Αριθμός 389/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……… ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ-ΑΓ. Ι. ΡΕΝΤΗ», ο οποίος εδρεύει στη Νίκαια και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Καραφέρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 403/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 6.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……/202) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 6-4-2021 (γεν.αριθμ.καταθ……/2021) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄αριθμ.403/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.5 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (24-02-2021) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ ) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της,
Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όριζε μεταξύ άλλων ότι: «Άρθρον 1: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…, Άρθρον 38: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός. Άρθρον 62: 1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. 2. ., Άρθρον 63: 1. . 2. . 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν Λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. . 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου είτε ως Δικηγόρου., Άρθρο 63 A [προστεθέν με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α’ 270)]: 1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α’), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ’ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού., Άρθρο 92: 1. . 2. Εν περιπτώσει συμφωνίας όπως ο Δικηγόρος διά τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον διά παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α), το ελάχιστον όριον αυτής καθορίζεται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρου, β) του δικαστηρίου παρ’ ω ασκεί ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω υπηρεσίας και του χρόνου της παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον.».
Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (Α’ 270), προστέθηκε στον Κώδικα περί Δικηγόρων νέο άρθρο 92Α, με το οποίο το κατώτατο όριο αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων συνδέθηκε, το πρώτον, με τον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε πριν τον ν.4093/2012, όρισε τα εξής: «1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Διά δικηγόρον παρά Πρωτοδίκαις, ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 7ω βαθμώ. β) Διά δικηγόρον παρ’ Εφέταις ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 5ω βαθμώ. γ) Διά δικηγόρον παρ’ Αρείω Πάγω ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 3ω βαθμώ», προβλέφθηκε δε, περαιτέρω, ότι τα όρια αυτά προσαυξάνονται «διά των εις τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους καταβαλλομένων επιδομάτων κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις» (παρ. 2). Με το ν.3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας -Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’ 40/15.3.2010) ελήφθησαν διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των γνωστών δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κρίσης. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονται η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο I), αναδρομικά από 1.1.2010 (άρθρα 20 παρ. 1 και 1 παρ. 9), και η θέσπιση νέου ορίου στις συνολικές αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές όλων των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα (άρθρο 2). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου ορίστηκε ότι τα πάσης (φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ. μειώνονται κατά ποσοστό 12%, και ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. κ.λ,π. και κατισχύει κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας κ.λ.π. (παρ. 2). Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε ο ν.3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α’ 65/6.5.2010), στον οποίο (νόμο) προσαρτήθηκαν ως παραρτήματα, μεταξύ άλλων, το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III) και το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV). Τα δύο αυτά Μνημόνια αποτελούν δύο από τα μέρη [«Memorandum of Economicand Financial Policies», «Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality» και «Technical Memorandum of Understanding» (Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης)] του γνωστού ως πρώτου (I) Μνημονίου, (άρθρο πρώτο παρ. 1-3 του ν.3845/2010). Στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, εξαγγέλλονται οι στόχοι του οικονομικού προγράμματος της Ελληνικής Κυβέρνησης την επόμενη τριετία, ειδικότερα δε, ανάγεται σε ένα από τα σημαντικότερα μέτρα για την περιστολή του κρατικού ελλείμματος η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημόσιου τομέα (παρ. 11 στο κεφάλαιο III «Οικονομικές Πολιτικές»), δεδομένου ότι οι αντίστοιχες δαπάνες αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογενών δαπανών του προϋπολογισμού (παρ. 12 στο ίδιο κεφάλαιο). Ιδιαίτερα σημαντική για τη μείωση του δημόσιου μισθολογικού κόστους κρίθηκε η εισαγωγή ενός απλουστευμένου συστήματος αποδοχών, που θα καλύπτει τους βασικούς μισθούς και τα επιδόματα και θα ισχύει για όλους τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα (βλ. στοιχ. 