Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 117/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης   117/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντων: 1) ………. 2) ………… και 3) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Ανούστη.

Εφεσίβλητων: 1) ………. 2) …….. και 3) ……….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Δάσκα.

Οι ενάγουσες ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι από 18.7.2007 και 19.7.2007 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης …/2007 και …../2007 αντίστοιχα αγωγές, τις οποίες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού, με την απόφασή του 4442/2013, ανέβαλε τη συζήτηση των ανωτέρω αγωγών, με την απόφαση 4899/2018 απέρριψε την πρώτη και δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 29.11.2019 έφεση των εναγομένων κατά της οριστικής από-φασης 4899/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 19.7.2007 αγωγή και απορρίφθηκε η από 18.7.2007 αγωγή των εναγουσών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, από το δεύτερο εκκαλούντα, αρκούντος ενός μόνο παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ και Γ εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Οι ενάγουσες ………, με την από 18.7.2007 αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου – Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιστορούσαν ότι στις 30.6.2001 αποβίωσε ο αδερφός τους, ……….., ο οποίος δεν κατέλειπε διαθήκη, ενώ ήταν διαζευγμένος και χωρίς τέκνα. Ότι μέρος της κινητής περιουσίας του εκλιπόντος αποτελούσε η ειδικά αναφερόμενη δίγραμμη επιταγή ποσού 290.535,58 ευρώ, εις διαταγήν του (εκλιπόντος), με ημερομηνία πληρωμής την 20.6.2002, ποσό το οποίο προερχόταν από το ποσό των 90.000.000 δραχμών ή 264.123,25 ευρώ, που κατέθεσε στο λογαριασμό του τέταρτου εναγόμενου …………, μαζί με την απόδοσή του (26.412,33 ευρώ) ύστερα από ένα έτος. Ότι, μετά το θάνατο του αδερφού τους, η πρώτη εναγόμενη – σύντροφος του εκλιπόντος, συνοδευόμενη από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους (γιους της) εμφάνισε την επιταγή προς είσπραξη, η οποία είχε συμπληρωθεί από την πέμπτη εναγόμενη, κατόπιν εντολής του τέταρτου εναγόμενου, με το όνομα της πρώτης εναγόμενης, ως επιπλέον εις διαταγήν δικαιούχου και τη ρευστοποίησε πρόωρα, λαμβάνοντας μικρότερο ποσό (272.227,86 ευρώ). Ότι από την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη των εναγομένων (πλαστογραφία και υπεξαίρεση), απώλεσαν, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αδερφού τους, κατά το μερίδιό τους – 1/3 ο καθένας το ποσό της επιταγής, ενώ υπέστησαν και σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης σε καθένα τους, ποσού 30.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρον από το συνολικό ποσό των 126.845,19 ευρώ, άλλως 120.742,62 ευρώ (ανάλογα με το επιδικασθέν ποσό, είτε της αρχικής επιταγής – 290.535,58 ευρώ Χ 1/3, είτε της προεξοφληθείσας – 272.227,86 ευρώ Χ 1/3 ως αποζημίωση και από 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση), κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών και επικουρικά μ’ αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εξάλλου, με την από 19.7.2007 αγωγή οι ίδιες ενάγουσες, ιστορούσαν ότι οι τρεις εναγόμενοι (η σύντροφος του εκλιπόντος και οι δύο γιοι της), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό των 330.330,15 ευρώ, σύμφωνα με τον τίτλο – αποδεικτικό δικαιώματος αγοράς μετοχών της εταιρίας “….. ….. …..”, που συνάφθηκε μεταξύ του εκλιπόντος και της ως άνω εταιρίας, με ημερομηνία άσκησης δικαιώματος 11.10.2001, το οποίο αυτοί (ενάγουσες) δικαιούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αδερφού τους ………., προέβησαν στις ειδικά αναφερόμενες αδικοπρακτικές συμπεριφορές εναντίον τους (πλαστογραφία με χρήση άνω των 120.000 ευρώ, που τελέστηκε με την κατάρτιση, στις 24.12.2001, πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης του εκλιπόντος, της οποίας έκανε χρήση η πρώτη εναγόμενη, απάτης στο δικαστήριο, κατ’ εξακολούθηση, με όφελος άνω των 120.000 ευρώ, με την προσκομιδή της (πλαστής