Αριθμός 503/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Παναγιώτα Κλουκίνα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Σταματογιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.7.2015 (ΓΑΚΕΑΚ ………./2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3369/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 12.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 95/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 22ας.4.2021, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στη δικάσιμο της 11ης.11.2021 και σε αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 12.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../12.7.2019 – ………/8.10.2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό των Οικονομικών και ήδη από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄Πειραιά και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Νικαίας, κατά του πρωτοδίκως νικήσαντος ενάγοντος και της υπ΄αριθ. 3369/13.7.2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτικής Διαδικασίας) που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων επί της υπ΄αριθ. κατάθ. ………../2015 αγωγής του ενάγοντος και της υπ΄αριθ. κατάθ. ………../2016 πρόσθετης παρέμβασης του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης – μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, παρά το γεγονός ότι κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη σημερινή συζήτηση από τον επισπεύδοντα εφεσίβλητο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 ΚΠολΔ, (όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. ………/16.11.2021 έκθεση επίδοσης της κρινόμενης έφεσης μαζί με πιστοποιητικό περί αναβολών πινακίου για τη σημερινή τελική δικάσιμο, του δικαστικού επιμελητή με έδρα τον Πειραιά …………) υπέρ του εναγομένου – εκκαλούντος και κατά του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, ερήμην του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα (με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500,511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (13.7.2017), σε συνδυασμό με την από 12.7.2019 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκ μέρους του εκκαλούντος σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ. διατ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του δημοσίου, σε συνδυασμό με άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998).
Με την ως άνω αγωγή του, κατ΄εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι στις 7.8.2010, απεβίωσε αδιάθετος στον Πειραιά όπου κατοικούσε, ο θείος του – αδελφός του πατέρα του ………… Ότι ο θανών άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του ………… και το γιό του ……………… Ότι, δυνάμει των υπ΄αριθ. …. και ……/2.12.2010 πράξεων αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, οι εν λόγω κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομία του αποβιώσαντος, με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν στην κληρονομία αυτού ο πατέρας του ενάγοντος, ……….. και ο αδελφός του ενάγοντος ……. Ότι δυνάμει των υπ΄αριθ. …../7.12.2010 και …../7.12.2010 πράξεων αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, οι τελευταίοι αποποιήθηκαν και αυτοί την κληρονομία του αποβιώσαντος. Ότι κατά το χρόνο θανάτου του αποβιώσαντος θείου του ο ίδιος ήταν 14 ετών, δεδομένου ότι έχει γεννηθεί στις 12.5.1996. Ότι οι γονείς του, έχοντας άγνοια περί των συνεπειών της παρέλευσης απράκτου της προθεσμίας αποποίησης, ως και των νόμιμων συνεπειών της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος, δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια ώστε, λόγω της ανηλικότητάς του, να αποποιηθούν για λογαριασμό του, το ίδιο δε συνέβη και στον ίδιο μετά την ενηλικίωσή του που συνέβη στις 12.5.2014, αλλά και μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2015, οπότε ο ίδιος έμαθε τυχαία ότι έχει κληρονομήσει τον αποβιώσαντα ως άνω θείο του λόγω σιωπηρής αποδοχής της κληρονομίας αυτού συνεπεία μη αποποίησης. Ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι προηγούμενης τάξης με αποτέλεσμα να καλείται ως κληρονόμος στην τελευταία τάξη το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο. Με βάση τα ανωτέρω, με την υπό κρίση αγωγή που στρέφεται κατά του ελληνικού δημοσίου που θα είχε κληθεί ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος εάν ο ίδιος είχε αποποιηθεί νόμιμα την ανωτέρω κληρονομία δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι προηγούμενης τάξης, ο ενάγων ζητεί την ακύρωση της θεωρουμένης ως κατά πλάσμα επελθούσας αποδοχής λόγω παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, εξαιτίας ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο των νομίμων εκπροσώπων – γονέων του που αγνοούσαν τις νόμιμες συνέπειες της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, αλλά και στο πρόσωπό του μετά την ενηλικίωσή του στις 12.5.2014, που συνεχίσθηκε μέχρι τον Ιούνιο 2015.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την εκ μέρους του ενάγοντος πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος θείου του, λόγω της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, το εκκαλούν ελληνικό δημόσιο παραπονείται ότι εσφαλμένα δικάστηκε ερήμην (λόγω μη κατάθεσης προτάσεων) κατά την πρωτοβάθμια δίκη, διότι είχε καταθέσει προτάσεις και μάλιστα προ εικοσαημέρου (στις 2.11.2016), όπως προκύπτει από τη σχετική πράξη του Γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί του επικυρωμένου από 3.4.2018 αντιγράφου των προτάσεών του, για το λόγο δε αυτόν ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Ωστόσο, από το προσκομιζόμενο ως άνω αντίγραφο των προτάσεών του της πρωτοβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι αυτό αφορούσε την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και όχι την πρόσθετη παρέμβαση του νπδδ με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως προς την οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και για το λόγο αυτό δικάστηκε ερήμην ως προς την πρόσθετη παρέμβαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του διατακτικού της εκκαλουμένης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του δίκασε ερήμην το εκκαλούν λόγω μη προσήκουσας παράστασης αυτού εξαιτίας της μη κατάθεσης προτάσεων επί της πρόσθετης παρέμβασης του ως άνω προσθέτως παρεμβαίνοντος ΕΦΚΑ, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός (1ος) λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1824, 1868, 1869 και 1870 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν αποβιώσει κάποιος χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο της επαγωγής δεν υπάρχουν συγγενείς ή σύζυγος για να κληθούν στην κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σύμφωνα με τα άρθρα 1813 επ. ΑΚ, τότε καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του το Δημόσιο. Το δικαστήριο της κληρονομίας, μετά από αίτημα εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή του οικονομικού εφόρου, όταν η διαδικασία κινείται από τον Υπουργό των Οικονομικών, αφού διατάξει τη δημοσίευση πρόσκλησης για να αναγγελθούν εκείνοι που αξιώνουν κληρονομικό δικαίωμα και παρέλθει η ορισθείσα προθεσμία χωρίς να αναγγελθεί κάποιος κληρονόμος ή κριθεί ανυπόστατο το δικαίωμα εκείνου που αναγγέλθηκε, βεβαιώνει με σχετική απόφασή του, ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος εκτός από το Δημόσιο. Η βεβαίωση δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι το δημόσιο είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος. Πριν από τη δικαστική αυτή βεβαίωση δεν μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα από το δημόσιο ή κατά του δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου. Επομένως, δεν μπορεί μεταξύ άλλων να ζητηθεί η έκδοση κληρονομητηρίου ή να ασκηθεί η αγωγή περί κλήρου, δεν αποκλείονται όμως αναγνωριστικές αγωγές του δημοσίου ή κατά αυτού, για κληρονομικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, η δικαστική βεβαίωση της ιδιότητας του δημοσίου ως κληρονόμου (σχολάζουσας κληρονομίας) απαιτείται στις περιπτώσεις που ασκούνται κατ΄αυτού αξιώσεις κατά της κληρονομίας και όχι αναγνωριστική αγωγή ύπαρξης ή μη κληρονομικών δικαιωμάτων όπως εν προκειμένω. Με το πρώτο σκέλος του 2ου λόγου της κρινόμενης έφεσης, το εκκαλούν παραπονείται ότι ο ενάγων δεν εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή, ούτε ότι έχει βεβαιωθεί δικαστικά ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι, ούτε ότι δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα που να καλούνται ως κληρονόμοι στις τρίτη και τέταρτη τάξη κληρονόμων, οπότε δημιουργείται απαράδεκτο λόγω αοριστίας, συνεπεία της έλλειψης διακρίβωσης της παθητικής νομιμοποίησης του εκκαλούντος ελληνικού δημοσίου. Ωστόσο, αφ΄ενός μεν η δικαστική βεβαίωση της έλλειψης λοιπών κληρονόμων και της απόκτησης της ιδιότητας από το ελληνικό δημόσιο δεν είναι απαραίτητη στην προκειμένη περίπτωση όπου ζητείται η αναγνώριση έλλειψης κληρονομικού δικαιώματος, αφ΄ετέρου δε, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής ως προς το προεκτεθέν περιεχόμενό της, εκτίθεται σαφώς ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι στις προηγούμενες τάξεις, οπότε καλείται το εκκαλούν ελληνικό δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη εξαιτίας των ισχυριζομένων ανωτέρω ελλείψεων, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (2ος) λόγος έφεσης ως προς το πρώτο σκέλος αυτού πρέπει ν΄απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.
Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α΄ και 1850 εδ. β΄ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά δε το άρθρο 1857 παρ. 2 περ. 1, 3 και 4 του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1901 εδ. α΄ΑΚ, ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας. Τέλος κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 496/2013, ΕφΠειρ 325/2020, ΕφΛαρ 117/2019, ΕφΑθ 442/2017). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ, που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ, δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Η αγωγή δε προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση είναι δυνατό να στραφεί τόσο κατά του ωφελούμενου από την αποποίηση κληρονόμου όσο και κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 951/2013, ΑΠ 1087/2011, ΑΠ 1211/2010, ΑΠ 338/2004, ΕφΠειρ 325/2020, ΕφΛαρ 117/2019, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές κληρονομικού δικαίου, εκ. 1994, σελ. 172, παρ. 84, αρ. 2). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α΄ΑΚ (ΑΠ 173/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 442/2017).
Με το δεύτερο σκέλος του 2ου λόγου της κρινόμενης έφεσης, το εκκαλούν ελληνικό δημόσιο παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρεται στην αγωγή η ακριβής ημεροχρονολογία κατά την οποία έλαβε χώρα η πλασματική αποδοχή κληρονομίας της οποίας ζητεί την ακύρωση από τον ενάγοντα, ούτε τα ποσοστά κατά τα οποία επήχθη η κληρονομία σε αυτόν, ούτε εάν αυτά προέρχονται από την προσαύξηση και ποίων εκ των κληρονομικών μερίδων προηγουμένως κληθέντων και αποποιηθέντων κληρονόμων, καθώς και ότι δεν εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ουσιώδης πλάνη, τόσο των νομίμων αντιπροσώπων αυτού κατά την ανηλικότητά του, όσο και του ιδίου κατά την ενηλικίωσή του. Και κατά το σκέλος αυτό ο κρινόμενος (2ος) λόγος