Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 325/2022

Αριθμός     325/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   ………..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:    ………….., η οποία παραστάθηκα μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Στυλιανού Μανουσάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………, 2) ………. 3) ………. και 4) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ευάγγελο Γεωργακόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή,  επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1363/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλουσα με την από 22.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ……../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2021) έφεσή της,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 22-01-2021 (γεν.αριθμ.καταθ……/2021) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.1363/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ.614 παρ.5 ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015),ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους την 23-12-2020 (βλ.σχετ.σημείωση επι της εκκαλουμένης της δικαστικής επιμελήτριας ……..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 22-01-2021 (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 Κ.Πολ.Δ.).

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή  (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης. Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Με την από 13-11-2017 (γεν.αριθμ.καταθ……./ 2017) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στρεφόμενη κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι η ίδια είναι δικηγόρος και το έτος 1987 οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι από κοινού με τον δικαιοπάροχο του τέταρτου εναγομένου, ως συγκύριοι ενός ακινήτου επιφάνειας 7.000 τμ, κειμένου στο Δήμο Δραπετσώνας, της ανέθεσαν προφορικά, να περατώσει τη δίκη, που είχαν ξεκινήσει, διεκδικώντας το ακίνητο από τον Δήμο Δραπετσώνας. Ότι αποδέχθηκε να διεξάγει την υπόθεση παράλληλα με άλλες εκκρεμείς υποθέσεις των τριών πρώτων εναγομένων και για το λόγο αυτό άσκησε σε βάρος του Δήμου Δραπετσώνας την υπ΄αριθμ………./ 18-8-1988 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί να αποδώσει το επίδικο ακίνητο. Οτι κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής απεβίωσε ο δικαιοπάροχος του τέταρτου εναγομένου και στη θέση του υπεισήλθαν ο τελευταίος και η μητέρα του. Ότι με τους ανωτέρω συνήψαν το από 1-10-1991 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο προβλέφθηκε το ύψος της αμοιβής της σε ποσοστό 8% αυτούσιο επι του ανωτέρω περιγραφομένου ακινήτου, κατ΄αναλογία των ποσοστών συγκυριότητας εκάστου των εντολέων, και συγκεκριμένα, ότι θα καθίσταται συγκυρία επι του κτήματος, οι δε εντολείς της, αφου δικαιωθούν με τελεσίδικες και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, θα έχουν την υποχρέωση να της μεταβιβάσουν το ανωτέρω ποσοστό, ενώ σε περίπτωση μη δικαιώσεώς τους δεν θα δικαιούται αμοιβής. Ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ανέστειλε αρχικά την υπόθεση και στη συνέχεια με την υπ΄αριθμ.207/ 1996 απόφασή του υποχρέωσε το Δήμο Δραπετσώνας να αποδώσει το ακίνητο στους εντολείς της. Ότι η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ΄αριθμ.636/ 1997 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά της οποίας ο Δήμος Δραπετσώνας άσκησε αναίρεση, η οποία δεν έχει εως σήμερα προσδιορισθεί. Ότι με την υπ΄αριθμ……/ 1-4-1999 έκθεση αποβολής, απέβαλε από το ακίνητο τον Δήμο Δραπετσώνας και εγκατέστησε τους εντολείς της, οι οποίοι το καταχώρησαν στο όνομά τους στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά και κρίνοντας ότι δεν υφίστατο λόγος επίσπευσης της συζήτησης της ασκηθείσας εκ μέρους του Δήμου αναίρεσης, θεώρησαν ότι είχαν δικαιωθεί από τη εξέλιξη της εντολής, ώστε αυτή (ενάγουσα) αξίωσε το έτος 2004 την μεταβίβαση λόγω πωλήσεως του συμφωνηθέντος ποσοστού εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, που αντιστοιχούσε σε 615,51 τ.μ.  Ότι ο τρίτος εναγόμενος, ενεργών και για λογαριασμό των λοιπών, αιτήθηκε στις 4-3-2004 την έκδοση από τον Δήμο Δραπετσώνας βεβαίωσης περι μη οφειλής τέλους ακίνητης περιουσίας, που ήταν απαραίτητη για τη σύνταξη του μεταβιβαστικού συμβολαίου. Ότι ο Δήμος Δραπετσώνας αρνείτο την έκδοση της βεβαίωσης και για το λόγο αυτό και με ιστορική βάση την πρόθεση των εντολέων της να της μεταβιβάσουν το συμφωνηθεν ποσοστό επι του ακινήτου, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου την υπ αριθμ……/ 1-4-2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που έγινε δεκτή με την υπ΄αριθμ.6916/ 2004 απόφαση. Ότι με την εν λόγω απόφαση αναγνωρίσθηκε και δικαστικώς το περιεχόμενο της συμβατικής υποχρέωσης των αντιδίκων της. Ότι κατόπιν των ανωτέρω, αντι να προβούν στη σύνταξη του μεταβιβαστικού συμβολαίου,   συναποφάσισαν με τους αντιδίκους της την προώθηση του ακινήτου στην κτηματαγορά, τροποποιώντας σιωπηρώς το είδος της καταβλητέας αμοιβής, αφου το περιεχόμενο του ποσοστού 8% εξ αδιαιρέτου επι του ακινήτου θα το λάμβανε είτε από το ισάξιο της αντιπαροχής αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, που θα περιέρχονταν στους αντιδίκους της είτε από το τίμημα πωλήσεως που δεν θα υπολειπόταν του ποσού των 13.000.000 ευρώ. Οτι η πώληση ματαιώθηκε και εκείνη, το έτος 2006 ζήτησε και πάλι τη μεταβίβαση του ποσοστού επι του ακινήτου, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε. Ότι το έτος 2008 επανέφερε το θέμα της μεταβίβασης, οπότε ο τέταρτος των εναγομένων λόγω του κατά την 20η-8-2008 θανάτου της μητέρας του και της απουσίας του στο εξωτερικό της ανέθεσε ν΄αποδεχθεί την καταλιπόμενη σε αυτόν κληρονομία, ενώ με το υπ΄αριθμ……/ 3-10-2014 ανέκκλητο πληρεξούσιο της παρείχε την εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσει ακόμα και στον εαυτό της με αυτοσύμβαση το ποσοστό 8% εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου. Οτι το έτος 2012,στα πλαίσια εξωδικαστικής ρύθμισης εκκρεμών υποθέσεων των τριών πρώτων εναγομένων με τον Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας συμμετείχε και η ίδια ως δικαιούχος ποσοστού 8% εξ αδιαιρέτου επι του ακινήτου, διαδικασία, η οποία επαναλήφθηκε το έτος 2013 χωρις αποτέλεσμα. Οτι τον Απρίλιο του 2016 τους ενημέρωσε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ζήτησε να της καταβάλουν την αμοιβή της σε χρήμα, οι δε εναγόμενοι συμφώνησαν να της καταβάλουν το ποσό των 150.000 ευρώ, πλεον ΦΠΑ, ποσό στο οποίο συμφώνησε. Ότι η καταβολή του ποσού δεν έλαβε χώρα και έτσι στις αρχές Ιουλίου 2016 ζήτησε εξηγήσεις, οι δε αντίδικοι πρότειναν να της πωλήσουν το 8% εξ αδιαιρέτου επι του ακινήτου και στη συνέχεια αποφάσισαν να μεταβιβάσουν ποσοστό 1% Ότι στις 20-12-2016 ο τρίτος εναγόμενος την ενημέρωσε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πως δεν υπάρχει η δυνατότητα να της καταβάλουν το ποσοστό της σε χρήματα. Ότι στις 26-01-2017 ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγομένων ισχυρίστηκαν ότι αυτή ήταν υπεύθυνη για την καθυστέρηση της μεταβίβασης, ενώ ο τέταρτος εξ αυτών υποστήριξε ότι αφου από 1-1-2017 άλλαξε ο τρόπος εκτίμησης των ακινήτων, θα έπρεπε να επαναξετάσουν τη σκοπιμότητα της μεταβίβασης. Ότι στη συνέχεια διέκοψαν τη συνεργασία τους. Τι οι εναγόμενοι από τον Απρίλιο του 2016 εως τον Σεπτέμβριο του 2017 ισχυρίζονταν ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών τους, ότι θα μεταβίβαζαν το συμφωνηθεν ποσοστό ή ότι θα κατέβαλαν 150.000 ευρώ, ενώ το αληθές ήταν ότι αναζητούσαν τρόπο για να μην καταβάλουν την αμοιβή της, παραπλανώντας την και αληθές ήταν ότι αναζητούσαν τρόπο για να μην καταβάλουν την αμοιβή της, παραπλανώντας την και διαπράττοντας παράνομα και υπαίτια σε βάρος της αδικοπραξία, με την οποία προσέβαλαν την τιμή και αξιοπρέπεια της, προκαλώντας της ψυχικό άλγος και στεναχώρια.

Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από τον παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του αγωγικού αιτήματος περι επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό όσον αφορά το ποσό των 80.000,00 ευρώ ( άρθρ.223,295,297 ΚΠολΔ ), η ενάγουσα ζήτησε : α) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι σε δήλωση βούλησης προκειμένου να της μεταβιβαστεί κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το συμφωνηθεν ποσοστό 8% εξ αδιαιρέτου επι του ένδικου αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, κατά το λόγο συγκυριότητας εκάστου εξ αυτών και να μεταγραφεί η τελεσίδικη απόφαση, άλλως να θεωρηθεί η δήλωση βούλησης τετελεσμένη από την τελεσιδικία της εκδοθησόμενης απόφασης και να αναγνωριστεί ότι οι αντίδικοι είναι υπόχρεοι στην παράδοση της συγκυριότητας, νομής και κατοχής και να διαταχθεί η αποβολή τους από το ακίνητο κατά το ανωτέρω ποσοστό και η εγκατάστασή της σε αυτό , β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 40.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το ποσό των 80.000 ευρώ, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την 26η -1-2017, δηλαδή από την επόμενη ημέρα άρνησης της συμβατικής τους υποχρέωσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ αριθμ.1363/2020 απόφαση η οποία, αφου απέρριψε ως αόριστη την σωρευόμενη σ΄αυτήν απαίτηση περι επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στηριζόμενη στις περι αδικοπραξιών διατάξεις, κατόπιν έκανε δεκτή ως νόμιμη την αγωγή ως προς την σωρευόμενη αξίωση της καταδίκης των εναγομένων σε δήλωση βούλησης πλην του αιτήματος περι αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων προς παράδοση του επίδικου εξ αδιαιρέτου ποσοστού επι του ακινήτου και αποβολής αυτών απ΄αυτό και εγκατάσταση της ίδιας και αφου έκανε δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση παραγραφής της επίδικης ως ανω αξίωσης της ενάγουσας, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και τέλος καταδίκασε την ενάγουσα λόγω της ήττας της στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων την οποία όρισε στο ποσό των 4.800,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ηττηθείσα ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Το άρθρο 949 ΚΠολΔ δεν θεμελιώνει το ίδιο, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη από το ουσιαστικό δίκαιο την αξίωση για δήλωση βουλήσεως (Πελ. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, έτος 2001, σελ. 71). Με άλλα λόγια, η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βούλησης προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να απορρέει, είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 Α.Κ.), είτε από σύμβαση, ιδίως περιουσιακού χαρακτήρα (πώληση, ανταλλαγή, δωρεά, εταιρία κλπ), ή από άλλες υποσχετικές συμβάσεις, όπως λ.χ. η εντολή, η εταιρία, η εργολαβία δίκης, τις οποίες ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα (άρθρα 166, 361 ΑΚ), είτε από μονομερή δικαιοπραξία (π.χ. προκήρυξη). Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ. Προέχουσα, δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η ύπαρξη ορισμένης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, η οποία πρέπει να απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο, καθώς η διάταξη αυτή δεν θεμελιώνει, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη την αξίωση προς δήλωση βούλησης από το ουσιαστικό δίκαιο, και αυτή ρυθμίζει μόνο την πραγμάτωσή της αναγκαστικώς (ΑΠ 1511/2013 ΧρΙΔ 2014, 211, ΑΠ 499/2011 ΕλλΔνη 2011, 1052, ΑΠ 2122/2009 ΧρΙΔ 2011, 121, ΑΠ 76/2004 ΧρΙΔ 2004, 431). Αφετηρία για την αναζήτηση της έννοιας της δήλωσης βούλησης στο ανωτέρω άρθρο αποτελεί η γενική έννοια της δήλωσης βούλησης κατά το αστικό δίκαιο. Δήλωση βούλησης υπό ευρεία έννοια είναι η εξωτερίκευση και πραγμάτωση ιδιωτικής βούλησης μέσω ορισμένης συμπεριφοράς με σκοπό την παραγωγή συγκεκριμένου εννόμου αποτελέσματος, το οποίο μπορεί να συνίσταται στη δημιουργία, αλλοίωση ή κατάργηση ορισμένης έννομης σχέσης. Χαρακτηριστικό της δηλώσεως βουλήσεως είναι η άμεση σύνδεσή της βουλήσεως προς τις επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει, επίσης, ότι η έννοια της δηλώσεως βουλήσεως του αστικού δικαίου αναφέρεται αποκλειστικά σε εξωτερίκευση και πραγμάτωση ιδιωτικής βουλήσεως, δηλαδή βουλήσεως που διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Δεν εμπίπτουν, συνεπώς, στην παραπάνω έννοια δηλώσεις βουλήσεως του δημοσίου δικαίου, όπως οι δηλώσεις ιδιωτών αφορώσες σχέσεις δημοσίου δικαίου (Ευαγγελία Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, 1989, σελ. 95-96).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 91 παρ.1 του ν.δ. 3026/ 1954 « Περι του Κώδικος των Δικηγόρων», που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου γενέσεως των επίδικων αξιώσεων καθόσον η εντολή προς την ενάγουσα δικηγόρο από τους εναγόμενους και η παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών έλαβαν χώρα πριν από την κατάργηση του ως ανω Κώδικα και τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων, με το άρθρο 166 του ν.4194/ 2013 ( ΑΠ 730/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) :  «Ο Δικηγόρος δικαιούται να λαβη παρα του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης δικαστηριακής ή άλλης την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβήν δια πασαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον». Στη διάταξη δε του άρθρου 92 παρ.1 του ίδιου ως ανω Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Τα της αμοιβής του Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετα του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης είτε μέρος ή κατ΄ιδίαν πράξεις αυτής ή άλλης πάσης φύσεως εργασίας, εν ουδεμια όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν αρθρ.98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής».

