Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 498/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας. Σύγκριση των αποδοχών ως μία ενότητα, αφού, εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης, δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

      ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 498/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών και της αρχαιότερης Εφέτη), Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των  ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ –  ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ’’και τον διακριτικό τίτλο ‘’ Ο.Λ.Π.  Α.Ε ‘’, που εδρεύει στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημητρίου Λαγούρου (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) .

Των ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………… οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΟΙ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ –  ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου, την από 22-6-2006 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2006) αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ΄αρ. 5539/2007 οριστική απόφασή του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν οι ενάγοντες, ήδη καθ΄ών η κλήση- εκκαλούντες -εφεσίβλητοι με την κρινόμενη από 26-11-2007 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2007, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2007. Επίσης, την ίδια απόφαση πρόσβαλε και το εναγόμενο, ήδη καλούν – εφεσίβλητο -εκκαλούν Ν.Π.Ι.Δ.‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.‘’, με την κρινόμενη από 12-12-2007 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2007, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2008.

Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκαν η υπ΄αρ.37/2009 και 286/2010 μη οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, με τις οποίες αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτές. Ακολούθως,η συζήτηση των εφέσεων προσδιορίστηκε, δυνάμειτης από 27-12-2012 (με αρ. κατάθ……/2012)  κλήσης των εναγόντων – εκκαλούντων – εφεσίβλητων για τις 21-11-2013, οπότε αναβλήθηκε για τις 6-11-2014 και κατόπιν για τη δικάσιμο της 17ης-9-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών της 20ης-9-2015.

Με την από 16-3-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ/.Ε.Α.Κ.)………./16-3-2022, κλήση προς συζήτηση και πράξη ορισμού δικασίμου, του καλούντος- εφεσίβλητου – εκκαλούντος, επαναφέρονται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι ένδικες εφέσεις, για την, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.1.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος- εφεσίβλητου – εκκαλούντος – εναγόμενου, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας απόφασης από 16-3-2022 κλήση, νόμιμα φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 26-11-2007 (με αρ.κατάθ. δικογράφου …./2007) και Β) η από 12-12-2007 (με αρ.κατάθ. δικογράφου …../2008), μετά την έκδοση των υπ΄αρ. 37/2009 και 286/2010 μη οριστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου τούτου. Με τις ανωτέρω αποφάσεις αναβλήθηκε, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η έκδοση οριστικής απόφασης επί των ένδικων εφέσεων έως την αμετάκλητη περάτωση της δίκης που εκκρεμούσε ενώπιον της Πλήρους Πολιτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατόπιν αίτησης αναιρέσεως που άσκησε το νυν εκκαλούν- εναγόμενο κατά της υπ΄αρ. 622/2009 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που σχετιζόταν με νομικά ζητήματα που αφορούν και στην ένδικη υπόθεση και επί της οποίας (αίτησης αναιρέσεως) εκδόθηκε η υπ΄αρ.5/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (στην οποία θα γίνει ειδικότερη μνεία παρακάτω στη νομική σκέψη της απόφασης) και η ως άνω δίκη έχει ήδη περατωθεί.Οι παραπάνω εφέσεις, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 3,1, 535 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 272 παρ. 2 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο ο εκκαλών ή εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο στη συζήτηση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του. ΄Οταν την επίσπευση κάνει ο εκκαλών ή την κάνει ο εφεσίβλητος και ο εκκαλών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση. ΄Οπως συνάγεται δε από τη διάταξη αυτή (άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ), η απόρριψη της έφεσης, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ`ουσία και όχι τυπικά, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011, 1572, Εφ.Πειρ. 12/2016,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δυτ.Μακ. 28/2013, Αρμ. 2014, 106, Εφ.Πατρ. 679/2007ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά στις προαναφερθείσες συνεκδικαζόμενες εφέσεις, κατά της υπ΄αρ. 5539/2007 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως προκύπτει από την ως άνω από 16-3-2022 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …../16-3-2022) κλήση του καλούντος Ν.Π.Ι.Δ. (‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’) με πράξη ορισμού συζήτησης του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, τη συζήτηση των εφέσεων αυτών επισπεύδει το καλούν – εφεσίβλητο στην πρώτη έφεση και εκκαλούν στην δεύτερη έφεση. Περαιτέρω, από την υπ`αρ.  …../31-4-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………., την οποία επικαλείται και προσκομίζει το καλούν, αποδεικνύεται ότι  ακριβές αντίγραφο της παραπάνω κλήσης, με την οποία επαναφέρονται προς συζήτηση οι εν λόγω εφέσεις, με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρεξούσια δικηγόρο των καθ΄ών η κλήση – εκκαλούντων στην πρώτη έφεση και εφεσίβλητων στη δεύτερη έφεση – εναγόντων (σύμφωνα με το άρθρο 143 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση των εφέσεων, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Όσον αφορά δε στην από 26-11-2007 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή τους, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, κατά τα προαναφερθέντα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, καθώς επίσης να επιβληθεί σε βάρος τους, λόγω της ήττας τους, η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αυτή ορίζεται στο διατακτικό.Ακόμη, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερήμην συζήτησης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τα άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα, επίσης οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά, όμως, στην από 12-12-2007 (υπό στοιχείο Β΄) έφεση, στην οποία οι ως άνω ερήμην δικασθέντες διάδικοι, είναι εφεσίβλητοι, η συζήτησή της θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).

