Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 276 /2022

Αριθμός     276/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………η οποία εκπροσωπήθηκε  από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ακριβή-Ελένη Γκότση.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ. Ι. ΡΕΝΤΗ», που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3852/2010 του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νικαίας», ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Μαρία Καραφέρη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β. ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. 2) ……….. 3) ……….., 4) …………, 5) ………….., ως εκ της εργασίας τους, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Ακριβή-Ελένη Γκότση.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ. Ι. ΡΕΝΤΗ», που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3852/2010 του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νικαίας», ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Μαρία Καραφέρη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η υπό στοιχ Α καλούσα-εκκαλούσα και οι υπό στοιχ Β καλούντες-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4095/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου : α) η 11η εκ των εναγόντων και ήδη υπό στοιχ Α καλούσα-εκκαλούσα με την από  21.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ……../2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.11.2019, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της  8ης.10.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής. Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  9.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) κλήση της ως άνω διαδίκου, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

β) οι 5ος, 7ος, 8η, 9ος, 10η, και 12η εκ των εναγόντων και ήδη υπό στοιχ Β καλούντες-εκκαλούντες με την από  21.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.11.2019,  οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο  της 8ης.10.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.  Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 9.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) κλήση των ως άνω διαδίκων η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α καλούσας-εκκαλούσας και των υπό στοιχ Β καλούντων-εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατεθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υπό στοιχ Α και Β καθ΄ ου η κλήση-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρονται  προς συζήτηση :  α) με την από 09-09-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2020 ) κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας ……… και β) με την από 09-09-2020 (γεν.αριθμ.καταθ…../ 2020) κλήση των εκκαλούντων – εναγόντων ……….., οι από 21-11-2018 εφέσεις τους και με γεν.αριθμ.καταθ. …/ 2019 και …./2018 αντίστοιχα, κατά της υπ΄αριθμ.4095/ 2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών), η συζήτηση των οποίων (άνω εφέσων) ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 07-11-2019  κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 08-10-2020 οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε.

Έτσι, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 21-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2019) έφεση της ………. κατά του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ.Ι.ΡΕΝΤΗ» ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νίκαιας» και β) η από 21-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ …../2018) έφεση των : ………. κατά του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ.Ι.ΡΕΝΤΗ» ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νίκαιας».

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.4095/ 2018  απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών ,έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 ,  520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Για το παραδεκτό τους δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ).

