Αριθμός 384/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1 -1 – 2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας και της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Θεοδώρα Κουκλιάκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Α.ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1.Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ….. 2. Αστικής επαγγελματικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών ……….., οι οποίες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….. ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……..
Β. ΚΑΘΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας και της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Θεοδώρα Κουκλιάκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Γ. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Εταιρείας με την επωνυμία ………… υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Σταυρούλα Παπαδήμα.
Γ. ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………..
Γ. ΚΑΘΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας και της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Θεοδώρα Κουκλιάκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Γ. ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ : Αστική επαγγελματική εταιρεία δικαστικών επιμελητών ………..
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) Ο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΦΚΑ» την από 5.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2018) ανακοπή και β) το Ελληνικό Δημόσιο την από 23.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) ανακοπή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 197/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το Ελληνικό Δημόσιο (ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούν) με την από 23.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2020) αρχικά η 4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2021 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» (ήδη υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) κατέθεσε την από 19.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2021 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Επίσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εταιρεία με την επωνυμία «……….» (ήδη υπό στοιχ Γ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) κατέθεσε την από 3.8.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εταιρείας με την επωνυμία «………….», αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974 και 979 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όταν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών για τη διανομή του γίνεται μεν με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι’ αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που συντάχθηκε και την στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους λοιπούς δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Έτσι μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76 του Κ.Πολ.Δ, αλλά απλή ομοδικία (άρθρο 74 του ιδίου κώδικα) και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίων όλων των δανειστών. Για τον ίδιο λόγο το ένδικο μέσο που ασκείται από τον ανακόπτοντα κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, δεν απαιτείται να απευθύνεται εναντίον όλων των δανειστών, που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι – καθ’ ων η ανακοπή, ούτε απαιτείται το ένδικο μέσο που ασκεί ένας από τους τελευταίους κατά της δεχομένης την ανακοπή αποφάσεως να το απευθύνει κατά όλων των άλλων ομοδίκων του δανειστών. Τα ίδια ισχύουν και για την κλήση προς συζήτηση ασκηθέντος ένδικου μέσου. Όταν όμως υπάρχει ανάγκη αντιπαραβολής και δανειστών, τότε υφίσταται μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων και των περισσότερων καθ’ ων η ανακοπή δανειστών, τότε υφίσταται μεταξύ των περισσότερων ανακοπτόντων και των περισσότερων καθ’ ων η ανακοπή αναγκαστική ομοδικία και ισχύουν τα αντίθετα από όσα προαναφέρθηκαν ως προς την απεύθυνση τυχόν ασκηθέντος ένδικου μέσου και την κλήση προς συζήτησή του (βλ. ΑΠ 1226/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1224/2006, ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 783/2014, Εφ.Αθ. 4578/2009, Εφ.Λαρ. 6/01, ΝΟΜΟΣ, επίσης Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις, άρθρο 979, παρ. 432Β΄- ΙΙΙ, σελ. 1176 και 1179, Χ. Απαλαγάκη Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθρο 979 σελ. 3150-3151 αρ. 6).
Ι) Νόμιμα, φέρεται για συζήτηση, με την υπ’ αριθ. 84/2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η από 26.3.2020 υπό κρίση έφεση, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, λόγω της μη διεξαγωγής της συζήτησής της, κατά την δικάσιμο της 4.3.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας COVID.
Οι εφεσίβλητοι, α) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία “………”, β) Αστική Επαγγελματική Εταιρία δικαστικών επιμελητών ………., έχουν κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από το εκκαλούν, (υπ’ αριθ. …., …./13.7.2020 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο την 4.3.2021, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε, λόγω της διάρκειας επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, εξαιτίας της πανδημίας COVID. Στη συνέχεια, η συζήτηση της προσδιορίστηκε αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, από το Δικαστήριο, με την ως άνω Πράξη (84/2021) της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η εγγραφή δε της υπόθεσης στο πινάκιο έγινε με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 21 του ν.4786/2021.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας που προσκομίζονται από το εκκαλούν ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη-καθ’ ης η ανακοπή “Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας δικαστικών επιμελητών ……………”, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ.β΄ Κ.Πολ.Δ (όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011), εφόσον την συζήτηση της υπό κρίση έφεσης επισπεύδει το Εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο δεν προσκόμισε μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση της (έφεσης) αντίγραφο των προτάσεων της απολιπόμενης δεύτερης εφεσίβλητης καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (Χ.Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 524 σελ. 1454 αρ. 10), και επειδή μεταξύ των προβαλλόμενων με την ανακοπή απαιτήσεων των καθ’ ων η ανακοπή – εφεσίβλητων (όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής) δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει σύγκριση ή αντιπαραβολή, έπεται, σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, ότι η ομοδικία μεταξύ των διαδίκων αυτών είναι απλή και συνεπώς η συζήτηση μπορεί να προχωρήσει μόνο ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.
