Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 353/2022

Αριθμός     353/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Στυλιανή Γραφιαδέλλη   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Επαμεινώνδα Κλειτσίκα.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  10.2.2021 (ΓΑΚ ………/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2090/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 3.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………/2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2090/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 592 παρ.3 ΚΠολΔ), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-12-2021, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).   

ΙΙ. Με την από 10-2-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 αγωγή, ο ενάγων εξέθετε, ότι ενηλικιώθηκε στις 3-2-2020 και ότι εξαιτίας των εκπαιδευτικών του αναγκών δεν δύναται να εργασθεί για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, επιπλέον, δε, στερείται περιουσίας και εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και συνεπώς δεν είναι σε θέση να αυτοδιατραφεί, ότι ο εναγόμενος πατέρας του δύναται, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, να συνεισφέρει στην κάλυψη των διατροφικών του αναγκών, και ότι με την με αριθμό 1623/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε την από 11-2-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../3020 αίτηση του για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης  στις 16-7-2020, υποχρεώθηκε ο τελευταίος να του καταβάλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα ως προσωρινή μηνιαία διατροφή: α) το ποσό των 1.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-2-2020 έως 30-6-2020 και β) το ποσό των 600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2020 έως 30-9-2020. Ζητούσε δε, για τον λόγο αυτό, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  να αναγνωρισθεί ότι  ο εναγόμενος έχει την υποχρέωση να του καταβάλει τακτική μηνιαία διατροφή, ποσού 1.329,50 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την ενηλικίωση του στις 3-2-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την 30-6-2020, και ποσού 609,50 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2020 έως και 30-9-2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, με την αιτιολογία ότι αυτή αφορά σε διατροφή για παρελθόντα χρόνο και ο ενάγων δεν επικαλείται υπερημερία του εναγόμενου για το επίδικο χρονικό διάστημα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται  ο ενάγων με την ένδικη έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό  να  γίνει δεκτή  η  αγωγή του.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ.2 του ΑΚ., προκύπτει ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ., όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Προϋπόθεση να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του (ΑΠ 1486/2018 Δημ. Νόμος). Η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων δια­τροφής του ανηλίκου προς το ενήλικο τέκνο συνίσταται στην υποχρέωση του ενηλίκου τέκνου ν’ αναλώσει και την περιουσία του πριν στραφεί κατά των γονέων του. Ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του δεν θεωρείται το ενήλικο τέκνο, το οποίο έχει ικανό­τητα για εργασία και δεν θέλει να εργασθεί ή το τέκνο, το οποίο δεν χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητές του για να κερδίσει περισσότερα (ΜΕφΑθ 695/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ διατροφή για παρελθόντα χρόνο δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία. Και αυτό, γιατί ανάγκες παρελθόντος χρόνου, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν, ήδη, ανάγκες, αφού παρήλθαν, ούτε νοείται, πλέον, ικανοποίηση αυτών. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 1498 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι` αυτό η συμφωνία για καταβολή διατροφής ακόμα και αν αφορά παρελθόντα χρόνο (χωρίς να υπάρχει υπερημερία) είναι έγκυρη. Η διάταξη αυτή, αφενός μεν καθιερώνει τον κανόνα, ότι διατροφή δεν οφείλεται για παρελθόντα χρόνο, αφετέρου δε εισάγει εξαίρεση, κατά την οποία διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο από την υπερημερία. Η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση του εκ μέρους του δικαιούχου δανειστού (άρθ. 340 ΑΚ). Η όχληση για την καταβολή της διατροφής πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν από αυτήν το είδος και η ακριβής ποσότητα της διατροφής. Απλή υπόμνηση προς τον υπόχρεο ότι οφείλει διατροφή και γενικά δήλωση του δικαιούχου σχετικά με την αξίωση του για διατροφή, δεν αποτελεί νόμιμη όχληση (βλ. ΑΠ 1765/2007 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, υπ` άρθ. 1498 σελ. 782-784). Δεν απαιτείται όχληση εάν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθ. 341 ΑΚ), καθώς και όταν η όχληση είναι αδύνατη ή άσκοπη ή περιττή λόγω π.