Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 560/2022

Αριθμός     560/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  ………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φοίβου Βουδούρη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  9.11.2012 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2012) αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2111/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  21.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ………../2019) αρχικά η 10η.12.2020, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 Κ.ΠολλΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 2 ν.3994/2011, “εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αν ασκηθεί έφεση κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τότε (εφόσον η έφεση κατά τα λοιπά παραδεκτή) εξαφανίζεται η απόφαση αυτή χωρίς κανένα άλλο σφάλμα και γίνεται νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε τη δυνατότητα να προτείνει και στην πρωτόδικη συζήτηση, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 (ΑΠ 526/2016, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 394/2011 ΝοΒ 2011, 2171, ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009, 996, ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 29.927, ΑΠ 1140/2008 Δίκη 2009, 187, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2009, σελ. 105 επ, Εφ.Θεσσαλ. 714/2017, Εφ.Πειρ. 59/2016, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε κατά του εναγομένου-εφεσιβλήτου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8.11.2012 (αριθ.καταθ. ……/2012) αγωγή, στην οποία ιστορεί ότι έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της ,το αναφερόμενο αγροτεμάχιο μετά του επ’ αυτού ισόγειου κτίσματος, βεράντας και αποθήκης, που βρίσκεται στη θέση “….”, της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας …. Σαλαμίνας και ήδη Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, επιφανείας μ.τ 234,07, το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ………….. επιφανείας, κατά τη μέτρηση του κτηματολογίου 228 τ.μ. Ότι η κυριότητα περιήλθε σε αυτή (ενάγουσα), από την μητέρα της, …………., δυνάμει του υπ’ αρ. …./2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., νομίμως μεταγραφέντος και ότι αυτή (ενάγουσα) από την περιέλευση της νομής και κατοχής του επιδίκου αγροτεμαχίου, νέμεται τούτο συνεχώς και αδιατάρακτα και με καλή πίστη, ασκώντας τις εκτιθέμενες στο ένδικο δικόγραφο πράξεις νομής και κατοχής (επίβλεψη, εποπτεία, οριοθέτηση κλπ) και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτή (αγωγή) έχει καταστεί από το έτος 2000 αποκλειστική κυρία με παράγωγο τρόπο. Ότι με την υπ’ αριθ. 24414/4876/8.9.1997 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε (ΦΕΚ 836/Β/19.9.1997) κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση η κοινότητα Αιαντείου Ν.Αττικής, με την υπ’ αρ. 402/4/29.1.1007 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ΟΚΧΕ (ΦΕΚ 179/Β/12.2.2007) διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης, και με την υπ’ αρ. 403/4/31.1.2007 απόφαση του Δ.Σ του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ 179/Β/12.2.2007) διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματικό βιβλίο του Δημοτικού Διαμερίσματος Αιαντείου (πρώην Κοινότητα Αιαντείου) του Δήμου Σαλαμίνας Ν.Αττικής και ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή η 12.2.2007. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το άνω αγροτεμάχιο, εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα επικαλούμενη ότι η πρώτη αυτή εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά της επί του επιδίκου, ζητεί να αναγνωριστεί κυρία του αγροτεμαχίου αυτού και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί η ίδια ως κυρία του αγροτεμαχίου αυτού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της ενάγουσας, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθ. 2111/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατ’ άρθρο 272 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 Ν.3994/2011. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκκαλούσα-ενάγουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία υποβάλλεται ισχυρισμός επί της βασιμότητας κατ’ ουσίαν της αγωγής. Η έφεση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η πάροδος της διετούς προθεσμίας ασκήσεώς της, ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ,όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), ενώ για το παραδεκτό αυτής, έχει κατατεθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 (όπως το άρθρο 495 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), το νόμιμο παράβολο, όπως βεβαιώνεται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά στην πράξη κατάθεσης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, και τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας.

