Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 237/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 237/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Ι. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./7.4.2022 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Χανίων …………., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Πάσχο.

ΙΙ. ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../7.4.2022 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Χανίων …….., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Πάσχο,

ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο νυν εφεσίβλητος-αντεκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.11.2019, με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 αγωγή του κατά της νυν εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης περί λύσης του γάμου τους και επ’ αυτής εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, ερήμην της εναγόμενης, με την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, η 2660/2020 οριστική απόφασή του, που δέχθηκε την αγωγή και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η τότε εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 12.5.2021, με Γ.Α.Κ. …../2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 κατατεθείσα στις 17.5.2021 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εφεσίβλητου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 17.6.2021 με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εκκαλούσας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την από 29.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) αντέφεση προς μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου-αντεκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του που περιέχονται τις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση η από 12.5.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση της ……….. κατά του ………. προς εξαφάνιση της 2660/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), καθώς και η από 29.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) αντέφεση του ……… κατά της ………… προς μεταρρύθμιση της ίδιας ως άνω απόφασης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο με την ίδια ως πρωτοδίκως διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, καθώς η αντέφεση συνιστά ιδιόμορφο ένδικο βοήθημα άμυνας και σε περιορισμένη έκταση αντεπίθεσης, που έχει καταρχήν παρεπόμενο χαρακτήρα έναντι της έφεσης του αντιδίκου (ΟλΑΠ 180/1979, ΝοΒ 1979, σελ. 1113) και δεν είναι νοητή χωριστή συνεκδίκασή της από την έφεση (ΕφΑθ 6339/1979, ΝοΒ 1980, σελ. 806, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 833 παρ. 29). Η προσβαλλόμενη 2660/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξεδόθη επί της από 24.11.2019 με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 αγωγής διαζυγίου του νυν εφεσίβλητου-αντεκκαλούντος κατά της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης και δικάζοντας το Δικαστήριο ερήμην της εναγόμενης, δέχθηκε την αγωγή και απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, που τελέσθηκε σύμφωνα με τον πολιτικό τύπο, στο Δημαρχείο της πόλεως Ελμπασάν της Αλβανίας στις ………..2011. Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της έφεσης και της αντέφεσης από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο η εκκαλούσα- αντεφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Σε ό,τι αφορά την από 12.5.2021 έφεση της εκκαλούσας, από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθ. …/8.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού της ως άνω δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου, στην εκκαλούσα δια του αντίκλητου πληρεξουσίου δικηγόρου της, ………….. που υπέγραψε το δικόγραφο της εφέσεώς της κατ’ άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ, νόμιμα κατ’ άρθρο 128 παρ.4-1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ, οπότε η εκκαλούσα έχει κληθεί νόμιμα να μετάσχει στη συζήτηση της έφεσής της. Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 § 2 και 524 § 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως η τελευταία παράγραφος αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’87/23.7.2015) με έναρξη ισχύος την 1.1.2016, που εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ και στις γαμικές διαφορές, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως δεν εμφανισθεί ή δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή ο εκκαλών, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της (εφέσεως) και αν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο ίδιος ο απολιπόμενος διάδικος (εκκαλών) κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η έφεση απορρίπτεται. Μάλιστα με την τελευταία ως άνω τροποποίηση του ν. 4335/2015 καταργήθηκε η τροποποίηση που είχε επέλθει με το άρθρο 44 παρ.1 του ν. 3994/2011, σύμφωνα με την οποία, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονταν ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος (βλ. Ε. Μπαλογιάννη σε Χαρούλας Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος 1, 4η έκδοση, σελ. 1318, 1319), ενώ ειδικά για την άσκηση της έφεσης επί γαμικών διαφορών εφόσον ερημοδικεί ο εκκαλών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 595 ΚΠολΔ, αλλά ως ειδικότερη εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 524 ΚΠολΔ (πρβλ. Μιχαήλ και Άντας Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, 2η έκδοση, σελ. 20, παρ.2). Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, καθώς παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ. ΟλΑΠ 16/1990 Δ/νη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΤριμΕφΛαρ 8/2016, ΤριμΕφΛαρ 11/2016, ΤριμΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΠειρ 615/2021, ΜονΕφΠειρ 164/2020 δημοσιευμένες στην efeteio-peir.gr), ο δε εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (βλ. ΜονΕφΠειρ 160/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει, λοιπόν, η εκκαλούσα να δικασθεί ερήμην κι εφόσον τη συζήτηση της εφέσεως της επίσπευσε νόμιμα κι εμπρόθεσμα ο εφεσίβλητος, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου ως προς την έφεση πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της κατά την έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να ορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 και 505 παρ.2 στοιχ.γ’ του ΚΠολΔ, παράβολο ερημοδικίας για την εκκαλούσα, σε περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό. Ως προς το e-παράβολο με κωδικό ………………. του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ που η εκκαλούσα κατέθεσε για το παραδεκτό της εφέσεως, εξοφλημένο σύμφωνα με τη συνημμένη στο εφετήριο από 17.5.2021 απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας- Internet Banking, σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ τέτοια υποχρέωση δεν ισχύει για τις διαφορές του άρθρου 592 αρ.1 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων είναι η διαφορά που αφορά στο διαζύγιο. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του μη οφειλόμενου παραβόλου στην εκκαλούσα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 523 ΚΠολΔ “1. Ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. 2. Η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. 3. Αν η έφεση απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη ή τυπικά άκυρη απορρίπτεται και η αντέφεση, εκτός αν ασκήθηκε ενώ διαρκούσε η προθεσμία της έφεσης για τον αντεκκαλούντα, οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Η παραίτηση από την έφεση ή η απόρριψή της ως αβάσιμης δεν επηρεάζει την αντέφεση”. Εν προκειμένω, που η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 23.2.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. ….. Γ’/23.2.2021 έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικ. επιμελητή ………… προς την ίδια την εναγόμενη που αρνήθηκε να παραλάβει το προς αυτήν δικόγραφο και τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 130 παρ.1 ΚΠολΔ), η τελευταία άσκησε την έφεσή της στις 17.5.2021, ο δε εφεσίβλητος άσκησε την αντέφεσή του την 1.7.2021 με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, συνταχθείσας σχετικής εκθέσεως με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021 και ακολούθως η αντέφεση κοινοποιήθηκε στην αντεφεσίβλητη στις 8.11.2021, ήτοι τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης στις 7.4.2022 (βλ. την υπ’ αριθ. ….. Γ’/8.11.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή …. ….. προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την έφεση της αντεφεσίβλητης ………….., ως αντίκλητο και με την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 128 παρ.4-1 ΚΠολΔ), χωρίς ωστόσο η τελευταία να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της αντέφεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην πιο πάνω δικάσιμο. Κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ. 1 και 2 του ΚΠολΔ “Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση”. Επομένως, η αντεφεσίβλητη θα δικασθεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος για να ασκήσει παραδεκτά αντέφεση, πρέπει να δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την άσκησή της, όπως αν έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει ή αν βλάπτεται από τις αιτιολογίες που περιέχουν στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν δυσμενές γι’ αυτόν δεδικασμένο, ακόμη κι αν νίκησε, όχι όμως αν πρόκειται για αιτιολογία που δεν δημιουργεί δεδικασμένο. Η έλλειψη έννομου συμφέροντος επιφέρει απόρριψη της αντέφεσης ως απαράδεκτης κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 παρ.2 και 532 ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 792/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 80/2015 σε Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 523,σελ. 456, Κ. Παναγόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, σελ. 204). Παρακάτω, κατά το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, ως λόγος διαζυγίου, ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικά όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Συνεπώς, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποίος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος το λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου, δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 6/2018). Συνέπεια τούτων είναι ότι η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322, 324 ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής (ΑΠ 1077/2017). Στην πραγματικότητα δηλαδή αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1060/2014). Επομένως, αν ασκηθεί αγωγή διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου και κατ` αποδοχή της αγωγής αυτής απαγγελθεί από το δικαστήριο της ουσίας με τελεσίδικη απόφαση η λύση του γάμου, για ισχυρό κλονισμό από λόγους συνδεόμενους με το πρόσωπο του άλλου συζύγου, είναι προφανές ότι ο διάδικος, του οποίου η αγωγή έγινε δεκτή, δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ.2, 532 και 523 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντέφεση κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να εξαφανιστεί η απόφαση επειδή δεν έγιναν δεκτά όλα τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία ο ενάγων στήριζε τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, ώστε να θεμελιωθεί και σ` αυτά η λύση του γάμου, καθόσον η έννομη συνέπεια που επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει και ως εκ τούτου το υποβληθέν από τον ίδιο αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, απαρτίζοντα, όμως, τον ίδιο λόγο (αντικειμενικό κλονισμό του γάμου), ενώ η ίδια απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο για την ύπαρξη κανενός από τα επί μέρους πραγματικά περιστατικά, που κρίθηκε, ότι επέφεραν ή όχι τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων (πρβλ. ΑΠ 730/2019, ΑΠ 559/2015, ΑΠ 1055/2009, στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αντεκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.11.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. ……./2019) αγωγή του κατά της αντεφεσίβλητης με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί λυμένος ο πολιτικός γάμος τους που τελέστηκε την ……2011 στο Δημαρχείο της πόλεως Ελμπασάν Αλβανίας, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις κλονίσθηκαν τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στο πρόσωπο της εναγόμενης συζύγου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τον ίδιο τον ενάγοντα. Προς στήριξη της αγωγής του ο ενάγων σώρευσε στο δικόγραφο αυτής διάφορους λόγους αντισυζυγικής συμπεριφοράς της εναγόμενης και δη αδιαφορία για τον ενάγοντα, επανειλημμένη εξυβριστική σε βάρος του συμπεριφορά, ηθελημένη μη συμμετοχή της στα έξοδα του οίκου τους, άσκηση πίεσης στον ενάγοντα, με την οποία η εναγόμενη φέρεται να πέτυχε να του αποσπάσει σημαντικά χρηματικά ποσά από τις οικονομίες του ως δάνειο που δεν επέστρεψε ποτέ και τέλος εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης ως τεκμήριο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την αντεκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού των σχέσεων των διαδίκων, που αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της εναγόμενης, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να αποβαίνει αφόρητη για τον ενάγοντα. Ειδικότερα, η αντεκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε, κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων, ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν υπήρξε αρμονική και ομαλή και έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη, λόγω της ριζικής αλλαγής της διάθεσης και της συμπεριφοράς της εναγόμενης απέναντι στον ενάγοντα σύζυγό της μετά τον γάμο, των οικονομικών απαιτήσεών της και της βαθμιαίας αδιαφορίας της να συμβάλλει στη λειτουργία του κοινού οίκου, δοθέντος ότι ουδέν συνεισέφερε στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών τους, παραβαίνοντας την υποχρέωσή της για ισότιμη και αναλογική συνεισφορά της σε αυτές, τις οποίες ανέλαβε αποκλειστικά εξ ολοκλήρου ο ενάγων, με συνέπεια την πρόκληση μεταξύ τους συνεχών εντάσεων και ερίδων, τις οποίες για να αποφύγει ο ενάγων, υποχωρούσε. Ότι περαιτέρω η εναγόμενη δεν συμπαραστεκόταν, δεν φρόντιζε και δεν στήριζε συναισθηματικά τον σύζυγο, παραβιάζοντας τις εκ της έγγαμης συμβίωσης πορευόμενες υποχρεώσεις οφειλόμενης μέριμνας, βοήθειας και σεβασμού. Ότι εντέλει στις 11.11.2019 η εναγόμενη εγκατέλειψε οριστικά και χωρίς καμία εύλογη αιτία τη συζυγική τους οικία στον …… . Τροιζηνίας, αναχωρώντας προς άγνωστη διεύθυνση, με την πρόθεση να διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή τους, κατά παράβαση της απορρέουσας από το άρθρο 1386 ΑΚ υποχρέωσής της για συμβίωση και έκτοτε αδιαφορεί για τον ενάγοντα. Με την υπό κρίση αντέφεσή του ο αντεκκαλών παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε πλήρως να αναφερθεί στην περιεχόμενη στην αγωγή έννομη σχέση του δανεισμού χρημάτων από τον ενάγοντα στην εναγόμενη, άλλως στην αξίωσή του από τα αποκτήματα του γάμου, τόσο ως στοιχείο του ιστορικού της εξεταζόμενης διαφοράς, όσο και ως στοιχείο κλονιστικό της έγγαμης σχέσης, που προκύπτει και συνίσταται στις συνθήκες κατάρτισης της δανειακής σύμβασης, αλλά και στην ενσυνείδητη άρνηση της αντεφεσίβλητης-εναγόμενης να επιστρέψει στα ληφθέντα ποσά, καταστάσεις δηλαδή που συνιστούν προδικαστικό ζήτημα, με το