ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 567/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………………. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Ζούρου.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., ο οποίος δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε κατά της εκκαλούσας την από 10-5-2021 και με Γ.Α.Κ. ……. και ΕΑΚ ……./11-5-2021 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η με αριθ. 472/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την ανακοπή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλε η καθ’ ης η ανακοπή με την από 14-3-2022 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …../16-3-2022 έφεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (2-6-2022), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα δύο πρώτα από αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23-7-2015) και ισχύουν από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου του ιδίου άνω νόμου, τα οποία εφαρμόζονται και στην κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου άσκησης αυτής μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, ήτοι την 10-10-2018 (βλ. τη με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../16-3-2022 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου), συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ, επί ερημοδικίας του εφεσίβλητου, ως προς την έφεση, όπου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (Α.Π. 548/2019, Εφ.Πατρ. 9/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, αναφορικά με την υπό κρίση από 14-3-2022 και με Γ.Α.Κ. …… και ΕΑΚ ……/16-3-2022 έφεση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος ……………….., αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια της εκκαλούσας για να παραστεί στη συζήτηση της άνω έφεσης κατά την ως άνω δικάσιμο (βλ. την υπ’ αριθ. …./30-3-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………), δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, ούτε κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει, κατά τα ανωτέρω, σα να ήταν και αυτός παρών, χωρίς δηλαδή η ως άνω έγκυρη ερημοδικία του εφεσίβλητου ως προς την έφεση να σημαίνει ομολογία του βάσιμου των προβαλλόμενων λόγων της έφεσης (Εφ.Ναυπλ. 131/2020, Εφ.Πειρ. 417/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης, προσκομίστηκαν τα πρακτικά και οι προτάσεις του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. δ’ Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, η άνω έφεση της ηττηθείσας στην πρωτόδικη δίκη καθ’ ης η ανακοπή κατά της με αριθ. 472/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. Κ.Πολ.Δ.) και δέχθηκε την από 10-5-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …../11-5-2021 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της άνω έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16-3-2022, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 9-2-2022. Η άνω έφεση αρμόδια εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016) παράβολο των 100,00 ευρώ (βλ. το αναγραφόμενο στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης υπ’ αριθ. ………. e παράβολο υπέρ του Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, η άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται απ’ αυτήν (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ερήμην του εφεσίβλητου, ως προς τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, η διαδικασία προχωρεί σα να ήταν και αυτός παρών.
ΙΙ. Με την από 10-5-2021 και με Γ.Α.Κ. 2639 και ΕΑΚ …../11-5-2021 ανακοπή του κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ, ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, για τους αναλυτικά εκτιθέμενους σ’ αυτή λόγους, να ακυρωθεί η από 14-4-2021 επιταγή προς εκτέλεση, συνταχθείσα κάτωθι αντιγράφου της με Ουδέτερο Αριθμό Αναφοράς [2020] EWHC […..] (Εμπορικό Τμήμα) από 30.10.2020 απόφασης του Υψηλού Δικαστηρίου (High Court) της Αγγλίας και Ουαλίας – Εμποροδικείου (Commercial Court), δυνάμει της οποίας επιτάσσεται, με την ιδιότητα του εγγυητή ναυτικού δανείου, να καταβάλει στην καθ’ ης α) το ποσό των πεντακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων τριακοσίων οκτώ λιρών Αγγλίας και πενήντα δύο πενών (546.308,52), κατά το ισόποσο αυτού σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα, κατά το χρόνο πληρωμής, ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που αντιστοιχεί σε δικαστικά έξοδα, β) το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων Η.Π.Α. (1.000.000,00), κατά το ισόποσο αυτού σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα, κατά το χρόνο πληρωμής, ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που αντιστοιχεί σε μέρος της επιδικασθείσας, απορρέουσας από σύμβαση ναυτικού δανείου, απαίτησης (κατά κεφάλαιο), και γ) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 472/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την ανακοπή (κρίνοντας βάσιμο κατ’ ουσία τον πρώτο λόγο της περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση λόγω έλλειψης περιαφής του εκτελεστήριου τύπου επί της αγγλικής δικαστικής απόφασης που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση ανακόπτοντα), ακύρωσε την επιταγή προς εκτέλεση και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, αιτούμενη, για το σε αυτή διαλαμβανόμενο μόνο λόγο, αναφερόμενο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, με σκοπό στη συνέχεια να απορριφθεί η ανακοπή του εφεσίβλητου ως προς όλους τους λόγους της.
III. Κατά τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. παρ. δ, ε, στ, 39 και 41 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 10-1-2015 (άρθρο 81 εδάφ. β του άνω Κανονισμού), αντικαθιστώντας τον Κανονισμό ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και αποτελεί πλέον μέρος του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται, καταρχήν, για την εφαρμογή του η λήψη μέτρων από τις εθνικές αρχές [άρθρο 288 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), Α.Π. 93/2017, Εφ.Πειρ. 120/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ] 1 παρ. 1 «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii)», 2 «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού: α) ως “απόφαση” νοείται κάθε απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο του κράτους μέλους, όποια και αν είναι η ονομασία της, π.χ. διάταξη, εντολή, απόφαση ή διαταγή εκτελέσεως, καθώς και κάθε απόφαση για τον προσδιορισμό των δικαστικών εξόδων από το γραμματέα του δικαστηρίου. […] δ) ως “κράτος μέλος προέλευσης” νοείται το κράτος μέλος στο οποίο, ανάλογα με την περίπτωση, εκδόθηκε η απόφαση, εγκρίθηκε ή συνήφθη ο δικαστικός συμβιβασμός ή καταρτίσθηκε επίσημα ή καταχωρήθηκε το δημόσιο έγγραφο, ε) ως “κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης” νοείται το κράτος μέλος όπου γίνεται επίκληση της αναγνώρισης της απόφασης, ή ζητείται η εκτέλεση της απόφασης, του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημοσίου εγγράφου, στ) ως “δικαστήριο προέλευσης” νοείται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση η αναγνώριση της οποίας αποτελεί αντικείμενο επίκλησης ή, η εκτέλεση της οποίας επιδιώκεται», 39 «Απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος και είναι εκτελεστή σε αυτό το κράτος μέλος είναι ομοίως εκτελεστή στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας» και 41 παρ. 1 «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τμήματος, η διαδικασία που εφαρμόζεται για την εκτέλεση αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Κάθε απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος και είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης εκτελείται σε αυτό υπό τους ίδιους όρους οι οποίοι ισχύουν και για την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης». Από τις διατάξεις των δυο τελευταίων άρθρων του Κανονισμού 1215/2012 ανακύπτει μια από τις βασικότερες καινοτομίες του στο ειδικότερο πεδίο της αναγνώρισης και εκτέλεσης των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, η οποία εντοπίζεται στην ολοσχερή κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας κήρυξης της εκτελεστότητας (exequatur), ως προϋπόθεσης για την ανάπτυξη και στα λοιπά κράτη της ήδη προσνεμηθείσας στο κράτος έκδοσης ενέργειας της εκτελεστότητας. Καθιερώνεται, έτσι, η άμεση και αυτοδίκαιη επέκταση της εκτελεστότητας σε όλα τα κράτη – μέλη, κατ’ εφαρμογή της αρχής της εξομοίωσης (άρθρο 41 παρ. 1 εδάφ. β Κανονισμού, Ανέστη Ι. Πάτκα – Τσαπέκου, Ζητήματα από τον Κανονισμό 1215/2012 «Η κατάργηση του exequatur και το δικαίωμα άμυνας του καθ’ ου», Αρμ. 2015 (11) σ. 1839, 1840, Χάρη Παμπούκη, Διεθνής Δικαιοδοσίας, Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Ο νέος αναθεωρημένος Κανονισμός 1215/2012, 2014, σ. 57 επ, Ιωάννη Στ. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 2019, σ. 328 επ). Δεδομένης δε της αυτοδίκαιης επέκτασης της εκτελεστότητας, όταν η εκτέλεση του ενδοκοινοτικού τίτλου πρόκειται να λάβει χώρα στην Ελλάδα, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία περιαφής του εκτελεστήριου τύπου και λήψης απογράφου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 918 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ, υποκαθιστάμενη από την έκδοση στο κράτος όπου ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε, του προβλεπόμενου από τον Κανονισμό «πιστοποιητικού εκτελεστότητας (Απόστολο Άνθιμο, Τροποποιήσεις στο κεφάλαιο για την αναγνώριση και εκτέλεση, Αρμ. 2013, 2082, Ανέστη Ι. Πάτκα – Τσαπέκου, ό.α, σ. 1840, υποσημ. 6, Μάζη σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νικα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2021, υπ’ άρθρο 918, αριθ. 3).
