Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 397 /2022

Αριθμός     397/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :

α. ………β. ……….γ. ……..δ. ………, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα αγωγή από την ασκούσα την γονική μέριμνα και της επιμέλειά της, μητέρα της ………ε. ……., ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα αγωγή από την ασκούσα την γονική μέριμνα και της επιμέλειά του, μητέρα του ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο, Ιωάννη Καπελάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:α) Ετερόρρυθμης εταιρίας ………β) ……… νόμιμου εκπροσώπου της ετερόρρυθμης εταιρίας ……..γ) ……….. οι οποίοι  παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιός τους δικηγόρου, Μαρίας Χατζηχριστοδούλου.δ) …….. νομίμου εκπροσώπου της ετερόρρυθμης εταιρίας ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Μαρία Χατζηχριστοδούλου.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 2.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ……../…../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 155/2019  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτηση για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους και η υπ΄ αριθμ.  1832/2021 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από  3.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 3.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8765/600/2021 έφεση κατά της με αριθμό 1832/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ) ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β εδ.α, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄ ΚΠολΔ) καθόσον κανένας από τους διαδίκους δεν επικαλείται επίδοσή της, από τη δημοσίευση δε αυτής (6.9.2021) μέχρι την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015). Επομένως η ένδικη έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την βασιμότητα των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) δεδομένου ότι για τις υποθέσεις που αφορούν εργατικές διαφορές δεν καταβάλεται παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012..

Με την από 2.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή τους, οι ήδη εκκαλούντες ενάγοντες εξέθεταν ότι ο Αλβανός υπήκοος, ……….., σύζυγος της πρώτης των εναγόντων και πατέρας των δύο πρώτων ενηλίκων και των ανήλικων λοιπών (εναγόντων) αντίστοιχα, δυνάμει προφορικής συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 13- 11-2015 και διάρκειας από 13-11-2015 έως 15-11-2015, με την πρώτη εφεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρεία με έδρα την Αίγινα, της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι είναι οι δεύτερος και τέταρτος των εφεσιβλήτων, προσλήφθηκε από αυτή (την πρώτη των εναγομενων) για να εργαστεί σε αποθήκη που αυτή χρησιμοποιούσε ιδιοκτησίας της τρίτης των εφεσιβλήτων, σε αντικατάσταση πλακιδίων και σοβατίσματος και αποξήλωση των προοριζομένων για αντικατάσταση κυματοειδών φύλλων αμιαντοτσιμέντου (hellenit) της οροφής της ως άνω αποθήκης, στις 16-11-2015 δε, κατά τη διενέργεια των ως άνω επιπρόσθετων εργασιών, υπέστη υπό τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής συνθήκες εργατικό ατύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατό του στις 27-11-2015 και το οποίο οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, η οποία συνίσταται στη μη λήψη των νόμιμων απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και προστασίας των εργαζομένων, κατά παράβαση των διατάξεων του Π.Δ. 212/2006, του Ν. 385012010, του Π.Δ. 17/1996, του Π.