χ. της σαφώς αρνητικής στάσεως του οφειλέτη. Ετσι, ο οφειλέτης και χωρίς όχληση του δανειστή γίνεται υπερήμερος, αν δήλωσε «σαφώς και κατηγορηματικώς» ότι δεν έχει σκοπό να εκπληρώσει την παροχή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, υπ` άρθ. 340, σελ. 235, παρ.4). Η όχληση, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το περιττό ή άσκοπο της οχλήσεως, αποτελούν στοιχεία της αγωγής, όταν ζητείται διατροφή για το παρελθόν (βλ. ΕΑ 6692/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η όχληση μπορεί να γίνει και με την επίδοση στον υπόχρεο αίτηση επιδίκασης προσωρινής διατροφής, εφόσον δε, πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, μπορεί να αφορά είτε αορίστως το σύνολο των μελλοντικών παροχών, είτε τις παροχές ορισμένου χρονικού διαστήματος (βλ. ΑΠ 342/2001 ΝοΒ 2002.341, ΜΕφΠειρ 201/ 2020, ΝΟΜΟΣ, Α.Γεωργιάδη – Μ.Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ Τομ ΙΙ στο άρθρο 340 σελ. 235-237). Τέλος, όχληση αποτελεί και η επίδοση αίτησης για επιδίκαση προσωρινής διατροφής, έστω και αν η απόφαση  για αυτή απέβαλε την ισχύ της, επειδή δεν ασκήθηκε η τακτική αγωγή για διατροφή μέσα σε ορισμένη προθεσμία (άρθρο 729 παρ.5 ΚΠολΔ)  (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τ. Β, σελ. 111). Ακόμη, σύμφωνα με τη δημόσιας τάξης διάταξη του αρθρ. 1507 ΑΚ, γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό. Εκδήλωση των ανωτέρω στοιχείων αποτελεί η επιθυμία του ενός να επικοινωνεί με τον άλλο, να προσφέρει στήριξη και συμπαράσταση σε καλές ή κακές στιγμές της ζωής του άλλου και να επιδεικνύει σεβασμό στην προσωπικότητα του, στα ίδια δε πλαίσια ο ένας δικαιούται και ο άλλος υποχρεούται να διατρέφει τον άλλον, όταν υπάρχει λόγος προς τούτο. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο αιτούμενος τη διατροφή ενεργεί σε αντίθεση με τις υπό τη διάταξη του αρθρ. 1507 ΑΚ προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, είναι δυνατόν να προβληθεί κατά της αγωγής διατροφής του ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), η προβολή της οποίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως ότι από την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος δημιουργείται κατάσταση συνεπαγόμενη αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη (ΟλΑΠ 569/ 1986 ΕλλΔνη 32. 796). Βεβαίως, για τη θεμελίωσή της απαιτείται η προβολή και απόδειξη ιδιαίτερων περιστατικών, τα οποία σε συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος διατροφής, κατά την άσκηση του από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγόμενου, λ.χ. περιστατικά, από τα οποία συνάγεται σαφής και κατηγορηματική δήλωση του αιτούμενου τη διατροφή τέκνου να μην υπάρχει πλέον μεταξύ του γεννήτορα και αυτού οποιοσδήποτε συναισθηματικός δεσμός ή σαφής προσβολή του προσώπου του εναγόμενου πατέρα ή άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτουν ενέργειες του τέκνου, που να δείχνουν περιφρόνηση προς τον εναγόμενο πατέρα του και έλλειψη αγάπης και σεβασμού προς αυτόν (ΕΑ 2564/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΘ1439/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση δηλαδή της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (ΑΚ 281) απαιτείται η προβολή και απόδειξη ιδιαίτερων περιστατικών, τα οποία σε συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος διατροφής, κατά την άσκηση του από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγόμενου. Τέτοια περιστατικά, που δικαιολογούν την κρίση περί καταχρηστικής άσκησης της διατροφικής αξίωσης, είναι π.