έφεσης είναι απορριπτέος. Ειδικότερα, στην αγωγή εκτίθενται με ακρίβεια οι ημερομηνίες του θανάτου του κληρονομούμενου, ήτοι 7.8.2010, και της γέννησης του ενάγοντα, ήτοι 12.5.1996, οι ημερομηνίες αποποίησης των λοιπών υπαρχόντων συγγενών του αποβιώσαντος (2.12.2010 η σύζυγος του αποβιώσαντος ……… και ο γιος της …….., 7.12.2010 ο αδελφός του αποβιώσαντος και πατέρας του ενάγοντος ……., καθώς και ο αδελφός του ενάγοντος και ανεψιός του αποβιώσαντος ………..) και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν άλλοι συγγενείς του αποβιώσαντος, αφού και οι γονείς του αποβιώσαντος είχαν προαποβιώσει (το έτος 1971 ο πατέρας του και παππούς του ενάγοντος και στις 22.4.2002 η μητέρα του αποβιώσαντος και γιαγιά του ενάγοντος). Ετσι, δεν τίθεται θέμα αοριστίας αυτής, διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1850 ΑΚ, η πλασματική αποδοχή λόγω της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης επέρχεται μετά από 4 μήνες από το θάνατο του κληρονομουμένου, ως προς δε τον, ανήλικο κατά το χρόνο του θανάτου, ενάγοντα, τ΄αποτελέσματα επέρχονται στο πρόσωπο των εκπροσωπούντων αυτόν γονέων του (ΑΚ 1526, 1625), ενώ μετά την ενηλικίωση του ανηλίκου και εφόσον η πλάνη του διατηρείται, η προθεσμία αρχίζει από τη σχετική γνώση του. Επίσης, εκτίθεται στην αγωγή ότι ο ενάγων κατέστη ο μοναδικός κληρονόμος του αποβιώσαντος, ήτοι εφ΄απάσης της κληρονομιαίας περιουσίας και όχι επί ποσοστού αυτής. Τέλος, εκτίθενται με σαφήνεια στην αγωγή τα περιστατικά της πλάνης, τόσο των γονέων του ενάγοντος κατά την ανηλικότητά του, όσο και του ίδιου του ενάγοντα κατά την ενηλικίωσή του, καθώς και το γεγονός ότι έλαβε γνώση των νομικών διατάξεων και των συνεπειών του συστήματος αποποίησης της κληρονομίας του θείου του, περί τις αρχές Ιουνίου 2015. Συνεπώς, ο κρινόμενος, 2ος λόγος της ένδικης έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπ΄όψιν τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ρητά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 7.8.2010 απεβίωσε στον Πειραιά, χωρίς ν΄αφήσει διαθήκη, ο ……………. κάτοικος όσο ζούσε Πειραιά, αφήνοντας πλησιέστερους σε αυτόν εν ζωή συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του ………… και το γιό του ………… Ο ανωτέρω αποβιώσας είχε δημιουργήσει χρέη προς το ασφαλιστικό Ταμείο ΟΑΕΕ και προς το εκκαλούν ελληνικό δημόσιο, ύψους περίπου 21.000 € και 16.000 €, αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι ανωτέρω σύζυγος και τέκνο του αποβιώσαντος, αποποιήθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως την κληρονομία του, συνταχθέντων σχετικά των υπ΄αριθ. … και …. από 2.12.2010 δηλώσεων αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ετσι, η κληρονομία του αποβιώσαντος επήχθη (ΑΚ 1814 και 1856) στο μοναδικό εν ζωή αμφιθαλή αδελφό αυτού – πατέρα του ενάγοντος, ……….., δοθέντος ότι ο αδελφός του αποβιώσαντος ………. μεταπεβίωσε άγαμος και άτεκνος το έτος 2004. Ο ………, πατέρας του ενάγοντος, αποποιήθηκε την κληρονομία του αποβιώσαντος, συνταχθείσης της υπ΄αριθ. ………/ 7.12.2010 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Σημειωτέον ότι οι γονείς του αποβιώσαντος, ………. και …………., είχαν προαποβιώσει του κληρονομουμένου, κατά τα έτη 1971 και 2002, αντίστοιχα. Ετσι, περαιτέρω, η κληρονομία του αποβιώσαντος περιήλθε στους ……., ενήλικο αδελφό του ενάγοντος (ημερομηνία γέννησης 26.11.1990) και στον ίδιο τον ενάγοντα που ήταν, κατά το χρόνο εκείνο ανήλικος, έχοντας γεννηθεί στις 31.5.2006. Ο ως άνω ενήλικος αδελφός του ενάγοντος, αποποιήθηκε επίσης την κληρονομία του θείου τους, συνταχθείσης της υπ΄αριθ. ………./7.12.2010 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Αλλοι συγγενείς του αποβιώσαντος δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχουν. Συνεπώς, η κληρονομία αυτού επήχθη