Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 215/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης      215/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 1) ναυτικής εταιρίας ………. που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Λίνα και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Λειβιδιώτου-Σαξώνη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./24.11.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4103/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, με την από 9.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./12.10.2020 και του παρόντος Δικαστηρίου ………../13.10.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 9.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./12.10.2020 και του παρόντος Δικαστηρίου ………/13.10.2020 έφεση της εκκαλούσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 4103/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 18.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./24.11.2015 αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου εναντίον της, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495,511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1και 520 § 1  ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 10.9.2020 στην εναγομένη, με σχετική σημείωση επί του σώματος ακριβούς αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών, ………., που προσκομίζεται από την εναγομένη-εκκαλούσα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12.10.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, στην από 18.11.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Μύρινα, στις 30.9.2014, μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ο/Γ-Δ/Ξ  «Ε1», ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων μεσογειακών δεξαμενόπλοιων 1500-2500 ΤDW έτους 2010, πλέον επιμισθίου 1.020,18 ευρώ και απασχολήθηκε σ’αυτό μέχρι τις 30.4.2015, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις αργίες, καθώς και τις Κυριακές τουλάχιστον επί 18 ώρες ημερησίως στο ως άνω, πλοίο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, μήτε έλαβε την πλήρη αποζημίωση αδείας που δικαιούνταν. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς περιόρισε το κονδύλιο της υπερωριακής αμοιβής εκ 23.104,96 ευρώ, κατά 6.549,44 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 16.577,14 ευρώ,  όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της και ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.592,46 ευρώ, για τις προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η εναγομένη εταιρεία για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν.32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν.3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000, 967 = ΕΕΔ 2001, 231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας  ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014, 864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003, 331= ΕΕΔ 2003, 1166, ΑΠ 443/1999 Δνη 1999, 1559 = ΔΕΝ 2000, 151 = ΕΕΔ 2000, 567 = ΕπιθΙΚΑ 2000, 203, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997, 1104 = ΕΕργΔ 1998, 696, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 406 = ΕΕμπΔ 2012, 365, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητας τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005, 589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995, 665 = ΕπιθΑσφΔ 1995, 392). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010, 1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010, 1061, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 της από 24.12.