ΙΙ. Η υπό κρίση από 23.6.2020 (αριθ.καταθ. ……./1.7.2020) έφεση του ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθ. 197/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ., 591 παρ. 1 περ.γ΄, 979 παρ. 2, 937 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το ν.4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρ. 495 επ. 511 επ. Κ.Πολ.Δ) και εμπρόθεσμα (άρθρα 518 Κ.Πολ.Δ, 83 ν.4790/2021 και 25 ν.4792/2021), χωρίς να απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κ.δ της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου. Πρέπει, συνεπώς η υπό κρίση έφεση, ως προς τη διάδικο που κρίνεται παραδεκτή η συζήτησή της (πρώτη εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης Τράπεζας, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι και αυτή παρούσα (άρθ. 271, 524 παρ. 4 εδ.α΄ Κ.Πολ.Δ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ προκύπτει σαφώς, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το ότι στη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, στην οποία απαριθμούνται οι εφαρμοζόμενες και στην αναιρετική διαδικασία άλλες (πλην αυτών του κεφαλαίου περί αναιρέσεως) διατάξεις του Κ.Πολ.Δ, δεν μνημονεύεται και το άρθρο 80 Κ.Πολ.Δ, δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της αντίθετης άποψης, διότι οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του Κ.Πολ.Δ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 80, εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 8/2011, 1/1996, 1/1998, 8/1998). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 εδ.α΄ και 215 παρ. 1 εδ.α΄ Κ.Πολ.Δ, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται. Η κατάθεση αυτή είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, που ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση (ΑΠ 502/2011, ΑΠ 545/2009, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1433/2013), χωρίς την οποία (κοινοποίηση σε όλους τους διαδίκους) δεν ολοκληρώνεται η άσκηση της με συνέπεια την απόρριψη της ως απαράδεκτης (ΑΠ 502/2011, ΑΠ 1433/2013, βλ και ΑΠ 545/2009 όπου θεωρείται ως μη ασκηθείσα, Α0 555/2019 Εφ.Πειρ. 171/2021 ΝΟΜΟΣ, Χαρούλα Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο, 6η έκδοση, άρθ. 81 σελ. 307 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 81 σελ. 189).
ΙΙΙ) Περαιτέρω, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………..” ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχος και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “………” με ιδιαίτερο δικόγραφο κατέθεσε το πρώτον στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 21.1.2021 (αριθ.καταθ. …………/2021) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….” και κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την Α.Α.Δ.Ε, επικαλούμενη με το περιεχόμενό της ως έννομο συμφέρον της, ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει πλέον η εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, εταιρεία με την επωνυμία “………….” κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η τελευταία ως ειδική διάδοχος της πρώτης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο (Κ.Πολ.Δ 325). Η συζήτηση της ως άνω παρέμβασης ορίστηκε για την αρχική δικάσιμο την 4.3.2021, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε, λόγω της διάρκειας της επιβολής της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, εξαιτίας της πανδημίας COVID, και στην συνέχεια, όπως ανωτέρω αναφέρεται, προσδιορίστηκε αυτεπάγγελτα με την ως άνω Πράξη (84/2021) της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ωστόσο, από όλα τα διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτει ότι το από 21.1.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο της ως άνω αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης δεν κοινοποιήθηκε στους μέχρι την άσκησή της αρχικούς-κύριους διαδίκους (ανακόπτον ήδη Εκκαλών/καθού η ανακοπή ήδη εφεσίβλητη, από τους οποίους η πρώτη εφεσίβλητη είναι η κατά τα επικαλούμενα η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση). Συνεπώς δεν έχει ολοκληρωθεί η άσκησή της, και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, και, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου εκκαλούντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού (άρθ. 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 2693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ, 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της Χ.Α 134423/92 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Ολ ΑΠ 1114/1986, Ολ ΑΠ 1/2012), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Β)Από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, περιοριζόμενος σε μόνη την αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2013, ΑΠ 1171/2012, ΑΠ 332/1994 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 Κ.