IV. Περαιτέρω, ο άνω Κανονισμός ΕΕ 1.215/2012, ως πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή ως ισχύον νομοθετικό εργαλείο, στο πεδίο της εν εξελίξει δικαστικής συνεργασίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε, εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε υποθέσεις, στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τη συμφωνία αποχώρησής αυτού από την Ε.Ε. και έως τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή έως την 31-12-2020, αλλά και πέραν της λήξης αυτής, εφόσον οι σχετικές αγωγές, αιτήσεις, διαδικασίες και εν γένει ενέργειες ασκήθηκαν μεν πριν τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, αναπτύσσουν δε αποτελέσματα που χρονικά την υπερακοντίζουν (βλ. σχετ. ειδικές μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 66 έως 69 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας», που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φύλλο C 384/1/1 της 12-11-2019). Από άποψη διαχρονικού δικαίου, για την εφαρμογή ή μη του Κανονισμού, για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίσιμος είναι μόνο, τόσο για τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την αναγνώριση κα εκτέλεση των αποφάσεων, ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος συζήτησης της αγωγής, η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και, εφόσον υπάρχει ρήτρα παρέκτασης, ο χρόνος κατάρτισης αυτής [Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 3η έκδ. (2022), σ. 80 επ.].
V. Στην προκειμένη περίπτωση, με το μόνο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνοντας, κατ’ αποδοχήν του πρώτου λόγου της ανακοπής με εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ, ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση πάσχει ακυρότητα λόγω έλλειψης περιαφής του εκτελεστήριου τύπου επί της άνω αγγλικής δικαστικής απόφασης που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση ανακόπτοντα χωρίς να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, ενώ, εάν ορθά το νόμο εφάρμοζε και τις αποδείξεις εκτιμούσε, θα οδηγούνταν στην εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού EE 1215/2012, υπό το φως των οποίων η άνω δικαστική απόφαση [η οποία εκδόθηκε επί αγωγής της που ασκήθηκε και κατά του νυν εφεσίβλητου ενώπιον του αναφερόμενου αγγλικού δικαστηρίου στις 31-1-2018, ήτοι πριν τη λήξη στις 31-12-2020 της ορισθείσας με το άρθρο 67 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας» μεταβατικής περιόδου εφαρμογής του άνω Κανονισμού] δεν ήταν αναγκαίο να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 2 στοιχ. στ’ και 905 Κ.Πολ.Δ, ούτε να γίνει περιαφή του εκτελεστήριου τύπου σ’ αυτήν κατ’ άρθρο 918 Κ.Πολ.Δ. Ο άνω λόγος έφεσης είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και πρέπει να εξεταστεί και κατ’ ουσία. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα, ορισμένα εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, αποδείχθηκαν, επί του άνω λόγου έφεσης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 31 Οκτωβρίου 2018 άνοιξε ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου High Court of Justice του Λονδίνου δίκη επί αγωγής της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας (με αριθ. ………) κατά της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “………” (στο εξής «………..») ως δανειολήπτριας, καθώς και κατά της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “………” και του νυν εφεσίβλητου ……… ως εγγυητών σε σύμβαση δανείου που είχε συνάψει η εκκαλούσα με την «…..». Με την αγωγή αυτή η εκκαλούσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εκεί εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να της καταβάλουν το υπόλοιπο του δανείου (περιλαμβανομένων κεφαλαίου και τόκων), ανερχόμενο στις 29 Οκτωβρίου 2018 στο ποσό των 8.919.527,62 δολ. Η.Π.Α. Στο περαιτέρω στάδιο της δίκης ενώπιον του άνω αγγλικού Δικαστηρίου οι εναγόμενοι (μεταξύ αυτών και ο νυν εφεσίβλητος), αμυνόμενοι κατά της εναντίον τους αγωγής, ισχυρίστηκαν ότι η εκκαλούσα, από υπαιτιότητά της, άσκησε πλημμελώς τα δικαιώματα και τις εξουσίες της από την σύμβαση δανείου με τη «….» και την εκχώρηση των ασφαλιστικών αποζημιώσεων του πλοίου, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησής της έναντι της «……». Επί τη βάσει αυτού του ισχυρισμού, οι εκ των εναγόμενων εγγυητές (μεταξύ αυτών και ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος) ζήτησαν την ελευθέρωσή τους από την εγγυητική ευθύνη τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ. Αφού μεσολάβησε το διαδικαστικό στάδιο της απόδειξης, κατά τα ισχύοντα στο αγγλικό δικονομικό δίκαιο, η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστή του άνω αγγλικού Δικαστηρίου …… QC στις 19, 20, 21 και 22 Οκτωβρίου 2020, ακολούθως δε, εκδόθηκε η υπό ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 2020 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή της εκκαλούσας εναντίον εκάστου των εναγόμενων. Με περαιτέρω Διαταγή υπό ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 2020 του άνω Δικαστή προσδιορίσθηκαν τα ποσά που υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα. Επισημαίνεται εδώ ότι, υπό το καθεστώς του άνω Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, η άνω αγγλική απόφαση αναγνωρίζεται αυτόματα («χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία») στην Ελλάδα (άρθρο 36 παρ. 1 του Κανονισμού), όπου και είναι αυτοδικαίως εκτελεστή «χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας», κατά την προαναφερθείσα ρητή πρόβλεψη του άρθρου 39 του Κανονισμού, καθώς επίσης και ότι, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 67 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας», ο άνω Κανονισμός εξακολουθεί, και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, η οποία έλαβε χώρα στις 31-1-2020, να καταλαμβάνει όλες τις δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και είχαν ανοίξει μέχρι το τέλος της συμφωνηθείσας μεταβατικής περιόδου, η οποία έληγε στις 31-12-2020. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ακριβές αντίγραφο της άνω αγγλικής απόφασης, μαζί με ακριβές αντίγραφο της από 4ης Δεκεμβρίου 2020 Διαταγής του Δικαστή . ….., επιδόθηκε από την εκκαλούσα με δικαστικό επιμελητή στον εφεσίβλητο (στην αγγλική γλώσσα, με επίσημη μετάφραση στα Ελληνικά) στις 5 Απριλίου 2021, στην επί της οδού ……. κατοικία του στη ….., για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες. Στη συνέχεια, στις 14 Απριλίου 2020 επιδόθηκαν εκ νέου από την εκκαλούσα στον εφεσίβλητο ακριβή αντίγραφα της άνω αγγλικής απόφασης και της από 4ης Δεκεμβρίου 2020 Διαταγής του Δικαστή ………, αυτή τη φορά μαζί με ακριβές αντίγραφο του κατ’ άρθρο 53 του Κανονισμού πιστοποιητικού του Δικαστηρίου που εξέδωσε την άνω αγγλική απόφαση (όλα συνοδευόμενα από πιστή μετάφρασή τους στα Ελληνικά), για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, καθώς και με την κάτω απ’ αυτά προσβαλλόμενη από 14-4-2021 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία η εκκαλούσα επέτασσε αυτόν να της καταβάλει τα εξής ποσά: α) Το ποσό των 546.308,52 λιρών Αγγλίας, κατά το ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία λίρας Αγγλίας – ευρώ που θα ισχύει κατά τον χρόνο της πληρωμής του ποσού αυτού, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό εξόδων που επιδικάσθηκε με την αγγλική απόφαση και περιγράφεται στην παρ. 10 της συνημμένης σε αυτήν από 4-12-2020 Διαταγής, β) Το ποσό του 1.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, κατά το ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ που θα ισχύει κατά τον χρόνο της πληρωμής του ποσού αυτού, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της απαίτησης που επιδικάσθηκε με την αυτή ως άνω απόφαση και περιγράφεται στην παρ. 6(α) της συνημμένης σε αυτήν από 4-12-2020 Διαταγής, με ρητή επιφύλαξη της επιτάσσουσας για την είσπραξη του υπολοίπου του επιδικασθέντος με την αγγλική απόφαση ποσού, καθώς και των προσγεννηθέντων ή/και των προσγεννηθησόμενων με βάση τα οριζόμενα στην απόφαση τόκων και γ) το ποσό των 20.000,00 ευρώ για σύνταξη της επιταγής. Μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης άνω επιταγής προς πληρωμή, η εκκαλούσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε περαιτέρω πράξη εκτέλεσης κατά του ανακόπτοντος – εφεσίβλητου. Κατά της άνω επιταγής προς πληρωμή ο τελευταίος άσκησε την προαναφερθείσα από 10-5-2021 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/11-5-2021 ανακοπή, με τον πρώτο λόγο της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ισχυρίσθηκε ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του εκτέλεση είναι άκυρη και δεν παράγει οποιαδήποτε έννομη συνέπεια, διότι το ακριβές αντίγραφο της αγγλικής απόφασης, παρά πόδας του οποίου γράφηκε η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, δεν είχε τον προβλεπόμενο στο άρθρο 918 Κ.Πολ.Δ. εκτελεστήριο τύπο, δηλαδή την έγγραφη κρατική διαταγή προς τα όργανα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε κατ’ ουσία τον άνω λόγο ανακοπής και ακύρωσε την επιταγή προς εκτέλεση, κρίνοντας εφαρμοστέες στην ένδικη αναγκαστική εκτέλεση τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. και όχι του άνω Κανονισμού ΕΕ 1215/2012. Πλην όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, ο άνω Κανονισμός εξακολουθεί και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, η οποία συνέβη στις 31-1-2020, να καταλαμβάνει όλες τις δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και είχαν ανοίξει μέχρι τις 31.12.2020, κατά ρητή πρόβλεψη του Άρθρου 67 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας», ενόψει δε του ότι η προαναφερθείσα με αριθ. κατάθ. ……. αγωγή της εκκαλούσας κατά της «…» ως δανειολήπτριας, καθώς και κατά της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και του νυν εφεσίβλητου ως εγγυητών στη σύμβαση δανείου της «……», ασκήθηκε ενώπιον του άνω αγγλικού Δικαστηρίου στις 31-1-2018, ήτοι πριν την λήξη της μεταβατικής περιόδου, με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 67 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας», εφαρμοστέος στα θέματα αναγνώρισης και εκτέλεσης της αγγλικής απόφασης είναι ο άνω Κανονισμός. Εξάλλου, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι α) κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του άνω Κανονισμού στην προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, αλλά ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή και β) ότι η επισπευδόμενη εκτέλεση με την άνω επιταγή είναι άκυρη επειδή η άνω αγγλική δικαστική απόφαση δεν προέκυψε ότι κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα σύμφωνα με τις εφαρμοστέες, κατά την lex fori, διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 2 στοιχ. στ’ και 905 Κ.Πολ.Δ, παραγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή στερείται οποιασδήποτε έννομης σημασίας σχετικά με την εφαρμογή ή μη του άνω Κανονισμού, αλλά και ότι με τον Κανονισμό αυτό καταργήθηκε το exequatur ως διαδικασία περιαφής εκτελεστήριου τύπου και στην έννομη τάξη αναγνώρισης και εκτέλεσης, γεγονός που συνεπάγεται ότι στην αλλοδαπή ευρωπαϊκή απόφαση αναγνωρίζεται πλέον ότι παράγει την ίδια εκτελεστότητα με μία ημεδαπή απόφαση, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε πρόσθετη ενέργεια από πλευράς του επισπεύδοντας για να εκτελεστεί αυτή στο κράτος αναγνώρισης και εκτέλεσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη. Έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (και δη των προαναφερθέντων διατάξεων των άρθρων 39 και 41 παρ. 1 του άνω Κανονισμού] και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων (και δη της με αριθ. ……….. αγωγής της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ενώπιον του High Court of Justice του Λονδίνου), όπως βάσιμα παραπονείται η τελευταία με την έφεσή της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το μέρος που έκανε δεκτή την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. (κατά το οποίο προσβάλλεται με την έφεση η εκκαλουμένη), να κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και, δικάζοντας το Δικαστήριο τούτο στην ουσία, να απορριφθεί ο πιο πάνω λόγος της ανακοπής. Στη συνέχεια, κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η ανακοπή ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο και των λοιπών λόγων, για τους οποίους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, μετά την ουσιαστική παραδοχή του προαναφερθέντος λόγου, ότι παρέλκει η εξέτασή τους.