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων 501 -3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4500 τόνων TDW, έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.4/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 127/9.2.2011), οι ώρες εργασίας έχουν καθοριστεί και παραμένουν στις σαράντα (40) την εβδομάδα και κατανέμονται ως εξής: 1. Προσωπικό καταστρώματος κατά το ταξίδι α. Οι ώρες εργασίας των ανδρών της βάρδιας κατά το ταξίδι ορίζονται σε σαράντα την εβδομάδα δηλαδή (8) ώρες κάθε ημέρα από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας…. 2. Προσωπικό μηχανοστασίου και λεβητοστασίου κατά τα ταξίδια. Οι ώρες εργασίας των ανδρών της βάρδιας ορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από την Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας. β. Έχοντας υπ’ όψη την ανάγκη να συνεχίζονται κατά το ταξίδι οι εργασίες όλες τις ημέρες της εβδομάδας, τα μέλη του πληρώματος που έχουν βάρδια είναι υποχρεωμένα να εκτελούν κατά το ταξίδι την υπηρεσία βάρδιας το Σάββατο και Κυριακή για ένα οκτάωρο.γ. Οι ώρες εργασίας των μελών του πληρώματος που απασχολούνται σε κάθε είδους εργασίες ημέρας μηχανής και λεβητοστασίου ορίζονται σε σαράντα (40) κάθε εβδομάδα, δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή ενώ το Σάββατο καιη Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας…3. Προσωπικό καταστρώματος, μηχανοστασίου και λεβητοστασίου στο λιμάνι  α. Στο λιμάνι οι βάρδιες μπορεί να διατηρηθούν εφ` όσον ο Πλοίαρχος κρίνει αυτό αναγκαίο για λόγους ασφάλειας του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή η εργασία του πληρώματος καθορίζεται από τις διατάξεις περί εργασίας κατά το ταξίδι. Σε περίπτωση που οι βάρδιες διατηρούνται όχι για λόγους ασφαλείας του πλοίου, καταβάλλεται στους άνδρες της βάρδιας υπερωρία για οκτώ ώρες το Σάββατο και την Κυριακή. β. Όταν οι βάρδιες διαλυθούν οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα, δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από την Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας. γ. οι ώρες που καθορίζονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο κατανέμονται από τον Πλοίαρχο συνήθως ανάμεσα στις 8 το πρωί και στις 5 το απόγευμα, ενώ δίνεται ένας λογικός χρόνος για το φαγητό…δ. Στις περιπτώσεις που μετά την διάλυσή τους οι βάρδιες διατηρούνται, ειδικά για το προσωπικό του λεβητοστασίου και του μηχανοστασίου καταβάλλονται σ’ αυτούς που υπηρετούν στις βάρδιες υπερωρίες για δύο (2) ώρες κατά τις ημέρες από Δευτέρα μέχρι καιτην Παρασκευή, για τρεις (3) ώρες το Σάββατο και γιατρεις (3) ώρες την Κυριακή…στ. Εάν το πλοίο βρίσκεται “επ΄ αγκύρα” και δεν εκτελεί φορτοεκφόρτωση, καταβάλλεται υπερωρία (2) ωρών κατά τις ημέρες από τη Δευτέρα μέχρι και την Κυριακή. 4. Προσωπικό ασφάλειας α. Στο λιμάνι μετά το τέλος της εργασίας της ημέρας, το 1/3 των αξιωματικών και το 1/4 του κατωτέρου προσωπικού παραμένει εκ περιτροπής στο πλοίο για την ασφάλεια του, με βάση πίνακα που καταρτίζεται από τον Πλοίαρχο και γνωστοποιείται κατάλληλα στο πλήρωμα. Από αυτή την υποχρέωση δεν εξαιρείται κανένας εκτός από τον Α΄ Μηχανικό. β. Στις περιπτώσεις που μετά τη διάλυση τους οι βάρδιες διατηρούνται, ειδικά για το προσωπικό καταστρώματος καταβάλλεται σ` αυτούς που υπηρετούν στη βάρδια υπερωρία για δύο (2) ώρες κατά τις ημέρες από Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή και για τρεις (3) ώρες το Σάββατο και τρεις (3) ώρες την Κυριακή…δ. Στην περίπτωση που ανατεθεί στον Αξιωματικό καταστρώματος, που παραμένει στο πλοίο για την ασφάλειά του υπηρεσία πέραν από τη συνηθισμένη επίβλεψη για την ασφάλεια του πλοίου, στον δε Αξιωματικό μηχανής πέραν από τη συνηθισμένη επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας του μηχανοστασίου, καταβάλλεται υπερωρία κατά τη διάρκεια αυτής της υπηρεσίας. ε. Σαν συνηθισμένη επίβλεψη θεωρείται εκείνη που προβλέπεται για τους αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής αντίστοιχα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 127 και σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 129 του Κανονισμού Εργασίας σε φορτηγά πλοία, πάνω από 800 κ.ο.x., που εγκρίθηκε με το Β.Δ. αριθμ. 