Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 581/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  581/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ναυτικής εταιρίας …………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Στέφανος Βασ. Λύρας (αριθμός μητρώου ΔΣΠ 1946) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στέφανος Μ. Λύρας (αριθμός μητρώου ΔΣΠ 2852) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./13.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 224/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτική εταιρία με την από 18.2.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.2.2021 έφεση και ο ενάγων με την από 8.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./20.7.2021 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 18.2.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./23.2.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.7.2021 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης [Α΄ έφεση] και β) από 8.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./20.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.7.2021 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 224/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/13.12.2019 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 25.1.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) πλοίο ΕΣ, ολικής χωρητικότητας διακοσίων σαράντα έξι κόρων και τριάντα ενός εκατοστών (246,31 κ.ο.χ.), της πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, στο οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, δυνάμει της αναφερόμενης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 15.7.2019 και λύθηκε την 1η.11.2019 τυπικά μεν με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου αλλά στην πραγματικότητα συνεπεία δικής του καταγγελίας λόγω μη εκπλήρωσης των έναντι του ιδίου οικονομικών υποχρεώσεων της εργοδότριας, που του προκάλεσε ηθική βλάβη, χωρίς μάλιστα να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση. Με βάση τη σύμβαση αυτή και επικαλούμενος περαιτέρω ότι κατά τα περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, όπως και δρομολόγια δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής), εργαζόταν καθημερινά επί δεκαπέντε [15] ή δεκατρείς [13] ή δέκα [10] ώρες, ανάλογα με τη διάρκεια εκάστου δρομολογίου, χωρίς όμως να λάβει το σύνολο των νομίμων δεδουλευμένων αποδοχών του ούτε τις αμοιβές του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019, το οποίο δικαιούται ούτε το ειδικό επίδομα για την εκτέλεση δρομολογίων άγονης γραμμής ούτε τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην προς αυτόν καταβολή δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της εμπρόθετης μη καταβολής των δεδουλευμένων του και β] να του επιδικαστεί με διάταξη προσωρινώς εκτελεστή το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (18.691,82 €) για όλες τις υπόλοιπες ως άνω αιτίες, άπαντα δε τα κονδύλια αυτά με το νόμιμο τόκο από την αποναυτολόγησή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και, πλην της αξιώσεως χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης, νόμιμη και στη συνέχεια, αφού απέρριψε την απαίτηση καταβολής αποζημίωσης απολύσεως ως αβάσιμη, δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος της και, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων απασχολούταν καθημερινώς επί ένδεκα [11] ώρες κατά μέσο όρο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, του επιδίκασε καταψηφιστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (12.498,85 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για αποδοχές υπερωριακής απασχόλησης, για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και άγονης γραμμής, ως και για επίδομα δώρου εορτών, για μέρος του οποίου η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι αντίδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της αγωγής του ο ενάγων και τη μερική απόρριψή της η εναγόμενη, χωρίς, όμως, να πλήττουν τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με το κονδύλι της ηθικής βλάβης, που αποδικάστηκε ως νομικά αβάσιμο και του επιδόματος άγονης γραμμής, που έγινε δεκτό, ενώ η εκκαλούσα – εναγόμενη υποβάλλει και αίτημα μερικής επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, η οφειλή της δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και επτά λεπτά (2.977,07 €).

