Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 379 /2022

Αριθμός    379/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα-Εμμανουηλία Κεχαγιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……., χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:  ………..ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Χρυσάνθης Γιαμαρέλλου.

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:     Ανώνυμης εταιρείας ……….. ενεργούσας ως μη  δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των  απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία ………… η  οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ιωάννας Ασπρούδα.

Ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς  την από 9.6.2022  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022) αίτησή του με την οποία ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ΄ αριθμ. …../24.11.2021 κατασχετήριας έκθεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, εις εκτέλεσιν της υπ΄ αριθμόν …../2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί των αναφερομένων περιουσιακών του στοιχείων, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ασκηθείσας από 14.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) εφέσεώς του, κατά της υπ΄ αριθμ.  1684/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εξεδόθη μετά από την από 16.12.2021 ανακοπή του κατά της ως άνω εκθέσεως κατ΄ άρθρον 933 ΚΠολΔ. Δικάσιμος της ως άνω αιτήσεως ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος, αφού έλαβε   τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στην από  9.6.2022 αίτηση και  ζήτησε να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν λόγους. Η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε τον λόγο  από την Πρόεδρο, ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για  τους λόγους που  αναφέρει στο έγγραφο σημείωμά της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ. β του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, και πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 59 του ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α΄190/13.10.2021) και την προσθήκη του, υπό τον αριθμό 938, με το άρθρο 60 του ίδιου νόμου, το οποίο εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη της ισχύος του (άρθρο 116 παρ.5 περ.γ΄αυτού), δηλαδή από τη δημοσίευσή του (άρθρο 120 αυτού) και άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω αφού η επιταγή προς εκτέλεση έλαβε χώρα στις 7.6.2021, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς, ότι αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 937 του ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας, που επισπεύδεται σε βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο, κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου και όχι η αναστολή της εκτελέσεως της απορριπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού αυτή ως αναγνωριστική (και όχι καταψηφιστική) δεν έχει προσωρινή εκτελεστότητα, ώστε να είναι νοητή η εφαρμογή του άρθρου 912 του ΚΠοΔ και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι παρόμοιο αίτημα θα ήταν στην περίπτωση της αιτήσεως του άρθρου 937 απρόσφορο και αλυσιτελές, με δεδομένο ότι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προϋποθέτει την αναστολή των συνεπειών της εκκαλούμενης απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή του εκκαλούντος, η οποία απλώς διαπίστωσε την ανυπαρξία του προβληθέντος ελαττώματος της εκτέλεσης, που συνεχίζεται νομίμως, ακριβώς επειδή στηρίζεται στο κύρος της πράξεως της οποίας ζητήθηκε ανεπιτυχώς η ακύρωση και όχι στη δικαστική απόφαση που απέρριψε την ανακοπή του καθ’ ου η εκτέλεση [ΕφΠειρ (Μον) 425/2021 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].Στην κρινόμενη περίπτωση, ο αιτών, κατά του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ής ανώνυμη εταιρεία, εκθέτει στην αίτησή του ότι με την υπ’αριθμ. 