806/70…8. Ημέρες άφιξης και αναχώρησης α. Οι βάρδιες κατά το ταξίδι μπορεί κατά την κρίση του Πλοιάρχου να αρχίσουν 12 ώρες πριν από την αναχώρηση του πλοίου και να τελειώσουν 12 ώρες μετά την άφιξη. β. Κατά τις ημέρες Σάββατο και Κυριακή, όταν πλησιάζει η άφιξη ή η αναχώρηση του πλοίου, εάν κατά την κρίση του Πλοιάρχου οι βάρδιες καθορίζονται μέσα σε δώδεκα (12) ώρες πριν από την αναχώρηση ή συνεχίζονται για δώδεκα (12) ώρες μετά την άφιξη, οι εργασίες που εκτελούνται από το πλήρωμα ρυθμίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν για εργασία κατά το ταξίδι. γ. Οι διατάξεις που αφορούν τις πιο πάνω ημέρες άφιξης και αναχώρησης εφαρμόζονται τόσο για τα τελικά όσο και για τα ενδιάμεσα λιμάνια. δ. Για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, ή άφιξη θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που το πλοίο αγκυροβόλησε στη θέση της φόρτωσης ή εκφόρτωσης, η δε αναχώρηση θεωρείται ότι άρχισε από τη στιγμή που το πλοίο, που πρόκειται να αναχωρήσει, αποσπάστηκε από το αγκυροβόλιο της φόρτωσης ή εκφόρτωσης. 9. Έναρξη και λήξη ημέρας. Κάθε ημέρα, συμπεριλαμβανομένων και των Κυριακών και των εορτών σε λιμάνι, θεωρείται ότι αρχίζει από την 00.01 ώρα και τελειώνει την 24.00 ώρα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. 1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, δηλαδή πέραν από τις κανονισμένες ώρες, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν μπορεί όμως ή πρόσθετη αυτή εργασία να ξεπερνά τις τέσσερις (4) ώρες μέσα στο 24ωρο. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία καταβάλλεται στο ναυτικό που την εκτέλεσε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μηνιαίου βασικού μισθού διαιρείται με τις ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, οι οποίες βρίσκονται με την διαίρεση των εβδομάδων του χρόνου δια δώδεκα μηνών και με τον πολλαπλασιασμό του πηλίκου 4,33 που προκύπτει απ` αυτή τη διαίρεση επί τις ώρες της εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης που ισχύει κάθε φορά. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης φθάνουν στις 173 (εκατόν εβδομήντα τρεις). 3. Μετά το τέλος αυτής της πρόσθετης τετράωρης εργασίας απαγορεύεται άλλη πρόσθετη εργασία, εκτός από την περίπτωση έκτακτης ανάγκης που αφορά την ασφάλεια του πλοίου, του φορτίου και των επιβαινόντων, οπότε για την έκτακτη αυτή υπερωριακή εργασία καταβάλλεται η αμοιβή που υπάρχει στον παρακάτω πίνακα υπερωριών αυξημένη στο διπλάσιο. 4. Όλο το πλήρωμα, πλην του Α΄ Μηχανικού, όταν υπάρχει απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες θα αμείβεται με το 1/173 του βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης προσαυξημένο κατά 50%. Διευκρινίζεται ότι όλες οι ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες είναι ώρες υπερωριακής απασχόλησης αμειβόμενες κατά τον ανώτερο τρόπο αποκλειστικά. 5. Για την πρόσθετη αυτή εργασία στην οποία αναφέρονται οι προηγούμενες παρ.1 και 2, η υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 2 αυξάνεται επί πλέον κατά 25%, ενώ στις περιπτώσεις της παρ. 3 αυξάνεται στο διπλάσιο και διαμορφώνεται σύμφωνα με τους πίνακες που ακολουθούν. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους περιλαμβανόμενους πίνακες υπερωριακής αμοιβής, για πλοία από 1500-2500 Τόνων DW, όσον  αφορά την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού, η απλή υπερωρία προσαυξημένη κατά 25% ανέρχεται σε 7,21 ευρώ και προσαυξημένη κατά 50% ανέρχεται σε 8,66 ευρώ, ενώ η διπλή υπερωρία με προσαύξηση 100% ανέρχεται σε 11,54 ευρώ.

