Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 586/2022

Αριθμός     586/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:    Ανώνυμης Εταιρείας ……………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ασημίνα Παπαδοπούλου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Φίλιππο Καμπούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   27.9.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.4190/2017 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλε την πρόοδο της δίκης για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους και η υπ΄ αριθμ. 4111/2018 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  6.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ………./2019) αρχικά η 19η.11.2020   και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με  αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του  Εφετείου Πειραιώς ……../2019 έφεση  κατά της υπ΄αριθμόν  4111/5-9-2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  5-9-2018 και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  9-11-2018 δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης  (άρθρα  495,  511,  513,  516  παρ 1, 517 εδαφ  α,  518  παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής  κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ.με κωδικό  ………/2018  παράβολο).

Με την  αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση  η ενάγουσα εταιρία  ιστορούσε  ότι προς ικανοποίηση  απαιτήσεώς που διατηρούσε σε βάρος έτερης  εταιρίας επέβαλε αναγκαστική  κατάσχεση εις χείρας του εναγομένου νομικού προσώπου ως τρίτου, το οποίο προέβη σε καταφατική δήλωση κατ΄άρθρο 985 ΚΠολΔ   βεβαιώνοντας, επιπρόσθετα,  ότι θα δεσμεύσει  το αιτούμενο  ποσό εκ της αμοιβής που  θα δικαιούται η καθ΄ης  η  αναγκαστική εκτέλεση εταιρια  εφόσον αποπερατώσει το έργο που ανέθεσε σ΄αυτήν. Ωστόσο, παρά την πάροδο του χρόνου σε ουδεμία ενέργεια προέβη, ενώ αδιαφορούσε και για τις  οχλήσεις της ενάγουσας με συνέπεια να υποχρεωθεί η τελευταία  να  επιδώσει στο εναγόμενο επιταγή προς πληρωμή κατ΄αρθρο 989 ΚΠολΔ και ακολούθως, να επισπεύσει  αναγκαστική εκτέλεση  σε βάρος του επιβάλλοντας κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας της Ελλάδος ως τρίτης, η οποία προέβη σε καταφατική  δήλωση.  Κατά της δήλωσης αυτής  το εναγόμενο άσκησε ανακοπή  ισχυριζόμενο ότι το έργο που είχε αναλάβει η καθ΄ης είχε αποπερατωθεί σε χρόνο προγενέστερο της καταφατικής της  δήλωσης οπότε και κατεβλήθη η συμφωνηθείσα αμοιβή. Ζήτησε δε, λόγω της ανακριβούς δήλωσης του εναγόμενου και της μετέπειτα αντίθετης  με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών συμπεριφοράς αυτού   συνεπεία της οποίας βρέθηκε σε αδυναμία να εισπράξει την απαίτησή του ύψους 38.373,17 ευρώ,  να υποχρεωθεί (το εναγόμενο) να καταβάλει σ΄αυτήν  ως αποζημίωση το ποσό αυτό  κατά το οποίο και ζημιώθηκε  με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση  με την οποία  απορρίφθηκε η αγωγή ως νομικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι μεταξύ της ανειλικρινούς δήλωσης του εναγόμενου ΝΠΔΔ και της από μέρους του  μη παροχής της αιτούμενης πληροφόρησης  και της ζημίας της ενάγουσας  δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος αφού η καθ΄ης η εκτέλεση στερούνταν  κατά το χρόνο της εκτέλεσης περιουσιακών στοιχείων και επομένως η ενάγουσα δεν στερήθηκε της δυνατότητας να κατάσχει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ήδη, κατά της  απόφασης αυτής  βάλλει η ενάγουσα εταιρία παραπονούμενη για  εσφαλμένη  ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητεί  την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την  παραδοχή  της αγωγής  της.

Μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και, συγχρόνως, είδος κατασχέσεως αποτελεί και η διαδικασία αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία ρυθμίζεται νομοθετικά στα άρθρα 982-991 Α του Κ.Πολ.Δ. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου επιβάλλεται από το δανειστή, ο οποίος, ενώ έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη του, δεν στρέφεται εναντίον του, αλλά εναντίον τρίτου, κατά του οποίου ο οφειλέτης του κατασχόντος έχει χρηματική απαίτηση. Αντικείμενο της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου αποτελούν ενοχικές απαιτήσεις, των οποίων η παροχή συνίσταται σε χρήμα υπό στενή του όρου έννοια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 982 παρ.1α του Κ.Πολ.Δ., προκειμένου να καταστεί η χρηματική απαίτηση αντικείμενο κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, πρέπει να μην εξαρτάται από αντιπαροχή του καθού η εκτέλεση οφειλέτη προς τον τρίτο. Εάν η απαίτηση εξαρτάται από αντιπαροχή πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία της κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (ΑΠ 613/2022 ΝΟΜΟΣ).Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι ο τρίτος, εις χείρας του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει, μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών, αφότου επιδόθηκε σ’ αυτόν το κατασχετήριο έγγραφο, να δηλώσει, αρμοδίως, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση. Στην περίπτωση που ο τρίτος με την, κατά το άρθρο 985 § 1 του Κ.Πολ.Δ., δήλωσή του αποδεχθεί την ύπαρξη της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στο κατασχετήριο έγγραφο, η δήλωσή του αυτή είναι καταφατική, διαφορετικά, σε περίπτωση που αρνηθεί την ύπαρξή της, η δήλωση αυτή είναι αρνητική, ενώ, εάν εφησυχάσει και παρέλθει η υπό του ως άνω άρθρου προθεσμία, ο νόμος θεωρεί, κατά νομικό πλάσμα, την παράλειψη ως αρνητική δήλωση. Επίσης, η ως άνω δήλωση του τρίτου πρέπει να είναι ακριβής (ειλικρινής). Ανακριβής είναι η δήλωση του τρίτου, όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ως προς την κατασχεθείσα απαίτηση και γενικώς στις σχέσεις μεταξύ τούτου (τρίτου) και του καθ` ου η κατάσχεση. Γενικώς η ανακρίβεια μπορεί να συνίσταται είτε στην απόκρυψη της ύπαρξης της απαίτησης, είτε σε παράλειψη ή εσφαλμένη έκθεση ορισμένου περιστατικού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 985 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., σε περίπτωση παραλείψεως εκ μέρους του τρίτου, στα χέρια του οποίου έγινε κατάσχεση, να δηλώσει, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση ή, σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, ο τρίτος ευθύνεται σε αποζημίωση αυτού, που επέβαλε την κατάσχεση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι προϋποθέσεις της αποζημιώσεως συμπίπτουν επί παραλείψεως και επί υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, ευθύνεται δε και νομιμοποιείται παθητικώς στη σχετική αγωγή του κατασχόντος δανειστή για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, μόνον, ο υπόχρεος υποβολής της αντίστοιχης δήλωσης τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, ενώ, προϋποθέσεις της ανωτέρω ευθύνης του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παραλείψεως της δηλώσεως ή της ανακρίβειας της δηλώσεως, που υποβλήθηκε, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου αυτού γεγονότος και της ζημίας (Α.Π. 279/2020, Α.Π. 1456/1999, Α.Π. 15/1993, Α.Π. 454/1990). Ειδικότερα, η έκταση και το περιεχόμενο της αποζημίωσης, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια θα κριθούν κατά το ουσιαστικό δίκαιο, περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή κάθε ζημία, που είναι απότοκος της συμπεριφοράς του τρίτου και, συνεπώς, μπορεί ο κατασχών να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι η μη είσπραξη της οφειλής αυτής οφείλεται στη συμπεριφορά του τρίτου και να υποχρεωθεί ο τρίτος σε αποζημίωση, εάν απέκρυψε ή παρέλειψε ορισμένα περιστατικά και από την απόκρυψη αυτή ή παράλειψη αυτή ως αιτίου ζημιώθηκε ο κατασχών (ΑΠ 613/2022 ΝΟΜΟΣ).. Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμόν …../2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  υποχρεώθηκε η εταιρία περιορισμένης ευθύνης «…………»  να καταβάλει στην ήδη ενάγουσα  το ποσό των 45.480,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 30-6-2008 μέχρις εξοφλήσεως πλέον  δικαστικής δαπάνης ύψους 773 ευρώ. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό  της διαταγής αυτής με επιταγή προς πληρωμή  επέδωσε στην οφειλέτρια εταιρία η ενάγουσα εταιρια στις 21-11-2008 επιτάσσοντας αυτήν να  της καταβάλει για επιδικασθέν κεφάλαιο 45.480,30 ευρώ, για τόκους  υπερημερίας  2.087 ευρώ, για επιδικασθείσα δαπάνη 773 ευρώ, για έξοδα έκδοσης απογράφου, σύνταξη και επιδοση επιταγής 700 ευρώ και συνολικά το ποσό των 49.041 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της επιταγής πλην του κονδυλίου των τόκων, μέχρις  ολοσχερούς εξοφλήσεως. Έναντι του οφειλόμενου ποσού η οφειλέτρια εταιρία κατέβαλε  στις 22-12-2008  το ποσό των 12.000 ευρώ οφείλοντας το εναπομείναν υπόλοιπο ανερχόμενο σε  37.041,23 ευρώ.  Προς  είσπραξη του ποσού αυτού  η ενάγουσα προέβη στις 6-4-2009 σε κατάσχεση εις χείρας του ήδη εναγόμενου ΝΠΔΔ ως τρίτου καθώς η καθ΄ης η εκτέλεση διατηρούσε χρηματική απαίτηση έναντι του εναγόμενου ΝΠΔΔ επιδίδοντας σ΄αυτό το από 15-3-2009  κατασχετήριο (βλ.υπ΄αριθμον …./2009 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ……….). Στη συνέχεια, το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την υπ΄αριθμόν …./27-3-2009  δήλωση τρίτου κατ άρθρο 985 ΚΠολΔ βεβαίωσε ενώπιον του Γραμματέα  Ειρηνοδικείου Πειραιά ότι  είχε αναθέσει στην ανωτέρω οφειλέτρια την εκτέλεση του έργου «…………..» αντί αμοιβής 781.173,27 ευρώ η οποία καταβαλλόταν σταδιακά σ΄ αυτήν (εργολάβο εταιρία)  ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών  και αφού προηγουμένως εκδίδονταν  οι σχετικές πιστοποιήσεις από την Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, καθώς επίσης και ότι εκ του συνολικού ποσού είχε καταβληθεί  στην εργολάβο εταιρία  το ποσό των 506.354,08 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο, εκ του οποίου θα παρακρατούνταν το κατασχεθέν ποσό, θα καταβαλλόταν  εφόσον θα εκτελούνταν  εμπροθέσμως το συμφωνηθέν έργο και θα  εκδιδόταν  η  σχετική πιστοποίηση  από την Σύγκλητο του Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια, το εναγόμενο  σε ουδεμία ενέργεια υπέρ της ενάγουσας προέβη ούτε ενημέρωνε την τελευταία σχετικά με την πρόοδο των εργασιών παρά τις οχλήσεις αυτής. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα  στις 18-6-2010  κατέθεσε την με αριθμό πρωτοκόλλου …../ 2010 αίτησή της  στη γραμματεία του εναγόμενου ζητώντας να πληροφορηθεί αν είχε αποπερατωθεί το συμφωνηθέν έργο,  άλλως  το  στάδιο στο οποίο βρισκόταν. Λόγω του ότι το εναγόμενο δεν απάντησε στην αίτηση αυτή,  στις 21-12-2010 η ενάγουσα  επέδωσε σ΄αυτό  εξώδικη όχληση  ζητώντας να πληροφορηθεί σχετικά με τα όσα αιτήθηκε με την προηγηθείσα αίτησή της. Σε απάντηση της εξωδίκου αυτής το εναγόμενο απέστειλε στην ενάγουσα το με αριθμό πρωτ. …../23-12-2010 έγγραφο στο οποίο βεβαίωνε ότι από 27-3-2010 σε ουδεμία πληρωμή προς την οφειλέτρια εταιρία προέβη. Λόγω της γενικόλογης αυτής απάντησης η ενάγουσα απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ζητώντας  την χορήγηση εισαγγελικής παραγγελίας, την οποία και πέτυχε, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των λογαριασμών και των πιστοποιήσεων που είχαν συνταχθεί και εκδοθεί από τα αρμόδια όργανα του εναγόμενου σχετικά με την συγκεκριμένη εργολαβική σύμβαση  από της επιδόσεως του κατασχετηρίου και εντεύθεν, άλλως οποιουδήποτε έτερου εγγράφου σχετικού με την πορεία  της εργολαβικής σύμβασης. Το εναγόμενο αγνόησε την εισαγγελική παραγγελία και δεν παρέδωσε τα αιτούμενα έγγραφα στην ενάγουσα. Κατόπιν αυτών η ενάγουσα έλαβε απόγραφο κατ΄άρθρο 989 ΚΠολΔ  βάσει της καταφατικής δηλώσεως του εναγόμενου το οποίο και επέδωσε σ΄αυτό.  