Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 220/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  220 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων:

Α. Της εκκαλούσας εναγομένης:   ναυτικής εταιρείας ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: ………. η οποία εκρπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κουντούρη.

Β. Της εκκαλούσας ενάγουσας: ……. η οποία εκρπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κουντούρη.

Της εφεσίβλητης εναγομένης:  ναυτικής εταιρείας ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./27.12.2018) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3660/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη ναυτική εταιρεία με την από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα με την από 16.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………./22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, και την εκφώνησή τους με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκε ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, ο οποίος και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης ναυτικής εταιρείας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες αντίθετες εφέσεις: α) Η από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…../10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης ναυτικής εταιρείας της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 21.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../27.12.2018) αγωγής της εφεσίβλητης ναυτικού και β) η από 16.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ……./22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της επίσης εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών υπ’αριθμ. 3660/2019 οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις)  πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πλήττουν την ίδια απόφαση και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διά της συνεκδίκασής τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……/10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης ναυτικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 3660/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της σε βάρος της εκκαλούσας ασκηθείσας από 21.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../27.12.2018) αγωγής της εφεσίβλητης, διώκουσας την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών της από διάφορες αιτίες, συνολικού ποσού 24.808,28 ευρώ, πλέον τόκων, κυρίως μεν απορρεουσών από καταρτισθείσες με την εναγόμενη δύο (2) συμβάσεις ναυτολόγησής της, με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, σε ισάριθμα πλοία, πλοιοκτησίας της αντιδίκου της, άλλως επικουρικώς στηριζόμενες στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.796,62 ευρώ νομιμοτόκως, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 663,83 ευρώ, πλέον τόκων, και καταδικάσθηκε η εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 400 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 16.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…../16.6.2020), ήτοι προ της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην εναγόμενη, που έλαβε χώρα στις 26.10.2020, με την επιμέλεια της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την τελευταία υπ’αριθμ…./26.10.2020 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης (7.11.2019) και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 16.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…./21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας της ανωτέρω αγωγής κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.10.2020 (με αυξ. Αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ…../21.10.2020), ήτοι προ της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην εναγόμενη, που έλαβε χώρα στις 26.10.2020, με την επιμέλεια της ενάγουσας κατά τα προκτεθέντα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, όπως αναφέρθηκε ήδη, και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία ομοίως πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, Ελληνίδα απογεγραμμένη ναυτικός, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου, με την από 21.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/27.12.2018) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε (με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό διά συνοπτικής προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της) ζήτησε α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων με την ονομασία «S» και «SII», να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.038,24 ευρώ, και β) ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ιδίας, υπό την αυτή ως άνω ιδιότητά της, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.770,04 ευρώ, ήτοι συνολικά να της επιδικασθεί το ποσό των 24.808,28 ευρώ, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι της οφείλεται λόγω της ναυτολόγησης και ανελλιπούς απασχόλησής της στα ανωτέρω πλοία, με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθεισών μεταξύ τους, αντί, κατά τη συμφωνία τους, των όρων και των αποδοχών, που προβλέπονται στη Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, όπως θα ισχύει κάθε έτος, στο μεν πρώτο εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2017 έως 28.2.2017, όταν και απολύθηκε “λόγω αδείας”, στο δε δεύτερο κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2017 έως 1.10.2017, οπότε και αποναυτολογήθηκε για τον ίδιο λόγο, επί 14 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών της σ’αυτά (κατά τα οποία εκτελούντο καθημερινά τα ειδικότερα παρατιθέμενα στο δικόγραφο, με τη μορφή πινάκων, ανά επιμέρους περιόδους εντός του έτους 2017 και ανά πλοίο, τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια,  με αφετηρία κατά βάση το λιμένα της Ραφήνας και προορισμού, ανάλογα με το εκάστοτε δρομολόγιο, τους λιμένες διαφόρων νήσων των Κυκλάδων, με προσέγγιση στο ενδιάμεσο εκάστου δρομολογίου άλλων λιμένων, επίσης νήσων των Κυκλάδων, τινά εκ των οποίων υπερέβαιναν τις 12 ώρες), συμπεριλαμβανομένων, ήτοι επί 6 ώρες υπερωριακά κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 14 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς της, που επίσης λεπτομερώς για κάθε πλοίο αναφέρει στην αγωγή της. Ειδικότερα, ζήτησε, αφενός μεν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 2.033,63 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, συνιστά την οφειλόμενη διαφορά της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση κατά τις κατ’αριθμό προσδιοριζόμενες στο δικόγραφο καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και Κυριακές, αλλά και τα ομοίως προσδιοριζόμενα Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής της στο πρώτο των ανωτέρω πλοίων, όπως η αμοιβή της αυτή προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. για τους ναυτικούς της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων του έτους 2017, β) το συνολικό ποσό των 293,65 ευρώ, το οποίο της οφείλεται ως η προβλεπόμενη στην αυτή ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετη αμοιβή λόγω της εκτέλεσης από το ίδιο πλοίο κατά το αυτό χρονικό διάστημα των προσδιοριζομένων στο δικόγραφο επτά (7) δρομολογίων εξπρές, διαρκείας εκάστου μικρότερης των 6 ωρών, γ) το συνολικό ποσό των 556,32 ευρώ, το οποίο ζητά να λάβει ως οφειλόμενη, σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2017, και δ) το συνολικό ποσό των 3.866,44 ευρώ, το οποίο συνιστά την πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούται,  με βάση την αυτή ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., για τη συμμετοχή της ως μέλος του πληρώματος κατά την εκτέλεση από το δεύτερο των εν λόγω πλοίων των ανά εβδομάδα του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής της σ’αυτό ειδικότερα κατ’αριθμό προσδιοριζομένων στο δικόγραφο της αγωγής της δρομολογίων εξπρές, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 13.944,15 ευρώ για αμοιβή λόγω της εκ μέρους της παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις ωσαύτως κατ’αριθμό καθοριζόμενες στην αγωγή καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και Κυριακές, αλλά και κατά τα με τον ίδιο τρόπο προσδιοριζόμενα Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής της στο δεύτερο πλοίο, υπολογιζόμενη με βάση της διατάξεις της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και β) το συνολικό ποσό των 4.094,09 ευρώ, το οποίο διατείνεται ότι της οφείλεται ως επιδόματα εορτών του έτους 2017, που αναλογούν στο ίδιο χρονικό διάστημα, όπως αυτά επίσης υπολογίζονται με βάση την ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., σύμφωνα με τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα για τη στοιχειοθέτηση εκάστου κονδυλίου, με το νόμιμο τόκο, για μεν τα επιμέρους κονδύλια, που αφορούν στη ναυτολόγησή της στο πρώτο των ανωτέρω πλοίων από την ημερομηνία της απόλυσής της (28.2.2017), για δε τα κονδύλια, που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα της απασχόλησής της στο δεύτερο πλοίο (καταψηφιστικά και αναγνωριστικά), από την 1η.10.2017, όταν και αποναυτολογήθηκε απ’αυτό, άλλως σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή τους εξόφληση, κυρίως με βάση τις διατάξεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης και επικουρικώς τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι εργασιακές της συμβάσεις στα ως άνω πλοία τυγχάνουν εν όλω ή εν μέρει άκυρες και απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής της, διότι στην περίπτωση αυτή η αντίδικός της θα υποχρεούτο, αντί της ιδίας, να ναυτολογήσει και να απασχολεί άλλον εργαζόμενο ναυτικό με έγκυρη σύμβαση εργασίας στην αυτή ειδικότητα και με τα αυτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, και θα του κατέβαλλε τα αιτούμενα ποσά ως αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών του, κατά τα οποία η τελευταία τοιουτοτρόπως και κατέστη παρανόμως και αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.3660/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.796,62 ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 663,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις, και καταδικάσθηκε η εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στο ποσό των 400 ευρώ.  Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε η αγωγή ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης, στη συνέχεια έγινε δεκτό ότι τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διατάξεις, μεταξύ δε τούτων και στις διατάξεις της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2017, πλην του αιτήματος, που αφορά στην επιδίκαση στην ενάγουσα της προβλεπομένης από την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από τα πλοία, στα οποία ναυτολογήθηκε, των επικαλουμένων δρομολογίων εξπρές, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο στο σύνολό του όσον αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο με την ονομασία «S», ενώ, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο έτερο πλοίο με την ονομασία «SII», το εν λόγω αίτημα κρίθηκε νόμιμο μόνον για το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 30.4.2017, ενώ για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα επίσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με βάση τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής της σχετικά με τα καθημερινά δρομολόγια ακτοπλοΐας, που πραγματοποιούσαν αμφότερα τα πλοία, αυτά, κατά τα χρονικά διαστήματα της απασχόλησής της ως μέλος του πληρώματός τους (πλην του χρονικού διαστήματος από 7.4.2017 έως 30.4.2017, στο οποίο ήταν ναυτολογημένη στο πλοίο «SII»), δεν εκτελούσαν δρομολόγια εξπρές, όπως η έννοια ενός τέτοιου δρομολογίου ειδικότερα προσδιορίζεται στην κριθείσα ως εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς δεν είχαν επεκτείνει τους πλόες τους κατά τις νυκτερινές ώρες της ημέρας, ήτοι από 23.00 έως 7.00, αντίθετα οι πλόες τους ήταν κατά κύριο λόγο ημερινοί (μεταξύ 7.00 και 23.00), πλην ενός δρομολογίου που επεκτεινόταν μέχρι τις 23.30, δηλαδή η λήξη του επ’ολίγον υπερέβαινε την ενδεκάτη νυκτερινή ώρα, με αποτέλεσμα να πρόκειται περί ημερόπλοιων, που εξαιρούνται από την εφαρμογή των περί δρομολογίων εξπρές διατάξεων και η ενάγουσα να μη δικαιούται της αιτουμένης σχετικής αμοιβής. Ομοίως ως μη νόμιμη απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι  η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη ως διαφορά αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο της τελευταίας με την ονομασία «S» το ποσό των 549,08 ευρώ, και για την ίδια αιτία αναφορικά με το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένη στο έτερο πλοίο με την ονομασία «SII», το συνολικό ποσό των 3.919,27 ευρώ, αφού έγινε δεκτό από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι απασχολήθηκε στα εν λόγω πλοία, με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, επί 11 ώρες ημερησίως, κατά τις ειδικότερα κατ’αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ήτοι ότι εργάθηκε υπερωριακά επί 3 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και επί 11 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες και αφού αφαιρέθηκε από το ποσό, που κρίθηκε ότι της οφείλεται για κάθε αιτία, το ποσό, το οποίο η ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεών της στον πρώτο βαθμό συνομολόγησε ότι έχει ήδη λάβει από την εναγόμενη για την ίδια αιτία,  για διαφορά αναλογίας δώρου Πάσχα του έτους 2017, που αφορά στο διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο  «S», το ποσό των 114,75 ευρώ, για διαφορά αναλογίας δώρου Πάσχα του ιδίου έτους, που αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο έτερο πλοίο με την επωνυμία «SII» το ποσό των 127,73 ευρώ και για διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της εργασίας της επίσης στο δεύτερο πλοίο το ποσό των 749,62 ευρώ, τα οποία υπολογίσθηκαν με βάση συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας για την απασχόλησή της σε αμφότερα τα πλοία, ποσού 3.664,63 ευρώ και κατόπιν αφαίρεσης των ήδη καταβληθέντων στην ανωτέρω χρηματικών ποσών, όπως αυτά ειδικότερα αναφέρθηκαν στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, ενώ το κονδύλιο της αμοιβής για την εκτέλεση από τα εν λόγω πλοία δρομολογίων εξπρές, που κρίθηκε νόμιμο μόνον για το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 30.4.2017, κατά το οποίο η ενάγουσα ήταν ναυτολογημένη στο πλοίο «SII», απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο, καθόσον, όπως έγινε δεκτό, η ανωτέρω ζήτησε ως αμοιβή της για 11 δρομολόγια εξπρές του διαστήματος αυτού, που εκτελέσθηκαν κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής της και την εκκαλουμένη απόφαση ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των 1.250,90 ευρώ, αλλά έχει ήδη εισπράξει για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 1.290,88 ευρώ, όπως συνομολόγησε με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, με αποτέλεσμα ουδέν να της οφείλεται. Τέλος, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι τα ποσά, που κρίθηκε ότι οφείλονται στην ενάγουσα από την εργασία της στο πλοίο  «S», δικαιούται η τελευταία να τα λάβει με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής της απ’αυτό (ήτοι από την 1η.3.2017), ενώ τα ποσά που έγινε δεκτό ότι της οφείλονται λόγω της απασχόλησής της στο πλοίο  «SII» τοκοφορούν από την επομένη της απόλυσής της απ’αυτό (ήτοι από την 2η.10.2017), πλην των ποσών, που επιδικάσθηκαν ως διαφορά αναλογίας επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2017, των οποίων η τοκοφορία έγινε δεκτό ότι άρχεται από την 1η.5.2017 και από την 1η.1.2018 αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η εναγόμενη άσκησε την από 31.5.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. δικογρ…../16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. δικογρ……/10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία πλήττει τα βλαπτικά γι’αυτήν κεφάλαια της εκκαλουμένης για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο της έφεσής της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί των κονδυλίων της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας σε αμφότερα τα πλοία της, ως προς το οποία ειδικότερα ισχυρίζεται ότι εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει, και συγκεκριμένα οι ένορκες βεβαιώσεις των δικών της μαρτύρων, και δεν είχε ληφθεί υπόψη, άλλως σταθμισθεί και αξιολογηθεί αναλόγως η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος, όντας σε αντιδικία μαζί της κατόπιν άσκησης σε βάρος της αντίστοιχης αγωγής, προσδοκά έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, θα είχε γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη με βάση αποκλειστικά και μόνον τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και δη καθημερινά επί 11 ώρες, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι, για την όποια τυχόν παροχή εργασίας καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, που δεν υπερέβαινε τις 15 ώρες μηνιαίως, έχει πλήρως και  εξοφληθεί διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας της και β) επί των κονδυλίων των διαφορών της αναλογίας δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2017, τα οποία με την εκκαλουμένη απόφαση έγιναν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, διότι, όπως ισχυρίζεται, για τον καθορισμό του ποσού εκάστου των ως άνω επιδομάτων, εσφαλμένα συμπεριλήφθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, με βάση τις οποίες τα επιδόματα αυτά υπολογίσθηκαν, μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής της, ενώ, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δε δικαιούται αμοιβής υπερωριών, και τα εν λόγω επιδόματα, ορθά υπολογιζόμενα, έχουν πλήρως εξοφληθεί διά καταβολών της ιδίας (εναγομένης), ούτως ώστε τα αντίστοιχα αγωγικά κονδύλια ν’απορριφθούν καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ζητά δε με την έφεσή της την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Σημειώνεται ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της εφαρμοστέας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων της ενάγουσας στα πλοία της Σ.Σ.Ν.Ε. και επί του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας του κεφαλαίου των επιδικασθέντων στην ανωτέρω επιμέρους κονδυλίων, δεν προσβάλλονται ειδικά απ’αυτήν με λόγο της έφεσής της. 2) Η ενάγουσα άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την από 16.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …./21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…../22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία επίσης πλήττει την εκκαλουμένη κατά τα κεφάλαια αυτής που την βλάπτουν, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί των αγωγικών κονδυλίων της αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία της και συγκεκριμένα όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής της στα δύο πλοία της εναγομένης κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της σ’αυτά, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί 11 και όχι επί 14 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή της, με αποτέλεσμα τα ως άνω κονδύλια να γίνουν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα και β) επί των κονδυλίων των αναλογούντων στα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της σε αμφότερα τα ανωτέρω πλοία επιδομάτων εορτών (Χριστουγένων και Πάσχα) του έτους 2017, ως προς τα οποία επίσης η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και για τον προσδιορισμό των οποίων ισχυρίζεται πως εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο αναφερόμενο στην εκκαλουμένη απόφαση ποσό, στο οποίο όμως, αφενός μεν συνυπολογίσθηκε μικρότερο ποσό ως μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση στα εν λόγω πλοία, κατόπιν της παραδοχής περί 11ωρης καθημερινής εργασίας της σ’αυτά, και όχι 14ωρης, όπως επικαλέσθηκε στην αγωγή της, αφετέρου δε δεν συμπεριλήφθηκε το ποσό του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής της για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, παρότι τέτοια αμοιβή, σύμφωνα με τους λογαριασμούς μισθοδοσίας της, της καταβαλλόταν σταθερά και αδιάλειπτα από την εργοδότριά της κάθε μήνα καθόλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της