VI. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, κατά το πρώτο μέρος του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του εκτέλεση είναι άκυρη, διότι και εάν θεωρηθεί ότι επ’ αυτής έχει εφαρμογή ο Κανονισμός ΕΕ 1215/2012, ελλείπει η τιθέμενη με το άρθρο 42 αυτού δημοσίας τάξης προϋπόθεση για την εκτέλεση να εξοπλίζεται η εκτελούμενη αλλοδαπή απόφαση με την αναγκαία κρατική διαταγή στο κράτος της εκτέλεσης, κατόπιν υποβολής της απόφασης και του πιστοποιητικού του άρθρου 53 του άνω Κανονισμού σε δικαστήριο ή αρχή του κράτους αυτού. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, η επισπευδόμενη σε βάρος του εκτέλεση είναι άκυρη ως προς το επιτασσόμενο ποσό των 546.308,52 λιρών Αγγλίας, κατά το ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία λίρας Αγγλίας – ευρώ που θα ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής του, επειδή το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί σε πλήρως εκκαθαρισμένη απαίτηση δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 10 και 9 του συνημμένου στην άνω απόφαση από 4-12-2020 Διατακτικού (Order) αυτής (παράγραφοι οι οποίες ορίζουν αντίστοιχα: «10. Οι εναγόμενοι θα πληρώσουν το ποσό των 546.308,52 λιρών Αγγλίας ως ενδιάμεση πληρωμή έναντι εξόδων το αργότερο την ώρα 16:30 της 18 Δεκεμβρίου 2020» και «9. Οι εναγόμενοι θα πληρώσουν τα έξοδα της εναγούσης εν σχέσει προς την παρούσα αγωγή, στη βάση αποζημίωσης, τα οποία, εάν δεν συμφωνηθούν, θα ελεγχθούν λεπτομερώς», καθόσον δεν προκύπτει ότι έγινε στην συνέχεια από το άνω αγγλικό Δικαστήριο λεπτομερής έλεγχος του καταλόγου εξόδων. Επί του άνω λόγου ανακοπής πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του άνω Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, τα προαπαιτούμενα για την κίνηση αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση αλλοδαπή δικαστική απόφαση είναι τα ακόλουθα: α) επικυρωμένο αντίγραφο αλλοδαπού τίτλου και β) βεβαίωση άρθρου 53 (η οποία εκδίδεται από κράτος προέλευσης – έντυπο Ι). Ο νεωτερισμός που παρατηρείται εδώ αφορά στη βεβαίωση, η οποία αναβαθμίζεται αισθητά, καθώς καθίσταται το κυρίαρχο έγγραφο που πρέπει να διαθέτει ο δανειστής, με το οποίο εισέρχεται άμεσα στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και εμπλουτίζεται σε σχέση με τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 53), καθώς στο νέο έντυπο αναγράφονται υποχρεωτικά οι τόκοι και τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα της αλλοδαπής απόφασης και περιέχεται και απόσπασμά της (βλ. άρθρο 42 παρ. 1 στ. β’ Κανονισμού 1215/2012). Προβληματισμό ενδέχεται να προκαλέσει σε πρώτη φάση η έννοια «αρμόδια για την εκτέλεση αρχή» που περιέχεται στη διάταξη, δηλαδή το εάν θα χορηγείται απόγραφο από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Με δεδομένο ότι στάδιο κήρυξης εκτελεστότητας δεν υφίσταται, εμπλοκή της γραμματείας δεν είναι νοητή, καθώς απόγραφο θα έχει ήδη εκδοθεί από την αλλοδαπή αρμόδια αρχή και συνεπώς δεν μπορεί να επιδοκιμαστεί. Υπάρχουν άλλωστε ήδη τα σχετικά παραδείγματα από την εφαρμογή των Κανονισμών 805/2004 και 1896/2006. Στην εγχώρια πρακτική, αρχή εκτέλεσης αποτελεί ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος και θα επιλαμβάνεται άμεσα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Τυχόν έναρξη εκτέλεσης πάντως χωρίς την ύπαρξη της προαναφερόμενης βεβαίωσης θα μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή. Στη χώρα μας θα πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Απόστολο Άνθιμο, Τροποποιήσεις στο κεφάλαιο για την αναγνώριση και εκτέλεση, Αρμ. 2013, 2082). Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 42 παρ. 1 του άνω Κανονισμού, νόμιμος λόγος τήρησης ενδιάμεσης διαδικασίας εξοπλισμού με κρατική διαταγή της άνω εκτελεστής απόφασης που εκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο επί της άνω με αριθ. κατάθ. …….. αγωγής που είχε ασκήσει η εκκαλούσα τράπεζα στις 31-10-2018 (ήτοι πριν τη λήξη στις 31-12-2020 της μεταβατικής περιόδου της συμφωνίας αποχώρησής του από την Ε.Ε.), καθώς, στην εγχώρια πρακτική, αρκεί η εμπλοκή, ως αρχής εκτέλεσης, του δικαστικού επιμελητή ο οποίος επελήφθη άμεσα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με το πρώτο μέρος του άνω λόγου ανακοπής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από την από 10-1-2022 Γνωμοδότηση (Opinion) του Άγγλου δικηγόρου και νομομαθούς Δρ. . ……, που προσκομίζεται με επίκληση από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, αποδεικνύονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «(α) Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, τα δικαστήρια μπορούν να διατάσσουν την ενδιάμεση καταβολή μέρους της καταβλητέας δικαστικής δαπάνης. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της από 4-12-2020 Διαταγής με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσού λιρών Αγγλίας 546.308,52. (β) Το ποσό των Λιρών Αγγλίας 546.308,52 που αναφέρεται στην παράγραφο 10 της από 4-12-2020 Διαταγής είναι πλήρως εκκαθαρισμένο, συγκεκριμένο και οριστικό και δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε αναθεώρηση ή επανέλεγχο. (γ) Ο λεπτομερής έλεγχος που προβλέπεται στην παράγραφο 9 της από 4-12-2020 Διαταγής αφορά στην πέραν του ποσού των λιρών Αγγλίας 546.308,52 δικαστική δαπάνη, μέχρι του ποσού δαπανών που αξίωσε η ενάγουσα τράπεζα με την από 3ης Δεκεμβρίου 2020 δήλωση δαπανών της (Statement of Costs) προς το Αγγλικό Δικαστήριο (ποσού 624.384,13 λιρών Αγγλίας) και ουδόλως αναιρεί τα διαταχθέντα με την παράγραφο 10 της από 4-12-2020 Διαταγής. Με άλλα λόγια, οι παράγραφοι 9 και 10 αφορούν σε διαφορετικά θέματα. …3. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο και την Αγγλική πρακτική, τα δικαστήρια μπορούν και πράγματι διατάσσουν την καταβολή μέρους της καταβλητέας δικαστικής δαπάνης σε ενδιάμεση βάση. Σύμφωνα με τους αγγλικούς κανόνες πολιτικής δικονομίας, RΚ. 44.2(8): Όταν το δικαστήριο διατάσσει έναν διάδικο να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη με την επιφύλαξη λεπτομερούς ελέγχου, διατάσσει τον εν λόγω διάδικο να καταβάλει ένα εύλογο ποσό ως προκαταβολή εξόδων, εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος να μην το πράξει. Επομένως, πέραν της έκδοσης Διαταγής για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης γενικώς, το Δικαστήριο διατάσσει επίσης την προκαταβολή ενός εύλογου ποσού. Η πρόθεση είναι να αποζημιωθεί ο νικήσας διάδικος για ένα εύλογο μέρος της δαπάνης του και να λάβει το ποσό αυτό χωρίς να χρειαστεί να περιμένει μέχρι να γίνει έλεγχος του συνολικού ποσού της καταβλητέας δαπάνης. Μια τέτοια ενδιάμεση πληρωμή διατάσσεται με βάση το γεγονός ότι το ποσό αυτό θα εισπραχθεί ως το ελάχιστο ποσό και ότι κάθε έλεγχος θα αφορά στην πραγματικότητα πρόσθετα ποσά που ενδέχεται να είναι πληρωτέα». 4. Το αποτέλεσμα της Διαταγής. Η πληρωμή της δαπάνης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά την έκδοση της Διαταγής αναφορικά με τη δαπάνη, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του και έλαβε υπόψιν του την υπό ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 2020 Δήλωση Δαπανών που υποβλήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας (επισυνάπτεται στην παρούσα επιστολή). Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο κάνει ειδική αναφορά στη Δήλωση Δαπανών στην 6η εισαγωγική παράγραφο, όπου αναφέρει: ΚΑΙ ΜΕΤΑ την εξέταση της συνοπτικής Δήλωσης Δαπανών της ενάγουσας με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 2020, η Δήλωση Δαπανών που υποβλήθηκε από πλευράς της ενάγουσας ήταν για συνολικό ποσό 624.384,14 αγγλικών λιρών. Από αυτό, έχει επισημανθεί ότι η ενάγουσα δικαιούται: 70% των πραγματοποιηθεισών δαπανών που ορίζονται στον προϋπολογισμό δαπανών της ενάγουσας με ημερομηνία 4 Ιουλίου 2019 = £ 94,581.46. 95% των προϋπολογισθεισών δαπανών που εγκρίθηκαν με την παράγραφο 6 της Διαταγής του ……….. QC (που συνεδρίασε ως δικαστής του Υψηλού Δικαστηρίου) υπό ημερομηνία 26 Ιουλίου 2019 = £ 451.727. Το συνολικό ποσό των £ 546.308,52 προκύπτει από την πρόσθεση αυτών των δύο ποσών, τα οποία ο ενάγων σαφώς δικαιούται. Και τούτο διότι τα ποσά αυτά αναφέρονταν στον σχετικό προϋπολογισμό που υποβλήθηκε κατά τη Διάσκεψη Διαχείρισης της Υπόθεσης τον Ιούλιο του 2019 και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο. Ο ενάγων μπορεί να ζητήσει τα σχετικά ποσοστά των ποσών αυτών, τα οποία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Η Διαταγή για την Ενδιάμεση Πληρωμή. Η παράγραφος 10 της Διαταγής, δυνάμει της οποίας το ποσό των £ 546.308,52 πρέπει να καταβληθεί μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 2020, είναι μια ειδική διάταξη που προβλέπει ότι πρέπει να καταβληθεί ένα συγκεκριμένο ποσό. Διατάσσεται επίσης ότι το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία και οι εναγόμενοι παραβιάζουν την εν λόγω Διαταγή σε περίπτωση μη πληρωμής του συγκεκριμένου ποσού μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία. Το γεγονός ότι η παράγραφος 9 της Διαταγής προβλέπει ότι η συνολική δαπάνη θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς ελέγχου, σε περίπτωση μη συμφωνίας, δεν μειώνει καθόλου το αποτέλεσμα της παραγράφου 10 της Διαταγής. Οι δύο παράγραφοι αφορούν σε διαφορετικά θέματα. Αφενός, η παράγραφος 9 προβλέπει ότι η συνολική δαπάνη πρέπει να ελεγχθεί. Αυτό θα είναι ένα ποσό της τάξεως των 624.384,14 βρετανικών λιρών, σύμφωνα με τη Δήλωση Δαπανών που υποβλήθηκε. Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι ως ελάχιστο ποσό θα πρέπει να καταβληθεί σε κάθε περίπτωση το ποσό των 546.308,52 λιρών Αγγλίας και ότι το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα αμέσως (ήτοι μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 2020). Εάν υπάρξει μελλοντικός έλεγχος, αυτός θα γίνει για να προσδιοριστεί το ακριβές περαιτέρω ποσό που πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα, το οποίο θα είναι η κατά προσέγγιση διαφορά μεταξύ του ποσού που αναφέρεται στη Δήλωση Δαπανών και του ποσού που είναι πληρωτέο σε ενδιάμεση βάση. Η ενάγουσα δεν υποχρεούται να προχωρήσει σε έλεγχο και μπορεί να συμβιβαστεί με το ενδιάμεσο ποσό που επιδικάστηκε. Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, οι Κανόνες της Αγγλικής Πολιτικής Δικονομίας χορηγούν ρητά στο Δικαστήριο την εξουσία να διατάσσει ενδιάμεσες καταβολές δαπανών ως μέρος των συνολικών δαπανών. Τα ποσά αυτά είναι πληρωτέα παρά το γεγονός ότι τα περαιτέρω πληρωτέα ποσά μπορεί να καθοριστούν σε μελλοντική έλεγχο. 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Το ποσό της δικαστικής δαπάνης που οι εναγόμενοι καταδικάστηκαν να καταβάλουν στην τράπεζα σύμφωνα με την παράγραφο 10 της Διαταγής (ήτοι το ποσό των 546.308,53 βρετανικών λιρών) είναι εκκαθαρισμένο, συγκεκριμένο και οριστικό. Διατάχθηκε επίσης ειδικώς ότι έπρεπε να καταβληθεί μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία και ότι οι εναγόμενοι παραβιάζουν τη Διαταγή σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους. Η παράγραφος 10 της Διαταγής είναι ανεξάρτητη από την περαιτέρω υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν το σύνολο της δικαστικής δαπάνης βάσει αποζημιώσεως, η οποία πρέπει να ελεγχθεί σε περίπτωση μη συμφωνίας». Από τα ανωτέρω αναφερόμενα στην άνω Γνωμοδότηση του Άγγλου δικηγόρου και νομομαθούς Δρ. ……….., τα οποία είναι τεκμηριωμένα και δεν αντικρούονται αποδεικτικά από τον ανακόπτοντα, ενόψει και της ερημοδικίας του, παρέπεται ότι είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος ανακοπής του κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο ισχυρίζεται ότι δεν είναι εκκαθαρισμένο το κονδύλι της δικαστικής δαπάνης ποσού 546.308,52 λιρών Αγγλίας που επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα με την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή.