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), αφου συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246 ,524 ΚΠολΔ). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Με την από 12-04-2018 ( αριθμ.καταθ………../2018) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι : 1. ………2……….. 3……… 4. ……. 5. ……… 6. …….. 7. ……….. 8. ………. 9. ……….. 10. ………. 11. ………. και 12. …… εξέθεσαν τα ακόλουθα : Α. Ότι οι πρώτοι 9 εξ αυτών προσλήφθηκαν με τις ειδικότητες που αναφέρονται κατωτέρω με συμβάσεις μίσθωσης έργου από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νίκαιας» το οποίο καταργήθηκε με την υπ΄αριθμ. 6860/3841/26-5-2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής «Κατάργηση ΝΠΔΔ Δήμου Αγ.Ι.Ρέντη» ( ΦΕΚ 1344/ Β7 16-6-2011), καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει ήδη ο εναγόμενος Ο.Τ.Α με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ.Ι.ΡΕΝΤΗ», δυνάμει των άρθρων 241 παρ.5 του Ν.3463/ 2006, 219 παρ.5 του Ν.3584/ 2007 και 103 του Ν.3852/ 2010,στον οποίο και κατέστησαν αυτοδικαίως υπάλληλοί του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219 του Ν.3584/2007 και στον οποίο εξακολουθούν μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής τους να παρέχουν συνεχώς και αδιαλείπτως τις υπηρεσίες τους, ενώ η 10η, 11η, και 12η απ΄αυτούς αντίστοιχα, προσλήφθηκαν ως καθαρίστριες, αρχικά με συμβάσεις μίσθωσεις έργου, από το Υπουργείο Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ενώ στις 10-01-2007 κατατάχθηκαν σε αυτό, σε θέσεις Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου και την 01-01-2011 μεταφέρθηκαν στον εναγόμενο Δήμο σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις, με την ίδια σχέση εργασίας (ήτοι αυτήν του Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου) και υπο το ίδιο εργασιακό καθεστώς και ειδικότητες, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 του Ν.3870/ 2010  (ΦΕΚ 138/τ. Α 709-08-2010). Β. Ότι το έτος 2004,κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του άρθρου 11 του ΠΔ 164/ 2004, με βάση το οποίο εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες με τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, όλοι (οι ενάγοντες) υπέβαλαν εμπρόθεσμα ενώπιον του οικείου φορέα, αιτήσεις για τη θεώρηση των συμβάσεών τους, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι επι των αιτήσεών τους απεφάνθη θετικά τόσο το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Ο.Τ.Α. Ν. Πειραιά για τους 1η – 9η εξ αυτών, όσο και το αρμόδιο Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων (Υ.Π.Ε.Π.Θ.) για την 10η – 12η εξ αυτών, όσο και στη συνέχεια το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), α) με την υπ΄αριθμ.60/ 13-3-2007 απόφαση του Δ΄ Τμήματός του, καθώς και με την υπ΄αριθμ.232/ 29-09-2008 συμπληρωματική απόφαση του Β΄ Τμήματός του, ως προς το ωράριο της απασχόλησής τους στο ανωτέρω ΝΠΔΔ, για τους 1η – 9ο των εναγόντων με την υπ΄αριθμ.802/ 15-03-2006 για την 10η και 11η,12η και με την υπ΄αρ.792 για τη 12η ενάγουσα (αντίστοιχα) απόφαση του Δ΄Τμήματος του ΑΣΕΠ, με τις οποίες κρίθηκε ότι πληρούν αθροιστικά τις νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 164/ 204.  Γ. Οτι και μετα την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, οι ίδιοι (ενάγοντες) συνέχιζαν να απασχολούνται υπο το ίδιο εργασιακό καθεστώς, όρους και συνθήκες, μέχρι την κατάταξή τους σε θέσεις Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου και συγκεκριμένα : Οι 1η έως 9ος των εναγόντων μέχρι την 25-02-2009 όταν έλαβε χώρα η σύσταση 24 οργανικών θέσεων Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Νίκαιας, κατά εκπαιδευτική βαθμίδα, ειδικότητα και αριθμό, με την υπ΄αρ.οικ.7701/ 06-02-2009 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υφυπουργών Εσωτερικών Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 332/τ.Β / 25-02- 2009), δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.2 του Ν.3320/ 2005 και οι 10η,11η και 12η συνέχισαν να απασχολούνται στο Υπουργείο Παιδείας Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων υπο το ίδιο εργασιακό καθεστώς, ήτοι αυτό των συμβάσεων μίσθωσης έργου, μέχρι την 10-01-2007, οπότε και κατατάχθηκαν σε θέσεις Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν με την αυτή σχέση εργασίας στον εναγόμενο Δήμο. Δ. Ότι οι ανωτέρω όμως, αρχικές τους κατατάξεις στα οικεία μισθολογικά και βαθμολογικά κλιμάκια έλαβαν χώρα χωρις να ληφθεί υποψη η συνολική πραγματική δημόσια προϋπηρεσία τους, με συμβάσεις επιγραφόμενες μονομερώς από την πλευρά του εναγομένου ως « μισθώσεις έργου» ή συμβάσεις «ορισμένου χρόνου», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να καταταχθούν σε κατώτερα μισθολογικά και βαθμολογικά κλιμάκια, στα οποία δεν θα κατατάσοντο εάν είχε συνυπολογισθεί ορθά η συνολική πραγματική δημόσια προϋπηρεσία τους, υπο συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, ενώ το ίδιο συνέβη και στις μεταγενέστερες μισθολογικές και βαθμολογικές τους κατατάξεις που έλαβαν χώρα, δυνάμει του Ν.4024/ 2011 (ΦΕΚ 226/Α/2011) και στη συνέχεια δυνάμει των Ν.4354/ 2015 (ΦΕΚ Α 176 16.12.2015) και Ν.4369/ 2016 (ΦΕΚ Α 33 27.2.2016), θεωρώντας ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) με αυτόν τον τρόπο υπέστησαν αδικία ως προς την ορθή κατάταξή τους στους προβλεπόμενους από το Νόμο βαθμούς και Μισθολογικά Κλιμάκια, βάσει της πραγματικά συνολικής δημόσιας προϋπηρεσίας τους, υπο καθεστώς εξαρτημένης εργασίας.

Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή : α) να αναγνωριστεί ότι η σχέση που τους συνδέει με τον εναγόμενο είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ειδικότερα ότι έχει καταρτιστεί μία ενιαία (διαρκής) σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με αρχική ημερομηνία πρόσληψης, για την πρώτη ενάγουσα, …………., αυτήν της 1-9-1990 άλλως αυτήν της 01-06-2002, για τη δεύτερη ενάγουσα …………., αυτήν της 01-09-1992, άλλως αυτήν της 01-09-2001, για τον τρίτο ενάγοντα, ……, από της 1-9-1996, άλλως αυτήν της 01-01-1998, για τον τέταρτο ενάγοντα …….. αυτήν της 1-9-1989, άλλως αυτήν της 1-1-1998, για τον πέμπτο ενάγοντα ……… από τις 1-11-2001, για την έκτη ενάγουσα ………… από τις 1-9-1998,άλλως αυτήν της 01-01-1999, για τον έβδομο ενάγοντα ……. από τις 1-11-2001, για την όγδοη ενάγουσα ………. από τις 2-9-2001, για τον ένατο ενάγοντα ………. από τις 1-10-2011, για τη δέκατη ενάγουσα ………. από τις 16-9-1989, για την ενδέκατη ενάγουσα ……… από τις 1-9-2001 και για την δωδέκατη των εναγόντων ………., αυτήν από τις 1-9-2001, αντίστοιχα, β) να αναγνωρισθεί ο χρόνος που παρείχαν πραγματικά τη δημόσια υπηρεσία τους, ως αυτός αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή τους, υπο συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, αορίστου χρόνου και όχι ως κατ΄επίφαση «μισθώσεις έργου» ή «συμβάσεις ορισμένου χρόνου», έτσι ώστε να προσμετρηθεί στην προϋπηρεσία τους, για την ορθή μισθολογική και βαθμολογική τους κατάταξη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους κατατάξει στα ορθά μισθολογικά κλιμάκια και βαθμούς του Νόμου, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΤΑ να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους καταβάλλοντάς τους τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην ειδικότητά τους και σύμφωνα με την οικογενειακή τους κατάσταση και τα συνολικά χρόνια υπηρεσίας τους, προβαίνοντας στις απαιτούμενες διατυπώσεις για την αναδρομική μισθολογική, βαθμολογική και ασφαλιστική τους αποκατάσταση, δ) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος ΟΤΑ οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα και αντίστοιχα να υποχρεωθεί στην ισόποση καταβολή, για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν (αγωγή) λόγους, ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 μέχρι και 31-03-2018,τα ακόλουθα χρηματικά ποσά, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ή άλλως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και συγκεκριμένα : για την πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 12.744 ευρώ (μικτά), άλλως, επικουρικώς το ποσό των 3.186 ευρώ (μικτά), για τη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.395 ευρώ (μικτά), για τον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.425 ευρώ (μικτά), για τον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.880 ευρώ (μικτά), άλλως, επικουρικώς, το ποσό των 5.940 ευρώ (μικτά),για τον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.970 ευρώ (μικτά), για την έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.940 ευρώ (μικτά), για τον έβδομο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.455 ευρώ (μικτά), για την όγδοη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.970 ευρώ (μικτά), για τον ένατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.240 ευρώ (μικτά), για τη δέκατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.644 ευρώ (μικτά), για την ενδέκατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.161 ευρώ (μικτά) και τέλος ζήτησαν να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 4095/2018 απόφαση με την οποία αυτή (αγωγή) ως προς τους πέμπτο, έβδομο, όγδοη, ένατο, ενδέκατη και δωδέκατη των εναγόντων απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και ως προς τους λοιπούς απλούς ομοδίκους τους (ήτοι, πρώτη, δεύτερη,  τρίτο, τέταρτο, έκτη και δέκατη των εναγόντων), αφου κρίθηκε νόμιμη, έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ ουσίαν βάσιμη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (εκκαλουμένη).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες – ηττηθέντες ενάγοντες (5ος, 7ος,8η, 9ος,11η και 12η) με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της.