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς ………/4.9.2020, ……../9.7.2020, ………/14.7.2020, ………./8.7.2020 και ………/8.7.2020 πέντε [5] ένορκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμοργού ………… οι τρεις [3] πρώτες και της Συμβολαιογράφου Νάξου …………. οι λοιπές βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, ……….., πλοιάρχου στο πλοίο της εναγομένης από το έτος 1998, …….., ……………, ναυτικών, που με την ειδικότητα αμφότεροι του ναύτη συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ……………. και ……….., ναυτικού πράκτορα και εστιάτορα στη Νάξο, συνεργαζόμενων με την επιχείρηση της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της τελευταίας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του αντιδίκου της, που υπογράφοντας το δικόγραφο της αγωγής κατέστη και αντίκλητός του, σύμφωνα με το άρθρο 143 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……../23.6.2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. (για το παραδεκτό της τέτοιας κλητεύσεως βλ. ΑΠ 276/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ και Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά τον ν. 4842/2021, σε ΕΠολΔ 2021/521 επομ. [526]) και της από 30.11.2022 ένορκης βεβαίωσης του …………., που εργάστηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα και αυτός του ναύτη σε χρόνο προγενέστερο της απασχόλησης του ενάγοντος, η οποία με την επιμέλεια του τελευταίου, που κλήτευσε προς τούτο την αντίδικό του (βλ. τη με αριθμό ………/25.11.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), δόθηκε στο δικηγόρο Πειραιώς …….. και έλαβε την υπ’ αριθμ. ΔΣΠ – ΕΒ – ….. – 2020 ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα κατά μεν τη λήψη της στο άρθρο 74 § 6 του Ν. 4690/2020 και ήδη, μετά το Ν. 4842/2021, στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αδημ., όπου και περαιτέρω παραπομπές), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε ατύπως στη Νάξο στις 15.7.2019 μεταξύ του ενάγοντος ……………, που γεννήθηκε στις 10.12.1968, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου της ΜΓ ναυτικής περιφέρειας και του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΕΣ, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ………, ολικής χωρητικότητας διακοσίων σαράντα έξι κόρων και τριάντα ενός εκατοστών [246,31 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα SW …. και αριθμό ΙΜΟ ……, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης μέχρι την 1η.11.2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του ως άνω πλοιάρχου, σύμφωνα με την οικεία εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, την αλήθεια της οποίας αμφισβητεί ο ενάγων και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω. Κατά το ίδιο φυλλάδιο τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκε να καθορίζει η «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» της κατηγορίας του πλοίου, όπως και η εναγόμενη, έχοντας εγκαταλείψει ήδη στο δεύτερο βαθμό τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί συνομολόγησης κλειστού μισθού, ύψους χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €), πλέον δεν αμφισβητεί. Κατά το χρονικό διάστημα (15.7.2019 έως 1.11.2019) που είναι επίδικο, ίσχυσε αποκλειστικώς η υπογραφείσα στις 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε μεν στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2019 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της (και μάλιστα αναδρομικώς) αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2019 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι ελάχιστες (νόμιμες) αποδοχές του ενάγοντος καθορίζονταν από την ως άνω ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2019, με την οποία οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας των αξιωματικών και των κατωτέρων πληρωμάτων, όπως και τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματά τους, αυξήθηκαν, έναντι των αντιστοίχων της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2018) κατά ποσοστό 2% για τη χρονική περίοδο από 1.1 έως 31.12.2019  και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 €), καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε πλέον σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά {[(1.204,77 € + 265,05 € : 22) = 66,81 € + 19,98 € =] 86,79 € Χ 5 ημέρες = 433,95 €}, ενώ με βάση την προηγούμενη ΣΣΝΕ (του έτους 2018) οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ναύτη ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €). Συνεπώς, οι ελάχιστες αποδοχές που ο ενάγων έπρεπε να εισπράξει για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ισούνταν με εννέα χιλιάδες διακόσια ενενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτά (2.539,81 € Χ [110 