χ. η εθελούσια αλλαγή επωνύμου του δικαιούχου, διότι με τον τρόπο αυτό προκύπτει σαφής και κατηγορηματική δήλωση του τελευταίου να μην υπάρχει πλέον μεταξύ του γεννήτορα και αυτού οποιοσδήποτε συναισθηματικός δεσμός, εκτός του ότι η ενέργεια αυτή του τέκνου δείχνει περιφρόνηση προς τον εναγόμενο πατέρα του και έλλειψη αγάπης και σεβασμού προς αυτόν (Βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1485, σελ. 704, ΕφΘεσ1439/2005, ΕφΠειρ 3/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση της αξίωσης διατροφής η άρνηση επικοινωνίας του ενήλικου τέκνου (το οποίο από την περίοδο της ανηλικότητάς του συγκατοικεί με την ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου του μητέρα του), με τον εναγόμενο πατέρα του, ή η προσφώνηση του τελευταίου με το κύριο όνομα του αντί ως «πατέρα», ο οποίος καθυστερεί την καταβολή της επιδικασθείσας διατροφής, διότι στις περιπτώσεις αυτές υποδηλώνεται μεν χαλάρωση του συναισθηματικού δεσμού που επιβάλλεται να υφίσταται μεταξύ γονέων και τέκνων, δεν προσβάλλεται, όμως, αυτός με ακραία περιστατικά αχαριστίας ή προσβολής του προσώπου του υπόχρεου, τα οποία να μπορούν να θεμελιώσουν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης της λόγω αξίωσης (ΜΕφΠειρ. 537/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της προκύπτει, ότι  σε αυτή αναφέρονται όλα τα αναγκαία για το ορισμένο της στοιχεία και συγκεκριμένα η σχέση γονέα τέκνου, που συνδέει τους διαδίκους, η αδυναμία του ενάγοντος (ενήλικου τέκνου) να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματά του, την περιουσία του ή εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, τη κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των εκπαιδευτικών του αναγκών, το χρονικό διάστημα που ζητεί την διατροφή , και το ποσό αυτής, που καθορίζεται ανάλογα προς τις ανάγκες του, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, ό.π), καθώς, τέλος, και το γεγονός της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, που οχλήθηκε νόμιμα  για την καταβολή των αιτούμενων ποσών δια της σε βάρος του  άσκησης της από 11-2-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../ 3020 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που συζητήθηκε στις 16-7-2020, επι της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1623/2020 απόφαση, που την έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον καθού η αίτηση (νυν εναγόμενο) να του καταβάλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα ως προσωρινή μηνιαία διατροφή: α) το ποσό των 1.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αίτησης στις 11-2-2020  έως 30-6-2020 και β) το ποσό των 600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2020 έως 30-9-2020. Και τούτο, έστω και αν αυτή απέβαλε την ισχύ της, επειδή δεν ασκήθηκε η τακτική αγωγή για διατροφή μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή αόριστη και την απέρριψε έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο (μοναδικός) σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, γενομένης δεκτής και της έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμης πρέπει  να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο. Με βάση το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498 ΑΚ, καθώς και  340, 345 εδ.α’, 346 ΚΠολΔ  και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προσκομίστηκε το από 5-4-2021 πρακτικό Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης (άρθρο 7 παρ.4 ν. 4640/2019). V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν  στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου  Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας  συνεδρίασης αυτού,  καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 αρ.3 και § 2, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ)  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ),  χωρίς να ληφθούν υπόψη οι από 13-4-2020 και 10-7-2020 βεβαιώσεις του  λογιστή,  ……….., καθώς συνιστούν βεβαιώσεις τρίτου προσώπου, που έχουν συνταχθεί για την παρούσα δίκη, και ως εκ τούτου συνιστούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσον (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 898/2017, ΑΠ  1427/2017, ΜονΕφΠειρ 481/2016, 454/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν  τα   ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι τέκνο του εναγόμενου και της ……, που γεννήθηκε στις 3-2-2002 κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με την με αριθμό 477/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αυτός κατά το σχολικό έτος 2019-2020 (δηλαδή και μετά την ενηλικίωση του