Όμως, με το ως ανω περιεχόμενο και αιτήματα η υπο κρίση αγωγή ως προς τους ανωτέρω ενάγοντες, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο καθόσον, δεδομένου του χρόνου της φερόμενης πρώτης πρόσληψης αυτών, ο οποίος και από τους ίδιους προσδιορίζεται μετά τη συνταγματική αναθεώρηση της 18-4-2001, με αποτέλεσμα, μόνο επι διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο κλπ πριν από την έναρξη ισχύος των παρ.7 και 8 του αρθ.103 Σ που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ 85/ 2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως ανω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και εφόσον αυτές συνεχίζονται και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως ανω διατάξεις, διοτι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή και πριν την έναρξη ισχύος των ως ανω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρα την τυχον απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετα την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ ΑΠ 7 και 8/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, οι ένδικες συμβάσεις των εν λόγω εναγόντων δεν πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις αφου καταρτίστηκαν μετα από την έναρξη ισχύος των παρ.7 και 8 του αρθ.103 Σ που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001,ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ 85/ 2001) και δη από τις 1-10-2001 και εφεξής και παράλληλα δεν ήταν ενεργες κατά το χρόνο έναρξης ισχύος της οικείας συνταγματικής διάταξης, ήτοι κατά τις 18-4-2001. Αντίθετα, επι διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίσθηκαν με ΝΠ του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπο την ισχυ του αναθεωρημένου ως ανω άρθρου 103 του Συντάγματος ως συμβάσεις ορισμένου είδους κατ΄επιταγή του νόμου και δη ως έργου δεν καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αφου έστω και αν τέτοια είναι στην πραγματικότητα η φύση τους, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δηλ. ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλεον αλυσιτελής, (πρβλ ΑΠ 940/2014, ΑΠ 89/ 2014, 18/ 2014, 1165/ 2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Το ίδιο δε, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αντικείμενο της αγωγής δεν είναι καθεαυτόν ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων ορισμένης εκ του νόμου μορφής και δη έργου ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, αποτελεί όμως αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση και επιδίκαση των ένδικων αξιώσεων (βλ. παγία νομολογία και ενδεικτικά ΑΠ 1346/ 2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού ο εργοδότης βάσει των διατάξεων (103 Σ και 21 ν.2190/ 1994) δεν έχει πλέον την ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου και συνεπώς δεν είναι δυνατή υπο την ισχύ της διάταξης του άρθρου 103 Σ και 21 ν. 2190/ 1994 η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 ν.21212/ 1920 (ΑΠ 64/ 2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η πρόσληψη των παραπάνω εναγόντων δεδομένου του χρόνου της φερόμενης πρώτης πρόσληψης αυτών που προσδιορίζεται μετά τις 18-4-2001 με διαδοχικές συμβάσεις, διαρκώς ανανεούμενες, έλαβε χώρα και η πρώτη εκ των επιδίκων συμβάσεων καταρτίστηκε στις 1-11-2001 για τον πέμπτο και έβδομο ενάγοντα, στις 2-9-2001 για τη όγδοη ενάγουσα, στις 1-10-2001 για τον ένατο των εναγόντων και στις 1-9-2001 για την ενδέκατη και δωδέκατη ενάγουσα αντίστοιχα, ήτοι μετα την ισχύ των ως ανω συνταγματικών διατάξεων που έγινε στις 18-4-2001.

Ετσι, παρα τις εκτιμώμενες από Δικαστήριο αυξημένες ανάγκες λειτουργίας του εναγομένου προκύπτει ότι η ορισμένη χρονική διάρκεια των ανωτέρω αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εναγόντων έγινε μετά τις 18-4-2001 και εφεξής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό ότι αποτελεί μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφου ήταν μεν ήδη ενεργή πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΚΚ (10-7-2002, ημερομηνία που έπρεπε να ενωματωθεί η εν λόγω Οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη), αλλά όχι και ενεργή πριν από ην εφαρμογή της οικείας συνταγματικής διάταξης και των παραγράφων 7 και 8 του αρθρ.103 του Συντάγματος 9 18-4-2001), αφου η πρώτη ένδικη σύμβαση εκάστου εξ αυτών κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα συνυπογράφη μεταξύ των διαδίκων μερών μετα τις 18-4-2001 με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του αρθρου 8 παρ.3 του Ν.2112/ 1920. `Επομένως ως προς τους ενάγοντες αυτούς η αγωγή κρίνεται ως μη νόμιμη δεδομένου του χρόνου πρόσληψης αυτών και δη μετα τις 18-4-2001.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή για τους παραπάνω ενάγοντες, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόντων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Σημειώνεται δε,ότιη πέμπτη εκκαλούσα …. .., με την από 9-9-2020 έγγραφη δήλωση παραίτησης που επέδωσε στον εναγόμενο (βλ, υπ΄αριθμ……. Β / 16-09-2020) παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω υπό στοιχ. β΄ έφεσή της και ως εκ τούτου θεωρείται ότι ως προς αυτήν δεν ασκήθηκε η έφεση (άρθρα 293,294 και 295 ΚΠολΔ).

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω οι κρινόμενες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες  κατ΄ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων καθόσον εν προκειμένω η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179 εδαφ, τελευτ. ΚΠολΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων  α) την από 21-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2019) έφεση και β) την από 21-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ …../ 2018) έφεση

κατά της υπ΄αριθμ. 4095/2018  απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την υπο στοιχ,β΄ έφεση ως προς την πέμπτη των εκκαλούντων ………….

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν αυτές (εφέσεις) Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ολικά μεταξυ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    11 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