διαθήκης), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δημοσίευσή της και την κήρυξή της ως κυρίας και στη συνέχεια εκ νέου για την έκδοση κληρονομητηρίου, ώστε να εισπράξει το ως άνω ποσό καθώς και απόπειρας υπεξαίρεσης του ποσού του ως άνω τίτλου, που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ). Κατόπιν τούτων, ζητούσαν, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον καθένα τους από ποσό 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της σημαντικής ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από τις ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις σε βάρος τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 4442/2013, αφού συνεκδίκασε τις δύο αγωγές αντιμωλία των διαδίκων, τις έκρινε νόμιμες, ως στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 297, 904, 914, 932 του Α.Κ., σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 216 παρ. 3, 375 παρ. 2 του Π.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ., πλην του επικουρικού αιτήματος της πρώτης αγωγής, για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο στηριζόταν στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ανέβαλε δε, την συζήτησή τους, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της συναφούς ποινικής διαδικασίας, που εκκρεμούσε. Σημειωτέον ότι το νόμιμο της δεύτερης αγωγής πρέπει να συμπληρωθεί με τη διατάξεις των άρθρων 926 του Α.Κ. και 386 παρ. 3 – 1 του Π.Κ. Μετά την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την πρώτη αγωγή και δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη και ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι οι τρεις εναγόμενοι σ’ αυτήν οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στις ενάγουσες, ως χρηματική ικανοποίηση, από το ποσό των 40.000 ευρώ. Ήδη, κατά της τελευταίας απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί και η δεύτερη αγωγή στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά 4442/2013 δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία (τα σχετικά 13, 63, 65, 66, 77, 78, 82 έως 114, Ν6, Ν8, Ν11 και Ν13 έως Ν16 των εφεσίβλητων, δεν προσκομίζονται, επειδή, όπως αναφέρουν στις προτάσεις τους, απωλέστηκαν, κατά το στάδιο της παραλαβής των σχετικών από τους διαδίκους, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης), λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …….., ο οποίος ήταν αδελφός των εφεσίβλητων – ………., αποβίωσε αιφνιδίως στις 30.6.2001 από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο θανών, από το έτος 1969, συμβίωνε με την πρώτη εκκαλούσα, …….., η οποία έχει δύο υιούς τους ……. και ……… – ήδη δεύτερο και τρίτο εκκαλούντες. Ο ………., ήδη από το έτος 1998 προέβαινε, μέσω του ασφαλιστικού πράκτορα …………., σε επενδύσεις, συμμετέχοντας σε διάφορα επενδυτικά προγράμματα της εταιρείας, με την επωνυμία “….. ….. ..”. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο θανών, εκτός άλλων επενδύσεων, στις 11.10.2000 είχε καταβάλλει στον ………. ως διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας “….. ….. …..”, το ποσό των 100.500.000 δραχμών, το οποίο είτε θα χρησιμοποιούνταν για την αγορά 27.409 μετοχών της ανωτέρω εταιρείας, στις 11.10.2001, είτε θα επιστρεφόταν, την ίδια ημερομηνία, εντόκως με επιτόκιο 12% στον καταβάλλοντα. Επιπλέον, ο ως άνω θανών είχε συνάψει με την ίδια εταιρία (….. ….. Α.Ε.Γ.Α.) ασφαλιστήρια συμβόλαια στα οποία είχε ορίσει δικαιούχους την πρώτη εκκαλούσα και τα τέσσερα εγγόνια της (τέκνα των λοιπών εκκαλούντων – υιών της). Τρεις σχεδόν μήνες μετά τον θάνατο του …………, μετά από αίτηση του τρίτου εκκαλούντος, στις 17.9.2001 εκδόθηκε το πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό …./ 17.9.2001, το οποίο βεβαίωνε ότι μέχρι την ημερομηνία αυτή (17.9.2001) δεν είχε δημοσιευθεί διαθήκη του ως άνω θανόντος και το οποίο ήταν απαραίτητο προκειμένου να εισπραχθούν από τους ως άνω δικαιούχους τα χρηματικά ποσά από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια της εταιρείας ….. ….. .. Έτσι λίγες ημέρες μετά την έκδοση του ως άνω πιστοποιητικού, εισέπραξαν η πρώτη εκκαλούσα και