Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 212/2022

Αριθμός Απόφασης   212/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη  Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (άρθρα 1 παρ. 1, 41 παρ. 4 και 43 του Ν. 4389/2016), η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, και, στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. «Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ)» ο οποίος εδρεύει στο Μαρούσι, κατά το άρθρο 85 του ν.δ. 356/1974, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ., Ελένη Πλασσαρά που παραστάθηκε  με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  Του Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας», ο οποίος εδρεύει στο Κερατσίνι Αττικής  και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσια  Δικηγόρο του Χρυσούλα Μυργιαλή  που παραστάθηκε  με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.3.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2015)  ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η  με αριθμ. 3297/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από  3.7.2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2019) έφεσή του, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) η 7η.5.2020 και στη συνέχεια η άνω αναφερόμενη, η οποία προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη σημερινή δικάσιμο, με την με αριθμό 85/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, εφέτη, δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020-ΦΕΚ Α΄ 104/30-5-2020, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη λειτουργία επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020).

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο  και συζητήθηκε. Η Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια Δικηγόρος του εφεσιβλήτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους  με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται παραδεκτά προς κρίση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) η από 3.7.2019 έφεση (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………/2019) κατά της με αριθμό 3297/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3.7.2019, δηλαδή εντός της, από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, οριζόμενης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 10.7.2017, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, αλλά ούτε και προέκυψε επίδοση αντιγράφου της. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1ΚΠολΔ).