Ι)Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ.1 ή άρθρο 560 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα (Ολ ΑΠ 18/1998). Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 8 ή το άρθρο 560 αρ. 5 λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο  λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 301/2017).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 118, 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής ακινήτου, είναι εκτός άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, η οποία, εφόσον, αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο και δη με σύμβαση (άρθρο 1033 ΑΚ), θα πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου μεταβιβάστηκε σε αυτόν για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του μεταβιβασθέντος ακινήτου (ΑΠ 860/2018, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014), χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο πιο πάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον ενάγοντα και της κυριότητας του τελευταίου υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας (ΑΠ 1337, 2065/2009), συζήτησης τον τρόπο απόκτησης αυτής με αναγωγή ως την πρωτότυπη κτήση (ΑΠ 860/2018, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014). Η παραπάνω νομική αοριστία της αγωγής, η οποία επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή σε άλλα έγγραφα κλπ (ΑΠ 1597/2018, ΑΠ 301/2017), ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ή δικαστική ομολογία (ΑΠ 714/2015).

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 224 Κ.Πολ.Δ, με το εδ.α΄ καθιερώνει το απαράδεκτο της μεταβολής της βάσης (ιστορικής) της αγωγής, ενώ με το εδ.β΄ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς υπό τους αναφερόμενους όρους και προϋποθέσεις (να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής), μόνο με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δηλαδή, μπορεί μόνο με τον παραπάνω τρόπο να συμπληρώσει ατελείς ή ασαφείς ισχυρισμούς, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, όχι όμως και τη νομική αοριστία της αγωγής, που συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος, την οποία δεν μπορεί να αναπληρώσει (ΑΠ 1515/2018, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1004/2017),  όπως είναι και η μη επίκληση επί διεκδικητικής ή παράγωγης κτήσης, η συμπλήρωση της οποίας αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 910/2017).

Επίσης, η διάταξη του άρθρου 283 Κ.Πολ.Δ ρυθμίζει την άσκηση της παρεμπίπτουσας αγωγής, δηλαδή, αγωγής περιέχουσας μεταγενέστερη αίτηση του ενός ή του άλλου διαδίκου (ΑΠ 926/2012), διαφορετικής ή ευρύτερης από αυτήν της κύριας δίκης (ΑΠ 156/2014), και διακρίνεται σε αυτοτελή και μη αυτοτελή. Αυτοτελής θεωρείται η αίτηση που ερευνάται ανεξάρτητα από την κύρια δίκη, ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της κύριας αγωγής, ενώ μη αυτοτελής είναι εκείνη που τείνει απλά σε ενίσχυση ή συμπλήρωση της κυρίας (ΑΠ 156/2014), η δε αυτοτελής μπορεί να ασκηθεί ως τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 611/2005). Σε κάθε όμως περίπτωση, με οποιαδήποτε παρεμπίπτουσα αγωγή, δεν πρέπει να μεταβάλλεται η βάση της κύριας αγωγής (ΑΠ 1305/1983, ΑΠ 479/1978), δηλαδή, με την προβολή ισχυρισμών με αυτήν,  που καθιστούν ορισμένη την αρχικά αόριστη αγωγή. Έτσι, μπορεί κατ’ αρχήν, να ασκηθεί αυτοτελής παρεμπίπτουσα αγωγή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για συμπλήρωση ελλείψεων (επουσιωδών), όχι όμως όταν μεταβάλλεται με αυτή η βάση της αγωγής με την προσθήκη περιστατικών ουσιωδών που καθιστούν ορισμένη την αόριστη αγωγή, όπως επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, η προσθήκη στην παράγωγη κτήση κυριότητας του στοιχείου της κτήσης κυριότητας από αληθή κύριο.

Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα προαναφερόμενα στην πιο πάνω σκέψη αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής ακινήτου που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο και δη σε σύμβαση (1033 ΑΚ), εφόσον δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή, δεν μπορούν να συμπληρωθούν ή να αναπληρωθούν εκ των υστέρων με νέα παρεμπίπτουσα ή συμπληρωματική αγωγή, εάν δε το δικαστήριο αντίθετα δεχθεί ως παραδεκτή τη συμπλήρωση τέτοιας αόριστης αγωγής με νέο δικόγραφο, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ.8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ ή τον αρ. 5 του άρθρου 560 ίδιου κώδικα, της λήψης υπόψη παρά το νόμο πραγμάτων μη προταθέντων (ΑΠ 333/2021, ΑΠ 111/2020, ΑΠ 321/2020, ΑΠ 1084/2014Μ ΑΠ 460/2013, ΑΠ 1524/2012, Εφ.Πατρ. 31/2022, Εφ.Πατρ. 62/2022, Εφ.Πατρ. 143/2022, Εφ.Πατρ. 389/2021, Εφ.Αθ. 216/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1 περ.α΄ και β΄ Κ.Πολ.Δ και 1094 Α.Κ, κατά την οποία ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του διεκδικούμενου ακινήτου και η νομή ή κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Αν η διεκδικητική αγωγή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση της κυριότητας του επιδίκου, αρκεί για την πληρότητά της η αναφορά των περιστατικών που απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Ο καθορισμός του τρόπου με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα δεν είναι κατ’ αρχήν απαραίτητος. Αν, όμως, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αμφισβητήσει ειδικώς την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ο τελευταίος υποχρεούται, με τις προτάσεις της ίδιας συζήτησης ή με την προσθήκη των προτάσεών του, εφόσον δεν το έχει πράξει καθ υποφορά με την αγωγή του, συμπληρώνοντας παραδεκτά αυτήν (άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ), να καθορίσει, με σαφή έκθεση των γεγονότων, τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και αν είναι ανάγκη, σε περίπτωση δηλαδή διαδοχικών μεταβιβάσεων, να καθορίσει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας και των απώτερων δικαιοπάροχων του, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπο κτήσης της κυριότητας, δυναμένου να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη χρησικτησία. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν καθορίσει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από τον ή τους δικαιοπαρόχους του, η αγωγή καθίσταται αόριστη (ΑΠ 485/2010, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014 ΝΟΜΟΣ).

Με το προεκτιθέμενο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, α)ασκήθηκε εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν.2664/1998, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 37 Ν. 4361/2016, εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ετών από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ Β΄ 179/12.2.2007 της οικείας απόφασης περί έναρξης του κτηματολογίου αναφορικά με την κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος Αιαντείου Δήμου Σαλαμίνας Ν. Αττικής, β)καταχωρήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 περ.1β΄και 5, 13 παρ. 2 εδ.δ΄ Ν.2664/1998, 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ήτοι μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεσή της (9.11.2012), στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου (βλ.το υπ’ αριθ. …../27.11.2012 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας). Όμως σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η ενάγουσα δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, Α)Η περιγραφή του επιδίκου αγροτεμαχίου δεν είναι σαφής και ακριβής, αφού, α)δεν προσδιορίζονται ουδόλως τα όρια αυτού, ήτοι δεν εξειδικεύεται με ποιές ιδιοκτησίες συνορεύει και σε τι μήκος με την κάθε μια. Η αοριστία αυτή δεν καλύπτεται με την αναφορά του ΚΑΕΚ του επίδικου αγροτεμαχίου ούτε από την παραπομπή στο από Νοεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Τ.