στον, ανήλικο 14χρονο τότε, ενάγοντα, (ΑΚ 1814 και 1856), οι γονείς του οποίου, ως νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού λόγω της ανηλικότητάς του δεν προέβησαν σε δήλωση αποποίησης για λογαριασμό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1526 και 1625 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν άδειας από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, δυνάμει σχετικής απόφασης επί αίτησης αυτών (των γονέων του ενάγοντος) ασκηθείσας εντός της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ, αρχομένης από την ημερομηνία αποποίησης των προηγούμενων κληρονόμων του αποβιώσαντος (7.12.2010). Και τούτο διότι είχαν άγνοια των οικείων διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ύπαρξη της συγκεκριμένης προθεσμίας και τις έννομες συνέπειες από την άπρακτη παρέλευση αυτής, επιρρωνυομένων των ανωτέρω και από τη γενικότερη άγνοιά τους περί του νομικού συστήματος επαγωγής της κληρονομίας, χωρίς ιδιαίτερες νομικές γνώσεις καθότι είναι απόφοιτοι λυκείου και έχοντας την πεποίθηση που είχε δημιουργηθεί από τη σύζυγο του αποβιώσαντος και τις πληροφορίες του νομικού παραστάτη αυτής περί της έλλειψης αναγκαιότητας αποποίησης για λογαριασμό του ενάγοντος, ως εκ της ανηλικότητας αυτού. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι δεν είναι λογικό ότι ο πατέρας του ενάγοντος και ο αδελφός του να έχουν προβεί στη νομική ενέργεια της αποποίησης της κληρονομίας του αποβιώσαντος κατά τα ανωτέρω, παραλείποντας τη δήλωση αποποίησης για τον ενάγοντα που ήταν ανήλικος, εάν γνώριζαν ευθέως ή υποψιάζονταν έστω το νομικό σύστημα περί της επαγωγής και τις έννομες συνέπειες από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης ως προς τον ανήλικο ενάγοντα. Προέβησαν δε οι ανωτέρω, πατέρας και αδελφός του ενάγοντος σε αποποίηση καθόσον είχαν πληροφορηθεί την ύπαρξη των προαναφερθέντων χρεών του αποβιώσαντος από τη σύζυγο αυτού, η οποία, καίτοι τους ενημέρωσε σχετικά και τους προέτρεψε να αποποιηθούν όπως και εκείνη και το τέκνο της, τους μετέφερε την εσφαλμένη διαβεβαίωση που είχε δήθεν λάβει από το νομικό παραστάτη της, ότι ο ήδη ενάγων – τότε ανήλικος δεν απαιτείται να αποποιηθεί. Ετσι, από άγνοια των νομίμων αντιπροσώπων του ενάγοντος, οι οποίοι εμπιστεύονταν τη σύζυγο του αποβιώσαντος και δεν αποτάνθηκαν σε οποιοδήποτε πρόσωπο με νομικές γνώσεις για να διερευνήσουν ειδικά το θέμα αυτό, οπότε θεωρούσαν εσφαλμένα και από άγνοια ότι δεν χρειαζόταν να μεριμνήσουν για την αποποίηση εκ μέρους του ανηλίκου διότι η κληρονομία δεν θα επαγόταν σε αυτόν, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία για τον ανήλικο – ήδη ενάγοντα, μετά τις αποποιήσεις, στις 7.12.2010 του πατέρα και του αδελφού του και περαιτέρω να υπεισέλθει αυτός, ως μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομίας του αποβιώσαντος θείου του. Επίσης, ο ενάγων δεν γνώριζε την ύπαρξη χρεών του αποβιώσαντος θείου του, αλλά ούτε και τις συνέπειες της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης κατά την ενηλικίωσή του, στις 12.5.2014, δεδομένου ότι οι γονείς του παρέλειψαν να τον ενημερώσουν σχετικά και ο ίδιος αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη χρεών της κληρονομίας. Aκόμη δε και εάν υποτεθεί, ότι το θέμα της αποποίησης εκ μέρους του ενάγοντος αναφέρθηκε στους νομίμους αντιπροσώπους – γονείς του κατά τη διαδικασία της αποποίησης του πατέρα και του αδελφού του, πράγμα που δεν αποδείχθηκε, αυτοί, λόγω της άγνοιάς τους και της εσφαλμένης πεποίθησής τους, δεν το αξιολόγησαν ως αναγκαιότητα, αλλά, παρέμειναν στη λανθασμένη πεποίθησή τους, ενώ δεν ανέφεραν ποτέ το σχετικό θέμα στον ενάγοντα. Περί τις αρχές Ιουνίου 2015, οπότε είχε ήδη διαδράμει ένα έτος από την ενηλικίωση του ενάγοντα και είχε εκπέσει του ευεργετήματος της