22 του τμήματος «Γ. Διαρθρωτικές Πολιτικές» του κεφαλαίου III). Εξάλλου, στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής εξειδικεύονται και περιγράφονται λεπτομερώς τα μέτρα που θα λαμβάνονταν για την πραγματοποίηση του περιλαμβανόμενου στο προαναφερθέν πρώτο Μνημόνιο προγράμματος και καθορίζεται το χρονοδιάγραμμα θέσπισης και υλοποίησής τους μέχρι και το τέλος του έτους 2011, μεταξύ δε των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, για την υιοθέτηση των οποίων δεσμεύτηκε η Ελληνική Κυβέρνηση, περιλαμβάνονται η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, με την περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας και των λοιπών επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων προς το σκοπό της κατ’ έτος εξοικονόμησης 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και η έναρξη των διαδικασιών κατάρτισης ενός απλοποιημένου συστήματος αμοιβών, που θα καλύπτει τους βασικούς μισθούς και τα επιδόματα του προσωπικού του δημόσιου τομέα και στο πλαίσιο του οποίου το συνολικό ύψος της αμοιβής θα συνδέεται με την παραγωγικότητα και τα καθήκοντα της κατεχόμενης από τον υπάλληλο θέσης. Με το ν. 3845/2010, στον οποίο προσαρτώνται ως παραρτήματα τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, θεσπίστηκαν μέτρα προς εφαρμογή του εξαγγελθέντος με αυτά προγράμματος, μεταξύ δε των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται η περαιτέρω μείωση κατά 8% των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο τρίτο) (βλ. ΟλΣτΕ 3404/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα προαναφερόμενα και δη από τους ως άνω ρητά καθοριζόμενους σκοπούς θέσπισης των νόμων 3833/2010 και 3845/2010 είναι προφανές ότι οι διατάξεις των ως άνω νόμων, οι οποίες εισήγαγαν μειώσεις αποδοχών, αναφέρονται στους απασχοληθέντες με σύμβαση εργασίας υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα – δοθέντος ότι στοχεύουν στη μείωση του μισθολογικού κόστους λειτουργίας του Ελληνικού Δημοσίου – και δεν διαλαμβάνουν τους παρέχοντες τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο δυνάμει οποιοσδήποτε άλλης έννομης σχέσης, όπως είναι εν προκειμένω και οι απασχολούμενοι στους ΟΤΑ δυνάμει σύμβασης εντολής έμμισθοι δικηγόροι. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων των ως άνω νόμων, στις οποίες ρητά καθορίζεται το υποκειμενικό πεδίο ισχύς τους και το οποίο διαλαμβάνει τους υπαλλήλους, το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τα αιρετά όργανα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης κ.λπ, χωρίς να κάνει μνεία των έμμισθων δικηγόρων. Ενδεικτικό, εξάλλου, είναι και το γεγονός ότι με τους μεταγενέστερους των ως άνω νόμους 3899/2010 (ΦΕΚ Α’ 212/17.12.2010) και 3943/2011 (ΦΕΚ A 66/31.3.2011) προστέθηκαν στο άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 παράγραφοι 17 και 18 στις οποίες ορίζεται ότι «οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005,.. .,18. Οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις, αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική η ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005 .”. Στις ως άνω προσθήκες γίνεται ρητή αναφορά στους απασχολούμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής, ώστε να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ αυτών και των λοιπών μισθωτών που διαλαμβάνονται στις ήδη κατά το χρόνο εκείνο υφιστάμενες ρυθμίσεις.
Σε συνέχεια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξέλιξης της τελευταίας οκταετίας ακολούθησε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α’ 226/27.10.2011), με τον οποίο επιχειρήθηκε, μεταξύ άλλων, η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Ο ως άνω ν. 4024/2011, στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού περί του συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4, στις διατάξεις του εν λόγω Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς και οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (περίπτ. ε), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου Κεφαλαίου. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 22, όπως αναφέρεται σχετικώς στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω ν.4024/2011, προβλέπεται η επέκταση, εν όλω ή εν μέρει, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού και σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής. Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 22 του ν.4024/2011 εκδόθηκαν διάφορες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις με τις οποίες επεκτάθηκαν οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου και στους έμμισθους δικηγόρους διαφόρων φορέων. Μεταξύ αυτών και η υπ’ αριθμ. οικ. 2/17127/0022/28.2.2012 ΚΥΑ του Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, που ρύθμισε τις αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, η οποία – όπως και η ένδικη υπ’ αρ. 2/17132/0022 (ΦΕΚ Β’498/28.02.2012) επίσης εκδόθηκε μετά την 1η Δεκεμβρίου 2011 και ήδη έχει κριθεί σύμφωνη με τις επιταγές του Συντάγματος από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΟλΣτΕ 3404/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). III) Περαιτέρω, με τις διατάξεις του στοιχείου της κατ’ εξουσιοδότησης του άρθρου 13 παρ. 2 του ν. 1346/1983 (ΦΕΚ A 46), όπως ισχύει, υπ’ αριθ. 2/87205/0022/22.12.2008 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Απασχόλησης και Κοινοτικής Προστασίας (ΦΕΚ Β 2441) ορίζεται ότι “‘καθορίζουμε σε 365 ευρώ μηνιαίως το ποσό που καταβάλλεται ως έξοδα κίνησης του προσωπικού των ΟΤΑ α’ βαθμού”. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.4024/2011, “στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου: α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού…». Εξάλλου με τη διάταξη του α’ εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 30 ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α 226) ορίζεται ότι «πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος κεφαλαίου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, μέχρι την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπονται με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού». Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 32 ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α 226) ορίζεται: «από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. Όπου σε διάταξη νόμων διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νοείται ως παραπομπή στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου που ρυθμίζουν το αντίστοιχο θέμα. Επιδόματα ή παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις και τα οποία, κατά παραπομπή άλλων διατάξεων, χορηγούνται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους, που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, εξακολουθούν να καταβάλλονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι παραπεμπόμενες διατάξεις με εξαίρεση την οικογενειακή παροχή, η οποία υπολογίζεται και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17». Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 32 του ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α 226) ορίζεται ότι η ισχύς των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011. Από το συνδυασμό των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 30 ν.4024/2011 και των παρ. 1 και 4 του άρθρου 32 του ίδιου ως άνω νόμου συνάγεται ότι από την 1η. 11.2011 οι διατάξεις που πέραν των επιδομάτων και παροχών του δεύτερου κεφαλαίου (άρθρα 4 έως 32) του ν.4024/2011 προβλέπουν επιδόματα, αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, δεν καταργούνται ούτε γενικώς ούτε αδιακρίτως. Κατ’ αρχήν οι διατάξεις που πέραν των επιδομάτων και παροχών του δευτέρου κεφαλαίου (άρθρα 4 έως 32) του ν.4024/2011 προβλέπουν επιδόματα, αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, καταργούνται, όταν τα προβλεπόμενα από αυτές επιδόματα κτλ καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του δεύτερου κεφαλαίου του ν.4024/2011. Εμπίπτουν δε στις ως άνω διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου, «οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, γ) των ΝΠΔΔ συμπεριλαμβανομένου του ΟΓΑ». Επίσης υπάγονται: Α) οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, β) οι υπάλληλοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Έμμισθων Υποθηκοφυλακείων Κτηματολογικών Γραφείων της Χώρας, γ) οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και οι μόνιμοι αγροτικοί ιατροί, δ) οι Υπάλληλοι της Βουλής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της, και της Προεδρίας της Δημοκρατίας με την επιφύλαξη των οριζομένων στο ΠΔ 351/1991, ε) οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξαρτήτων Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου, στ) οι υπάλληλοι των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων Ελλάδας και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος, ζ) οι υπάλληλοι και, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, οι θρησκευτικοί λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντιθέτως, σύμφωνα το άρθρο 4 παρ. 2 του ν.4024/2011 υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, καθώς και οι κατηγορίες υπαλλήλων ή λειτουργών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του μέρους β ν. 3205/2003 εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17. Κατά συνέπεια, εκτός της περίπτωσης του άρθρου 17 του ν.4024/2011 που αφορά την οικογενειακή παροχή, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ 2 ν.4024/2011 εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του δεύτερου κεφαλαίου του ν.4024/2011. Ως χαρακτηριστική δε περίπτωση επιδόματος που με το ν.4024/2011 έχει καταργηθεί για τους μόνιμους και δόκιμους πολιτικούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αλλά το οποίο συνεχίζει να καταβάλλεται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του β κεφαλαίου του ν.4024/2011 , το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει το «επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών» (βλ. Εγκύκλιο με αριθμ. πρωτ. 2/78400/14.11.2011). Και βέβαια η περίπτωση του επιδόματος μεταπτυχιακών σπουδών δεν είναι εν προκειμένω η μόνη. Περαιτέρω, οι διατάξεις που πέραν των επιδομάτων και παροχών του β κεφαλαίου του ν. 4024/2011 προβλέπουν επιδόματα, αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπονται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, καταργούνται κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα, τα οποία διέπονται από τις διατάξεις του β κεφαλαίου του ν. 4024/2011. Σημειωτέον ότι ο τελευταίος αφενός ρυθμίζει περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα έξοδα κίνησης προβλέπεται με τις ισχύουσες, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011 διατάξεις, να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, οπότε τα ως άνω καταβαλλόμενα έξοδα κίνησης καταργούνται, αφετέρου ρυθμίζει περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα κίνησης καταβάλλονται σε συνάρτηση με μετακίνηση του υπαλλήλου, οπότε οι διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή των εξόδων κίνησης σε συνάρτηση με μετακίνηση του υπαλλήλου διατηρούνται και μετά την έναρξη ισχύος του ν.4024/2011. Δεν ρυθμίζονται ωστόσο από τον τελευταίο, περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα κίνησης προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα, τόσο σε συνάρτηση με τη μετακίνηση του υπαλλήλου, όσο και ανεξαρτήτως αυτής. Μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις έχουν συνθέσει οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ 2 ν. 1346/1983, από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 29 ν. 1836/1989 κι εντεύθεν μέχρι σήμερα, οι συγκεκριμένες διατάξεις έχουν τη δική τους ratio, η οποία τυγχάνει εντελώς διαφορετική από εκείνη που προβλέπουν καταβολή «εξόδων κίνησης».
Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 ν. 1346/1983, όπως ισχύει, εκτός της καταβολής εξόδων κίνησης για δαπάνες πραγματικής εξωτερικής υπηρεσίας, καθιερώνουν εμμέσως μία μορφή δαπανών πλασματικής εξωτερικής υπηρεσίας. Τέτοιες μπορούν να θεωρηθούν οι (πραγματικές) δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται κατηγορίες προσωπικού που απασχολούνται με τη μελέτη και την επιστημονική υποστήριξη των προγραμμάτων του Οργανισμού. Επειδή, ωστόσο, ο ν. 4024/2011 δεν ρυθμίζει τις ανωτέρω “μεικτές” περιπτώσεις, διατάξεις όπως αυτές του άρθρου 13 παρ. 2 ν. 1346/1983 που προβλέπουν καταβολή εξόδων κίνησης ταυτόχρονα και αδιάκριτα, τόσο σε συνάρτηση με τη μετακίνηση του υπαλλήλου, όσο και ανεξαρτήτως της μετακίνησης αυτού, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν καταργηθεί από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του β κεφαλαίου ν. 4024/20111. Αντίθετα, ακολουθώντας κάποιος τυπική γραμματική ερμηνεία θα μπορούσε να θεωρήσει ότι, αφού κατά το άρθρο 32 παρ. 1 εδ 1 ν. 4024/2011 “από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου”, διατάξεις που προβλέπουν καταβολή εξόδων κίνησης ταυτόχρονα και αδιάκριτα, τόσο σε συνάρτηση με τη μετακίνηση ή μη του υπαλλήλου, εξακολουθούν να ισχύουν, όπως και πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011, επειδή στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται ζήτημα, το οποίο δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του β κεφαλαίου του ανωτέρω νόμου.
Από τα παραπάνω δε, προκύπτει ότι όσον αφορά ειδικότερα στην καταβολή των εξόδων κίνησης στους υπηρετούντες με έμμισθη εντολή δικηγόρους των ΟΤΑ, αυτή τυγχάνει νόμιμη και σύννομη και μετά το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του ως άνω αναφερόμενου νομοθετήματος. Ειδικότερα, οι δικηγόροι των ΟΤΑ δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου σύμφωνα με το άρθρο 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, όπου ορίζεται ότι απαιτείται η έκδοση σχετικής ΚΥΑ για τον καθορισμό των αποδοχών των δικηγόρων που απασχολούνται σε σχέση έμμισθης εντολής στα ΝΠΔΔ, άρα ως μη εμπίπτοντες ευθέως στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.4024/2011, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του β’ κεφαλαίου του ως άνω νόμου, επομένως και από το περιλαμβανόμενο στο ως άνω κεφάλαιο άρθρο 32 ν.4124/2011 περί κατάργησης επιδομάτων, εξόδων κίνησης ανεξαρτήτως μετακίνησης κτλ. Εξάλλου τα έξοδα κίνησης καταβάλλονται στους δικηγόρους των ΟΤΑ σύμφωνα με την με αριθμό 9508/0022/2008 (ΦΕΚ Β 2684/2008) με την οποία τροποποιήθηκε η 2/50025/0022/ 3.10.2006 ΚΥΑ των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, επομένως τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 32 ν. 4024/2011, οπότε η παροχή των εξόδων κίνησης στους παραπάνω διατηρείται ως «παροχή» υπό την έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 32 ν. 4024/2011, όπως άλλωστε ακριβώς συμβαίνει και με το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε.