Πολ.Δ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 και 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 Κ.Πολ.Δ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005 Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ.γ΄ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ.του ν.4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένου της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης” (Εφ.Θεσσαλ. 49/2022, Εφ.Θεσσαλ. 982/2021, Εφ.Θεσσαλ. 266/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Εφ.Λαρ. 128/2021, Εφ.Πειρ. 171/2021, Εφ.Λαρ. 375/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Β)Η εδρεύουσα στη …….. Αττικής με την επωνυμία “………..” (η “…….”) με το από 3-8-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../4.8.2021 και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο Εκκαλούν και στους εφεσίβλητους (βλ.τις υπ’ αριθ. …./1.9.2021, ………./2.9.2021, …./30.8.2021, …., …/31.8.2021 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών περιφερείας Εφετείου Αθηνών ………., ……….., ……….. αντιστοίχως, προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..”, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…………..” ειδικής διαδόχου της πρώτης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθ. 325 Κ.Πολ.Δ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτή ισχύει (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της πρώτης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την πρώτη εφεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 30.4.2020 Πώλησης (εκχώρηση) και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νόμιμα καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 και αριθμός …/20.4.2021 (Μεταβολές/Προσθήκες της Συμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων) αντιστοίχως ,έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία “…………..” ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού (που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί με έδρα το Δουβλίνο), η οποία ακολούθως ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν.3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2021 μεταβολής του προσώπου του διαχειριστή, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../22.6.2021. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και απαιτήσεις της πρώτης εφεσίβλητης-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας με την επωνυμία “…………”, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία-πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με αριθμ.πρωτ. 45.089/16.4.2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθ. 45.116/16.4.2021 και 45.123/16.4.2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, οι απαιτήσεις της πρώτης εφεσίβλητης-υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που περιέχονται στην από 18.9.2017 Αναγγελία της πρώτης εφεσίβλητης Τράπεζας-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, και απορρέουν από τις, α)υπ’ αριθ. ……./20.6.2006 Σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της Τράπεζας και της εταιρείας με την επωνυμία “………..” υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο ……….., βάσει της οποίας (απαίτησης) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία επιτάχθηκαν οι ως άνω οφειλέτες στην καταβολή ποσού 39.447,69 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και β)την υπ’ αριθ. …./8.4.2008 Σύμβαση Πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της Τράπεζας και της εταιρείες με την επωνυμία “…. ……….”, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο …………, βάσει της οποίας (απαίτησης) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκαν οι ως άνω οφειλέτες στην καταβολή ποσού 637.275,33 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, όπως τα ανωτέρω προκύπτουν, από το απόσπασμα του Παραρτήματος της από 30.4.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυκαλείου Αθηνών την 30.4.2020 με αριθ.πρωτοκ. …../30.4.2020 στον τόμο …. και αριθ. ….., όπως αυτή διορθώθηκε με την από 13.9.2021 πρόσθετη πράξη στη σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 14.9.2021 με αριθ. …./14.9.2021 στον τόμο …. με αριθ. …, από τα οποία επίσης προκύπτει, ότι δεν περιλαμβάνεται και η απαίτηση της πρώτης εφεσίβλητης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζας με την επωνυμία “…………”, που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../12.3.2007 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της Εμπορικής Τράπεζας, της οποίας η πρώτη εφεσίβλητη ως άνω Τράπεζα είναι καθολική διάδοχος και της εταιρείας με την επωνυμία “……..”, βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία επιτάχθηκε η άνω οφειλέτης σε καταβολή ποσού 322.139,08 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και προς ικανοποίηση της οποίας (απαίτησης) επεβλήθη αναγκαστική κατάσχεση με την υπ’ αρ. …../22.2.2017 έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Οριζόντιων Ιδιοκτησιών Ακινήτων – (καταστήματος και Διαμερίσματος) του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………… Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 Κ.