και γ) επί του αγωγικού κονδυλίου, που αφορά στην αμοιβή της για την εκτέλεση από το πλοίο με την ονομασία «SII» δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της σ’αυτό από 7.4.2017 έως 30.4.2017, συνολικού ποσού 1.250,90 ευρώ, το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατόπιν παραδοχής προβληθείσας ένστασης της εναγομένης περί εξόφλησής του διά καταβολών της, συνολικού ποσού 1.290,88 ευρώ, που επίσης αναφέρονται και στην προσθήκη – αντίκρουση των δικών της προτάσεων (της ενάγουσας), και ως προς το οποίο ισχυρίζεται ειδικότερα ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις, θα είχε γίνει δεκτό ότι το ανωτέρω ποσό δεν καταβλήθηκε σε εξόφληση της αμοιβής, που δικαιούτο για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το  μήνα Απρίλιο του έτους 2017, αλλά για εκτελεσθέντα τέτοια δρομολόγια καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας της σ’αυτό. Επισημαίνεται ότι τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης, που αφορούν στον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, τα οποία έγινε δεκτό ότι εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο εντός της περιόδου από 7.4.2017 έως 30.4.2017 κατά τις διαλαμβανόμενες στην εν λόγω απόφαση ημερομηνίες, και στο συνολικό ποσό της αμοιβής, που κρίθηκε ότι δικαιούται η ενάγουσα να λάβει για την αιτία αυτή, δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, όπως επίσης δεν πλήττεται ούτε η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αφορά στην απόρριψη του κονδυλίου της αμοιβής της ενάγουσας για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές από το έτερο πλοίο με την ονομασία «S» ως μη νόμιμου. Με την ίδια έφεση της ενάγουσας πλήττεται όμως το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στο κονδύλιο της αμοιβής της για την εκτέλεση από το πλοίο με την ονομασία «SII» δρομολογίων εξπρές για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της σ’αυτό από 5.5.2017 έως 30.9.2017, ως προς το οποίο η αγωγή ομοίως απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, με αιτιάσεις, που, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της οικείας διάταξης της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., εκ της γραμματικής διατύπωσης της οποίας, όπως διατείνεται, σαφώς προκύπτει ότι οποιαδήποτε επέκταση δρομολογίου πλοίου, των ημεροπλοίων συμπεριλαμβανομένων, εντός των ωρών 23.00 έως 7.00, καθιστά το συγκεκριμένο δρομολόγιο δρομολόγιο εξπρές, για το οποίο τα μέλη του πληρώματος του πλοίου δικαιούνται της προβλεπομένης στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής, με αποτέλεσμα στην κρινόμενη περίπτωση τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή της και στο εφετήριο ανά εβδομάδες, συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος και συνολικό αριθμό δρομολόγια, κατά τα οποία το πλοίο επέστρεψε στο λιμένα αφετηρίας του (τη Ραφήνα) στις 23.30 να συνιστούν δρομολόγια εξπρές. Ζητείται δε με την εν λόγω έφεση η εξαφάνιση της ως άνω απόφασης κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, που βλάπτουν την εκκαλούσα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως κατ’ουσίαν βάσιμη, με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της εφαρμοστέας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της στα πλοία της εναγομένης Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς και επί του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας των επιδικασθέντων σ’αυτήν χρηματικών ποσών, δεν προσβάλλονται ειδικά ούτε με τη δική της έφεση, ούτε το κεφάλαιο, που αφορά στην απόρριψη ως μη νόμιμης της επικουρικώς προβληθείσας αγωγικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της εφαρμοστέας στην κρινόμενη περίπτωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 2242.5.1-5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17.11.2017 (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομική εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ.2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ.3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ.4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ.7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ.4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ.5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ.4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ.1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 33 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ.7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ.7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του. (ΕφΠειρ 83/2014, ΕφΠειρ 56/2014, ΕφΠειρ71/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 716/2011, ΕΝαυτΔ2012, 107, ΕφΠειρ 33/2002, ΔΕΕ 2003, 561). Τέλος, με τη διάταξη της παρ.6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ’αυτήν εισάγεται, καταρχήν, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με τις ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. Όμως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ.6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαίρεσης, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τις ως άνω ΣΣΝΕ. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (ΜονΕφΠειρ 19/2016, ΕφΠειρ 83/2014, ΕφΠειρ 71/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Τέλος, ο χαρακτηρισμός του πλοίου ως ημερόπλοιου δεν επηρεάζεται και δεν μεταβάλλεται από την, για ποικίλους λόγους και κατά λίγα λεπτά, υπέρβαση του ορίου της 23ης ώρας (ΑΠ 259/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΝΑΥΤΔ 2014.27). Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο το πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «SII» κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας σ’αυτό από  5.5.2017 έως 30.9.2017, εκτελούσε καθημερινά τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια (ενίοτε και δύο φορές την ημέρα) με αφετηρία το λιμένα της Ραφήνας και προορισμού το λιμένα της Μυκόνου, με προσέγγιση στο ενδιάμεσο εκάστου δρομολογίου των λιμένων της Άνδρου και της Τήνου, και των ίδιων λιμένων με αντίστροφη σειρά κατά το δρομολόγιο της επιστροφής του από τη Μύκονο στο λιμένα της αφετηρίας του. Ειδικότερα κατά τα χρονικά διαστήματα από 24.4.2017 έως 4.6.2017 και από 5.9.2017 έως 30.9.2017 και κατά τις ημέρες της εβδομάδας Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Σάββατο αναχωρούσε από το λιμένα της Ραφήνας στις 7.50, στον οποίο και κατέπλεε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του διαδοχικά των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, και κατά σειράν των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, ενώ κατά τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας Παρασκευή και Κυριακή, πλην του ανωτέρω, εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο εντός της ημέρας, σύμφωνα με το οποίο μετά τον κατάπλου του στο λιμένα της Ραφήνας στις 18.30 αναχωρούσε και πάλι απ’αυτόν στις 19.15 και κατέπλεε στην Άνδρο στις 21.15, από την οποία αναχωρούσε στις 21.30 για να καταπλεύσει στο λιμένα της Ραφήνας στις 23.30. Επίσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής στις 2.6.2017, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο εκτέλεσε το εξής διπλό δρομολόγιο:  Ραφήνα (αναχώρηση 7.50) – Άνδρος (άφιξη 9.45, αναχώρηση 10.00) – Τήνος (άφιξη 11.35 αναχώρηση 11.45) – Μύκονος (άφιξη 12.20 αναχώρηση 12.45) – Ραφήνα (άφιξη 16.30 αναχώρηση 18.00) – Άνδρος (άφιξη 20.00 αναχώρηση 20.15) – Τήνος (άφιξη 21.50 αναχώρηση 22.00) – Μύκονος (άφιξη 22.35 αναχώρηση 23.00) – Ραφήνα (άφιξη 2.45), ενώ στις 4.6.2017 ημέρα Κυριακή το προγραμματισμένο δρομολόγιο τροποποιήθηκε με αναχώρηση από το λιμένα της Μυκόνου στις 15.00 και άφιξη στο λιμένα της Ραφήνας στις 19.30, δηλαδή δεν εκτελέσθηκε δεύτερο δρομολόγιο. Περαιτέρω, επίσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά το χρονικό διάστημα από 5.6.2017 έως 13.8.2017 το πλοίο κατά τις ημέρες της εβδομάδας Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή αναχωρούσε από το λιμένα της αφετηρίας του τη Ραφήνα στις 7.50, στον οποίο και κατέπλεε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του διαδοχικά των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, και των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, για να αναχωρήσει και πάλι από τη Ραφήνα στις 19.15 με προορισμό την Άνδρο, όπου κατέπλεε στις 21.15, και απ’όπου αναχωρούσε στις 21.30, με επιστροφή στο λιμένα της Ραφήνας στις 23.30, ενώ  κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Σάββατο αναχωρούσε από το λιμένα της Ραφήνας στις 7.50, στον οποίο και κατέπλεε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του διαδοχικά των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, και των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, δηλαδή δεν εκτελούσε εντός της ίδιας ημέρας και δεύτερο δρομολόγιο. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2017 έως 4.9.2017, όπως επίσης προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο, το πλοίο κατά τις ημέρες της εβδομάδας Δευτέρα, Παρασκευή, Σαββάτο και Κυριακή αναχωρούσε από το λιμένα της αφετηρίας του τη Ραφήνα στις 7.50, στον οποίο και κατέπλεε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου διαδοχικά, και των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, για να αναχωρήσει και πάλι από τη Ραφήνα στις 19.15 με προορισμό την Άνδρο, όπου κατέπλεε στις 21.15, και απ’όπου αναχωρούσε στις 21.30, με επιστροφή στο λιμένα της Ραφήνας στις 23.30, ήτοι εκτελούσε δεύτερο δρομολόγιο για Άνδρο και το Σάββατο, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη αναχωρούσε από το λιμένα της Ραφήνας στις 7.50, στον οποίο και κατέπλεε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, και των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, δηλαδή δεν εκτελούσε εντός της ίδιας ημέρας και δεύτερο δρομολόγιο, με εξαίρεση στις 16.8.2017 και 17.8.2017, ημέρες Τετάρτη και Πέμπτη αντίστοιχα, κατά τις οποίες το πλοίο αναχώρησε από το λιμένα της αφετηρίας του τη Ραφήνα στις 7.50, στον οποίο και κατέπλευσε, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του των λιμένων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, και των λιμένων της Τήνου και της Άνδρου κατά την επιστροφή του από τη Μύκονο, στις 18.30, για να αναχωρήσει και πάλι στις 19.15 με προορισμό την Άνδρο, όπου κατέπλευσε στις 21.15, και απ’όπου αναχώρησε στις 21.30, για να επιστρέψει στο λιμένα της Ραφήνας στις 23.30. Επομένως, από το ίδιο το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής και τους σ’αυτήν ενσωματωθέντες πίνακες, αναφορικά με τα τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, που πραγματοποιούσε το πλοίο «SII» κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας σ’αυτό από 5.5.2017 έως 30.9.2017, προκύπτει ότι το ανωτέρω πλοίο, όντας δρομολογημένο προς εξυπηρέτηση γραμμής ενταγμένης στο γενικό δίκτυο τακτικών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, με προορισμό τη Μύκονο και με προσέγγιση στο ενδιάμεσο εκάστου δρομολογίου του των λιμένων της Άνδρου και της Τήνου (κατά τον πλου της επιστροφής με αντίστροφη σειρά), με αφετηρία τον λιμένα της Ραφήνας, και με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον λιμένα αυτόν, εκτελούσε κυκλικούς πλόες, που διαρκούσαν συνήθως από ώρα 7.50 μέχρι ώρα 18.30, ενώ ενίοτε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας (3-4 ημέρες ανά περιόδους) διενεργούσε και δεύτερο δρομολόγιο μετά τον κατάπλου του στο λιμένα της Ραφήνας στις 18.30, που προέβλεπε αναχώρηση απ’αυτόν στις 19.15, με προορισμό την Άνδρο και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας του περί ώρα 23.30. Συνεπώς, εφόσον κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο, προεξέχουσα θέση κατείχαν οι ημερινοί πλόες του, δηλαδή οι πλόες που εκτείνονταν κατά κύριο λόγο μεταξύ των ωρών από 07.00 έως 23.00, το πλοίο αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των ημερόπλοιων, όπερ συνεπάγεται ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, όπως λεπτομερώς στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε, σύμφωνα  με την οποία, κατ’εξαίρεση της εισαγομένης μ’ αυτήν εξαίρεσης ως προς τα ημερόπλοια, καταβάλλεται στους απασχολουμένους στα εν λόγω πλοία ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή για εκτέλεση δρομολογίων “EXPRESS” μόνον όταν τα πλοία αυτά εκτελούν τέτοια δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00), ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους κατά τις ίδιες ώρες, με την επισήμανση ότι η κατά ολίγα λεπτά υπέρβαση της ενδεκάτης νυκτερινής ώρας, όπως συνέβαινε στην κρινόμενη περίπτωση κατά την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο του δεύτερου δρομολογίου της ημέρας κάποιες ημέρες της εβδομάδας, δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό του πλοίου αυτού ως ημερόπλοιου, και δεν καθιστά τα συγκεκριμένα δρομολόγια δρομολόγια εξπρές. Ενόψει των ανωτέρω η ενάγουσα δε δικαιούται για το συγκεκριμένο διάστημα της σχετικής αμοιβής. Ωστόσο, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, το δεύτερο τακτικό κυκλικό δρομολόγιο, που εκτέλεσε το πλοίο στις 2.6.2017 ημέρα Παρασκευή, κατά το οποίο αναχώρησε και πάλι από το λιμένα της Ραφήνας στις 18.00 και επέστρεψε στον ίδιο λιμένα στις 2.45 της επόμενης ημέρας, φέρει το χαρακτήρα ενός τέτοιου δρομολογίου, διάρκειας μικρότερης των 12 ωρών, για το οποίο οφείλεται στην ενάγουσα η προβλεπόμενη στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ αμοιβή. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το υπό στοιχεία Β.2 αγωγικό κονδύλιο, το οποίο αφορά σε αμοιβή της ενάγουσας για δρομολόγια εξπρές του πλοίου με την ονομασία «SII» κατά το χρονικό διάστημα από 5.5.2017 έως 30.9.2017, και ως προς το οποίο το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεχθέν ότι το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες και, κατ’επέκταση ότι υπάγεται στην κατηγορία των ημερόπλοιων,  αλλά και ότι ο χαρακτηρισμός του αυτός δεν επηρεάζεται και δεν μεταβάλλεται από την κατά λίγα λεπτά υπέρβαση του ορίου της 23ης ώρας κατά την εκτέλεση τινών εκ των τακτικών κυκλικών δρομολογίων του, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 33, και δη της παρ.6 αυτού, της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, πλην του συγκεκριμένου δρομολογίου της 2ης.6.2017, το οποίο όντως συνιστά δρομολόγιο εξπρές, και ως προς το οποίο και μόνον η διάταξη αυτή εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε, κατά παραδοχήν ως βασίμου του δεύτερου λόγου της έφεσης της ενάγουσας. Πρέπει, συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό, κατόπιν εξαφάνισης της εκαλουμένης απόφασης, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, και να διερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή, που είναι  νόμιμη, στηριζόμενη στην προαναφερθείσα διάταξη της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ  του έτους 2017, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648 επ. του ΑΚ (τόκος για το συγκεκριμένο κονδύλιο ζητείται από την επομένη της απόλυσής της από το πλοίο αυτό, που συνιστά δήλη ημέρα για την καταβολή του, ήτοι από την 2η.10.2017) και 70 του ΚΠολΔ, από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας.

Το Δικαστήριο επανεκτιμά την υπ’αριθμ. …/4.3.2019 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του . ….. ., θαλαμηπόλου στο πλοίο της εναγομένης  με την ονομασία «SII», στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με την ενάγουσα κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα του συνολικού χρόνου της ναυτολόγησης της τελευταίας σ’αυτό από 5.4.2017 έως 5.9.2017, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……./27.2.2019 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..,  σε συνδυασμό προς την από 27.2.2019 έγγραφη εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην εναγόμενη, η οποία (ένορκη βεβαίωση) σταθμίζεται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του ανωτέρω μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι αυτός τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, τις υπ’ αριθμ…../4.3.2019 και …./4.3.2019 ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις των …….. και ………. αντίστοιχα, εκ των οποίων ο μεν πρώτος απασχολήθηκε ως Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος στο πλοίο  με την ονομασία “S” κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας σ’αυτό, ο δε δεύτερος με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο  με την ονομασία “SII” επίσης κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας στο ως άνω πλοίο, και οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…./27.2.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού  επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., σε συνδυασμό προς την από 27.2.2019 έγγραφη εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην ενάγουσα, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι ως τέτοια νοούνται οι  γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 10/2021, ΑΠ 72/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στη Ραφήνα Αττικής την  1η.2.2017 μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρείας και μέλους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία “S”, νηολογημένου στο λιμένα της ‘Ανδρου, με αριθμό …., κόρων ολικής χωρητικότητας 6.745,95, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….., με αριθμό ΙΜΟ:….. και της ενάγουσας, Ελληνίδας κατ’επάγγελμα απογεγραμμένης ναυτικού, κατόχου του με αριθμ. …. ναυτικού φυλλαδίου της Κ ναυτικής περιφέρειας και του υπ’αριθμ….. πτυχίου Θαλαμηπόλου Α΄τάξεως, η τελευταία, έχοντας έως τότε υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία και μέλος ούσα της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων του Εμπορικού Ναυτικού, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα  της θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο από τον πλοίαρχό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ και παρείχε τις υπηρεσίες της σ’αυτό με την προαναφερθείσα ειδικότητα συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και την 28η.2.2017, όταν και απολύθηκε στον λιμένα της  Ραφήνας “λόγω αδείας”. Περαιτέρω η ενάγουσα δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης επίσης στη Ραφήνα Αττικής στις 5.4.2017, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν από τον πλοίαρχο του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία “SΙΙ”, νηολογημένου στο λιμένα της Πειραιώς, με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 4.985,75, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …, με αριθμό ΙΜΟ:…., επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα, στο οποίο και απασχολήθηκε συνεχώς μέχρι και την 1η.10.2017, όταν και απολύθηκε στο λιμένα της Ραφήνας Ραφήνας λαμβάνοντας άδεια διαρκείας μέχρι και την 31η.10.2017. Όλα τα προεκτεθέντα, που συνιστούν ταυτόχρονα παραδοχές και της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν πλήττονται ειδικά με τις ένδικες εφέσεις, συνομολογήθηκαν ουσιαστικά από την εναγόμενη στον πρώτο βαθμό, προκύπτουν άλλωστε σαφώς και από τις σχετικές εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του αντίστοιχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου της ενάγουσας. Κατά την κατάρτιση των προαναφερθεισών συμβάσεων την 1η.2.2017 και στις 5.4.2017 αντίστοιχα συμφωνήθηκε από τους αντισυμβαλλομένους να διέπονται αυτές, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας της ενάγουσας, από την εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων του τρέχοντος έτους απασχόλησής της, και μάλιστα είτε από αυτήν, που είχε ήδη κατά τη ναυτολόγησή της προηγουμένως εντός του έτους υπογραφεί και ίσχυε, είτε από αυτήν που θα  υπογραφόταν εντός του ιδίου έτους στο μέλλον, ως προς την οποία, επομένως, ορίσθηκε να καταλαμβάνει ενοχικώς και την εργασιακή σχέση της ενάγουσας αναδρομικά, άλλως από την τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ. Ενόψει της συμφωνίας αυτής των διαδίκων, επί των συμβάσεων ναυτολόγησης της ενάγουσας σε αμφότερα τα ανωτέρω πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης, τυγχάνει εφαρμογής η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε μεν μεταγενέστερα, και δη στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005) στις 17.11.2017, ήτοι αφότου αμφότερες οι συμβάσεις ναυτολόγησής της στα πλοία της εναγομένης είχαν λυθεί, πλην όμως καταλαμβάνει, ισχύσασα αναδρομικά, και τις προηγουμένως καταρτισθείσες ατομικές συμβάσεις εργασίας της, όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά τις ναυτολογήσεις της σε αμφότερα τα πλοία της εναγομένης το έτος 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €). Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της ενάγουσας, η εναγόμενη της κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής της σε αμφότερα τα πλοία της κατ’αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή της επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ιδίας ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στην ενάγουσα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν για την απασχόλησή της σε αμφότερα τα πλοία σε 455,14 ευρώ, ενώ κατά τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα στο πλοίο “SΙΙ” εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού, και δη κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2017 έλαβε το ποσό των 394,46 ευρώ, και κατά το μήνα Μάιο του ίδιου έτους το ποσό των 439,98 ευρώ. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας της ενάγουσας προκύπτει ότι η εναγόμενη της κατέβαλε, επιπλέον των ανωτέρω, παγίως κάθε μήνα των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών της σε αμφότερα τα πλοία, το χρηματικό ποσό των 125,50 ευρώ (πλην του μηνός Απριλίου του έτους 2017, κατά τον οποίο έλαβε το ποσό των 108,77 ευρώ) ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, που αντιστοιχεί σε 15 ώρες παροχής τέτοιας εργασίας μηνιαίως, άλλως σε 30 λεπτά ημερησίως. Περαιτέρω, κατά τις παρ.1 και 6 του υπό τον τίτλο «Προσωπικόν Ενδιαιτημάτων» άρθρου 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974), όπως η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, αφού αντικαταστάθηκε, αναριθμήθηκε από § 7 σε § 6 με το άρθρο 3 του ΠΔ 319/1996 (ΦΕΚ Α 216/1996), τα επιβατηγά πλοία υποχρεούνται σε πρόσληψη ενός (1) θαλαμηπόλου ανά είκοσι τέσσερις (24) κλίνες, στον αριθμό των οποίων συνυπολογίζονται και οι κλίνες των αξιωματικών και ενός (1) επίκουρου ανά τρεις (3) θαλαμηπόλους, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιθαλαμηπόλων (§ 1). Μάλιστα, αναφορικά με την οργανική σύνθεση του πληρώματος των ανωτέρω πλοίων θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το αυτό ΠΔ, κατά την περίοδο λειτουργίας των κυλικείων τους ναυτολογείται ένας (1) ακόμη θαλαμηπόλος ανά κυλικείο, ενώ κατά τη θερινή περίοδο του έτους (από 1/4 έως 30/9) δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι επιπλέον των προβλεπομένων στην οργανική τους σύνθεση. Ειδικότερα, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του εκ των πλοίων, στα οποία ναυτολογήθηκε η ενάγουσα, με την ονομασία ” S”, σ’αυτό υπηρετούν ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, τρεις (3) θαλαμηπόλοι και τρεις (3) επίκουροι θαλαμηπόλοι, ενώ η οργανική σύνθεση του έτερου πλοίου με την ονομασία “SΙΙ” προβλέπει ως προσωπικό της υπηρεσίας ενδιατημάτων την απασχόληση ενός (1) προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, ενός (1) αρχιθαλαμηπόλου, τριών (3) θαλαμηπόλων και δύο (2) επίκουρων θαλαμηπόλων, σε αμφότερα δε τα πλοία ορίζεται ότι ναυτολογείται ένας (1) ακόμη θαλαμηπόλος ανά κυλικείο κατά την περίοδο λειτουργίας τους και κατά τη θερινή περίοδο του έτους (από 1/4 έως 30/9) δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι επιπλέον των προβλεπομένων στην οργανική τους σύνθεση, καθώς και ότι κατά την περίοδο του έτους από 1/11 έως 31/3 η σύνθεση των πλοίων σε θαλαμηπόλους και επίκουρους μειώνεται κατά το 1/2. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ναυτολόγιο των ανωτέρω πλοίων, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου από 1.2.2017 έως 28.2.2017 στο εξ αυτών με την ονομασία “S” είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούνταν ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων αυτού ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, καθώς, και πλην της ενάγουσας, καθόλο το μήνα Φεβρουάριο (4) ακόμη θαλαμηπόλοι, ένας επιπλέον (1) θαλαμηπόλος από την 6η/2 και ένας ακόμη (1) από την 15η/2, δηλαδή κατά περιόδους τέσσερις (4) έως επτά (7) θαλαμηπόλοι συνολικά, της ενάγουσας συμπεριλαμβανομένης, τέσσερις (4) επίκουροι θαλαμηπόλοι από την 1η έως την 5η/2, τρεις (3) επίκουροι θαλαμηπόλοι κατά την περίοδο από 6 έως 13 Φεβρουαρίου και δύο (2) επίκουροι θαλαμηπόλοι από 14 έως 28 Φεβρουαρίου. Περαιτέρω, στο έτερο πλοίο με την ονομασία “SΙΙ” κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας σ’αυτό από 5.4.2017 έως 30.9.2017, που εμπίπτει στη θερινή περίοδο του έτους, είχαν ναυτολογηθεί και απασχολήθηκαν ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, εννέα (9) θαλαμηπόλοι και τρεις (3) επίκουροι θαλαμηπόλοι. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α΄ 158/4.10.1960), οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική εργασία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων περιλαμβάνονται – μεταξύ άλλων – η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η παροχή σ’αυτούς κάθε δυνατής περιποίησης και άνεσης, καθώς και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελουμένου δρομολογίου. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του  ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, η οκτάωρη εργασία στα πλοία της συγκεκριμένης κατηγορίας – μεταξύ άλλων – μελών του πληρώματος και των θαλαμηπόλων κατανέμεται από ώρα 06.00 ώρας μέχρι ώρα 22.00, με μία διακοπή διάρκειας εν προκειμένω μίας (1) ώρας. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι το πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “S”, στο οποίο η ενάγουσα εργάσθηκε κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 ως θαλαμηπόλος, έχει ικανότητα μεταφοράς 1.760 επιβατών και 280 οχημάτων, διαθέτει καμπίνες επιβατών και αίθουσες επιβατών με αριθμημένες θέσεις αεροπορικού τύπου. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που η επιβατική κίνηση είναι μειωμένη, λειτουργούσαν τα τρία (3) από τα πέντε (5) συνολικά κυλικεία/μπαρ του πλοίου, το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πραγματοποιούσε καθημερινά τακτικά κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια στη γραμμή Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Τήνος – ‘Ανδρος – Ραφήνα, με αναχώρηση από το λιμένα της Ραφήνας στις 7.50 και επιστροφή στον ίδιο λιμένα στις 18.30, πλην Παρασκευής και Κυριακής, που εκτελούσε διπλό δρομολόγιο, και συγκεκριμένα μετά τον κατάπλου του στη Ραφήνα αναχωρούσε και πάλι στις 19.15 με προορισμό την Άνδρο, για να επιστρέψει στο λιμένα της αφετηρίας του στις 23.30. Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η συνολική διάρκεια των ημερησίων δρομολογίων του ανερχόταν σε 10 ώρες και 30 λεπτά και την Παρασκευή και την Κυριακή σε 15 ώρες και 30 λεπτά αντίστοιχα. Το έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “SΙΙ”, στο οποίο η ενάγουσα ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2017 έως 30.9.2017, που εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη θερινή περίοδο του έτους, όταν η επιβατική κίνηση είναι αυξημένη, και κατά περιόδους κυρίως τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο ιδιαιτέρως αυξημένη, έχει ικανότητα μεταφοράς 1.630 επιβατών και 250 οχημάτων. Διαθέτει καμπίνες επιβατών χωρητικότητας 80 περίπου κλινών, αίθουσες επιβατών με καθίσματα (άνω των 200) αεροπορικού τύπου, καμπίνες για άτομα με ειδικές ανάγκες, και καμπίνες για κατοικίδια, αίθουσα κινηματογραφικών προβολών (home cinema), κατάστημα παραδοσιακών προϊόντων, καθώς και τέσσερα (4) συνολικά κυλικεία/μπαρ, εκ των  οποίων τρία (3) στο εσωτερικό του και ένα (1) σε εξωτερικό χώρο, άπαντα τα οποία κατά την επίμαχη περίοδο ναυτολόγησης της ενάγουσας λειτουργούσαν. Κατά το διάστημα αυτό το εν λόγω πλοίο, ήταν δρομολογημένο προς εξυπηρέτηση γραμμής ενταγμένης στο γενικό δίκτυο τακτικών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και δη της γραμμής Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Τήνος – Άνδρος – Ραφήνα, με καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμένα της αφετηρίας του και με διάρκεια των ημερησίων δρομολογίων του, η οποία κατά το μήνα Απρίλιο και την περίοδο του Πάσχα προσέγγιζε τις 19 ώρες, λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο διπλών δρομολογίων προς Μύκονο με επιστροφή στη Ραφήνα σχεδόν καθημερινά μέχρι και τις 23/4, ενώ από τις 24/4 και στο εξής μέχρι και τις 30/9 η διάρκεια των ημερησίων δρομολογίων του ανερχόταν σε 10 ώρες και 30 λεπτά, και ενίοτε σε 15 ώρες και 30 λεπτά, γεγονός που επίσης οφείλεται στην εκτέλεση και δεύτερου δρομολογίου την ημέρα με προορισμό τη Άνδρο και επιστροφή στο λιμένα της Ραφήνας ορισμένες ημέρες της εβδομάδας, κατά περιόδους 2, 3 ακόμη και 4, όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “S” κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, απασχολείτο αποκλειστικά ως θαλαμηπόλος κυλικείου στο κυλικείο/μπαρ της πλώρης, με έναρξη της εργασίας της κάθε ημέρα στις 6.00, δηλαδή σχεδόν 2 ώρες προ της προγραμματισμένης αναχώρησης του πλοίου για την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του στις 7.50 από το λιμένα της Ραφήνας, όπως κατατίθεται και από το μάρτυρα της εναγομένης ………., Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο του πλοίου κατά την επίμαχη περίοδο, εξυπηρετώντας, διαρκούντος του πλου προς Μύκονο, αλλά και αυτού της επιστροφής προς Ραφήνα, τους επιβάτες και εκτελώντας τις παραγγελίες τους, διά της παροχής προς αυτούς των αγορασθέντων ειδών της επιλογής τους, αλλά και πραγματοποιώντας εργασίες καθαριότητας και ευπρεπισμού στο χώρο του κυλικείου και του σαλονιού, αν και περιορισμένης έκτασης, καθώς και εργασίες τακτοποίησης και διευθέτησης των τραπεζοκαθισμάτων του χώρου του σαλονιού, και αποκομιδής των απορριμάτων, που ελάμβαναν χώρα συνήθως μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα προορισμού του (τη Μύκονο) και κατά τη διάρκεια της παραμονής του σ’αυτόν, προκειμένου να είναι κατάλληλοι προς χρήση από τους νέους επιβάτες του πλου της επιστροφής με προορισμό τη Ραφήνα, ενώ μετά τον κατάπλου του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα της αφετηρίας του και την αποβίβαση των επιβατών, αφενός μεν συμμετείχε στις προβλεπόμενες εργασίες, που έπονται του πέρατος της λειτουργίας του μπαρ, αφετέρου δε εκτελούσε περισσότερο εκτεταμένες εργασίες γενικού καθαρισμού, τόσο στο χώρο του μπαρ, όσο και στο χώρο του μεγάλης επιφανείας σαλονιού της πλώρης, ώστε να καταστούν αυτοί εγκαίρως καθόλα έτοιμοι να υποδεχθούν τους επιβάτες του δρομολογίου της επόμενης ημέρας, ή τις απολύτως απαραίτητες εργασίες καθαριότητας προ της επιβίβασης των επιβατών του επόμενου δρομολογίου τις ημέρες εκείνες της εβδομάδας, κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο μετά την άφιξή του στη Ραφήνα με προορισμό την Άνδρο. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης της ενάγουσας δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής, αλλά και τον αυξομειούμενο ανά ημέρα όγκο της επιβατικής κίνησης αυτής. Με βάση τις παραδοχές αυτές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά της, κατ’εντολήν του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου και δικού της προϊσταμένου, πέραν του νομίμου ωραρίου της, που προβλέπεται από την ισχύσασα και εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της (Φεβρουάριος του 2017) στο συγκεκριμένο πλοίο της εναγομένης ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., των 8 ωρών ημερησίως. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή της επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που αναφέρθηκαν, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης, που ανερχόταν συνήθως σε 15 – 20 λεπτά της ώρας το μέγιστον (πλην του λιμένα προρισμού του, αυτού της Μυκόνου, όπου παρέμενε πριν αναχωρήσει για το δρομολόγιο της επιστροφής επί 35 λεπτά), της επιβατικής κίνησης κατά το διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο αυτό, που κατά τη συγκεκριμένη περίοδο του έτους είναι σαφώς μειωμένη, της συνολικής διάρκειας εκάστου τακτικού κυκλικού δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε, των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου, της καταβολής σ’αυτήν από την εναγόμενη, εργοδότριά της και πλοιοκτήτρια, ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 του ποσού των 125,50 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 30 λεπτά παροχής τέτοιας εργασίας ημερησίως, όπως επίσης έχει ήδη αναφερθεί, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός της αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής της, και των καθηκόντων της ειδικότητάς της, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά την ίδια περίοδο, του γεγονότος ότι, όπως κατατέθηκε από το μάρτυρα …….., το πλήρωμα λάμβανε τα γεύματά του τρεις (3) φορές την ημέρα επί 20 έως 30 λεπτά κάθε φορά, της χορήγησης στους θαλαμηπόλους διαλείμματος διαρκείας μίας (1) ώρας κατά το δρομολόγιο του πλοίου κατά τα προβλεπόμενα στην ως άνω ΣΣΝΕ, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς της στο πλοίο δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας της, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η, σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτής στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής της σ’αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας της στο πλοίο αυτό ανήλθε σε 11 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτή με την αγωγή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολείτο καθημερινά επί 11 ώρες κατά μέσο όρο στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “S” κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της σ’αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ορθά τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, με τον οποίο ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, προκειμένου να αναδικασθεί η υπόθεση και να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο (ως προς το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ουσίαν) κατόπιν παραδοχής ως βασίμου του ισχυρισμού της ότι η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής της στο ως άνω πλοίο ανερχόταν σε 14 ώρες, ούτως ώστε, αφενός μεν να της επιδικασθεί ολόκληρο τo αιτούμενο με την αγωγή της ποσό της αμοιβής για υπερωριακή εργασία, αφετέρου δε να επανυπολογισθούν τα ποσά, που δικαιούται αναφορικά με τα λοιπά κονδύλια (των δώρων εορτών και της αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων «εξπρές»), λαμβανομένων όμως πλέον υπόψη για τον εκ νέου υπολογισμό τους των αποδοχών, που αντιστοιχούν στις πραγματικές ώρες, κατά τις οποίες διατείνεται ότι απασχολήθηκε υπερωριακά, και από την εναγόμενη αντίστοιχα με τον πρώτο λόγο της δικής της έφεσης, με τον οποίο επίσης αιτήθηκε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης όσον αφορά στο αυτό κεφάλαιο της αμοιβής για την παροχή από την ενάγουσα υπερωριακής εργασίας στο εν λόγω πλοίο, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η αγωγή αναφορικά με το ως άνω κονδύλιο, επικαλούμενη ειδικότερα ότι η αντίδικός της ουδέποτε χρειάσθηκε να εργασθεί πέραν του νομίμου ωραρίου, καθώς και ότι η τελευταία σε κάθε περίπτωση για την όποια υπερωριακή της απασχόληση έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά του ήδη καταβληθέντος σ’αυτήν χρηματικού ποσού, όπως προκύπτει από την επαναπροσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών της του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2017, και με το τέταρτο λόγο της έφεσής της περί σχηματισμού δικανικής πεποίθησης επί του αποδεικτέου αυτού θέματος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με βάση μόνον τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, αποδείχθηκε ότι διαρκούσης της ναυτολόγησής της στο ανωτέρω πλοίο κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 η ενάγουσα απασχολήθηκε καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά ως θαλαμηπόλος, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας με βάση τη συμφωνία της με την εναγόμενη κατά την πρόσληψή της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί 3 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η ενδεκάωρη εργασία της κατά τα Σάββατα και τις αργίες  του επίμαχου χρονικού διαστήματος θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες της.  Συνεπώς, δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη (υπερωριακή) αμοιβή: 1) Για 69 ώρες παροχής τέτοιας εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (23 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα τον επίδικο χρόνο και τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές) το συνολικό χρηματικό ποσό των 577,53 ευρώ, και 2) για 55 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος (5 Σάββατα και αργίες επί 11 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ ως ωρομίσθιο του ναυτικού της ειδικότητας αυτής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) το συνολικό χρηματικό ποσό των 552,20 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 1.129,73 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 580,65 ευρώ, κατά παραδοχήν ως βάσιμης σχετικής ένστασης μερικής εξόφλησης, η οποία παραδεκτά προβλήθηκε από την εναγόμενη και συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα προσθήκη επί των προτάσεών της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό,  με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 549,08 ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν και δεν προσβάλλουν με ειδικό λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής της ενάγουσας για την παροχή τέτοιας εργασίας, τον αριθμό των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2017, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε η ενάγουσα διαρκούσης της ναυτολόγησής της στο πλοίο αυτό, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του θαλαμηπόλου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και το αντίστοιχο ποσό του ωρομοσθίου για την εργασία των θαλαμηπόλων κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αυτά διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και το συνολικά εισπραχθέν από την ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες ποσό διά καταβολών της εναγομένης. Περαιτέρω, όσον αφορά στη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “SΙΙ” από 5.4.2017 έως 30.9.2017, λεκτέα τα κάτωθι: Η ενάγουσα εργαζόταν στο κεντρικό μπαρ της πλώρης μαζί με έναν ακόμη θαλαμηπόλο, με ώρα έναρξης της εργασίας της την 7.30., εξυπηρετώντας τους επιβάτες, εκτελώντας τις παραγγελίες τους και εισπράττοντας το αντίτιμο μέχρι και τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Τήνου, οπότε, με τη συνδρομή και έτερου θαλαμηπόλου, εκτελούσε εργασίες καθαρισμού στις καμπίνες των επιβατών, που είχαν στο μεσοδιάστημα εκκενωθεί, έως και την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του προορισμού του (τη Μύκονο), καθόλη τη διάρκεια της παραμονής του στον οποίο πραγματοποιούσε αντίστοιχες εργασίες καθαριότητας στο χώρο κινηματογραφικών προβολών του πλοίου (home cinema), που ουσιαστικά αποτελεί τμήμα των σαλονιών του και χρησιμοποιείται από τους επιβάτες, μετά το πέρας των οποίων (εργασιών καθαριότητας) επέστρεφε στο ανωτέρω μπαρ, όπου και εργαζόταν μέχρι την άφιξη του πλοίου στη Ραφήνα, όταν και, επιφορτισμένη ούσα με την καθαριότητα δύο καμπινών πολυτελείας, τριών καμπινών για άτομα με ειδικές ανάγκες, δύο καμπινών για κατοικίδια ζώα, τριών καμπινών της πρύμνης του πλοίου, στις οποίες καταλύουν αποκλειστικά οδηγοί φορτηγών οχημάτων, ενός διαμερίσματος του πλοίου, αποτελουμένου από δώδεκα τετράκλινες καμπίνες, καθώς και ολοκλήρου του κλιμακοστασίου της πλώρης, που εκτείνεται σε δύο καταστρώματα, εκτελούσε τις απαραίτητες εργασίες, προκειμένου οι συγκεκριμένοι χώροι να καταστούν έγκαιρα κατάλληλλοι προς χρήση για το επόμενο δρομολόγιο του πλοίου. Περαιτέρω, στα καθήκοντα των θαλαμηπόλων στο συγκεκριμένο πλοίο περιλαμβανόταν και η συνδρομή στη μεταφορά των τροφοεφοδίων του πλοίου από τους χώρους στάθμευσης των οχημάτων