Ακολούθως, συμπλήρωμα της παραπάνω σκέψης αναφορικά με την εξαίρεση των έμμισθων δικηγόρων από το πεδίο εφαρμογής του αμέσως ως άνω προαναφερθέντος νόμου αποτελεί και το ακόλουθο: Με το ν. 4194/2013 (Α’208/27.9.2013), δημοσιεύθηκε ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, με το άρθρο 166 παρ. 2 του οποίου καταργήθηκε ο προϊσχύων Κώδικας (ν.δ. 3026/1954). Στο άρθρο 44 του νέου Κώδικα με τίτλο «Αποδοχές έμμισθου δικηγόρου» ορίζονται τα εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος, στην παράγρ. I του άρθρου 166 αυτού ορίζεται ότι: «I. Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης… »
Εριζόμενο είναι το ζήτημα εάν η λέξη «ειδικές» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στο άρθρο 166 του νέου Κώδικα περί δικηγόρων έχει την έννοια ότι οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές ως προς τα θέματα τα οποία ρυθμίζουν και αφορούν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ή ως προς θέματα που ρυθμίζονται με άλλες διατάξεις, όπως εν προκειμένω της ΚΥΑ 2/17132/0022/28.02.2012 που είχε εκδοθεί κατ’ εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011.
Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων, αποσυνδεόμενο από τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, με την δε παράγρ. 2 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με κοινή υπουργική απόφαση (μη εισέτι εκδοθείσα) μόνο των αποδοχών των έμμισθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. κατ’ αποκλεισμό δηλαδή ακόμη και των έμμισθων δικηγόρων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι έμμισθοι δικηγόροι της παρ. 2 του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, αντιμετωπίζονται πλέον μισθολογικά κατά τρόπο διάφορο σε σχέση με τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους της υπηρεσίας, στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους ενισχύεται από τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 4194/13 (Κώδικας Δικηγόρων), «Η φύση της δικηγορίας 1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου». Ακόμη σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 γ’ του Ν.4194/13 (Κώδικας Δικηγόρων), αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιφυλασσόμενης της διάταξης του άρθρου 31 του Κώδικα. Επίσης κατά το άρθρο 42 του ίδιου Κώδικα, έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα. σταθερά και μόνιμα αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 165 Ν. 3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων): «Στους Δήμους, τα ιδρύματα τους και τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου, μπορεί να συνιστώνται, με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής. Εφόσον υπάρχει νομική υπηρεσία σύμφωνα με τον οικείο Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας είναι δυνατή η σύσταση θέσεων δικηγόρων-νομικών συμβούλων με την ίδια σχέση.”. Η πρόσληψη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α., με σχέση έμμισθης εντολής και με τη διαδικασία που καθορίζεται με το ν. 1649/1986 (ΦΕΚ 149 Α’), όπως ισχύει. Επίσης ρητά αναφέρεται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, άρθρο 41 Ν.3584/07 ότι «Η ιδιότητα του υπαλλήλου, Ο.Τ.Α. είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν, διαφορετικά.»
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των αρθρ. 648 επ., 713 επ. του ΑΚ, σαφώς συνάγεται, ότι η κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, ρυθμίζεται από τον ως άνω κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής της σχέσεως. Δεν μπορεί δε, η παραπάνω παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον η σχέση αυτή θεωρείται και είναι σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43, 1019-149/2006, ΕφΑθ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσ 1535/2006 Αρμ. 2006, 1352). Οι Δικηγόροι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα ακόμη και όταν παρέχουν τις νομικές υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής και πάγια αντιμισθία (ΣτΕ 909/2011). Η σχέση της έμμισθης εντολής που συνδέει τους δικηγόρους με τον εντολέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., διέπεται βασικά από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (έτσι ΓνΝΣΚ 98/14).