Αριθμός 497/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης εταιρίας ……….εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Βιολέττα Βασιλάκου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Παπανικολάου.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3808/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενης και ήδη εκκαλούσα με την από 24.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-01-2021 (γεν.αριθμ.καταθ……/2021) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄αριθμ. 3808/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3,621 επ.ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 23-06-2021 (βλ.υπ΄αριθμ……..΄/ 23-06-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 11-06-2021 (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.)
Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την από 27-12-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……/2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε τα ακόλουθα : Ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου απασχολήθηκε στην εναγομένη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της ανακύκλωσης χαρτιού, από 22-7-1988 εως 31-12-2015 ως οδηγός, το τελευταίο δε έτος ως υπάλληλος γραφείου, με τις αναλυτικά αναφερόμενες σ΄αυτήν (αγωγή) συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές. Οτι από το έτος 2011 η εναγομένη καθυστερούσε στην καταβολή των μηνιαίων αποδοχών του και ότι του οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές για τα έτη 2014 και 2015,καθώς και τα επιδόματα εορτών των ετών αυτών και ότι λόγω της ως ανω συμπεριφοράς της εναγομένης προσέφυγε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Με βάση το ιστορικό αυτό και για τις ανωτέρω αιτίες, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ως δεδουλευμένες αποδοχές των ετών 2014 και 2015 το συνολικό ποσό των 36.300,00 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων των εν λόγω ετών τα ποσά των 1.510,41 ευρώ και 1354,16 ευρώ, για επίδομα Πάσχα των ίδιων ετών τα ποσά των 859,37 ευρώ και 755,16 ευρώ αντίστοιχα, όπως το κάθε κονδύλιο εκτίθεται αναλυτικά σ΄αυτήν (αγωγή), καθώς και το ποσό των 5.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της εναγομένης, συνιστώμενη στην επανειλημμένη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, ήτοι το συνολικό ποσό των 45.779,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την λήξη της ένδικης σύμβασης εργασίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ.΄αριθμ.3808/2020 απόφαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία, αφου απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό περι έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης και ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατόπιν έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 241, 242, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 657, 658, 659, 669 παρ.2, 678, άρθ.1 παρ.1,2 και 3 του ν.1082/ 80, 1 παρ.1,2 και 3,3 παρ.1,6,10 παρ.1 της 19040/ 1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (επιδόματα εορτών), 68, 176,191 παρ.2, 907, 908 παρ.1 περ.ε΄, 910 αρ.4 ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 34.772,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ και καταδίκασε την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 ΚΠολΔ., η νομιμοποίηση των διαδίκων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης για την παροχή έννομης προστασίας, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ.), η δε έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, για έλλειψη απαραίτητης διαδικαστικής προϋπόθεσης (ΑΠ 831/2010, ΑΠ 595/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ` αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος αντίστοιχα. Επομένως τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του διαδίκου πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και εάν δεν γίνεται επίκληση των στοιχείων νομιμοποιήσεως σύμφωνα με το νόμο η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 26/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι για την νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής. Ενόψει λοιπόν της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η παρά του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλουμένων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών, συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος (ΕφΑΘ. 1854/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 8511/2005 Δνη 47.533). Επομένως, αν αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος (ΕφΠειρ.151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ποιά πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 59/1919, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον ένατο λόγο της υπο κρίση έφεσης ισχυρίζεται ότι στην αγωγή δεν εκτίθεται σαφώς σε ποιό συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο σ΄αυτήν (εναγόμενη εταιρεία) ή στην εταιρεία με την επωνυμία «………» προσέφερε την εργασία του έναντι μισθού ο ενάγων και για τον λόγο αυτό η αγωγή είναι πλήρως αόριστη ως προς το πρόσωπο του εργοδότη. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης ότι η αγωγή ως προς αυτήν είναι παθητικά ανομιμοποίητη πρέπει ν΄απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος και τούτο διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, η εναγομένη καθ΄όλο το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος είναι η εργοδότριά του. Επομένως, υπο τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων κατά τα ανωτέρω, για να θεμελιώσει την αγωγή του, δεν υφίσταται θέμα παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης, καθόσον με αληθή υποτιθέμενα αυτά τα περιστατικά, η εναγομένη αποτελεί τον φορέα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης –σύμβασης εργασίας – και δη τον φερόμενο από το ουσιαστικό δίκαιο ως υπόχρεο (εργοδότη), ώστε να επέρχονται στο πρόσωπό της οι έννομες συνέπειες που επιδιώκει ο ενάγων, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, αν και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο ως άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή, στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα χρηματικά ποσά οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ` αυτήν ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (Α.Π. 900/2017, Α.Π. 1004/2017, Α.Π. 1384/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ .
Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, περιέχεται σ` αυτήν σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εφεσίβλητο κατά της εκκαλούσας, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός όγδοος λόγος έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Επίσης, η εναγομένη με τις κατατεθείσες στο πρωτόδικο Δικαστήριο προτάσεις της προέβαλε επικουρικώς τον ισχυρισμό περι καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ, διατεινόμενη ότι ο ενάγων ασκεί τις επίδικες αγωγικές αξιώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει τις αρχές της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Ο ισχυρισμός αυτός απαραδέκτως προβλήθηκε αφου περιέχεται μόνο στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε η εναγομένη κατά τη συζήτηση της αγωγής και δεν αναπτύχθηκε, έστω συνοπτικά, προφορικά κατά τη συζήτησή της προκειμένου να καταχωρηθεί και στα πρακτικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 591 περ.γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ .
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περι του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγομένη που αποτελεί τον σχετικό δέκατο λόγο της ένδικης έφεσής της, απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Περαιτέρω, στην ένδικη υπόθεση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ……… (η εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρες) που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ……….. προσλήφθηκε στις 22-7-1988 από την εναγομένη εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της ανακύκλωσης χάρτου, προκειμένου να εργαστεί αρχικά ως οδηγός, το δε τελευταίο έτος πριν τη συνταξιοδότησή του ως υπάλληλος γραφείου, αντι συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών και με το νόμιμο ωράριο επι πέντε ημέρες εβδομαδιαίως. Η εναγομένη εταιρεία παρέμενε εργοδότρια του ενάγοντος, βαρυνόμενη με τη μισθοδοσία του και όταν αυτός (ενάγων) παρείχε κατ΄εντολή της την εργασία του στην εταιρεία με την επωνυμία «………», ιδίων συμφερόντων της, γεγονός που δεν αμφισβητείται, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μετά από έλεγχο του Επιθεωρητή Εργασίας στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, δεν διαπιστώθηκε πρόσληψη του ενάγοντος στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία.
Στη συνέχεια, από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, αν και ο ενάγων παρείχε προσηκόντως τις προαναφερόμενες υπηρεσίες του, δεν ήταν συνεπής στις απορρέουσες από την εν λόγω εργασιακή σύμβαση και την εργατική νομοθεσία υποχρεώσεις της απέναντι στον ενάγοντα μισθωτό εργαζόμενο, καθόσον όπως και η ίδια (εναγομένη) συνομολογεί, από το έτος 2011 αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Αυτός δε (ενάγων) έχοντας εργασθεί για πολλά έτη στην εναγομένη, επέδειξε ανοχή στην καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ελπίζοντας ότι η εναγομένη θα ανταποκριθεί στην ως ανω υποχρέωσή της, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στην ίδια εταιρεία (εναγομένη) απασχολούνταν και συγγενικό του πρόσωπο (ο γαμβρός του) και δεν επιθυμούσε να δημιουργηθούν έριδες με την εργοδότρια εταιρεία, φοβούμενος τόσο για το δικό του εργασιακό μέλλον, όσο και του γαμβρού του.