1684/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η από 16.12.2021 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2021) ανακοπή του κατά της με αριθμό …./24.11.2021 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., με βάση την οποία επίκειται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός των ειδικότερα περιγραφόμενων ακινήτων της ιδιοκτησίας του στις 6.7.2022 και, επικαλούμενος ότι κατά της απόφασης αυτής έχει ασκήσει έφεση, ζητεί, για τους αναφερόμενους στην αίτησή του λόγους, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, η αναστολή της εκτέλεσης της άνω κατασχετήριας έκθεσης, καθώς η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, συνιστάμενη στην απώλεια της μοναδικής κατοικίας του. Η αίτηση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση (άρθρο 937 § 1 περ. β εδαφ. γ του ΚΠολΔ, ως ισχύει, κατά τα προεκτεθέντα) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε,  και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 14.6.2022, δηλαδή πλέον των πέντε (5) εργάσιμων ημερών πριν την ημέρα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Παραδεκτώς δε στρέφεται κατά της καθ’ής, η οποία νομιμοποιείται παθητικά, ως μη δικαιούχος διάδικος, κατ’άρθρο 2 παρ.4 του ν.4354/2015, εφόσον της ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης της δανειοδότριας Τράπεζας και ήδη επισπεύδει σε βάρος του αιτούντος αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την προαναφερθείσα έκθεση κατασχέσεως ακινήτων. Ειδικότερα, η ένδικη απαίτηση συμπεριλαμβάνεται στις απαιτήσεις που η δανειοδότρια Τράπεζα μεταβίβασε, δυνάμει της με αριθμ. πρωτ. …../18-6-2019 περίληψης της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ. 8 τουν.3156/2003,  στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο Δουβλίνο, και έχει εγγραφεί στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …. και με αριθμό …., και αυτή με τη σειρά της, ανέθεσε με την υπ’αριθμ. πρωτ. …../18.6.2019 περίληψη της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003 που ενεγράφη ομοίως στο παραπάνω βιβλίο και στον τόμο …. με αριθμό …., τη διαχείριση, μεταξύ άλλων, και της επίδικης απαίτησης, στην καθ’ής εταιρεία όπως μετονομάστηκε από «………..» με τον διακριτικό τίτλο «………….». Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2 του ΚΠολΔ], δηλαδή εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 24.5.2022, εφόσον δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί κατά την άσκησή της το νόμιμο παράβολο (υπ’αριθμ. ………..  e-παράβολο και από 14.6.2022 αποδεικτικό εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς), πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ής στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ.2 του ν. 4194/2013, τα δικαστικά έξοδα της αναστολής εκτελέσεως επιβάλλονται υποχρεωτικά σε βάρος του αιτούντος την αναστολή. Από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’αριθμ. …../2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως εκτελεστό τίτλο, ο αιτών υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ής το ποσό των 59.162,75 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», απορρέουσα από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, την οποία η τελευταία κατήγγειλε με την από 15.2.2017, απευθυνόμενη προς αυτόν, εξώδικη καταγγελία της, και η καθ’ής, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος, νομιμοποιούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, να ασκεί κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνει σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη της υπό τη διαχείρισή της απαιτήσεως, επέσπευσε σε βάρος του αιτούντος αναγκαστική εκτέλεση και με την με αριθμό …../24.11.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………….. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του και, συγκεκριμένα, επί των κατωτέρω περιγραφόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών του, ήτοι : 1) Του με στοιχεία Γάμα ένα (Γ-1) διαμερίσματος του γ΄ πάνω από το ισόγειο-πυλωτή, ορόφου, επιφάνειας 59,27 τμ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 248/1000 εξ αδιαιρέτου, 2) Της με στοιχεία Άλφα Πι τρία (ΑΠ-3) αποθήκης του υπογείου, επιφάνειας 9,70 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 1/1000 εξ αδιαιρέτου και 3) Του με στοιχεία Σίγμα δύο (Σ-2) κλειστού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου-πυλωτής, επιφάνειας 17,92 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 4/1000 εξ αδιαιρέτου. Οι ανωτέρω ιδιοκτησίες βρίσκονται σε οικοδομή, που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, εκτάσεως 112,50 τμ, κείμενου στον Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, στη θέση «….», και επί της οδού ………., εκτίθενται δε σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό στις 6.7.2022 ενώπιον της πιστοποιημένης Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………. Ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.12.2021 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2021) ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της παραπάνω έκθεσης κατάσχεσης ακινήτων, ισχυριζόμενος ότι ο εκτελεστός τίτλος, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή η παραπάνω διαταγή πληρωμής-την οποία έχει προσβάλλει και αυτοτελώς με ανακοπή εκ του άρθρου 632 του ΚΠολΔ-είναι άκυρος. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής του, για τη θεμελίωση του περί ακυρότητας της ως άνω διαταγής πληρωμής ισχυρισμού του, ο αιτών επικαλέστηκε ότι : 1/  Ο όρος 6 της επίδικης δανειακής συμβάσεως, με τον οποίο το επιτόκιο της συμβάσεως είναι μεταβλητό και έχει ως επιτόκιο αναφοράς το βασικό επιτόκιο που αποτελεί το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και καθορίζεται, ως εξής :α) για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου μέχρι το τέλος εκταμίευσης του μήνα αυτού και για τον επόμενο μήνα, το επιτόκιο θα ισούται με το άνω βασικό επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2 % ποσοστιαίες μονάδες, β) μετά τη λήξη της προηγούμενης περιόδου, και για κάθε εφεξής μήνα, το επιτόκιο θα αναπροσαρμόζεται και θα ισούται με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο θα ισχύει την τελευταία ημέρα του κάθε προηγούμενου μήνα, προσαυξανόμενο κατά 2 % ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον όρο 2 του παραρτήματος της σύμβασης, όπως αυτό παραπάνω ορίστηκε, το βασικό δε αυτό επιτόκιο θα καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κάθε μεταβολή του θα ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της γνωστοποίησης μήνα και αν μέχρι την ημέρα αυτή υπάρξουν περισσότερες μεταβολές, θα ισχύει η τελευταία γνωστοποιηθείσα, σύμφωνα με τον όρο 3 του παραρτήματος της σύμβασης, 2/ Ο όρος 9 της αρχικής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση καταγγελίας η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησής της σε νόμιμη οφειλή ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης, που ισχύει κατά την ημεροχρονολογία της καταγγελίας και με επιτόκιο, το οποίο θα ισούται με το εκάστοτε βασικό στεγαστικό επιτόκιο της Τράπεζας, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, όπως προβλέπει το άρθρο 15, και ότι κάθε καταβολή θα λογίζεται κατά σειρά, στα δικαστικά έξοδα που έγιναν και στα λοιπά έξοδα με τους τόκους τους, στην εισφορά του ν.128/1975, στους τόκους υπερημερίας, στους λοιπούς τόκους και τέλος στο κεφάλαιο, 3/ Ο όρος 12 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο ο οφειλέτης θα παραχωρήσει υπέρ της Τράπεζας, προς ασφάλεια των απαιτήσεών της που προέρχονται από κεφάλαιο, τόκους συμβατικούς, υπερημερίας, εισφοράς του ν.128/1975 και ανατοκισμού, προσημείωση υποθήκης, ποσού 124.150 ευρώ, επί διαμερίσματός του επί της οδού ……….., θέσης στάθμευσης και αποθήκης, στη θέση «…..» στον Πειραιά, 4/ Ο όρος 13 της σύμβασης, με τον οποίο απαγορεύεται στον οφειλέτη να υποθηκεύσει μερικά ή ολικά το ακίνητο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του δανείου και ότι παραιτείται από τυχόν ένσταση ή ανακοπή, 5/ Ο όρος 18 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο ο οφειλέτης δηλώνει ότι παραιτείται κάθε προσβολής ή διάρρηξης της σύμβασης, 6/ Ο όρος 24 της σύμβασης με τον οποίο η ακυρότητα ή ακυρωσία ενός όρου δεν θα επιδρά στο κύρος της συμβάσεως και 7/ Ο όρος 1 παρ.