τα τέσσερα εγγόνα της (τέκνα των λοιπών εκκαλούντων – υιών της) τα ποσά που, όπως προαναφέρεται, ανέρχονταν σε 44.833.894 δραχμές για την πρώτη εκκαλούσα και σε 27.664.000 δραχμές για καθένα από τα εγγόνια της. Στην συνέχεια, η πρώτη εκκαλούσα κατέθεσε, στις 24.12.2001, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, την από 17.12.2001 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2001 αίτησή της, με την οποία ζήτησε να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η προσκομισθείσα στο Δικαστήριο από 7.2.2001 ιδιόγραφη διαθήκη, για την οποία ισχυρίσθηκε ότι είχε γραφεί από τον θανόντα και ανευρέθηκε αργότερα. Σύμφωνα με τη διαθήκη αυτή ο τελευταίος κατέλειπε στις τρεις αδελφές του και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία το επί της οδού Δωδεκανήσου 29 διαμέρισμά του, στο Κερατσίνι και το 50% της εξοχικής του κατοικίας στη ……….. Σαλαμίνας, ενώ εγκαθιστούσε την πρώτη εκκαλούσα κληρονόμο σε ολόκληρη την κινητή του περιουσία, τα χρηματικά ποσά, τις μετοχές και τα αμοιβαία κεφάλαια που διατηρούσε. Η διαθήκη αυτή προσκομίσθηκε στο δικαστήριο στις 11.1.2002, κατά την οποία συζητήθηκε η ανωτέρω αίτηση, εξετάσθηκε δε, ως μάρτυρας σχετικά με την γνησιότητά της ο ………., ο οποίος βεβαίωσε την γνησιότητά της, αναφέροντας ότι γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του αποθανόντος φίλου του. Κατόπιν τούτων, με τα πρακτικά και απόφαση 37/11.1.2002 του πιο πάνω δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία. Στη συνέχεια, στις 30.1.2002 η πρώτη εκκαλούσα κατέθεσε την από 29.1.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2002 νέα αίτησή της στην Γραμματεία του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, προκειμένου να της χορηγηθεί κληρονομητήριο, σύμφωνα με τους όρους της δημοσιευθείσας διαθήκης. Η αίτηση αυτή συζητήθηκε ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου στις 8.3.2002, κατά την οποία προσκομίσθηκε εκ νέου – εκτός άλλων – η διαθήκη του αποθανόντος και τα προαναφερθέντα με αριθμό 37/2002 πρακτικά – απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Επί της τελευταίας αιτήσεως εκδόθηκε η απόφαση 2430/29.4.2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέτασσε τον Γραμματέα του Δικαστηρίου να χορηγήσει στην αιτούσα πιστοποιητικό (κληρονομητήριο), σχετικά με τους εκ διαθήκης κληρονόμους του …….., εκδόθηκε δε, το …./2002 πιστοποιητικό. Όταν πληροφορήθηκαν τα ανωτέρω οι εφεσίβλητες, επειδή ο θανών αδερφός τους είχε υποσχεθεί επανειλημμένα ότι θα τις εξασφάλιζε, ανέθεσαν στην ειδική δικαστική γραφολόγο – γραφοψυχολόγο ……… την εξέταση της γνησιότητας της ως άνω διαθήκης. Η τελευταία, με την από 25.7.2002 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη δεν είχε γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τον διαθέτη, αλλά από άγνωστο πρόσωπο. Κατά την γραφολόγο αυτή, η γραφή εκδηλωνόταν με ελεγχόμενη γραφική κίνηση και με ξένα στοιχεία προς την γραφική ικανότητα του θανόντος, πλην κάποιων ομοιοτήτων σε ορισμένα γράμματα, τα οποία οφείλονταν σε μίμηση της γνήσιας γραφής του διαθέτη. Η υπογραφή του θανόντος είχε τεθεί με ελεγχόμενη και επιτηδευμένη, μη φυσιολογική χάραξη, ενώ η κάτωθεν της υπογραφής τεθείσα μονογραφή του εμφάνιζε ποιοτικές δομικές διαφορές σε σχέση με τις γνήσιες μονογραφές του. Η κρίση αυτή (περί του ότι η διαθήκη δεν είχε γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τον διαθέτη, αλλά από άγνωστο πρόσωπο) επιβεβαιώθηκε και από την από 25.5.2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου …… ., που ορίστηκε με την απόφαση 1689/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με την από 1.3.2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου …………, η οποία διατάχθηκε από την Ανακρίτρια του Ε΄ Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Με την πρώτη έκθεση ο ορισθείς πραγματογνώμων συμπέραινε ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τον θανόντα, ………, καθόσον τα στοιχεία της γραφολογικά παρουσιάζουν σαφείς διαφορές από τα αναμφισβήτητης γνησιότητας δειγματικά στοιχεία, εντοπιζόμενες στην γενική εμφάνιση, στην