Δ. 778/1980, του Ν. 1396/1983, του Π.Δ. 1073/1981 και του Π.Δ. 396/1984, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, η πρώτη εξ αυτών ως εργοδότρια του ως άνω θανόντος συγγενούς τους, οι δεύτερος και τέταρτος εξ αυτών ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης – εργοδότριας του ως άνω θανόντος συγγενούς τους και η τρίτη εξ αυτών ως ιδιοκτήτρια της αποθήκης – τόπου εργασίας, να καταβάλουν σε έκαστο εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των 500.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης την οποία υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους συνεπεία του ως άνω εργατικού ατυχήματος, ενώ επιφυλάχθηκαν ο καθένας  για το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ να το ζητήσουν από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια υπό την ιδιότητά τους, ως πολιτικώς εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία του ως άνω εργατικού ατυχήματος (16-11-2015), άλλως από την ημεροχρονολογία του ως άνω θανάτου του συγγενούς τους (27-11-2015), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και επομένως τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ και εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο λόγω σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού λόγω της θεμελίωσης των αξιώσεων σε αυτό, ενώ την έκρινε νόμιμη. Στη συνέχεια διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί το αλλοδαπό (αλβανικό δίκαιο) για τον τρόπο ίδρυσης συγγένειας γονέων τέκνων και την εκπροσώπηση των ανηλίκων στα δικαστήρια και σε επίσημη μετάφραση πιστοποιητικά γέννησης και οικογενειακής κατάστασης των εκκαλούντων. Ακολούθως, αφού είχαν προσκομιστεί όλα τα παραπάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κρίνοντας ότι μεταξύ των διαδίκων μερών δεν καταρτίστηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά έργου και ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες ενάγοντες για τους λόγους που αναφέρουν στην κρινόμενη έφεσή τους και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Προϋπόθεση για την θεμελίωση της ευθύνης από εργατικό ατύχημα που στηρίζεται τόσο στις διατάξεις του ν. 551/1914 όσο και στις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (ΑΚ 297, 298, 914 επ) είναι η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ήτοι η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 374/2018, ΑΠ 1253/2014, ΑΠ 296/2012, ΑΠ 242/2008 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως είναι η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών και η ασφάλιση στο ΙΚΑ (ΑΠ 71/2010 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 1846/1951, ως εργοδότες θεωρούνται τα «φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους» (περ. α΄), «για δε τις οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων,  υπεργολάβων) ως εργοδότης θεωρείται για μεν την καταβολή εισφορών ο κύριος του ανεγειρόμενου, συμπληρούμενου, μεταρρυθμιζόμενου, επισκευαζόμενου ή κατεδαφιζόμενου κτίσματος, για δε την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 9 και τα μεσολαβούντα τρίτα πρόσωπα, εργολάβος και υπεργολάβος, με τους οποίους οι εργαζόμενοι είχαν συνάψει σύμβαση εργασίας (περ. γ΄). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου για  οικοδομικές εργασίες, ως εργοδότης από απόψεως εφαρμογής του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζόμενους στο οικοδομικό έργο (ΑΠ 1417/1991, ΕλλΔνη 1993.52, ΕφΑθ 9623/1995, ΕλλΔνη 1996.1411, ΕφΘεσ 107/1994 Αρμ. 1994,823). Η ευθύνη του κύριου του οικοδομικού έργου, που αναθέτει με σύμβαση έργου την εκτέλεσή του σε άλλον (εργολάβο) μπορεί να απορρέει όχι μόνο από την ιδιότητά του ως πλασματικού εργοδότη, αλλά και με βάση σχέση προστήσεως που μπορεί να υπάρχει μεταξύ αυτού και του εργολάβου κατά το άρθρο 922 ΑΚ, προϋπόθεση δε της ευθύνης του προστήσαντος είναι ότι ο προστηθείς, κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως, τελούσε κάτω από τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του. Για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στο δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Δηλαδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691 Α.Κ. καθώς και εκείνης του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 1396/1983 προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται κατ` αρχήν προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του ρητώς ή σιωπηρώς τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη. Επομένως για τη θεμελίωση αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως κατά του υπαιτίου του ατυχήματος, ως και κατά εκείνου ο οποίος με σύμβαση έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου όπου συνέβη το ατύχημα, αναγκαία προϋπόθεση είναι ο εργοδότης να έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, στοιχεία τα οποία συνιστούν την ιδιότητα του τελευταίου ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο (Α.Π. 412/2018, ΑΠ 1840/2011 δημ. νόμος). Για το ορισμένο, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, της σχετικής αγωγής που στηρίζεται στην ευθύνη του προστήσαντος για την αδικοπραξία του προστηθέντος, ενόψει της αναμφίβολα γνωστής έννοιας της προστήσεως, όπως αυτή προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αρκεί να αναφέρεται μόνο η ανάθεση με σύμβαση μισθώσεως έργου  της κατασκευής του οικοδομικού έργου από τον εργοδότη (κύριο του έργου) στον εργολάβο και το γεγονός ότι ο πρώτος προέστησε τον δεύτερο κατά την εκτέλεση του έργου, οπότε θεωρείται ότι προβάλλονται με την αγωγή τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της έννοιας της προστήσεως γεγονότα, μεταξύ των οποίων και από τη σύμβαση διαφύλαξη δικαιώματος του εργοδότη για παροχή οδηγιών και εντολών προς τον υπαίτιο της αδικοπραξίας – εργολάβο (ΜΕφΔωδ 21/2015 δημ. Νόμος). Κατά την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, υπάγεται στην ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος σε εργατικό ατύχημα ή λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ’ αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ’ αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση του ατυχήματος αυτού, δοθέντος ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που τελέστηκε εξ αφορμής της εργασίας (ΑΠ 182/2015 δημ. νόμος, ΕφΚρ 473/2007 ΕλλΔνη 2008, 1474, ΕφΠατρ 695/2007, ΕφΛαρ 158/2001 δημ. νόμος).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προγενεστέρα της εκκαλουμένης με αριθμό 155/2019 απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του άνω Δικαστηρίου, τις τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις κατοίκων Αίγινας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……… που δόθηκαν με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η έκθεση αυτοψίας εργατικού ατυχήματος που υπογράφουν δύο επιθεωρητές ασφάλειας και υγείας στην εργασία και από τις ομολογίες των διαδίκων, για τις οποίες θα γίνει ειδική μνεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16.11.2015 κατά την διάρκεια εκτέλεσης εργασιών στα πλαίσια συντήρησης αποθήκης κυριότητας της τρίτης εφεσίβλητης που χρησιμοποιούσε