντικρούσει ενώπιον του δικαστηρίου. Επομένως, ένορκη βεβαίωση για τη λήψη της οποίας δεν κλήθηκε ο αντίδικος εκείνου που την επέσπευσε είναι πράγματι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 977/2020, ΑΠ 1208/2019, ΑΠ 1175/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δε λαμβάνεται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξαρτήτως μάλιστα, πρώτον, της συνδρομής ή μη δικονομικής βλάβης του αντιδίκου, αφού η έλλειψη τέτοιας βλάβης προορίζεται να ιάνει (άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολΔ) τις δικονομικές πράξεις που είναι άκυρες και όχι ανυπόστατες και, δεύτερον, της παράστασης κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ή μη του αντιδίκου, του οποίου παραλείφθηκε η κλήτευση, αφού, κατά τη γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, η εμφάνισή του (ακόμα και η προβολή αντιρρήσεων εκ μέρους του) δεν φαίνεται να επιδρά με τρόπο θεραπευτικό του ανυποστάτου (αν και η αδιαμαρτύρητη παράστασή του υποστηρίζεται ότι επιβάλλει την ερμηνευτική συστολή του γράμματος του άρθρου 424 ΚΠολΔ [βλ. σχετ. Π. Γιαννόπουλου/Χ. Τριανταφυλλίδη, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ στο πεδίο του δικαίου αποδείξεως, σε Δνη 2016/685], ώστε να αποκλείεται τότε η αυστηρή κύρωση). Πάντως, το ανυπόστατο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1559/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και προς τούτο ελέγχονται, ακόμα και αν δεν γίνεται επίκλησή τους, η κλήση του αντιδίκου και η έκθεση της επιδόσεώς της, που πρέπει, όμως, να προσκομίζονται (ΑΠ 835/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κλήση πρέπει να επιδίδεται στον αντίδικο του διαδίκου που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την ένορκη βεβαίωση ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που υπέγραψε την αγωγή ή την έφεση, ως αντίκλητό του, κατ’ άρθρα 96 § 1, 104 και 143 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 219/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 487/1991, ΕΕΝ 1992/308) και, αν οι αντίδικοι είναι περισσότεροι, κλήτευση πρέπει να επιδοθεί σε όλους τους, ακόμη και αν μεταξύ τους υπάρχει απλή και όχι αναγκαστική ομοδικία, εκτός αν τα εκτιθέμενα με την ένορκη βεβαίωση αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο ορισμένου από τους ομοδίκους αλλιώς η ένορκη βεβαίωση αποκρούεται ακόμη και ως προς όσους διαδίκους κλητεύθηκαν να παραστούν κατά τη λήψη της (ΑΠ 580/2016, ΑΠ 1201/2012, ΑΠ 381/2010, ΑΠ 1744/2009, ΑΠ 1093/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1608/2007, ΕΠολΔ 2008/201). Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά δεν κλητεύθηκε ή αν η κλήση δεν επιδόθηκε σε εκπρόσωπο ή σε αντίκλητο του αντιδίκου του κλητεύοντος διαδίκου η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, διότι δεν υφίσταται έγκυρη κλήτευση (ΑΠ 320/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ένορκη βεβαίωση που βαρύνεται με το ίδιο ελάττωμα θα αποκρουστεί και στο δεύτερο βαθμό, αν επαναπροσκομιστεί από το διάδικο χωρίς να επαναληφθεί η κλήτευση του αντιδίκου του στο μεσοδιάστημα από την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, διότι, ναι μεν, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφ α΄ της § 1 του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στο εφετείο μπορούν να υποβληθούν και αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν απαραδέκτως στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 988/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η παραδοχή τους όμως στην κατ’ έφεση δίκη, υπό τους όρους του άρθρου 529 § 2 ΚΠολΔ, προϋποθέτει ότι πρόκειται για υποστατά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης Α΄ έφεσής του, κατά το πρώτο σκέλος του, ο ενάγων μέμφεται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου την εκκαλουμένη, που δεν έλαβε υπόψη της την υπ’ αριθμ. …./13.5.2019 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του μάρτυρά του ………., επειδή τη θεώρησε ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ως προς αμφότερες τις εναγόμενες εταιρίες, καθώς δεν αποδεικνυόταν η κλήτευση της πρώτης από αυτές για να παραστεί κατά τη λήψη της, αφού στην αντίστοιχη επιδοτήρια έκθεση αναγραφόταν ότι η σχετική κλήση είχε επιδοθεί σε τρίτη – μη διάδικο εταιρία.
Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης του ως άνω μάρτυρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά την εκδίκαση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 16.5.2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος, που τον εκπροσωπεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παρούσας αντιδικίας, συνέταξε την από 24.4.2019 κλήση, την οποία απεύθυνε προς τις εναγόμενες και παρήγγειλε το δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… για την επίδοσή της. Στις 25.4.2019 ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής προέβη στην επίδοση της κλήσης και συνέταξε τις με αριθμούς …/25.4.2019 και ……/25.4.2019 δύο [2] αντίστοιχες εκθέσεις επιδόσεως. Στην πρώτη από αυτές, όμως, πιστοποιείται, με την αυξημένη αποδεικτική δύναμη του δημόσιου εγγράφου (άρθρα 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1447/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ότι η επίδοση της κλήσης έγινε μεν στην έδρα της πρώτης εναγομένης, επί της λεωφόρου ………… στην ….. Αττικής αλλά το δικόγραφό της παραδόθηκε στην εκεί αναφερόμενη υπάλληλο άλλης εταιρίας και, συγκεκριμένα, της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», που ήταν αρμόδια για την παραλαβή δικογράφων. Ο ενάγων δεν αμφισβητεί ότι η αποδέκτρια της επιδόσεως είναι υπαρκτό νομικό πρόσωπο, διάφορο της πρώτης εναγομένης, καθόσον μάλιστα διαθέτει και ξεχωριστό αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ). Από αυτά καθίσταται βέβαιο ότι η πρώτη εναγόμενη δεν κλητεύθηκε για να παραστεί κατά τη λήψη της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει επιπλέον (το μη αμφισβητούμενο γεγονός) ότι δεν παραστάθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς 13.5.2019. Επομένως, η συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ούτε έναντι της δεύτερης εναγόμενης, προς την οποία έλαβε πράγματι χώρα έγκυρη κλήτευση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, κατά παραδοχή σχετικού αμυντικού ισχυρισμού των εναγομένων, δέχθηκε, όπως όφειλε να πράξει και αυτεπαγγέλτως, τα ίδια και απέκρουσε την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, μη λαμβάνοντας αυτήν υπόψη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και οι αντίθετες αιτιάσεις του ενάγοντος – εκκαλούντος της Α΄ έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Να σημειωθεί και ότι οι ειδικότεροι ισχυρισμοί του, πρώτον, ότι σε περίπτωση μη νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου η ένορκη βεβαίωση είναι παρά ταύτα υποστατή και αξιολογείται ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου και, δεύτερον, ότι εν προκειμένω είναι προφανές ότι η προσθήκη του αριθμού «1» στην επωνυμία της αποδέκτριας της κλήσης εταιρίας έγινε «όλως εκ παραδρομής από τον δικαστικό επιμελητή», δεν ευσταθούν, καθόσον, ο πρώτος, μολονότι υποστηριζόμενος μεμονωμένα στη δικονομική θεωρία (Δ. Τσικρικάς, Διαδικαστικές Πράξεις, 2017, σελ. 92, ο οποίος θεωρεί ότι η κλήτευση του αντιδίκου δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της ένορκης βεβαίωσης αλλά προϋπόθεση της νομότυπης διενέργειάς της), αντιστρατεύεται ευθέως το γράμμα του άρθρου 424 ΚΠολΔ, που αποσκοπεί να θωρακίσει το δικαίωμα ανταποδείξεως και ο δεύτερος, επειδή το επικαλούμενο σφάλμα της επιδοτήριας έκθεσης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, χωρίς εμπόδιο από το άρθρο 529 § 2 ΚΠολΔ, την προσκομιδή στο δεύτερο βαθμό (επαναληπτικής) ένορκης βεβαίωσης με το ίδιο περιεχόμενο και απαλλαγμένης από το ελάττωμα της έλλειψης κλήτευσης του αντιδίκου, δε μπορεί όμως να θεραπεύσει το ανυπόστατο της αρχικής ένορκης βεβαίωσης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η επίμαχη βεβαίωση δεν θα ληφθεί υπόψη ούτε από το παρόν Δικαστήριο.
V. Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι με επίκληση νομότυπα προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει α] με τις υπ’ αριθμ. ………/12.2.2019, ……./12.2.2019 και ……../12.2.2021 τρεις [3] ένορκες, ενώπιον των Συμβολαιογράφων Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας ……… η πρώτη και Αργοστολίου Κεφαλληνίας ……….. οι λοιπές, βεβαιώσεις των, αντιστοίχως, ………., ………… και …………., συνταξιούχων ναυτικών του Εμπορικού Ναυτικού, που με την ειδικότητα του ναύτη συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο πλοίο ΝΚ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια της πρώτης από τις ήδη εκκαλούσες και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/7.2.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., σε συνδυασμό με την από 6.2.2019 εξώδικη πρόσκληση, που απευθύνθηκε στον ενάγοντα και επιδόθηκε στον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, των οποίων η λήψη αποσκοπούσε στην αντίκρουση της από 18.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.12.2018 προηγούμενης όμοιας αγωγής του εναντίον της, από το δικόγραφο της οποίας εκείνος παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή του και για το λόγο αυτό δεν θεωρούνται στην παρούσα δίκη ως ιδιαίτερα και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, αλλά ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 677/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 831/2013, Αρμ. 2015/1874, ΑΠ 1633/2009, ΧρΙΔ 2010/531, ΑΠ 227/2008, ΕΠολΔ 2008/565), β] με τις υπ’ αριθμ. ……/22.9.2017 και ……../22.9.2017 δύο [2] ένορκες ενώπιον της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Αργοστολίου βεβαιώσεις των, αντιστοίχως, ………και ……………, που απασχολήθηκαν με την ειδικότητα του ναύτη στο ίδιο πλοίο, σε χρόνο προγενέστερο της ναυτολόγησης του ενάγοντος, οι οποίες λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης με την επιμέλεια της πρώτης εκκαλούσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του τότε αντιδίκου της ……….., όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/19.9.2017 επιδοτήρια έκθεση του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, σε συνδυασμό με την από 19.9.2017 εξώδικη πρόσκληση που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του τότε ενάγοντος, προς αντίκρουση της από 19.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2016 αγωγής του αντιδίκου της εναντίον της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3834/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αλλά και γ] με την ένορκη κατάθεση του …………., τότε ύπαρχου στο ίδιο πλοίο, που δόθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου εκείνου προς ανταπόδειξη της αγωγής του τότε ενάγοντος Αχμέτ Χουσεΐν και οι οποίες (δύο [2] ένορκες βεβαιώσεις και μία [1] ένορκη μαρτυρία) συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΟλΑΠ 8/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συνέβη και στην πρωτοβάθμια δίκη, όπου επίσης είχαν με επίκληση προσκομιστεί και, αν και χωρίς ρητή μνεία τους, αξιολογήθηκαν ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, μεταξύ των λοιπών εγγράφων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων …………., που γεννήθηκε στις 4.11.1965, είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό …. ναυτικού φυλλαδίου της … ναυτικής περιφέρειας, ενώ η πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία υπήρξε μέχρι τις 19.12.2018 πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου ΝΚ, νηολογημένου με αριθμό εγγραφής …… στο Νηολόγιο του Πειραιώς, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών κόρων και ενενήντα επτά εκατοστών (3.923,97 κ.ο.χ.), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …. και με αριθμό ΙΜΟ ……., το οποίο στη συνέχεια μεταβίβασε κατά κυριότητα δυνάμει πωλήσεως στη δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρία. Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε στην …… Αττικής στις 16.12.2017 μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της τότε πλοιοκτήτριάς του, ο πρώτος ναυτολογήθηκε στο λιμένα της Κυλλήνης με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο ΝΚ και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό μέχρι τις 9.7.2018, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Σάμης στην Κεφαλλονιά με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου, όπως οι διάδικοι συνομολογούν και όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος συνομολογήθηκε ως ορισμένου χρόνου με ισχύ έως τις 16.2.2018, ωστόσο μετά τη λήξη της δίμηνης διάρκειάς της εξακολούθησε να απασχολείται στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα, χωρίς εναντίωση της εργοδότριας, με αποτέλεσμα η εργασιακή του σχέση να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, διεπόμενη από τους ίδιους όρους που συμφωνήθηκαν εξαρχής. Ως αρχικοί όροι παροχής εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος με την από 16.12.2017 σύμβαση, που καταρτίστηκε εγγράφως, ρητά συμφωνήθηκαν αυτοί της ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, ως τέτοιας νοουμένης της τότε ευρισκόμενης σε ισχύ από 17.8.2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/27.10.2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) καταλαμβάνοντας έτσι και κανονιστικώς τους συμβαλλόμενους, τους οποίους ούτως ή άλλως θα δέσμευε και ενοχικώς, αφού τόσο η πρώτη εναγόμενη όσο και ο ενάγων ήταν μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (Π.Ε.Ν.Ε.Ν.), η δε πρώτη εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (Σ.Ε.Ε.Ν.), ιδιότητα την οποία η ίδια δεν αρνείται ρητώς (ισχυρίζεται μόνον ότι δεν την αποδεικνύει ο ενάγων) και, όσον αφορά τον ενάγοντα, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της παρακράτησης καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολόγησεών του από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του. Το συμπέρασμα περί συμβατικής υπαγωγής της επίδικης ατομικής σύμβασης εργασίας στις διατάξεις της συγκεκριμένης ΣΣΝΕ επιβεβαιώνεται από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει η καταβολή σ’ αυτόν, για μισθό ενέργειας, επίδομα Κυριακής, επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας και επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ανά μήνα, των χρηματικών ποσών των χιλίων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (1.157,99 €), των διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (254,76 €) των τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δεκατριών λεπτών (417,13 €) και των τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (35,22 €) αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά ταυτίζονται με τα αντιστοίχως προβλεπόμενα στην ως άνω ΣΣΝΕ ως μηνιαίες αμοιβές για την ειδικότητα του ναύτη. Πράγματι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2 της εν λόγω ΣΣΝΕ ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη συνομολόγηση της ατομικής του συμβάσεως ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €). Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό τους, ότι κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος η συμφωνία της πρώτης από αυτές μαζί του ήταν να αμείβεται αυτός με «κλειστό» μισθό, συνολικού ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (2.625,98 €), και ότι η συμφωνία αυτή «ήταν νόμιμη και κατίσχυε ελλείψει ύπαρξης εφαρμοστέας ΣΣΝΕ εν ισχύ». Ανεξαρτήτως του ότι, υπό τα επικαλούμενα, χωρίς εν ισχύ συλλογική ρύθμιση, δηλαδή χωρίς αναφορά σε ορισμένες νόμιμα καθορισμένες αποδοχές η έννοια του «κλειστού» μισθού δε συγκροτείται, ο ίδιος ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος. Και τούτο διότι ναι μεν ο φερόμενος ως συμφωνημένος μισθός θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό μία έννοια, «κλειστός», αφού, υπό τα εκτιθέμενα, υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές που καθορίζονταν από την παραπάνω ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, όμως, τέτοιος μισθός δεν αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε, αφού πουθενά στην από 16.12.2017 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν αναφέρονται ως καταβλητέες οι επικαλούμενες σταθερές αποδοχές (ύψους 2.625,98 €) ούτε και πράγματι αυτές καταβλήθηκαν, αφού από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτουν ως καταβληθέντα μηνιαίως χρηματικά ποσά («σύνολο αποδοχών προ φόρων») κυμαινόμενα από δύο χιλιάδες τριακόσια σαράντα δύο ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (2.342,77 €), κατώτερα των νομίμων αποδοχών, έως δύο χιλιάδες οκτακόσια τέσσερα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (2.804,42 €), λόγω αυξημένου επιδόματος έχμασης οχημάτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ίδιο ισχυρισμό κατ’ ουσίαν δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος της ένδικης Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τις αποδοχές της ως άνω ΣΣΝΕ εξακολούθησε να καταβάλλει η πρώτη εναγόμενη στον ενάγοντα και κατά το χρονικό διάστημα μετά την 31η.1.2018, οπότε έληξε η ισχύς της αλλά και μετά την 16η.2.2018, οπότε έληξε η ισχύς της ατομικής σύμβασης εργασίας του και μάλιστα αδιαλείπτως μέχρι την αποναυτολόγησή του στις 9.7.2018. Η πρακτική αυτή υπήρξε ορθή, δεδομένου ότι, η συλλογική ρύθμιση μετά τη λήξη της αποτέλεσε, όπως προαναφέρθηκε, συμβατικό περιεχόμενο της ατομικής συμφωνίας εργοδότριας και εργαζομένου μέχρι τη λήξη της διάρκειας της ατομικής εργασιακής σχέσης, εφόσον δεν μεσολαβούσε νέα ΣΣΝΕ, που θα την καταλάμβανε εγκύρως. Και τέτοια δεν μεσολάβησε μέχρι τις 9.7.2018, αφού η διάδοχη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας υπογράφηκε στις 4.9.2018, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/31.10.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα στις 14.11.2018 (ΦΕΚ Β 5084/2018), με αποτέλεσμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να μην καταλαμβάνει τους διαδίκους, αφού κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της υπογραφής της η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε ήδη λυθεί. Η εκκαλούμενη απόφαση απέβλεψε σε άλλο χρόνο, αυτόν της (αναδρομικής, βάσει του άρθρου 39) ισχύος της εν λόγω μεταγενέστερης ΣΣΝΕ από 1.1.2018, οπότε «η επίδικη σύμβαση εργασίας ήταν ενεργός και δεν είχε λυθεί» και θεώρησε αυτήν εφαρμοστέα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 και εφεξής. Έτσι που έκρινε, όμως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, κατά παραδοχή της βασιμότητας του συναφούς τρίτου λόγου της ένδικης Β΄ έφεσης. Ανεξαρτήτως αυτών, η συμβατική παραπομπή στις διατάξεις της συλλογικής ρύθμισης των όρων εργασίας και των αμοιβών των πληρωμάτων των πλοίων της ακτοπλοΐας υπήρξε εν προκειμένω εύλογη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 2251.1-1/78022/17/31.10.2017 ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΚ κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως και 31.10.2018 ήταν δρομολογημένο στις δρομολογιακές γραμμές α] Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη Κεφαλληνίας – Πάτρα, β] Πάτρα – Σάμη Κεφαλληνίας – Ιθάκη – Πόρος Κεφαλληνίας– Κυλλήνη, γ] Κυλλήνη – Ζάκυνθος και δ] Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας, στις οποίες μπορούσε να εναλλάσσεται με το πλοίο ΖΙ (νηολογίου Πειραιώς υπ’ αύξοντα αριθμό εγγραφής …..), που ανήκε στην πλοιοκτησία της ως άνω ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που είχαν τη δυνατότητα να εκτελούν όλα αυτά τα δρομολόγια εκ περιτροπής, εκ των οποίων καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό, το πλοίο ΝΚ εκτελούσε τα υπό στοιχ. α΄, β΄ και δ΄ ανωτέρω δρομολόγια. Πράγματι, από τα δρομολόγια αυτά τα υπό στοιχ. α΄ και β΄ ανωτέρω, με αφετηρία την Κυλλήνη και την Πάτρα και αντίστοιχους προορισμούς τους λιμένες της Πάτρας και της Κυλλήνης, εξυπηρετούσαν γραμμές, το μήκος των οποίων, με συνυπολογισμό των αποστάσεων μεταξύ αφετηρίας και προορισμού αλλά και μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων, αποδεικνύεται ότι υπερβαίνει τα τριάντα [30] ναυτικά μίλια, με αποτέλεσμα καθένα από τα δρομολόγια αυτά να έχει το χαρακτήρα ακτοπλοϊκού δρομολογίου, ώστε το πλήρωμα του πλοίου ΝΚ να μπορεί να υπαχθεί, ενόψει και της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως (άρθρο 361 ΑΚ) στις ρυθμίσεις της τότε ισχύουσας ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, χωρίς την υπαγωγή αυτή να εμποδίζει η εκτέλεση του υπό στοιχ. δ΄ ανωτέρω δρομολογίου στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας, το μήκος της οποίας δεν αμφισβητείται, προκύπτει δε και εξ εγγράφων, ότι ανέρχεται σε είκοσι τρία [23] ναυτικά μίλια και δεν υπερβαίνει τα τριάντα [30], με αποτέλεσμα να έχει το χαρακτήρα τοπικής διαπορθμεύσεως και όχι δρομολογίου ακτοπλοΐας. Πάντως, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος ουδέποτε το εν λόγω πλοίο πραγματοποίησε δρομολόγια στην (πορθμειακή, μήκους δεκαοκτώ [18] ναυτικών μιλίων) γραμμή Κυλλήνη – Ζάκυνθος ούτε κατά τα χρονικά διαστήματα από 31.3.2018 έως 15.4.2018 (περίοδος Πάσχα) και από 7.7.2018 έως 9.7.2018, όπως αντιθέτως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς η παραδοχή της αυτή να αντιστοιχεί σε ισχυρισμούς των διαδίκων προβληθέντες πρωτοδίκως, στηριζόμενη μόνο στον πίνακα δρομολογίων που επισυνάφθηκε στην ως άνω Υπουργική απόφαση, τον οποίο εσφαλμένα, όμως, ανέγνωσε, αφού εκεί αναγραφόταν ρητώς ότι κατά τα χρονικά διαστήματα της περιόδου Πάσχα 2018 (31.3.2018 έως 15.4.2018) και της περιόδου από 7.7.2018 έως 9.9.2018 το δρομολόγιο Κυλλήνη – Ζάκυνθος θα εκτελούσε καταρχήν το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΖΙ και όχι το ΝΚ, χωρίς να προκύπτει ότι το δεύτερο αντικατέστησε το πρώτο στο εν λόγω δρομολόγιο κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα. Αντιθέτως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του εκτελούσε αποκλειστικά τα ακόλουθα δρομολόγια: κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή το πλοίο πραγματοποιούσε δύο [2] δρομολόγια, εκ των οποίων το πρώτο ήταν κυκλικό στην ακτοπλοϊκή γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα με επιστροφή, δια μέσου του Πόρου Κεφαλληνίας, όπου προσέγγιζε μετά τη Ιθάκη και το άλλο ήταν πορθμειακό στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας. Συγκεκριμένα, για το πρώτο δρομολόγιο καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή το πλοίο αναχωρούσε από την Κυλλήνη στις 05:45 με προορισμούς διαδοχικά τον Πισαετό Ιθάκης, όπου κατέπλεε στις 07:40 και από όπου αναχωρούσε στις 07:50, τη Σάμη Κεφαλληνίας, όπου κατέπλεε στις 08:15 για να αναχωρήσει στις 08:30, την Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 11:15 για να αναχωρήσει στις 12:00 τη Σάμη, όπου κατέπλεε στις 14:45 και από όπου αναχωρούσε στις 15:15, τον Πισαετό Ιθάκης, όπου κατέπλεε στις 15:45 για να αναχωρήσει στις 16:00, τον Πόρο Κεφαλληνίας, όπου κατέπλεε στις 16:50 και από όπου αναχωρούσε στις 17:15 για το δρομολόγιο της επιστροφής στην Κυλλήνη, όπου κατέφθανε στις 18:35 (ολοκλήρωση 1ου δρομολογίου). Το δεύτερο δρομολόγιο πραγματοποιούταν αμέσως μετά το πρώτο και για την εκτέλεσή του το πλοίο αναχωρούσε από την Κυλλήνη στις 19:00, κατέπλεε στον Πόρο στις 20:35, από όπου αναχωρούσε ξανά στις 21:00 για να αφιχθεί στις 22:20 (ολοκλήρωση 2ου δρομολογίου) στην Κυλλήνη, όπου και διανυκτέρευε. Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε αναχώρηση από την Κυλλήνη στις 05:45, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07:40, αναχώρηση από εκεί στις 07:50, άφιξη στη Σάμη στις 08:15, απόπλου από εκεί στις 08:30, άφιξη στην Πάτρα στις 11:15, αναχώρηση στις 12:00, κατάπλου στη Σάμη στις 14:45, αναχώρηση στις 15:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15:45, αναχώρηση στις 16:00, άφιξη στον Πόρο στις 16:50, αναχώρηση στις 17:15, άφιξη στην Κυλλήνη στις 18:35, αναχώρηση στις 19:00 και άφιξη στη Σάμη στις 20:55, όπου και διανυκτέρευε. Κάθε Κυριακή είχε αναχώρηση από Σάμη στις 07:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07:40, αναχώρηση στις 07:50, άφιξη στη Σάμη στις 08:15, αναχώρηση στις 08:30, άφιξη στην Πάτρα στις 11:15, αναχώρηση στις 12:00, άφιξη στη Σάμη στις 14:45, αναχώρηση στις 15:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15:45, αναχώρηση στις 16:00, άφιξη στον Πόρο στις 16:50, αναχώρηση στις 17:15 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 18:35. Ακολουθούσε το πορθμειακό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας, με αναχώρηση από την Κυλλήνη στις 19:00, άφιξη στον Πόρο στις 20:35, αναχώρηση στις 21:00 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 22:20, όπου το πλοίο διανυκτέρευε. Τα ίδια δρομολόγια εκτέλεσε το πλοίο και κατά την περίοδο του Πάσχα του έτους 2018 (δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2018 έως 15.4.2018). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, με την εξαίρεση της 25.12.2017 (ημέρα των Χριστουγέννων), 1.1.2018 (Πρωτοχρονιά) και 8.4.2018 (Κυριακή του Πάσχα), οπότε δεν εκτελέστηκαν πλόες, το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο του πλοίου εκτελούταν καθημερινώς, αμέσως πριν το πορθμειακό δρομολόγιο, όμως η συνεχόμενη εκτέλεσή τους δεν αρκεί για να ενοποιήσει τα δρομολόγια, όπως ο ενάγων αβάσιμα υποστηρίζει, αφού οι εξυπηρετούμενες δρομολογιακές γραμμές ήσαν δύο [2], όσα και τα αντίστοιχα δρομολόγια, καθώς έτσι όριζε η διοικητική πράξη δρομολογήσεως του ΝΚ, η οποία τα διαχώριζε ρητώς, χωρίς να είναι δυνατή η συναγωγή αντίθετου συμπεράσματος από το γεγονός ότι οι αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκαν με αναφορά μόνο στη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, αφού η συμφωνία αυτή δεν αρκεί, κατά τα προαναφερθέντα, ώστε να τροποποιηθεί η διοικητική ρύθμιση. Η εκκαλουμένη, που έκρινε αντίθετα, έσφαλε στο σημείο αυτό, κατά μερική παραδοχή του τέταρτου λόγου της Β΄ έφεσης. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αναχωρήσεις του πλοίου μπορούσαν να λάβουν χώρα ακόμα και μετά μόλις δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας μετά από κάθε κατάπλου, γεγονός που υποδηλώνει ότι στο διάστημα αυτό ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της εκφόρτωσης των οχημάτων που είχαν μεταφερθεί με το προηγούμενο δρομολόγιο και η φόρτωση και έχμαση των οχημάτων για το επόμενο δρομολόγιο. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2017 έως και 17.7.2018 την οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου καθόριζε η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 2241.3-1/91302/21.12.2017 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά την οποία για την ομαλή εκτέλεση των δρομολογίων του στο πλοίο ΝΚ έπρεπε να απασχολούνται, μεταξύ άλλων ειδικοτήτων και ένας [1] πλοίαρχος Α΄, ένας [1] πλοίαρχος Β΄ [Ύπαρχος], ένας [1] πλοίαρχος Γ΄, ένας [1] ναύκληρος, ένας [1] υποναύκληρος, οκτώ [8] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Όμως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στην πραγματικότητα υπηρετούσαν σ’ αυτό κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα και δεύτερος ναύκληρος και ένας [1] ή δύο [2] επιπλέον ναύτες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Στην υπόθεση που επανακρίνεται, αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, από 16.12.2017 έως 9.7.2018, ο ενάγων εκτελούσε τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και, συγκεκριμένα, τα καθήκοντα του ναύτη βάρδιας και όχι του ημερεργάτη, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, συμμετέχοντας στις εργασίας αγκυροβολίας, πρόσδεσης, άπαρσης και απόδεσης του πλοίου και ενδιάμεσα στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό οχημάτων πριν από τους απόπλους και μετά από τους κατάπλους του πλοίου στους λιμένες, στους οποίους αυτό προσέγγιζε. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι οι ναύτες ήταν διαμοιρασμένοι σε δύο [2] βάρδιες, την πρωινή και την απογευματινή. Όσοι συμμετείχαν στην πρωινή βάρδια αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους μισή [1/2] ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου και απασχολούνταν στην πρόσδεση και στην απόδεση του πλοίου και στην φορτοεκφόρτωση σε όσους λιμένες προσέγγιζε αυτό μέχρι τις 14:00 περίπου κάθε μεσημέρι, ο δε χρόνος που ήταν απαραίτητος για την ολοκλήρωση των σχετικών εργασιών καταρχήν κυμαινόταν, ανάλογα με την κίνηση του επιβατικού κοινού, ωστόσο, κατά μέσον όρο δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας σε κάθε λιμάνι, όπως προκύπτει και από το ωράριο των αφιξαναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την διάρκεια εκάστου πλου οι ναύτες δεν εργάζονταν, εκτός από έναν [1] ναύτη που εκτελούσε τα καθήκοντα του πηδαλιούχου, θέση στην οποία εναλλάσσονταν ανά ταξίδι όλοι οι ναύτες. Όσοι από αυτούς συμμετείχαν στην απογευματινή βάρδια αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους στις 14:00 το μεσημέρι και απασχολούνταν στις ίδιες εργασίες μέχρι τις 22:20. Ενδιαμέσως, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πλου από λιμένα σε λιμένα, όλοι οι ναύτες, με την εξαίρεση του πηδαλιούχου, αναπαύονταν. Επομένως, οι ώρες απασχόλησής τους δεν ταυτίζονταν με τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου, όπως ο ενάγων φαίνεται να υποστηρίζει, για τον οποίο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχε υποχρέωση διαρκούς παραμονής σ’ αυτό αλλά δυνατότητα εξόδου στο λιμένα της Κυλλήνης μέχρι την αναχώρηση για το επόμενο δρομολόγιο. Συνεπώς, ο συνολικός χρόνος παραμονής του στο πλοίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος υπερωριακής εργασίας αλλά απλής ετοιμότητας προς εργασία, για την οποία δεν δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 23/2021, 200/2016, 218/2016, 376/2015, 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160). Με βάση τα ανωτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί εργασίας του ενάγοντος επί δεκαπέντε [15] ώρες κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του δεν κρίνεται βάσιμος, αφού δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ενώ αντικρούεται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, που ανήκαν στην επιστασία καταστρώματος του πλοίου και είχαν ιδία γνώση των καθηκόντων και ωρών εργασίας του ενάγοντος έχοντας συνυπηρετήσει με αυτόν, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος, που σχετιζόταν με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και ενδιάμεσα και με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων σε όλα τα λιμάνια, δεν υπερέβαινε τις έξι [6] με επτά [7] ώρες. Σημειώνεται δε ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν εξαρτούν οικονομικό συμφέρον από τις εναγόμενες εταιρίες, διότι κατά το χρόνο των ενόρκων βεβαιώσεών τους είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί. Από τα λεγόμενά τους προκύπτει ειδικότερα α] ότι οι εργασίες στις οποίες συμμετείχε ο ενάγων δεν διαρκούσαν παραπάνω από δεκαπέντε [15] λεπτά σε κάθε λιμένα, επειδή το πλοίο, ως επί το πλείστον, είχε άμεσες αναχωρήσεις, β] ότι η επιβατική κίνηση στη μεν πορθμειακή γραμμή «Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας» ήταν πολύ μειωμένη, επειδή σ’ αυτή ήταν δρομολογημένα και άλλα πλοία, στη δε ακτοπλοϊκή γραμμή «Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα», ακόμα μικρότερη, δεδομένου ότι σ’ αυτήν δεν είχε δρομολογηθεί πλοίο για αρκετά χρόνια μέχρι το έτος 2018, οπότε δρομολογήθηκε εκεί το ΝΚ από την