ημέρες ÷ 30 ημέρες/μήνα =] 3,66 μήνες = 9.295,70 €). Παρά ταύτα, ο ενάγων στήριξε τις απαιτήσεις του στη ΣΣΝΕ του έτους 2018 και για το λόγο αυτό υποστήριξε ότι δικαιούται συνολικά για το χρονικό διάστημα από 15.7.2019 έως 1.11.2019 το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (2.490,07 € Χ 110 ÷ 30 = 9.130,25 €), στο οποίο καταλόγισε τα ήδη καταβληθέντα (6.050 €) και υπολόγισε το αιτούμενο υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του σε τρεις χιλιάδες ογδόντα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (9.130,25 € – 6.050 € = 3.080,25 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε εφαρμοστέα τη ΣΣΝΕ του έτους 2018 και για το λόγο αυτό προσδιόρισε βάσει των ρυθμίσεών της τόσο το συνολικό ποσό που έπρεπε ως αμοιβή του να λάβει ο ενάγων (9.113,40 €) όσο και τη διαφορά των δεδουλευμένων αποδοχών του (9.113,40 € – 6.050 € = 3.063,40 €). Το σφάλμα του αυτό ανάγεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής και για το λόγο αυτό ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Δεν μπορεί όμως να οδηγήσει στην ανατροπή της εκκαλουμένης, αφού η ενέργειά της να θέσει ως βάση των υπολογισμών της τις ελαττωμένες ελάχιστες αποδοχές της ΣΣΝΕ του έτους 2018 ήταν κατ’ αποτέλεσμα σύμφωνη με την αρχή της διαθέσεως, που θεμελιώνεται στο άρθρο 106 ΚΠολΔ και απαγορεύει στο δικαστή να υπερβεί το αίτημα της αγωγής. Επομένως, οι εριζόμενου ύψους καταβολές της εναγομένης έναντι των συνολικών ελάχιστων αποδοχών του ενάγοντος θα καταλογιστούν στο ποσό των αμοιβών της ΣΣΝΕ του έτους 2018. Στις μηνιαίες αποδοχές του η εναγόμενη, με τον πρώτο λόγο της Α΄ έφεσής της, κατά το συναφές πρώτο σκέλος του, υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να συνυπολογιστεί το αντίτιμο τροφής (19,59 €/ημέρα κατά την ΣΣΝΕ 2018 Χ 30 ημέρες = 587,70 €/μήνα), επικαλούμενη ότι αντ’ αυτού παρείχε η ίδια προπαρασκευασμένη τροφή στον ενάγοντα. Ο ισχυρισμός της αυτός επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 3 της εν λόγω ΣΣΝΕ, που ορίζει ότι «Το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών επί ή εκτός του πλοίου σε όσες περιπτώσεις δικαιούνται τούτου, είτε λόγω ασθενείας ή μη χορηγήσεως παρασκευασμένης τροφής, καθορίζεται τόσον για τους αξιωματικούς όσο και για το πλήρωμα εις ΕΥΡΩ 19,59». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όμως, ως παρασκευασμένη τροφή θεωρείται η επί του πλοίου και από την υπηρεσία του μαγειρείου του παρεχόμενη. Τέτοια υπηρεσία δεν είχε το πλοίο της εναγομένης, αφού λόγω της μικρής χωρητικότητάς του δεν διέθετε χώρο παρασκευής γευμάτων ούτε εστιατόριο ούτε μάγειρα, αφού στην οργανική σύνθεση του πληρώματός του δεν προβλεπόταν τέτοια ειδικότητα. Ως εκ τούτου το πλοίο δεν είχε τη δυνατότητα παροχής τριών [3] γευμάτων την ημέρα στο πλήρωμά του (πρωινό, γεύμα, δείπνο) και για το λόγο αυτό η τροφή, που δεν μπορούσε να παρασχεθεί εις είδος, έπρεπε να παρέχεται σε χρήμα. Έπρεπε δηλαδή να καταβάλλεται στον ενάγοντα το ημερήσιο αντίτιμο τροφής. Αντ’ αυτού η εναγόμενη προμηθευόταν με δαπάνες της ένα [1] γεύμα την ημέρα για κάθε ναύτη από την επιχείρηση εστιατορίου του …………, που βρίσκεται στη Χώρα της Νάξου, ο οποίος παρασκεύαζε τα γεύματα στο ψητοπωλείο του και τα μετέφερε στο πλοίο, για να καλυφθούν οι ανάγκες σίτισης του πληρώματός του. Τούτο συνέβαινε κάθε μεσημέρι, πλην Κυριακής, όταν το πλοίο βρισκόταν στο λιμένα της Νάξου. Για τα λοιπά γεύματα της ημέρας η εναγόμενη δεν μεριμνούσε, με αποτέλεσμα η δαπάνη τους να βαρύνει κάθε μέλος του πληρώματος. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι το τίμημα εκάστου παρεχομένου γεύματος ήταν ίσο προς το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, σε κάθε δε περίπτωση η προσφορά των γευμάτων αυτών είχε το χαρακτήρα οικειοθελούς εργοδοτικής παροχής και δεν μπορούσε να απαλλάξει την εναγόμενη από τις υποχρεώσεις της που θεμελιώνονταν στη ΣΣΝΕ. Για τους λόγους αυτούς ο ερευνώμενος ισχυρισμός της κρίνεται απορριπτέος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι η εναγόμενη εργοδότρια κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων πενήντα ευρώ (6.050 €), όπως συνομολογεί ο ενάγων και αποδεικνύεται από τις έγγραφες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του σε συνδυασμό προς τα εμβάσματα της εναγομένης στον τηρούμενο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας τραπεζικό του λογαριασμό. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και ογδόντα τρία ευρώ (83 €), που του καταβλήθηκαν στις 29.11.2019 ως «αναδρομικά της ΣΣ 2019». Επομένως, στον ενάγοντα οφείλεται ακόμη το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εξήντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών [(2.490,07 €/μήνα Χ 3,66 μήνες =) 9.113,65 € – 6.050 € = 3.063,65 €], το οποίο παριστά το υπόλοιπο των μικτών αποδοχών του που παρέμειναν ανεξόφλητες. Έναντι αυτών, η εναγόμενη υποστηρίζει με το δεύτερο σκέλος του ιδίου (πρώτου) λόγου της έφεσής της ότι έχει καταβάλει για εργατικές εισφορές στον ασφαλιστικό φορέα του ενάγοντος (ΝΑΤ – ΕΦΚΑ) αλλά και για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και εισφορά αλληλεγγύης στο Δημόσιο (Δ.Ο.Υ. Νάξου) το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών, αφού, όπως επικαλείται, του κατέβαλε για όλο τον ένδικο χρόνο υπηρεσίας του το «συνολικό μικτό – ακαθάριστο ποσό των 6.225,20 €» [6.225,20 € – 6.050 € = 175,20 €]. Ο ισχυρισμός της αυτός αποδεικνύεται βάσιμος, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα «σημειώματα για πληρωμή» με τις συνημμένες σε καθένα τους τραπεζικές αποδείξεις πληρωμής και τους επισυναφθέντες αντίστοιχους πίνακες αναλυτικών αμοιβών μισθωτών προκύπτει ότι κατά το τετράμηνο Ιουλίου – Οκτωβρίου 2019 η εναγόμενη κατέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Νάξου, μόνον για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και ειδική εισφορά αλληλεγγύης και χωρίς συνυπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, χρηματικό ποσό που ανέρχεται σε οκτακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (884,57 €) και υπερβαίνει κατά πολύ το επικαλούμενο των εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (175,20 €), το οποίο, όμως, μόνον αυτό, κατ’ εφαρμογή της αρχής της διαθέσεως, θα καταλογιστεί στην ερευνώμενη απαίτηση του ενάγοντος, ο οποίος, συνεπώς, δικαιούται για δεδουλευμένες αποδοχές του δύο χιλιάδες οκτακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά (3.063,65 € – 175,20 € = 2.888,45 €) συνολικά. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεως του ενάγοντος το πλοίο ΕΣ   διενεργούσε τακτικούς ακτοπλοϊκούς, κυκλικούς και επιδοτούμενους, πλόες σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων, τα οποία είχαν αφετηρία τον λιμένα των Καταπόλων της Αμοργού και κύριο προορισμό τη Νάξο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στα Κατάπολα. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Κατά το χρονικό διάστημα από 15.7.2019 έως 8.9.2019 κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο το πλοίο απέπλεε από τα Κατάπολα στις 06:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στην Αιγιάλη στις 06:50, στην Δονούσα στις 08:15, στο Κουφονήσι στις 09:30, στη Σχοινούσα στις 10:10 και στην Ηρακλειά στις 10:30 και να αφιχθεί τελικά στη Νάξο στις 12:05, έχοντας παραμείνει για αποεπιβίβαση επιβατών και οχημάτων σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα επί δέκα [10] λεπτά της ώρας. Από τη Νάξο αναχωρούσε στις 14:00 και εκτελώντας το αντίστροφο δρομολόγιο [Ηρακλειά (άφιξη 15:30 – αναχώρηση 15:40), Σχοινούσα (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:00), Κουφονήσι (άφιξη 16:35 – αναχώρηση 16:45), Δονούσα (άφιξη 17:55 – αναχώρηση 18:05), Αιγιάλη (άφιξη 19:20 – αναχώρηση 19:30)] κατέπλεε στα Κατάπολα στις 20:20, όπου διανυκτέρευε. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή το πλοίο αναχωρούσε στις 08:20 και εκτελούσε το ίδιο δρομολόγιο, παραλείποντας όμως τις προσεγγίσεις στην Αιγιάλη και στην Δονούσα τόσο κατά τον πλου προς Νάξο όσο και κατ’ αυτόν της επιστροφής, ενώ κατέπλεε στους υπόλοιπους λιμένες σύμφωνα με το ίδιο ωρολόγιο πρόγραμμα αφιξαναχωρήσεων και παρέμενε ελλιμενισμένο σ’ αυτούς κατά το ίδιο (δεκάλεπτο) χρονικό διάστημα. Κάθε Κυριακή το πλοίο απέπλεε από τα Κατάπολα στις 08:00 και, αφού προσέγγιζε διαδοχικά στη Θήρα, όπου κατέπλεε στις 11:15 και από όπου αναχωρούσε στις 11:30 και την Ίο, όπου κατέπλεε στις 13:20 και από όπου αναχωρούσε στις 13:30, επέστρεφε στην αφετηρία του στις 16:25, όπου και διανυκτέρευε. Κατά το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 1.11.2019 το πλοίο εκτελούσε τα ίδια δρομολόγια, με τη διαφορά ότι το «μεγάλο» δρομολόγιο, όπως οι διάδικοι χαρακτηρίζουν τον πλου προς Νάξο που περιελάμβανε αποεπιβιβάσεις και σε Αιγιάλη και Δονούσα, πραγματοποιούταν κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή με ώρα αναχώρησης από τα Κατάπολα στις 06:00 και κατάπλου εκεί στις 20:20, ενώ το «μικρό» δρομολόγιο (με τα λιγότερα ενδιάμεσα λιμάνια) πραγματοποιούταν κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, με απόπλου από τα Κατάπολα στις 07:00, διαδοχικές αφίξεις στο