Α της από 23.3.2011 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της ανωτέρω συμβάσεως, σύμφωνα με τον οποίο ο οφειλέτης οφείλει στην Τράπεζα 877,89 ως ληξιπρόθεσμη οφειλή και 52.533,19 ευρώ ως ενήμερη οφειλή, ποσά τα οποία αυτός αναγνωρίζει και αποδέχεται ως νόμιμα και ακριβή, αναλογίζονται τόκοι υπερημερίας και ότι οι όροι της πρόσθετης αυτής πράξης υπερισχύουν των σχετικών όρων της σύμβασης, είναι άκυροι ως αόριστοι, καθώς το επιτόκιο δεν δύναται να συναχθεί παρά μόνον από ειδικό εμπειρογνώμονα, όπως επισημαίνει και ο λογιστής …………….στην από 28.6.2018 λογιστική έκθεσή του, ώστε να διαπιστωθεί με ακρίβεια το ποσό των τόκων και λοιπών χρεώσεων, αφετέρου δε οι λοιποί όροι, ως καταχρηστικοί, διότι προσκρούουν στις διατάξεις του ν.2251/1994 «περί προστασίας του καταναλωτή», λόγω της υπέρμετρης δέσμευσης του ιδίου, αντιβαίνουσας στα συναλλακτικά και χρηστά ήθη.  Ισχυρίστηκε επίσης, ότι ο γενικός όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να καθορίζει τον εκάστοτε συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του, ως οφειλέτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων είναι καταχρηστικός ως αντιβαίνων στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. 1α΄του ν.2251/1994, εφόσον δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά, εκ των προτέρων, και εύλογα για τον καταναλωτή-οφειλέτη και ότι το εξωτραπεζικό επιτόκιο, καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σύμβασης δεν δύναται να συναχθεί, λόγω της αοριστίας του, και είναι ανέφικτη η τελική διαμόρφωση της οφειλής, λόγω των πολυάριθμων μαθηματικών πράξεων που απαιτείται να διενεργηθούν για τον σκοπό αυτό, καθώς και ότι επιβαρύνθηκε με χρηματικά ποσά, τα οποία είναι προϊόν μη νόμιμης υπέρβασης του επιτοκίου εκ μέρους της δανειοδότριας Τράπεζας, με κριτήρια αόριστα. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η με αριθμό 1684/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία οι παραπάνω λόγοι της ανακοπής απορρίφθηκαν ως αόριστοι, με επάλληλη σκέψη και για την μη νομιμότητα του δεύτερου λόγου, και εν τέλει, μετ’απόρριψη και του τρίτου λόγου της, η ανακοπή απορρίφθηκε στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής, ο ηττηθείς ανακόπτων και ήδη αιτών, άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης από 9.6.2022 (με αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …../2022) έφεσή του, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς την απόρριψη των δύο πρώτων λόγων της ανακοπής, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου η ανακοπή του να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή. Ειδικότερα, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους αντίστοιχους λόγους της ανακοπής του, ως αόριστους, ενώ αυτοί ήταν επαρκώς ορισμένοι.

Σύμφωνα με τα άρθρα 2 § § 6 και 8 του ν. 2251/1994,  181, 200 και 371 του ΑΚ: “6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7…8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί” (άρθρο 2 § § 6 και 8 του ν. 2251/1994), “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ). Από τις ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 105/2019 ΕΕμπΔ 2019.635). Περαιτέρω, σε συνέχεια όσων ήδη εκτέθηκαν περί του ορισμένου του λόγου της ανακοπής, επί διαταγής πληρωμής-ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ανακοπής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που πλήττει την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο-την έκδοση της οποίας πέτυχε μία Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ –ή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, κατά τα άνω-προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της, και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος. Για τον σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία, το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό (ΑΠ 1060/2019 ό.π).  Θα πρέπει δηλαδή για το ορισμένο του σχετικού λόγου, να αναφέρονται στην ανακοπή, αφενός μεν οι συνέπειες της ύπαρξης του εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης, αφετέρου ότι έγινε χρήση του όρου αυτού [ΕφΠειρ (Μον) 638/2015, ΔΕΕ 2016.516].