Πλην όμως, η συνεχιζόμενη καθυστέρηση των δεδουλευμένων αποδοχών του σχεδόν στο σύνολό τους καθώς και η απροθυμία της εναγομένης να ανταποκριθεί στην εν λόγω συμβατική της υποχρέωση επι μακρό χρονικό διάστημα, τον ώθησε (τον ενάγοντα) να προσφύγει στην οικεία Επιθεώρηση Νίκαιας – Αγ.Ιωαν.Ρέντη την 3-10-2019,αιτούμενος τη διευθέτηση της υπόθεσής του, αιτούμενος αποδοχές των ετών 2011,2012 και 2013 ύψους 15.780,60 ευρώ, 20.074,61 ευρώ και 27.059,79 ευρώ αντίστοιχα. Η εναγομένη αρνήθηκε τις ως ανω οφειλές και σε κάθε περίπτωση τις απέκρουσε ως παραγεγραμμένες, πλην όμως ενώ είναι αληθές ότι ο ενάγων προσφεύγοντας ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας δεν ανέφερε ως οφειλόμενες τις αποδοχές του που αφορούν τα έτη 2014 και 2015, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα υπ΄αριθμ.πρωτ…../ …./ 24-10-2019 δελτίο εργατικής διαφοράς (δεύτερη σελίδα αυτού) ο επιθεωρητής αναφέρει αυτολεξεί ότι « … τυχον οφειλές που αφορούν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (2014, 2015) ο προσφεύγων δύναται να προσφύγει άμεσα στα πολιτικά δικαστήρια …», αναφορά από την οποία προκύπτει ότι συζητήθηκε ενώπιον του Επιθεωρητή Εργασίας και η σχετική επίδικη οφειλή της εναγομένης. Για όλα δε τα ανωτέρω κατέθεσε με κατηγορηματικό και σαφή τρόπο ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας του ενάγοντος, ο οποίος υπήρξε και αυτός εργαζόμενος στην εναγομένη εταιρεία, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλει, αν και συνδέεται με συγγενική σχέση με τον ενάγοντα.
Η εναγομένη παραδεκτά προέβαλε τον ισχυρισμό περι εξόφλησης κατ΄άρθρο 416 ΑΚ των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος που αφορούν το χρονικό διάστημα από μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 έως και Ιούλιο του έτους 2014, αναφέροντας αναλυτικά στις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (και δη στις σελίδες 9 έως 16), τις σχετικές καταβολές ποσού περι των 400,00 ευρώ έκαστη και το επιμέρους χρέος που η ίδια καταλογίζει στις καταβολές αυτές. Όμως, σύμφωνα με τα ως ανω αποδειχθέντα καθώς και από το γεγονός ότι η εναγομένη εταιρεία ακόμη και ενώπιον του Επιθεωρητή Εργατικής Διαφοράς δεν προσκόμισε εξοφλητικές αποδείξεις για τα έτη 2011 έως 2013, προκύπτει ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος για τα έτη αυτά δεν έχουν εξοφληθεί.