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι ο δικηγόρος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που έχει καθήκον την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτος από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη και αμοιβή, το ύψος της οποίας κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ΄ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση και εάν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, τα οποία ορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του Κώδικα περι Δικηγόρων. Το δικαίωμα δε του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή, κατά τις παραπάνω διατάξεις, προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής, αφου μόνο όταν τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή (ολΑΠ 14/ 2008,2/2008, ΑΠ 122/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Κατά το άρθρο δε 92 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, ενώ κατά τη διάταξη της παρ.5 του ίδιου άρθρου η συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, τότε μόνο ισχύει όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας, να λάβει κάποια αμοιβή. Ετσι, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απαίτηση για καταβολή αμοιβής του δικηγόρου ο οποίος ανέλαβε εργολαβικά τη διεξαγωγή της δίκης ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, τελεί υπο αναβλητική αίρεση και γεννιέται, όταν διεξαχθεί επιτυχώς η δίκη ή επιλυθεί με συμβιβασμό η διαφορά ή περατωθεί η εργασία. Ως επιτυχής έκβαση της δίκης και ως εκ τούτου πλήρωση της αίρεσης, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο εντολέας έχει τελεσίδικα ή αμετάκλητα, αν αυτό έχει συμφωνηθεί, δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου με ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς (βλ.σχετ. ΑΠ 399/ 2015, ΑΠ 1909/ 2008, ΑΠ 589/ 2007, ΑΠ 1513/ 2006, ΑΠ 116/ 2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 92 παρ.2 και 5 , 95 και 97 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση εργολαβίας δίκης με αμοιβή ποσοστό ακινήτου, το οποίο είναι αντικείμενο της δίκης, ο δικηγόρος δεν γίνεται αυτοδικαίως συγκύριος, εφόσον η δίκη έχει επιτυχή έκβαση για τον εντολέα του, κατά το επι του ακινήτου συμφωνηθεν ποσοστό της αμοιβής του, αλλά αυτός έχει προσωπική αξίωση (ενοχικό δικαίωμα) να ζητήσει τη μεταβίβαση του συμφωνηθέντος ποσοστού, την οποία μπορεί να ασκήσει με την σχετική αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως σύμφωνα με το άρθρο 949 του ΚΠολΔ (ΑΠ 563/ 1980 ΝοΒ 28.1952, ΕφΘεσ1276/ 2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ειδική δε διάταξη του άρθρου 95 παρ.2 του ν.δ. 3026/ 1954 (πριν την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου με το άρθρο 8 παρ.7 ν.3919/ 2011) η οποία εισάγει παρέκκλιση από τον κανόνα των άρθρων 166 και 569 του ΑΚ – μνημονεύοντας όμως το άρθρο 1033 ΑΚ ,που αναφέρεται στην εμπράγματη σύμβαση – ,η εργολαβία δίκης και αν ακόμη η δικηγορική αμοιβή συνίσταται σε μεταβίβαση μέρους ή ποσοστού ακινήτου, δεν υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΠ 595/ 1999, ΕφΘεσ1276/ 2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 190 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/ 1954), ο οποίος ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό ως ανω διάστημα, ορίζεται ότι : «Αι απαιτήσεις των δικηγόρων δια τας αμοιβας και δαπάνας αυτών παραγράφονται μεταπενταετίαν, αρχομένην, εάν μεν πρόκειται περι διοικητικών υποθέσεων ή εξωδίκων εργασιών, από του τέλους του έτους καθ΄ο ενηργήθη η σχετική πράξις, εάν δε πρόκειται περι δικών, από του τέλους του έτους καθ΄ο ενηργήθη υπ΄αυτών η τελευταία διαδικαστική πράξις»