πλοιοκτήτριά του, η οποία την επόμενη δρομολογιακή περίοδο το απέσυρε από τη γραμμή αυτή επειδή απέβαινε ζημιογόνος λόγω του μικρού αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών και οχημάτων, γ] ότι το πλοίο είχε αρκετές ώρες παραμονής στο λιμάνι της Κυλλήνης και στο ακτοπλοϊκό δρομολόγιο η διαδρομή από Σάμη για Πάτρα διαρκούσε δύο [2] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, δ] ότι οι ώρες του πλου ήταν χρόνος ανάπαυσης για τους ναύτες, εκτός από τον εκάστοτε πηδαλιούχο, ε] ότι το πλοίο είχε πάντοτε ναυτολογημένους περισσότερους ναύτες απ’ αυτούς που προέβλεπε η οργανική του σύνθεση, προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο υπερωριακής εργασίας, ενώ για την ασφαλή πρόσδεση και απόδεσή του στους λιμένες αρκούσαν τρεις [3] ναύτες και, συγκεκριμένα, ένας [1] στην πλώρη για την αγκυροβολία (με τη χρήση αυτόματης άγκυρας) και δυο [2] στην πρύμνη για το χειρισμό των κάβων, στ) ότι οι ναύτες δεν εργάζονταν όλοι ταυτόχρονα αλλά ήταν χωρισμένοι σε δύο [2] βάρδιες και όσοι συμμετείχαν στην πρωινή ξεκινούσαν μισή ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου και σταματούσαν στις 14:00, οπότε τους αντικαθιστούσαν οι ναύτες της απογευματινής βάρδιας, οι οποίοι απασχολούνταν μέχρι το πέρας των δρομολογίων, δηλαδή περίπου μέχρι τις 22:20, πλην των Σαββάτων και των Κυριακών, οπότε τα δρομολόγια είτε άρχιζαν αργότερα είτε ολοκληρώνονταν νωρίτερα σε σχέση με τις καθημερινές, ζ] ότι οι καθαρισμοί στο κατάστρωμα και στο γκαράζ γίνονταν από το ναυτόπαιδα και δεν ήταν στις αρμοδιότητες των ναυτών, ενώ αποσκωριώσεις ελασμάτων (ματσακόνι), χρωματισμοί και παρεμφερείς εργασίες συντήρησης του πλοίου γίνονταν όταν το πλοίο έμπαινε στη δεξαμενή μια φορά το χρόνο και όχι κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του, αφού τότε μετέφερε επιβάτες και η] ότι ο ενάγων ουδέποτε είχε διατυπώσει παράπονα για αυξημένη απασχόλησή του και ελαττωμένες έναντι αυτής αποδοχές του. Το τελευταίο τούτο γεγονός επιβεβαιώνεται από την από 3.6.2018 ένορκη κατάθεση του ενάγοντος ενώπιον της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, στην οποία ανέφερε ότι οι συνθήκες εργασίας και το ωράριο της απασχόλησής του στο πλοίο ΝΚ «ήταν εντάξει», όπως και από τις κατά την ίδια ημεροχρονολογία δοθείσες όμοιες τριάντα οκτώ [38] συναδέλφων του ενάγοντος απασχολούμενων στο ίδιο πλοίο κατά το αυτό χρονικό διάστημα, όπως βάσιμα επισημαίνουν οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό σκέλος του, οι οποίες παραδεκτώς κατ’ άρθρο 529 2 ΚΠολΔ προσκομίζουν για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό τα συγκεκριμένα έγγραφα, αφού η βραδεία προσκομιδή τους οφείλεται στην καθυστερημένη περιέλευσή τους σε γνώση τους. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 3.920/26.5.2018 έγγραφη αναφορά της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο) προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στην οποία γίνεται λόγος για υπέρβαση του νομίμου ωραρίου απασχόλησης των ναυτικών στην «γραμμή της Κυλλήνης», καθόσον η αναφορά αυτή δεν συνδυάζεται με άλλο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει με ασφάλεια η επιβεβαίωση ή μη των καταγγελλομένων με πόρισμα της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής ούτε αν αυτά κρίθηκαν αρμοδίως (από διοικητική ή ποινική αρχή), ώστε να επακολουθήσει η αντίστοιχη ελεγκτική διαδικασία. Για όλους αυτούς τους λόγους κρίνεται ότι ο ενάγων δε δικαιούται αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, απορριπτομένων των ισχυρισμών του που επαναφέρονται με το συναφές δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του ως αβασίμων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της βασιμότητας του πρώτου, κατά το συναφές σκέλος του και του πέμπτου λόγου της ένδικης Β΄ έφεσης. Κατ’ αποτέλεσμα, παρέλκει πλέον η εξέταση του έκτου λόγου έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται, επικουρικά, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί εξοφλήσεως του ενάγοντος για την αιτία αυτή, που επήλθε με την προς αυτόν κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του καταβολή διακοσίων τριών ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (203,32 €) ανά μήνα πλήρους απασχόλησης και χιλίων τετρακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (1.445,61 €) συνολικά για «υπερωρίες μισθοδοσίας» και τετρακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δεκατριών λεπτών (455,13 €) ανά μήνα πλήρους απασχόλησης και τριών χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ και έξι λεπτών (3.110,06 €) συνολικά «για Σάββατα και αργίες». Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί εδώ ότι οι καταβολές αυτές αντιστοιχούν, βάσει του ωρομισθίου της ΣΣΝΕ, σε αμοιβή εργασίας με διάρκεια εννέα [9] ωρών ημερησίως, δηλαδή είτε κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές είτε κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Όμως, καθαυτό το γεγονός των συγκεκριμένων καταβολών δεν αρκεί για την εξαγωγή συμπεράσματος περί παροχής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, έστω επί μία [1] ώρα ημερησίως, επειδή συνδυάζεται με την πρακτική της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματικά ποσά αχρεωστήτως, χωρίς δηλαδή την παροχή αντίστοιχης εργασίας, όπως συνέβη με το επίδομα έχμασης, σύμφωνα με τα κριθέντα πρωτοδίκως, κατά των οποίων ο ενάγων δεν εγείρει καμία αντίρρηση.
VΙ. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί ακτοπλοϊκούς πλόες και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου ή έχει περισσότερες από πέντε [5] εβδομαδιαίως τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, οι απασχολούμενοι σ’ αυτό ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε [5] δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται η τροφοδοσία του ναυτικού είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η πρόσθεση αμοιβή για την έχμαση οχημάτων (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, ο.π., 117/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, κατά τα οριζόμενα στην § 6 του ως άνω άρθρου, οι διατάξεις του κατ’ εξαίρεση δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, επί ημερόπλοιων, δηλαδή επί πλοίων που εκτελούν κατά βάση ημερινούς πλόες και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση της εξαιρέσεως και επάνοδο στον κανόνα, τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 23:00 μέχρις ώρας 07:00. Η επέκταση κρίνεται με βάση τον προγραμματισμένο χρόνο έναρξης και λήξης κάθε δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Πάντως, η κατά ολίγα λεπτά της ώρας υπέρβαση των ακραίων χρονικών σημείων έναρξης και λήξης των ωρών που θεωρούνται ως νυκτερινές δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και ο απασχολούμενος σ’ αυτό ναυτικός δε δικαιούται τότε την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996, ΜονΕφΠειρ. 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Όμως, η υπέρβαση για χρονικό διάστημα πλέον της μιας [1] ώρας ανά δρομολόγιο είτε κατά την έναρξη είτε κατά τη λήξη του έχει αντιθέτως κριθεί (ΑΠ 345/2019, ΕΝαυτΔ 2019/107) ότι δικαιολογεί τον αποχαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και την επάνοδο στον κανόνα της καταβολής πρόσθετης αμοιβής για τα πέραν των πέντε [5] δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, που θεωρούνται εξπρές, δηλαδή για το έκτο και το έβδομο. Σημειώνεται, αν και αυτονόητο, ότι από τη φύση του πράγματος ως εξπρές μπορούν να θεωρηθούν μόνο τα δρομολόγια της ακτοπλοΐας, δεδομένου ότι στα πορθμειακά το μικρό μήκος της δρομολογιακής γραμμής επιτρέπει την εκτέλεση πέντε [5] ή και περισσότερων δρομολογίων όχι σε εβδομαδιαία αλλά ακόμα και σε ημερήσια βάση, με αποτέλεσμα οι ΣΣΝΕ των πορθμείων να μην περιέχουν παρόμοια συλλογική ρύθμιση.
Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΚ εκτελούσε κάθε εβδομάδα επτά [7] κυκλικά δρομολόγια στην ακτοπλοϊκή γραμμή «Κυλλήνη – Πισαετός Ιθάκης – Σάμη Κεφαλληνίας – Πάτρα» με επιστροφή στην αφετηρία (Κυλλήνη, μέσω και του Πόρου Κεφαλληνίας), καθένα από τα οποία διαρκούσε πάνω από δώδεκα [12] ώρες, με αναχώρηση καθημερινά στις 05:45 από την Κυλλήνη, πλην της Κυριακής, οπότε αναχωρούσε από τη Σάμη, όπου είχε διανυκτερεύσει, στις 07:15. Τα δρομολόγια αυτά ήσαν κατά το μέγα μέρος τους ημερινά, όμως έξι [6] ημέρες την εβδομάδα (πλην Κυριακής) επεκτείνονταν πριν την 07:00 πρωινή και, συνεπώς, το έκτο δρομολόγιο από αυτά (εκείνο εκάστου Σαββάτου) χαρακτηρίζεται εξπρές, αφού λόγω της χρονικής επεκτάσεως των δρομολογίων του το πλοίο απώλεσε το χαρακτηρισμό του ημερόπλοιου, που άλλως θα διατηρούσε, με αποτέλεσμα να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 33 § 6 της ως άνω ακτοπλοϊκής ΣΣΝΕ. Έτσι, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του σε ένα [1] δρομολόγιο εξπρές ανά εβδομάδα του χρονικού διαστήματος της ναυτολογήσεώς του και, συγκεκριμένα, για την απασχόλησή του στο δρομολόγιο καθενός από τα τριάντα [30] Σάββατα της ιδίας χρονικής περιόδου. Κατά την αυτή περίοδο οι τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσια πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτά [2.441,37 € οι νόμιμες αποδοχές του, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν + 364,53 € ο μέσος όρος της πρόσθετης αμοιβής για τη φορτοεκφόρτωση οχημάτων (έχμαση), που λάμβανε τακτικά κάθε μήνα, σύμφωνα με το άρθρο 30 της ως άνω ΣΣΝΕ, συννόμως κατά την εκκαλουμένη, που ως προς το κεφάλαιό της αυτό δεν πλήττεται (2.503,14 € ÷ 206 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του Χ 30 ημέρες) = 2.805,90 €]. Επομένως, για την αιτία αυτή δικαιούται ο ενάγων το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων οκτακοσίων πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών [(2.805,90 Χ 1/30 =) 93,53 € Χ 30 δρομολόγια = 2.805,90 €]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αποδίκασε κατ’ ουσίαν το κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, επειδή αυτό «εκτελούσε κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες … καθώς … δεν είχε επεκτείνει τους πλόες του πέραν της 23:00 μ.μ.», έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του δεύτερου λόγου της ένδικης Α΄ έφεσης. Σημειώνεται ότι για τις ανάγκες της έρευνας του όγδοου λόγου της Β΄ έφεσης, η οποία θα ακολουθήσει, το επιδικαζόμενο ποσό επιμερίζεται σε διακόσια ογδόντα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για το έτος 2017 (93,53 € Χ 3 δρομολόγια εξπρές = 280,59 €) και σε δύο χιλιάδες πεντακόσια είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα ένα λεπτά, που αντιστοιχεί στην αμοιβή που δικαιούται για το έτος 2018 (93,53 € Χ 27 δρομολόγια εξπρές = 2525,31 €).
VIΙ. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης – έχμασης οχημάτων (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 117/2016, ο.π.), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Αντιθέτως, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή οφείλεται ή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.), ενώ, συνυπολογιστέο, τέλος, για τον ίδιο σκοπό, δεν είναι ούτε το επίδομα ιματισμού, ακόμα και αν παρέχεται σε χρήμα και όχι εις είδος για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, βλ και ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262).
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής τους από την εργοδότρια πρώτη εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έβδομος λόγος της ένδικης Β΄ έφεσης, κατά τα συναφή σκέλη του, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, ασχέτως αν ο ενάγων λάμβανε τροφή στο πλοίο. Αβάσιμα επίσης παραπονείται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα και κατά παραδοχή της βασιμότητας του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσης και του έβδομου λόγου της Β΄ έφεσης κατά τα οικεία σκέλη τους, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος επί τη βάσει αμοιβών που στην πραγματικότητα δεν εδικαιούτο και ο μη συνυπολογισμός της μέσης αμοιβής του για τη φορτοεκφόρτωση οχημάτων και για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, την οποία πράγματι εδικαιούτο. Συνεπώς, ενόψει του ότι, με συνυπολογισμό α] του ανά μήνα μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για την έχμαση οχημάτων, ύψους, κατά τα προαναφερθέντα, τριακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (364,53 €) και β] της μέσης πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής του για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, που ισούται προς τριακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και δώδεκα λεπτά (93,53 € ανά δρομολόγιο Χ 4 δρομολόγια κατά μέσο όρο ανά μήνα = 374,12 €), στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.441,37 €), στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ και δύο λεπτών (2.441,37 € + 364,53 € + 374,12 € = 3.180,02 €), ο ενάγων δικαιούται για την ερευνώμενη αιτία: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των διακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα λεπτών [3.180,02 € Χ 2/25 € Χ 0,84 δεκαεννεαήμερα (16 ημέρες ÷ 19) = 213,70 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως αποδεικνύεται από τις μισθολογικές του αποδείξεις, καταβάλει εκατόν είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (126,87 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των ογδόντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (213,70 € – 126,87 € = 86,83 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 το χρηματικό ποσόν των χιλίων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και ενός λεπτού (3.180,02 € ÷ 2 = 1.590,01), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως αποδεικνύεται από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του των τεσσάρων [4] πρώτων μηνών του έτους 2018, καταβάλει συνολικά εννιακόσια πενήντα ένα ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (237,89 € Χ 4 = 951,56 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εξακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (1.590,01 € – 951,56 € = 638,45 €) και Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2018 το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων τριάντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτών [3.180,02 €) Χ 2/25 = 254,40 € Χ 3,68 δεκαεννεαήμερα (70 ημέρες ÷ 19) = 936,20 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’ υποφοράν με την αγωγή του συνομολόγησε ο ενάγων, καταβάλει επτακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (775,33 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εκατόν εξήντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (936,20 € – 775,33 € = 160,87 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (86,83 € + 638,45 € + 160,87 € = 886,15 €).
VIII. Με βάση όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και πέντε λεπτών (2.805,90 € + 886,15 € = 3.692,05 €), Το ποσόν αυτό πρέπει να του καταβληθεί α] με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την τελευταία αποναυτολόγησή του, που αποτελεί, κατά τα άρθρα 10 § 1 εδαφ. α της ως άνω ΣΣΝΕ και 655 εδαφ. β του ΑΚ, δήλη ημέρα εξοφλήσεως (ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕΔ 2002/1478 = ΑρχΝ 2003/344), εκτός του ποσού που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018, το οποίο είναι κατά νόμο τοκοφόρο από 1.1.2019 και όχι από την προηγηθείσα αποναυτολόγηση του ενάγοντος (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές), όπως αντιθέτως έκρινε η εκκαλουμένη, το σφάλμα της οποίας ανάγεται στο ότι θεώρησε νόμιμο το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, οπότε η πλημμέλειά της αυτή ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και β] με τον τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής του και μέχρι την εξόφληση [εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της διαδοχικής επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας, κατά το οποίο δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρα 74 § 15 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020) και 83 § 14 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α 48/31.3.2021)], απορριπτομένων όσων αντίθετων ισχυρισμών οι εκκαλούσες προβάλλουν με τον δέκατο λόγο της έφεσής τους, ενόψει του ότι δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω η συνδρομή περιστάσεων τέτοιων, που να δικαιολογούν, κατά τη δυνητική ευχέρεια του Δικαστηρίου τούτου, την εφαρμογή του επικαλούμενου απ’ αυτές άρθρου 346 εδαφ. γ και δ ΑΚ (ΑΠ 1059/2017, E7 2018/573), αφού η αντιδικία ως προς το μέρος της αγωγής που έγινε εν μέρει δεκτό δεν ανέκυψε ευλόγως, δεδομένου ότι οι εκκαλούσες τελούσαν σε γνώση της βασιμότητας, έστω εν μέρει, της αξίωσης του αντιδίκου τους, που στηριζόταν σε ΣΣΝΕ, η εφαρμογή της οποίας είχε συμφωνηθεί ρητά.