στις αποθήκες και στα μπαρ, εργασία, που συνήθως λάμβανε χώρα στο λιμένα της Ραφήνας, αλλά ενίοτε και σε ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του ημερησίου δρομολογίου του, στους οποίους το πλοίο προμηθευόταν είδη απαραίτητα για τη λειτουργία των κυλικείων του. Τέλος, στην ενάγουσα από την πρόσληψή της μέχρι και το μήνα Ιούνιο του έτους 2017 είχε ανατεθεί η λειτουργία του καταστήματος παραδοσιακών προϊόντων του πλοίου με ωράριο 08.00 – 09.00, 14.00  – 15.00, 16.00  – 18.00, και σε περίπτωση εκτέλεσης δεύτερου δρομολογίου εντός της ίδιας ημέρας από ώρα 19.00 έως ώρα 20.00, ενώ διαρκούσης της ναυτολόγησής της απασχολείτο ενίοτε, υπό τις εντολές του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου, και σε όποια εργασία κρινόταν από τον ανωτέρω απαραίτητη η παροχή των υπηρεσιών της, δηλαδή είτε στα κυλικεία, είτε στον καθαρισμό χώρων του πλοίου, είτε και κατά την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Με βάση τα προεκτεθέντα, το είδος και τη διάρκεια των πλόων στη συγκεκριμένη ακτοπλοϊκή γραμμή, που εκτελούσε το πλοίο, τον αριθμό των θαλαμηπόλων και επίκουρων, που ήταν ναυτολογημένοι στο ίδιο πλοίο κατά την αυτή χρονική περίοδο, τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα ποσών για αμοιβή παροχής υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, την ειδικότητα και τα συνυφασμένα με αυτήν καθήκοντα της ενάγουσας στο πλοίο, που προαναφέρθηκαν, το παρόν Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τελευταία εργαζόταν επί δεκατρείς ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως κατά το διάστημα της ναυτολόγησής της από 7.4.2017 έως και 23.4.2007, κατά το οποίο λόγω των εορτών του Πάσχα εκτελούντο καθημερινά διπλά δρομολόγια, με αναχωρήσεις από το λιμένα της Ραφήνας κατά βάση, αλλά ενίοτε και από τους λιμένες της Μυκόνου και της Τήνου, συνολικής διάρκειας σχεδόν δεκαεννέα ωρών κατά τα προεκτεθέντα, και επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 24.4.2017 έως 30.9.2017 με την αυξημένη επιβατική κίνηση, αφού πρόκειται περί της θερινής περιόδου του έτους και το ημερήσιο τακτικό κυκλικό δρομολόγιο του πλοίου, διάρκειας 10 και ½ ωρών (κάποιες ημέρες της εβδομάδας, 2,3 και 4 κατά περιόδους και διπλό, όπως επίσης αναλυτικά αναφέρθηκε, διάρκειας 15 και ½ ωρών) περιελάμβανε την προσέγγιση λιμένων νήσων των Κυκλάδων εξόχως τουριστικών. Επομένως, η ενάγουσα παρείχε στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές και Κυριακές πέντε ώρες (κατά το διάστημα από 7.4.2017 έως 23.4.2017) και τέσσερις ώρες (κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα) υπερωριακή εργασία, τα δε Σάββατα και τις αργίες δεκατρείς ώρες και δώδεκα ώρες αντίστοιχα, κρινομένου, ενόψει των προεκτεθέντων, του αγωγικού ισχυρισμού περί ημερήσιας εργασίας δεκατεσσάρων ωρών, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ως υπερβολικού και αβάσιμου για το πέραν των ως άνω ωρών επί πλέον της καθημερινής της απασχόλησης σκέλος του, όπως αντίστοιχα και του ισχυρισμού της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της δικής της έφεσης, ότι η ενάγουσα εργαζόταν κατά κανόνα επί οκτώ ώρες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης επί ένδεκα ώρες ημερησίως, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και θα πρέπει ο υποστηρίζων τα ανωτέρω πρώτος λόγος της έφεσής της κατά το αντίστοιχο σκέλος του να γίνει δεκτός ως κατ’ουσίαν βάσιμος, ενώ ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης κατά το σκέλος του αυτό ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Συνεπώς, δικαιούται της προβλεπομένης στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες της ως ακολούθως: Α. Για το χρονικό διάστημα από 5.4.2017 έως 23.4.2017: α) Για 10 καθημερινές και 2 Κυριακές (μη  συνυπολογιζομένης της αργίας της Κυριακής του Πάσχα, κατά την οποία το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια) το ποσό των 502,2 ευρώ  (12 καθημερινές και Κυριακές Χ 5 ώρες εργασίας της ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα λόγω της συμφωνίας των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 502,2 ευρώ) και β) για 4 Σάββατα και 3 αργίες των ποσό των 913,64 ευρώ (7 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας της την ημέρα Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 946,4 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 1.415,84 ευρώ. Β. Για το χρονικό διάστημα από 24.4.2017 έως 30.9.2017: α)  Για 130 συνολικά καθημερινές και Κυριακές (μη συνυπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από 16.5.2017 έως 19.5.2017, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω συμμετοχής του πληρώματός του σε εξαγγελθείσα απεργία της Π.Ν.Ο.) το ποσό των 4.352,4 ευρώ (130 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας της ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα λόγω της συμφωνίας των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 για τις καθημερινές και τις Κυριακές =  4.352,4 ευρώ), και β) για 33 συνολικά Σάββατα και αργίες των ποσό των 3.975,84 ευρώ (33 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας της την ημέρα Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 3.975,84 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 8.328,24 ευρώ. Επομένως, συνολικά για το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 30.9.2017 δικαιούται ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας το ποσό των 9.744,08 ευρώ (1.415,84 ευρώ + 8.328,24 ευρώ), έναντι του οποίου έχει λάβει από την εναγόμενη ως αμοιβή υπερωριών καθημερινές και Κυριακές και ως αμοιβή εργασίας Σάββατα και Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το συνολικό ποσό των 3.391,31 ευρώ, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με παραδεκτά προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένστασή της εξόφλησης κατά το ποσό αυτό της αγωγικής απαίτησης, η βασιμότητα της οποίας συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα επίσης στον πρώτο βαθμό προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 6.352,77 ευρώ. Επισημαίνεται ότι, σε σχέση με το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας στο πλοίο “SΙΙ”, οι παραδοχές της εκκαλουμένης, που αφορούν στο ύψος του ωρομισθίου υπερωριών της ανωτέρω κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, και του ωρομισθίου εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτά διαμορφώνονται με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που έχουν ναυτολογηθεί και εργάζονται με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με βάση τα οποία υπολογίζονται τα ποσά των αμοιβών των ναυτικών για παροχή υπερωριακής εργασίας, στον αριθμό των καθημερινών, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών του επίμαχου διαστήματος, κατά τις οποίες έγινε δεκτό ότι απασχολήθηκε η ενάγουσα στο εν λόγω πλοίο και στο συνολικά καταβληθέν στην τελευταία διαρκούσης της σύμβασης εργασίας της από την εναγόμενη για τις ανωτέρω αιτίες ποσό, δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους, ει μη μόνον η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης της ενάγουσας στο πλοίο αυτό.

Αποδείχθηκε επίσης ότι το πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “SΙΙ” εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 30.4.2017 ένδεκα (11) συνολικά δρομολόγια εξπρές, για τα οποία η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή συνολικά το ποσό των 1.250,90 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή (όπως και η απορριπτική του αντίστοιχου κονδυλίου για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “S” κρίση) δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της ενάγουσας στο πλοίο “SΙΙ” από 5.5.2017 έως 30.9.2017 το πλοίο εκτέλεσε πράγματι ένα (1) δρομολόγιο εξπρές, και δη στις 2.6.2017 ημέρα Παρασκευή, όταν και μετά την ολοκλήρωση του πρώτου ημερησίου δρομολογίου του και τον κατάπλου του στο λιμένα της αφετηρίας του τη Ραφήνα, αναχώρησε και πάλι από τον ανωτέρω λιμένα στις 18.00 με προορισμό τη Μύκονο (και με ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης την Άνδρο και την Τήνο και τους αυτούς λιμένες με την αντίστροφη σειρά κατά τον πλου της επιστροφής) και επέστρεψε στον ίδιο λιμένα στις 2.45 της επόμενης ημέρας, διάρκειας μικρότερης των 12 ωρών, ως προς το οποίο και μόνον έγινε δεκτή η αγωγή ως νόμιμη σε σχέση με το προαναφερθέν χρονικό διάστημα κατά τα προεκτεθέντα, και για το οποίο οφείλεται στην ενάγουσα η προβλεπόμενη στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ αμοιβή, ισόποση του 1/60 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, οι οποίες, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής της, που ισούται προς 1.651,53 ευρώ (9.744,08 ευρώ  το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών της καθ’όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής της στο ανωτέρω πλοίο:177 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 μέρες/μήνα=1.651,53 ευρώ) στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών της, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίσθηκαν στο χρηματικό ποσό των 2.441,37  ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του  θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας, ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των 4.092,9 ευρω (2.441,37 ευρώ + 1.651,53 ευρώ = 4.092,9 ευρώ). Συνεπώς, ως αμοιβή του ανωτέρω δρομολογίου εξπρές δικαιούται του ποσού των 68,21 ευρώ (4.092,9 ευρώ:60) και συνολικά ως τέτοια αμοιβή για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο ανωτέρω πλοίο το ποσό των 1.319,11 ευρώ (1.250,90 ευρώ + 68,21 ευρώ =1.319,11 ευρώ) έναντι του οποίου έχει λάβει συνολικά από την εναγόμενη για την αιτία αυτή το ποσό των 1.290,88 ευρώ, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η τελευταία με την παραδεκτά προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένστασή της εξόφλησης κατά το ποσό αυτό της αγωγικής απαίτησης, η βασιμότητα της οποίας (ένστασης) συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα επίσης στον πρώτο βαθμό προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 28,23 ευρώ (1.319,11 – 1.290,88 =28,23 ευρώ).

