Αριθμός 495/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Ζησοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 387/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 24.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-05-2021 (γεν.αριθμ.καταθ………/2021) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ΄αριθμ.387/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3,621 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την από 8-05-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2018) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν τα ακόλουθα: Ότι από το έτος 2002 εργάζονται στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων δυνάμει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι με την υπ΄αριθμ.403/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα η ένταξή τους στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία σύμφωνα με τα προσόντα τους και η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει διαφορές αποδοχών από 1-1-2005 στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων) και από 1-1-2007 στον δεύτερο, που ανάγονται στη μισθολογική διαφορά της κατηγορίας ΔΕ2, με βάση την οποία είχαν αμειφθεί αντι της ορθής ΔΕ3.
Με βάση το ιστορικό αυτό και για την ανωτέρω αιτία ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει : α) στον πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 22.706,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 μέχρι 31-12-2010, όπως το κάθε κονδύλιο εκτίθεται σ΄αυτήν (αγωγή) αναλυτικά και β) στο δεύτερο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 20.865,18 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι 31-12-2010, όπως το κάθε κονδύλιο εκτίθεται αναλυτικά σ΄αυτήν (αγωγή), καθώς και το ποσό των 2.000,00 ευρώ σε καθέναν από αυτούς (ενάγοντες) για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια, από μέρους της εναγομένης, προσβολή της προσωπικότητάς τους, λόγω της θλίψης που αυτοί (ενάγοντες) υπέστησαν από τη μη καταβολή των ορθών ποσών των αποδοχών τους με βάση τη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3, ήτοι το συνολικό ποσό των 24.706,00 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και συνολικό ποσό 22.865,18 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από την ημέρα που κατέστη απαιτητό έκαστο επιμέρους κονδύλιο, ήτοι από το τέλος του αντίστοιχου μήνα, ή του έτους, άλλως από την ημέρα άσκησης της αναγνωριστικής αγωγής εκάστου εξ αυτών (28-12-2010 και 31-12-2012 αντίστοιχα),άλλως από την επομένη της άσκησης της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη ζήτησαν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ.΄αριθμ. 387/2021 απόφαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία αφου απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των ειδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγομένης (για τα έτη 2005 έως και 2010) και σε αυτές των άρθρων 648, 653, 655, 656, 659, 346 ΑΚ (ειδικά για την τοκοφορία από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, που κατέστησε την εναγομένη υπερήμερη οφειλέτιδα), 907, 910 περ.4, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, και κατόπιν δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 13.758,04 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 7.108,00 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη και καταδίκασε την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες – ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε την αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Ωστόσο, το εν λόγω αγωγικό αίτημα περι χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο και τούτο διότι η μη καταβολή από τον εργοδότη στον εργαζόμενο των δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως και της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, δεν επιφέρει τη ζημία του εργαζομένου (άρθρο μόνο α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995), αφού οι καθυστερούμενες εν γένει αποδοχές δεν χάνονται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αδικοπραξία, ειδικότερα δε η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 690/1945 μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του -η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 ΑΚ)- και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (βλ. πάγια νομολογία, ΑΠ 1017/2008, ΑΠ 1436/2002,Εφ.Δωδ 63/ 2020, ΕφΔωδ 233/2019, ΕφΙωαν 264/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 892/2005, ΠειρΝομ 2005/507, ΕφΘεσ584/2005, ΔΕΕ 2006/89, ΕφΑθ 7982/2000, ΕλλΔ/νη 2002/806, ΕφΘεσ 3200/1998, ΔΕΕ 1999/42, βλ. και Ζερδελή Εργατ. Δίκαιο εκδ. 2015 σελ.675). Εξάλλου, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται άλλα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει δόλια προαίρεση της εναγόμενης να προσβάλει την προσωπικότητά τους και να τους διασύρει.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, αν και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο ως άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τα άρθρα 340 και 341 παρ.1 ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, αν όμως για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ή, κατά μείζονα λόγο, από το νόμο τάσσεται ορισμένη (δήλη) ημέρα καταβολής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ, ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν n καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Την έλλειψη της υποκειμενικής προϋπόθεσης της ευθύνης του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο οφειλέτης. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν προσδιορίζει ειδικότερα σε τι συνίσταται το απαλλακτικό της ευθύνης του οφειλέτη γεγονός, με συνέπεια αυτό να λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και να επενεργεί υπέρ του οφειλέτη απαλλακτικά κάθε τυχαίο ή άλλο γεγονός που δεν καταλογίζεται στον ίδιο ή στους αντιπροσώπους του. Έτσι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποκλείεται η υπερημερία του οφειλέτη και η προαναφερόμενη συνέπειά της και όταν αυτός έχει δικαιολογημένη αμφιβολία για την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους (ΑΠ 137/2020, ΑΠ 331/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, στη σύμβαση εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Μισθός, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ, κατά τα ανωτέρω, δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδ. α` ΑΚ. (Ολ. ΑΠ 39/2002, ΑΠ 331/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην ένδικη υπόθεση, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης, ………. (οι ενάγοντες δεν εξέτασαν μάρτυρες) που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθησαν μεταξύ των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και της εναγομένης, η οποία λειτουργούσε τόσο ως ΝΠΔΔ υπο το προγενέστερο νομικό καθεστώς όσο και ως Α.Ε., υπο το μεταγενέστερο του ιδίου νόμου νομοθετικό καθεστώς, αυτοι (ενάγοντες) προσλήφθηκαν προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη από το έτος 2002 και εφεξής. Με την υπ΄αριθμ. 403/25-07- 2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις κατά της υπ αριθμ.4214/ 2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), όπως αυτή είχε διορθωθεί με την υπ΄αριθμ. 2728/2015 απόφαση του ίδιου ως ανω Δικαστηρίου και η οποία εκδόθηκε επι συνεκδικασθεισών αγωγών των εναγόντων (μεταξύ άλλων) κατά της εναγομένης, αναγνωρίστηκε τελεσίδικα η ένταξη αυτών (εναγόντων) στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία υπαλλήλων της εναγομένης σύμφωνα με τα προσόντα τους και η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει διαφορές αποδοχών από 1-1-2005 μέχρι 28-12-2010 στον πρώτο εξ αυτών και από 1-1-2007 και 31-12-2012 στον δεύτερο, που ανάγονται στη μισθολογική διαφορά της κατηγορίας ΔΕ2, με βάση την οποία είχαν αμειφθεί, αντι της ορθής ΔΕ3. Οι ενάγοντες, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, είχαν αμειφθεί με βάση τη μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 αντι της ορθής ΔΕ3 που αναγνωρίσθηκε τελεσιδίκως κατά τα προεκτεθέντα.
Ετσι, οι καταβλητέες διαφορές στις αποδοχές που άπτονται της διαφοράς των ανωτέρω μισθολογικών κατηγοριών και τις οποίες δικαιούνται να λάβουν οι ενάγοντες κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και δεν τις έλαβαν και οι οποίες προκύπτουν από το μηχανογραφικό σύστημα που τηρείται για τη μισθοδοσία όλων των υπαλλήλων της εναγομένης και αφου λήφθηκαν υπόψιν και οι μειώσεις που επέφεραν οι νόμοι 3833/2010 και 3845/2010 (βλ.σχετ. το με αριθ.πρωτ. 34222/20-08-2018 έγγραφο της εναγομένης ΤΜΗΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ), είναι οι εξής : Α. Ο πρώτος ενάγων : α) τακτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής εργασίας, συνολικού ποσού 8.281,65 ευρώ, β) αποδοχών υπερωριών, αργιών, Σαββάτου, Κυριακής, συμπεριλαμβανομενης της νυκτερινής εργασίας, συνολικού ποσού 4.396,53 ευρώ και γ) δώρων, επιδομάτων συνολικού ποσού 1.079,86 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που δικαιούται ο πρώτος των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των 13.758,04 ευρώ.
Β. Ο δεύτερος ενάγων: α) τακτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής εργασίας, συνολικού ποσού 4.119,70 ευρώ, β) αποδοχών υπερωριών, αργιών, Σαββάτου, Κυριακής κλπ., συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής εργασίας, συνολικού ποσού 2.221,49 ευρώ και γ) δώρων, επιδομάτων συνολικού ποσού 766,81 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που δικαιούται ο δεύτερος των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των 7.108,00 ευρώ. Επομένως η υπο κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 13.758,04 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 7.108,00 ευρώ, νομιμοτόκως τα εν λόγω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ,περί της ύπαρξη και της έκτασης των ένδικων απαιτήσεων των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η υπερημερία της εφεσίβλητης και συνακόλουθα η υποχρέωσή της να καταβάλει τόκους από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστης επιμέρους οφειλής μεχρι την επίδοση της αγωγής, εφαρμοζομένων εν προκειμένω ως προς την τοκοδοσία, των διατάξεων των άρθρων 340,342 και 346 του ΑΚ, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ως προς την αγωγή και την τοκοδοσία δέχθηκε τα ίδια, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περι των ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγόντων, που αποτελούν τους πρώτο και τρίτο λόγους της ένδικης έφεσής τους, απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου προς διερεύνηση λόγου έφεσης, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 24-05-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. 3338/2021) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 387/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών). Και
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