Ο Νομοθέτης δηλαδή, προσδίδει στον δικηγόρο την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού και όχι του υπαλλήλου, δηλαδή του απασχολούμενου με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αυτό για να διατηρεί την ανεξαρτησία της γνώμης του, μη υπαγόμενος σε κάποια υπαλληλική ιεραρχία. Αντίκειται δε στην δια του Κώδικα Δικηγόρων επιδιωκόμενη και με πολλές διατάξεις περιφρουρούμενη αξιοπρέπεια και ιδιάζουσα ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος η επιβολή στον δικηγόρο και η αποδοχή από αυτόν υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης και μάλιστα εκείνου που ισχύει για το υπαλληλικό προσωπικό του εντολέα, έστω και αν παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια ετήσια ή μηνιαία αντιμισθία (ΕφΑθ 2402/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 871/1970 Αρμεν. ΚΛ’ 794 επ.). Ακόμα, άδεια χορηγείται σε δικηγόρο που απασχολείται σε ΝΠΔΔ με σχέση έμμισθης εντολής και πάγια αντιμισθία κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδίου, όχι με βάση τις οικείες διατάξεις του Υπαλληλικού αλλά με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με τη στάθμιση του αληθούς συμφέροντος της υπηρεσίας και του προρρηθέντος αιτήματος του δικηγόρου. Εξάλλου, βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τους υπαλλήλους ενός ΝΠΔΔ από τα πρόσωπα που προσφέρουν τις υπηρεσίες του σε αυτό με σύμβαση έμμισθης εντολής είναι και η, βάσει της ιεραρχικής εξάρτησής του από τα όργανα του ΝΠΔΔ, πειθαρχική ευθύνη τους, δηλαδή η δυνατότητα επιβολής σε αυτούς πειθαρχικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των κανόνων που καθορίζουν τις υποχρεώσεις τους. Αντίθετα οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες σε ΝΠΔΔ ελέγχονται πειθαρχικά κατά τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων και όχι κατά τα προβλεπόμενα στον Υπαλληλικό Κώδικα, ως ισχύει κάθε φορά. Με βάση τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ δεν θεωρούνται σε καμία περίπτωση υπάλληλοι αυτού, δεν υπάγονται στην υπαλληλική ιεραρχία και στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, υπάγονται πειθαρχικά στο συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου και ασκούν ελευθέρως τα επιστημονικά τους καθήκοντα, όπως επιβάλλει ο νόμος και η συνείδησή τους. Μάλιστα, σε περίπτωση που αυτός συνδεθεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, αποβάλλει την δικηγορική ιδιότητα, δηλαδή δεν μπορεί να ασκεί του λειτούργημα του δικηγόρου. Επιπρόσθετα, για τους έμμισθους δικηγόρους του Δημοσίου, η περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 43 του Κώδικα Δικηγόρων ορίζει: «Δικηγόροι που κατέχουν άλλη έμμισθη θέση κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Κώδικα, μπορούν να εμφανιστούν ως υποψήφιοι, αν συνυποβάλλουν, μαζί με την αίτηση και τα σχετικά δικαιολογητικά της προηγούμενης παραγράφου, υπεύθυνη δήλωση, ότι εφόσον προσληφθούν στη νέα θέση που προκηρύσσεται, θα παραιτηθούν από την άλλη έμμισθη θέση. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούν να αναλάβουν υπηρεσία, αν δεν προσκομίσουν βεβαίωση του εντολέα, στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, ότι παραιτήθηκαν από την έμμισθη θέση τους ή έπαψαν να αναλαμβάνουν υποθέσεις ή να λαμβάνουν περιοδική αμοιβή». Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι οι δικηγόροι και οι νομικοί σύμβουλοι με σχέση έμμισθης εντολής στα Νομικά Πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και στις Ανώνυμες Εταιρείες του Δημοσίου ούτως ή άλλως με τη γραμματική διατύπωση του νόμου εκπίπτουν από την επέκταση αυτή, καθώς η εργασιακή σχέση αυτή δε θεωρείται σχέση έμμισθης εντολής στο Δημόσιο. Συνεπώς οι προαναφερθέντες δεν εμπίπτουν στον περιορισμό του άρθρου 43 παράγραφος 2 στοιχείο ε του Κώδικα Δικηγόρων καθώς η επίδικη έμμισθη σχέση θεωρείται σε κάθε περίπτωση έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα και επιτρέπονται πέραν της μίας έμμισθες θέσεις. Ειδική μορφή άσκησης της δικηγορίας αποτελεί η έμμισθη εντολή, για τις υπηρεσίες δε που παρέχει κατά την εκτέλεση της εντολής αυτής ο δικηγόρος λαμβάνει αμοιβή και όχι μισθό, όπως λαμβάνουν οι υπάλληλοι.