Το εναγόμενο σε ουδεμία ενέργεια προέβη. Ακολούθως,  η ενάγουσα  επέδωσε σ΄αυτό την από επιταγή προς πληρωμή επιτάσσοντας αυτό να του καταβάλει για κεφάλαιο 38.373,17 ευρω,  τόκους 7570 ευρώ,  σύνταξη και επιδοση επιταγής 150 ευρώ και συνολικά το ποσό των 46.093,17 ευρώ με το νόμιμο τόκο πλην του κονδυλίου των τόκων από της επιδόσεως της επιταγής μέχρις εξοφλήσεως. Το εναγόμενο σε ουδεμία ενέργεια και πάλι προχώρησε. Ενόψει της συμπεριφοράς αυτης η ενάγουσα προέβη σε κατάσχεση κατά του εναγόμενου  εις χείρας της Τράπεζας της Ελλάδος  ως τρίτης,  η οποία  προέβη στην υπ΄αριθμόν …./2009  καταφατική  δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά βεβαιώνοντας ότι το ποσό  του λογαριασμού του εναγόμενου  («ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ») επαρκεί για το ποσό της κατασχεθείσας απαίτησης και προέβη σε δέσμευση αυτού. Κατά της καταφατικής αυτής  δήλωσης το    εναγόμενο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  την με αριθμό καταθ. …./2012 ανακοπή  ισχυριζόμενο  ότι το έργο που είχε αναλάβει η εργολάβος εταιρία («……………»),  είχε ολοκληρωθεί στις 11-5-2008  και το τίμημα ανερχόμενο σε 684.250,90 ευρώ  είχε καταβληθεί  ολοσχερώς  την 23-12-2008, δηλαδή  τέσσερις μήνες προτού το εναγόμενο προβεί στην   υπ΄αριθμόν …./27-3-2009  καταφατική δήλωση  τρίτου. Επί της ανακοπής αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 4138/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε αφενός μεν η από 16-7-2012 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ΄αριθμόν …./27-3-2009 δήλωσης τρίτου  με την οποία επιτάχθηκε το εναγόμενο να καταβάλει  το συνολικό ποσό των 46.093,17 ευρώ πλέον τόκων, αφετέρου δε το από 1-10-2012 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου με το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας  της «Τράπεζας της Ελλάδος» ως τρίτης  για το  ποσό των 46.093,17 ευρώ εκ του κατατεθέντος ποσού στο λογαριασμό του εναγόμενου. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση η οποία απερρίφθη  με την υπ΄αριθμόν 1549/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Αμφότερες δε, οι αποφάσεις έκριναν ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης εις χείρας του εναγόμενου ως τρίτου, το τελευταίο δεν ώφειλε στην εργολάβο εταιρία «………»  αμοιβή εκ των εργασιών της καθώς το συμφωνηθέν ποσό είχε καταβληθεί σε προγενέστερο χρόνο καθώς επίσης και ότι από της επιδόσεως του κατασχετηρίου αυτού και εντεύθεν σε ουδεμία καταβολή προς  την εταιρία αυτή το εναγόμενο προέβη κρίνοντας την καταφατική δήλωση του εναγόμενου ως τρίτου ως ανακριβή. Ωστόσο, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι  με την υπ΄αριθμόν …/2009  δήλωση του εναγόμενου βεβαιώνεται ότι η οφειλέτρια εταιρία «……………» θα είχε  απαίτηση από το εναγόμενο ύψους (781.173,27 –  506.354,08 = ) 274.819,19 ευρώ  εφόσον η ίδια προηγουμένως  εκτελούσε τις συμφωνηθείσες εργασίες  και εφόσον εκδίδονταν  οι προβλεπόμενες πιστοποιήσεις από την Σύγκλητο του Πανεπιστημίου σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών αυτών. Βεβαιώνεται, δηλαδή ότι η χρηματική απαίτηση της οφειλέτριας εταιρίας  εξαρτιόταν από αντιπαροχή. Επομένως, η απαίτηση αυτή  δεν μπορούσε να κατασχεθεί  στα χέρια τρίτου, κατά  τη διαδικασία του  άρθρου 982 παρ.1α του Κ.Πολ.Δ., αλλά κατά την  διαδικασία της κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των άρθρων 1022 έως 1033 ΚΠολΔ σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Η διαδικασία, όμως, αυτή  στην οποία προβλέπεται ότι την κατάσχεση της απαιτήσεως που εξαρτάται από αντιπαροχή διατάσσει  το Ειρηνοδικείο ύστερα από αίτηση εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η κατάσχεση  και κατά την διαδικασία των άρθρων 741 επ ΚΠολΔ (άρθρο 1023 ΚΠολΔ), δεν ακολουθήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς η ενάγουσα μετά την καταφατική δήλωση του εναγόμενου δεν υπέβαλε αίτηση στο Ειρηνοδικείο ζητώντας την κατάσχεση της εξαρτώμενης από αντιπαροχή απαίτηση της οφελέτριας  εταιρίας και συνακόλουθα  δεν εξεδόθη απόφαση του Ειρηνοδικείου  περί κατάσχεσης αυτής. Ως εκ τούτου η  επιβληθεισα κατάσχεση εις χείρας του εναγομένου με το από 15-3-2009 κατασχετήριο ουδέν έννομο αποτέλεσμα επέφερε. Εξάλλου, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η διαδικασία  του  άρθρου 982 παρ.1α του ΚΠολΔ που ακολούθησε  η ενάγουσα ήταν η προβλεπόμενη από το νόμο και πάλι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι άκυρη καθόσον επιβλήθηκε προ της αποπερατώσεως του έργου δοθέντος ότι απαγορεύεται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ 1 του ν 4694/1930 (όπως τροποποιήθηκε και ερμηνεύτηκε με τον α.