Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 577/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης      577/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ναυτικής εταιρίας ………… και 2) ναυτικής εταιρείας …………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./3.9.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1456/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./7.9.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/8.9.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την  δικάσιμο στις 18.3.2021, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.89/2021 πράξη της Προέδρου του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/7.9.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./8.9.2020 έφεση του ενάγοντος ………, ήδη εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1456/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως προς την δεύτερη εναγομένη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία “………….”, ενώ δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, αναφορικά με την πρώτη εναγομένη με την επωνυμία «………….”, την από 3.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/3.9.2018  αγωγή του κατά τούτων, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 3.9.2018 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 26.12.2016 μέχρι τις 13.3.2018, που απολύθηκε εικονικά αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα όμως με αναίτια καταγγελία του πλοιάρχου, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά – οχηματαγωγά ακτοπλοϊκά πλοία “SF”, κόρων ολικής χωρητικότητας 4.985,75, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και “SR”, κόρων ολικής χωρητικότητας 2.884,63, με την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, αντίστοιχα, πλοιοκτησίας το πρώτο τούτων της πρώτης εναγομένης, ενώ αυτή ασκούσε τον εφοπλισμό του δεύτερου πλοίου κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, ήδη εφεσίβλητες, τα οποία διενεργούσαν τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά μεν τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στο πρώτο πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια και συγκεκριμένα από 7.4.2017 έως 4.6.2017, επί 15 ώρες,  από 5.6.2017 έως 13.8.2017, επί 16 ώρες, από 14.8.2017 έως 5.9.2017, επί 17 ώρες και από 11.1.2018 έως 13.3.2018 επί 14 ώρες, ενώ κατά την διάρκεια των επισκευών τούτου από 1.1.2017 έως 6.4.2017, επί 9 ώρες καθημερινά, κατά δε το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του στο δεύτερο πλοίο από 5.9.2017 έως 2.10.2017, επί 14 ώρες καθημερινά, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε το αντίτιμο τροφοδοσίας κατά το αναφερόμενο διάστημα, ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018, μήτε την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ούτε την αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, κατόπιν νομότυπου με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], μερικού περιορισμού των αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικών αιτημάτων του σε εν μέρει αναγνωριστικά, αφενός να υποχρεωθεί η μεν πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του πρώτου πλοίου και ως εφοπλίστρια του δεύτερου, να του καταβάλει το ποσό των 960,50€ για τροφοδοσία, το ποσό των 15.055,69 € για πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των 819,18€ για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις και το ποσό των 3.134,13€ ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 19.969,50 €, η δε δεύτερη, ως κυρία του δεύτερου πλοίου εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 1.773,56€ για πρόσθετη αμοιβή, λόγω υπερωριακής απασχόλησης και το ποσό των 82,28€ για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις και συνολικά το ποσό των 1.855,84€ και αφετέρου να αναγνωριστεί ότι η μεν πρώτη εναγομένη εταιρία υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 1.884,18€ για διαφορά επιδομάτων εορτών και το ποσό των 11.542,78€ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, η δε  δεύτερη εις ολόκληρον με την πρώτη το ποσό των 74,61€ για διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2017 και το ποσό των 1.699,65€ για πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη ημέρα της εκάστοτε απόλυσης του, άλλως από την επίδοση της κρινομένης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός όσον αφορά τον συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού στις αποδοχές του ενάγοντος και το αγωγικό κονδύλι για την πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, που κρίθηκαν νόμω αβάσιμα, ακολούθως την απέρριψε, ως προς την δεύτερη εναγομένη, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε οφειλή από την απασχόληση του ενάγοντος στο δεύτερο πλοίο και την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς την πρώτη εναγομένη, αναφορικά με την απασχόληση του στο πρώτο πλοίο και αφενός, την υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα για υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων πέντε ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (6.605,65 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της οριστικής απόλυσης του και αφετέρου, αναγνώρισε την υποχρέωση της να του καταβάλει για επιδόματα εορτών το ποσό των χιλίων εξακοσίων τριάντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (1.630,79 €), νομιμοτόκως κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις  ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών θαλαμηπόλου, ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.412,75 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,13 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 + 254,76) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 αρ.3, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,37 € (με προσαύξηση 25%) και 10,04 € (με προσαύξηση 50%), ενώ του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου σε 13,08 και 15,68 αντίστοιχα. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

IV. Από τις ένορκες ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’ αριθμ…. και …../25.9.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και …….. αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων – εφεσιβλήτων μετά από νομότυπη κλήτευση των ενάγοντος-εκκαλούντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ…./20.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας εδρεύουσας στον Πειραιά με την επωνυμία «. ….”, ως πλοιοκτήτριας και ασκούσας τον εφοπλισμό αντίστοιχα των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκών πλοίων «SF”, νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……, κόρων ολικής χωρητικότητας 4.985,75 και “SR”, με αριθμό νηολογίου Άνδρου ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 2.884,63, κυριότητας τούτο της δεύτερης εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “……….” και του ενάγοντος, ………, απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στα ως άνω πλοία, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και του αρχιθαλαμηπόλου, αντίστοιχα, αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του στον μεν πρώτο, από 12.2016 έως 5.9.2017, οπότε απολύθηκε στη Ραφήνα, λόγω μετάθεσης στο δεύτερο πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε από 5.9.2017 έως 2.10.2017, που απολύθηκε λόγω πέρατος των δρομολογίων του, ενώ επαναυτολογήθηκε στο πρώτο ως άνω πλοίο από 11.1.2018 έως 13.3.2018, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει».

Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε αρχικά η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) και κατά την δεύτερη ναυτολόγηση του, η ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), δεδομένου ότι η μεταγενέστερη από 4.9.2018 ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018), αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2018, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 14.11.2018, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895), δηλαδή κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης του ενάγοντος και επομένως, οι αναπροσαρμοσθείσες με αυτήν αποδοχές δεν ισχύουν στην επίδικη περίπτωση, ως αβασίμως υπολαμβάνει ο ενάγων.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των, ως άνω, ναυτολογήσεων του ενάγοντος, στο πλοίο «SF», παρεκτός των χρονικών περιόδων από 27.12.2016 μέχρι 6.4.2016, που αυτό είχε διακόψει τους πλόες, διότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης του, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά, κυρίως κυκλικά, δρομολόγια, από το λιμάνι της Ραφήνας προς ορισμένα νησιά των Κυκλάδων. Ειδικότερα, κατά το επίδικο  χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησης του στο εν λόγω πλοίο, από 7.4.2017 έως 5.9.2017, τούτο εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως: αναχωρούσε καθημερινά στις 7.50′ από τη Ραφήνα για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, με επιστροφή από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα στη Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 18.30. Επιπλέον, κάθε Παρασκευή και Κυριακή, κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 4.6.2017, κάθε Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή, κατά το χρονικό διάστημα από 5.6.2017 έως 13.8.2017 και κάθε Δευτέρα, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2017 έως 5.9.2017, μετά την άφιξη του στη Ραφήνα στις 18.30, αναχωρούσε και πάλι στις 19.15 για την Άνδρο με επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας τη Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 23.30. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησης του στο εν λόγω πλοίο, από 11.1.2018 έως 13.3.2018, εκτελούσε καθημερινά το προγραμματισμένο δρομολόγιο με αναχώρηση στις 7.50 από τη Ραφήνα και προορισμό την Άνδρο, τη Σύρο, τη Τήνο και τη Μύκονο, με επιστροφή μέσω των ίδιων λιμένων αντίστροφα στη Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 19.25. Σημειωτέον, ότι δεν εκτελέστηκαν τα δρομολόγια στις 16.4.2017 (Πάσχα), 16, 17, 18 και 19 Μαΐου 2017, λόγω απεργίας Π.Ν.Ο., 18, 24 και 25 Ιανουάριου 2018, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.