στις 3-2-2020) φοιτούσε στη Γ’ Λυκείου. Λόγω της έλλειψης προσωπικής περιουσίας και ατομικών εισοδημάτων καθώς και της αδυναμίας του να αυτοσυντηρηθεί μετερχόμενος κατάλληλη εργασία, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσης του, είχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα έναντι των γονέων του αξίωση διατροφής σε χρήμα, κατά μήνα προκαταβαλλομένης, προς κάλυψη των δαπανών διαβιώσεως του, όπως αυτές παρακάτω αναλύονται. Ειδικότερα, αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων του αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εναγόμενος είναι  επιχειρηματίας, που διατηρεί τέσσερα (4) πρατήρια υγρών καυσίμων :α) στο ……χλμ  ……, που αποτελεί και την έδρα της επιχείρησης του, β) επί της οδού ……. στα …….. Αττικής, γ) στο … χλμ ……… και δ) στην Ε.Ο ………, τα οποία λειτουργούν ως ελεύθερα πρατήρια. Τα εν λόγω πρατήρια ο εναγόμενος μισθώνει αντί του ποσού των 400 ευρώ, 410 ευρώ, 450 ευρώ και 500 ευρώ μηνιαίως αντίστοιχα (βλ. σχετικές αποδείξεις καταβολής μέσω τραπέζης). Σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα για τα φορολογικά έτη 2017, 2018 και 2019 τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης αυτού ανέρχονταν στα ποσά των 3.254.575,58 ευρώ, 3.866.466,71 ευρώ και 3.783.370,53 ευρώ και τα καθαρά  εισοδήματα του στα ποσά των 5.787,88 ευρώ, 25.450,83 ευρώ και  22.484,50 ευρώ αντίστοιχα. Ωστόσο τα ως άνω οικονομικά στοιχεία, δεν αποτελούν αμάχητο τεκμήριο έναντι πάντων περί του ύψους του εισοδήματος του εναγομένου, διότι δεν προκύπτει ότι οι φορολογικές δηλώσεις, βάσει των οποίων εκδόθηκαν έχουν ελεγχθεί για την ειλικρίνειά του (ΑΠ 953/2015 ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 1617/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται δε, σχετικά, ότι οι οφειλές του εναγομένου προς τρίτους το μήνα Μάρτιο του έτους 2020 ανέρχονταν στα ποσά των 126.348,49 ευρώ προς την εταιρία «……..» και 38.852,12 ευρώ προς την εταιρία «………» και ήταν σαφώς μικρότερες από τις αντίστοιχες κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2018 [(ποσού 193.465,22 ευρώ προς την εταιρία «………», 56.758,88 ευρώ προς την εταιρία  «………..», και 17.705,82 ευρώ προς την εταιρία  «……» (βλ. την με αριθμό 25/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου)], παρά την εμφανιζόμενη μείωση των δηλωθέντων στην εφορία εισοδημάτων του κατά το φορολογικό έτος 2019. Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανταποδείξεως, Διευθύνων Σύμβουλος στην εταιρία «…………» εξεταζόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε, ότι ετησίως κάθε πρατήριο αποφέρει κατά τις εκτιμήσεις του στον εναγόμενο εισόδημα, ποσού 10.000-15.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά  την κρίση  του Δικαστηρίου, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα ετήσια καθαρά εισοδήματα του εναγόμενου απο την επιχειρηματική του δραστηριότητα για το επίδικο χρονικό διάστημα δεν υπολείπονται της τάξεως του ποσού των  36.000 ευρώ (3.000 ευρώ το μήνα),  δηλαδή ετησίως του ποσού των 9.000 ευρώ καθαρά για κάθε πρατήριο (750 ευρώ το μήνα), λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι τα τρία πρατήρια  βρίσκονται σε επίκαιρα σημεία (ΕΟ ……., επαρχιακή οδός ……, πλησίον του λιμένα της ….. και ΕΟ …….. ), και η λειτουργία τους με μικρότερο  ποσό καθαρού κέρδους  δεν θα ήταν συμφέρουσα για τον εναγόμενο. Τα ίδια εξάλλου δέχθηκε και η με αριθμό 25/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που έκρινε τελεσίδικα επι της με αριθμό κατάθεσης ………/2018 αγωγής του ενάγοντος κατά του εναγομένου και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτού να του καταβάλει μηνιαία διατροφή για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ενηλικίωση του, ποσού 500 ευρώ. Ακόμη αποδείχθηκε ότι, ο εναγόμενος έχει στην  κυριότητα του ένα αγροτεμάχιο στην …., έκτασης 711 τ.μ., ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής Ford τύπου Focus 1596 κ.