VII. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθεί επειδή έχει δοθεί «παρά πόδας ανυπόστατου εγγράφου – ανεπίσημης μετάφρασης του εκτελεστού τίτλου», κατά παράβαση των άρθρων 37 παρ. 2 και 57 του Κανονισμού και ειδικότερα επειδή το κοινοποιηθέν κείμενο μετάφρασης της αγγλικής απόφασης δεν είναι «επίσημη» μετάφραση σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 57 του Κανονισμού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, δεδομένου ότι ο μεταφράσας την αγγλική απόφαση πληρεξούσιος δικηγόρος της επισπεύδουσας την εκτέλεση καθ’ ης η ανακοπή «δεν δηλώνει εγγράφως ότι πληροί τους όρους του νόμου για να πραγματοποιήσει έγκυρη μετάφραση», ούτε προκύπτει ότι ο άνω δικηγόρος είναι δηλωμένος στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ως γνώστης της γλώσσας τόσο του πρωτοτύπου όσο και του μεταφρασμένου κειμένου. Επί του άνω λόγου ανακοπής πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Κατά τα άρθρα 37, 43 παρ. 1 και 2 και 57 του άνω Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, «άρθρο 37. 1. Ένας διάδικος που επιθυμεί να επικαλεστεί σε κράτος μέλος απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος προσκομίζει: α) αντίγραφο της απόφασης το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας και β) τη βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 53. 2. Το δικαστήριο ή η αρχή ενώπιον της οποίας γίνεται επίκληση της απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος δύναται, εάν το κρίνει απαραίτητο, να απαιτήσει από το διάδικο ο οποίος την επικαλείται να προσκομίσει, σύμφωνα με το άρθρο 57, μετάφραση ή μεταγραμματισμό του περιεχομένου της βεβαίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β). Το δικαστήριο ή η αρχή δύναται να απαιτήσει από το διάδικο τη μετάφραση αυτή αντί της μετάφρασης του περιεχομένου της βεβαίωσης εάν δεν μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία χωρίς μετάφραση». «Άρθρο 43. 1. Εάν ζητείται η εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 53 επιδίδεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση πριν από το πρώτο μέτρο της εκτέλεσης. Η βεβαίωση συνοδεύεται από την απόφαση, εφόσον αυτή δεν επιδόθηκε και κοινοποιήθηκε ακόμα σε αυτό το πρόσωπο. 2. Όταν το άτομο κατά του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της απόφασης κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης, μπορεί να ζητήσει μετάφραση του κειμένου της απόφασης προκειμένου να αμφισβητήσει την εκτέλεση της απόφασης εφόσον η απόφαση δεν είναι διατυπωμένη ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις εξής γλώσσες: α) γλώσσα που κατανοεί ή β) την επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους κατοικίας ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου κατοικίας του. Στην περίπτωση που η μετάφραση του κειμένου της απόφασης ζητείται δυνάμει της πρώτης υποπαραγράφου, δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης της απόφασης εκτός από ασφαλιστικά μέτρα έως ότου η μετάφραση επιδοθεί στο πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η απόφαση έχει ήδη επιδοθεί και κοινοποιηθεί στο πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση σε μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στην πρώτη υποπαράγραφο ή συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από αυτές τις γλώσσες. 3. ……» και «Άρθρο 57. 1. Όποτε απαιτείται μετάφραση ή μεταγραμματισμός δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω μετάφραση ή μεταγραμματισμός γίνεται στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους ή, αν στο εν λόγω κράτος μέλος υπάρχουν περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούν τα δικαστήρια του τόπου όπου γίνεται επίκληση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή υποβάλλεται αίτηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους. 2. Σε σχέση με τα έντυπα για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 53 και 60, η μετάφραση ή ο μεταγραμματισμός μπορούν να γίνουν και προς οποιαδήποτε άλλη επίσημη γλώσσα ή γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης την οποία ή τις οποίες το οικείο κράτος μέλος έχει δηλώσει ότι αποδέχεται. 3. Κάθε μετάφραση βάσει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται από επίσημο μεταφραστή κράτους μέλους». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 36 παρ. 2δ’ του ν. 4194/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 208/27.09.2013) «Κώδικας Δικηγόρων»: υπό τον τίτλο «Περιγραφή του έργου του δικηγόρου» «1. … 2. Ομοίως στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται: α)…., β)…, γ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε, δ) …». Με την τελευταία ως άνω διάταξη και δη την περίπτωση γ’ αυτής, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση ξενόγλωσσου εγγράφου να έχει πλήρη ισχύ έναντι οιασδήποτε δικαστικής αρχής πρέπει αφενός μεν να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε, αφ’ ετέρου δε ο δικηγόρος που διενήργησε τη μετάφραση να βεβαιώνει την επάρκεια της εκ μέρους του γνώσης τόσο της γλώσσας από την οποία μετέφρασε όσο και την επάρκεια της γνώσης εκ μέρους του της γλώσσας προς την οποία έκανε τη μετάφραση. Ως τέτοια βεβαίωση επάρκειας της γλώσσας, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν δύναται να εκτιμηθεί η υπογραφή του δικηγόρου κάτω από τη φράση ο μεταφράσας, δεδομένης της σαφούς πλέον διατυπώσεως του νόμου (άρθρο 36 παρ. 2 περ.