Κουφονήσι στις 08:10, στη Σχοινούσα στις 08:55, στην Ηρακλειά στις 09:15 και στη Νάξο στις 10:50, αναχώρηση από εκεί μετά από τρείς [3] περίπου ώρες, στις 14:00, προσέγγιση στην Ηρακλειά στις 15:30, στη Σχοινούσα στις 15:50, στο Κουφονήσι στις 16:35 και κατάληξη στα Κατάπολα στις 17:55, χωρίς να παραλλάσσει ο χρόνος παραμονής του στους ενδιάμεσους λιμένες. Τις Κυριακές του ιδίου χρονικού διαστήματος το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, εκτός από την Κυριακή 22.9.2019, οπότε πραγματοποιήθηκε το δρομολόγιο Κατάπολα – Θήρα – Ίος – Κατάπολα, με αναχώρηση στις 08:00 και επιστροφή στις 16:25. Εξάλλου, κατά την ένδικη χρονική περίοδο η οργανική σύνθεση του πληρώματος του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΕΣ περιελάμβανε έναν [1] πλοίαρχο, έναν [1] υποπλοίαρχο, έναν [1] μηχανικό, έναν [1] μηχανοδηγό, τέσσερις [4] ναύτες, δύο [2] θαλαμηπόλους και έναν [1] επίκουρο θαλαμηπόλο, όπως είχε οριστεί με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2311/220/16.7.1998 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Ο αριθμός των μελών του πληρώματος ανταποκρινόταν στη μικρή χωρητικότητά του και στην, ως εκ τούτου, ελαττωμένη μεταφορική ικανότητά του, καθώς είχε τη δυνατότητα μεταφοράς ένδεκα [11] ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγών αυτοκινήτων επί καταστρώματος (γκαράζ) εκτάσεως εκατόν είκοσι πέντε τετραγωνικών μέτρων (125 τ.μ.) και ολιγότερων φορτηγών αυτοκινήτων επί αντίστοιχης επιφανείας πενήντα δύο τετραγωνικών μέτρων (52 τ.μ.). Ανάλογα περιορισμένα ήταν και τα καθήκοντα των ναυτών του πληρώματος, που ήταν επιφορτισμένοι κυρίως με την ασφαλή πρόσδεση και απόδεση του πλοίου σε κάθε λιμένα και έπρεπε να συμμετέχουν στις εργασίας αγκυροβολίας και άπαρσης και, ενδιάμεσα, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό οχημάτων πριν από τους απόπλους και μετά από τους κατάπλους του πλοίου στους λιμένες, στους οποίους αυτό προσέγγιζε. Το γεγονός ότι οι αναχωρήσεις του πλοίου μπορούσαν να λάβουν χώρα ακόμα και μετά μόλις δέκα [10] λεπτά της ώρας μετά από κάθε κατάπλου υποδηλώνει ότι ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της εκφόρτωσης των οχημάτων που είχαν μεταφερθεί από τα προηγούμενα λιμάνια και η φόρτωση και έχμαση των οχημάτων για τους επόμενους λιμένες. Εξάλλου, οι ναύτες, όπως δεν αμφισβητείται, δεν εκτελούσαν καθήκοντα φυλακής (βάρδια) στη γέφυρα του πλοίου, ενώ ούτε αποσκωριώσεις ελασμάτων (ματσακόνι), χρωματισμοί και παρεμφερείς εργασίες συντήρησης του πλοίου γίνονταν όταν το πλοίο ταξίδευε, αφού τότε μετέφερε επιβάτες, παρά μόνον όταν έμπαινε στη δεξαμενή μια φορά το χρόνο. Επομένως, οι ώρες απασχόλησής τους δεν ταυτίζονταν με τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου, όπως ο ενάγων φαίνεται να υποστηρίζει. Συνεπώς, ο συνολικός χρόνος παραμονής του στο πλοίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος υπερωριακής εργασίας αλλά απλής ετοιμότητας προς εργασία, για την οποία δεν δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 23/2021, 200/2016, 218/2016, 376/2015, 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160). Με βάση, λοιπόν, α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω τοπική ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) την ειδικότητα του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του και γ) το γεγονός ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, εκτιμώντας δε δ) ότι για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του κατά τις αφιξαναχωρήσεις του πλοίου επαρκούσε χρόνος μισής ώρας το πολύ σε κάθε λιμένα, που δεν υπερέβαινε συνολικά το εξάωρο ανά ημέρα και ε) ότι για τη συμμετοχή του στον καθαρισμό του μικρής επιφανείας καταστρώματος του πλοίου αρκούσε χρόνος εργασίας τεσσάρων [4] ναυτών μισής ακόμα ώρας ανά δρομολόγιο, το Δικαστήριο κρίνει ότι ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ο ενάγων παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί πέραν του νομίμου οκταώρου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και επιδίκασε στον ενάγοντα αμοιβή ημερήσιας υπερωριακής εργασίας ένδεκα [11] ωρών κατά μέσο όρο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της βασιμότητας του δεύτερου λόγου της ένδικης Α΄ έφεσης και απορριπτομένου του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων επαναφέρει τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του περί ημερήσιας εργασίας του μέσης διάρκειας δεκαπέντε [15], δεκατριών [13] και δέκα [10] ωρών, ανάλογα με το εκάστοτε δρομολόγιο του πλοίου («μεγάλο», «μικρό» ή Κυριακής).