Με την από 31.2.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, το ανακόπτον, και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, εξέθετε, ότι σε βάρος της οφειλέτριας του, εταιρίας με την επωνυμία «………….», βεβαιώθηκαν ταμειακά ληξιπρόθεσμα χρέη, κατά την έννοια του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., προερχόμενα από διάφορες αιτίες, συνολικού ποσού 170.393,56 ευρώ, για τα οποία, ακολούθως, ο  Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. «Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ)», προέβη στην έκδοση του με αριθ. πρωτ. ……./10.12.2014 κατασχετηρίου εγγράφου, που επιδόθηκε νόμιμα στον καθ’ ου η ανακοπή, Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία Δήμος Κερατσινίου Δραπετσώνας, στις 4.2.2015, με το οποίο κατάσχεσε στα χέρια αυτού, ως τρίτου, για λογαριασμό της προαναφερόμενης οφειλέτριάς του ανακόπτοντος, ό,τι ο καθ’ ου (η ανακοπή) οφείλει, ή μέλλει να οφείλει, στην τελευταία μέχρι του ποσού των 170.393,56 ευρώ, και ότι για την ανωτέρω κατάσχεση ο τελευταίος στις 24.2.2015 προέβη στη με αριθμ. …./2015 αρνητική δήλωση του προς τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Ζητούσε δε, με βάση τα ανωτέρω, να ακυρωθεί η ως άνω δήλωση για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής του λόγους, να αναγνωριστεί ο καθ’ ου ως οφειλέτης του για το ποσό, για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση, άλλως για ό,τι αυτός οφείλει ή μέλλει να οφείλει στην οφειλέτρια του ιδίου, καθώς και να υποχρεωθεί στην καταβολή του ποσού αυτού, άλλως του ποσού που ο καθ’ου οφείλει ή μέλλει να οφείλει στην οφειλέτρια του ανακόπτοντος, μέχρι του ποσού της κατάσχεσης και με το νόμιμο τόκο από την επιβολή αυτής, άλλως από την επίδοση της ανακοπής, να αναγνωρισθεί, ότι με την επιβολή της κατάσχεσης επήλθε αναγκαστική εκχώρηση στο ίδιο (ανακόπτον) της απαίτησης της οφειλέτριας του κατά του καθ’ ου, άλλως ότι αυτός κατέστη, κατά τεκμήριο,  οφειλέτης του για όλη την απαίτηση, και άλλως, τέλος, να υποχρεωθεί ο τελευταίος σε αποζημίωση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την ανακοπή παραδεκτή και ορισμένη εν μέρει, απορρίπτοντας ως αόριστο το αίτημά της  περί καταβολής αποζημίωσης, νόμιμη εν μέρει απορρίπτοντας ως μη νόμιμο α] το αίτημα περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης αρνητικής δήλωσης ενόψει του αναγνωριστικού χαρακτήρα της κρινόμενης ανακοπής και β] περί καταβολής τόκων,   απέρριψε κατά τα λοιπά αυτήν ως αβάσιμη αποδεχόμενη ένσταση του καθ’ ου περί ακυρότητας της επιβληθείσας κατάσχεσης λόγω έλλειψης της, απαιτούμενης για την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης, άδειας του αρμόδιου δικαστηρίου. Κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται το ανακόπτον με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου η ανακοπή του να γίνει δεκτή.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν.δ. 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως», «κατάσχεσις εις χείρας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ως τρίτων δύναται να επιβληθεί μόνον κατόπιν αδείας του κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου και υπό τας λοιπάς ισχύουσας εκάστοτε δια το Δημόσιον προϋποθέσεις», ενώ κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 «Κατάσχεση εις χείρας του Δημοσίου και εκχώρηση». «1. Η κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, γίνεται, τηρουμένων και των λοιπών όρων και προϋποθέσεων, οι οποίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, με κοινοποίηση του κατασχετηρίου σωρευτικώς: α) στην αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου υπηρεσία ή στην οικεία χρηματική διαχείριση, β) στις αρμόδιες για τη φορολογία τόσο του καθ` ου η κατάσχεση, όσο και του κατασχόντος, Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. 2. Στο κατασχετήριο εις χείρας του Δημοσίου, πρέπει αναγκαίως να αναφέρεται σαφώς η ακριβής αιτία της οφειλής του Δημοσίου, το πρόσωπο του δικαιούχου της σχετικής απαιτήσεως με την ακριβή διεύθυνση του και το ποσό αυτής, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου τόσο του κατασχόντος, όσο και του καθ` ου η κατάσχεση. 3.α. Η κατάσχεση εις χείρας του Δημοσίου ολοκληρώνεται μόνο από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου στην, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου Υπηρεσία, η οποία όμως, για να είναι έγκυρη, πρέπει αναγκαίως, αφενός μεν να γίνει χρονικά τελευταία από τις αναφερόμενες στην ίδια παράγραφο λοιπές κοινοποιήσεις και αφετέρου να συνοδεύεται από νόμιμα υπό αρμοδίου δικαστικού επιμελητή επικυρωμένα αντίγραφα των επιδοτηρίων όλων των κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αναγκαίων προηγουμένων εγκύρων επιδόσεων του κατασχετηρίου αυτού στις ανωτέρω Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, χωρίς να απαιτείται πρόσθετη κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 5 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 «περί δικών του Δημοσίου») ….. 5. Η μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου επάγεται την ακυρότητα της εις χείρας του Δημοσίου κατασχέσεως ή της προς αυτό αναγγελίας εκχωρήσεως   απαιτήσεως, λαμβανομένων υπόψη υπό των δικαστηρίων και αυτεπάγγελτα. Επί άκυρης εις χείρας του κατάσχεσης, το Δημόσιο δεν υποχρεούται σε καμία δήλωση». Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα,  για το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ως τρίτου, απαιτείται αφενός μεν συνδρομή των προϋποθέσεων, που απαιτούνται κάθε φορά για την κατάσχεση στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου, δηλαδή των προϋποθέσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 97 του ν.δ. 321/1969 και ήδη στο άρθρο 95 του νόμου 2362/1995 «Περί δημοσίου λογιστικού κτλ», με την κατάλληλη προσαρμογή τους στη φύση και τις ιδιαιτερότητες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και αφετέρου προηγούμενη άδεια του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο Ο.Τ.Α., η οποία παρέχεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση εκείνου που επιθυμεί να προβεί στην κατάσχεση και κλήτευση του καθ’ ου η αίτηση οργανισμού, όπως και του καθ’ ου η εκτέλεση και αφού, εκτός των άλλων, πιθανολογηθεί η ύπαρξη της οφειλής του Ο.Τ.