Κατά τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ως ανω παραγραφή έχει εφαρμογή σε απαιτήσεις δικηγόρων για αμοιβές και δαπάνες τους προερχόμενες από δίκες ή διοικητικές υποθέσεις ή εξώδικες εργασίες τους. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικά στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το παραπάνω άρθρο 190 του Κώδικα δικηγόρων, ορίζεται ότι «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της», κατά την έννοια της διάταξης αυτής η δικαστική επιδίωξη δεν είναι δυνατή εάν από νομικούς λόγους αποκλείεται η άσκηση αγωγής από τον δικαιούχο (ΑΠ 509/ 2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του, ο χρόνος δε της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γένεση της αξίωσης (ΑΠ 853/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ το γεγονός ότι χρόνος έναρξης της παραγραφής, αν πρόκειται για δίκες, είναι το τέλος του έτους, κατά το οποίο έχει ενεργηθεί η τελευταία διαδικαστική πράξη από το δικηγόρο και όχι από το δικαστήριο, προκύπτει σαφώς από τη χρήση των λέξεων «υπ΄αυτών» (εννοείται : των δικηγόρων) και όχι «υπ΄αυτών ή υπο του δικαστηρίου».

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 260 και 277 του ΑΚ συνάγεται ότι η πρόταση της παραγραφής της αξίωσης, αποτελεί αντικείμενο ενστάσεως, η δε πρόταση διακοπής αυτής αποτελεί αντένσταση κατά της ανωτέρω ενστάσεως, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος σ΄αυτήν ισχυρισμός έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το επιδιωκόμενο ως ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα (ΕφΘεσ1732/ 2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 270 παρ.2 ΑΚ,το οποίο εφαρμόζεται και στις βραχυχρόνιες παραγραφές των ειδικών νόμων και συνεπώς και στην πενταετή παραγραφή σε αξίωση δικηγόρου για τη συμφωνηθείσα αμοιβή, η νέα παραγραφή αρχίζει μολις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή.

Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ,η οποία εφαρμόζεται και στις αξιώσεις οι οποίες πηγάζουν από ειδικούς νόμους  και ορίζεται ότι « η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο», συνάγεται, ενόψει της ευρύτητας της διατύπωσή της, ότι αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη έναντι του δανειστή από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός, γνωρίζοντας την κατ΄αυτού αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται κατά το χρόνο της συμπεριφοράς, σε τρόπο ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση σχετικής αγωγής, χωρις να είναι απαραίτητο η εν λόγω συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με το σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή, ενέργειες δε που συνιστούν αναγνώριση, είναι η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφάλειας της αξίωσης, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους ( ΑΠ 598/ 2017, ΑΠ 68/ 2001, ΑΠ 1206/ 2001, ΕφΑθ 5922/ 2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτήν να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84).