Στη συνέχεια, ο ενάγων παραδεκτά και νόμιμα κατ΄άρθρο 422 του ΑΚ καταλογίζει αυτές (ανωτέρω καταβολές) στις οφειλές του από τα προηγούμενα έτη, δεκτής έτσι γενομένης ως βασιμης της καθ΄υποφοράν (προβληθείσας στην αγωγή) αντένστασης ότι οι γενόμενες καταβολές αφορούν σε προγενέστερα χρέη, απορριπτομένης ως εκ τούτου της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης. Η κρίση αυτή και του παρόντος Δικαστηρίου για τα ανωτέρω, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η εναγομένη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ίδια τραπεζικές καταβολές, προέβαινε σε καταβολές σταθερού ποσού 400,00 ευρώ τέσσερις φορές κάθε μήνα, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι εν λόγω καταβολές δεν αφορούσαν τις δεδουλευμένες αποδοχές του εκάστοτε δεδουλευμένου μήνα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο ενάγων ζητούσε την καταβολή των καθαρών και όχι μικτών αποδοχών του, οι συμφωνημένες αποδοχές του ανέρχονταν ως εξής : Από τον μήνα Ιανουάριο έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2014,στο ποσό των 1.409,79 ευρώ, τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2014 στο ποσό των 1.425,82 ευρώ, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2014 στο ποσό των 1.410,76 ευρώ, από το μήνα Ιανουάριο έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 στο ποσό των 1.420,80 ευρώ, το μήνα Οκτώβριο του έτους 2015 στο ποσό των 1.157,84 ευρώ και τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2015 στο ποσό των 1.199,93 ευρώ. Η δε εναγομένη εργοδότρια του όπως αποδείχθηκε, του οφείλει για δεδουλευμένες αποδοχές των ετών 2014 και 2015 το συνολικό ποσό των 33.328,44 ευρώ [ήτοι, (1.409,79 Χ 6)+ (1.425,82 Χ 4) + (1.410,76 Χ 2) + (1.420,80 Χ 9) + 1.157,84 + (1.199,93 Χ2)]. Επιπλέον δε, ο ενάγων δικαιούται για επίδομα Χριστουγέννων ένα μηνιαίο μισθό και για επίδομα Πάσχα μισό μηνιαίο μισθό αφου απασχολήθηκε στην εναγομένη όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τα ακόλουθα ποσά : α) για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2014 το ποσό των 1.998,48 ευρώ [ήτοι 1.410,76 Χ 0,4166 (συντελεστής επιδόματος αδείας)], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη ποσό 1.456,92 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 541,56 ευρώ, δεκτής έτσι γενομένης εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη, β) για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2015 το ποσό των 1.699,82 ευρώ [ ήτοι 1.199,93 ευρώ Χ 0,4166 (συντελεστής επιδόματος αδείας), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη ποσό 1.243,76 ευρώ (621,88 + 621,88 ευρώ), οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 456,06 ευρώ, δεκτής κατά ένα μέρος ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη, γ) για επίδομα Πάσχα έτους 2014 το ποσό των 998,54 ευρώ [ήτοι, 1.409,79 / 2 Χ 0,4166 (συντελεστής επιδόματος αδείας)], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη 824,80 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 173,74 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας από την εναγομένη ένστασης εξόφλησης και δ) για επίδομα Πάσχα έτους 2015 το ποσό των 1.006,35 ευρώ ήτοι, 1.420,80 / 2 Χ 0,4166 (συντελεστής επιδόματος αδείας)], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη 733,69 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 272,66 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη. Στο ότι οι επικαλούμενες από την εναγομένη ως ανωτέρω καταβολές, αφορούν τα επιδόματα εορτών, συνάγεται κυρίως από το χρόνο καταβολής αυτών, ήτοι το χρόνο όπου αναμένονται και εκ του νόμου οι σχετικές καταβολές.
Μετά από τα ανωτέρω, η εναγομένη εργοδότρια αποδείχθηκε ότι οφείλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των 33.328,44 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2014 το ποσό των 541,56 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2015 το ποσό των 456,06 ευρώ, για επίδομα Πάσχα έτους 2014 το ποσό των 173,74 ευρώ και για επίδομα Πάσχα έτους 2015 το ποσό των 272,66 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως εξής : για τις δεδουλευμένες αποδοχές από το τέλος εκάστου μηνός, εντος του οποίου παρασχέθηκε η εργασία του ενάγοντος, για τα επιδόματα Χριστουγέννων έτους 2014 και 2015 από 01-01-2015 και 01-01-2016 αντίστοιχα, και για τα επιδόματα Πάσχα έτους 2014 και 2015,από 01-05-2014 και 01-05-2015 αντίστοιχα.
Επομένως, η υπο κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 34.772,46 ευρώ (ήτοι, 33.328,44 ευρώ + 541,56 ευρώ + 456,06 ευρώ + 173,74 ευρώ + 272,66 ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις.
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περι των ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος, που αποτελούν τους σχετικούς (πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο) λόγους της ένδικης έφεσής του, απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου προς διερεύνηση λόγου έφεσης, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν στην εκκαλούσα λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 24-01-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2021) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3808/ 2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών). Και
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