Το ανωτέρω πλοίο έχει μεταφορική ικανότητα μέχρι 1630 επιβατών και 250 οχημάτων και διαθέτει 22 καμπίνες, μεγάλα και πολυτελή σαλόνια και μπαρ στους ξενοδοχειακούς χώρους του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του και συγκεκριμένα απασχολούνταν στο κυλικείο («bar”), που βρίσκεται πρύμα, στην τουριστική θέση με τα καθίσματα αεροπορικού τύπου και ήταν επιφορτισμένος, μαζί με έτερο θαλαμηπόλο, με την προετοιμασία του χώρου, την εξυπηρέτηση των επιβατών του πλοίου, ήτοι με την παροχή των προκατασκευασμένων εδεσμάτων, την παρασκευή των ροφημάτων, την διαχείριση του ταμείου του κυλικείου, καθώς επίσης επιμελούνταν για τον καθαρισμό, την τακτοποίηση και τον ευπρεπισμό του εν λόγω κυλικείου και του εγγύς σαλονιού τόσο εν πλω, καθ’ όλη την διάρκεια λειτουργίας τους και αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των ενδιάμεσων λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και επιπλέον μία ώρα κατά τις περιόδους αυξημένης τουριστικής κίνησης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον, ότι ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο αυτό, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), 3 θαλαμηπόλοι και ένας επιπλέον για κάθε κυλικείο και δεδομένου ότι κατά την θερινή περίοδο (1.4 έως 31.10) λειτουργούσαν τέσσερα κυλικεία και κατά την χειμερινή (1.11 έως 31.3) τρία, οι οποίοι ειδικά κατά την χρονική περίοδο από την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου αυξάνονταν κατά δύο, τούτο σημαίνει ότι κατά τα επίδικα, ως άνω, χρονικά διαστήματα, απασχολούνταν εννέα θαλαμηπόλοι κατά την πρώτη περίοδο ναυτολόγησης του και έξι κατά την δεύτερη αντίστοιχα, επιπλέον δε υπηρετούσαν δύο επίκουροι, ένας αρχιθαλαμηπόλος, ένας βοηθός αρχιθαλαμηπόλου και ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η πλοιοκτήτρια πρώτη εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την πρώτη εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.  Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, αφενός ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταχωρημένων στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και αφετέρου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, συντασσομένων των, ως άνω, ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως, που λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, …………., βρίσκεται σε αντιδικία με την πρώτη εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζουν αντίθετα οι εναγόμενες με τον συναφή ισχυρισμό, που διαλαμβάνεται στις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναλαμβάνεται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τα όσα δε αυτός καταθέτει, δεν αναιρούνται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος τους, ……………., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο “SF”, μήτε από την κατάθεση του εξετασθέντος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα τους, ………….., υπαλλήλου των εναγομένων εταιρειών και αναφέρονται εν γένει στην σύνθεση του προσωπικού ενδιαιτημάτων, τα καθήκοντα που τους αναλογούσαν και την κατανομή των εργασιών τους, εφόσον οι καταθέσεις αυτές δεν διαφοροποιούνται, ως προς τα καθήκοντα, που εκτελούσε ο ενάγων, αλλά στην χρονική διάρκεια τους, ο δε ισχυρισμός τους ότι υπήρχε πληρότητα στην οργανική σύνθεση και γι’αυτό δεν υπήρχε ανάγκη απασχόλησης των θαλαμηπόλων πέραν του κανονικού ωραρίου καθημερινά, αλλά όποτε χρειαζόταν και πάντως όχι πέραν της μισής ή μιας ώρας, δεν δικαιολογείται από τις εκτιθέμενες περιστάσεις, μήτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, άλλωστε η πλήρης οργανική σύνθεση δεν αποτελεί αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο για την μη ύπαρξη ανάγκης υπερωριακής εργασίας, ενόψει της σημαντικής επιβατικής κίνησης, της εκτέλεσης διπλών δρομολογίων τις αναφερόμενες μέρες της εβδομάδας και της αυξημένης διάρκειας των δρομολογίων, ιδίως κατά την περίοδο του Πάσχα και την θερινή.