Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 249 /2022

Αριθμός     249/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ………..ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης εταιρείας …………. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σταύρο Καναβάρο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 10.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 905/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου      ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  20.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 20.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 905/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 10.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.7.2021 και η εκκαλουμένη εξεδόθη στις 3.3.2020 (άρθρα 591 παρ. 1, 495, 496, 498, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 (ΜονΕφΑθ 553/2020 δημ. νόμος).

Με την από 10.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του, ο ήδη εκκαλών ενάγων εξέθετε ότι υπό την ιδιότητα του δικηγόρου, κατήρτισε με την εφεσίβλητη εναγομένη την από 1.5.2004 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, με αναγνώριση της προϋπηρεσίας του από 15.1.2001. Ότι την 11.09.2017 η εφεσίβλητη εναγόμενη κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, α) χωρίς να αναφέρει το λόγο της καταγγελίας β) χωρίς να τηρήσει τη διαδικασίας επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας με δικαστικό επιμελητή, και χωρίς να καταβάλει το σύνολο της οφειλόμενης αποζημίωσης. Ότι η εφεσίβλητη εναγομένη υπολόγισε το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης στο ποσό των 97.300 ευρώ, το οποίο μονομερώς όρισε καταβλητέο (εκ ποσού 93.570 ευρώ μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου) σε έξι ισόποσες διμηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από την ημέρα καταγγελίας. Ότι ωστόσο, αφενός η εναγομένη οφείλει – κατά παράταση της υποχρέωσής της – την πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας μέχρι την πλήρη εξόφληση της αποζημίωσης και αφετέρου, υπολείπεται η αποζημίωση απόλυσης αναφορικά με την αποτιμώμενη σε χρήμα, σταθερά και τακτικά καταβαλλόμενη ιδιαίτερη αμοιβή σε είδος, χρήση ιχ αυτοκινήτου. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης να του καταβάλει α) το ποσό των 2.172,28 ευρώ που συνίσταται στη μηνιαία παροχή σε είδος εκ της χρήσης αυτοκινήτου αποτιμωμένης αυτής στο ποσό των 181,02 μηνιαίως  Χ12 λόγω συμπλήρωσης πάνω από 16 έτη στην εφεσίβλητη με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της καταγγελίας ήτοι από 12.9.2017, οπότε και όφειλε αυτή να του είχε καταβάλει το σύνολο της οφειλόμενης αποζημίωσης και επιπλέον να αναγνωριστεί ότι η εφεσίβλητη οφείλει να του καταβάλει β) ως ποινή τάξης το συνολικό ποσό των 74.604,15 ευρώ, δηλαδή τη μηνιαία πάγια αντιμισθία – προσαυξημένη με τα νόμιμα επιδόματα και τις παροχές εις είδος – 8.287,35  ευρώ Χ 9 μήνες, καθώς μόλις στις 11.7.2018 η εφεσίβλητη κατέβαλε την ορισθείσα από αυτήν τελευταία δόση αποζημίωσης, και το ποσό αυτό (υπό β) νομίμως εντόκως από 1/10/2017 για το ποσό των 5.248,65 ευρώ (ήτοι από την επόμενη της 30.9.2017 οπότε και ήταν υπόχρεη στην καταβολή του μηνιαίου – υπολειπόμενου κατά 19/30 ημερών – συμφωνημένου μισθού του ως ποινή τάξης) νομίμως εντόκως και ανά μήνα από 1/11/2017 για κάθε μηνιαία αντιμισθία εκ ποσού 8.287,35 ευρώ μέχρι και την πλήρη εξόφληση της αποζημίωσης απόλυσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14§2 και 25§2 Κ.Πολ.Δ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 αρ. 5α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., έκρινε νόμιμη την αγωγή μόνο ως προς το δεύτερο αίτημα της κρίνοντας νομικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα περί συμπλήρωσης της αποζημίωσης αλλά και της πάγιας αιτούμενης αντιμισθίας ως ποινική ρήτρα με τη μηνιαίως παρεχόμενη χρήση αυτοκινήτου. Αλλά και ως προς το δεύτερο αγωγικό αίτημα απέρριψε κατ’ουσίαν την αγωγή κρίνοντας ότι η καταγγελία ήταν νόμιμη διότι έγινε εγγράφως και γνωστοποιήθηκε στον εκκαλούντα τόσο ως προς το ύψος όσο και ως προς τη δοσοποίηση αυτής στον εκκαλούντα που υπέγραψε με επιφύλαξη κατά τη σχετική γνωστοποίηση και ότι συνεπώς δεν υφίστατο νόμιμος λόγος καταβολής ποινικής ρήτρας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011) (ΑΠ 1087/2014 δημ. νόμος). Στην ίδια διάταξη του άρθρου 527 παρ.1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει ισχυρισμούς, τους οποίους δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, εφόσον αυτοί συντελούν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως. Κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διατάξεως, τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται στο αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης, όπως αυτό οριοθετείται από το κατ` άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και αποσκοπούν στη διαφύλαξη του διατακτικού της εκκληθείσας αποφάσεως (ΕφΠατρ 509/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010/366).