Συνεπώς η νομική υπόσταση του εμμίσθου δικηγόρου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ, δεν μπορεί να νοηθεί ως διφυής, δηλαδή να αναγνωρίζεται κατά περίπτωση είτε ως δημόσιος υπάλληλος είτε ως δημόσιος λειτουργός (βλ. έτσι στον παλαιό Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 5026/1954) ο οποίος όριζε στο άρθρο I ότι «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…», στο δε άρθρο 38 ότι «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός.». Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 44 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην παύση της εξομοίωσης της μισθολογικής αντιμετώπισης των εμμίσθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. με αυτή των υπαλλήλων, ορίζοντας ότι ο τρόπος της αμοιβής τους θα καθορισθεί abinitio με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μη εισέτι εκδοθείσα.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 16-6-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……../2020) αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορούσε ότι ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου από το έτος 1979 ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Ότι από τις 14-11-1989 είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και από την 18η Φεβρουαρίου 2000 διορίστηκε στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Δήμο, σε κενή οργανική θέση, ως δικηγόρος, συνδεόμενος με αυτόν με έμμισθη εντολή παροχής νομικών υπηρεσιών, αμειβόμενος με πάγια αντιμισθία. Ότι από την ημερομηνία προσλήψεώς του στον εναγόμενο Δήμο παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς και αδιαλείπτως, ενώ με την υπ΄αριθμ.350/ 29-01-2013 απόφαση του Δημάρχου του εναγομένου ορίστηκε προϊστάμενος της Νομικής υπηρεσίας του τελευταίου. Ότι μέχρι την έκδοση του ν. 4024/2011 λάμβανε κάθε μήνα κατ’ αποκοπή έξοδα κίνησης ύψους 295,50 ευρώ, όπως αυτό καθορίστηκε με τον ν.3845/ 2010, ενώ από 1-11-2011 ο εναγόμενος Δήμος επικαλούμενος τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 4024/2011 περιέκοψε παρανόμως το ανωτέρω ποσό που του καταβάλλονταν μηνιαίως ως έξοδα κίνησης κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (αγωγή).
Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κύρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 32 του ν.4024/ 2011 και τη μεταξύ αυτού και του εναγομένου συμβατική σχέση, άλλως κατά τις διατάξεις περι αδικοπραξιών κατά το άρθρο 105 του ΕισΝ.ΑΚ, άλλως κατά τις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 21.276,00 ευρώ για τα έξοδα κίνησης που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2014 μέχρι και 31-12-2019 (295,50 ευρώ X 72 μήνες), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της δεχόμενο αυτολεξεί τα εξής : « ….Ανακεφαλαιώνοντας, η αξίωση για την καταβολη του επίδικου επιδόματος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην έλλειψη της υπαλληλικής ιδιότητας στο πρόσωπο του ενάγοντος, διότι οι αμοιβές των δικηγόρων που απασχολούνται με έμμισθη εντολή στο δημόσιο τομέα καθορίζονται με κανονιστικές πράξεις και νόμους κατόπιν παραπομπής του σχετικού άρθρου του Κώδικα Δικηγόρων, πλην ενός χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ορίζονταν με ελεύθερη συμφωνία. Επομένως, εφόσον με τους σχετικούς νόμους που εκδόθηκαν δεν διατηρήθηκε το επίδομα κατ΄αποκοπή εξόδων κίνησης, η καταβολή του δεν έχει νόμιμο έρεισμα», χωρις ωστόσο (μετα από την απόρριψη της κύριας βάσης) να εξετάσει καμια από τις επικουρικές ως ανω βάσεις της αγωγής και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, κατ΄άρθρο 179 εδ.τελευτ.ΚΠολΔ.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπο κρίση έφεσή του για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Με το ως άνω όμως περιεχόμενο και αιτήματα η υπο κρίση αγωγή είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 246 του ν. 1181/1981 «Κώδικας Προσωπικού ΟΤΑ», 166 ν. 3584/2007 «Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων», 5 παρ. 3 ν. 2685/1999, ΚΥΑ 2040222/4110/0022/19.6.1998, ΚΥΑ 2/95080/0022/29.12.2008, όπως ο νόμος αυτός και οι εν λόγω ΚΥΑ ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους από 01-01-2016, δυνάμει των άρθρων 27 και 28 της υποπαραγράφου Δ.9 του άρθρου 2 του ν.4336/ 2015,4, 22 παρ.1, 32 παρ.1 Ν. 4024/2011,361,713 επ. 340επ., 345,346, 361 και 713 επ. ΑΚ, 70,907,908 και 176 του ΚΠολΔ. Επίσης, η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑ.Κ., περι αποζημιώσεως εξαιτίας των παράνομων πράξεων και παραλείψεων του εναγομένου, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, καθόσον η αθέτηση της σύμβασης καθεαυτή δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία, αλλά οι έννομες συνέπειές της ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση της ενοχής, εν προκειμένω δε, κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, η συμπεριφορά του εναγομένου Δήμου, δεν συνιστά αδικοπραξία, ήτοι αντίθεση προς το γενικό καθήκον του να μην προκαλεί κανείς υπαίτια ζημία σε άλλον ή αντίθεση στα χρηστά ήθη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ αντίστοιχα (βλ.σχετ. ολΑΠ 967/ 1973, ΑΠ 214/ 2006, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1647/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).