IV. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί ακτοπλοϊκούς πλόες και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου ή έχει περισσότερες από πέντε [5] εβδομαδιαίως τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, οι απασχολούμενοι σ’ αυτό ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε [5] δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά δε τα οριζόμενα στην § 6 του ως άνω άρθρου, οι διατάξεις του κατ’ εξαίρεση δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, επί ημερόπλοιων, δηλαδή επί πλοίων που εκτελούν κατά βάση ημερινούς πλόες και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση της εξαιρέσεως και επάνοδο στον κανόνα, τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 23:00 μέχρις ώρας 07:00. Η επέκταση κρίνεται με βάση τον προγραμματισμένο χρόνο έναρξης και λήξης κάθε δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Πάντως, η κατά ολίγα λεπτά της ώρας υπέρβαση των ακραίων χρονικών σημείων έναρξης και λήξης των ωρών που θεωρούνται ως νυκτερινές δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και ο απασχολούμενος σ’ αυτό ναυτικός δε δικαιούται τότε την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996, ΜονΕφΠειρ. 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Όμως, η υπέρβαση για χρονικό διάστημα μιας [1] ώρας ανά δρομολόγιο είτε κατά την έναρξη είτε κατά τη λήξη του έχει αντιθέτως κριθεί (ΑΠ 345/2019, ΕΝαυτΔ 2019/107) ότι δικαιολογεί τον αποχαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και την επάνοδο στον κανόνα της καταβολής πρόσθετης αμοιβής για τα πέραν των πέντε [5] δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, που θεωρούνται εξπρές, δηλαδή για το έκτο και το έβδομο (ΜονΕφΠειρ. 544/2022, αδημ.). Σημειώνεται, αν και αυτονόητο, ότι για τον αποχαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου πρέπει τα ημερινά δρομολόγιά του να επεκτείνονται όλα ή τουλάχιστον έξι [6] από αυτά κατά τις νυκτερινές ώρες, ώστε τα δύο [2] ή το ένα [1], αντιστοίχως, πέραν των πέντε [5], να χαρακτηριστούν εξπρές, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν συγκροτείται το πραγματικό της 6 του άρθρου 33, που προϋποθέτει ότι για την καταβολή πρόσθετης αμοιβής απαιτείται η εκτέλεση περισσότερων από πέντε [5] δρομολογίων εξπρές, δηλαδή δρομολογίων με απόπλου πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου ή με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα περισσότερων από πέντε [5] εβδομαδιαίως.

Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΕΣ εκτελούσε κάθε εβδομάδα έξι [6] ή επτά [7] κυκλικά δρομολόγια στις ακτοπλοϊκές γραμμές «Κατάπολα – Νάξος» και «Κατάπολα – Θήρα – Ίος» με επιστροφή στην αφετηρία (Κατάπολα), μέσω ενδιάμεσων λιμένων. Τα δρομολόγια αυτά ήσαν ημερινά, όμως τρεις [3] ημέρες την εβδομάδα επεκτείνονταν πριν την 07:00 πρωινή. Τούτο, όμως, δεν αρκεί προκειμένου το πλοίο να απωλέσει το χαρακτηρισμό του ως ημερόπλοιου, μη υπαγόμενου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 33 § 6, όπως θα γινόταν αν έξι [6] ή όλα τα εβδομαδιαία δρομολόγιά του συνέβαινε να επεκτείνονται κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, κατ’ εφαρμογήν της § 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, επιδίκασε στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή ύψους τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (3.583,19 €), υπολαμβάνοντας ότι και τα τρία [3] δρομολόγια που εκκινούσαν προ της 07:00 πρωινής μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξπρές, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομικής βασιμότητας της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, καθώς θα έπρεπε να απορρίψει το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο ως νομικά αβάσιμο, αφού, υπό τα εκτιθέμενα, η διενέργεια έξι [6] ή επτά [7], κατά βάση ημερινών, δρομολογίων σε τοπική γραμμή, από τα οποία μόνον τα τρία [3] επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, δεν αρκούσε για την εφαρμογή της § 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ.