Ο εκκαλών παραπονείται με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην κατακλείδα του διατακτικού του ότι η αποζημιωτική ποινική ρήτρα που ορίζει ο κώδικας περί δικηγόρων μπορεί να αλλοιωθεί ή να καταργηθεί λόγω του ενδοτικού της χαρακτήρα με σύμβαση μεταξύ των μερών και ότι τέτοια σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων μερών (άρθρο 361 ΑΚ), χωρίς αυτό να προταθεί από την εναγομένη, η οποία απαραδέκτως σε κάθε περίπτωση προτείνει πλέον τον ισχυρισμό αυτόν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος διότι όπως προαναφέρθηκε, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει όλους τους ισχυρισμούς (ακόμα και τους μη προταθέντες) προς υποστήριξη του διατακτικού της εκκαλουμένης.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α’ του ν. 3198/1955, ο υπολογισμός της αποζημίωσης του μισθωτού, για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του από τον εργοδότη, γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου πριν από την καταγγελία μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεώς του, δηλαδή το μισθό του και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται σταθερά και νόμιμα σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του κατά τον τελευταίο μήνα της απασχολήσεώς του. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 848,649 και 853 ΑΚ, συνδυασμό τους με το άρθρο 1 της υπ` αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, μισθό αποτελεί και κάθε πρόσθετη παροχή, που δίνεται σταθερά και μόνιμα ως τακτικό συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία σε χρήμα ή σε είδος αποτιμώμενο σε χρήμα, εκτός αν πρόκειται για οικειοθελή παροχή, ελευθέρως ανακλητή ή για παροχή για εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως, δηλαδή για παροχή αναγκαίως συνδεόμενη με τις λειτουργικές ανάγκες αυτής. Συγκεκριμένα δε η παροχή από τον εργοδότη στο μισθωτό της χρήσεως κινητού τηλεφώνου και της χρήσεως αυτοκινήτου, προς εξυπηρέτησή του κατά την εκτέλεση της εργασίας του δεν αποτελεί μισθό και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, έστω και αν από ελευθεριότητα του εργοδότη επιτρέπεται στο μισθωτό η χρήση αυτών προς εξυπηρέτηση και ατομικών του αναγκών (ΑΠ 1033/2008,  ΜονΕφΑθ 12/2018 δημ. νόμος). Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή χρήσεως αυτοκινήτου στον εκκαλούντα δε συνιστά παγίως καταβαλλόμενη μισθολογική παροχή που πρέπει να συνυπολογιστεί στην καταβαλλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Εξάλλου με το άρθρο 42 του νόμου 4194/2013, ήτοι του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων που ισχύει από 29.9.2013 «Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο».  Στα άρθρα 8α, 42 και 46 παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου νυν ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (4194/2013) ορίζεται όσον αφορά την καταγγελία ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 ότι η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με το θάνατο, β) τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού προσώπου που απασχολεί τον δικηγόρο, γ) την πτώχευση του εντολέα και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. Αν στο προσωπικό που απασχολείται στον εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, η καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία της συμβάσεως έμμισθης εντολής υπό καθεστώς μονιμότητας, που έγινε από τον εντολέα χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή. Στην παράγραφο 4 του παραπάνω άρθρου ορίζεται ότι μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω αποζημίωσης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε κατά την ημέρα της επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας. (ΑΠ 140/2020, ΑΠ 139/2019, ΑΠ 1265/2014,  ΜονΕφΘεσ 650/2020 δημ. νόμος).