Η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δε συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία, είναι, όμως, δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και όφειλε αυτός να το σεβαστεί ή εφόσον θα ήταν καθεαυτή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρο 919 Α.Κ. (ΑΠ 292/2015, ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1501/2014 ΔΕΕ 2014.1187, ΑΠ 1190/2007 ΔΕΕ 2008.88, ΑΠ 484/2006 ΝοΒ 2006.1256, ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 2002.1350). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147, 148, 281, 288 και 919 ΑΚ συνάγεται περαιτέρω ότι παράνομη συμπεριφορά κατά την προαναφερόμενη έννοια αποτελεί και η απάτη που μετέρχεται ο δράστης κατά την κατάρτιση κάποιας δικαιοπραξίας (ΑΠ 282/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 373/2008 ΕλλΔνη 2009.448), οπότε απαιτείται να αναφέρει ο ενάγων σαφώς και λεπτομερώς τα προς κατάρτιση δόλια μέσα ή τεχνάσματα και γενικά να εξειδικεύει την αποτελούσα την απάτη συμπεριφορά (ΑΠ 230/1995 ΕΕΝ 1996.504, ΕφΔωδ 66/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2134/2001 ΕλλΔνη 2002.510, ΕφΔωδ 309/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση παρότρυνσης ενός εκ των συμβαλλομένων σε δήλωση βουλήσεως με απάτη, πρέπει η απάτη να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου του ανωτέρω προσώπου, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει η διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση σ` αυτό, ανεξάρτητα αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων αναφερόμενων στο παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον ως αληθών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοεί ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη ή από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων. Πρόκειται για την αστική απάτη, η οποία υφίσταται όταν ο ένας των συμβαλλομένων, εκ προθέσεως, προκαλεί με κάθε δόλιο μέσο ή τέχνασμα τη δήλωση της βούλησης του αντισυμβαλλόμενου προς κατάρτιση της δικαιοπραξίας, το μέσο δηλαδή αυτό υπήρξε το αποφασιστικό αίτιο, το οποίο οδήγησε τον αντισυμβαλλόμενο στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας (βλ. ΑΠ 1804/2014 ΑΠ 41/2010, ΑΠ 342/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002.1694. ΑΠ 1516/1999 ΕλλΔνη 2003.1274). Η ποινική απάτη του άρθρου 386 ΠΚ δεν συμπίπτει αναγκαίως με την αστική απάτη του άρθρου 147 ΑΚ, που μπορεί να στοιχειοθετηθεί και με τη δόλια παράσταση περιστατικών που ανάγονται στο μέλλον, από τα οποία προκαλείται η ζημία. Η δόλια παράσταση του απατήσαντος, επομένως, μπορεί να συνίσταται σε υπόσχεση για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσης αυτού προς τον απατηθέντα (ΑΠ 72/2013, Εφ Λαρ. 137/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη, ενώ τέτοια συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ΄αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξένησης ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτό ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον όλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν, 3) Να  προκληθηκε όντως ζημία σε άλλον. 4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕμπΔ 2009.898, ΑΠ 137/2005 ΕλλΔνη 2006.426, ΑΠ 604/2005 ΕλλΔνη 2006.997).

Από την ΑΚ 873 ορίζεται ότι “Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό”. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι η ετεροβαρής εκείνη σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή παροχή ανεξάρτητα από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως  υφιστάμενο κάποιο χρέος. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών στην οποία η υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής. Η παραδοχή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της υπάρξεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως, το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά (ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24. 957, ΕφΠειρ 993/1994 ΕλλΔνη 35. 1724). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, δεδομένου ότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (ΕφΑΘ 7603/ 2002 ΕλλΔνη 43. 810, ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 39. 450).

Από την κατά την ΑΚ 873 αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους διαφέρει η επιβεβαιωτική ή διαπιστωτική αναγνώριση στην οποία δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 873. Η εν λόγω αναγνώριση στηρίζεται στην ΑΚ 361 και ο σκοπός της κατευθύνεται στην επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, στη διασφάλιση της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή σε αυτές μπορούσε να υπολογίζει (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42. 160, ΕφΑΘ 1531/1988 ΕλλΔνη 1990 143, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 1998 450). Η αιτιώδης αναγνώριση είναι άτυπη και έχει ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια της υπάρχουσας ενοχής. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν γεννά νέα αυτοτελή αξίωση. Θεμέλιο της αξιώσεως παραμένει η αρχική απαίτηση (ΕφΑΘ 1787/1990 ΕλλΔνη 1990 1540).

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται αντικειμενικά κατ` άρθρο 218 παρ.1 ΚΠολΔ αγωγή δικηγορικής αμοιβής και αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας, κατά το μέρος που ζητείται με αυτήν η επιδίκαση της  οφειλομένης στην ενάγουσα δικηγορικής αμοιβής με βάση τη μεταξύ αυτής και των εναγομένων σύμβαση εργολαβίας δίκης, σύμφωνα και με την ως άνω μείζονα σκέψη, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 340,361,713 ΑΚ , 92παρ.5, 97 ν.3026/ 1954, 949 και 176 ΚΠολΔ, εκτος από το αγωγικό αίτημα περι αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων προς παράδοση του επίδικου εξ αδιαιρέτου ποσοστού επι του προαναφερόμενου ακινήτου και αποβολής αυτών από αυτό και εγκατάσταση της ίδιας (ενάγουσας) καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε περίπτωση εργολαβίας δίκης με αμοιβή ποσοστό ακινήτου, το οποίο είναι αντικείμενο της δίκης, ο δικηγόρος δεν γίνεται αυτοδίκαια συγκύριος κατά το επι του ακινήτου συμφωνηθεν ποσοστό της αμοιβής του, αλλά έχει μόνο ενοχική αξίωση μεταβίβασης του συμφωνημένου ποσοστού.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι διάφορο είναι το ζήτημα της ενδεχόμενης ύπαρξης αυτοτελούς αξιώσεως της ενάγουσας από το άρθρο 361 ΑΚ (αιτιώδους αναγνώρισης χρέους), ερειδόμενης στην ιστορούμενη συνομολόγηση και αποδοχή από τους ως άνω εντολείς της, της επίδικης αξιώσεώς της, πλην όμως  τέτοια βάση, για το ορισμένο της οποίας και απαιτούνται διαφορετικά (και πάντως λιγότερα) στοιχεία (ΑΠ 57/2005  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δεν περιέχεται στην ένδικη αγωγή (βλ. σχετικώς για την από το άρθρο 361 ΑΚ αξίωση, ΑΠ 1666/2003, 595/1999, 964/1993, ΕΑ 1487/2007 ΕλΔ 46.1715, 41.35, ΔΕΝ 50.507 και ΕλΔ 49.299 αντιστοίχως).