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα σ’αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, όταν τούτο εκτελούσε δρομολόγια, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκαπέντε (15),  δεκαέξι (16) και δεκαεπτά (17), κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή διακρίσεις, το πρώτο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του και δεκατέσσερις (14) ώρες το δεύτερο, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., όταν το ως άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, ο ενάγων παρείχε κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, των δε ισχυρισμών των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνονται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, όταν εκτελούσε πλόες, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η πλοιοκτήτρια εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά την διάρκεια εκτέλεσης πλόων, επί δώδεκα (12) ώρες, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβασίμως αιτιώνται οι εναγόμενες και συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πλήττοντας ειδικά τις επιδικασθείσες ώρες υπερωριακής εργασίας κατά την διάρκεια εκτέλεσης των προγραμματισμένων δρομολογίων του, ενώ δεν προσβάλλεται ειδικά με συγκεκριμένες αιτιάσεις η απόρριψη από την εκκαλουμένη του κονδυλίου περί υπερωριών, όταν τούτο ήταν ακινητοποιημένο για επισκευές,  πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το δεύτερο, ως άνω, πλοίο «SR», κατά το επίδικο  χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, από 5.9.2017 έως 2.10.2017 με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή αναχωρούσε στις 7.05 από Ραφήνα για Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Ίο και Θήρα με επιστροφή στην Ραφήνα μέσω των ίδιων λιμένων, όπου κατέπλεε στις 19.55, ενώ κάθε Παρασκευή αναχωρούσε στις 7.05 για Τήνο, Μύκονο, Πάρο με επιστροφή από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα στη Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 14.30 και αναχωρούσε και πάλι στις 15.30 για Τήνο, Μύκονο και Πάρο με επιστροφή από τα ίδια λιμάνια στη Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 21.50. Ενόψει του ότι το συγκεκριμένο πλοίο διέθετε δύο πληρώματα, που εναλλάσσονταν, καθόσον ήταν ταχύπλοο και σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση διέθετε, ανά πλήρωμα, έναν προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο και τέσσερις θαλαμηπόλους, δηλαδή συνολικά δύο και οκτώ αντίστοιχα, ο ενάγων δεν αποδείχθηκε ότι εργάστηκε υπερωριακά, καθόσον αφενός την ίδια περίοδο απασχολούνταν στο εν λόγω πλοίο ομοίως ως προϊστάμενοι/αρχιθαλαμηπόλοι οι ……… και .. ……… και αφετέρου, λίγο πριν την άφιξη στο λιμένα της Νάξου άλλαζε το σύνολο του πληρώματος, οπότε το πλήρωμα αυτό εργαζόταν πάλι την επομένη ημέρα, αφού διανυκτέρευσε σε καταλύματα στη Νάξο, τις δε Παρασκευές η αντικατάσταση με το έτερο πλήρωμα γινόταν μετά την επιστροφή στην Ραφήνα από το πρώτο δρομολόγιο. Τα ανωτέρω προκύπτουν ιδίως από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγομένων, …………., προϊσταμένου οικονομικού αξιωματικού τούτου, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν αναιρούνται από έτερο αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε το σχετικό κονδύλι για υπερωρίες στο εν λόγω πλοίο, 14 ωρών τα Σάββατα και τις αργίες και 6 ωρών τις καθημερινές και Κυριακές, ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, καθ’ο μέρος προσβάλει το κρινόμενο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Μετά την διαπίστωση της ουσιαστικής αβασιμότητας του πρώτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα  του πέμπτου λόγου της έφεσης του, καθ’ο μέρος παραπονείται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, αφενός, ως θαλαμηπόλου, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ανερχομένη σε 1.100,95 ευρώ και αφετέρου τον μη συνυπολογισμό υπερωριακής αμοιβής στις τακτικές αποδοχές του, ως αρχιθαλαμηπόλου, με την παραδοχή ότι δεν παρείχε υπερωριακή απασχόληση και όχι βάσει εκείνης, που αναλογούσε στην μείζονα επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή εργασία και εντεύθεν την μερική παραδοχή των αγωγικών αξιώσεων για τις διαφορές των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018 αντίστοιχα και την απόρριψη των συναφών αγωγικών κονδυλίων κατά το υπερβάλλον μέρος τους, που ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και της μη ευδοκίμησης του πρώτου λόγου της έφεσης, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δεν συνυπολόγισε για την εύρεση των οφειλομένων στον ενάγοντα επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2017 και Πάσχα 2018, το επίδομα ιματισμού, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης  του, κατά το μέρος που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως αβασίμου.

V. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εν προκειμένω, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα,  αποδεικνύεται ότι, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, τα επίδικα πλοία είχαν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι της Ραφήνας και εκτελούσαν κυκλικά ταξίδια, που διαρκούσαν, όσον αφορά το πρώτο πλοίο, κατά μεν το έτος 2017, από τις 7.50 το πρωί έως τις 18.30 το απόγευμα, ενώ ορισμένες ημέρες της εβδομάδας εκτελούσε δεύτερο δρομολόγιο από τις 19.15 το απόγευμα με επιστροφή στην Ραφήνα στις 23.30 το βράδυ, κατά δε το έτος 2018 εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια από τις 7.50 έως τις 19.25 το απόγευμα και όσον αφορά το δεύτερο πλοίο, οι πλόες διαρκούσαν από τις 7.05 το πρωί έως τις 19.55 τις έξι μέρες της εβδομάδας και μέχρι τις 21.50 κάθε Παρασκευή, ήτοι ήταν ημερόπλοια, εφόσον δεν εκτελούσαν, ούτε επέκτειναν τα δρομολόγια τους κατά τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας, η δε κατ’ολίγο περί τα 30΄ λεπτά υπέρβαση της 23ης ώρας για την επιστροφή του πρώτου, ως άνω, πλοίου στην Ραφήνα, κατά την εκτέλεση τις αναφερόμενες μέρες της εβδομάδας του δεύτερου δρομολογίου, δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό τούτου, ως ημερόπλοιο και επομένως, αυτά εξαιρούνταν από την εφαρμογή των περί δρομολογίων “εξπρές” διατάξεων και ο ενάγων δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε πλοίου εβδομαδιαίως, όπως ζητεί με την αγωγή του. Σημειωτέον, ότι οι μνημονευόμενες το πρώτον με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του, περαιτέρω της ημίσεος ώρας καθυστερήσεις κατάπλου του πρώτου πλοίου στη Ραφήνα, ιδίως κατά την περίοδο του Πάσχα 2017, ένεκα αυξημένης επιβατικής κίνησης, αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και σε κάθε περίπτωση έχει καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά, όπως προκύπτει από τους αντίστοιχους λογαριασμούς μισθοδοσίας του.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε το αγωγικό αίτημα καταβολής πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», ως αβάσιμο, ορθά κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας με την παρούσα (534ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο συναφής δεύτερος λόγος της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στα επίδικα πλοία, όπως αορίστως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα μόνο από την κατάθεση του μάρτυρος του, συνεπεία της εγγενούς αοριστίας της στο ζήτημα αυτό, εφόσον υποστηρίζει ότι δεν χορηγούνταν καθόλου άδειες διανυκτέρευσης, χωρίς όμως να διευκρινίζει τι ακριβώς συνέβαινε με τον ενάγοντα και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πλοίο, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, αντίγραφα του οποίου προσκομίζονται αποσπασματικά, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού τρίτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VII. Κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ  ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Συνεπώς, η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012, 30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναγραφόμενη στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτία απόλυσης του «αμοιβαία συναινέσει» στις 13.3.2018 από το πλοίο «ΣΦ», είναι εικονική και ότι στην πραγματικότητα απολύθηκε συνεπεία μονομερούς και αναίτιας καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αντίθετα αποδείχθηκε, τόσο από την κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, όσο και από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων, ότι η λύση της σύμβασης εργασίας του επήλθε κατόπιν διένεξης με την εργοδότρια πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρία σχετικά με αδήλωτο πλεόνασμα στο ταμείο του κεντρικού κυλικείου του εν λόγω πλοίου, η διαχείριση του οποίου περιλαμβανόταν στα καθήκοντα του ενάγοντος. Προς αποφυγή δε περαιτέρω διενέξεων αποφασίστηκε από αμφότερες τις διάδικες πλευρές η συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος και συνεπώς, δεν έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο άνευ παραπτώματος του, ούτως ώστε αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου, ως κατ’ουσίαν αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου, ο κρινόμενος τέταρτος λόγος της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμους τόκους επί των επιδικαζομένων ποσών και συγκεκριμένα, αφενός, ως προς το καταψηφιστικό ποσό της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης στο πλοίο “SF», με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος με την εργοδότρια πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία, ήτο από 14.3.2018, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπερωριακή αμοιβή ζητούνταν συλλήβδην για τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του και δεν προσδιοριζόταν με την κρινόμενη αγωγή ανά ημερολογιακό μήνα και αφετέρου, ως προς τα αναγνωριστικά ποσά των επιδομάτων εορτών, με τον νόμιμο τόκο από 1.1.2018 για το επίδομα Χριστουγέννων έτους 2017 και από 1.5.2017 και 1.5.2018 για τα επιδόματα Πάσχα έτους 2017 και 2018 αντίστοιχα, ήτοι από τότε που κατέστη κάθε επιμέρους ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, απορριπτομένων των αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον έκτο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμων.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον  εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26 Σεπτεμβρίου  2022.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