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίσης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Τέλος, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ 464/2021, ΜονΕφΠειρ.496/2015, ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΕφΠειρ. 177/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα δικαιούται ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της από 1.2.2017 έως 28.2.2017 στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “S” το ποσό των 427,53 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει από την εναγόμενη το ποσό των 312,78 ευρώ, όπως ισχυρίσθηκε η τελευταία με τη σχετικώς προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση εξόφλησης κατά το ποσό αυτό της ανωτέρω αγωγικής αξίωσης, η βασιμότητα της οποίας συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα επίσης στον πρώτο βαθμό προσθήκη των προτάσεών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 114,75 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σημειωτέον ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, με βάση τις οποίες υπολογίζεται το ποσό του δώρου Πάσχα, που αναλογεί στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβάνεται μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής της λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το προηγηθέν αποδεικτικό πόρισμα περί ενδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησής της στο πλοίο, ενώ δε συμπεριλαμβάνεται η πρόσθετη αμοιβή της για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, διότι η εργασιακή της σύμβαση σ’αυτό διήρκεσε μόνον έναν μήνα, και δη το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 (για τον οποίο εντούτοις εισέπραξε το ποσό των 41,70 ευρώ ως τέτοια αμοιβή, όπως προκύπτει από την αντίστοιχη απόδειξη πληρωμής των αποδοχών της), γεγονός που εκ των πραγμάτων δεν επιτρέπει το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης αναφορικά με το χαρακτήρα της καταβληθείσης μόλις για ένα μήνα πρόσθετης αυτής αμοιβής ως τακτικής παροχής, σταθερά και μόνιμα καταβαλλομένης στην ενάγουσα λόγω της τακτικής εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, κατά τον επί σκοπώ καθορισμού του ποσού που έκρινε ότι εδικαιούτο η ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλομένων αποδοχών της, αφενός μεν συνυπολόγισε μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής της για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, όπως αυτός προκύπτει με βάση τη ρητή παραδοχή του περί καθημερινής απασχόλησής της στο ανωτέρω πλοίο επί 11 και όχι επί 14 ώρες, αφετέρου δε δεν συνυπολόγισε την καταβληθείσα πρόσθετη αμοιβή για  δρομολόγια εξπρές με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της μη σταθερής καταβολής του αντίστοιχου ποσού από την εργοδότριά της/εναγόμενη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης της ενάγουσας κατά το συναφές πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος κατά το αντίστοιχο σκέλος του και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο επίσης πλήττεται το συγκεκριμένο κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης με αιτιάσεις, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους του επιδικασθέντος στην ενάγουσα για την αυτή ως άνω αιτία ποσού, λόγω του λανθασμένου συνυπολογισμού στο ποσό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της του επιμέρους ποσού, που αφορά στο μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής της για υπερωριακή εργασία, ενώ δεν δικαιούται τέτοιας αμοιβής, αφού ουδέποτε απασχολήθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου της. Πρέπει επίσης στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι κατά τα λοιπά οι εκκαλούντες δεν προσβάλλουν με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από την εκκαλουμένη του εν λόγω επιδόματος, που χωρεί σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, ούτε τις παραδοχές αυτής περί του ληφθέντος από την ενάγουσα για την ως άνω αιτία ποσό. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα και κατά παραδοχή της βασιμότητας του συναφούς σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσης της ενάγουσας, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής της για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “SΙΙ” επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που πράγματι δικαιούται και ο μη συνυπολογισμός του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής της για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο δρομολογίων εξπρές διότι, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών της, πρόκειται περί τακτικής παροχής κυμαινόμενου ύψους, καταβαλλομένης σ’αυτήν σταθερά και μόνιμα κάθε μήνα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Επομένως, ενόψει του ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής της ενάγουσας, που ισούται με 1.651,53 ευρώ, όπως υπολογίσθηκε σε προηγούμενο χωρίο της παρούσας απόφασης, και του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής της για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, που ισούται με 223,57 ευρώ (1.319,11 ευρώ το σύνολο της αμοιβής της για την ανωτέρω αιτία καθ’ όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής της στο συγκεκριμένο πλοίο: 177 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 μέρες/μήνα =223,57 ευρώ) στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών της, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίσθηκαν, στο ποσό των 2.441,37 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των 4.316,47 ευρώ (2.441,37 ευρώ +  1.651,53 ευρώ + 223,57 ευρώ = 4.316,47 ευρώ) η ενάγουσα δικαιούται: 1) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2017 κατά το οποίο η εργασιακή της σχέση στο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία “SII” δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 5.4.2017 έως την 30η.4.2017, δηλαδή επί 3,25 οκταήμερα, δικαιούται να λάβει  του ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, ποσού 4.316,47 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας της, και δη το ποσό των 467,61 ευρώ (4.316,47 ευρώ : 2 =  2.158,23 ευρώ Χ 1/15 = 143,88 ευρώ Χ 3,25 οκταήμερα = 467,61 ευρώ), έναντι του οποίου έχει λάβει από την εναγόμενη το ποσό των 269,26 ευρώ, όπως ισχυρίσθηκε η τελευταία με τη σχετικώς προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση εξόφλησης κατά το ποσό αυτό της ανωτέρω αγωγικής αξίωσης, η βασιμότητα της οποίας συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα επίσης στον πρώτο βαθμό προσθήκη των προτάσεών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 198,35 ευρώ. 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, εφόσον η σύμβαση εργασίας της στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2017 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2017 έως 1.10.2017 ήτοι επί 8,10 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, ποσού 4.316,47 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής της, και δη το ποσό των 2.797,01 ευρώ (4.316,47 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 345,31 ευρώ Χ 8,10 δεκαεννεαήμερα = 2.797,01 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη της έχει ήδη καταβάλει το ποσό των 1.625,06 ευρώ, όπως ισχυρίσθηκε η τελευταία με τη σχετικώς προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση εξόφλησης κατά το ποσό αυτό της ανωτέρω αγωγικής αξίωσης, η βασιμότητα της οποίας (ένστασης) συνομολογήθηκε από την ενάγουσα με την κατατεθείσα επίσης στον πρώτο βαθμό προσθήκη των προτάσεών της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται η διαφορά ποσού 1.171,95 ευρώ.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι για τις ίδιες αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 127,73 ευρώ και το ποσό των 749,62 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, καθώς για τον προσδιορισμό του ύψους των ανωτέρω επικασθέντων ποσών συνυπολόγισε μικρότερο ποσό ως μέσο όρο της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση, κατόπιν της παραδοχής ότι η ημερήσια διάρκεια της εργασίας της στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της σ’αυτό ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 11 ώρες, ενώ δε συνυπολόγισε στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της το μέσο όρο της μηνιαίας πρόσθετης αμοιβής της για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της, ενώ οι περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων αιτιάσεις της εναγομένης, που έχουν περιληφθεί στο αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου της δικής της έφεσης λόγω συνυπολογισμού στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας με σκοπό τον προσδιορισμό του ύψους των επιδομάτων εορτών του έτους 2017, που αναλογούν στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο ως άνω πλοίο, χρηματικού ποσού ως του μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση, αφού ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, απορριπτέες τυγχάνουν ως αβάσιμες, με την επισήμανση ότι κατά τα λοιπά ο μαθητικός υπολογισμός των ποσών, που έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι οφείλονται στην ενάγουσα ως τέτοια επιδόματα, καθώς και τα ληφθέντα από την τελευταία ποσά για τις αυτές ως άνω αιτίες, δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Επομένως, πρέπει, απορριπτομένης στο σύνολό της της έφεσης της εναγομένης ως αβάσιμης κατ’ουσίαν, να γίνει δεκτή εν μέρει η αντίθετη έφεση της ενάγουσας και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσανττες λόγους της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26/642, ΕφΠειρ 700/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ 91/2004, ΠειρΝομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.352,77 ευρώ, που της οφείλεται ως διαφορά αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο με την ονομασία “SII”, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής της από το ανωτέρω πλοίο, ήτοι από την 2η.10.2017, καθώς και τα ποσά των 198,35 ευρώ και των 1.171,95 ευρώ, τα οποία δικαιούται ως διαφορά αναλογίας δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων αντίστοιχα του έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο συγκεκριμένο πλοίο, με το νόμιμο τόκο από την 1η.5.2017 και από την 1η.1.2018 αντίστοιχα, και συνολικά το ποσό των 7.723,07 ευρώ (6.352,77 ευρώ + 198,35 ευρώ + 1.171,95 ευρώ = 7.723,07 ευρώ), αφετέρου δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 549,08 ευρώ, που της οφείλεται ως διαφορά αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο με την ονομασία “S”, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής της από το ανωτέρω πλοίο, ήτοι από την 1η.3.2017, το ποσό των 114,75 ευρώ, το οποίο δικαιούται ως διαφορά αναλογίας δώρου Πάσχα του έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής της στο συγκεκριμένο πλοίο, με το νόμιμο τόκο από την 1η.5.2017, και το ποσό των 28,23 ευρώ, που δικαιούται ως διαφορά πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο “SΙΙ” δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής της από το ανωτέρω πλοίο, ήτοι από την 2η.10.2017, και συνολικά το ποσό των 692,06 ευρώ (549,08 ευρώ + 114,75 ευρώ + 28,23 ευρώ = 692,06 ευρώ), με την παρατήρηση ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στους τόκους των επιδικασθέντων ποσών δεν πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης της από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ……./16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ……./10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας αυτής/εναγομένης λόγω της ήττας της, ενώ, όσον αφορά την από 16.10.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. δικογρ…../21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ……../22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων της  ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ……./10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 16.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ……./22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3660/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την από 31.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ……./16.6.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………./10.11.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την από 16.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……/21.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ………/22.10.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της 21.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/27.12.2018) αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και μηδέν επτά λεπτών του ευρώ (7.723,07 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και μηδέν έξι λεπτών του ευρώ (692,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15-4-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