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο ανακόπτων και ήδη αιτών επικαλέστηκε την ακυρότητα των προαναφερθέντων όρων χωρίς όμως, να διευκρινίζει αν και σε ποια έκταση η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από τους παραπάνω, φερόμενους ως καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής, αρκούμενος στη δήλωση, αναφορικά με το κονδύλιο των τόκων, ότι λόγω της διακύμανσης του (κυμαινόμενου) βασικού επιτοκίου, ο υπολογισμός της σχετικής επιβάρυνσής του απαιτεί διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Μάλιστα, δεν διακρίνει εάν πρόκειται για όρους που διαταράσσουν σημαντικά την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ιδίου, ως καταναλωτή ή αν πρόκειται για «per se» καταχρηστικούς όρους, που θεωρούνται ως τέτοιοι, κατ’αμάχητο τεκμήριο. Ούτε εξάλλου, επικαλέστηκε, ως όφειλε για να επεκταθεί η τυχόν ακυρότητα του μέρους, λόγω της ακυρότητας και καταχρηστικότητας των προαναφερθέντων όρων, σε ολόκληρη τη σύμβαση, ότι η υποθετική βούληση των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης δανειακής σύμβασης, θα ήταν να μην ισχύει η όλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους (ΕφΛαμ 5/2022, ΕφΑθ 2407/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με δεδομένο ότι κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 181 του ΑΚ, επί ακυρότητας επιμέρους όρου σύμβασης, προκρίνεται η λύση της μερικής ακυρότητας (ΕφΑθ 2407/2021 ό.π). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που δύναται να συμπληρωθεί, ορθώς, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο της ανακοπής ως αόριστο και, ως εκ τούτου, πιθανολογείται ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, θα απορριφθεί ως αβάσιμος.Εξάλλου, όσα ήδη αναφέρθηκαν, αφορούν και το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που αφορά την καταχρηστικότητα του όρου περί μονομερούς καθορισμού του επιτοκίου από την δανειοδότρια στην περίπτωση τμηματικών καταβολών, με κριτήρια που δεν εξειδικεύονται εκ των προτέρων και δεν είναι εύλογα,  κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ.7 περ.ια του ν.2251/1994, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το νόμιμο συμβατικό εξωτραπεζικό επιτόκιο και είχε ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη δέσμευσή του, χωρίς ωστόσο ο ίδιος, λόγω της αοριστίας του σχετικού όρου της σύμβασης, να δύναται να προσδιορίσει το ακριβές ποσό, με το οποίο παρανόμως επιβαρύνθηκε, για το οποίο απαιτείται η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Η αοριστία και του δεύτερου αυτού λόγου εφέσεως, συνίσταται στο ότι ο ανακόπτων δεν εξέθετε το πώς ο καταχρηστικός αυτός όρος επέδρασε στη διαμόρφωση της οφειλής του, προσδιορίζοντας το ακριβές ποσό της παράνομης επιβάρυνσής του, δηλαδή το ποσοστό επιτοκίου με το οποίο η δανειοδότρια Τράπεζα χρέωνε τον λογαριασμό του, ποιο είναι το ορθό επιτόκιο που έπρεπε να εφαρμοστεί και ποια είναι τα ποσά τόκων που παρανόμως του καταλογίστηκαν και συμπεριλαμβάνονται στο επιδικασθέν με τη διαταγή πληρωμής ποσό, ενώ η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του χρεωστικού σε βάρος του ποσού, που επιδικάστηκε με αυτήν δεν αρκεί, διότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Άλλωστε, κατά την 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ. α` /26-27-12-2006″, η οποία, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες της, αφού έλαβε υπόψη, ……δ) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ) την ΠΔ/ΤΕ 2501 /2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 Ν.Δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15παρ. 5 Ν. 876/1979. αντιστοίχως), η) το γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών 865/ 23.6.2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί αναλόγου αιτήματος της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: Να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/ 1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (iν), (νί), παρ. 3, Κεφ. Γ παρ.1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για τον λόγο αυτό (ΑΠ 994/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 652/2010 Νοβ 2011.72). Τα τραπεζικά δηλαδή επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται, κατά τα άνω, από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης πίστωσης από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες, και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά τον χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθρα 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν.2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 994/2018 ό.π). Έτσι, στην κρινόμενη περίπτωση συννόμως η δανειοδότρια Τράπεζα καθόρισε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, το συμβατικό επιτόκιο ως κυμαινόμενο, με επιτόκιο αναφοράς το εκάστοτε ισχύον κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και το επιτόκιο υπερημερίας στο εκάστοτε βασικό στεγαστικό επιτόκιό της, προσαυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, και δεν είναι νόμιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι το καθορισθέν αυτό επιτόκιο, συμβατικό και υπερημερίας, υπερβαίνει το εξωτραπεζικό. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό λόγο ως αόριστο και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και, επομένως, πιθανολογείται ότι και ο δεύτερος συναφής λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών αποδίδει σφάλμα στην εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη  ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος από την επισπευδόμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιουνίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα Γ.Λ. (για τη δημοσίευση).

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