διαφαινόμενη ποιότητα χάραξης, στην ευχέρεια, το ρυθμό και τον αυτοματισμό, στο σχετικό μέγεθος των γραμμάτων, τις μεσολεκτικές αποστάσεις και τη μορφή και στον τρόπο αποδόσεως ικανού αριθμού χαρακτήρων, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη έκθεση πραγματογνωμοσύνης στην υπό κρίση διαθήκη υπήρχαν σημαντικές και ουσιαστικές διαφορές, στα γενικά και στα ειδικά χαρακτηριστικά, στην ποιότητα της γραμμής χάραξης, το ρυθμό και την ταχύτητα χάραξης, στις μεσογραμματικές και μεσολεκτικές αποστάσεις, αλλά και στους επιμέρους γραμματικούς σχηματισμούς και την δομή και τα χαρακτηριστικά των περισσοτέρων γραμμάτων και αριθμών σε σύγκριση με την γραφή και υπογραφή του θανόντος, όπως αυτή εμφανιζόταν στα έγγραφα του συγκριτικού υλικού, ώστε να συμπεραίνεται ότι η διαθήκη είναι πλαστή, οι δε άνω διαφορές χαρακτηρίζονται τόσο σημαντικές και εμφανείς, ώστε να μην ανατρέπεται το συμπέρασμα αυτό. Εξάλλου, τα ανωτέρω συμπεράσματα των δύο ορισθέντων πραγματογνωμόνων επιβεβαιώνονται και από τις εκθέσεις γραφολογικών παρατηρήσεων του δικαστικού γραφολόγου ………., με ημερομηνίες 4.5.2004,15.1.2006 και 23.3.2011. Μάλιστα, με την απόφαση 4026/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης, για τον λόγο ότι δεν είχε γραφεί και υπογραφεί από τον διαθέτη, γενομένης δεκτής της από 22.5.2007 αγωγής των εδώ εφεσίβλητων και απορριπτομένης της από 10.7.2006 αντίθετης αγωγής των εδώ εκκαλούντων. Τα ανωτέρω πορίσματα των τεσσάρων διαφορετικών πραγματογνωμόνων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, δεν μπορούν να αναιρεθούν από την από 22.12.2003 έκθεση της δικαστικής γραφολόγου ………., η οποία ορίστηκε με την απόφαση 3481/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σχετικά με την ανάκληση ή όχι του εκδοθέντος υπέρ της πρώτης εκκαλούσας κληρονομητηρίου. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η εν λόγω διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τον θανόντα ………., ωστόσο, το Δικαστήριο, έκρινε ότι ήταν εσφαλμένα τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης αυτής και με την απόφασή του 943/2006, θεωρώντας πειστικές τις από 15.1.2006 παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου των εδώ εφεσίβλητων ………., κήρυξε ανίσχυρο το εκδοθέν …./2002 κληρονομητήριο. Και τούτο διότι, η μη γραφή και υπογραφή της από 7.2.2001 διαθήκης με το χέρι του ………. προέκυπτε από τις ανομοιότητες κατά τη σύγκριση της γραφής της διαθήκης και της δειγματικής μορφής που χρησιμοποιήθηκε και εντοπίζονται στη σύγχυση γραμμάτων, η οποία παρατηρείται στη διαθήκη, χωρίς αυτή να παρατηρείται σε κανένα σημείο της δειγματικής μορφής, στην ελεγχόμενη – προσεγμένη χάραξη χωρίς στοιχεία παθολογικότητας της διαθήκης, αντίθετα με τη δειγματική γραφή, που είναι αυθόρμητη και ατόμου με στοιχεία παθολογικότητας, στην ομοιομορφία της γραφικής πίεσης, χωρίς αυξομειώσεις και απολήξεις, που εμφανίζει η διαθήκη, αντίθετα με τη δειγματική γραφή, στην έλλειψη σύνδεσης των γραμμάτων της διαθήκης, όπου όλα τα γράμματα χαράσσονται μεμονωμένα, ενώ στη δειγματική γραφή υπάρχουν πολλές και ιδιόρρυθμες συνδέσεις γραμμάτων, στη διαφοροποίηση στους άξονες των γραμμάτων ανάμεσα στη διαθήκη, που είναι κάθετοι ή έχουν κλίση προς τα δεξιά, αντίθετα με τη δειγματική γραφή, όπου είναι κάθετοι ή έχουν κλίση προς τα αριστερά και στις μεσογραμματικές αποστάσεις, οι οποίες στη διαθήκη είναι μικρότερες σε σχέση με τη δειγματική γραφή. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν εξηγούνταν από την έκθεση της ορισθείσας πραγματογνώμονος …………, πλην της αιτιολογίας για τη σύγχυση δύο μικρών γραμμάτων (δ και θ) που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Κατόπιν της απόφασης αυτής περί κήρυξης ανίσχυρου του εκδοθέντος κληρονομητηρίου και ύστερα από αίτηση της πρώτης εκκαλούσας, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την απόφαση 1345/2003, διόρισε μεσεγγυούχο του ανωτέρω από 11.10.2000 τίτλου – αποδεικτικού δικαιώματος αγοράς μετοχών, την εταιρεία “….. ….. ..”. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το μεγαλύτερο τμήμα της κληρονομίας του θανόντος …………. αποτελούσαν χρηματικά ποσά, που είχαν επενδυθεί από τον τελευταίο σε ασφαλιστήρια συμβόλαια και σε άλλα επενδυτικά προγράμματα και στον ως άνω τίτλο – αποδεικτικό δικαιώματος αγοράς μετοχών. Εξάλλου, πλην του ποσού, που η πρώτη εκκαλούσα εισέπραξε (44.833.894 δρχ.), ως δικαιούχος εξαγοράς αποταμιευτικού λογαριασμού, εισέπραξε και το ποσό των 272.227,86 ευρώ από την προεξόφληση επιταγής, στην οποία είχε οριστεί συνδικαιούχος με τον θανόντα και προερχόταν από τη συμμετοχή του τελευταίου σε επενδυτικό πρόγραμμα της «….. ….. …..» ενός έτους, με το ποσό των 90.000.000 δρχ. Επειδή όμως, τόσο η πρώτη εκκαλούσα – σύντροφος του θανόντος, όσο και οι λοιποί εκκαλούντες – υιοί της επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν την είσπραξη και της λοιπής κινητής περιουσίας του αποθανόντος, όπως των χρηματικών ποσών, που αντιστοιχούσαν σε απαιτήσεις του και συμπεριλαμβάνονταν στην κληρονομία του τελευταίου, θέτοντας εκτός αυτών τις εφεσίβλητες – αδελφές του, στις 24.12.2001 συναποφάσισαν και κατάρτισαν από κοινού την από 7.2.2001 διαθήκη του αποθανόντος, θέτοντας την υπογραφή του κάτω από το κείμενο που ανέφερε ότι κληρονόμος ολόκληρης της κινητής του περιουσίας ήταν η πρώτη εκκαλούσα. Στην πράξη τους αυτή προέβησαν προκειμένου να παραπλανήσουν τις κληρονόμους του αποθανόντος – εφεσίβλητες, καθώς και το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σχετικά με τα δικαιώματα της πρώτης εκκαλούσας επί της κληρονομιαίας κινητής περιουσίας του ….. ., ώστε να προσπορισθεί αυτή όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 100.500.000 δραχμών από την είσπραξη του από 11.10.2000 τίτλου, ποσό το οποίο ο τελευταίος είχε επενδύσει σε αγορά μετοχών της εταιρίας «….. ….. …..», βλάπτοντας ισόποσα τις εφεσίβλητες. Η πλαστογραφία της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης αποδείχθηκε από τις ανωτέρω γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες (των πραγματογνωμόνων …….. και ……. οι οποίες είναι πλήρως αιτιολογημένες και με εμπεριστατωμένη επιστημονική τεκμηρίωση, τα συμπεράσματά τους δε, επιβεβαιώνονται και από τις γνωμοδοτήσεις των ειδικών δικαστικών γραφολόγων ………. και …….), κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, αναιρουμένων των συμπερασμάτων της πραγματογνωμοσύνης της ……….., η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου και όπως ήδη αναπτύχθηκε έχει ελλιπή αιτιολογία και καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Αλλά και ο γραφολόγος ………., τον οποίο επικαλούνται οι εκκαλούντες, κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, στο Δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου, χωρίς να ερευνήσει εάν η επίμαχη διαθήκη γράφηκε από τον αποθανόντα, κατέθεσε αορίστως ότι η χάραξή της δεν έγινε από τους εκκαλούντες, επειδή είναι ανώτερης ποιότητας. Όσον αφορά στην από 10.9.2012 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του (γραφολόγου …………..), την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, πρόκειται για ένα ανυπόγραφο κείμενο, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι πρόκειται για γνωμοδότηση του τελευταίου και να στερείται, ως ιδιωτικό έγγραφο, αποδεικτικής δύναμης. Άλλωστε και στο ποινικό δικαστήριο, αν και φέρεται να έχει συνταχθεί μία ημέρα πριν την πρώτη συνεδρίασή του, ο γραφολόγος αυτός, δεν κατέθεσε ότι συνέταξε σχετική έκθεση, αλλά ότι του δόθηκε η εντολή, ενώ από τα αναγνωστέα έγγραφα προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκε και επομένως δεν προσκομίστηκε τέτοια γνωμοδότηση. Επιπλέον, η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πλαστογραφία της διαθήκης από τους παραπάνω εκκαλούντες με τον ως άνω σκοπό ενισχύεται και α) από το ότι «βρέθηκε» πολύ καθυστερημένα και μάλιστα, ενώ ήδη το Σεπτέμβριο του 2001, ήτοι τρεις μήνες μετά τον θάνατο του …… ., είχαν εισπραχθεί τα χρηματικά ποσά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, αφού είχαν ήδη βρεθεί αμέσως τα έγγραφα που αφορούσαν τα ως άνω ασφαλιστήρια συμβόλαια, β) από το ότι και η πρώτη εκκαλούσα και οι υιοί της – λοιποί εκκαλούντες ήταν