η πρώτη εφεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρία διαχειριστές της οποίας είναι οι δεύτερος και τέταρτος των εφεσιβλήτων, για τις ανάγκες της επιχείρησης καφεζαχαροπλαστείου και η οποία βρίσκεται επί των οδών …. και ………. στην Αίγινα τραυματίστηκε θανάσιμα  ο σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας και πατέρας των λοιπών ηλικίας τότε 44 ετών. Η αποθήκη αυτή είχε επισκευαστεί τη δεκαετία του 80, µε την τοποθέτηση ελλενίτ στην οροφή της και στις αρχές Νοεµβρίου 2015, οι ανωτέρω διαχειριστές αποφάσισαν την συντήρηση της αποθήκης µε την αντικατάσταση του υπάρχοντος ελλενίτ µε πάνελ πολυουρεθάνης από λαµαρίνα, σοβάτισµα και επίστρωση του δαπέδου µε τσιµεντοκονία. Την πρώτη εργασία ανέθεσαν στον σιδηρουργό ………., ο οποίος αφού µέτρησε τις διαστάσεις της σκεπής και παρήγγειλε τα σχετικά δοµικά υλικά, ανέµενε την ολοκλήρωση των λοιπών εργασιών που ανατέθηκαν στον συγγενή των εκκαλούντων ……….. και ……… έναντι συµφωνηθείσας αµοιβής 300 ευρώ. Οι εργασίες σοβατίσµατος και τσιµεντοκονίας – που προηγούνταν της αντικατάστασης του ελλενίτ – πραγµατοποιήθηκαν στις 13 και 14 Νοεµβρίου 2015, ενώ την 15η Νοεµβρίου ο ανωτέρω …….., εµφανίσθηκε στο προαναφερθέν καφεζαχαροπλαστείο, όπου και έλαβε τη συµφωνηµένη αµοιβή του από τον δεύτερο εφεσίβλητο. Στη συνέχεια μετέβη στο χώρο της αποθήκης και ανέβηκε στη σκεπή, µε σκοπό να αφαιρέσει τα φύλλα του παλιού ελλενίτ. Κατά την προσπάθειά του αυτή, έπεσε από την σκεπή ύψους 2 µέτρων µε συνέπεια τον τραυµατισµό του. Ο τραυµατισθείς διεκοµίσθη µεν αυθηµερόν στο ΓΝΑ Ευαγγελισµός, ωστόσο απεβίωσε την 27.11.2015, νοσηλευόµενος στην ΜΕΘ. Κατά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου τούτου προφανώς και η οποιαδήποτε εργασία την οποία εκτέλεσε ο θανών έγινε κατόπιν εντολής και όχι από δική του πρωτοβουλία δεδομένου ότι οι εφεσίβλητοι δεν διευκρινίζουν ποιες διαφορετικές της αφαίρεσης των ελλενίτ εργασίες έπρεπε να τελέσει ο θανών. Την εντολή την έδωσε η προστήσασα τρίτη εφεσίβλητη ιδιοκτήτρια της αποθήκης ως κυρία του έργου και άρα πλασματική εργοδότρια που είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου στον υπαίτιο στη συγκεκριμένη περίπτωση προστηθέντα δεύτερο εφεσίβλητο που προσέλαβε το θανόντα χωρίς να διορίσει για την εκτέλεση του έργου τεχνικό ασφαλείας. Αυτό συνάγεται από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας καθόσον ο θανών προσήλθε σε καφενείο να πάρει από αυτόν (δεύτερο εφεσίβητο) τα κλειδιά της αποθήκης και αυτός προκατέβαλε το εργολαβικό αντάλλαγμα. Ο θανών θα πραγματοποιούσε εντός δύο ημερών τις εργασίες που του ανατέθηκαν με τη βοήθεια του ………, χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία της κυρίας του έργου και του προστηθέντος αυτής, αλλά δεν είχε  την πρωτοβουλία στην εκτέλεση των εργασιών. Επειδή οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν στο αποτέλεσμα και όχι στην εργασία, η δε πραγμάτωση του έργου συμφωνήθηκε ότι θα επιφέρει και πράγματι επέφερε τη λύση της σύμβασης, η σύµβαση που συνήφθη µεταξύ του θανόντος και του δευτέρου εφεσιβλήτου συνιστά σύµβαση έργου, και όχι διήμερη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις περί εργατικού ατυχήµατος, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση. Όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο διότι οι διατάξεις του γενικού δικαίου (αδικοπραξιών) εφαρμόζονται και στη σύμβαση έργου, και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της αναφοράς των διατάξεων της προστήσεως, ακόμα και δεν οριζόταν ότι η τρίτη εφεσίβλητη ήταν η κυρία του