Αριθμός 211/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………….., 2) ………..και 3) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Μπήκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….. εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Γεωργία Τόγια.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 260/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, επικυρωθείσα και με την υπ΄ αριθμ. 4806/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτό κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παράπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 2006/2020 απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 19.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2021 έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθμό 2006/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614επ. 591 του ΚΠολΔ) επί της με αριθμό κατάθεσης ………/2016 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………/2021 ποσού 100 ευρώ που ορίζει το άρθρο 495 αρ. 3 του ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (495 επ., 511 επ. και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015) δεδομένου ότι η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στις 19.5.2021 ενώ η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 27.5.2020. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης ………./2016 αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι, δυνάµει του από 1-11-2005 συµφωνητικού επαγγελµατικής µίσθωσης, εκµίσθωσαν στην ήδη εφεσίβλητη εναγοµένη ένα ισόγειο κατάστηµα, επιφανείας 67 τ.µ. περίπου, µε πατάρι επιφανείας 34 τ.µ. περίπου, που βρίσκεται στην επί της ……. και ……… στο Νέο Φάληρο πολυκατοικία. Ότι η διάρκεια της µίσθωσης ορίστηκε δωδεκαετής. Ότι η εφεσίβλητη, αν και δεν έχει παραδώσει το µίσθιο και δεν έχει λήξει η επίδικη µίσθωση, από δυστροπία αρνείται να τους καταβάλει τα, καταβαλλόµενα βάσει του ανωτέρου συµφωνητικού τις πέντε πρώτες ηµέρες κάθε µήνα, µισθώµατα των µηνών Απριλίου έως και Δεκεµβρίου του 2015 και Ιανουαρίου έως και Δεκεµβρίου του 2016. Ότι το συµφωνηµένο µηνιαίο µίσθωµα ανέρχεται σε 1.087,84 ευρώ, πλέον χαρτοσήµου 3,6%, και εποµένως ότι η εφεσίβλητη τους οφείλει (21 µήνες Χ1.087,84 € =) 22.844,64 ευρώ, πλέον χαρτοσήµου 3,6%, δηλαδή συνολικά 23.667,05 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης να τους καταβάλει το ποσό των 23.667,05 ευρώ, νοµιµότοκα από την επίδοση της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τη με αριθμό 260/2018 απόφαση του έκρινε ότι δεν έχει τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης, την οποία και παρέπεμψε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η παραπομπή αυτή κατέστη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 4806/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, δεδομένου ότι αυτό είχε κριθεί τελεσίδικα κατόπιν παραπομπής κατ’άρθρο 46 εδ. β’ ΚΠολΔ, εφάρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την οποία είχε εισαχθεί η υπόθεση την οποία έκρινε ορισμένη και νόμιμη, αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι η σύμβαση μισθώσεως έχει λυθεί λόγω καταγγελίας από μέρους της εφεσίβλητης εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες ενάγοντες για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων ισχυριζόμενοι ότι με τη με αριθμό 1189/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει κριθεί τελεσίδικα ότι υπάρχει ενεργής μίσθωση και ότι με τις πρωτόδικες προτάσεις της η εφεσίβλητη ομολόγησε την αγωγή ως προς αυτό. Ακολούθως αιτούνται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η αγωγή τους.
Από τα άρθρα 321, 322 παρ. 1, 330 και 331 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικονομικό συλλογισμό με βάση τον οποίο το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης καθώς και τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου. Επίσης καλύπτει και τα ζητήματα για τα οποία ήταν αναγκαία η κρίση του δικαστηρίου προς διάγνωση της διαφοράς και τα οποία έτσι στηρίζουν το διατακτικό της απόφασης. Περαιτέρω, η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Δ. Κονδύλη: Το Δεδικασμένο, σ. 314 επ, ΟλΑΠ 1/2005 Δικη 2ρ05.710, ΑΠ1069/2006 ΕλΔ 2006.1365). Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει διαγνωστεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο ζήτημα, το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση όπως συμβαίνει και όταν ζητείται η καταβολή μισθωμάτων ή αποζημίωσης για καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από εκείνο που ζητήθηκε με προηγούμενη αγωγή και για το οποίο έχει κριθεί με τελεσίδικη απόφαση το ίδιο δικαίωμα για την καταβολή μισθωμάτων η αποζημίωσης (ΟλΑΠ 20/2002, ΑΠ 580/2010, ΕφΛαμ 4/2019 δημ. νόμος). Όμως το δεδικασμένο ως προς το παρεμπίπτον θέμα διαφέρει από το δεδικασμενο ως προς το μέρος απαιτήσεως. Τούτο δε διότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται περί δύο αξιώσεων ή εννόμων σχέσεων η μια εκ των οποίων εξαρτάται από την άλλη, ή για συγκεκριμένη έννομη συνέπεια που πηγάζει από ευρύτερη έννομη σχέση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αξίωση είναι μια και ασκείται μόνο για μέρος αυτής. Αυτό πρακτικά δεν είναι πάντα ευχερές διότι συνήθως η μερικώς ασκούμενη αξίωση πηγάζει από ευρύτερη έννομη σχέση, η οποία έτσι αποτελεί κοινοπροδικαστικό ζήτημα τόσο στο αιτούμενο όσο και στο μη αιτούμενο μέρος της αξίωσης. Η διάκριση όμως επιβάλλεται διαφορετικά είναι δυνατόν να δημιουργηθεί σύγχυση και ως προς την επέκταση του δεδικασμένο στο προδικαστικό ζήτημα (Κονδύλη ο.