IV. Από τις υπ’αριθμ….. και …./28.5.2021 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………., που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., με την επιμέλεια της εκκαλούσας-εναγομένης στην κατ’έφεση δίκη (529παρ.1 ΚΠολΔ), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …./25.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και την υπ’ αριθ. …../28.5.2021 ένορκη βεβαίωση του ……….., που λήφθηκε με επιμέλεια του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, ως υπεράσπιση κατά της σε βάρος του εφέσεως (527 και 529 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εκκαλούσας-εναγομένης, κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …/25.5.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), μη λαμβανομένων υπόψη αφενός των υπ’αριθμ….. και …./31.10.2026 ενόρκων βεβαιώσεων των ……….. και ………, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν ορθής, ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, κλήτευσης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ. …./27.10.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, ως αβασίμων, πλην όμως αυτός, κλήθηκε να παρασταθεί στην εξέταση των ανωτέρω και άλλων δύο μαρτύρων, σύμφωνα με την από 27.10.2016 κλήση, σε διαφορετικούς πολλαπλούς ημερολογιακούς χρόνους και ώρες της κάθε ημερομηνίας, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση συλλήβδην των εν λόγω μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτόν η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση καθενός και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 ΚΠολΔ, [πριν την κατάργηση του με τον Ν.4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), η ισχύς του οποίου άρχισε την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν.4335/2015)], που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, γι’αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε ο ενάγων, είναι ανύπαρκτες, ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013) και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν τις έλαβε υπόψη σιγή, ορθά κατ’αποτέλεσμα εφάρμοσε τον νόμο, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμου. Αφετέρου, για τον ίδιο λόγο δεν λαμβάνονται υπόψη, ως ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα, οι υπ’αριθμ. …../18.5.2021 και …/19.5.2021 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ….., που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, με την επιμέλεια της εκκαλούσας-εναγομένης στην κατ’εφεση δίκη (529 παρ.1 ΚΠολΔ), κατόπιν κλήτευσης του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …/13.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …..), πλην όμως αυτός, κλήθηκε να παρασταθεί στην εξέταση των ανωτέρω και άλλου ενός μάρτυρος, σύμφωνα με την από 13.5.2021 κλήση, σε διαφορετικές ημερομηνίες και πολλαπλές ώρες της κάθε ημερομηνίας, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτόν η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου. Περαιτέρω, λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τεσσάρων μηνών με δυνατότητα παράτασης ή σύντμησης της κατά ένα μήνα, που καταρτίστηκε εγγράφως στις 30.9.2014 στην Μύκονο, μεταξύ της διαχειρίστριας της εναγομένης εταιρείας, ήδη εκκαλούσας, με την επωνυμία «…………..», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ο/Γ-Δ/Ξ «Ε1», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., ΙΜΟ ….., κ.ο.χ.2978 και του ενάγοντος, …………, απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 3.876,99 ευρώ, περιλαμβανομένων βασικού μισθού 998,41 ευρώ, επιδόματος Κυριακών 219,65 ευρώ, επιδόματος πετρελαιοφόρου 99,84 ευρώ, διορθωτικού επιδόματος 18,95 ευρώ, επιδόματος αδείας 2,5 ημερών μηνιαίως, μετά τροφοδοσίας, 588,76 ευρώ, «κλειστής» υπερωριακής αμοιβής 931,20 ευρώ και επιμισθίου 1.020,18 ευρώ και παρείχε τις υπηρεσίες του, καθισταμένης αορίστου της σύμβασης, μέχρι τις 30.4.2015,που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σύναψης της ανωτέρω εργασιακής σύμβασης, είχε λήξει η ισχύς της από 24.12.