ΙΧ. Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ιδίου Κώδικα και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 1146/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος οφείλει να επικαλεστεί και, επί αμφισβητήσεώς τους, να αποδείξει α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κλπ, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (ΜονΕφΠειρ. 699/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής η αναφορά και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτής ευθύνη εκείνου που τα απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 409/2020, ΝοΒ 2020/1244, ΑΠ 318/2008, Δνη 2009/482). Για την δημιουργία της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Ο ισχυρισμός εκείνου που αποκτά ότι εκτός από το περιουσιακό στοιχείο που του μεταβιβάστηκε υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και άλλα που δεν μεταβιβάστηκαν, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και δεν βαρύνεται με την απόδειξή του (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 479, αρ. 42, σελ. 665). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1179/2020, 1995/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 451/2012, Ε7 2013/251, ΑΠ 910/2010, ΕπισκΕΔ 2010/1053). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση (ΑΠ 829/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΜονΕφΠειρ. 699/2020, ο.π.). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 424/1995, ΕΕμπΔ 1995/677 = ΕΕΝ 1996/355 = ΕΝαυτΔ 1996/124 = ΝοΒ 1997/969, ΑΠ 1129/1983, ΝοΒ 1984/667), πολύ περισσότερο μάλιστα καθόσον συνηθέστατη μορφή της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρία (ΤριμΕφΠειρ. 372/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 596/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Εξάλλου, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 708/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης ούτε να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης δικαστική αναγνώρισή τους σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή (ΑΠ 1987/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γέννησής τους να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998, Δνη 1998/1572 και 1623, ΤριμΕφΠειρ. 545/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μεταξύ δε των ως άνω συνοφειλετών δημιουργείται δικονομικός δεσμός απλής ομοδικίας (ΕφΘεσ. 424/2008, Αρμ. 2009/534, ΕφΑθ. 6812/2005, ΔΕΕ 2006/71).
Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΝΚ, στις 19.12.2018 μεταβίβασε αυτό κατά κυριότητα, αιτία πωλήσεως και έναντι ανταλλάγματος εννέα εκατομμυρίων ευρώ (9.000.000 €) στη δεύτερη εναγόμενη, όπως άλλωστε δεν αρνείται η τελευταία, η οποία επικαλείται μόνον ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν γνώριζε ότι το πλοίο αποτελούσε το μοναδικό άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης, καθόσον η πωλήτρια διατήρησε στην περιουσία της και άλλα στοιχεία, τα οποία δεν της μεταβίβασε, όπως τις έναντι τρίτων (τουριστικών πρακτόρων) απαιτήσεις της, την πελατεία και τη φήμη της, καθώς και το εμπορικό της σήμα φήμης (brand name) «……..», όπως και την ιδιοκτησία του ιστοχώρου (domain name)…………. και της άδειας χρήσης λογισμικού για την κράτηση εισιτηρίων πλοίων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το σύνολο των απαιτήσεων που ο ενάγων κατέστησε επίδικες. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία που διατήρησε στην περιουσία της η πρώτη εναγόμενη έχουν σημαντική οικονομική αξία έναντι εκείνης του πλοίου που μεταβιβάστηκε, ώστε να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω δεν επήλθε μεταβίβαση συνόλου περιουσίας. Άλλωστε, η ίδια η πώληση του πλοίου συνιστά κατά τα προαναφερθέντα μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ εκ μέρους της, όπως αποδεικνύεται μονοβάπορης, πωλήτριας εταιρίας. Ορθώς επομένως με την εκκαλουμένη ο ίδιος ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός και ο τα αντίθετα υποστηρίζων ένατος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού συντρέχουν εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ex lege σωρευτικής αναδοχής χρέους μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης για το περιλαμβανόμενο στη μεταβιβασθείσα περιουσία ως άνω χρέος της πρώτης προς τον ενάγοντα, το οποίο κατά το χρόνο της μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου στη δεύτερη όχι μόνον είχε γεννηθεί αλλά ήδη είχε καταστεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με αποτέλεσμα η αγοράστρια εταιρία να ευθύνεται για την εκπλήρωσή του εις ολόκληρον, μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
Χ. Ειπώθηκε ήδη ότι η μεταβίβαση πλοίου ως επιχείρησης ή ως του μοναδικού ή πιο σημαντικού στοιχείου της περιουσίας του μεταβιβάζοντος δημιουργεί μεταξύ αυτού και του αποκτώντος παθητική εις ολόκληρον ενοχή ως προς τα προϋφιστάμενα της μεταβίβασης προς τρίτους χρέη του πλοίου, που βαρύνουν πλέον και τον αποκτώντα, ο οποίος τα αναδέχεται σωρευτικώς στην κατάσταση που τελούσαν κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 776/2003, ΕΕΔ 2005/35 = Δνη 2005/163). Υπό την έννοια αυτή ευθύνεται, με όλη την περιουσία του αλλά μέχρι της αξίας του πλοίου, μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των τρίτων δανειστών, δεδομένου ότι η ίδια η μεταβίβαση δεν διακόπτει την παραγραφή τους (Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, αρ. 21). Έτσι, αν το χρέος του μεταβιβάζοντος προέρχεται από οφειλές των πάσης φύσεως αποδοχών του πλοιάρχου και του πληρώματος του πλοίου, που πηγάζουν από συμβάσεις ναυτολόγησης, οι οποίες υπόκεινται σε ετήσια παραγραφή (άρθρο 289 § 1 ΚΙΝΔ), η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία τους (άρθρο 291 εδαφ. α΄ ΚΙΝΔ), η ίδια παραγραφή ισχύει και για τον αποκτώντα και συνεχίζει να διαδράμει και μετά την μεταβίβαση του πλοίου, έως ότου διακοπεί για κάποιον από τους προβλεπόμενους στον ΑΚ (άρθρα 260, 261) λόγους. Πάντως, τα διακοπτικά της παραγραφής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η έγερση αγωγής (άρθρο 261 § 1 εδαφ. α΄ ΑΚ) εντός του χρόνου της παραγραφής αλλά μετά τη μεταβίβαση, ενεργούν υποκειμενικά (άρθρο 486 ΑΚ) και, επομένως, μετά την ίδρυση του νόμιμου λόγου ευθύνης του προσθέτως αναδεχόμενου το χρέος του μεταβιβάσαντος, λόγω της αυτοτέλειας της ενοχής των δύο εις ολόκληρον συνοφειλετών (ΑΠ 1695/1998, Δνη 1999/631), δεν αντιτάσσονται εκ μέρους του κοινού δανειστή κατά του αποκτήσαντος το πλοίο (ΕφΠειρ. 872/2003, ΕΝαυτΔ 2003/441, ΕφΠειρ. 849/2008, ΕΝαυτΔ 2009/43, ΕφΠειρ. 671/2005, ΕΝαυτΔ 2006/108, Αθ. Κρητικός, ο.π., άρθρο 486, αρ. 7, σελ. 685, έτσι και ΜονΕφΑθ. 4851/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν ναυτικός, μέλος του πληρώματος του πλοίου το οποίο μεταβιβάστηκε, δικαιούται αποδοχές από τη ναυτολόγησή του σ’ αυτό και επιδιώξει την εξόφλησή του με αγωγή στρεφόμενη αρχικώς, πριν τη μεταβίβαση του πλοίου και πριν την παραγραφή της απαιτήσεώς του, κατά του πλοιοκτήτη και, στη συνέχεια, μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, κατά του αποκτήσαντος το πλοίο, ο ενάγων δεν μπορεί να αποκρούσει την προβαλλόμενη από τον τελευταίο ένσταση της παραγραφής της αξιώσεως ως προς αυτόν, αντιτάσσοντας ότι η παραγραφή είχε διακοπεί με την έγερση της αγωγής κατά του μεταβιβάσαντος (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, ο.π., Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 360, σελ. 190).