Η ως άνω κρινόμενη έφεση (υπό στοιχείο Β΄), κατά της υπ΄αρ. 5539/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ, με το Ν. 4335/23-7-2015,που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως οι ένδικες, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως έχει ήδη κριθεί με την προαναφερθείσα υπ΄αρ.37/2009 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω, από το παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Με την από 22-6-2006 (με αρ. κατάθ. δικογράφου …../2006) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες – ήδη εφεσίβλητοι στην παραπάνω (Β΄) έφεση, εκθέτουν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνταν (από 29-5-1989 ο πρώτος και από 27-3-1977 ο δεύτερος εξ αυτών,ως λιμενεργάτες στο εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ – ήδη εκκαλούν. Ότι, οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους, ρυθμίζονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’), ενώ οι ειδικότεροι όροι εργασίας τους ρυθμίζονταν με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε.), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων του εναγόμενου και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών Ο.Λ.Π. Ότι, αυτοί (ενάγοντες), ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην εμπορεύματα, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, πλην όμως η κύρια απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε. και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες), είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην, όμως, το εναγόμενο, ενώ υπολόγιζε, επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση, όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα, τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε., κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω δε, οι ενάγοντες παραθέτουν στην αγωγή τους το άρθρο 35 παρ. 1β του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό, τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε., αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, οι ενάγοντες, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν στις αποδοχές αδείας, διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας, του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκο αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, αξιώνουν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως 2005.Ακολούθως, κατά τα προαναφερθέντα, οι ενάγοντες ζητούν, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, επικουρικά δε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 37.776,32 ευρώ και στον δεύτερο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 31.554,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 35.163,06 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 31.554,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο, με την υπό κρίση ως άνω έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί  συνολικά η αγωγή των αντιδίκων του.

Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετοκαι σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2 παρ. 1, 2 του Ν.Δ. 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι, οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ., με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κ.λπ., ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κ.λπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κ.λπ. που υπάγονται στις διατάξεις του), έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση ‘’νομοθετικής’’ εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ., σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου, όμως, διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου, διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ΄εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 ‘’περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄αποδοχών’’, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με – την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. Ι του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην ‘’υπόχρεη’’ (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος ‘’υποκείμενη’’) επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966),στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λπ.). Επίσης κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζόμενων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα σ` αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 ‘’οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του Α.Ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…’’. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ` αρ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης ‘’περί προστασίας του ημερομισθίου’’, 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων ‘’περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων’’, προκύπτει ότι ως ‘’συνήθεις αποδοχές’’, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις ‘’τακτικές αποδοχές’’, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των ‘’τακτικών’’ ή ‘’συνήθων’’ αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κ.λπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από τη λήψη της προηγουμένης αδείας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, Εφ.Αθ.702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται  με τον Ο.Λ.Π. (και ήδη την εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε.) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε, ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε. : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης του, όπως δε διευκρινίζεται στη συνέχεια ως ‘’βασικό ημερομίσθιο’’ για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους έκτακτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως ‘’επικρατέστερη απασχόληση’’ νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η  επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τν μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους ‘’επί αποδόσει’’) ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους  απασχολουμένους  στις γερανογέφυρες) ή λόγω  άλλων  προβλεπόμενων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) To ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του Ο.Λ.Π., το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες Ε.Σ.Σ.Ε.) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κ.λπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η ‘’επί αποδόσει’’, αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο ‘’τρόπος διεξαγωγής της εργασίας’’, προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την ‘’επί αποδόσει’’ εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1. (iii) Κατ΄άρθρο 30 παρ. 1 το ‘’ασφαλιστικό ημερομίσθιο’’, που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το ‘’ασφαλιστικό’’ ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ΄αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις  κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ, με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.), μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία» (Ο.Λ.Π. Α.Ε), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή αυτή, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004), εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999, Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε. (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Ε.τ.Κ., άρθ. 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν, το προσωπικό της εν λόγω εταιρείας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5 παρ.1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (Ολ.ΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 415/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416-417/2017, ΑΠ1171-1172-1173/2014,ΑΠ1159-1160/2014 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες  (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, διότι αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως, την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Σύμφωνα, ωστόσο, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του  Κανονισμού  Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

Μη νόμιμη κρίνεται η αγωγή και ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, καθώς, ναι μεν ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), αλλά τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω εκτεθείσα έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών. Κι αυτό διότι περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές. Ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει, για την ‘’επί αποδόσει’’ και ‘’επί ημερομισθίω’’ αμοιβή, και έκτακτες αμοιβές, για δε το ‘’ασφαλιστικό ημερομίσθιο’’ προβλέπει, επίσης, και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισθείσας εργασίας, ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες, σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει “από την απόδοση” και την “επικρατέστερη απασχόληση”, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμοιβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το ‘’βασικό ημερομίσθιο’’, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ‘’επικρατέστερης απασχόλησης αυτών’’ κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους, υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415-416-417/2017ο.π, Εφ.Πειρ. 46/2021, Εφ. Πειρ. 174/2018, Εφ.Πειρ.738/2017, αδημ., Εφ.Πειρ.278, 279,280,283, 284, 286,312,355,356/2016,Εφ.Πειρ. 683/2015, Εφ.Πειρ.628/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, (διότι δεν θεμελιώνεται σε διαφορετικά περιστατικά από αυτά της κύριας βάσης)  αυτή, πέραν της νομικής αβασιμότητάς της, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται, έστω απλή, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (Ολ.ΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν ήτοι δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (ως προς την κύρια βάση της) και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, πρέπει συνεπώς, να γίνει δεκτή η από 12-12-2007 του εναγόμενου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.’’ ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά το λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη, στο σύνολό της. Τα δε δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερήμην συζήτησης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εφεσίβλητους  (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις:Α) από 26-11-2011 και με αρ. κατάθ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …../2007 και Β) από 12-12-2007 και με αρ. κατάθ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …../2008, εφέσεις, ερήμην των εκκαλούντων στην πρώτη έφεση και εφεσίβλητων στη δεύτερη.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους: α) των εκκαλούντων στην πρώτη έφεση και β) των εφεσίβλητων στην δεύτερη έφεση, για κάθε έναν από αυτούς.

Απορρίπτει την πρώτη ως άνω (με αρ. κατάθ…../2007) έφεση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες της έφεσης αυτής στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσία τη δεύτερη ως άνω (με αρ. κατάθ……/2008) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 5539/2007 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 22-6-2006  και με αρ. κατάθ……/2006 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις …….. και Δηµοσιεύθηκε στις 9 Αυγούστου 2022, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου του καλούντος – εφεσίβλητου – εκκαλούντος.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ  ΕΦΕΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