έργου, όφειλε να ερευνήσει τις παραλείψεις της προστηθείσας τρίτης εφεσίβλητης κυρίας του έργου πλασματικής εργοδότριας και του προστηθέντος αυτής δευτέρου εφεσιβλήτου που προσέλαβε το θανόντα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού και αυτή η αξίωση είχε ορθώς εισαχθεί ορθώς με την  διαδικασία των εργατικών (ήδη περιουσιακών) διαφορών. Σύμφωνα δε με την από 17.10.2016 έκθεση αυτοψίας του σώματος επιθεώρησης εργασίας ΚΕΠΕΚ Πειραιά και Νοτίου Αιγαίου που συντάχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπογράφουν οι ………. και ………..: “Ο εργοδότης, αναθέτων την εργολαβία της αντικατάστασης των κυματοειδών φύλλων αμιαντοτσιμέντου της στέγης του δομήματος της αποθήκης άνευ εγγράφου εργολαβικού συμφωνητικού μετά του θανόντος οικοδόμου, το οποίο να έχει κατατεθεί στην αρμόδια ΔΟΥ, ανέλαβε και την ευθύνη της οργάνωσης των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων κατά την συγκεκριμένη εργασία, ως προστήσας κατά τους νομικούς όρους ως κύριος του έργου Ν. 3164/2003 (ΦΕΚ 176/Α/2003) άρθρο 2 σε συνδυασμό με το ΠΔ 212/2006 (ΦΕΚ 212/Α/2006) άρθρο 3 παραγρ, 1 και άρθρο 14. Εάν δεν γνώριζε την φύση της συγκεκριμένης εργασίας αποξήλωσης επικάλυψης στέγης εκ κυματοειδών φύλλων αμιαντοτσιμέντου, ώστε να δώσει κατευθύνσεις και οδηγίες σχετικές με την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στο έργο, όφειλε να αναθέσει την διαδικασία αυτή σε εξειδικευμένο Μηχανικό, ως τεχνικό ασφαλείας των εργασιών στο έργο Ν.1396/1983 (ΦΕΚ 126 A/198) άρθρo 2 και 3.” Σύμφωνα με την παραπάνω τεχνική έκθεση ο εργοδότης (εδώ η τρίτη εφεσίβλητη προστήσασα) εμπίπτει σε τρεις παραλείψεις: 1) παράλειψη μέριμνας ανάθεσης κατασκευής εξωτερικού ικριώματος περιμετρικά του δομήματος της αποθήκης, φέροντος το δάπεδο εργασίας των εργαζομένων επί των εργασιών της αποξήλωσης των φύλλων επικάλυψης της στέγης, κειμένου ύπερθεν των κυματοειδών φύλλων, χωρίς επαφή των εργαζομένων με αυτά, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ανωτέρω και άνευ κινδύνου θραύσεως των κυματοειδών φύλλων υπό την επενέργεια εξωτερικών φορτίων σύμφωνα με το ΠΔ 778/1980 (ΦΕΚ 193/Α/26-8-1980) άρθρο 19. 2) παράλειψη ανάθεσης των εργασιών αποξήλωσης και απομάκρυνσης των κυματοειδών φύλλων αμιαντoτσιμέντος σε εξειδικευμένη εταιρεία στον χώρο παρεμφερών εργασιών λόγω του ιδιαίτερου κινδύνου του υλικού του αμιάντου ως προς την υγεία των εργαζομένων, εξ αιτίας της έκλυσης στο περιβάλλον της κόνεως των ινών του αμιάντου, οι οποίες εκλύονται κατά την κατεργασία, τριβή, διάτρηση του φύλλου αμιαντoτσιμέντου, και 3) παράλειψη χορήγησης μέσων ατομικής προστασίας, (κράνος προστασίας, μάσκα προσώπου, φόρμα προστασίας, παπούτσια εργασίας)  σύμφωνα με το ν. 3850/2010.” Μάλιστα η έκθεση αυτοψίας καταλογίζει συνυπαιτιότητα και στο θανόντα διότι όφειλε να γνωρίζει την πρακτική της εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας αποξήλωσης, και να ζητήσει από τον εργοδότη την συνδρομή παροχής οδηγιών ορθής εκτέλεσης των εργασιών, να κατασκευάσει ικρίωμα με δάπεδο εργασίας διαφορετικό από την επιφάνεια των κυματοειδών φύλλων αμιαντοτσιμέντου, ώστε να αποφύγει την επαφή, (ως επιβολή φορτίου), με την επιφάνεια του κυματοειδούς φύλλου αμιαντοτσιμέντου, εφ’ όσον τα δώματα αυτά χαρακτηρίζονται ως μη βατά, να επιδιώξει τη χρήση μέσων ατομικής προστασίας και ιδιαίτερα μάσκας αναπνευστικής και κράνους και να ενημερώσει την πλασματική εργοδότρια για τους κινδύνους επιβολής φορτίου επί των φύλλων αμιαντοτσιμέντου έναντι θραύσεως. Η προστήσασα τρίτη εφεσίβλητη και ο προστηθείς αυτής δεύτερος