εκ., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2007, το με αριθμό κυκλοφορίας  ……….. φορτηγό μη ανατρεπόμενο εργοστασίου κατασκευής Citroen τύπου Berlingo, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004, το με αριθμό κυκλοφορίας …… φορτηγό μη ανατρεπόμενο, εργοστασίου κατασκευής Ford τύπου Werke και έτους πρώτης κυκλοφορίας 2007 και το με αριθμό κυκλοφορίας ……. βυτιοφόρο υγρών καυσίμων φορτηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής «MAN VOLKSWAGEN», έτους πρώτης κυκλοφορίας 2006, του οποίου οι πινακίδες έχουν κατατεθεί από 12-10-2017. Πέραν των ανωτέρω ο εναγόμενος δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει και έτερα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία. Αυτός διαμένει σε  οικία στους ……..,  που μισθώνει έναντι 400 ευρώ μηνιαίως, και βαρύνεται επιπλέον με τις κοινόχρηστες δαπάνες της και τα έξοδα κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης  και τηλεφώνου, ενώ με την με αριθμό 2032/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του να καταβάλει στην, ομοίως, ενήλικη θυγατέρα του …., που φοιτά στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,  μηνιαία διατροφή, ποσού 481 ευρώ (δίχως ωστόσο να προκύπτει ότι η ως άνω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη). Ακόμη, αυτός  έχει λάβει πίστωση ποσού 40.000 ευρώ από την ……, που, όμως, δεν προαφαιρείται από το εισόδημά του αλλά συνεκτιμάται στις οικονομικές του δυνάμεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου στην εταιρία «……….». Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας της, μηνός Ιανουαρίου έτους 2020, αυτή λαμβάνει  μεικτές αποδοχές, ποσού 2.470 ευρώ, από τις οποίες παρακρατείται συνολικά το ποσό των 1.350 ευρώ  για εισφορές  και  δόση ληφθέντος δανείου. Επιπλέον, αυτή έως την 16-9-2020 κατοικούσε σε ιδιόκτητη οικία βαρυνόμενη μόνον με τις κοινόχρηστες και λειτουργικές της δαπάνες, ενώ μετά τις 16-9-2020 φιλοξενείται στην οικία της μητέρας της,  έχει δε στην συγκυριότητα της ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 234,92 τ.μ. στη ….…, το οποίο δεν της αποφέρει κάποιο εισόδημα. Τέλος,  βαρύνεται με την αποπληρωμή ενός στεγαστικού δανείου, που έλαβε από την Τράπεζα ….…, για το οποίο  καταβάλει το ποσό των 320 ευρώ μηνιαίως, που, όμως, δεν προαφαιρείται από το εισόδημά της,   αλλά συνεκτιμάται στις οικονομικές της δυνάμεις (βλ. ΑΠ 1663/2014 ΝΟΜΟΣ), ενώ επίσης συνεισφέρει μηνιαίως κατά το ποσό των 200 ευρώ στην  διατροφή της ήδη ενήλικης θυγατέρας της ….., που φοιτά από το έτος 2017 στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων.  Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το σχολικό έτος 2019-2020 φοιτούσε στη Γ’ Λυκείου των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων «………….», αντί ετησίων διδάκτρων, ποσού 6.370 ευρώ {ωστόσο  με την αγωγή του αιτείται το ποσό των 6.200 ευρώ ή 517 ευρώ μηνιαίως (6.200/12)}. Στο σχολείο δε αυτό φοιτούσε από την τάξη της Β’ Γυμνασίου, με την συναίνεση του εναγόμενου, πατέρα του, παρά τα όσα περί του αντίθετου ο ίδιος όλως αορίστως και αβασίμως ισχυρίζεται. Επιπλέον, αυτός παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα προετοιμασίας για τη συμμετοχή του στις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο έως 15-6-2020 (οπότε ξεκίνησαν οι Πανελλήνιες εξετάσεις), και όχι έως 30-6-2020 , όπως αβάσιμα αναφέρει στην αγωγή, και δη δύο ώρες την εβδομάδα Φυσική, Χημεία, Έκθεση και Μαθηματικά, αντί διδάκτρων 20 ευρώ/ώρα, ήτοι συνολικά 160 ευρώ την εβδομάδα, και 640 ευρώ το μήνα. Ήδη δε, μετά την επιτυχία του στις εξετάσεις φοιτά από το ακαδημαϊκό έτος  2020 -2021 στη Σχολή Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Τμήμα Μαθηματικών.  Αυτός κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της αιτούμενης διατροφής διέμενε με την μητέρα του, σε ιδιόκτητη οικία της, και συνεπώς δεν βαρύνοταν με δαπάνες στέγασης, παρά μόνον με τις αναλογούσες σε αυτόν λειτουργικές της οικίας δαπάνες, ενώ τέλος οι λοιπές ανάγκες του για ένδυση, διατροφή, ψυχαγωγία και την εν γένει συντήρηση του δεν διαφέρουν από τις συνήθεις των ατόμων της ηλικίας του. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι  μηνιαίες δαπάνες διατροφής του ενάγοντα, όπως αυτές προσδιορίζονται κατά το μέτρο του άρθρου 1493 ΑΚ, ανέρχονται στο ποσό των  1.350 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-2-2020 έως 15-6-2020 και των 700 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16-6-2020 έως 30-9-2020, που είναι ανάλογο με τις πραγματικές απαραίτητες ανάγκες αυτού και τις οικονομικές δυνατότητες και τις συνθήκες ζωής των γονέων του. Συνακόλουθα δε, αυτός δικαιούται διατροφής σε χρήμα, προκαταβαλλόμενη κάθε μήνα, από τους υπόχρεους γονείς του, οι οποίοι ενέχονται, έκαστος, ανάλογα με τις προαναφερθείσες οικονομικές τους δυνάμεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1486 παρ. 2 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ.  