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος.

Περαιτέρω, η αντικειμενικά σωρευόμενη αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης και προσβολής της προσωπικότητας, είναι αόριστη και ως εκ τουτου απορριπτέα ως απαράδεκτη, και τούτο καθόσον δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει συμπεριφορά των εναγομένων, συνιστάμενη στην παράσταση ψευδών περιστατικών ως αληθινών, με την οποία ενσυνειδήτως και εκ προθέσεως δημιουργήθηκε πεπλανημένη αντίληψη στην ενάγουσα, αλλά αντιθέτως, η εν λόγω συμπεριφορά εκτίθεται διηγηματικά και μόνο. Ειδικότερα, η επίκληση μόνο της μη εκπλήρωσης εκ μέρους των εναγομένων των συμβατικών υποχρεώσεών τους δεν αρκεί για να προσδώσει στη συμπεριφορά τους το χαρακτηρισμό της αστικής απάτης, υπο την έννοια της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών, που ανάγονται στο μέλλον αφου δεν αναφέρεται με σαφήνεια και πληρότητα ο δόλος αυτών, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επιπλέον, το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας, τις οποίες επίσης επικαλείται η ενάγουσα, εφόσον δεν γίνεται, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, επίκληση παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ενώ από μόνη της η αθέτηση της σύμβασης δε συνιστά γενικά προσβολή της προσωπικότητας (βλ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη ΣυντΕρμΑστΚωδάρ. 57 αριθ. 5, σελ. 138). Τέλος, η αγωγή, εφόσον θεωρηθεί ότι έχει ως βάση αδικοπραξία του άρθρου 919 ΑΚ, είναι αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά που να στοιχειοθετούν συμπεριφορά των εναγομένων αντίθετη στα χρηστά ήθη, υπό την αναφερόμενη έννοια στην προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν δολίως προς βλάβη της ιδίας, έχοντας δηλαδή την πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, να προκαλέσουν ζημία σε αυτήν.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα ανωτέρω δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα- ενάγουσα απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα, ως και οι σχετικοί λόγοι έφεσης.