V. Οι κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ και IV της παρούσας εσφαλμένες παραδοχές της εκκαλουμένης ως προς το χρόνο της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος και ως προς τη βασιμότητα της απαιτήσεώς του σε πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή σε δρομολόγια εξπρές, είχαν ως αποτέλεσμα και τον εσφαλμένο προσδιορισμό της αναλογίας του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων που όντως δικαιούται. Πράγματι, με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να προσαυξηθούν με το μέσο όρο της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του και της πρόσθετης αμοιβής του κατά το άρθρο 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, προκειμένου να προσδιοριστεί το εορταστικό επίδομα με βάση τακτικές αποδοχές ύψους τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (4.717,67 €), ενώ το επίδομα αυτό θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του και ο ενάγων να λάβει ως αναλογία του ποσό ίσο προς τα 2/25 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του για κάθε δεκαεννέα [19] ημέρες εργασίας του και, συγκεκριμένα, να προσδιοριστεί σε χίλια εκατόν πενήντα τρία ευρώ και σαράντα λεπτά [(2.490,07 € Χ 2/25 =) 199,20 € Χ 5,79 δεκαεννεαήμερα (110 ημέρες απασχόλησης ÷ 19) = 1.153,40 €], σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας και από τον ενάγοντα επικαλούμενης ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των §§ 1, 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981). Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι από το ποσόν αυτό πρέπει να αφαιρεθούν εξακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ και δύο λεπτά (634,02 €), τα οποία ο ενάγων έλαβε ως «αναλογία δώρων» σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, που φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του. Στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται πράγματι ότι ο ενάγων δικαιούται ως αναλογία εορταστικού επιδόματος εξακόσια σαράντα ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (640,14 €). Ανεξαρτήτως όμως αυτού, όπως και του τι βεβαίωσε ο ενάγων ενυπογράφως ότι εισέπραξε, γεγονός παραμένει ότι στον τραπεζικό του λογαριασμό εισέρρευσαν συνολικά έξι χιλιάδες πενήντα ευρώ (6.050 €), κατά τα προαναφερθέντα, καθώς και ότι το ποσόν αυτό καταλογίστηκε ολόκληρο στις δεδουλευμένες αποδοχές του, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίστηκαν και στις οποίες το επίδομα δώρου Χριστουγέννων δεν περιελήφθη. Επομένως, ο ερευνώμενος ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει, από τους συναφείς λόγους των ενδίκων εφέσεων, να γίνει δεκτός εν μέρει ο τέταρτος της Α΄ και να απορριφθεί στο σύνολό του ο δεύτερος λόγος της Β΄ από αυτές.

VI. Περαιτέρω, από τα ίδια προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι την 1η.11.2019 εμφανίστηκαν ενώπιον της αρμόδιας λιμενικής αρχής ο πλοίαρχος του πλοίου ……….. και ο ενάγων και υπέβαλαν εγγράφως προς το Λιμεναρχείο Νάξου ο μεν πρώτος «αίτηση απόλυσης ναυτικού», με την αιτιολογία «αμοιβαία συναινέσει», ο δε δεύτερος δήλωση, με την οποία δήλωνε ότι «δέχομαι να απολυθώ … με την αιτιολογία αμοιβαία συναινέσει και ότι μου έχουν καταβληθεί οι αποδοχές με αποτέλεσμα ουδεμία απαίτηση να έχω πλέον». Με βάση αυτή την αίτηση και την ομοίου περιεχομένου δήλωση καταχωρήθηκε στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ότι η απόλυσή του στο λιμένα της Νάξου έγινε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Με την αγωγή του ο πρώτος υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα η απόλυσή του έλαβε χώρα συνεπεία καταγγελίας εκ μέρους του της συμβάσεως του λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου που δεν εκπλήρωνε τις οικονομικές υποχρεώσεις της εναγομένης απέναντί του και ο ισχυρισμός του αυτός απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμος, επειδή δεν επιβεβαιώθηκε από τις αποδείξεις, αντιθέτως αναιρέθηκε από την ως άνω δικαιοπρακτική δήλωση του ιδίου ενώπιον της λιμενικής αρχής. Ήδη ο ενάγων με τον (αριθμούμενο στο εφετήριο ως δεύτερο, αληθώς όμως) τρίτο λόγο της Β΄ έφεσής του επαναφέρει τον αγωγικό του ισχυρισμό, επικαλούμενος ότι η δήλωση της συναινέσεώς του στην απόλυσή του έγινε επειδή η αντίδικός του δεν θα δεχόταν να τον απολύσει με αιτιολογία που θα την υποχρέωνε να τον αποζημιώσει, καθώς και ότι αναγκάστηκε να συναινέσει προκειμένου να καταφέρει να ναυτολογηθεί σε άλλο πλοίο. Ο ισχυρισμός του παρέμεινε αναπόδεικτος και στο δεύτερο βαθμό, αφού στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, στην οποία επιχειρείται να εύρει αποδεικτικό έρεισμα, αναφέρεται μεν ότι ο ενάγων αναγκάστηκε να υπογράψει εικονική δήλωση περί συναινέσεως στην απόλυσή του επειδή ο πλοίαρχος αρνήθηκε να τον απολύσει λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων, δεν εξηγείται όμως ο λόγος για τον οποίο περιελήφθη σ’ αυτήν και δήλωση περί πλήρους εξοφλήσεώς του, όπως δεν θα έπρεπε να συμβεί, εφόσον ο ενάγων είχε ήδη αποφασίσει να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση των απαιτήσεών του από την εργασιακή του σύμβαση, όπως και έπραξε με την έγερση της ένδικης αγωγής σε συντομότατο χρόνο μετά την απόλυσή του. Η ίδια ένορκη βεβαίωση αντικρούεται από την όμοια του πλοιάρχου, που αναφέρει ότι ο ενάγων ζήτησε ο ίδιος την απόλυσή του και εκδήλωσε την επιθυμία να ξαναπροσληφθεί σε λίγους μήνες στο ίδιο πλοίο, όπως όμως δεν συνέβη. Ούτε, όμως, και σε άλλο πλοίο αποδεικνύει ότι απασχολήθηκε του λοιπού ο ενάγων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη Β΄ έφεση στο σύνολό της. Όμως, κατά παραδοχή των λόγων της Α΄ έφεσης που ευδοκίμησαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση αυτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών δύο χιλιάδες οκτακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά (2888,45 €), ως επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων χίλια εκατόν πενήντα τρία ευρώ και σαράντα λεπτά (1.153,40 €) και ως ειδικό επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας διακόσια ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (286,62 €), όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, χωρίς εναντίον της παραδοχής αυτής να εγείρεται οποιοδήποτε παράπονο. Συνολικώς δε στον ενάγοντα πρέπει να επιδικαστεί το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (2.888,45 € + 1.153,40 € + 286,62 € = 4.328,47 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολόγησής του (2.11.2019), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των χιλίων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (1.153,40 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2020 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