Με τα δεδομένα αυτά  η συνεισφορά του εναγόμενου στη μηνιαία διατροφή του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό  των  850 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την ενηλικίωση του έως 15-6-2020 και των 450 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16-6-2020 έως 30-9-2020, το οποίο είναι σε θέση να καταβάλλει, ενώ το υπόλοιπο ποσό που είναι αναγκαίο για τη διατροφή του βαρύνει τη μητέρα του, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής του. Εξάλλου, όπως προέκυψε, ο ενάγων άσκησε σε βάρος του εναγόμενου πατέρα του την από 11-2-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../3020 αίτηση για προσωρινή επιδίκαση διατροφής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που επέδωσε σε αυτόν αυθημερόν (βλ. την υπ’αριθμ. …./ 11-2- 2020 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ……..), επι της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1623/ 2020 απόφαση, που την έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον καθού η αίτηση (νυν εναγόμενο) να του καταβάλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα ως προσωρινή μηνιαία διατροφή: α) το ποσό των 1.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-2-2020 έως 30-6-2020 και β) το ποσό των 600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2020 έως 30-9-2020. Κατά συνέπεια, δεδομένου  ότι η επίδοση της αίτησης για προσωρινή επιδίκαση διατροφής συνιστά νόμιμη όχληση του υπόχρεου καθ’ού, ο εναγόμενος κατέστη  υπερήμερος ως προς την καταβολή της ένδικης διατροφής  για το (παρελθοντικό) χρονικό διάστημα από 11-2-2020 (και όχι από 3-2-2020, όπως αιτείται με την αγωγή του)  έως 30-9-2020 και την οφείλει κατ΄άρθρο 1498 ΑΚ. Τέλος, αναφορικά με τον  ισχυρισμό του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, που επαναφέρει νόμιμα με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τον αντιμετωπίζει περιφρονητικά ενεργώντας σε αντίθεση με τις υπό τη διάταξη του άρθρου 1507 ΑΚ προβλεπόμενες υποχρεώσεις του. Ειδικότερα, ο μάρτυρας του εναγομένου ουδέν συγκεκριμένο εξ ιδίας αντιλήψεως γεγονός κατέθεσε σχετικά, ενώ η χαλάρωση των μεταξύ των διαδίκων συναισθηματικών δεσμών και η έλλειψη επικοινωνίας αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη πολυετή σφοδρή δικαστική αντιδικία μεταξύ του εναγόμενου και της μητέρας του ενάγοντος, με την οποία ο τελευταίος και η αδερφή του διέμεναν από την διάσπαση της έγγαμης σχέσης των γονέων τους (που προσφάτως, στις 16-9-2020, κατέληξε και στον εκπλειστηριασμό της κύριας κατοικίας τους, για ικανοποίηση απαίτησης του πατέρα τους σε βάρος της μητέρας τους),  την ένταση εκ της οποίας  αυτοί βίωναν καθημερινώς. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στον ενάγοντα, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα τα προαναφερόμενα ποσά για τα ανωτέρω χρονικά  διαστήματα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή του, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν μερικώς, κατά το λόγο της νίκης του (άρθρο 178, 183 ΚΠολΔ) σε βάρος  του εναγομένου, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση σε αυτόν του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό 2090/ 2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα, του με αριθμό …………/ 2021 παραβόλου,  ποσού, εκατό  (100) ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2090/ 2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 10-2-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./ 2021 αγωγή .

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς  την αγωγή .

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο  εναγόμενος οφείλει  να καταβάλει στον ενάγοντα κατά το πρώτο τριήμερο  κάθε μήνα διατροφή ποσού 850 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 11-2-2020 έως 15-6-2020, και ποσού  450 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16-6-2020 έως 30-9-2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εφεσίβλητου-εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – εναγόμενου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα  (450)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   17 Ιουνίου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