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων 501 -3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4500 τόνων TDW, έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.4/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 127/9.2.2011), χωρίς να έχει συναφθεί και να ισχύσει νέα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των εν λόγω πλοίων. Επομένως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τους όρους παροχής και αμοιβής της εργασίας του ρύθμιζε αποκλειστικά η συναφθείσα, ως άνω, ατομική σύμβαση εργασίας του. Οι όροι όμως της συμβάσεως αυτής, ταυτίζονταν με τους προβλεπόμενους όρους της ήδη τότε λήξασας ΣΣΝΕ, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Τούτο προκύπτει προεχόντως από το γεγονός ότι συνομολογήθηκε «κλειστός» μισθός, η περί του οποίου συμφωνία δεν θα είχε νόημα χωρίς ετεροκαθοριζόμενο ελάχιστο όριο αποδοχών, όπως εν προκειμένω εκείνο, που καθορίστηκε συλλογικά με την θέση σε ισχύ της προγενέστερης ΣΣΝΕ και επιρρωνύεται, αφενός από το περιεχόμενο της επίδικης εργασιακής συμβάσεως, καθόσον στις καθοριζόμενες αποδοχές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και όλα τα προβλεπόμενα από την τελευταία ΣΣΝΕ του έτους 2010 επιδόματα, που όπως παραδέχεται η εναγομένη-εκκαλούσα, παρά την παύση ισχύος της, η συμφωνία ήταν να διατηρηθούν και ενταχθούν στην ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, όπως και αντίστοιχα των λοιπών ναυτικών, που υπηρετούσαν στο πλοίο της και αφετέρου, από την σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, όπου στην ένδειξη «Μισθός» αναγράφεται «Σ.Σ.», δηλαδή Συλλογική Σύμβαση, ως ισχύουσα δε ΣΣΝΕ τα συμβαλλόμενα μέρη εννοούσαν την τελευταία ισχύσασα συλλογική σύμβαση του έτους 2010, τα καθοριζόμενα δε σ’αυτήν ποσά για μισθό ενεργείας της ειδικότητας του και τα αναλογούντα επιδόματα περιλαμβάνονταν και στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, που εξέδιδε η εναγόμενη κατά την διάρκεια απασχόλησης του στο επίδικο πλοίο της. Επομένως, αφού οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, σύμφωνα με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, συμφώνησαν στην επίδικη ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι της ως άνω λήξασας ΣΣΝΕ, σημαίνει ότι οι όροι αυτοί κατέστησαν και θεωρούνταν εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός λόγος της δεσμευτικότητας τους είναι η σύμπτωση της ιδιωτικής βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων εργοδότη και εργαζομένου. Τούτο δεν αναιρείται από την ρητή αναφορά στην σύμβαση περί μη ισχύος συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, αφού πράγματι τέτοια δεν υφίστατο σε ισχύ κατά την σύναψη της, πλην όμως οι όροι της τελευταίας ισχύουσας αποτέλεσαν αντικείμενο της σύμβασης και ανέπτυξαν δεσμευτική ενέργεια, ως συμβατικοί όροι. Ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι την επίμαχη εργασιακή σχέση ρύθμιζε η, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2010, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι πρώτος, κατά το μέρος αυτό και τρίτος λόγοι της έφεσης, με τους οποίους η εναγομένη της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας επικαλούμενη ότι τα σχετικά αγωγικά κονδύλια έπρεπε να απορριφθούν, μιας και ελλείψει ισχύουσας ΣΣΝΕ τις αξιώσεις του ενάγοντος προσδιόριζαν μόνον οι όροι της ατομικής του συμβάσεως, που προέβλεπε «κλειστό» μισθό και «κλειστές» υπερωρίες, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, οι αγωγικές απαιτήσεις αιτία έχουν πράγματι την σύμβαση εργασίας του, οι όροι της οποίας όμως εγκύρως με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ενσωμάτωναν τις ρυθμίσεις της ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2010, παρότι αυτή είχε ήδη λήξει, έχοντας έτσι καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο δεξαμενόπλοιο αναλάμβανε την μεταφορά και ανεφοδιασμό με καύσιμα των πρατηρίων υγρών καυσίμων σε διάφορα νησιά του Αιγαίου (Σύρο, Μύκονο, Τήνο, Άνδρο, Μυτιλήνη, Σκιάθο, Αλόννησο, Σκόπελο, Λήμνο, Σαντορίνη, Ίο, Θηρασία, Κέα, Πάρο, Νάξο, Αμοργό, Ικαρία, Φούρνοι κ.