π. 264).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα απόδειξης που νόµιµα εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπεριέχεται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και την επανεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων που νόµιµα προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Με το από 1.11.2005 συµφωνητικό επαγγελµατικής µίσθωσης, οι εκκαλούντες εκµίσθωσαν στην εφεσίβλητη ένα ισόγειο κατάστηµα, επιφανείας 67 τ.µ. περίπου, µε πατάρι επιφανείας 34 τ.µ. περίπου, που βρίσκεται στην επί της ……. και …………. στο Νέο Φάληρο πολυκατοικία, για χρονικό διάστηµα δώδεκα ετών, έναντι συµφωνηµένου µηνιαίου µισθώµατος 1.087,84 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήµου 3,6%, καταβαλλόµενο εντός του πρώτου πενθηµέρου κάθε µήνα. Μετά την πάροδο ενός και πλέον έτους με την από 19.5.2014 εξώδικη καταγγελία της, η οποία επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 18.6.2014, 17.6.2014 και 25.6.2014 αντίστοιχα σύμφωνα με τις με αριθμό …./18.6.2014, …./17.6.2014 και …./25.6.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………., η εφεσίβλητη όπως είχε νόμιμο δικαίωμα κατ’ άρθρο 43 Π.δ. 34/1995, προέβη στην καταγγελία λόγω μεταμέλειας της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, και τα αποτελέσματα αυτής επέρχονται σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη μετά την πάροδο τριών μηνών από τη γνωστοποίησή της. Συνεπώς, η επίδικη σύμβαση μίσθωση έληξε στις 25.9.2014. Να σημειωθεί ότι με τη με αριθμό 1189/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πράγματι κρίθηκε τελεσίδικα σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με αριθμό …../18.1.2022 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη καταθέσεως τακτικών ή εκτάκτων ενδίκων μέσων ότι υπάρχει ενεργής μίσθωση όμως πρωτίστως πρέπει να αναφερθεί ότι το εκεί αγωγικό αίτημα αφορούσε προγενέστερα μισθώματα. Το αίτημα της αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αφορά μισθώματα μεταγενέστερου διαστήματος και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι πρόκειται για δεδικασμένο περί μέρους απαιτήσεως, αφού η αξίωση είναι μία και με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η κατά ένα μέρος τελεσίδική με αριθμό 1189/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε για ένα μέρος αυτής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν προβλήθηκε η ένσταση καταγγελίας της μίσθωσης την οποία δεν μπορούσε αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το εκείνο το Δικαστήριο, όπως ρητά αναγράφηκε στην απόφαση. Επομένως θέμα κάλυψης της ενστάσεως του άρθρου 43 του πδ 34/1995 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 του ΚΠολΔ θα ισχύει μόνο για το προγενέστερο διάστημα και όχι για το διάστημα των μισθωμάτων που αφορά η κρινόμενη αγωγή. Επομένως δεν υφίσταται το δεδικασμένο εκ του προδικαστικού ζητήματος που επικαλούνται με το μοναδικό λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες. Τούτο δε διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση που το αίτημα της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγής αφορούσε χρόνο μεταγενέστερων μισθωμάτων η εδώ εφεσίβλητη εκκαλουμένη προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις κατατεθείσες προτάσεις της την ένσταση του άρθρου 43 πδ 34/1995 όπως ισχύει μετά τις διατάξεις των άρθρων 17 του ν. 3853/2010 και 13 του ν. 4242/2014, περί καταγγελίας της μισθώσεως λόγω μεταμέλειας με εξώδικες δηλώσεις που κοινοποιήθηκαν σε όλους τους εκκαλούντες και δεν συνομολογεί ότι σήμερα η μίσθωση είναι ενεργής αφού αρνείται την αγωγή. Κατόπιν τούτων, οι εκκαλούντες δεν δικαιούνται μισθώματα για το επίδικο χρονικό διάστημα διότι δεν υφίστατο ενεργή σύμβαση μίσθωσης. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης, πρέπει κατ` ακολουθίαν να απορριφθεί αυτή ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 19.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./2021 έφεση κατά της με αριθμό 2006/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών
Δέχεται τυπικά την έφεση, και
Απορρίπτει αυτή κατ` ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου της εφέσεως με κωδικό ………./2021 ποσού 100 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