Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 39/2019

Αριθμός   39/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1555/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την  διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  στις 20-12-2017, δηλαδή  εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας  των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης στις 16-10-2017, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ. 495, 511, 516 § 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω  έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεση της (e-παράβολο  ………). Συνεπώς, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ΄ ιδίαν λόγων της   κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Επισημαίνεται  δε, ότι ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699  ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, η απαγόρευση, όμως,  αυτή δεν αφορά  αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (ΑΠ 287/2016, ΑΠ 929/2014, ΕφΑθ 2014.936 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙ. Με την από 27-1-2014 (αριθ. κατάθ. …………) αγωγή της  η ενάγουσα, ασφαλιστική εταιρεία, που  τελεί  υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα, εκθέτει, ότι με την από 16-9-2008 έγγραφη σύμβαση  ασφαλιστικού συμβούλου, που κατήρτισε με τον εναγόμενο, ο τελευταίος ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), να διαμεσολαβεί για λογαριασμό της στη κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και να εισπράττει και να της αποδίδει τα αντίστοιχα ασφάλιστρα, σύμφωνα με τους αναφερόμενους ειδικότερα συμβατικούς και νόμιμους όρους και προϋποθέσεις. Ότι κατά την λειτουργία  της  σύμβασης αυτής δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του  εναγόμενου  από εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα σε αυτή (ενάγουσα) ασφάλιστρα παραγωγής του, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-2010 έως τις 29-3-2011, οπότε ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της,  συνολικού ποσού 74.673,72 ευρώ, που αυτός  αντισυμβατικά και παρανόμως παρακράτησε. Ζητεί δε,  κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού  του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος της οφείλει το παραπάνω ποσό με βάση τις διατάξεις περί συμβάσεως εντολής και παρακαταθήκης αλλά και περί αδικοπραξίας,  επικουρικά δε και με βάση τις διατάξεις περί  αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από  29-6-2011, άλλως  από την επίδοση της αγωγής.  Περαιτέρω, ο εναγόμενος της αγωγής και ήδη εφεσίβλητος άσκησε  την από   3-1-2017  ανακοίνωση  δίκης  κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Διαμαντόπουλου Ανώνυμη Εταιρεία Μεσίτες Ασφαλίσεων ΑΕ», σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 91 και επ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος  ότι αυτή ήταν η πραγματική υπόχρεη της επίδικης αξίωσης. Η τελευταία  δεν εμφανίστηκε κατά την εκδίκαση της αγωγής και δεν συμμετείχε καθ’οιονήποτε τρόπο στη δίκη, επί της αγωγής  δε  εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, αυτή απορρίφθηκε ως  μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της και ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τη κύρια συμβατική και αδικοπρακτική βάση της. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η  ηττηθείσα ενάγουσα, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεση της λόγους, αναγόμενους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της, και την αποδοχή της αγωγής της στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία, που καλύπτεται κάτω από την εικονική, είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν όλοι οι απαιτούμενοι όροι προς σύστασή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ελάττωμα της εικονικότητας δεν στερεί τη δικαιοπραξία από οποιαδήποτε ενέργεια (απόλυτη εικονικότητα), αλλά αντίθετα αυτή, παρά την εικονικότητα, παράγει έννομα αποτελέσματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται σχετική εικονικότητα (άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου της διατάξεως αυτής, εκτός από τη φαινομενική βούληση αυτών που συμβλήθηκαν, η οποία δεν δηλώθηκε στα σοβαρά, απαιτείται η σύμπτωση της βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων για την παραγωγή άλλου εννόμου αποτελέσματος, διάφορου του δηλωθέντος. Εξάλλου, η εικονικότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία, όταν συμβάλλεται αντί αυτού άλλο πρόσωπο, με συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ του φαινομενικά συμβαλλομένου, αλλ` υπέρ του καλυπτομένου αληθινού. Έτσι, για να ισχύει η σύμβαση όχι για τον φαινομενικά εμφανιζόμενο ως συμβαλλόμενο, αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, απαιτείται γνώση και αντίστοιχη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων μερών (ΑΠ 2260/2014, ΧΡΙΔ 2015.440, ΑΠ 159/2013, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2013.69, ΑΠ 1777/2005 ΕλλΔνη 2006,470, ΑΠ 1332/2005 ΝοΒ 2006,218, ΑΠ 483/2005 ΕλλΔνη 2005,1431). Περαιτέρω, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του ενός εκ των συμβαλλομένων, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη και γι` αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς αυτόν, ισχύοντας αντίστοιχα για το υποκρυπτόμενο πρόσωπο, η ακυρότητα δε αυτή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ και 68 και 70 του ΚΠολΔ (ΑΠ 2306/2009 ΝοΒ 2010.1407, ΑΠ 74/2006, ΑΠ 408/2002, ΕφΑθ 1618/2007  Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

  1. IV. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τις υπ’ αριθμ. …. και … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβ/φου . …., που δόθησαν μετά από κλήτευση της ενάγουσας, (βλ. …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών, …….), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16-9-2008 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου αορίστου χρόνου,  η  ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ανέθεσε στον εναγόμενο την, έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης για λογαριασμό της στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους, εντός της περιφέρειας του τόπου κατοικίας του (Βόλου), καθώς και την είσπραξη  για λογαριασμό της των ασφάλιστρων των συναπτόμενων συμβάσεων, για τα οποία αυτός θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, κάτοικος  Βόλου,  ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες της ενάγουσας και στο όνομα της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παραλαμβάνοντας τις, εντός της περιφέρειας του τόπου κατοικίας του, υποβαλλόμενες αιτήσεις (προτάσεις) των προσώπων, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, τις οποίες ακολούθως διαβίβαζε στην ενάγουσα, η οποία και  διατηρούσε σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να τις αποδεχτεί ή να τις απορρίψει. Παράλληλα, όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής του μέσα στις προθεσμίες, που ορίζονταν στην ίδια ως άνω σύμβαση, ενώ όφειλε  κάθε τρίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και γενικά της διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου, καταβάλλοντας σε αυτή κάθε πλεόνασμα (όρος 8). Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, αυτός είχε την περαιτέρω υποχρέωση να τα αποστείλει στην ενάγουσα για ακύρωση εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, και σε περίπτωση που δεν το έπραττε, όφειλε να της αποδώσει τα προβλεπόμενα ασφάλιστρα (όροι 9 και 10). Επίσης, σε περίπτωση καταγγελίας της ως άνω συμβάσεως,  αυτός όφειλε να καταβάλει αμέσως στην ενάγουσα το υπάρχον χρεωστικό υπόλοιπο, όπως αυτό θα προέκυπτε από τα εμπορικά της βιβλία, καθιστάμενος έκτοτε υπερήμερος (όρος 27).  