αλ.), τα οποία φόρτωνε στις εγκαταστάσεις των Ελληνικών Διυλιστηρίων στον Ασπρόπυργο Αττικής, όπου ελλιμενιζόταν το πλοίο συνήθως δύο φορές τον μήνα, η δε διαδικασία φόρτωσης διαρκούσε περίπου επτά ώρες. Στα προαναφερόμενα νησιά, μετά τον κατάπλου, η εκφόρτωση των καυσίμων γινόταν σε βυτιοφόρα οχήματα. Ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Γ’ Μηχανικού, ήταν επιφορτισμένος, ως αξιωματικός μηχανής, τελώντας υπό την άμεση εποπτεία του Α΄Μηχανικού, με την επιμέλεια της συντήρησης των βοηθητικών μηχανημάτων, των σωληνώσεων, των οργάνων και εργαλείων παρακολούθησης, καθώς και με την περιοδική επιθεώρηση των σωληνώσεων και την επισκευή αυτών σε περίπτωση βλάβης, ενημερώνοντας στην περίπτωση αυτή τον Α΄Μηχανικό, εκτελούσε υπηρεσία φυλακής και οποιαδήποτε άλλη εργασία σχετική με την ειδικότητα του ανατίθετο σ’αυτόν, ενώ επιπροσθέτως, συμμετείχε σε εργασίες επισκευής μηχανικής φύσης, που εκτελούνταν συνήθως στον τελικό τόπο ελλιμενισμού, αλλά και εν πλω υπό τις οδηγίες του Α΄Μηχανικού, όποτε παρίστατο ανάγκη και υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα τέτοιας επισκευής, καθώς και σε εργασίες καθαρισμού και συντήρησης του χώρου του μηχανοστασίου. Το δεξαμενόπλοιο προσέγγιζε καθημερινά περί τους τρεις λιμένες για εκφόρτωση καυσίμων, η δε παρουσία του ενάγοντος στο μηχανοστάσιο ήταν επιβεβλημένη όχι μόνο πριν και κατά την άφιξη του πλοίου, καθώς και την αναχώρηση του από τον εκάστοτε λιμένα, αλλά και κατά την διάρκεια της διαδικασίας εκφόρτωσης των καυσίμων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του, για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών του μηχανοστασίου του επίδικου δεξαμενόπλοιου, το οποίο πραγματοποιούσε συνεχώς δρομολόγια για την προσέγγιση των ενδιάμεσων λιμένων προ του κατάπλου του στον εκάστοτε λιμένα προορισμού, απασχολούνταν  καθημερινά στο χώρο του μηχανοστασίου και πέραν του καθορισμένου ημερησίου εννιάωρου ωραρίου (8.00π.μ. – 17.00μ.μ.), εφόσον τα δρομολόγια του πλοίου δεν σταματούσαν στις 17.00μ.μ. και επιπλέον, εκτελούσε, ως αξιωματικός μηχανής, εναλλάξ με τον έτερο Γ΄Μηχανικό, που υπηρετούσε στο πλοίο, υπηρεσίες φυλακής (βάρδιες), διάρκειας εκάστης 12 ωρών, είτε το πλοίο βρισκόταν εν πλω, είτε ήταν ελλιμενισμένο. Σημειωτέον, ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήταν ναυτολογημένοι στο εν λόγω δεξαμενόπλοιο, ως μέλη του πληρώματος μηχανοστασίου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη ελάχιστη ασφαλή στελέχωση του, ένας Α΄ Μηχανικός και δύο Μηχανικοί Γ΄ τάξης, ενώ δεν υπηρετούσε Β΄ Μηχανικός, ούτε οι προβλεπόμενες ειδικότητες των μηχανοδηγών και χειριστή μηχανής, με αποτέλεσμα προκειμένου ο ενάγων να ανταποκριθεί στις εργασίες, που αφορούν τα ως άνω καθήκοντα του, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, αυτός πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό, ύψους 931,20 ευρώ, για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει τούτων, οι ισχυρισμοί της εναγομένης, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον σχετικό λόγο της έφεσης της, ότι ο ενάγων δεν εκτελούσε υπερωρίες, πέραν της αμοιβής που του καταβαλλόταν, εφόσον απασχολείτο μόνο από τις 8 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα, τα δε Σάββατα μέχρι τις 12 το μεσημέρι, ενώ τις Κυριακές δεν δούλευε, αν και έπαιρνε το σχετικό επίδομα, μήτε τις αργίες, μετά δε το πέρας του ωραρίου του ήταν ελεύθερος και μάλιστα αποχωρούσε από το πλοίο, όταν τούτο βρισκόταν σε λιμάνι, ενώ όταν εκτελούσε βάρδιες φυλακής βρισκόταν στην καμπίνα του και ξεκουραζόταν, επειδή το μηχανοστάσιο διέθετε εγκατάσταση αυτοματισμού, δεν αποδεικνύονται ουσιαστικά βάσιμοι, εφόσον δεν δικαιολογούνται από τις εκτιθέμενες περιστάσεις, που αντίθετα καταδεικνύουν τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες του μηχανοστασίου, που δεν αναιρούνται από το εγκατεστημένο σύστημα αυτοματισμού, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι ο Α΄ Μηχανικός, ως Προϊστάμενος