γ του Ν. 4194/2013) έναντι της διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 53 του προηγούμενου Κώδικα περί δικηγόρων (Ν.Δ. 26/1954) κατά την οποία «Μεταφράσεις των εν τη ξένη γλώσση συντεταγμένων εγγράφων, γενόμεναι υπό Δικηγόρου, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ’ όψιν, εφ’ όσον συνοδεύονται υπό του μεταφρασθέντος εγγράφου, φέροντος επ’ αυτού χρονολογημένην και ενυπόγραφον του μεταφράσαντος δικηγόρου, βεβαίωσιν, ότι η μετάφρασις αφορά αυτό τούτο το έγγραφον. Αι μεταφράσεις ισχύουν ως τα αντίγραφα κατά το άρθρον 52». Από τη διατύπωση και μόνον του νέου άρθρου προκύπτει ότι ο νομοθέτης, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση να έχει πλήρη ισχύ, απαιτεί όπως συνοδεύεται από τη σχετική βεβαίωση [βλ. όμως και την αντίθετη άποψη ότι κατά την αληθή έννοια της άνω διάταξης, η βεβαίωση της επαρκούς γνώσης από το μεταφράσαντα δικηγόρο, της γλώσσας από και προς την οποία μετάφρασε ένα ξενόγλωσσο έγγραφο, δεν χρειάζεται να είναι ως προς το στοιχείο αυτό πανηγυρική, μπορεί δε να τεκμαίρεται από το γεγονός ότι ο μεταφράσας δικηγόρος βεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα από το συνημμένο στη μετάφραση ξενόγλωσσο κείμενο (Δ.Εφ.Αθ. 2914/2019, Δ.Εφ.Αθ. 2959/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ.Εφ.Αθ. 994/2020, αδημ)]. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά στον άνω λόγο ανακοπής δεν καταλείπεται έδαφος εφαρμογής των επικαλούμενων άνω διατάξεων των άρθρων 37 παρ. 2 και 57 του άνω Κανονισμού, διότι το άρθρο 37 παρ. 2 ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία απαιτεί το δικαστήριο ή η αρχή ενώπιον της οποίας γίνεται επίκληση της απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, εάν το κρίνει απαραίτητο, από το διάδικο ο οποίος την επικαλείται, να προσκομίσει, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Κανονισμού, μετάφραση ή μεταγραμματισμό του περιεχομένου της βεβαίωσης του άρθρου 53 του Κανονισμού, άλλως μετάφραση της απόφασης, εάν δεν μπορεί να συνεχίσει την διαδικασία χωρίς μετάφραση. Όμως, τέτοια μετάφραση δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε από δικαστήριο ή από το Δικαστικό Επιμελητή (που είναι στην Ελλάδα η αρμόδια για την εκτέλεση αρχή), ούτε προκύπτει ότι ο ανακόπτων πρόβαλε σχετικό αίτημα κατά την επίδοση σ’ αυτόν της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση μετά της άνω αγγλικής απόφασης και των συνημμένων σ’ αυτήν άνω Διαταγής (Order) και πιστοποιητικού κατ’ άρθρο 53 του Κανονισμού. Συνεπώς, δεν υπήρξε παράβαση από την επισπεύδουσα τράπεζα των άρθρων 37 παρ. 2 και 57 του Κανονισμού. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται και ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι ο μεταφράσας πληρεξούσιος δικηγόρος της επισπεύδουσας, που υπέγραψε ως «μεταφράσας δικηγόρος» και ως πληρεξούσιος δικηγόρος της επιτάσσουσας, δεν δήλωσε εγγράφως και ενυπογράφως ότι πληροί τους όρους του νόμου για να πραγματοποιήσει έγκυρη επίσημη μετάφραση, ενόψει του ότι αυτός ερημοδίκησε και έτσι δεν προσκόμισε το κοινοποιηθέν σ’ αυτόν κείμενο της μετάφρασης της άνω αγγλικής απόφασης, παρά πόδας της οποίας συντάχθηκε η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή. Η άποψη αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται έτι περαιτέρω εκ του ότι α) στη σχετική με αριθ. …./14-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……… βεβαιώνεται ότι ακριβή αντίγραφα της άνω αγγλικής απόφασης μετά των συνημμένων σ’ αυτήν άνω Διαταγής (Order) (που συνιστά το Διατακτικό συμπλήρωμα της αποφάσεως) και πιστοποιητικού κατ’ άρθρο 53 του Κανονισμού «είναι αρμοδίως επικυρωμένα κατά Νόμον και συνοδεύονται από πιστή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα» και β) η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει ενωμένα σε σώμα ακριβή αντίγραφα της επιδοθείσας άνω αγγλικής απόφασης, μετά των συνημμένων σ’ αυτήν άνω Διαταγής και πιστοποιητικού, τα οποία είναι αρμοδίως επικυρωμένα κατά νόμο και συνοδεύονται από πιστή μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, με την ενυπόγραφη από 10-1-2022 δήλωση στο τέλος της μετάφρασης του μεταφράζοντος δικηγόρου της επισπεύδουσας τράπεζας ………… «Ακριβής μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική του εγγράφου, του οποίου νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο επισυνάπτεται στην παρούσα. Εκδίδω δε τη μετάφραση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2γ του Κώδ. Δικηγόρων, βεβαιώνοντας συγχρόνως ότι έχω επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μεταφράζω». Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο τρίτος λόγος ανακοπής.