εφεσίβλητος έπρεπε να επιβάλουν λεπτομερή έλεγχο εκ των προτέρων της έναρξης των εργασιών εκ μέρους του θανόντος, από θέση μη επιτρέπουσα την άσκηση φορτίων επί της επιφανείας του αμιαντόφυλλου, δηλαδή θα απαιτείτο η κατασκευή ικριώματος φέροντος ανεξάρτητου δαπέδου εργασίας, υπερκείμενο της επιφανείας του αμιαντόφυλλου, μη επιτρέποντας την άσκηση φορτίων επί αυτής, και για να αποκλειστεί η πιθανότητα της παρουσίας προγενέστερης τυχόν ρωγμής της επιφανείας του κυματοειδούς αμιαντόφυλλου για διάφορες αιτίες, (προγενέστερη φόρτιση, κρούση, κραδασμοί), γεγονός το οποίο θα εξέθετε επί το δυσμενέστερο την επιφάνεια του φύλλου έναντι της αντοχής του σε κάμψη λόγω επιβολής μελλοντικών φορτίων. Η τεχνική έκθεση καταλήγει ότι “η άνοδος του θανόντος επί της επικάλυψης της στέγης της αποθήκης, ευρισκομένου άμεσα σε επαφή με την’ επιφάνεια των κυματοειδών φύλλων προς έναρξη των εργασιών αποξήλωσης αυτών, άνευ κατασκευής ικριώματος δαπέδου εργασίας κατά τα ανωτέρω, αποτελεί στοιχείο ισχυρής αμελείας εκ μέρους των εμπλεκομένων ούτως ή άλλως, ότι η παράλειψη εκ μέρους της πλασματικής εργοδότριας και του προστηθέντος αυτής να ορίσει εξειδικευμένο Μηχανικό, ως Τεχνικό ασφαλείας επί των εργασιών στο έργο, απετέλεσε κρίσιμο παράγοντα συντέλειας του εργατικού ατυχήματος”. Επομένως ο θάνατος κατά την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας του συγγενικού προσώπου των εκκαλούντων οφείλεται σε αμέλεια της τρίτης εφεσίβλητης κυρίας του έργου πλασματικής εργοδότριας και του προστηθέντος αυτής δευτέρου εφεσιβλήτου και συνεπώς λόγω της αδικοπραξίας αυτών οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τους εκκαλούντες (άσχετα από το βαθμό συνυπαιτιότητας του συγγενικού τους προσώπου, όπως περιγράφεται στην παραπάνω έκθεση). Να σημειωθεί ότι η απαλλαγή λόγω αμφιβολιών των εφεσιβλήτων από το ποινικό Δικαστήριο με πρόσφατη μη εισέτι αμετάκλητη απόφαση, δεν δεσμεύει αλλά εκτιμάται ελεύθερα καθώς η κατάφαση ποινικής ευθύνης με σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως έχει διαφορετικές προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν δόθηκε η εντολή αποξήλωσης των φύλλων ελενίτ. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η αμελής συμπεριφορά της τρίτης και του δευτέρου των εφεσιβλήτων συνίσταται στην εξ αρχής ανάθεση εργασίας σε χώρο με φύλλα αμιάντου στο θανόντα και η παράλειψη τους να τοποθετήσουν κατασκευή εξωτερικού ικριώματος περιμετρικά του δομήματος της αποθήκης, φέροντος δάπεδο εργασίας των εργαζομένων επί των εργασιών της αποξήλωσης των φύλλων επικάλυψης της στέγης, κειμένου ύπερθεν των κυματοειδών φύλλων, χωρίς επαφή των εργαζομένων με αυτά, ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν εκ των προτέρων οποιαδήποτε εργασία και αν τελείτο την αποθήκη αυτή. Η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τον θανατηφόρο τραυματισμό του εργαζόμενου στο χώρο και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εργασίας, αφού ακόμη και αν αυτός δεν ανέβαινε στην σκεπή προς αφαίρεση των φύλων ελενίτ θα ερχόταν σε επαφή με τη στέγη για την εκτέλεση των υπόλοιπων εργασιών επισκευής που του είχαν ανατεθεί, ενώ αν είχε τοποθετηθεί κατασκευή εξωτερικού ικριώματος περιμετρικά του δομήματος της αποθήκης με δάπεδο εργασίας των εργαζομένων κειμένου ύπερθεν των κυματοειδών φύλλων θα αποκλειόταν οποιαδήποτε επαφή των εργαζομένων στην αποθήκη με τη στέγη γεγονός που θα διέκοπτε την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στην παράλειψη αυτή και την πτώση από τη στέγη που επέφερε το θανάσιμο τραυματισμό.