απόλυτα βέβαιοι για την ανυπαρξία διαθήκης του εκλιπόντος, ώστε ο τρίτος εκκαλών ζήτησε, όπως προαναφέρθηκε, την έκδοση πιστοποιητικού περί μη δημοσίευσης διαθήκης, το οποίο εκδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την είσπραξη των ποσών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής, γ) από το ότι, όπως κατέθεσε ενόρκως και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ο μάρτυρας … …….. – ασφαλιστής του αποθανόντος, όταν ρωτήθηκε από τους δεύτερο και τρίτο εκκαλούντες για το τι απαιτείται προκειμένου να εισπραχθούν οι τίτλοι του θανόντος και τους ενημέρωσε ότι θα ήταν καλό να υπάρχει διαθήκη, έλαβε την απάντηση ότι «θα φτιάξουμε, θα βρούμε μία διαθήκη» και δ) από το ότι όταν «βρέθηκε» η διαθήκη, παρόλο ότι ήταν κληρονόμοι και οι εφεσίβλητες ως προς την ακίνητη περιουσία του εκλιπόντος, οι τελευταίες δεν ειδοποιήθηκαν, αλλά η πρώτη εκκαλούσα μερίμνησε μόνη της για την δημοσίευση της διαθήκης και εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο …………., Ο τελευταίος μάλιστα, κατέθεσε ότι αναγνώρισε στη διαθήκη τα γράμματα του αποθανόντος, ενώ ο ίδιος μάρτυρας στην προδικασία απολογούμενος (για το αδίκημα της ψευδορκίας) διευκρίνισε ότι δεν ερεύνησε αν η διαθήκη γράφηκε από τον αποβιώσαντα, του οποίου τη γραφή και την υπογραφή γνώριζε, διότι είδε τη διαθήκη από απόσταση στο Δικαστήριο, ενώ τον είχε δει να γράφει και να υπογράφει επί δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ του ΟΠΑΠ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, δέχθηκε ότι οι εκκαλούντες πλαστογράφησαν από κοινού την από 7.2.2001 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος ………, έστω και με ελλιπή εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά τα δύο πρώτα σκέλη του, με τα οποία πλήττεται η εκκαλουμένη, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επειδή δεν αναγράφονται στις πιο πάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τα ονόματα των εκκαλούντων ως πλαστογράφων της ως άνω διαθήκης – πρώτο σκέλος (ο λόγος της μη αναγραφής τους συνίσταται στο ότι δεν ζητήθηκε ειδικότερα στο πλαίσιο των πραγματογνωμοσυνών αυτών και κυρίως στο στάδιο της κύριας ανάκρισης) και ότι οι δεύτερος και τρίτος εκκαλούντες δεν ήταν τιμώμενα πρόσωπα στη διαθήκη – δεύτερο σκέλος (αφού όλοι επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν την είσπραξη και του χρηματικού ποσού των 100.500.000 δρχ. από την πρώτη εκκαλούσα). Εξάλλου, οι εφεσίβλητες υπέστησαν ισόποση βλάβη, αφού δεν μπόρεσαν να ασκήσουν άμεσα τα δικαιώματά τους επί της κινητής περιουσίας του αποθανόντος αδελφού τους και αναγκάσθηκαν να εμπλακούν σε επανειλημμένους δικαστικούς αγώνες για την διεκδίκησή τους. Περαιτέρω, και ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο από 11.10.2000 τίτλος – αποδεικτικό δικαιώματος αγοράς μετοχών της εταιρίας με την επωνυμία “….. ….. …..” στερείται οποιασδήποτε αξίας, επειδή δεν βρέθηκαν τα σώματα των μετοχών, ούτε το πρωτότυπο του τίτλου αυτού, ούτε οποιαδήποτε εγγραφή του στο μετοχολόγιο της ανωτέρω εταιρίας, είναι αβάσιμος, Και τούτο, διότι τα ανωτέρω απλά πιθανολογήθηκαν με την απόφαση 853/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αποφάνθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σχετικά με το αίτημα περί αλλαγής μεσεγγυούχου και επίδειξης αυτού (τίτλου) και μάλιστα, μετά την ανάκληση της άδειας της εταιρίας “….. ….. …..”. Άλλωστε, με την απόφαση 1345/2003 του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, είχε ορισθεί προσωρινά μεσεγγυούχος του τίτλου αυτού η τελευταία εταιρία (“….. ….. …..”), γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι το χρονικό διάστημα εκείνο πιθανολογήθηκε η ύπαρξη του ανωτέρω τίτλου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο τίτλος αυτός αποτελούσε στοιχείο της κινητής κληρονομίας του αποβιώσαντος, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, με το τέταρτο σκέλος του ίδιου (πρώτου) λόγου της έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο αποθανών, με τα από 17.10.2000 και 20.10.2000 έγγραφά του, που έφεραν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του από Α.