Από την υπ΄αριθμ…../ 22-10-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της ενάγουσας, ………, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά …….., κατοπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της – εναγομένων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα η οποία είναι δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, δυνάμει προφορικής εντολής εκ μέρους των τριών πρώτων εναγομένων και του ………. δικαιοπαρόχου του τέταρτου των εναγομένων, ανέλαβε να διεκπεραιώσει την υπόθεση η οποία αφορούσε ακίνητο κυριότητάς τους  ευρισκόμενο στη θέση «…» ή «….» του Δήμου Δραπετσώνας, εκτάσεως 7.000 τμ, το οποίο τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1986 κατέλαβε ο Δήμος διαμορφώνοντας αυτό σε χώρο αναψυχής. Με το από 1-10-1991 εργολαβικό δίκης που συνήψαν μεταξύ τους οι διάδικοι από κοινού με την …………, η οποία αργότερα απεβίωσε αφήνοντας ως μοναδικό κληρονόμο της τον τέταρτο εναγόμενο, το οποίο (ανω εργολαβικό) κατατέθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς με αριθμ…../ 2-10-1991, καθώς και στη Β΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά, στις 2-10-1991, προσδιορίστηκαν οι όροι ανάθεσης της εντολής και ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε έως την έκδοση τελεσίδικων και αμετάκλητων αποφάσεων, θα δικαιούτο ως αμοιβή για κάθε είδους δικαστικές και εξώδικες δαπάνες, ποσοστό 8% επι του επιδίκου ακινήτου, κατ΄αναλογία των ποσοστών συγκυριότητας εκάστου των εντολέων, καθισταμένη συγκυρία, οι δε εντολείς της ανέλαβαν την υποχρέωση, όταν δικαιωθούν, δηλαδή όταν αναγνωριστούν ως κύριοι και νομείς του ακινήτου δια τελεσίδικων και αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, να μεταβιβάσουν σ΄αυτήν το ως ανω ποσοστό με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση μη δικαίωσης των εντολέων δια αμετάκλητων αποφάσεων, η εντολοδόχος δικηγόρος δεν θα δικαιούτο αμοιβής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ουδεμία ακυρότητα του ως ανω εργολαβικού υφίσταται λόγω μη τήρησης του συμβολαιογραφικού τύπου καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η εργολαβία δίκης και αν ακόμη η δικηγορική αμοιβή συνίσταται σε μεταβίβαση μέρους ή ποσοστού ακινήτου, δεν υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Στη συνέχεια από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα σε εκτέλεση της παραπάνω εντολής προέβη στην άσκηση της από 18-8-1988 (αριθμ.καταθ………/1988) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενης κατά του Δήμου Δραπετσώνας, επι της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.667/ 1989 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία αφου συνεκδίκασε την αγωγή με την ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο κύρια παρέμβαση, ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επι ασκηθείσας αναιρέσεως σε υπόθεση με αντικείμενο όμοιο με την ασκηθείσα ως ανω αγωγή και εκκρεμούσα μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 201/1992 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία αφου απέρριψε την κύρια παρέμβαση του ελληνικού Δημοσίου, διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και κατόπιν εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.207/ 1996 απόφαση η οποία αναγνώρισε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει κατά συγκυριότητα στους τρείς πρώτους εναγόμενους και στους κληρονόμους του αρχικού διαδίκου …….. και ήδη –μετα τον θάνατο της ……….. – στον τέταρτο εναγόμενο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (απόφαση) ποσοστά συγκυριότητας και υποχρέωσε τον Δήμο Δραπετσώνας να αποδώσει το εν λόγω ακίνητο σ΄αυτούς. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τον Δήμο Δραπετσώνας η από 2-7-1996 (αριθμ.καταθ………./ 1996) έφεση, η οποία δυνάμει της υπ΄αριθμ.636/ 1997 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς απορρίφθηκε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και την οποία το ελληνικό Δημόσιο αποδέχθηκε, πλην όμως ο Δήμος Δραπετσώνας άσκησε κατ΄αυτής την υπ΄αριθμ…./ 10-7-1997 αίτηση αναιρέσεως (βλ.σχετ.το υπ΄αριθμ…../ 2018 πιστοποιητικό του Εφετείου Πειραιώς), η οποία όμως μέχρι τις 15-10-2018 δεν είχε προσδιοριστεί προς συζήτηση (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ……/ 16-10-2018 βεβαίωση του Πολιτικού Τμήματος και Αρχείου του Αρείου Πάγου). Σε όλες δε τις δίκες, οι εναγόμενοι εκπροσωπήθηκαν από την ενάγουσα η οποία ενεργούσε ως πληρεξούσια δικηγόρος τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, δυνάμει της υπ΄αριθμ……/ 1-4-1999 έκθεσης αποβολής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ………….., σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 207/1996 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αποβλήθηκε ο Δήμος Δραπετσώνας από το ως ανω ακίνητο και εγκαταστάθηκαν σ΄αυτό οι εναγόμενοι. Στο δε υπ΄αριθμ…….. κτηματολογικό φύλλο του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς, ως συγκύριοι του επίδικου ακινήτου φέρονται οι εναγόμενοι και η μεταγενέστερα θανούσα μητέρα του τέταρτου εναγομένου.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι ξεκίνησαν τη διαδικασία μεταβίβασης και μάλιστα ο τρίτος των εναγομένων που ενεργούσε για λογαριασμό και των λοιπών, αιτήθηκε από τον Δήμο Δραπετσώνας την έκδοση βεβαίωσης περι μη οφειλής ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) η οποία ήταν απαραίτητη για την μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου, πλην όμως οι υπάλληλοι του Δήμου αρνήθηκαν την έκδοσή της, με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να ασκήσουν κατά του Δήμου Δραπετσώνας την υπ΄αριθμ…../ 1-4-2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) επι της οποίας εκδόθηκε από το ως ανω δικαστήριο η υπ΄αριθμ. 6916/2004 απόφαση με την οποία υποχρεώθηκε ο Δήμος Δραπετσώνας να χορηγήσει στους αιτούντες – εναγόμενους την ως ανω βεβαίωση και καταδικάστηκε ο Δήμος Δραπετσώνας – πρώτος των καθών η αίτηση, σε καταβολή χρηματικής ποινής χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ σε περίπτωση αρνήσεώς του να εκτελέσει την ως ανω υποχρέωσή του.

Σημειώνεται δε ότι στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων η οποία δημοσιεύθηκε στις 30-09-2004, μεταξύ άλλων αναφέρονται αυτολεξεί τα εξής : « …. Ετσι, με την υπ΄αριθμ. 636/97 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που κατέστη ήδη αμετάκλητη οι αιτούντες αναγνωρίστηκαν συγκύριοι του παραπάνω ακινήτου τους και υποχρεώθηκε ο καθού Δήμος Δραπετσώνας σε απόδοσή του. Με το ως ανω εργολαβικό δίκης η συνολική αμοιβή της πιο πάνω πληρεξούσιας δικηγόρου των αιτούντων ορίστηκε σε ποσοστό 8% αυτουσίως του ακινήτου, κατ΄αναλογία των ποσοστών συγκυριότητας καθενός των εντολέων (αιτούντων). Επίσης συμφωνήθηκε ότι κατά το ανω ποσοστόν αμοιβής της η εντολοδόχος δικηγόρος θα καθίσταται συγκυρία επι του κτήματος, οι δε εντολείς, όταν δικαιωθούν, έχουν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ΄αυτήν το άνω ποσοστόν αμοιβής της δια συμβολαιογραφικής πράξης».

