Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 38/2019

Αριθμός  38/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 § 2 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 524 § 1 και 271 § 2 ΚΠολΔ, το τελευταίο από τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ έφεση δίκη, συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσής του και, αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί, αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007, ΑΠ 441/2006, EφΠειρ. 145/2009 ΕλλΔνη 2010/211, ΕφΑθ 2896/2007, ΕφΑθ 4422/2003 ΕλΔ 2004.592, ΕφΑθ 1535/2001 ΑρχΝ 2001.563). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθ. 110 § 2 και 111 ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλ’ απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλΔ 1995.346, ΑΠ 1207/1985 ΝοΒ 1986.516, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθ. 518 αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαίως αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της έφεσης με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλειά του για μη κλήτευση του εφεσίβλητου και μη παράσταση του ίδιου στη συζήτηση υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης, που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και επομένως η συζήτησή της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (ΑΠ 658/1974 ΝοΒ 1975.273, Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα έκδ. 2000, άρθρο 272 αριθ. 1, ΒαθρακοκοίληΚΠολΔ άρθ. 531 αριθ. 3, όπου παραπέμπει η ΕφΠειρ 28/2016, στη Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς κρίση η από 16.7.2018 (με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……) έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά των ………. και ……. προς εξαφάνιση της 2525/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί της από 26.3.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……..) αγωγής των εφεσιβλήτων κατά της εκκαλούσας που εκδικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και έγινε εν μέρει δεκτή. Η ένδικη έφεση προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατόπιν κατάθεσης του με Γ.Α.Κ. ….. και με Ε.Α.Κ. ….. δικογράφου, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η εκκαλούσα τράπεζα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ οι εφεσίβλητες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ……… και κατέθεσαν προτάσεις. Με την προσθήκη -αντίκρουση των προτάσεών τους που κατέθεσαν εμπρόθεσμα στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 524§1 του ΚΠολΔ στις 20.11.2018, οι εφεσίβλητες διαλαμβάνουν σχετικά με το θέμα της επίσπευσης της συζήτησης της ένδικης έφεσης τα εξής: «…Η ένδικη έφεση της αντιδίκου μου προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο επιμελεία ημών των εφεσιβλήτων. Κατά τη συζήτηση παρέστημεν μετά του πληρεξουσίου μας δικηγόρου τελούντες σε πλάνη περί της κοινοποιήσεως της εφέσεως στην εκκαλούσα τράπεζα με τον ορισμό της δικασίμου της, ενώ αυτή δεν έγινε εκ παραδρομής του δικαστικού επιμελητή, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση αυτή». Κατόπιν αυτού, οι εφεσίβλητες ζητούν να μην εκδοθεί απόφαση από το Δικαστήριο αυτό επί της από 16.7.2018 έφεσης της αντιδίκου τράπεζας. Το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δεν προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το δικαίωμα ενός διαδίκου να ζητήσει τη μη έκδοση απόφασης. Περαιτέρω, όμως, από τη δήλωση αυτή προκύπτει ότι οι εφεσίβλητες, που επισπεύδουν τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν επέδωσαν κλήση στην εκκαλούσα να παραστεί κατά την πιο πάνω ορισθείσα με επιμέλειά τους δικάσιμο για να συζητήσει την έφεσή της. Συνακόλουθα,  σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν έχει κλητευθεί, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 16.7.2018 (με Γ.Α.Κ. ……… και Ε.Α.Κ. ……..) έφεσης κατά της 2525/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Δεκεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εφεσιβλήτων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