Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 255/2022

Αριθμός     255/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Αθανασά   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Δήμητρα Τσιπελίκη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  2.9.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  3359/2017 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ.  445/2019 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι  εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες  με την από   16.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 16-10-2020 (με αριθμ. κατάθ. ………/20-10-2020) έφεση των εκκαλούντων, ……….. και ……….., που στρέφεται κατά της με αριθμ. 445/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς επίσης και κατά της προηγηθείσας με αριθμ. 3359/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 περ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511,513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1,517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 2-9-2015 (με αριθμ. κατάθ. ……../11-9-2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων ……….. ιστορούσε ότι, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον πρώτο εναγόμενο, ………., σύναψε με το δεύτερο εναγόμενο ….. . το από 14-3-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, δυνάμει του οποίου εκμίσθωσε σ’ αυτόν για δώδεκα (12) έτη, με μηνιαίο μίσθωμα 1000 ευρώ, το περιγραφόμενο στην αγωγή μίσθιο και ότι, προσθέτως, κατάρτισε μ’ αυτόν α) το από 27-3-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου και β) το από 26-3-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης-μεταβίβασης ατομικής επιχείρησης. Ότι, λόγω μη καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων, αιτήθηκε την έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, την οποία εκτέλεσε και απέβαλε τους εναγομένους από το μίσθιο την 23-4-2015. Ότι, κατά την παραλαβή του μισθίου, διαπίστωσε ότι υπήρχαν μεγάλες φθορές και καταστροφές προκληθείσες σ’ αυτό από τους εναγομένους, επιπλέον δε, μεγάλο μέρος του εξοπλισμού, που είχε χρησιδανείσει, είχε αφαιρεθεί από αυτούς. Ότι η απαιτούμενη δαπάνη για την αποκατάσταση των φθορών και βλαβών του μισθίου, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή (υπολογιζόμενες κατ’ αποκοπή) ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 62.742,30 ευρώ. Ενόψει αυτών, ζητούσε με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίσθηκε, να του καταβάλουν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο, το ποσό των 51.010 ευρώ για τη θετική του ζημία, καθώς επίσης και το ποσό των 10.000 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά τη με αριθμ. 3359/2017 μη οριστική απόφαση, με την οποία διέταξε τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, για τη διαπίστωση των φθορών και ζημιών του μισθίου, καθώς επίσης και τον προσδιορισμό του κόστους αποκατάστασής τους. Ακολούθως, εκδόθηκε η ως άνω με αριθμ. 445/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά των αποφάσεων αυτών (οριστικής και μη οριστικής) παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και, ακολούθως, να απορριφθεί η αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 592, 594, 599 και 330 ΑΚ προκύπτει, ότι ο μισθωτής κατά τη διάρκεια της μισθώσεως υποχρεούται να χρησιμοποιεί το μίσθιο με επιμέλεια και κατά τους όρους της συμβάσεως, ώστε κατά την λήξη της, να είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε, δηλαδή στην κατάσταση που θα πρέπει να βρίσκεται μετά από την γενόμενη χρήση κατά τη διάρκεια της μισθώσεως και, συνεπώς, χωρίς φθορές, πλην εκείνων που προκλήθηκαν από την, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνήθη χρήση αυτού. Για κάθε φθορά πέρα από εκείνη, που οφείλεται στη συνήθη χρήση, ο εκμισθωτής έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του μισθωτή, που απορρέει από τη σύμβαση της μισθώσεως και καλύπτει κάθε ζημία, θετική ή αποθετική. Εξάλλου, μόνη η αθέτηση της προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, τούτο δε συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία. Στην περίπτωση αυτή, λόγω συρροής ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, η από την αδικοπραξία ευθύνη θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Υπό την έννοια, δε, αυτή είναι δυνατή καταρχήν η συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής από αδικοπραξία ευθύνης και στην περίπτωση φθορών του μισθίου, οπότε ο εκμισθωτής θα μπορεί να ασκήσει παράλληλα τη συμβατική αξίωσή του για αποζημίωση και τη συρρέουσα από αδικοπραξία. Για τη θεμελίωση, όμως, της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημιώσεως και, συγκεκριμένα, την παράνομη ενέργεια του υποχρέου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα, που επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παράβαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο ανωτέρω αξιώσεων έγκειται στο ότι, αν η αξίωση θεμελιώνεται στη σύμβαση, ο εκμισθωτής ενάγων υποχρεώνεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη της σύμβασης και την παράβαση της ενοχικής υποχρεώσεως του μισθωτή, επί της οποίας στηρίζει το περί αποζημιώσεως αίτημα, εναπόκειται, δε, στον εναγόμενο οφειλέτη να αποδείξει ότι οι ζημίες δεν οφείλονται σε πταίσμα του, αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, ενώ όταν η αξίωση θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει και το πταίσμα, δηλαδή την υπαιτιότητα του εναγομένου [βλ. ΑΠ 1667/2009, ΕφΛάρ.(Μον.) 109/2020, ΕφΔωδ. (Μον.) 202/2020 ΝΟΜΟΣ].