Αξιωματικός του μηχανοστασίου, δεν εκτελούσε υπηρεσία φυλακής, ενώ δεν υπηρετούσαν μηχανοδηγοί προς συνεπικουρία στις εργασίες του μηχανοστασίου, η δε πληρότητα στην οργανική σύνθεση, ως προς τους αξιωματικούς μηχανής, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα, προς τον ενάγοντα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκαοχτώ (18), όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας αντιστοίχως, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται ενώπιον του Εφετείου,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η αιτιολογία του με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το μέρος αυτό, καθώς και ο τέταρτος λόγος αυτής, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του στο επίδικο δεξαμενόπλοιο με την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 7,21 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 8,66 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Επομένως, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: Α) για υπερωριακή αμοιβή 172 καθημερινών και Κυριακών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 688 ώρες Χ 7,21 ευρώ το ωρομίσθιο = 4.960,48   ευρώ και Β) για υπερωριακή αμοιβή 29 Σαββάτων και 11 αργιών Χ 12 ώρες υπερωρίας =  480 ώρες Χ 8,66 το ωρομίσθιο = 4.156,80 ευρώ και συνολικά το ποσό των 9.117,28 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 6.549,44 ευρώ, όπως η ίδια υποστηρίζει και αυτός συνομολογεί, προκύπτει δε από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των 2.567,84 ευρώ.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά ρητό όρο της εργασιακής σύμβασης, στον συμφωνηθέντα μισθό του ενάγοντος περιλαμβάνονταν αποδοχές αδείας 2,5 ημερών ανά μήνα. Εντούτοις, η αποζημίωση αδείας του υπολογιζόταν, σύμφωνα με το άρθρο 15 της εφαρμοζομένης ανωτέρω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, σε οκτώ (8) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του, για δε τις επιπλέον ημέρες σε αντίστοιχο κλάσμα της παραπάνω μηνιαίας αδείας. Κατά τις ημέρες της αδείας του ο ναυτικός δικαιούται τον βασικό μισθό, που αναλογεί σ’αυτές, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης, που προσαυξάνεται με το επίδομα 22% των Κυριακών, καθώς και το 10% επίδομα δεξαμενοπλοίων, για τους ναυτικούς που υπηρετούν σ’αυτά, καθώς επίσης και το αντίτιμο τροφής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 14παρ.3της εν λόγω ΣΣΝΕ σε 13,69 ευρώ την ημέρα, πλην λιμένων ΗΠΑ και Καναδά. Ενόψει τούτων, ο ενάγων, λόγω μη χορήγησης αυτούσιας της προβλεπομένης αδείας, δικαιούνταν μηνιαίως αποδοχές αδείας μετά αντιτίμου τροφής ποσού 588,76 ευρώ [(βασικός μισθός 998,41 €  + επίδομα Κυριακών 219,65 € + επίδομα δεξαμενόπλοιων 99,84€ ) : 22 = 59,90 € Χ 8 ημέρες = 479,23 ευρώ + (13,69 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 8 ημέρες = 109,52 €)]Χ 7 μήνες=4.121,32 ευρώ, πλέον ποσού 19,63 ευρώ για την απασχόληση του στις 30.9.2014, ήτοι συνολικά 4.140,95 ευρώ, που πράγματι του έχει καταβάλει η εναγομένη, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της και προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς και συνεπώς, ουδέν του οφείλεται για την κρινόμενη αιτία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι υφίσταται υπόλοιπο οφειλής, ποσού 24,62 ευρώ, το οποίο επιδίκασε, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του συναφούς πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά τον ανωτέρω λόγο αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο το ποσό των 2.567,84 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 4103/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 18.11.2015 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα επτά και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (2.567,84) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 12 Απριλίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