απογραφής (ΑΚ 1912), αυτός πληροφορήθηκε τυχαία την ανάγκη αποποίησης εκ μέρους του της κληρονομίας του αποβιώσαντος και την ιδιότητά του ως μοναδικού κληρονόμου αυτού λόγω παράλειψης αποποίησης, οπότε άμεσα απευθύνθηκε σε δικηγόρο και άσκησε την κρινόμενη αγωγή. Περί τούτων, κατέθεσε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ο εξετασθείς μάρτυρας – πατέρας του, ο οποίος έχει ίδια γνώση για την πλάνη στην οποία είχαν περιπέσει αυτός και η σύζυγός του ως νόμιμοι αντιπρόσωποι του ενάγοντα, τόσο κατά τη διάρκεια της ανηλικότητάς του, όσο και κατόπιν, μετά την ενηλικίωσή του ο ίδιος ο ενάγων. Εξάλλου, η, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, διάσταση μεταξύ της πραγματικής βούλησης του ενάγοντα και των γονέων του ως νομίμων αντιπροσώπων αυτού κατά την ανηλικότητά του και η, εν τέλει, εκ μέρους τους άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης τη κληρονομίας του ανωτέρω θανόντος, οφειλόμενη, στην εσφαλμένη γνώση και πεποίθησή τους και άγνοια των οικείων νομικών διατάξεων για την επαγωγή της κληρονομίας, ήταν ουσιώδης, αφού αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την επαγωγή ή μη της κληρονομίας με την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας, ώστε, εάν ο ενάγων, δια των νομίμων αντιπροσώπων – γονέων του και αυτός ο ίδιος, γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης, αλλά θα αποποιείτο την κληρονομία εμπρόθεσμα. Η πλάνη αυτή δεν σχετίζεται με τα χρέη της κληρονομίας, τα οποία επίσης, άλλωστε, δεν γνώριζε ο ενάγων, εξάλλου δε συνέχισε να υφίσταται μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2015, οπότε πληροφορήθηκε από το γιό του αποβιώσαντος την ανάγκη αποποίησης της εν λόγω κληρονομίας. Σημειωτέον δε, ότι δεν είναι λογικό, εάν ο ενάγων μετά την ενηλικίωσή του στις 12.5.2014, δεν εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ουσιώδη πλάνη, αλλά γνώριζε την αναγκαιότητα της εκ μέρους του αποποίησης, να μην είχε προβεί σε αποποίηση ή να μην είχε ενεργοποιήσει το ισχύον επί έτος γι΄αυτόν (ΑΚ 1912) ευεργέτημα της απογραφής, αλλά να αδρανήσει, οπότε έπρεπε να εισέλθει σε δικαστικό αγώνα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Θεμελιώνεται επομένως, η ακύρωση της πλασματικής, κατά τα ανωτέρω, αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος ………, θείου του ενάγοντος. Με βάση τ΄ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, τόσο κατά τη διάρκεια της ανηλικότητάς του, δια των νομίμων αντιπροσώπων – γονέων του, όσο και μετά την ενηλικίωσή του, τελούσε σε εξακολουθητική ουσιώδη πλάνη σχετικά με το σύστημα επαγωγής της κληρονομίας του ως άνω αποβιώσαντος θείου του κατά τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα και τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, καταλήγοντας σε ορθό αποτέλεσμα. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτήν της παρούσας απόφασης, πρέπει ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τ΄αντίθετα, ν΄απορριφθεί. Εφόσον δε, δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή ν΄απορριφθεί στο σύνολό της. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθόσον στον πρώτο βαθμό δεν υπήρχε σχετικό αίτημα του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, λόγω της ιδιότητας του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου (22 παρ. 1 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./12.7.2019 – ………/8.10.2019) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 3369/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτικής Διαδικασίας).
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου εις βάρος του εκκαλούντος την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Ιουλίου 2022 και δημοσιεύθηκε στις 11 Αυγούστου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