ν. 628/37,  το ν.δ. 914/41, το ν.δ. 1051/42 και τον α.ν. 113/67) του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το  άρθρο 52 παρ 11 του Εισ Ν. ΚΠολΔ, σε όλη τη διάρκεια της εκτελέσεως του έργου και ένα μήνα μετά την αποπεράτωσή του η κατάσχεση των οφειλομένων προς εργολάβους σε αντάλλαγμα της κατασκευής έργου, για την εκτέλεση του οποίου ο εργολάβος  χρησιμοποιεί εργασία τρίτων ή προμηθεύεται προς τούτο υλικά από τρίτους ή μηχανήματα κλπ, εκτός αν πρόκειται για απαιτήσεις  από παροχή εργασίας ή προμήθειας υλικών  για το έργο, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι  η ανωτέρω διάταξη  δεν κάνει διάκριση σε σχέση με την απαγόρευση της κατασχέσεως  των ανωτέρω οφειλομένων ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως, ούτε ως  προς το είδος  του οφειλόμενου στον εργολάβο ανταλλάγματος (αμοιβής) για την κατασκευή του έργου, ενώ ως ειδική η διάταξη αυτή  υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 1022 ΚΠολΔ στην οποία μεταξύ άλλων ορίζεται ότι κατάσχεση μπορεί να γίνει σε απαιτήσεις κατά τρίτων εξαρτώμενες από αντιπαροχή εφόσον κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου  επιτρέπεται η μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων (ΑΠ 41/2003 ΝΟΜΟΣ) η οποία κατά τα λοιπά τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Κατ΄ακολουθίαν, το εναγόμενο δεν υπείχε υποχρέωση πληροφόρησης της ενάγουσας σχετικά με αν είχαν εκτελεσθεί οι συμφωνηθείσες εργασίες  και σε αρνητική περίπτωση σχετικά με το  στάδιο στο οποίο  βρίσκονταν αφού η κατάσχεση της  εις χείρας της απαίτηση της οφειλέτριας εταιρίας ήταν άκυρη. Μόνη δε η δήλωση του εναγόμενου ότι μετά την εκτέλεση των εργασιών που είχαν συμφωνηθεί και την σχετική πιστοποίηση  των εργασιών αυτών από την Σύγκλητο του Πανεπιστημίου θα παρακρατούσε εκ της αμοιβής της εργολάβου εταιρίας  ίσο ποσο με την απαίτηση της ενάγουσας ποσό και θα το απέδιδε σ΄αυτήν δεν καθιστά έγκυρη την επιβληθείσα εις χείρας της  κατάσχεση, ούτε αντικαθιστά την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία κατάσχεσης απαίτησης εξαρτωμένης από αντιπαροχή. Κατόπιν αυτών, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου και ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται σε αποζημίωση της ενάγουσας απορριπτομένης της αγωγής ως αβάσιμης κατ΄ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η επιβληθείσα κατάσχεση εις χείρας  του εναγόμενου ήταν  έγκυρη και απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι μεταξύ της ανειλικρινούς δήλωσης του εναγόμενου ΝΠΔΔ και της από μέρους του  μη παροχής της αιτούμενης πληροφόρησης  και της ζημίας της ενάγουσας  δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος διότι  η καθ΄ης η εκτέλεση στερούνταν  κατά το χρόνο της εκτέλεσης περιουσιακών στοιχείων και επομένως η ενάγουσα  δεν στερήθηκε της δυνατότητας να κατάσχει άλλα περιουσιακά στοιχεία, υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λογο της εφέσεως, η οποία, κατ΄ακολουθιαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί και ν΄απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 191 παρ 2 και  179 ΚΠολΔ  όπως αντικατασταθηκε με το  άρθρο 8 του ν 4842/2021). Τέλος, πρέπει, ενόψει της παραδοχής της εφέσης, να επιστραφεί στην   εκκαλούσα    εταιρία  και  το  κατατεθέν παράβολο άσκησης εφεσης ( αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμόν  4111/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ  την  με  αριθμό καταθ. ………./2016 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών  δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στην εκκαλούσα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