Περαιτέρω από τα προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι ο θανών, ο οποίος ήταν 44 ετών, κατά το χρόνο του θανάσιµου τραυµατισµού του εκ του επιδίκου ατυχήµατος, είχε άριστη υγεία και βρισκόταν σε στενό συναισθηµατικό δεσµό µε τους εκκαλούντες σύζυγο και ενήλικα και ανήλικα τέκνα του που λόγω του αιφνίδιου και βίαιου θανάτου του συζύγου και πατέρα τους, υπέστησαν, όπως ήταν επόµενο, βαθύτατο πόνο και θλίψη, καθόσον οι σχέσεις τους ήταν άριστες, χωρίς να έχουν ποτέ διαταραχθεί για οποιαδήποτε αιτία, συνδέονταν δε µεταξύ τους µε στενούς δεσµούς στοργής και αγάπης (ΟλΑΠ 21/2000  δημ. σε νόμος). Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση θανατώσεως προσώπου εξετάζεται η ηλικία τόσο του θύματος όσο και των μελών της οικογένειας του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη ενώ επιπλέον λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη (βλ. Πατεράκη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995 σελ. 336 και 338) και στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι ο θανών απεβίωσε την ώρα της εργασίας του θεωρείται αυξητικός παράγων του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι σε καθένα από τους εκκαλούντες πρέπει να επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών του εργατικού ατυχήματος, της ηλικίας του θανόντος (44 ετών), αφού ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι είχε συνυπαιτιότητα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έκθεση αυτοψίας, η κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και η εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, και η αρχή της αναλογικότητας, το ύψος της πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 15.044 ευρώ για καθένα από τους εκκαλούντες και όχι στο ποσό των 2.500.000 ευρώ που αυτοί ζητούν συνολικά. Το παραπάνω ποσό κρίνεται δίκαιο και εύλογο κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ το οποίο οι εκκαλούντες ενάγοντες δήλωσαν με την αγωγή τους ότι εισήγαγαν ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος εφέσεως ως βάσιμος στην ουσία του μόνο ως προς την τρίτη και δεύτερο των εφεσιβλήτων και να απορριφθεί ως προς την ετερόρρυθμη εταιρία και τον τέταρτο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής των οποίων δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική συμπεριφορά.

Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι επειδή ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136), τα όσα αναφέρονται από τους εκκαλούντες στο δεύτερο λόγο έφεσης περί πλημμελών αιτιολογιών προβάλλονται αλυσιτελώς και κρίνονται απορριπτέα. Ακολούθως θα πρέπει η κρινόμενη από 3.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 1832/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εφεσιβλήτων και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους λοιπούς. Θα κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ, και θα δικαστεί στην ουσία της η από 2.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή η οποία έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, 681, 699, 346, 914, 922, 926 και 932 του ΑΚ, ενώ να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται για το καταψηφιστικό της αίτημα δικαστικό ένσημο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε µε το β.δ. της 24.7/ 25.8.1920, που διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 52 αριθ. 8 του ΕlσΝΚΠολΔ, και το οποίο εφαρμόζεται για την ταυτότητα του νομικού λόγου και αναφορικά με τα αιτήματα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης (ΕφΑθ 11534/1991 ΕλλΔνη 1993,178). Μετά ταύτα πρέπει η αγωγή να γίνει κατά δεκτή κατά ένα μέρος ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εφεσιβλήτων και να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθένα από τους εκκαλούντες το ποσό των 15.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 75.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο επιδικίας (άρθρο 346 του ΑΚ) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, επειδή οι δεύτερος και τρίτη των εφεσιβλήτων ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2  και 183 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εφεσιβλήτων και εκκαλούντων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων από 3.11.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 1832/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη και τέταρτο των εφεσιβλήτων

Δέχεται κατ’ουσίαν την έφεση ως προς το δεύτερο και τρίτη των εφεσιβλήτων

Εξαφανίζει ως προς αυτούς την με αριθμό 1832/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από 2.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή

Δέχεται εν μέρει την από 2.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων

Υποχρεώνει τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον σε κάθε ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) και συνολικά το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000) με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της ως άνω εναγομένων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Συμψηφίζει τα λοιπά δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30  Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