ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 275/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Κωνσταντίνο Μπάκα.
Του εφεσιβλήτου : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξούσια του ΝΣΚ, Χρυσάνθη Τέλλιου.
Το εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αρ. κατ. ………../2019 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Το ως άνω δικαστήριο με την με αρ. 2546/2020 απόφαση έκανε δεκτή την ανακοπή.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 18.1.2021 (……../2021) έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο.
Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση εναντίον της υπ’ αρ. 2546/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε επί ασκηθείσας εναντίον της εκκαλούσας ανακοπής του εφεσίβλητου κατά πίνακα κατάταξης, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1 e-παράβολο ………./2021). Είναι λοιπόν τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, γιατί παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την ανακοπή του εφεσίβλητου ως απαράδεκτη λόγω διαζευκτικής άλλως επικουρικής εναγωγής (ΚΠολΔ 219), αφού με αυτήν ζητούσε να αποβληθεί από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης η πρώτη καθ’ ης επισπεύδουσα τράπεζα (εκκαλούσα) άλλως ο δεύτερος καθ’ ων δικαστικός επιμελητής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής προκύπτει ότι το ανακόπτον εφεσίβλητο ζήτησε την ακύρωση της προαφαίρεσης των εξόδων από τον πίνακα κατάταξης, ως αναιτιολόγητων και την περιέλευσή τους στο προς διανομή εκπλειστηρίασμα, προκειμένου να καταταγεί αυτό προνομιακά σύμφωνα με την αναγγελθείσα απαίτησή του και όχι την αποβολή της επισπεύδουσας από την κατάταξη ή επικουρικά ή διαζευκτικά του δικαστικού επιμελητή. Το ότι απηύθυνε την ανακοπή εναντίον και της επισπεύδουσας και του δικαστικού επιμελητή έχει να κάνει με το ότι θεώρησε ότι η αμφισβήτηση των εξόδων αφορούσε εκτός από το αναιτιολόγητο αυτών και το ύψος αυτών, οπότε έπρεπε να στραφεί εναντίον και των δύο (ΑΠ 199/2020, ΑΠ 658/2014 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι με εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακύρωσε την προαφαίρεση των εξόδων του δικαστικού επιμελητή, ως αναιτιολόγητη και επομένως μη νόμιμη, κάνοντας δεκτό το σχετικό λόγο ανακοπής, ενώ θα ‘πρεπε να απορρίψει αυτόν, αφού από τα στοιχεία του φακέλου του πλειστηριασμού, στον οποίο παρέπεμπε ο πίνακας, αποδεικνύονταν λεπτομερώς και με απόλυτη σαφήνεια τα επίμαχα έξοδα, χωρίς να χρειάζεται και λεπτομερής εξειδίκευση και αιτιολόγηση αυτών στον πίνακα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, ναι μεν η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού, πλην όμως, για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαιτέρας πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών. Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση τούτων ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (AΠ 199/2020, AΠ 1644/2018, AΠ 658/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, γιατί παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω του ότι το ανακόπτον, βάλλοντας κατά του πίνακα κατάταξης δεν επικαλέστηκε δικονομική βλάβη που δεν μπορούσε να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΚΠολΔ 159 αρ. 3). Ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί με την ένδικη ανακοπή το ανακόπτον δεν ζητεί την ακύρωση της προαφαίρεσης των εξόδων λόγω δικονομικών ακυροτήτων, όπου τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 του ΚΠολΔ, αλλά λόγω της μη νόμιμης αφαίρεσης τούτων ως αναιτιολόγητων (ΚΠολΔ 975 παρ. 1 εδφ. β).
Μετά ταύτα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση πρέπει η έφεση να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, υπό τον περιορισμό του άρθ. 22 παρ. 2 ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11.5.2022
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