Εν προκειμένω, με τον όγδοο λόγο της έφεσής τους η δεύτερη εναγόμενη επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων του ΚΙΝΔ που προαναφέρθηκαν και προβάλλει, για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό, ένσταση παραγραφής των κατ’ αυτής απαιτήσεων του ενάγοντος που γεννήθηκαν το έτος 2017, λόγω παρόδου έτους από τότε και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ προβάλλεται, αφού τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται δεν αμφισβητούνται, αποδεικνύονται άλλωστε και εγγράφως και είναι πλήρως ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 § 1 ΚΠολΔ και 289, 291 ΚΙΝΔ. Αποδεικνύεται δε και ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον από τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος από τη ναυτολόγησή του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΚ, που μεταβιβάστηκε λόγω πωλήσεως στην δεύτερη εναγόμενη στις 19.12.2018, όσες γεννήθηκαν το έτος 2017 ασκήθηκαν κατ’ αυτής το πρώτον εντός του έτους 2019, όταν και της επιδόθηκε η ένδικη από 11.4.2019 αγωγή, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της ενιαύσιας παραγραφής, που άρχισε να διαδράμει την 1.1.2018 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2018. Η προηγούμενη δε από 18.12.2018 αγωγή του ενάγοντος, που απευθύνθηκε κατά της πρώτης εναγομένης, που την επομένη μεταβίβασε το πλοίο στη δεύτερη και η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στις 18.12.2018 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και της επιδόθηκε στις 20.12.2018 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο κοινοποιηθέν δικόγραφο της), δηλαδή μετά τη μεταβίβαση, διέκοψε την παραγραφή μόνον ως προς αυτήν (μεταβιβάζουσα), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως (19.12.2018) οι επίμαχες αξιώσεις του ενάγοντος ήσαν ενεργείς και δεν είχαν παραγραφεί, διότι ο χρόνος της παραγραφής τους ως προς την δεύτερη εναγόμενη εξακολούθησε να τρέχει χωρίς να διακοπεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ούτε λόγω της μεταβίβασης ούτε συνεπεία της έγερσης της από 18.12.2018 αγωγής, αφού αυτή δεν στράφηκε εναντίον της, για να συμπληρωθεί εν τέλει στις 31.12.2018, δίχως μέχρι τότε να μεσολαβήσει κανένα γεγονός διακοπτικό της παραγραφής ως προς τη συγκεκριμένη εις ολόκληρον συνοφειλέτρια, απορριπτομένων ως αβασίμων των όσων αντιθέτων υποστηρίζει ο εκκαλών – ενάγων με τις προτάσεις του. Ο ειδικότερος δε ισχυρισμός του ότι, υπό την εκδοχή της εκκαλουμένης, «θα έτρεχε σε βάρος [τ]ου η παραγραφή επί σχεδόν όλο το 2018 για τη δεύτερη εναγόμενη, την οποία δεν είχε καμία νομική βάση να εναγάγει σχεδόν όλο αυτό το χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό των περί παραγραφής διατάξεων», κρινεται ομοίως αβάσιμος, καθόσον όλα όσα περιγράφει θα ήταν δυνατόν να αποτραπούν είτε με διακοπή της παραγραφής εκ μέρους του στο πρόσωπο της αρχικής οφειλέτριας πριν το χρόνο μεταβίβασης απ’ αυτήν του περιουσιακού της στοιχείου, ώστε η διακοπή αυτή και η συνακόλουθη επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής να ισχύει γι’ αμφοτέρους τους οφειλέτες είτε, αν δεν είχε προβλέψει τη μεταβίβαση που μεσολάβησε, με διακοπή της παραγραφής δι’ εγέρσεως εκ μέρους του αγωγής κατά της αποκτήσασας το πλοίο μετά τη μεταβίβασή του σ’ αυτήν και μέχρι την 31η.12.2018 (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, ο.π.). Μετά από όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος, που γεννήθηκαν το έτος 2017 και αφορούν σε πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, ύψους διακοσίων ογδόντα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (280,59 €) και σε επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων 2017, ύψους ογδόντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (86,83 €) και, συνολικώς, τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (280,59 € + 86,83 € = 367,42 €), έχουν υποκύψει σε παραγραφή, όπως βάσιμα υποστηρίζει η δεύτερη εναγόμενη με τον ερευνώμενο λόγο της έφεσής της.
ΧΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι ένδικες εφέσεις κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους ως και ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και μάλιστα στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη. Ακολούθως δε, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, πρέπει Α] να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη στην εις ολόκληρον με τη δεύτερη καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των χιλίων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.166,74 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018, πλην κονδυλίου εκατόν εξήντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (160,87 €), για το οποίο τόκος οφείλεται από την 1η.1.2019, Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης στην εις ολόκληρον με τη δεύτερη καταβολή προς τον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.525,31 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018, Γ] να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ενεχόμενη προς τούτο εις ολόκληρον με την πρώτη, μέχρι όμως την αξία του πλοίου της, στην καταβολή προς τον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των επτακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (799,32 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018, πλην κονδυλίου εκατόν εξήντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (160,87 €), για το οποίο τόκος οφείλεται από την 1η.1.2019 και Δ] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης, ενεχόμενης προς τούτο εις ολόκληρον με την πρώτη, μέχρι όμως την αξία του πλοίου της, στην καταβολή προς τον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.525,31 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018.
ΧΙΙ. Περαιτέρω, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει ο εκκαλών, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, με αίτηση υποβαλλόμενη είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με τις προτάσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της απόφασης που εξαφανίστηκε, η οποία πρέπει να προαποδεικνύεται. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, αφενός μεν, η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης κατ’ αποφάσεως του πρώτου βαθμού που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και η συνεπεία αυτής απόρριψη της αγωγής και αφετέρου, η εκτέλεση της προσβληθείσας με την έφεση αποφάσεως, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας συμμόρφωσης του εναγομένου προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, προς το σκοπό αποτροπής της εναντίον του εκτελέσεως με τα μέσα του ΚΠολΔ, εφόσον και αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης (ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 1175/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η απόρριψη της αγωγής είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΑΠ 1392/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1314 = Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης, § 67, σελ. 182). Για τη συζήτηση του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 188/2003, Δνη 2003/716, ΜονΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012/97), αφού το αίτημα αυτό δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 85, σελ. 255), όμως, η προηγηθείσα εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται, καθόσον η έλλειψη της προαπόδειξης απολήγει σε απαράδεκτο του αιτήματος που υποβάλλεται στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο (ΜονΕφΔωδ. 275/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5957/2009, Δνη 2001/1657, ΕφΑθ. 4395/1992, ΕΣυγκΔ 1993/375, Χ. Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση μετά την αναγκαστική εκτέλεση, 1994, σελ. 70 επομ. [81- 83], Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Ε, 1997, άρθρο 914, αρ. 10, σελ. 191). Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου – εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου που διατάσσει την απόδοσή τους, καθόσον ο εφεσίβλητος καθίσταται υπερήμερος από την γνώση της ανατροπής της αποφάσεως, ενόψει του ότι πριν από τη γνωστοποίηση της εξαφάνισης της εκκληθείσας αποφάσεως κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο (ΟλΑΠ 5/2001, Δνη 2001/378 = Δ 2001/698 = ΕΔΚΑ 2001/596 = ΕΕΔ 2001/315, ΑΠ 51/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, η εκκαλούσες εταιρίες με το δικόγραφο της εφέσεώς τους ισχυρίζονται ότι συμμορφούμενες με την εκκαλουμένη κατέβαλαν τμηματικά, σε δύο [2] ισόποσες δόσεις στις 5.3.2020 και στις 30.6.2020, στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), κατά το οποίο εκείνη κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να τους αποδώσει τα καταβληθέντα με το νόμιμο τόκο από την ημέρα εκάστης καταβολής τους.
Η αίτηση αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται, όπως εκτέθηκε, η καταβολή δικαστικού ενσήμου, είναι παραδεκτή και κατά το κύριο αίτημά της νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Όμως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοφορίας των καταβληθέντων είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας χρονικό διάστημα.
Περαιτέρω, από τα εκ μέρους των εκκαλουσών προσκομιζόμενα α] από 5.3.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό εξόφλησης προσωρινώς εκτελεστού ποσού και β] από 30.6.2020 απόδειξη τραπεζικής μεταφοράς σε λογαριασμό τρίτου που εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα ΑΕ, προαποδεικνύεται ότι οι εναγόμενες εκουσίως και πριν από την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλαν στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €). Κατ’ ακολουθίαν, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν μέρει απόρριψη της αγωγής, πρέπει το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς να γίνει εν μέρει δεκτό και ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης που εξαφανίστηκε και, ακολούθως, να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στις εναγόμενες το χρηματικό ποσόν κατά το οποίο τα προς αυτόν καταβληθέντα υπερβαίνουν τα σ’ αυτόν επιδικαζόμενα και, συγκεκριμένα, το ποσόν των τριακοσίων επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (4.000 € – 3.692,05 € = 307,95 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία τις εφέσεις.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 3941/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει στην εις ολόκληρον καταβολή προς τον ενάγοντα Α] τη μεν πρώτη εναγόμενη του χρηματικού ποσού των χιλίων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.166,74 €) και Β] την δεύτερη εναγόμενη, ενεχόμενη προς τούτο μέχρι την αξία του πλοίου της, του χρηματικού ποσού των επτακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (799,32 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018, πλην κονδυλίου εκατόν εξήντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (160,87 €), για το οποίο τόκος οφείλεται από την 1η.1.2019.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση αμφοτέρων των εναγομένων στην εις ολόκληρον καταβολή προς τον ενάγοντα, της δεύτερης όμως ευθυνόμενης μέχρι την αξία του πλοίου της, του χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.525,31 €), με το νόμιμο τόκο από 10.7.2018.
Δέχεται το κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα των εκκαλουσών και διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της απόφασης που εξαφανίστηκε.
Υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στις εναγόμενες το χρηματικό ποσό των τριακοσίων επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (307,95 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