οποίο η αντεκκαλούμενη δεν ασχολήθηκε, σιγή το αντιπαρήλθε, δημιουργώντας έτσι δυσμενές εις βάρος του ενάγοντος δεδικασμένο, που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του στην άσκηση της αντέφεσης. Ζητεί, λοιπόν, να μεταρρυθμιστεί η αντεκκαλούμενη απόφαση ως προς την αιτιολογία της και να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του αντεκκαλούντος, ως κλονιστικού της έγγαμης σχέσης γεγονότος, περί δανεισμού της αντεφεσίβλητης και αρνήσεώς της να αποδώσει τα ληφθέντα και να κριθεί ότι ο δανεισμός αυτός, οι συνθήκες δανεισμού και η μη απόδοσή του συνιστούν κλονιστικά του γάμου περιστατικά και ότι εξ αυτών κλονίστηκε η σχέση του γάμου, άλλως ότι για τους ίδιους, όπως παραπάνω λόγους, τα ίδια περιστατικά και η άρνηση της αντεφεσίβλητης να επιστρέψει τα οφειλόμενα συνιστούν παραβίαση της υποχρέωσής της απόδοσης των ωφελημάτων-αποκτημάτων του γάμου, που επέφερε τον αθεράπευτο κλονισμό της έγγαμης σχέσης. Και εντέλει, απορριπτομένης της από 12.5.2021 εφέσεως της αντιδίκου του, ζητεί να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή του κατά της εναγόμενης και να καταδικασθεί η αντεφεσίβλητη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, άλλως του παρόντος βαθμού. Με το παραπάνω περιεχόμενο η ως άνω αντέφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος του αντεκκαλούντος να την ασκήσει κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 68, 516 παρ.2, 532 του ΚΠολΔ, καθόσον η έννομη συνέπεια που επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει και ως εκ τούτου το υποβληθέν από τον ίδιο αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά από αυτά που ο ίδιος θεωρεί ως προέχουσας σημασίας, απαρτίζοντα, όμως, τον ίδιο λόγο (αντικειμενικό κλονισμό του γάμου). Τούτο, καθώς σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (βλ. ΑΠ 154/2019, ΜονΕφΔωδ 49/2021, ΜονΕφΑθ 480/2020, ΜονΕφΠειρ 483/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Οι αιτιολογίες της απόφασης δεν έχουν στοιχεία διατακτικού και δεν παράγουν δεδικασμένο για τα ζητήματα της υπαιτιότητας, ούτε για τα πραγματικά περιστατικά των λόγων διαζυγίου (ΑΠ 154/2019, ΑΠ 315/2018, ΑΠ 1731/2017, ΑΠ 1314/2015, ΑΠ 576/2014 στην ΤΝΠ Νόμος), τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής (ΑΠ 1077/2017). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επί σωρευόμενων στην ένδικη αγωγή περί λύσης του γάμου των διαδίκων περισσότερων λόγων διαζυγίου που αφορούσαν στο πρόσωπο της εναγόμενης, μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση ενός ή περισσότερων από αυτούς, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει όλους τους διαλαμβανόμενους στο αγωγικό δικόγραφο λόγους, εφόσον οι λόγοι που εξέτασε, αρκούσαν για την απαγγελία της λύσης του γάμου των διαδίκων, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο αντεκκαλών με την υπό κρίση αντέφεση ότι μη εξετάζοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων δανειακής σύμβασης και της άρνησης της εναγόμενης να επιστρέψει τα ληφθέντα ποσά, δημιούργησε σε βάρος του δυσμενές δεδικασμένο τυγχάνουν νόμω αβάσιμα. Καίτοι απορρίπτεται η αντέφεση, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του αντεκκαλούντος, καθώς η αντεφεσίβλητη δικάσθηκε ερήμην, οπότε δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα, ούτε λόγω της ερημοδικίας της υπέβαλε σχετικό αίτημα. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για την αντεφεσίβλητη, κατά της οποίας απορρίφθηκε η αντέφεση ερήμην της, καθώς δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει την παρούσα ως προς την αντέφεση (βλ. ΕφΘεσσαλ 984/1983, ΕλλΔνη 1984, σελ. 191, Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 893, παρ.2, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2018, σελ. 774, παρ.4). Σε ό,τι αφορά το κατατεθέν από τον αντεκκαλούντα για την άσκηση της αντέφεσης με κωδικό πληρωμής ……. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε σύμφωνα με τη συνημμένη στο εφετήριο βεβαίωση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, πρέπει επιστραφεί στον αντεκκαλούντα, καθώς και η αντέφεση, όπως η έφεση, αφορά σε διαφορά του άρθρου 592 αρ.1 ΚΠολΔ, που εξαιρείται της υποχρέωσης για κατάθεση παραβόλου για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 12.5.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) έφεση προς εξαφάνιση της 2660/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) και την από 29.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) αντέφεση προς μεταρρύθμιση της ίδιας απόφασης, της μεν έφεσης ερήμην της εκκαλούσας, της δε αντέφεσης ερήμην της αντεφεσίβλητης.

Απορρίπτει την έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την εκκαλούσα σε περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό . ………. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Απορρίπτει την αντέφεση ως απαράδεκτη.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό πληρωμής …………. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στον αντεκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου του εφεσίβλητου- αντεκκαλούντος, στις 27.4.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