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της, ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (βλ. ολ ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 265 και 365/2000 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599, σε συνδυασμό με το άρθρο 330 ΑΚ, προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, με επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, ώστε να είναι σε θέση κατά τη λήξη της συμβάσεως, να αποδώσει τούτο χωρίς φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, διότι, διαφορετικά, υπέχει υποχρέωση να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από την ανεπίτρεπτη, πέραν της συνήθους χρήσεως, φθορά του μισθίου. Προκύπτει, επίσης, ότι, για τη θεμελίωση της σχετικής αγωγής του εκμισθωτή, απαιτείται η ύπαρξη συμβάσεως μισθώσεως, προκληθείσες στο μίσθιο φθορές, ποσό ζημίας, όχι, όμως, και υπαιτιότητα του μισθωτή, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, για να καταλύσει την αγωγή, έχει δικαίωμα να προτείνει κατ’ ένσταση, ότι οι φθορές του μισθίου οφείλονται σε γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη ή σε ανώτερη βία. Επομένως, επί αγωγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω φθορών στο μίσθιο, πρέπει, για το ορισμένο αυτής, να προσδιορίζονται κατ’ άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ με σαφήνεια: α) πόσα μέρη του μισθίου υπέστησαν ολική ή μερική φθορά (είδος, ποσότητα και ποιότητα) και β) πόση η απαιτούμενη δαπάνη σε υλικά (ποσότητα, ποιότητα αυτών και η επιμέρους αξία κάθε υλικού) και για αμοιβή εργατοτεχνικού προσωπικού (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και μέρες απασχόλησης). Αν τα στοιχεία αυτά ελλείπουν, η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως (βλ. ΑΠ 780/2011, ΑΠ 1342/2006, ΑΠ 762/2000, ΕφΠειρ. 97/2020, ΕφΑιγ. 116/2019 ΝΟΜΟΣ) Μπορεί, όμως, να προσδιορίζεται η απαιτούμενη δαπάνη για τις επιμέρους φθορές κατ’ αποκοπή (βλ. ΑΠ 780/2011, ΑΠ 555/2004 ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που υπαιτίως και παρανόμως καταστρέφει εντελώς ξένο πράγμα, υποχρεούται σε αποζημίωση του παθόντος, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει τόσο την ανόρθωση της θετικής ζημίας, αναγόμενης στην αξία του πράγματος, όσο και το διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση της χρήσης αυτού. Η αξία του καταστραφέντος πράγματος, που δεν είναι καινούργιο και εντεύθεν η θετική ζημία του παθόντος, υπολογίζεται με βάση την αξία του πράγματος στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της καταστροφής και όχι ανάλογα με τη δαπάνη που απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου. Και τούτο γιατί, στην τελευταία περίπτωση ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε και ωφέλεια, πράγμα που θα ήταν αντίθετο στην έννοια του διαφέροντος και τη διέπουσα αυτό γενική αρχή της αποκαταστάσεως του δανειστή στην προ του ζημιογόνου γεγονότος κατάσταση (βλ. ΑΠ 1493/2014, ΑΠ 68/2005, ΑΠ 2060/1983 ΝΟΜΟΣ).

Σε σχέση με τα επιμέρους κονδύλια της αγωγής, (που δεν απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση), όπως αυτά προσδιορίζονται και με την ενσωματωμένη στην αγωγή τεχνική έκθεση της αρχιτέκτονος – μηχανικού Ελένης Καμπούρη, όπου αναφέρεται ότι τα επιμέρους ποσά έχουν υπολογισθεί κατ’ αποκοπή, επισημαίνονται τα ακόλουθα: 1) Το κονδύλιο για την αντικατάσταση ηλεκτρολογικής καλωδίωσης, αλλαγή καναλιών, επισκευή και αλλαγή τμημάτων του ηλεκτρικού πίνακα, εκ νέου σκάψιμο τοίχων, αποκατάσταση μερεμετιών είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι ουδόλως προσδιορίζονται οι επιμέρους φθορές της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης και οι απαιτούμενες εργασίες αποκατάστασης κατά είδος και ποσότητα, προσθέτως δε, διότι αντιφατικά σε άλλο σημείο της αγωγής αναφέρεται ότι υπήρξε (πλήρης) καταστροφή της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης. 2) Το κονδύλιο για επισκευή τοίχου με ταπετσαρία, αφαίρεση ταπετσαρίας, τρίψιμο, αστάρωμα χρωματισμό είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι βλάβες κατά ποσότητα (έκταση). 3) Το κονδύλιο για την αντιμετώπιση της υγρασίας περιμετρικά του καταστήματος, επαναφορά τοίχων στην αρχική τους μορφή, με τοποθέτηση περιμετρικά σοβατέπι, καθαρισμό, τοποθέτηση μονωτικού υλικού, αστάρωμα και χρωματισμό είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι βλάβες κατά ποσότητα (έκταση). 4) Το κονδύλιο για την αγορά και τοποθέτηση 8 ηλεκτρικών σπότ φωτισμού, που αφαιρέθηκαν, 640 ευρώ ( 8 τεμάχια χ 80 ευρώ), είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι έπρεπε να προσδιορίζεται η αξία των φωτιστικών σωμάτων πριν την αφαίρεσή τους και όχι η αξία τους ως καινούργια. 