Ε ………, το οποίο άλλωστε δεν επισυνάπτεται  στο δικόγραφο αυτής, β)δεν προσδιορίζεται η αληθής, ακριβής, σαφής και συγκεκριμένη εδαφική έκταση του επιδίκου αγροτεμαχίου, καθόσον αναφέρεται αυτή (ενάγουσα), ως αποκλειστική κυρία αυτού έκτασης μ.τ 234,07 και ζητεί να αναγνωριστεί η κυριότητά της επί αυτού (επιδίκου αγροτεμαχίου) επιφανείας 228 τ.μ, όπως καταχωρήθηκε στην κτηματογράφηση. Συνεπεία της ανωτέρω ανακριβούς περιγραφής και προσδιορισμού του επίδικου αγροτεμαχίου δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα που καθιστά την αγωγή αόριστη ως προς όλες τις βάσεις της, διότι η ενάγουσα δεν καθορίζει με σαφήνεια το αμφισβητούμενο αγροτεμάχιο, έτσι ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του,  κατά παραδοχή ως βάσιμης και του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου, Β)Επικαλούμενη παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας επί του επίδικου αγροτεμαχίου, α)δεν αναφέρει στο ένδικο δικόγραφο ότι και η άμεση δικαιοπάροχος μητέρα της ήταν κυρία αυτού (επιδίκου αγροτεμαχίου) που μεταβίβασε. Παρόλο, που το εναγόμενο αμφισβήτησε με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την κυριότητα της ενάγουσας και των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της επί του επιδίκου και συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι αρνείται την επικαλούμενη κυριότητά της καθώς και των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της και όλων των επικαλούμενων από αυτή τίτλων ιδιοκτησίας για το επίδικο, η ενάγουσα δεν καθόρισε με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 224 εδ.β΄ Κ.Πολ.Δ, με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο με τον οποίο απέκτησαν την κυριότητα οι αναφερόμενοι, με διαδοχικές μεταβιβάσεις, δικαιοπάροχοί της (απώτεροι και απώτατοι) με αναγωγή έως την πρωτότυπη κτήση κυριότητας επί του επιδίκου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αρ. ΙΙ ανωτέρω νομική σκέψη. Τα ελλείποντα ως άνω στοιχεία δεν μπορούν να συμπληρωθούν με την αντικατάσταση των τίτλων που αναφέρονται στο ένδικο δικόγραφο, και στην προκειμένη περίπτωση, τον υπ’ αριθ. …../1940 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου (φερόμενου δικαιοπαρόχου …. ..) και του από 23.12.1939 προσωρινού τίτλου δοθέντος από το Υπουργείο Γεωργίας στον φερόμενο απώτατο δικαιοπάροχο …………, βάσει του Ν.857 και του Β.Δ της 5.4.1983 μεταγραφέντος νόμιμα και την προσθήκη στην παράγωγη κτήση κυριότητας του νέου στοιχείου της κυριότητας από τους αληθείς κύριους, δυνάμει των, α)υπ’ αριθ. …../1919 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……. νομίμως μεταγραφέντος (…………., ……..), β)του υπ’ αριθ. …../1914 παραχωρητηρίου Εθνικών Γαιών του Ελληνικού Δημοσίου προς τον ………. και γ)υπ’ αρ. ……./2.6.1914 πωλητήριο συμβόλαιο γαιών του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., νομίμως μεταγραφέντος, δυνάμει του οποίου μεταβιβάστηκε έκταση 40 στρεμμάτων από τον ……….. στον ………. (φερόμενο δικαιοπάροχο της ενάγουσας). Η ανωτέρω αναπλήρωση με νέα στοιχεία στην οποία προέβη η ενάγουσα με τις προτάσεις της, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία είναι απαράδεκτη και δεν λαμβάνεται υπόψιν (Κ.Πολ.Δ 223, 224) και συνεπώς η ένδικη αγωγή, κατά την επικαλούμενη βάση της παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας, είναι απορριπτέα, επιπρόσθετα, και λόγω της επιγενόμενης αοριστίας. Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω της προαναφερόμενης αοριστίας. Τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου-εφεσιβλήτου πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα-ενάγουσα λόγω της ήττας της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένου όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν.3693/1957, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την ενάγουσα-εκκαλούσα (άρθ. 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ) στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2111/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 8.11.2012 (αριθ.καταθ. ……/2012) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την ενάγουσα-εκκαλούσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