Τέλος ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται διότι η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι διατηρεί τη νομιμότητα της η καταγγελία της εφεσίβλητης, που α) έγινε χωρίς να αναφερθεί ο λόγος καταγγελίας, β) χωρίς επίδοση από δικαστικό επιμελητή και γ) χωρίς να καταβληθεί το σύνολο της αποζημίωσης, αλλά με τη γνωστοποίηση της τμηματικής καταβολής και ότι εκείνος συναίνεσε με συνέπεια την κατάργηση της αποζημιωτικής ενοχής της ισόποσης της μηνιαίας αντιμισθίας αποζημιωτικής ρήτρας. Ότι μάλιστα δέχθηκε τα παραπάνω χωρίς αιτιολογία, η οποία λείπει παντελώς από το σκεπτικό της. Κατά το σκέλος του αυτό ο λόγος εφέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς διότι δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού η ελλείπουσα αιτιολογία συμπληρώνεται από το παρόν δικαστήριο. Περαιτέρω αλυσιτελώς παραπονείται ο εκκαλών για το ότι δεν του γνωστοποιήθηκε ο σπουδαίος λόγος της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας του διότι η εφεσίβλητη είναι ιδιωτική εταιρία και στο προσωπικό της δεν ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα, ώστε να απαιτείται σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης του εκκαλούντος.

Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη ένορκη βεβαίωση του κατοίκου Νέας Σμύρνης ιδιωτικού υπαλλήλου ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καλλιθέας, δηλαδή με τις προϋποθέσεις του άρθρου 421επ. του ΚΠολΔ και  κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήση του ήδη εκκαλούντος σύμφωνα με τη με αριθμό …./27.3.2019 του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών …………., καθώς και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και του κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Mεταξύ των διαδίκων μερών (δικηγόρου και ανωνύμου εταιρίας) καταρτίστηκε την από 1.5.2004 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, με αντικείμενο την παροχή νομικών επιστημονικών υπηρεσιών και πάγια αμοιβή 3670 ευρώ, ενώ η εφεσίβλητη θα κατέβαλε ετησίως το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του εκκαλούντος στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, ενώ από την εφεσίβλητη αναγνωρίστηκε η τριετής προϋπηρεσία του εκκαλούντος στην εταιρεία ……………. Μετά από τροποποιήσεις και ενώ οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του εκκαλούντος είχαν ανέλθει σε 6.950 ευρώ μηνιαίως το διάστημα από 3.8.2015 έως 30.9.2015 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών οι αποδοχές του εκκαλούντος να ανέρχονται σε 5.560 ευρώ. Την 11η.9.2017, η ανωτέρω σύμβαση καταγγέλθηκε με έγγραφο που υπεγράφη αυθημερόν από τον εκκαλούντα και συμφωνήθηκε η οφειλόμενη αποζημίωση των 97.300 ευρώ (93.570 ευρώ μετά την παρακράτηση του αναλογούντος φόρου) να καταβληθεί  σε έξι ισόποσες διμηνιαίες δόσεις εκ ποσού 15.595 ευρώ εκάστη, αρχής γενομένης από 11.9.2017 μέχρι και 11.7.2018. Επομένως αφού η καταγγελία της σύμβασης κοινοποιήθηκε στον ίδιο τον εκκαλούντα δεν χρειαζόταν να του επιδοθεί μέσω δικαστικού επιμελητή για να