Πολ.Δ (όσον αφορά τις ως άνω υπ΄ αρ. α, β μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων έχει τη διαχείριση ως μη δικαιούχος διάδικος), και έχει τον χαρακτήρα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, καθόσον η ισχύς της παρούσας απόφασης στην κύρια δίκη της υπό κρίση έφεσης εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτής (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας) ως μη δικαιούχου διαδίκου, συνεπεία της διαχειρίσεως από αυτήν των ως άνω μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου-πρώτης εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας και συνεπώς θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την παρισταμένη αναγκαία ομόδικό της ειδικό διάδοχό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθ. 83 Κ.Πολ.Δ, ΑΠ 467/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή (πρόσθετη παρέμβαση) να συνεκδικαστεί με την ως άνω έφεση (άρθ. 246, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
IV) Κατά το άρθρο 932 του Κ.Πολ.Δ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά μόνο προσφαιρούνται για να γίνει η κατάταξη των δανειστών στο εναπομένον πλειστηρίασμα, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερας πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών. Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη. Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται τα έξοδα της προδικασίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκτέλεσης και των εν συνεχεία πράξεων, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ’ αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, πλην, όμως, ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καθώς, επίσης, και ο δικηγόρος, ο οποίος, κατ’ εντολή του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, προέβη στις αναγκαίες προς τούτο ενέργειες, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθού η εκτέλεση, αφού με αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι, τα πιο πάνω πρόσωπα, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 Κ.Πολ.Δ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού αφαιρέσει αυτά από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διαμένει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθού η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του, αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης. Σε περίπτωση, που αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης, και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και, συνακόλουθα, ότι είναι έξοδα εκτελέσεως, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013).
Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προσβάλλεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ή του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή, επίσης, του δικηγόρου του επισπεύδοντος την εκτέλεση, δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ή άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στραφεί κατά των ανωτέρω προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία και μόνον νομιμοποιούνται παθητικά (ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 1056/2021, ΑΠ 199/2020, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 14/2015, Εφ.Πειρ. 759/2014, Εφ.Λαρ. 103/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την ένδικη ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε, α)ότι αναγγέλθηκε για απαιτήσεις των Δ.Ο.Υ Ν.Ιωνίας και Ελευσίνας, κατά του οφειλέτη του ………., στον αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτου, ιδιοκτησίας του τελευταίου, που ενεργήθηκε με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή και ήδη πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./18.7.2018 έκθεσης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού και με όργανο της εκτελέσεως τον Δικαστικό Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. (2ο καθ’ ων η ανακοπή), β)ότι, επειδή το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού 61.000 ευρώ, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συντάχθηκε από την ως άνω Συμβολαιογράφο ο υπ’ αριθ. …../31.10.2018 πίνακας κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, κατ’ αρχής προαφαιρέθηκε το ποσό των 944,98 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης, μεταξύ δε αυτών, α)το ποσό των. 5.987,36 ευρώ ως έξοδα του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή και β)το ποσό των 1.795 ευρώ για εν γένει έξοδα, τέλη και δικαιώματα εκτέλεσης, γ)ότι, ακολούθως, με τον ίδιο πίνακα, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, που καταλείφθηκε προς διανομή, ήτοι 51.552,02 ευρώ, κατετάγησαν προνομιακά και οριστικά, 1)το ποσό των 247,98 ευρώ, η ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού, 2)στο ποσό των 2.457,50 ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Ν.