Τ., προς την εταιρία ….. ….. ….., εκχωρούσε στην πρώτη εκκαλούσα, για την περίπτωση θανάτου του, το δικαίωμά του, που απέρρεε από τον από 11.10.2000 τίτλο – δικαίωμα αγοράς μετοχών, με αποτέλεσμα να μην έχει έννομη συνέπεια το γεγονός της εγκυρότητας ή όχι της υπό κρίση διαθήκης. Κατ’ αρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι το από 17.10.2000 έγγραφο δεν προσκομίζεται, ούτε γίνεται επίκλησή του από τους εκκαλούντες, ωστόσο υπάρχει ως σχετικό στην από 3.10.2007 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του γραφολόγου ………… Εξάλλου, όσον αφορά στο από 20.10.2000 έγγραφο, επί του οποίου φέρεται ότι υπάρχει υπογραφή και μονογραφή του θανόντος και βεβαίωση του ιδιοχείρου της υπογραφής αυτού από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, δεν έχει χαραχθεί από τον θανόντα αλλά από άλλο πρόσωπο, το ίδιο που είχε χαράξει το χειρόγραφο κείμενο της από 7.2.2001 διαθήκης, τη γραμματικού τύπου υπογραφή, μονογραφή και τις χειρόγραφες ενδείξεις “ΔΗΑΘΗΚΗ” επί της ίδιας διαθήκης, και όχι από τον ……….. ……….. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε με την από 25.5.2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ο ……….. – δικαστικός γραφολόγος, ο οποίος ορίστηκε πραγματογνώμονας με την απόφαση 1689/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρίνοντας επί των από 10.7.2006 και από 22.5.2007 αγωγών των διαδίκων, με τις οποίες οι μεν εφεσίβλητοι ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 7.2.2001 ιδιόγραφης διαθήκης (δεύτερη αγωγή) και οι εκκαλούντες να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της ίδιας διαθήκης (πρώτη αγωγή). Επιπλέον, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος …………, στην από 3.10.2007 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης. Ως προς το από 17.10.2000 έγγραφο του θανόντος προς την ….. ….. ….., με όμοιο περιεχόμενο (ορισμός ως δικαιούχου της πρώτης εκκαλούσας, σε περίπτωση θανάτου του ……….., του δικαίωματός του, που απέρρεε από τον από 11.10.2000 τίτλο – δικαίωμα αγοράς μετοχών), ο τελευταίος γραφολόγος, με την ως άνω από 3.10.2007 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, αποφάνθηκε ότι ούτε αυτό χαράχθηκε από τον θανόντα, αφού διαπιστώθηκε αργός ρυθμός χάραξης, διστακτική πορεία της γραφίδας, χωρίς ωστόσο, να μπορέσει να αποδώσει σωστά μικρολεπτομέρειες των ατομικών χαρακτηριστικών του. Σημειωτέον ότι χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, όπως παρατήρησε και ο γραφολόγος αυτός, το ότι σε τρεις μόλις ημέρες, συντάχθηκαν δύο επιστολές σε διαφορετικές γραφομηχανές, με διαφορετικά γράμματα (κεφαλαία – μικρά) και με μεγάλη διαφορά στις υπογραφές, αν και φέρονται χαραχθείσες από το ίδιο πρόσωπο και σε πολύ κοντινό χρονικό διάστημα. Επομένως, τα δύο αυτά έγγραφα δεν είχαν συνταχθεί από τον θανόντα και αυτή ήταν και η αιτία για την οποία συντάχθηκε και η πλαστή διαθήκη, χωρίς την ύπαρξη της οποίας το δικαίωμα από τον από 11.10.2000 τίτλο θα είχε περιέλθει στις νόμιμες κληρονόμους του – εφεσίβλητες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας ότι είχε έννομη συνέπεια το γεγονός της εγκυρότητας ή όχι της υπό κρίση διαθήκης, παρά την ύπαρξη των ανωτέρω δύο εγγράφων, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης και κατά το τελευταίο σκέλος του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εκκαλούσα χρησιμοποίησε την από 7.2.2001 πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη, προσκομίζοντάς την, στις 11.1.2002 και στις 8.3.2002, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητώντας από το Δικαστήριο αυτό την δημοσίευσή της και την κήρυξή της ως κυρίας, καθώς και την έκδοση κληρονομητηρίου αντίστοιχα και προτείνοντας ως μάρτυρα τον ………… Με τον τρόπο αυτό, τέλεσε την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση, επιδιώκοντας περιουσιακό όφελος ίσο με το ποσό του από 11.10.2000 τίτλου, ήτοι του ποσού των 100.500.000 δραχμών, που είχε καταβληθεί από τον ………… Η δημοσίευση της διαθήκης, η κήρυξή της ως κυρίας με την απόφαση 