VIII. Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων παραπονέθηκε για το ύψος του ποσού των 20.000,00 ευρώ το οποίο, με την ανακοπτόμενη επιταγή, επιτάχθηκε να καταβάλει στην επισπεύδουσα τράπεζα ως αμοιβή του υπογράφοντας την επιταγή πληρεξουσίου δικηγόρου της για τη σύνταξη της επιταγής και ζήτησε να ακυρωθεί η τελευταία ως προς το ποσό αυτό, ισχυριζόμενος ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ο τρόπος και η μέθοδος υπολογισμού του, καθώς και ότι, από το περιεχόμενο της επιταγής δεν συνάγεται καμία δυσκολία στη σύνταξή της που να δικαιολογεί το δυσανάλογο άνω ποσό που αξιώνεται καταχρηστικά, το οποίο μάλλον τιμωρητικό φαίνεται παρά νόμιμο, αφού δεν πρόκειται για παρασχεθείσα επιστημονική εργασία σε σχέση με την αξία και το είδος της υπόθεσης. Επί του λόγου αυτού ανακοπής πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλι στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α.). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ¼ του ποσού της οφειλής που αφορούσε τον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (Εφ.Δυτ.Μακ. 102/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις, κλπ. Στη νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη (βλ. ιδίως Εφ.Θεσ. 22/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ’ ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και ν’ αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ. (Εφ.Θεσ. 187/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής (Εφ.Πειρ. 395/2021, www.efeteio-peir.gr). Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, από την ισχύ του ν. 4194/2013 (27-9-2013 – Φ.E.K. A’ 208), καταργήθηκε ο ν. 3026/1954, η δε διάταξη του άρθρου 72 του νέου νόμου που αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή αποδεσμεύτηκε πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης που ετίθεντο με τον προηγούμενο νόμο και εισήχθη ο αυτόματος καθορισμός της αμοιβής αυτής που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σ’ αυτήν και σε καμία περίπτωση μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες και όλα τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης, χωρίς δυνατότητα άλλης ερμηνείας, ενώ κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη και δεν προκύπτει από καμία διάταξη νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η αιτούμενη αμοιβή για σύνταξη επιταγής από 20.000,00 ευρώ, υπολείπεται κατά πολύ της νόμιμης του ποσού των 546.308,52 λιρών Αγγλίας, στο οποίο ανέρχεται η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη με τη με ουδέτερο αριθμό αναφοράς (2020) EWHC (…..) (Εμπορικό Τμήμα) απόφαση του High Court of Justice του Λονδίνου, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα και η οποία έκρινε επί της με αριθ. … … αγωγής της τελευταίας κατά της «…….» ως δανειολήπτριας, καθώς και κατά της αλλοδαπής εταιρίας «………» και του ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου ως εγγυητών σε σύμβαση δανείου που είχε συνάψει η εκκαλούσα με την «…..», με (καταψηφιστικό) αγωγικό αίτημα το ποσό των 8.919.527,62 δολ. Η.Π.Α, όπως προκύπτει από το οικείο από 31-10-2018 εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης (Claim Form). Επομένως, το ανωτέρω ποσό αμοιβής για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή προκύπτει ευθέως από το νόμο, η επιταγή προς πληρωμή του δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος και ο τέταρτος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
IΧ. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθεί λόγω σφοδρής αντίθεσής της προς τα οριζόμενα στο άρθρο 281 Α.Κ, επειδή με αυτήν η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα δεν στοχεύει στην ικανοποίηση αληθούς δικαιώματός της, αλλά επιχειρεί αφενός να παραστήσει ότι υπάρχει δικαιοδοτική κρίση για την ευθύνη του ως εγγυητή, ενώ, κατ’ αυτόν, συντρέχουν οι όροι απαλλαγής των εγγυητών, αφετέρου να τον περιαγάγει σε αδυναμία υποστήριξης δικαστικών ενεργειών του εναντίον των νόμιμων εκπροσώπων της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και της ιταλικής ασφαλιστικής εταιρίας «….», ως υπαιτίων τέλεσης του αδικήματος της απιστίας, σχετιζόμενης με την υπαίτια παράλειψη είσπραξης της ασφαλιστικής αποζημίωσης ολικής απώλειας πλοίου ύψους 10.750.000 δολαρίων Η.Π.Α. για ατύχημα που έπληξε το υπό την πλοιοκτησία της πρωτοφειλέτριας «……» πλοίο «S» και την εντεύθεν εξόφληση του ένδικου δανείου (αφού το ποσό αυτό υπερκάλυπτε το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου ύψους – κατά τη γέννηση της αξίωσης – 6.850.000 δολαρίων Η.Π.Α. περίπου), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Αναπτύσσοντας τον άνω ισχυρισμό περί καταχρηστικής συμπεριφοράς της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας εναντίον του, στο πλαίσιο της οποίας ισχυρίστηκε ότι εντάσσεται και η επισπευδόμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, ο ανακόπτων ουσιαστικά αναπαρήγαγε αυτούσιους τους απορριφθέντες με την άνω από 30-10-2020 και με ουδέτερο αριθμό αναφοράς (2020) EWHC ….. (Εμπορικό Τμήμα) αγγλική απόφαση (παρ. 111-118) ισχυρισμούς του περί πλημμελούς άσκησης από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα των δικαιωμάτων και εξουσιών της ως εκδοχέως της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω ολικής απώλειας πλοίου, τους οποίους είχε προβάλει ενώπιον του High Court of Justice του Λονδίνου, αμυνόμενος (μαζί με την έτερη εγγυήτρια «. …………» και τη δανειολήπτρια «…») κατά της αγωγής της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ζητώντας την ελευθέρωσή του από την εγγυητική ευθύνη του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ (βλ. παρ. 7, 7Α και 30 και 31 της από 17 Ιουλίου 2019 Τροποποιημένης Αντίκρουσης – «Amended Points of Defence» των εναγόμενων ενώπιον του Ηigh Court of Justice, ως και παρ. 101, 104, 110, 1222, 132 της άνω αγγλικής απόφασης). Μάλιστα, τους ίδιους ισχυρισμούς και το ίδιο αίτημα ελευθέρωσης από την ευθύνη τους ως συνεγγυητών, σύμφωνα με το άρθρο 862 Α.Κ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 288 και 330 Α.Κ. ο ανακόπτων και η «…………» αναπαρήγαγαν και σε αγωγή που άσκησαν (μετά την άσκηση της άνω αγωγής της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ενώπιον του High Court of Justice του Λονδίνου) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (με ΓΑΚ …./2019 και ΑΚΔ …../2019), η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με τη με αριθ. 646/2022 απόφαση, διότι κρίθηκε ότι προσέκρουε στο δεδικασμένο της άνω αγγλικής απόφασης. Εφόσον, όμως, με τον άνω λόγο ανακοπής εισάγεται προς κρίση ισχυρισμός που έχει κριθεί και έχει απορριφθεί σε άλλη δίκη μεταξύ των διαδίκων και δη στην άνω δίκη επί της με αριθ. ……….. αγωγής της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ενώπιον του άνω αγγλικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών εγγράφων που προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί για την ταυτότητα του λόγου που απορρίφθηκε και με την άνω με αριθ. 646/2022 απόφαση, λόγω της ταυτότητας των διαδίκων, του αντικειμένου και της νομικής αιτίας [άρθρα 36 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 και 324 Κ.Πολ.Δ.]. Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, αφού αναιρείται από τα αντίθετα αναφερόμενα στην από 30-10-2020 και με ουδέτερο αριθμό αναφοράς (2020) EWHC …. (Εμπορικό Τμήμα) απόφαση του High Court of Justice του Λονδίνου που επικαλείται και προσκομίζει η καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία είναι τεκμηριωμένα και δεν αντικρούονται αποδεικτικά από τον ανακόπτοντα, ενόψει της ερημοδικίας του.
Χ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι ανακοπής προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, ως ηττηθέντος διαδίκου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η κρινόμενη έφεση, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος για την έφεση παράβολου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης εκ μέρους του απολιπόμενου εφεσίβλητου (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 στοιχ. γ’ Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου την από 14-3-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./16-3-2022 έφεση.
Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον απολιπόμενο εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290,00) ευρώ.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 472/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσία την αναφερόμενη στο σκεπτικό από 15-5-2019 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./23-5-2019 ανακοπή.
Απορρίπτει αυτή.
Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης ……. του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