Από όλα δε τα ως ανω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι από την έκδοση της υπ΄αριθμ. 636/1997 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς στις 30-05-1997, είχαν πληρωθεί οι τεθέντες από το από 1-10-1991 εργολαβικό δίκης όροι έτσι ώστε να διεκδικήσει η ενάγουσα την αμοιβή της. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ότι το εν λόγω δικαίωμα της ενάγουσας δεν έχει γεννηθεί επειδή επι της ένδικης ως ανω διαφοράς δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, απορριπτέος κρίνεται ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος καθόσον η αμοιβή της ενάγουσας εξαρτήθηκε από την αναγνώρισή τους ως κυρίων και νομέων του επίδικου ως ανωτέρω ακινήτου με τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση, ενώ το προβλεφθέν στον υπο γ΄όρο του προαναφερόμενου εργολαβικού ότι δεν θα δικαιούται αμοιβής σε περίπτωση μη δικαίωσής τους με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναφέρεται περιοριστικά μόνο στο ζήτημα της αρνητικής έκβασης του δικαστικού αγώνα. Συνεπώς, και κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από 1-1-1998 ξεκίνησε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας και εως τη συμπλήρωσή του στις 1-1-2003, κανένα διακοπτικό αυτής γεγονός έλαβε χώρα, και ως εκ τούτου η επίδικη αξίωση έχει παραγραφεί. Ο ισχυρισμός δε της ενάγουσας ότι η εκκίνηση της παραγραφής της αξίωσής της έγινε χρονικά το έτος 2000 επειδή οι εναγόμενοι εγκαταστάθηκαν στο προαναφερόμενο ακίνητο το έτος 1999, απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο διοτι η αξίωσή της γεννήθηκε στο χρονικό εκείνο σημείο κατά το οποίο αυτή ενήργησε την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη, την οποία αποτελεί η παράστασή της ως πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων στην ανωτέρω εφετειακή δίκη, η οποία έγινε (δηλ. συζητήθηκε η έφεση ) στις 17-4- 1997, δεδομένου ότι η αμοιβή της εξαρτήθηκε από την αναγνώριση των εναγομένων ως κυρίων και νομέων του ως ανω ακινήτου, από δικαστική απόφαση, και όχι από την εγκατάστασή τους σε αυτό. Αλλά και στην περίπτωση αυτή (υπο την εσφαλμένη θεώρηση) ότι η αξίωση της ενάγουσας γεννήθηκε μετα την εγκατάσταση των εντολέων της στο ακίνητο, ώστε η παραγραφή να αρχίζει από την 1-1-2000, αυτή και πάλι εχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, αφου το γεγονός της άσκησης της ως ανω με αριθμ.καταθ……./ 1-4-2004 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν περιέχει την αναγνώριση της αξίωσης της ενάγουσας από την πλευρά των εναγομένων, η οποία αποβλέπει στη δημιουργία νέας, αυτοτελούς ενοχής, αλλά αποτελεί επιβεβαίωση της ήδη υπάρχουσας οφειλής, η αξία της δηλαδή είναι αποδεικτική, με αποτέλεσμα όχι την ίδρυση νέας εικοσαετούς παραγραφής αλλά τη διακοπή της πενταετούς παραγραφής που προέρχεται από το εργολαβικό δίκης αξίωσης, ώστε από 1-1-2005 να αρχίζει νέα πενταετής παραγραφή και έκτοτε εως τον χρόνο συμπλήρωσής της στις 1-1-2010, δεν μεσολάβησε κανένα γεγονός διακοπτικό της (πενταετούς) παραγραφής, πόσο μάλλον μέχρι την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της κρινόμενης αγωγής στις 8-12-2017 και 11-12-2017 (βλ. σχετ. υπ΄αριθμ……΄,…..΄και …΄/ 8-12-2017 και ….΄/ 11-12-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, . ………..).

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο σκεπτικό της ανωτέρω υπ΄αριθμ. 6916/2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, υποχρέωσης των εναγομένων έναντι της ενάγουσας, δεν συνιστά αναγνώριση της ένδικης αξίωσής της, που να δημιουργεί έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων παράγει μόνο προσωρινό δεδικασμένο (άρθρ.695 ΚΠολΔ) και δεν επιμηκύνει κατ΄άρθρο 268 ΑΚ, σε εικοσαετή τη βραχυχρόνια οικεία παραγραφή της πιθανολογούμενης απαίτησης (πρβλ.ΕφΠειρ 137/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης απορριπτέος ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εκκίνηση της παραγραφής της ένδικης αξίωσής της τοποθετείται χρονικά στο έτος 2017 διοτι η ίδια μεχρι το προηγούμενο έτος απασχολείτο με τις εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούσαν το παραπάνω ακίνητο σχετιζόμενες με την κήρυξή του ως απαλλοτριωτέου και την είσπραξη της αποζημίωσης των δικαιούχων, καθόσον ,όπως αναφέρθηκε, αντικείμενο του από 1-10-1991 εργολαβικού δίκης και εναρκτήριο γεγονός της επίδικης αξίωσης ήταν η αναγνώριση των εναγομένων ως κυρίων και νομέων του ακινήτου και όχι η ενασχόληση της ενάγουσας με τις πασης φύσεως υποθέσεις που το αφορούν. Για τον ίδιο λόγο δε απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περι έναρξης της παραγραφής από την 1-1-2017 λόγω απασχόλησής της με άλλες υποθέσεις των εναγομένων.

Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη η και νομίμως επαναφερόμενη ένσταση των εναγομένων παραγραφής της αγωγικής αξίωσης και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το ερευνηθέν και κατ` ουσίαν  ως άνω σκέλος της, για το λόγο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Συνακόλουθα των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και  την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περι των ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αποτελούν λόγους της έφεσής της, πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι όπως και η υπο κρίση έφεσή της.

Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει  ν΄απορριφθεί η ένδικη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων καθόσον εν προκειμένω η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179 εδαφ,τελευτ.ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ.αριθμ. 1363/2020  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ολικά μεταξυ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με αριθμό ……../2021, άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   8 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