37/2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η έκδοση του σχετικού κληρονομητηρίου με την απόφαση 2430/2002 του ιδίου Δικαστηρίου, ήταν αποτέλεσμα της παραπλάνησης του Δικαστή που εξέδωσε τις ανωτέρω αποφάσεις, θεωρώντας ότι η προσκομισθείσα διαθήκη ήταν γνήσια. Εξάλλου, οι εκκαλούσες υπέστησαν ισόποση βλάβη, αφού, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν μπόρεσαν να ασκήσουν άμεσα τα δικαιώματά τους επί της κινητής περιουσίας του αποθανόντος αδελφού τους και αναγκάσθηκαν να εμπλακούν σε επανειλημμένους δικαστικούς αγώνες για την διεκδίκησή τους. Σημειωτέον ότι για τις πράξεις αυτές (ως προς την πρώτη εκκαλούσα, πλαστογραφία με χρήση από κοινού άνω των 120.000 ευρώ, καθώς και απάτης στο δικαστήριο, κατ’ εξακολούθηση, με όφελος άνω των 120.000 ευρώ και ως προς τους δεύτερο και τρίτο εκκαλούντες πλαστογραφία από κοινού άνω των 120.000 ευρώ) οι εκκαλούντες κρίθηκαν ένοχοι με την απόφαση 432, 474 και 482/2014 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αναίρεσης που άσκησαν οι τελευταίοι, με την απόφαση 979/2017 του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τις ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εκκαλούντων, οι εφεσίβλητοι υπέστησαν σημαντική ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε, υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης των πράξεων αυτών, του είδους και της βαρύτητάς τους, για τις οποίες χρειάστηκε να υποβάλλονται σε πολυετείς δικαστικούς αγώνες (από το 2002), της βλάβης των παθόντων, του έντονου ψυχικού άλγους που τους προκλήθηκε εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων των εκκαλούντων, του βαθμού του πταίσματος του καθενός από αυτούς (εκκαλούντες), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση, εις ολόκληρον από καθένα από τους εκκαλούντες, από ποσό είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και επιπλέον ποσό δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ από την πρώτη εκκαλούσα, ποσά τα οποία κρίνονται εύλογα, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε ότι οι εκκαλούντες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον σε κάθε εφεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 40.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της, με τους οποίους ζητείται η επιδίκαση μικρότερου και αναλογικότερου ποσού χρηματικής ικανοποίησης.

ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4899/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την από 19.7.2007 αγωγή των εφεσίβλητων. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η αγωγή αυτή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον σε κάθε μία από τις ενάγουσες από το ποσό των 20.000 ευρώ και η πρώτη από το επιπλέον ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε, η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στο δεύτερο εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο ………… διότι, αφού το ένδικο μέσο έγινε δεκτό και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών, ανάλογα με την έκταση της νίκης των τελευταίων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 58 παρ. 3, 69 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 περ. i. α του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση των ………, κατά της οριστικής απόφασης 4899/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4899/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 19.7.2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2007 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Αναγνωρίζει ότι καθένας από τους εναγόμενους – ……….., οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στις ενάγουσες – …………, από το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και η πρώτη (σε καθεμία από τις ενάγουσες) από το επιπλέον ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στο δεύτερο εκκαλούντα ………, του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή εις ολόκληρον μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Φεβρουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1η Μαρτίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