Α.,  η οποία αποτελεί το αντικείμενο της κατάσχεσης, όπως και η βασιμότητα της ουσιαστικής αξίωσης, για την ικανοποίηση της οποίας επιβάλλεται η κατάσχεση, καθόσον πρόκειται για διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας των Ο.Τ.Α.,   με την αποφυγή της εμπλοκής τους σε ελαττωματικές εκτελεστικές διαδικασίες. Η παραπάνω προϋπόθεση της προηγούμενης άδειας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η ρύθμιση της οποίας, ως μεταγενέστερη, κατισχύει της αντίθετης ρύθμισης του άρθρου 51 αριθμός 4 του  ΕισΝΚΠολΔ, απαιτείται και όταν η κατάσχεση στα χέρια του Ο.Τ.Α.,  ως τρίτου, πρόκειται να επιβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο για την ικανοποίηση απαίτησής του, αφενός μεν ενόψει του ανωτέρω σκοπού, τον οποίο η προϋπόθεση αυτή εξυπηρετεί και ο οποίος, ενόψει της παραπάνω φύσης του, συντρέχει και όταν φορέας της αξίωσης, για την ικανοποίηση της οποίας επιβάλλεται η κατάσχεση, είναι το Δημόσιο και αφετέρου, διότι η προϋπόθεση αυτή, στην περίπτωση της κατάσχεσης από μέρους του Δημοσίου, δεν έχει καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά από κάποια διάταξη, ούτε από εκείνες του νόμου 2362/1995, με το άρθρο 95 παρ. 1 του οποίου ρυθμίζεται η διαδικασία κατάσχεσης στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου, στα προνόμια του οποίου, που προβλέπονται από το άρθρο αυτό, παραπέμπει το άρθρο 4 παρ. 2 του ν.δ. 31/1968, αλλά ούτε και από το ν.δ. 356/1974, «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», ενώ, παράλληλα, με το άρθρο 30 του τελευταίου αυτού ν.δ. ρυθμίζεται η διαδικασία κατάσχεσης από μέρους του Δημοσίου στα χέρια τρίτου και όχι η διαδικασία και οι προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του τρίτου, για το κύρος της κατάσχεσης, που επιβάλλεται στα χέρια του, θέματα τα οποία ρυθμίζονται για μεν το Δημόσιο από το άρθρο 95 του νόμου 2362/1995, για δε τους ΟΤΑ από το ως άνω άρθρο καθώς και από το άρθρο 4 παρ. 2 του ν.δ. 31/1968. Κατόπιν αυτών,  το θέμα που ρυθμίζει το άρθρο 30 του ν.δ. 356/1974 είναι διαφορετικό από εκείνο  που ρυθμίζει το ν.δ. 31/1968 με το άρθρο 4 παρ. 2 και ο νόμος 2362/1995 με το άρθρο 95, για  αυτό και οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 31/1968 δεν έχουν καταργηθεί σιωπηρά με το άρθρο 95 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974, με το οποίο καταργήθηκε τόσο το π.δ. της 24/27-8-1931 «περί κώδικος του νόμου περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων», όσο και κάθε διάταξη, η οποία ρυθμίζει θέματα, που διέπονται από το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα ή είναι αντίθετη στις διατάξεις του, χωρίς να υπολογίζεται, ότι στην περίπτωση αυτή με το ν.δ. 356/1974 θα είχε καταργηθεί και το ν.δ. 321/1969, που ίσχυε τότε (βλ. ΑΠ 783/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 226/2012, ΠειρΝομ 2012/341, ΕφΠειρ 535/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με  όσα εκθέτει στην ένδικη  ανακοπή του το ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, επέβαλε κατάσχεση στα χέρια του Δήμου Κερατσινίου -Δραπετσώνας , ως τρίτου, για την ικανοποίηση απαίτησής του κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», δυνάμει του με αριθμ. …/10.12.2014  και με αριθμ. ειδ. Βιβλ …../2014 κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς ωστόσο να τηρήσει την απαιτούμενη προδικασία και συγκεκριμένα χωρίς να μεριμνήσει για την έκδοση  προηγουμένως άδειας του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου, όπως εξάλλου, και το ίδιο (ανακόπτον) συνομολογεί. Η μη τήρηση δε της ανωτέρω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται ως αναγκαίο επακόλουθο την ακυρότητα της επιβληθείσας κατάσχεσης, η οποία είναι απόλυτη, δυνάμενη να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως, όπως προκύπτει σαφώς και από τη διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως», σύμφωνα με το οποίο «κατάσχεσις εις χείρας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ως τρίτων δύναται να επιβληθεί μόνον κατόπιν αδείας του κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου και υπό τας λοιπάς ισχύουσας εκάστοτε δια το Δημόσιον προϋποθέσεις», όπου δηλαδή αντί του όρου «ποινή ακυρότητας» χρησιμοποιείται η νομικώς ταυτόσημη προς τον όρο αυτό έκφραση, «δύναται …μόνον» (σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ,  τ. Α, άρθρο 159, σημ.8 σελ. 940), και το οποίο εφαρμόζεται, κατά τα προαναφερόμενα, και στη περίπτωση που την κατάσχεση επιβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο για την ικανοποίηση απαίτησής του. Επομένως, και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο, αποδεχόμενο την αντίστοιχη ένσταση του καθ’ ου και απέρριψε την ανακοπή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο οικείος πρώτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ανακοπής του, τυγχάνει αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.  Όσον αφορά τους λοιπούς δυο λόγους της  κρινόμενης έφεσης με τους οποίους το εκκαλούν παραπονείται για την απόρριψη ως αβάσιμων κατά το νόμο των αιτημάτων της ανακοπής περί ακύρωσης της αρνητικής δήλωσης του καθ’ ου και περί καταβολής νομίμων τόκων, παρέλκει η εξέταση αυτών ως αλυσιτελώς προβαλλόμενων, διότι ακόμα και αν κρίνονταν βάσιμοι και περαιτέρω ότι η ανακοπή ήταν πλήρως ορισμένη και νόμω βάσιμη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα κατέληγε ορθά στην ίδια ως άνω κρίση αποδεχόμενο την ένσταση περί ακυρότητας της κατάσχεσης  του καθ’ ου.

Κατόπιν αυτού θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της και τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος του πρώτου  (άρθρα 106, 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 8 του ν. 2579/1998 και την παρ. 2 της με αριθμ. 134423/28.12.1992 κοινής υπουργικής  απόφασης (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρ.5 παρ. 12 του ν. 1738/1978, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3297/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, του εφεσίβλητου σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (350) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στις  11  Απριλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου  με απόντες τους διαδίκους, τη Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και  την πληρεξούσια Δικηγόρο του εφεσιβλήτου.

                    Η  ΕΦΕΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