5) Το κονδύλιο για επισκευή της εσωτερικής κλίμακας, στοκάρισμα, τρίψιμο και χρωματισμό είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι ουδόλως προσδιορίζεται το είδος των φθορών που υπήρξαν, ούτε η ποσότητα (έκτασή τους). 6) Το κονδύλιο για απομάκρυνση της υδραυλικής εγκατάστασης από το κέντρο του καταστήματος, επαναφορά του δαπέδου στην αρχική του μορφή, απομάκρυνση μπάζων, τοποθέτηση νέων πλακιδίων είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες φθορές κατά ποσότητα (έκταση). 7) Το κονδύλιο για αποκατάσταση πρόσοψης καταστήματος, τρίψιμο, αστάρωμα, χρωματισμό, είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι βλάβες κατ’ είδος και ποσότητα (έκταση). 8) Το κονδύλιο για απομάκρυνση σιδηροκατασκευής-ταμπέλας από την όψη του καταστήματος είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζεται το μέγεθος της προς απομάκρυνση επιγραφής. 9) Το κονδύλιο για τη συντήρηση-καθαρισμό της ηλεκτρικής τέντας είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες φθορές κατά ποσότητα (έκταση). 10) Το κονδύλιο για αντικατάσταση τμήματος οροφής με γυψοσανίδα στο εσωτερικό του καταστήματος, σπατουλάρισμα, τρίψιμο, αστάρωμα, χρωματισμό, είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες φθορές κατά ποσότητα (έκταση). 11) Το κονδύλιο για καθαίρεση τοίχου στο βορειοανατολικό τμήμα της οικοδομής, επισκευή δαπέδου στο σημείο που εδραζόταν ο τοίχος, απομάκρυνση μπάζων, είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες φθορές κατά ποσότητα (έκταση). 12) Το κονδύλιο για μερική αντικατάσταση και συντήρηση συρόμενου υαλοπίνακα αλουμινίου, χρώματος καφέ, είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες φθορές κατά ποσότητα (έκταση). 13) Τα κονδύλια για αποκατάσταση τουαλέτας ΑΜΕΑ και για μερική αντικατάσταση πλακιδίων στις τουαλέτες του καταστήματος, συντήρηση και χρωματισμό θυρών είναι αόριστα και απορριπτέα, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες βλάβες κατ’ είδος και ποσότητα. 14) Το κονδύλιο για αντικατάσταση κεραμικών πλακιδίων δαπέδου – τοίχων, επιδιόρθωση ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, αλλαγή φωτισμού ασφαλείας, συντήρηση ερμαρίων στους τοίχους, μερική αντικατάσταση υδραυλικών σωληνώσεων στο χώρο της κουζίνας – παρασκευαστηρίου είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι δεν προσδιορίζονται οι προκληθείσες βλάβες κατ’ είδος και ποσότητα. 15) Τα κονδύλια, που αναφέρονται στο τμήμα της παραλίας και του πεζοδρομίου εξωτερικά του καταστήματος, για απομάκρυνση κλίμακας, κατασκευή νέας και επαναφορά της στην αρχική της μορφή, απομάκρυνση κατασκευής μισθωτή, από την παραλία, αντικατάσταση ηλεκτρικής εγκατάστασης, ηχείων, αναμονής κεραίας τηλεόρασης, απομάκρυνση υδραυλικής εγκατάστασης από την παραλία, επισκευή δαπέδου πεζοδρομίου και αντικατάσταση φωτιστικών δαπέδου είναι προεχόντως μη νόμιμα, διότι αφορούν εδαφική έκταση μη ανήκουσα στον ενάγοντα, αλλά στον οικείο Δήμο. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα κονδύλια αυτά είναι αόριστα και απορριπτέα, διότι δεν προσδιορίζονται κατ’ είδος και ποσότητα οι προκληθείσες βλάβες, επιπλέον δε, μη νομίμως αναφέρεται και ζητείται το κόστος για την αντικατάσταση του αφαιρεθέντος- καταστραφέντος ηχητικού-ηλεκτρολογικού εξοπλισμού με καινούργιο, ενώ θα έπρεπε να προσδιορίζεται και να ζητείται η αξία του εξοπλισμού ως μεταχειρισμένου. Ενόψει δε της απόρριψης όλων των ανωτέρω κονδυλίων, είναι αβάσιμο και απορριπτέο το αιτούμενο κονδύλιο για έκδοση οικοδομικής άδειας για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, που φέρονται ότι απαιτούνται, καθώς επίσης και το αιτούμενο κονδύλιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Συνεπώς, η αγωγή είναι απορριπτέα. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Γι’ αυτό πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη οριστική, όπως επίσης και η προηγηθείσα αυτής μη οριστική απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στους καταθέσαντες (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος – ενάγων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 445/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 περ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, καθώς επίσης και την προηγηθείσα αυτής με αριθμ. 3359/2017 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή του παράβολου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στους καταθέσαντες.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, που ορίζει για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 4 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