Περαιτέρω, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα είναι και η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ερειδόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφου δεν γίνεται στην αγωγή επίκληση επικουρικά της ακυρότητας της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντα, δεδομένου ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτος εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (που δεν συμβαίνει εν προκειμένω) και υπο την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/ 2003, ΑΠ 237/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της (και κατόπιν δεν ερεύνησε καμια από τις επικουρικές βάσεις της), έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και κατόπιν παραδοχής της κρινόμενης έφεσης ως κατ΄ουσίαν βάσιμης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 403/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να ερευνηθεί η από 10-06-2020 αγωγή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα (άρθρο 535 παρ.1 ΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή (πλην των αναγνωριστικών αγωγών για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και των αγωγών για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνων που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού), εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014 ΕΠολΔ 2014.542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005 ΕλλΔνη 2006.479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013 ΕφΑΔ 2013.779, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158, ΑΠ 1107/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Σημειωτέον δε ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιόν του, του δικαστικού ενσήμου, προς θεραπεία της ανωτέρω ερημοδικίας (ΕφΠειρ 74/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ.και Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου, αρθρ. 524, παρ. VI, αρ. 21, σελ. 226).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 254 παρ. 1α` ΚΠολ Δ, όπως αντικ. με το άρθρο 9 του ν. 2915/2001, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της κατ` έφεση δίκης (αρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 2915/2001), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η παρεχόμενη από την ανωτέρω διάταξη εξουσία περιλαμβάνει και το δικαίωμα του δικαστηρίου να διατάξει, εκτός των άλλων, την προσκομιδή των αναγκαίων διαδικαστικών ή αποδεικτικών εγγράφων, τα οποία επικαλούνται αλλά δεν προσκομίζουν οι διάδικοι, ιδίως δε των προσκομισθέντων και ληφθέντων υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983.219, ΑΠ 1520/2018, ΑΠ 1212/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2114/2009 ΝοΒ 2010,ΑΠ 235/2003 ΕλλΔνη2004.399, ΕφΠατρ 127/2018 ΝοΒ 2018.1649, ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453, ΑΠ108/87 ΕλλΔνη 29.295, ΕφΑΘ 1925/96 ΕλλΔνη 38.153).
Στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω αγωγή έχει καταψηφιστικό αίτημα και για το λόγο αυτό υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Από την επισκόπηση δε όλων των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι δεν έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπερ τρίτων) και η μόνη αναφορά περι τούτου υπάρχει στις από 5-10-2020 προτάσεις που κατέθεσε ο ενάγων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όπου γενικώς αναφέρει αυτολεξεί: «… Επειδή κατέβαλα το ανάλογο δικαστικό ένσημο για το περαν των 20.000,00 ευρώ ποσό ( άρθρ.34 ν. 4446/ 2016 )».
Κατόπιν δε τούτων, πρέπει κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της που έχει κηρυχθεί περατωμένη, προκειμένου να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) για το αντικείμενο της ανωτέρω αγωγής, ενόψει του ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών δεν το έχει καταβάλει.
Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 227 του ΚΠολΔ προκειμένου να κληθεί ο ενάγων να συμπληρώσει το εν λόγω κενό, αφού ούτε καν επικαλείται (και δεν προσκομίζει ούτε στο Δικαστήριο τούτο) συγκεκριμένα το απαιτούμενο κατά τα ανωτέρω δικαστικό ένσημο.
Τέλος, δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθόσον αυτή δεν είναι οριστική (ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ2012.342).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 6-4-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2021) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.403/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Εξαφανίζει την ως ανω εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.403/ 2021 απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 16-06-2020 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2020) αγωγής.
Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής απόφασής του.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, με την επιμέλεια του εκκαλούντος – ενάγοντος, το παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο, μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων) για το αντικείμενο της ως άνω αγωγής.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