διατηρήσει την εγκυρότητα της. Επιπλέον ο εκκαλών παρέλαβε την καταγγελία με συγκεκριμένο ύψος αποζημίωσης και συγκεκριμένες δόσεις, οι οποίες και καταβλήθηκαν το χρονικό διάστημα από 11.9.2017 (την ίδια μέρα) έως και 11.7.2018, δηλαδή δέκα μήνες μετά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται ότι η καταγγελία ήταν άκυρη και ότι αυτός έπρεπε να συνεχίσει να λαμβάνει τις αποδοχές του, αλλά ισχυρίζεται ότι πρέπει να ενεργοποιηθεί η ποινική ρήτρα που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 του κώδικα περί δικηγόρων αυτομάτως λόγω της δοσοποίησης της αποζημίωσης, χωρίς αυτός να χρειαστεί να αποδείξει βλάβη του, αφού το πταίσμα του εντολέα τεκμαίρεται λόγω της μη καταβολής της αποζημίωσης (μη νόθος αντικειμενική ευθύνη). Τούτο δε διότι υπέγραψε μεν ότι του γνωστοποιήθηκε η καταγγελία πλην όμως με επιφύλαξη. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αν η επιφύλαξη αφορούσε τη δοσοποίηση της οφειλόμενης αποζημίωσης ή το ύψος αυτής λόγω του μη συνυπολογισμού της παροχής αυτοκινήτου και μόνο, και όχι το γεγονός ότι καταγγελόταν χωρίς σπουδαίο λόγο η σύμβαση εργασίας, κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου αυτό έπρεπε να αναγραφεί ως συγκεκριμένη επιφύλαξη, ή τουλάχιστον ο εκκαλών όφειλε να γνωστοποιήσει εντός του δεκαμήνου στο οποίο καταβάλλονταν οι δόσεις της αποζημίωσης στην πρώην εντολέα του ότι επιθυμεί να του καταβληθεί εφάπαξ το ποσό αυτό και ότι διαφωνεί ως προς το μη συνυπολογισμό της χρήσης του αυτοκινήτου. Τούτο δε διότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 του ΑΚ) και στη συγκεκριμένη περίπτωση η οφειλέτρια είχε γνωστοποιήσει με την κοινοποίηση της καταγγελίας στον εκκαλούντα τόσο το ύψος της αποζημίωσης που προτίθεται να καταβάλει πλέον του φόρου όσο και την επακριβώς καθορισμένη δοσοποίηση αυτής και συνεπώς με τη μη εναντίωση του εκκαλούντος με την αποδοχή της πρότασης καταρτίστηκε σύμβαση κατάργησης της ποινικής ρήτρας του άρθρου 46 παρ. 4 του κώδικα περί δικηγόρων. Για το λόγο αυτό ο εκκαλών μέχρι και την ημερομηνία που εξοφλήθηκε πλήρως η αποζημίωση τον Ιούλιο του 2018 δεν είχε διατυπώσει πιο συγκεκριμένα στην εφεσίβλητη ότι η επιφύλαξη που διατύπωσε κατά την παραλαβή της έγγραφης καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν αφορούσε την ίδια την καταγγελία αλλά το ύψος της αποζημίωσης και τη δοσοποίηση αυτής. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με καταγγελία που εδώ συμπληρώνεται (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον πρώτο λόγο έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.  Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η κρινόμενη έφεση, να αποδοθεί το παράβολο εφέσεως που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 του ΚΠολΔ) ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 20.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 905/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 10.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως στον εκκαλούντα

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