Ιωνίας και δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Ελευσίνας στο ποσό των 2.624,59 ευρώ, 3)ΕΦΚΑ-Β΄ Περιφερειακό ΚΕΑΘ Αθήνας στο ποσό των 10,07 ευρώ, 4)ΕΦΚΑ-ΠΕΙΡΑΙΑ, στο ποσό των 2.971,12 ευρώ, 5)ΕΦΚΑ-ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ, στο ποσό των 4.824,72 ευρώ, 6)Α επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……….” και ήδη πρώτη εφεσίβλητη-καθ’ ής η ανακοπή ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο ποσό των 4.979,82 ευρώ και ως εμπραγμάτως ασφαλιζόμενη δανείστρια στο ποσό των 33.508,80 ευρώ και 7)η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………”, στο ποσό των 175,82 ευρώ, δ)ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν τα ανωτέρω προαφαιρεθέντα κονδύλια, διότι: αα)το ποσό των 5.987,36 ευρώ δεν προσδιορίζεται επαρκώς σε τι αφορά άλλως και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογείται το ποσό των 1.417 ευρώ, το οποίο δεν προαφαιρέθηκε νόμιμα, ββ)το δεύτερο ποσό των 1.795 ευρώ, που δεν προσδιορίζεται ούτε το πρόσωπο του δικαιούχου, ούτε σε τι έξοδα αφορά. Με τα δεδομένα αυτά το ανακόπτον ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, να μειωθούν τα προαφαιρούμενα έξοδα κατά το συνολικό ποσό των 7.782 (5.987,36+1.795) ευρώ άλλως κατά το ποσό των 3.212,84 (1.795+1.417,84) ευρώ, και κατά το ποσό αυτό να προσαυξηθεί το προς διανομή πλειστηρίασμα υπέρ του ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 197/2020 οριστική απόφασή του της διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει την υπό κρίση από 23.11.2018 ανακοπή έναντι της Τράπεζας ως επισπεύδουσας-πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, για το κονδύλιο των 317,12 ευρώ και της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή αστικής επαγγελματικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών ………….. για το κονδύλιο των 1866,04 ευρώ, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης της υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, περιόρισε τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του ανακόπτοντος κατά το ποσό συνολικά των 2.183,12 (317,12+1866,04) ευρώ και κατέταξε αυτό (ανακόπτον) προνομιακά στο ποσό των 2.183,12 (317,12+1866,04) ευρώ, προς κάλυψη μέρους των υπέρμετρου ύψους αναγγελθεισών απαιτήσεων του πέραν των ποσών, για τα οποία έχει ήδη καταταχθεί. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν-ανακόπτων, με την κρινόμενη έφεση, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή έναντι των εφεσιβλήτων.
Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι (ανακόπτον ήδη εκκαλούν/αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “……….”, εκπλειστηριάσθηκε η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη ………. για την ικανοποίηση απαιτήσεως της απορρέουσας από την υπ’ αριθ. ……../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντί πλειστηριάσματος 61.001 ευρώ. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο συμβολαιογράφο Αθηνών …….., δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ Ν.Ιωνίας και Ελευσίνας, με επίδοση, α)την 31.7.2018 της υπ’ αριθ. ../…./24.7.2018 αναγγελίας που είχαν βεβαιωθεί μέχρι τότε σε βάρος του παραπάνω οφειλέτη και είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και που ανέρχονταν μετά των προσαυξήσεων στο ποσό των 87.935,90 ευρώ, β)την 27.7.2018 της υπ’ αριθ. ………/20.7.2018 αναγγελίας για χρέη που είχαν βεβαιωθεί μέχρι τότε σε βάρος του παραπάνω οφειλέτη και είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και που ανέρχονταν μετά των προσαυξήσεων στο ποσό των 93.914,77 ευρώ αντίστοιχα. Στη συνέχεια, η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …./31.10.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών και, αφού προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα και το ποσό των 1795 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης και επί του υπολοίπου ποσού των 51.552,02 ευρώ κατέταξε το εκκαλούν για το ποσό των 2.457,50 ευρώ την Δ.Ο.Υ Νέας Ιωνίας και για το ποσό των 2.624,59 ευρώ της Δ.Ο.