Ως αμοιβή του δε, για την εκτέλεση των εργασιών που του είχαν ανατεθεί, αυτός  δικαιούταν  προμήθεια, υπολογιζόμενη επί των καθαρών ασφαλίστρων ανά κλάδο ασφάλισης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον όρο 20 της μεταξύ τους σύμβασης. Η εν λόγω σύμβαση με το παραπάνω περιεχόμενο λειτούργησε μέχρι την 29-3-2011, οπότε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ….. απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ……….. ΦΕΚ  τ. ΑΕ και ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας και αυτή τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Πλην, όμως, όπως περαιτέρω, πιθανολογήθηκε, αυτή (επίδικη σύμβαση) τυγχάνει εικονική ως προς το πρόσωπο του εναγομένου, ως αντισυμβαλλομένου της ενάγουσας, ο οποίος κατά τον χρόνο κατάρτισης της  εργαζόταν  ως απλός μισθωτός υπάλληλος με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..», νομίμως εκπροσωπούμενη από τον …….., η οποία  και αποτελούσε τον πραγματικό αντισυμβαλλόμενο της ενάγουσας. Ειδικότερα, η ως άνω ανώνυμη εταιρία, στην οποία ανακοινώθηκε η δίκη  από τον εναγόμενο, προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτή ως αληθινή οφειλέτης, δραστηριοποιείτο στο χώρο των ασφαλειών, ως ασφαλιστικός πράκτορας και συνεργαζόταν με την ενάγουσα ήδη από το 1996. Προκειμένου δε, να εμφανίζει μικρότερη της πραγματικής ασφαλιστική παραγωγή εμφάνιζε τους υπαλλήλους της ως ασφαλιστικούς πράκτορες, που συμβάλλονταν με την ενάγουσα, επιμερίζοντας έτσι και σε αυτούς το φορολογικό βάρος από την επιχειρηματική της δραστηριότητα, ενώ φρόντιζε να προβαίνει στις απαραίτητες οικονομικές τακτοποιήσεις, ώστε τελικώς αυτοί να μην επιβαρύνονται  με φόρο πλέον εκείνου που τους αναλογούσε με βάση τον μισθό που ελάμβαναν. Οι τελευταίοι, δηλαδή, στην πραγματικότητα απλά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της εργοδότριας τους επιχείρησης, εμφανιζόμενοι  τυπικά και μόνον να συμβάλλονται με την ενάγουσα και να εισπράττουν τις προμήθειες, φέροντας και το αντίστοιχο  φορολογικό βάρος. Όλα τα παραπάνω  και δη, ότι η δήλωση βουλήσεως εκ μέρους του εναγομένου προς αυτήν δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά και ότι πραγματική αντισυμβαλλόμενη της ήταν η παραπάνω εταιρεία συμφερόντων του …….., του εναγομένου ενεργούντος απλώς  και μόνον ως παρένθετου προσώπου,  η ενάγουσα καλώς γνώριζε ήδη κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, προέβη δε σε αυτήν θέλοντας να συμβληθεί στην πραγματικότητα με  την εν λόγω εταιρία, με την οποία  είχε ήδη πολυετή συνεργασία και  με το νόμιμο εκπρόσωπο της οποίας, …….., ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδίας, ……., διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις (βλ. και ΜονΕφΠειρ 483/2018 προσκομιζόμενη), ενώ στο πρόσωπο αυτής, απάντα τα εμπλεκομενα μέρη επιθυμούσαν να επέλθουν απευθείας και οι έννομες συνέπειες της σύμβασης. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από την ένορκη κατάθεση  στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  της μάρτυρος του εναγομένου, ……., αλλά και όσα βεβαίωσε  ενόρκως ο ……., οι οποίοι, ενώ είχαν  ασφαλίσει στην ενάγουσα τα ΙΧ οχήματα τους μέσω της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, καταβάλλοντας  προς τούτο σε υπάλληλο της τελευταίας τα αντίστοιχα ασφάλιστρα, εν τούτοις ως παραγωγός των ασφαλίσεων τους εμφανίζεται  στις καταστάσεις της ενάγουσας ο εναγόμενος (βλ. σελ 13 της καρτέλας του). Επιπλέον, αυτοί, όπως και  ο έτερος ενόρκως βεβαίωσας, ……..,  που γνωρίζουν προσωπικά τον εναγόμενο, επιβεβαίωσαν τα περί απλής υπαλληλικής σχέσης του τελευταίου με την εταιρία του ……., καθώς και την κατά τα φαινόμενα και μόνον εμφάνιση αυτού ως παραγωγού ασφαλίσεων προς εξυπηρέτηση των φορολογικών συμφερόντων της εργοδότριας του. Εξάλλου, και η μάρτυς