VIII. Περαιτέρω, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει ο εκκαλών, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, με αίτηση υποβαλλόμενη είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με τις προτάσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της απόφασης που εξαφανίστηκε, η οποία πρέπει να προαποδεικνύεται. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, αφενός μεν, η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης κατ’ αποφάσεως του πρώτου βαθμού που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και η συνεπεία αυτής απόρριψη της αγωγής και αφετέρου, η εκτέλεση της προσβληθείσας με την έφεση αποφάσεως, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας συμμόρφωσης του εναγομένου προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, προς το σκοπό αποτροπής της εναντίον του εκτελέσεως με τα μέσα του ΚΠολΔ, εφόσον και αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης (ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 1175/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η απόρριψη της αγωγής είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΑΠ 1392/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1314 = Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης, § 67, σελ. 182). Για τη συζήτηση του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 188/2003, Δνη 2003/716, ΜονΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012/97), αφού το αίτημα αυτό δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 85, σελ. 255), όμως, η προηγηθείσα εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται, καθόσον η έλλειψη της προαπόδειξης απολήγει σε απαράδεκτο του αιτήματος που υποβάλλεται στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο (ΜονΕφΔωδ. 275/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5957/2009, Δνη 2001/1657, ΕφΑθ. 4395/1992, ΕΣυγκΔ 1993/375, Χ. Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση μετά την αναγκαστική εκτέλεση, 1994, σελ. 70 επομ. [81- 83], Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Ε, 1997, άρθρο 914, αρ. 10, σελ. 191). Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου – εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου που διατάσσει την απόδοσή τους, καθόσον ο εφεσίβλητος καθίσταται υπερήμερος από την γνώση της ανατροπής της αποφάσεως, ενόψει του ότι πριν από τη γνωστοποίηση της εξαφάνισης της εκκληθείσας αποφάσεως κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο (ΟλΑΠ 5/2001, Δνη 2001/378 = Δ 2001/698 = ΕΔΚΑ 2001/596 = ΕΕΔ 2001/315, ΑΠ 51/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η εκκαλούσα (εργοδότρια και εναγόμενη) ναυτική εταιρία με το δικόγραφο της εφέσεώς της ισχυρίζεται ότι συμμορφούμενη με την εκκαλουμένη κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), κατά το οποίο εκείνη κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και ζητεί τη μερική επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της αποδώσει μέρος από τα καταβληθέντα, ύψους τριών χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (6.000 € – 2.977,07 € στο οποίο υπολογίζει την ανεξόφλητη προς αυτόν οφειλή της = 3.022,93 €), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα εκδόσεως (ενν. δημοσιεύσεως) της αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου.

Η αίτηση αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται, όπως εκτέθηκε, η καταβολή δικαστικού ενσήμου, είναι παραδεκτή και κατά το κύριο αίτημά της νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Όμως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοφορίας των καταβληθέντων είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας χρονικό διάστημα. Αποδεικνύεται δε και ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει, καθώς από την εκ μέρους της εκκαλούσας προσκομιζόμενη από 13.4.2021 απόδειξη είσπραξής προσωρινώς εκτελεστού τίτλου προαποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εκουσίως και πριν από την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλε στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) με ισόποσο έμβασμα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Κατ’ ακολουθίαν, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν μέρει απόρριψη της αγωγής, πρέπει το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς να γίνει εν μέρει δεκτό και ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης που εξαφανίστηκε και, ακολούθως, να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην εναγόμενη το χρηματικό ποσόν κατά το οποίο τα προς αυτόν καταβληθέντα υπερβαίνουν τα σ’ αυτόν επιδικαζόμενα και, συγκεκριμένα, το ποσόν των χιλίων εξακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (6.000 € – 4.328,47 € = 1.671,53 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

ΙΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την Β΄ έφεση

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την Α΄ έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (4.328,47 €), με το νόμιμο τόκο από την 2α.11.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου χιλίων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (1.153,40 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2020.

Δέχεται το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγόμενη το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (1.671,53 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