Υ Ελευσίνας. Η προαφαίρεση του ποσού των 1795 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα κατάταξης, έγινε με τη γενική αναφορά “Έξοδα, τέλη και δικαιώματα εκτέλεσης”. Η προαφαίρεση του ποσού αυτού, κατά τον παραπάνω τρόπο, χωρίς, δηλαδή λεπτομερή προσδιορισμό και αναλυτική αιτιολογία των επί μέρους ποσών που το απαρτίζουν και του δικαιούχου αυτών, είναι μεν αόριστη. Ωστόσο, η επισπεύδουσα-πρώτη καθ’ ης η ανακοπή-ήδη πρώτη εφεσίβλητη και υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση με τις προτάσεις της επί της συζητήσεως της ανακοπής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς απόκρουση του λόγου της ανακοπής του Δημοσίου, περί του ότι το ως άνω επίμαχο κονδύλιο των εξόδων είναι αόριστο και αναιτιολόγητο (ΑΠ 60/2001, 658/2014 ΝΟΜΟΣ), προσκόμισε τις υπ’ αριθ. …./6.10.2017, …./14.11.2017, …./5.2.2018, …./18.6.2018 δηλώσεις συνέχισης νέου πλειστηριασμού ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………..αμίδου της επισπεύδουσας, για τις οποίες η τελευταία προκατέβαλε στην επί του πλειστηριασμού για την σύνταξη και δημοσίευση αυτών (άνω δηλώσεων), τα κάτωθι ποσά: “316,12 ευρώ, 96 ευρώ, 316,12 ευρώ, 96,14 ευρώ, 104,40 ευρώ, 316,12 ευρώ, 103,40 ευρώ, 129,48 ευρώ” αντίστοιχα, και συνολικά το ποσό των 1477,88 ευρώ, οι οποίες (ως άνω δηλώσεις συνέχισης) αποτελέσαν ουσιώδη προϋπόθεση για τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία δεν διενεργήθηκε χωρίς υπαιτιότητα της επισπεύδουσας (λόγω έλλειψης πλειοδοτών/αποχής των Συμβολαιογράφων/αναστολής της διαδικασίας βάσει της υπ’ αριθ………./10.1.2018 ανακοίνωσης του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου και Δωδεκανήσου/έλλειψης πλειοδοτών), και οι σχετικές ως άνω δαπάνες εξυπηρετούν υπό την έννοια αυτή το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών (ΑΠ 431/2020, ΑΠ 941/2013, ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 2057/2014, Εφ.Πειρ. 222/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, η αφαίρεση εκ μέρους της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου του ποσού 317,12 (1795-1477,88) ευρώ που προαφαιρέθηκε είναι αναιτιολόγητη και αβάσιμη και κατά συνέπεια άκυρη θα πρέπει αυτό να αποδεσμευθεί προς όφελος του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, που προσέβαλε την προαφαίρεση του και ζήτησε με την ανακοπή του, επικαλούμενο την άνω αοριστία και αναιτιολόγητο αυτού, τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης δανειστών και την κατάταξή του επ’ αυτού. Κατ’ ακολουθία, ο λόγος αυτός της ανακοπής (β) του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ως νόμιμος και βάσιμος κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και, αφού μεταρρυθμιστεί ο πίνακας κατάταξης των δανειστών ως προς το ποσό των 317,12 ευρώ, που προαφαιρέθηκε ως έξοδα εκτέλεσης υπέρ της επισπεύδουσας-καθ’ ης η ανακοπής-εφεσιβλήτου, να καταταγεί επί του ποσού αυτού, το Ελληνικό Δημόσιο, για την ικανοποίηση μέρους της άνω αναγγελθείσας απαίτησής του, που δεν ικανοποιήθηκε, λόγω εξαντλήσεως του πλειστηριάσματος. Εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε, με την ίδια, αν και ελλιπή αιτιολογία, η οποία νόμιμα συμπληρώνεται από την παρούσα κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ και δέχθηκε εν μέρει τον λόγο αυτό της ανακοπής, που αφορά την επισπεύδουσα-πρώτη καθ’ ης η ανακοπή-πρώτη εφεσίβλητη υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς δεν έσφαλε και όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Κατ’ ακολουθία, πρέπει η υπό κρίση έφεση, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως που να προβάλλεται κατά της επισπεύδουσας-πρώτης καθ’ ης η ανακοπή-πρώτης εφεσίβλητης υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς την πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της. Τα Δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής (άρθ. 176, 183 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν.2693/57 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚ.Πολ.Δ, 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της Υ.Α 134423/1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Ολ ΑΠ 1114/1986, Ολ ΑΠ 1/2012), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Α)Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση 23.6.2020 (αριθ.καταθ ……../1.7.2020) έφεσης, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη Αστική Επαγγελματική Εταιρεία δικαστικών επιμελητών ……………
Β)Απορρίπτει την από 19.1.2021 (αριθ.καταθ. ………/2021) Αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………”, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “………….”.
Καταδικάζει την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, και την ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Γ)Συνεκδικάζει, α)την από 23.6.2020 (αρ.καταθ. ………/2010) έφεση, β) την από 3.8.2021 (αριθ.καταθ. ……../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στην πιο πάνω έφεση, με παρόντες τους διαδίκους, της υπέρ της η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 23.6.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεση, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη-υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