της ενάγουσας, που εργαζόταν στο λογιστήριο  κατέθεσε σχετικά ότι    ο εναγόμενος ουδέποτε κατέβαλε χρήματα στην ενάγουσα (όπως θα όφειλε, να είχε πράξει  τουλάχιστον κατά το προγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα, εφόσον ενεργούσε ως παραγωγός ασφαλίσεων εισπράττοντας ασφάλιστρα για λογαριασμό της) καθώς και  ότι για το επίδικο χρέος είχε οχληθεί ο ίδιος ο  ……., το όνομα του οποίου  περαιτέρω εμφανίζεται  και στα προσκομιζόμενα αντίγραφα του οικείου λογαριασμού –καρτέλας, που τηρείτο για τον εναγόμενο. Τα ανωτέρω, άλλωστε, έγιναν δεκτά και με την με αριθμό 483/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που έκρινε επί αντίστοιχης αγωγής, ότι η ομοίου περιεχομένου σύμβαση,  που συνήφθη μεταξύ της ……., υπαλλήλου της ίδιας ως άνω ανώνυμης εταιρίας, και της ενάγουσας ήταν εικονική, διότι αυτή ενεργούσε ως αχυράνθρωπος, και ότι πραγματικά συμβαλλόμενη ήταν η εν λόγω ανώνυμη εταιρεία -μεσίτρια ασφαλίσεων, η οποία και ενεργούσε για λογαριασμό της  ενάγουσας ασφαλιστικές εργασίες εισπράττοντας με την ιδιότητα της αυτή τα σχετικά ασφάλιστρα καθώς και τις αντίστοιχες προμήθειες. Τέλος, αναφορικά με το  αίτημα της εκκαλούσας- ενάγουσας για επίδειξη των φορολογικών δηλώσεων του εφεσίβλητου-εναγόμενου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που διατυπώνεται στο δικόγραφο της έφεσης, αυτό δεν πιθανολογείται ότι θα εισφέρει ουσιαστικά στην αποδεικτική διαδικασία, καθόσον ο εναγόμενος τυπικά και μόνον για φορολογικούς λόγους, εμφανιζόταν κατά τα προαναφερόμενα να εισπράττει τις συμβατικές προμήθειες. Πέραν τούτου, δε  το εν λόγω αίτημα τυγχάνει μη νόμιμο, διότι το απόρρητο των φορολογικών δηλώσεων, που καθιερώνεται με το άρθρο 85 παρ. 1,2,4,5 του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), συνιστά νόμιμο λόγο άρνησης επιδείξεως των φορολογικών δηλώσεων, με οποιοδήποτε τρόπο και αν υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, ο οποίος κάμπτει το έννομο συμφέρον της εκκαλούσας για την επίδειξη του (ΑΠ 567/95 ΕΕΝ 1996.497,  ΕφΠειρ 483/2018, ΕφΛαρ 19/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.445, ΕφΘεσ 272/2010, Αρμ. 2013.1296).  Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές παραδοχές, η επίδικη σύμβαση είναι άκυρη ως εικονική, και γι’αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε, ως προς τον φαινόμενο εναγομένο, ενώ είναι ισχυρή ως προς την πραγματική αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας, ανώνυμη εταιρεία, του σχετικού  περί εικονικότητας ισχυρισμού του εναγομένου, που επανυποβάλλεται, όπως και πρωτοδίκως, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βασίμου. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, ο εναγόμενος ουδέποτε υπήρξε υπόχρεος  προς είσπραξη και απόδοση των ασφαλίστρων στην ενάγουσα, ούτε  ποτέ  παρακράτησε χρήματα αυτής που προέρχονταν από την είσπραξη τέτοιων ασφαλίστρων από τρίτους, ιδιοποιούμενος αυτά παρανόμως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αν και με  ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 194/2015, ΕφΑθ (Μον)407/2018 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από την εκκαλούσα με όλους τους λόγους της έφεσης της, απορριπτόμενων ως αβάσιμων. Συνακόλουθα,  πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της, να διαταχθεί ακολούθως η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε’ του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την  έφεση  με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  κατ’ουσιαν την έφεση κατά της με αριθμό 1555/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς..

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ……….. e-παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού  τετρακοσίων   (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 17 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