ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός απόφασης 223/2022
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Της εκκαλούσας : ……… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Χριστίνα Κολιάτου.
Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….. ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Παναγιώτη Παπασπυρίδη.
Υπέρ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση : ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Χριστίνα Κολιάτου.
Η εκκαλούσα άσκησε την από 11.4.2007 ανακοπή της και τους από 5.3.2019 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της εφεσίβλητης και της υπ’ αρ. …../2007 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την με αρ. 1313/2020 απόφαση απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 31.7.2020 έφεσή της. Υπέρ της εφεσίβλητης και κατά της εκκαλούσας παρενέβη αυτοτελώς ενώπιον του Δικαστηρίου με την από 6.5.2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων εταιρείας, στην οποία μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης, καθ’ ης η ανακοπή, ως μη δικαιούχος διάδικος (Ν. 4354/2015 άρθρ. 2 παρ. 4).
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 1313/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, καθώς και η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, που ασκήθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, οι οποίες εκ του νόμου συνεκδικάζονται (ΚΠολΔ 83, 76-78).
Η έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2 e-παράβολο …………../2020), όπως επίσης και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (ΚΠολΔ 80, 81 και 83). Είναι λοιπόν τυπικά δεκτές, η δε έφεση πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, παρά την ερημοδικία της εφεσίβλητης, υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20.5.2021 (βλ. την υπ’ αρ. …../12.1.2021 έκθεση επίδοση του δικ. επιμ. ……… για την επίδοση της έφεσης και την υπ’ αρ. …../24.8.2020 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ………… για την επίδοση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης), κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, αναβλήθηκε με σχετική σημείωση στο πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης. Για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίζονται οι προτάσεις της εφεσίβλητης και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (ΚΠολΔ 524 παρ. 4).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του Ν. 3259/2004, η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου και να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. Κατά τη παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Κατά την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως, τόσο τις προϋποθέσεις, όσο και το ύφος του εκ του νόμου επιτασσόμενου περιορισμού των οφειλών από τόκους, το οποίο (ύψος) προσδιορίζει μέσου απλού αριθμητικού υπολογισμού, χωρίς να προσαπαιτεί τη μεσολάβηση συμφωνίας των μερών, κατόπιν αιτήσεως του πιστούχου ή δικαστικής αποφάσεως. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες μπορούν, περαιτέρω, να συμφωνούν τους όρους και τον τρόπο εξοφλήσεως των οφειλών, που ρυθμίζονται, όχι, επομένως, και την ύπαρξη ή το ύψος τους, αφού αυτό ρυθμίζεται αυτόματα από το νόμο. Οι συμβαλλόμενοι μπορούν, βεβαίως, σε περίπτωση διαφωνίας, να προσφεύγουν στα δικαστήρια, η απαγγελλόμενη, όμως, επί της διαφοράς δικαστική κρίση απλώς αναγνωρίζει την αμέσως και αυτοδικαίως επερχόμενη από την εφαρμογή του νόμου έννομη συνέπεια. Τέλος, προβλέπεται η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως για ένα ορισμένο διάστημα, μετά την πάροδο του οποίου το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση, σε οποιοδήποτε στάδιο είχε αυτή καθηλωθεί, δηλώνοντας απλώς το ποσό της οφειλής, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 506/2016 δημ ΝΟΜΟΣ). Εξυπακούεται ότι ο πιο πάνω εκ του νόμου ανώτατος επιτρεπόμενος προσδιορισμός στο τριπλάσιο της οφειλής ισχύει για συμβάσεις πίστωσης που συνομολογήθηκαν πριν την ισχύ του νόμου (4.8.2004) και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ισχύ του, στην περίπτωση δε του αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του λογαριασμού και καταγγελίας της σύμβασης, που έλαβε χώρα μετά την ισχύ του νόμου (βλ. τις ως άνω αποφάσεις του ΑΠ που αφορούν συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού που συνομολογήθηκαν πριν την ισχύ του νόμου και έκλεισαν – καταγγέλθηκαν μετά την ισχύ του).
Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, απέρριψε την ανακοπή της κατά της υπ’ αρ. ……./2007 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας επί τη βάσει συμβάσεως δανείου με αλληλόχρεο λογαριασμό, προκειμένου αυτή να γίνει δεκτή και ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Μεταξύ των λόγω της ανακοπής της περιλαμβανόταν και ο όγδοος πρόσθετος λόγο ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, γιατί εκδόθηκε για απαίτηση η οποία, κατά το χρόνο έκδοσης, είχε ήδη εξοφληθεί. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι καταβολές, που είχε κάνει προς την καθ’ ης εφεσίβλητη και είχαν πιστωθεί στους δύο τηρούμενους αλληλόχρεους λογαριασμούς, πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, υπερέβαιναν το τριπλάσιο της απαίτησης της καθ’ ης εφεσίβλητης, κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης, αυτής υπολογιζόμενης σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004, εφόσον ο χρόνος κλεισίματος και καταγγελίας των συμβάσεων αλληλόχρεου έγιναν μετά την ισχύ του νόμου (4.8.2004). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτόν με την αιτιολογία ότι εφόσον η επίδικοι λογαριασμοί λειτούργησαν και μετά την 4.8.2004 και επομένως, κατά το χρόνο ισχύος του νόμου, δεν είχαν καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμοι, δεν ενέπιπταν στον ευεργετικό υπολογισμό της οφειλής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 το Ν. 3259/2004. Αυτόν το λόγο ανακοπής επαναφέρει προς κρίση με σχετικό λόγο έφεσης η εκκαλούσα ανακόπτουσα, παραπονούμενη για την απόρριψή του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Προς αντίκρουση του σχετικού λόγου έφεσης η εφεσίβλητη καθ’ ης ισχυρίζεται ότι η οφειλή της ανακόπτουσας δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 και για ένα ακόμη λόγο, γιατί δεν υπέβαλε σχετική αίτηση για να υπαχθεί σ’ αυτό. Έτσι που έκρινε όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης καθ’ ης τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, τραπεζικές πιστώσεις για τις οποίες τηρήθηκε αλληλόχρεος λογαριασμός που έκλεισε και καταγγέλθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, όπως εν προκειμένω συνομολογούν οι διάδικοι, υπάγονται στην εκ του νόμου αναπροσαρμογή της οφειλής, έως το τριπλάσιο αυτής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού και μάλιστα άνευ προηγούμενης αίτησης της εκκαλούσας ανακόπτουσας οφειλέτιδας. Επομένως ο σχετικός πρόσθετος λόγος ανακοπής ήταν νομικά βάσιμος και, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, είναι και ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, η οφειλή της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση τραπεζικής πίστωσης, για την οποία τηρήθηκαν οι με αρ. … και ….. αλληλόχρεοι λογαριασμοί, κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης ήταν του πρώτου 200.000 ευρώ (χρόνος τελευταίας εκταμίευσης 27.5.2003) και του δεύτερου 146.297,63 ευρώ (χρόνος τελευταίας εκταμίευσης 17.7.2006) και συνολικά στο ποσό των 346.297,63 ευρώ. Οι συνολικές καταβολές που η ανακόπτουσα έκανε προς την καθ’ ης, μέχρι το κλείσιμο των λογαριασμών (17.8.2006 και 18.8.2006 αντίστοιχα), οι οποίες αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποσπάσματα των μηχανογραφικά τηρουμένων βιβλίων της, ως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.844.707,45 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το τριπλάσιο της οφειλής της, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των (346.297,63 Χ 3) 1.038.892,89 ευρώ, που είναι και το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος της οφειλής της, σύμφωνα με τον ευεργετικό εκ του νόμου επανακαθορισμό. Συνεπώς η επίδικη οφειλή της εκ της ως άνω τραπεζικής πίστωσης είχε ήδη εξοφληθεί με το κλείσιμο τον λογαριασμών, που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτησή της και, επομένως η καθ’ ης δεν δικαιούταν να ζητήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης με την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους διαταγής πληρωμής. Έτσι δεκτής γενομένης της έφεσης ως προς τον ως άνω σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων, απορριπτομένης της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ανακοπή, που άσκησε η εκκαλούσα ανακόπτουσα, ως προς τον ως άνω πρόσθετο λόγο της, να ακυρωθεί η υπ’ αρ. …../2007 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας ανακόπτουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 183, 176). Τέλος πρέπει να ορισθεί το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας (ΚΠολΔ 505 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της εφεσίβλητης, υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Δέχεται την έφεση και απορρίπτει την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 1313/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δικάζει επί της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής.
Δέχεται τον όγδοο (8ο) πρόσθετο λόγο ανακοπής.
Ακυρώνει την υπ’ αρ. ……/2007 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Καταδικάζει την εφεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που καθορίζει σε δεκαεπτά χιλιάδες πεντακόσια (17.500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 7-4-2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 15-4-2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